ΠΑΡΑΜΥΘΟΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΣΤΗΝ ΟΣΤΡΙΑ

Κύκλος Σεμιναρίων στον Πολυχώρο Όστρια 




ΟΙ ΕΓΓΡΑΦΕΣ ΞΕΚΙΝΗΣΑΝ 

Οι Παραμυθοτέχνες θα ξεκινήσουν επίσημα στις 15 Οκτωβρίου στον Πολυχώρο των Εκδόσεων Όστρια.




Οι Ενότητες είναι: 

1.  Παραμύθι «Γράφω την ιστορία μου»: Ανάλυση - Μεθοδολογία από την ιδέα... μέχρι τον εκδότη

2.  Τεχνικές αφήγησης, είδη αφήγησης, ορθοφωνία

3.  To Άμαζον στη ζωή ενός εν δυνάμει συγγραφέα – Εισηγήτρια: Εύα Πετροπούλου-Λιανού /         Συγγραφέας

4.  Θεατρικό παιχνίδι: «Ποιος είμαι;» - Συντονίστρια: Άννα Γιαννακίδου / Ηθοποιός - Περφόρμερ 

5.  Face painting: Βασικοί όροι «Ζωγραφίζω.. κι εγώ το πρόσωπο μου!!» - Συντονίστρια: Άννα Γιαννακίδου / Ηθοποιός – Περφόρμερ 

6.  Θεατρικό παιχνίδι: «Ανακαλύπτω το παιδί που κρύβω μέσα μου» - Συντονίστρια: Ελευθερία Αθανασίου / Ηθοποιός - Περφόρμερ

7.  Παραμυθοσκηνοθεσία για ταινία μικρού μήκους ή ένα παραμύθι - Θοδωρής Βουρνάς / Σκηνοθέτης

8.  Παραμυθοκατασκευές - Μαρία Μαλούχου / Ηθοποιός

9. Δημοσιογραφία: ο μύθος, η αλήθεια και το... Παραμύθι - Πάνος Παπαδάκης / Δημοσιογράφος - Συγγραφέας

10.  Φανταστική λογοτεχνία - Δημήτρης Αργασταράς 

Θα υπάρχουν έξτρα μαθήματα, όπως παιδική εικονογράφηση, δραστηριότητες και κατασκευές από τη Λία Ζερμπίνη για τα παιδιά κι ενήλικες σε μορφή εργαστηρίων. 

Τις ενότητες μπορούν να παρακολουθήσουν όλοι όσοι ασχολούνται με το γράψιμο, συγγραφείς, νηπιαγωγοί, βρεφονηπιοκόμοι, παιδοψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι, περφόρμερ και ηθοποιοί και όσοι νιώθουν ότι έχουν μια παραμυθοφαντασία που θα ήθελαν να μοιραστούν. 

Τα παραμυθοσεμινάρια απευθύνονται σε ενήλικες. Οι γονείς μπορούν να πάρουν τα παιδιά μαζί τους σε αρκετές ενότητες (θεατρικό παιχνίδι, face painting, τεχνικές αφήγησης, παιδική εικονογράφηση). Τα παιδιά δεν πληρώνουν σε κανένα μάθημα. 

Η διάρκεια των μαθημάτων είναι για δύο μήνες. Τα μαθήματα θα γίνονται κάθε Σάββατο και Κυριακή τις απογευματινές ώρες (3 με 6:30μμ). Κάποια μαθήματα θα έχουν διάρκεια 2 ώρες ενώ κάποια άλλα θα έχουν διάρκεια μιάμιση ώρα. Εκτός από το face painting που θα έχει διάρκεια 45 λεπτά. 

Το κόστος των παραμυθοσεμιναρίων είναι 200 ευρώ για όλες τις ενότητες. Άνεργοι και μονογονεϊκές οικογένειες 100 ευρώ για όλες τις ενότητες. Φοιτητές όλων των σχολών και ειδικοτήτων 150 ευρώ για όλες τις ενότητες. Δυνατότητα παρακολούθησης μια ενότητας της αρεσκείας σας 50 ευρώ έκαστο. 

Για την εγγραφή απαιτείται η αγορά 2 παραμυθιών (10 ευρώ) των εκδόσεων ΟΣΤΡΙΑ, που θα χρησιμοποιηθούν ως διδακτική ύλη στην ενότητα Παραμύθι. 

Καθ' όλη τη διάρκεια των παραμυθοσεμιναρίων θα υπάρχουν δύο 15λεπτα διαλείμματα όπου θα σερβίρεται καφές ή πορτοκαλάδα δωρεάν. 

Ύστερα από το πέρας των σεμιναρίων θα δοθεί βεβαίωση συμμετοχής στους μαθητές. Σε περίπτωση που κάποια ιστορία ξεχωρίσει, θα μπορέσουμε να σας φέρουμε σε επαφή με τον εκδοτικό οίκο Όστρια ή να σας βοηθήσουμε στα πρώτα σας συγγραφικά βήματα. 

Τα μαθήματα θα γίνονται στον Πολυχώρο των Εκδόσεων Όστρια. 

Αιτήσεις γίνονται στη διεύθυνση του εκδοτικού οίκου ΟΣΤΡΙΑ:

Τζωρτζ 20, Εξάρχεια, Αθήνα 
τηλ.: 211 2136882 
 e-mail: ostriavivlio@gmail.com. 

 ________________________________

Συγγραφεας στην κολαση

Συγγραφέας στην Κόλαση

του Γιάννη Μαργέτη

Ξέρω ότι όλα όσα θα διαβάσετε παρακάτω - αν τα διαβάσετε - θα σας φανούν απίστευτα. Δικαιολογημένα! Όσα θα γράψω εντάσσονται στη σφαίρα του αδύνατου, του φανταστικού, του μυθώδους. Όμως, σας διαβεβαιώ ότι είναι πέρα ως πέρα αληθινά και ουδέν ψήγμα αναλήθειας ή φαντασιοκοπίας υπάρχει. 

Υπήρξα λοιπόν ένας κακός συγγραφέας. Εξέδωσα αρκετά βιβλία κατά τη διάρκεια του βίου μου, τα οποία ποίκιλαν ως προς τη θεματολογία και το είδος. Έγραψα διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, δοκίμια και κριτικές. Η επιστημονική φαντασία, η λογοτεχνία του φανταστικού, ο μαγικός ρεαλισμός, αλλά και ο συμβολισμός ήταν μονάχα ορισμένα από τα λογοτεχνικά ρεύματα που ακολούθησα. Και στη θεματολογία μου δεν υστέρησα. Έθιξα κοινωνικά ζητήματα, καυτηρίασα την εξουσία, εξύμνησα τη φιλία, τον έρωτα. Μίλησα για τον θάνατο και τον χρόνο. Σχολίασα άλλα βιβλία και παρουσίασα διαφόρους συγγραφείς. Επιδόθηκα ιδιαιτέρως στη συγγραφή προλόγων. Συνέγραψα τους προλόγους στα βιβλία δεκάδων κακών συγγραφέων και τελικά συνέγραψα κι ένα βιβλίο 666 σελίδων, το οποίο περιείχε φανταστικούς προλόγους φανταστικών βιβλίων. Το βιβλίο εκείνο με κατέταξε οριστικά και αμετάκλητα στη χορεία των κακών συγγραφέων, διότι ήταν χαοτικό και η θεματολογία των φανταστικών προλόγων των φανταστικών βιβλίων εξίσου χαώδης και ανερμάτιστη. Η φήμη κακού συγγραφέα που απέκτησα χάρη σε κείνο το βιβλίο ήταν μεγάλη. Γενικά από την πένα μου υπέφεραν πολύ τόσο η λογοτεχνία όσο και οι αναγνώστες. Αλλά, όσο κι αν έγραφα παρέμενα ένας κακός συγγραφέας, που οι λογοτεχνικοί κύκλοι με ανέχονταν εξαιτίας του ευχάριστου χαρακτήρα μου, όσο και από κάποιο σεβασμό για τις ακαταπόνητες λογοτεχνικές μου προσπάθειες ή από ένα υψηλό συναίσθημα οίκτου και συμπόνιας. Τέλος πάντων, υπήρξα αυτός που υπήρξα και είχα ένα τέλος ασήμαντο, όπως ασήμαντη ήταν και κατά τα λοιπά η ζωή μου. 

Όπως ήταν φυσικό στη μετά θάνατον ζωή - στην οποία εν παρόδω όσο ζούσα δεν πίστευα -με περίμενε μια καλή θέση στην κόλαση (τώρα που το ξανασκέφτομαι, ίσως αυτή μου η αντίληψη για την ανυπαρξία της μεταθανάτιας ζωής να μου στοίχισε τον Παράδεισο ή, τέλος πάντων, μια ευκαιρία για τον Παράδεισο). Στην κόλαση λοιπόν η ζωή δεν είναι διόλου έτσι όπως την περιγράφει η θρησκεία αφελώς, αλλά νομίζω ότι θα παρεκκλίνω από το στόχο του παρόντος κειμένου, αν επιχειρήσω να σας περιγράψω την ζωή μου στην κόλαση και τούτο το στοιχείο, η παρέκκλιση από το αρχικό στόχο του κειμένου και ο πλατειασμός ήταν, είναι, δυο από τα στοιχεία, που με καθιστούσαν, που με καθιστούν, κακό συγγραφέα. Αλλά ας μείνω στο θέμα μου. 

Το θέμα μου λοιπόν είναι ότι στην κόλαση κουβάλησα πέρα όλων των άλλων αμαρτημάτων και το αμάρτημα ότι υπήρξα ένας κακός - τώρα που δεν ζω πια αναμεταξύ σας μπορώ να το παραδεχτώ - πάρα πολύ κακός συγγραφέας. Είναι καταθλιπτικό, αν το σκεφτείς καλά, το γεγονός ότι η φήμη του ονόματός σου σε συνοδεύει και στον άλλο κόσμο. Εξαιτίας λοιπόν αυτής της φήμης γράφετε και τούτο το κείμενο μέσω του οποίου θα έχετε και την ευκαιρία να εκτιμήσετε τη συγγραφική μου ανεπάρκεια. Ενδιέτριβα λοιπόν στην κόλαση ήσυχα και, τολμώ να πω, ανέμελα. Δεν είχα πολλές επαφές με τους υπόλοιπους τροφίμους και μονάχα με το διάβολο επιτηρητή μου είχα στενότερες επαφές θέλοντας και μη! Μια ημέρα των ημερών ο διάβολος επιτηρητής μου ήρθε και δίχως να μου πει τίποτε μού παρέδωσε ένα σημείωμα. Το σημείωμα ήταν γραμμένο πάνω σε πάπυρο πορφυρού χρώματος με ωραίους καλλιγραφικούς χαρακτήρες χρώματος μαύρου. Το σημείωμα έγραφε τα κάτωθι (εδώ είναι η ουσία του παρόντος): «Αγαπητέ μου τρόφιμε, του ιδρύματος τούτου, του και γνωστότερου ως Κόλαση, παίρνω το θάρρος να σου γράψω το παρόν σημείωμα, επειδή γνωρίζω πολύ καλά ως αξιότιμος διευθυντής σου το ιστορικό σου στην προηγούμενη μίζερη ζωή σου. Γνωρίζω πολύ καλά ότι υπήρξες ένας πολύ κακός συγγραφέας του οποίου η φήμη ταξίδεψε απ’ άκρη σ’ άκρη της πατρίδας του. Ειδικά μετά το ογκώδες βιβλίο σου των Φανταστικών Προλόγων, όπου εκεί αναδείχθηκαν όλα σου τα συγγραφικά ελαττώματα (η πολυλογία, ο πλατειασμός, η άναρχη δομή, η απουσία συγκεκριμένου σκοπού του κειμένου, η κουραστικά πομπώδης γλώσσα σου συν η τρικυμιώδης φαντασία σου) καθιερώθηκες ως ο χειρότερος συγγραφέας του καιρού του. Δηλαδή δεν καθιερώθηκες, επιβεβαίωσες μια φήμη, που από καιρό σε γυρόφερνε. Κι αν δεν απόλαυσες κατά τη διάρκεια της ζωής σου την απόλυτη χλεύη το οφείλεις στην καλοσύνη του πνευματικού κόσμου - πράγμα που δεν το εγκρίνω και είναι ενάντιο στα συμφέροντα μου - ο οποίος ως γνωστόν δεν είναι κακεντρεχής και πάντοτε επιεικής και καλόγνωμος στέκεται απέναντι στους συναδέλφους του. 

»Η φήμη σου τούτη, δυστυχώς ή ευτυχώς για σένα, δεν έμεινε μονάχα μέσα στα πλαίσια του άθλιου ανθρώπινου κόσμου σας, αλλά έφτασε και στον δικό μας εξωσυμπαντικό κόσμο. Για πολλές ημέρες - στη δική μας διάσταση οι ημέρες αντιστοιχούν με δεκαετίες δικές σας - συζητούσαμε μεταξύ μας, όλοι οι διάβολοι κι εγώ ο Αρχιδιάβολος, για την περίπτωσή σου. Μας είχε κάνει τρομερή εντύπωση τόσο η επιμονή σου να συγγράφεις και να θεωρείς τον εαυτό σου συγγραφέα και μάλιστα να εκδίδεις τα βιβλία σου με δικά σου έξοδα, όσο και η αχαλίνωτη μέχρις ιλίγγου φαντασία σου, που αποκρυσταλλώθηκε και έλαμψε με το μνημειώδες έργο σου των Φανταστικών Προλόγων. Μόνο τούτοι οι λόγοι ήταν αρκετοί για μας, για μένα, ώστε να εισηγηθώ, εισηγηθούμε, στον Θεό την αιώνια καταδίκη σου. Εκείνος στην αρχή θέλησε να φανεί φιλεύσπλαχνος και προσπάθησε να σε δικαιολογήσει επικαλούμενος την απύθμενη βλακεία σου. 

»Όμως, εμείς, εγώ, με ατράνταχτες αποδείξεις τού αποδείξαμε ότι όχι μονάχα είχες πλήρη συνείδηση τού πόσο κακός και ατάλαντος συγγραφέας ήσουν, αλλά και ότι δεν σε ενδιέφερε καθόλου, μάλιστα κάποιες στιγμές ίσως και να απολάμβανες την κακογουστιά, που η ατάλαντη πένα σου σκόρπιζε στον κόσμο, ταλαιπωρώντας τα μάτια του και βιάζοντας την αισθητική του. Ύστερα από μια τέτοια πανωλεθρία ο Θεός δεν είχε παρά να παραδεχτεί την ήττα του και να συναινέσει στην αιώνια καταδίκη σου. Θέλησε ωστόσο να σου δώσει μιαν ακόμη ευκαιρία, μήπως και σώσεις τη ψυχή σου. Σκαρφίστηκε λοιπόν εκείνη την υπόθεση με την έκδοση από την τοπική Εκκλησία μιας πολυτελούς Βίβλου με πρόλογο δικό σου. 

»Ήταν η τελευταία σου ευκαιρία. Μα και η τελευταία, για να αποδείξει - στον εαυτό του και όχι σ’ εμένα - ότι ουδείς γεννιέται κακός και ηλίθιος. Ήλπιζε να σε συγκινούσε η προσέγγιση της Εκκλησίας και η προτίμησή της προς το πρόσωπό σου, για τη συγγραφή ενός διεξοδικού προλόγου στη συλλεκτική χρυσοποίκιλτη έκδοση της Βίβλου, που θα εξέδιδαν, ώστε να έδινες τον καλύτερο σου εαυτό και αποδεικνύοντας ότι έχεις ένα κάποιο συγγραφικό ταλέντο να αποκήρυσσες εμμέσως ή άμεσα τον αγνωστικισμό σου. Εσύ όμως όχι μονάχα αρνήθηκες την πρόταση της Εκκλησίας, αλλά δήλωσες ότι θα σου ήταν αδύνατον να γράψεις πρόλογο πάνω σε κάτι για το οποίο δεν τρέφεις καμιά πίστη ή άποψη, τέλος πάντων.  

»Κι ενώ τούτο σε καταδίκαζε σε μια αξέχαστη διαμονή στην κόλασή μου, ήρθε να προστεθεί στο απίστευτο ρεπερτόριό σου και η συνέχεια της προαναφερθείσας τοποθέτησής σου, στην οποία έλεγες ότι το τελευταίο σου βιβλίο ήταν και το απόγειο της συγγραφικής σου σταδιοδρομίας και ότι δεν θα ήθελες να γράψεις οποτεδήποτε κάτι άλλο, και πως με αυτό το βιβλίο θα ήθελες να τελειώσεις την καριέρα σου τη συγγραφική. Καλά, τί απροσμέτρητη βλακεία και ανοησία σε δέρνει, φίλε μου. Ενώ ήξερες ότι το τελευταίο σου βιβλίο σε είχε στιγματίσει ανεξίτηλα ως τον πλέον απροσάρμοστο και ανερμάτιστο συγγραφέα του καιρού του, εσύ έδειχνες να μην σε ενδιαφέρει και μάλιστα προκαλούσες με τέτοιου είδους τοποθετήσεις. 

»Δεν είχε λοιπόν ο Θεός τίποτε άλλο να κάνει παρά να υπογράψει την οριστική καταδίκη σου, όπως και πράγματι έγινε. Έτσι σήμερα βρίσκεσαι στο εξακοσιοστό εξηκοστό έκτο υπόγειο της κόλασης και διαβάζεις τούτη την επιστολή, την οποία σου γράφω για να σου ανακοινώσω, εν τέλει την τιμωρία σου και τον αιώνιο κολασμό σου. Αλλά, τώρα εσύ θα αναρωτηθείς ή ήδη θα αναρωτιέσαι για ποιο λόγο εγώ ο Αρχιδιάβολος σου απευθύνομαι μέσω μιας επιστολής και όχι με κάποιον τρόπο τρομακτικότερο και σαφώς πιο ταιριαστό στην ιδιότητά μου. Ακόμη περισσότερο θα αναρωτιέσαι γιατί κάθισα κι έγραψα έναν τόσο μακροσκελή πρόλογο, λέγοντάς σου πράγματα γνωστά και δεν σου ανακοίνωσα απλώς την τιμωρία σου. Και το ερώτημά σου αυτό θα είναι εύλογο, αλλά θαρρώ, πως αν δεν το έχεις καταλάβει ήδη, θα το καταλάβεις στην πορεία. Εξ άλλου το σημαντικότερο όλων είναι ο καλός πρόλογος και αυτό εσύ ειδικά θα πρέπει να το ξέρεις…» 

Η επιστολή κάπου εδώ τελείωνε με τα αποσιωπητικά να με βάζουν σε υποψίες. Σήκωσα το κεφάλι και ο διάβολος που μού είχε φέρει την επιστολή δεν φαινόταν πουθενά. Δεν σκοτίστηκα ιδιαίτερα και συνέχισα να ρεμβάζω. 

Λίγες στιγμές αργότερα - στην κόλαση, και υποθέτω και στον παράδεισο, δεν είσαι βέβαιος και δεν μπορείς να είσαι ακριβής σχετικά με τον χρόνο, αν υπάρχει κάτι τέτοιο σε τούτη τη διάσταση - λίγες στιγμές αργότερα, λέω, ο διαβολάκος εκείνος επανεμφανίστηκε κρατώντας μια επιστολή την οποία και μού την έδωσε. (Νομίζω ότι αυτή τη σκηνή την έχω ξαναζήσει). Η επιστολή ήταν γραμμένη πάνω σε πάπυρο πορφυρού χρώματος με ωραίους καλλιγραφικούς χαρακτήρες χρώματος μαύρου. Στην επιστολή αναγράφονταν τα κάτωθι: «Αγαπητέ μου τρόφιμε, του ιδρύματος τούτου, του και γνωστότερου ως Κόλαση, παίρνω το θάρρος να σου γράψω το παρόν σημείωμα, επειδή γνωρίζω πολύ καλά ως αξιότιμος διευθυντής σου το ιστορικό σου στην προηγούμενη μίζερη ζωή σου. Γνωρίζω πολύ καλά…». (Μια στιγμή. Τούτο το έχω ξαναζήσει!). 

* Ο Γιάννης Μαργέτης έχει δημοσιεύσει δύο συλλογές διηγημάτων: "Παράδοξη περιπέτεια" και "Σε ξένο κόσμο", ενώ άλλα διηγήματά του στη σελίδα μας μπορείτε να διαβάσετε εδώ και εδώ.
**σημείωση: η εικόνα ανοίγματος του παρόντος άρθρου είναι δημιουργία του dhayman85. 
________________________________

The Way of Kings

Πέντε λόγοι για να διαβάσετε το “The Way of Kings”

της Νατάσα Παυλίτσεβιτς

Γεια σας! Άλλο ένα άρθρο που γράφτηκε αργότερα από ότι περίμενα, είχα όμως τους λόγους μου. Κάτι η τελευταία εξεταστική, κάτι οι πανηγυρισμοί για την τελευταία εξεταστική, πέρασε ο καιρός. Μα τώρα έχουμε κάτι πολύ ζουμερό να συζητήσουμε και δεν ήθελα να το αναβάλω άλλο! Ο λόγος για την fantasy σειρά βιβλίων του Brandon Sanderson “The Stormlight Archive”.

Για τον κόσμο αυτής της σειράς θα βγουν δύο σετ των πέντε βιβλίων. Επειδή κατανοώ ότι αυτό είναι βαρύ αναγνωστικό υλικό και δε θέλω να μου τρομάξετε, διευκρινίζω ότι τα πρώτα πέντε θα είναι με κάποιους χαρακτήρες, και τα επόμενα πέντε με κάποιους άλλους χαρακτήρες του ίδιου κόσμου. Αυτή τη στιγμή κυκλοφορούν τα δύο πρώτα μέρη της πενταλογίας, με τους τίτλους “The Way of Kings” και “Words of Radience”. Το τρίτο μέρος, “Skybreaker”, θα βγει την άνοιξη του 2016, άρα μέχρι τότε προλαβαίνετε άνετα να διαβάσετε τα πρώτα δύο. Γιατί όμως να το κάνετε αυτό; Γιατί να αρχίσετε μια epic fantasy σειρά τη στιγμή που οι περισσότεροι ακόμη πονοκεφαλιάζουμε με τα έργα του George R.R. Martin; Σας έχω φτιάξει μια λίστα από λόγους:


1. Στο goodreads το πρώτο βιβλίο έχει βαθμολογία 4,6 με 65.610 βαθμολογητές. Ας το γράψω με γράμματα να το χωνέψουμε: εξήντα πέντε χιλιάδες, εξακόσια δέκα άτομα θεωρούν ότι το βιβλίο αξίζει 4,6. Ξέρετε πόσοι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Όσοι ολόκληρος ο νομός Χίου και μας περισσεύουν και δέκα χιλιάδες νοματαίοι ακόμη.

2. Είναι πολύ διαφορετικό fantasy από το "A Song of Ice and Fire". Ναι, όλοι έχουμε λυσσάξει με δαύτο και με τη σειρά του "Game of Thrones", αλλά εγώ και όλο και περισσότεροι γνωστοί μου έχουμε αρχίσει κάπως να μπουχτίζουμε. Τίποτα ευχάριστο δεν συμβαίνει ποτέ, οι “καλοί” μονίμως την πατάνε, και τα πιο θετικά σημεία είναι όταν πεθαίνει κάποιος χαρακτήρας που δεν συμπαθούμε (no spoilers). Στον κόσμο του Sanderson παρότι υπάρχουν μάχες, δολοφονίες και τα ρέστα, δε θα βρείτε αυτή την αίσθηση απόγνωσης, την αίσθηση ότι οι άνθρωποι είναι κατά βάθος κακοί. Υπάρχει δικαιοσύνη στο Stormlight Archive, υπάρχει ελπίδα. Κι εμένα αυτό με χαροποίησε.

3. Οι χαρακτήρες θα γίνουν οι καλύτεροι φίλοι σας. Εντάξει, όχι όλοι, μα οι βασικοί χαρακτήρες θα γίνουν, σας το εγγυώμαι. Και όσο για τους “κακούς”, θα καταλαβαίνετε απολύτως γιατί έγιναν τέτοιοι.

4. Ο κόσμος είναι εξαίσια πλασμένος. Ο Sanderson χωρίς να κουράζει, τον χτίζει σιγά σιγά μπροστά στα μάτια των αναγνωστών μέχρι που πείθεται κανείς ότι όντως πρέπει να υπάρχει σε ένα παράλληλο σύμπαν! Υπάρχει ιδιαίτερη γεωγραφία, διαφορετική χλωρίδα και πανίδα, νέες φυλές, άλλο κλίμα, και κάπως όλα αυτά μαζί βγάζουν νόημα και δένουν με την κουλτούρα κάθε τόπου.

 5. Οι σκηνές δράσης είναι καταπληκτικές. Κι εγώ είμαι ο τελευταίος άνθρωπος που θα πει “μπράβο” για την δράση. Αλλά ο Sanderson τη δίνει με τέτοια επιτυχία, που δεν μπορώ να μην τον παραδεχτώ. Είναι χορογραφίες, είναι ενδιαφέρουσες, οι πανοπλίες και τα όπλα που χρησιμοποιούνται σε αυτές είναι μοναδικά.

Θα μπορούσα να γράψω χίλια ακόμη επιχειρήματα (όπως ότι έχει σαρώσει βραβεία και βραβεία), αλλά σέβομαι τον αναγνωστικό σας χρόνο και δεν σας κουράζω. Νομίζω ότι καλύτερα είναι να σας αφήσω τώρα για να πάτε να πάρετε το “The Way of Kings”. Μέχρι το επόμενο άρθρο, να είστε καλά και να διαβάζετε fantasy!

Πού θα βρείτε τα βιβλία;

Στα ελληνικά δεν κυκλοφορεί ακόμη. Αν σας είναι εύκολο να διαβάσετε στα αγγλικά θα το βρείτε από τις εκδόσεις “Tor Books”. Μπορείτε να το παραγγείλετε από site τύπου amazon ή ακόμη καλύτερα (και φθηνότερα) να το αγοράσετε για το kindle που κοστίζει μόλις τρία δολάρια. Με το κιλό που λέει ο λόγος να το παίρνατε, πιο ακριβό θα σας έβγαινε...
___________________________

Σκοτεινα ποιηματα

Σκοτεινά ποιήματα

της Μαρίας Δανιήλ










Μαύρο Παραμύθι 
(μέρος πρώτο) 

Μια φορά κι έναν καιρό, 
τα δάκρυα και η φρίκη 
στήσανε χορό τη νύχτα που 
γεννήθηκε ένα καταραμένο μωρό. 

Η Μαύρη Βασίλισσα 
το παιδί της κοιτάει, 
τη θλίψη και την οδύνη 
σε λυγμούς ξεσπάει. 

Δεύτερο βλέμμα δεν του χαρίζει, 
σε μαύρα πέπλα, σκοτεινές κορδέλες 
την κατάρα του κρύβει, 
με νεκρώσιμες μελωδίες το σιγονανουρίζει. 

Κι όταν το μακάβριο στόλισμα τελειώσει, 
τη γλώσσα της θα ξεριζώσει 
σε κανέναν να μην μπορέσει να πει 
για το παιδί με την νεκρική μορφή. 

Με ματωμένα χέρια την κούνια του παίρνει 
και με δάκρυα καυτά την ραίνει. 
Μετά τα δάκρυα γίνονται καταρράκτες, 
ανάμεσα στην μητέρα και το παιδί πελώριοι φράχτες. 

Τα πέπλα και οι σκοτεινές κορδέλες 
γίναν βαρκούλες χαμένες στους αγέρες. 
Και του μικρού πρίγκιπα η σωτηρία 
εξαρτάται απ’ της μοίρας την επιθυμία. 

Εκείνη τους αγέρες σταματάει, 
πνοή ζωής μέσα του φυσάει. 
Κι έτσι ο πρίγκιπας πήρε το βάπτισμα του θανάτου 
στην όχθη ενός βρώμικου βάλτου. 

Η κούνια με μιας μεταμορφώθηκε 
σε μουσικό κουτί, 
μεγάλα μυστικά φορτώθηκε, 
μαγεία μπορεί κανείς μέσα του να βρει. 

Τα χρόνια περάσαν, 
τ’ αστέρια γεράσαν. 
Ο πρίγκιπας δεν γνώρισε άλλη ζωή 
εκτός από εκείνη στο μαγικό κουτί. 

Ώσπου μια νύχτα με φεγγάρι 
η όμορφη κόρη λάθος δρόμο θα πάρει. 
Μες στο δάσος θα χαθεί 
και τελικά μπρος στον στοιχειωμένο βάλτο θα βρεθεί. 

Παιδί του μυστικισμού, της φαντασίας 
αν και μικρής ηλικίας, 
απ’ την σκοτεινιά του βάλτου θα γοητευθεί 
κι εκεί θ’ αποκοιμηθεί. 

Τότε ο πρίγκιπας απ’ το κουτί του βγαίνει 
και κοντά στην κόρη πηγαίνει. 
Χαϊδεύει τα μαλλιά της –κόκκινα σαν το κρασί του θεού Διονύσου- 
και αποφασίζει να την πάρει μαζί του. 

Το αγνό πλάσμα στα χέρια του σηκώνει 
και απ’ το λευκό φως της βουρκώνει. 
Το κουτί ξανά ανοίγει 
και τους δυο στο σκοτάδι πνίγει. 

Η κόρη τα μάτια ανοίγει 
κι απ’ την αγκαλιά του πρίγκιπα 
με την νεκρική μορφή 
πασχίζει να φύγει. 

Γύρω της κοιτάζει 
και τον πρίγκιπα ξορκίζει, 
παρακαλάει όσο μπορεί 
πιο σφιχτά να την κρατάει. 

Εκείνος υπακούει σιωπηλά 
και σιγά- σιγά μαγνητίζοντας 
τη με μια ματιά 
της ανοίγει τη δική του τη καρδιά. 

Απ’ των πέπλων και των δακρύων 
την βραδιά φτάνει σε τούτη 
τη στιγμή τη ζωντανή που 
την σήκωσε στα χέρια του τρυφερά. 

Κι όταν η κατάβαση τελειώσει 
η κοπέλα το φουστάνι της θα ισιώσει, 
τα μάτια της στα δικά του θα καρφώσει 
και με θάρρος θα φωνάξει: 

«Μου ‘δειξες τη νύχτα, μ’ έφερες στη σκοτεινιά. 
Άσε με τώρα να σου δείξω που έχει η αγάπη φωλιά. 
Με φως και τραγούδια θα σε ταξιδέψω 
και τα φιλιά μου ευλογημένο ένδυμα θα σου φορέσω.» 

Ο πρίγκιπας το «ναι» φοβάται να το πει 
πριν το πρόσωπο του την αφήσει να δει. 
Αργά- αργά τη πλησιάζει, 
στο πέρασμα του τους καθρέφτες ξεσκεπάζει. 

Η κόρη περικυκλωμένη απ’ τη δική του μορφή 
πλέον φως δεν μπορεί να δει. 
Το μυαλό της αρνείται ν’ αφεθεί 
στα δικά του χέρια για όλη τη ζωή. 

Η ζωή της κρέμεται από μια κλωστή 
όταν το βασίλειο του πρίγκιπα έρχεται να δει 
αυτή τη καινούργια, άσπιλη, παρθενική μορφή 
που δεν ξέρει «αμαρτία» τι πάει να πει.

Η κρασομαλλούσα τρομοκρατημένη 
καταφύγιο προσπαθεί να βρει, 
στην αγκαλιά του πρίγκιπα 
θα κρυφτεί. 

«Όλοι τους είναι σαν εμένα. 
Τα όνειρα τους είναι ραντισμένα 
με στάχτη κι αίμα.» 
Θα της πει. 

Εκείνη μια τελευταία φορά θα τον δει 
και μετά για πάντα θα χαθεί. 
Το φως μες στο σκοτάδι να ζήσει δεν μπορεί. 
Το σκοτάδι μες στο φως πεθαίνει στη στιγμή. 

Ο πρίγκιπας γονατίζει, θρηνεί γοερά 
βλέποντας τα πάντα 
–νιάτα, αθωότητα, ομορφιά- 
νεκρά μέσα στη δική του αγκαλιά. 

Φυγή 

Άκου! 
Άκου τη βροχή πως πέφτει! 
Από εκεί ψηλά κάποιος κλαίει όταν μας βλέπει. 
Μοναξιά μου, είσαι εδώ ξανά... 
Μοναδική μου συντροφιά. 
Τα δάκρυα του παραδείσου παίζουν την μελωδία τους 
και κρατούν συντροφιά στο παιδί σου. 
Κόρη δική σου αυτοαποκαλούμαι, 
έτσι κι αλλιώς, από σκοτάδι και θλίψη αποτελούμαι. 
Κάθε κομμάτι μου είναι μια απόχρωση του γκρι. 
Άλλο χρώμα κανείς δεν μπορεί σ' εμένα να βρει. 
Κόρη του σκοταδιού και της μοναξιάς, 
αδελφή της θλίψης και της παγωνιάς, 
νύμφη του Μορφέα του αιώνιου, 
μάνα του ονείρου του στερνού 
 που εκπλήρωση δεν έχει. 
Η μοίρα μαυροντυμένη 
 μ' οδηγεί και με πηγαίνει. 
Παγωμένο νερό και σκοτεινό, 
εσύ γίνε το σπίτι μου το νυφικό, 
το σπίτι μου το πατρικό, 
το καταφύγιό μου το αιώνιο. 
Σ' εσένα θα κρυφτώ 
και το σκοτάδι πια δεν θα φοβηθώ. 
Ένα φωτεινό μέρος στην άλλη πλευρά θα βρω 
και θα γίνει το βασίλειο μου το παντοτινό... 

Τραγούδησέ μου… 

Τραγούδησέ μου να κοιμηθώ, 
μαύρα όνειρα να μην δω. 
Πριν την αυγή θα σ’ αφήσω 
και μακριά σου θα χαθώ. 
Όλα όσα μου έδωσες 
για τελευταία φορά θα θυμηθώ. 
Τα λόγια, τις λέξεις, τις στιγμές, 
τα χαμόγελα και τις ματιές. 

Τραγούδησέ μου να κοιμηθώ, 
τη φωνή σου θα κουβαλάω για φυλαχτό. 
Ο άνεμος θα στεγνώσει 
τα δάκρυα μου τα καυτά, 
μην τα δεις και πληγωθείς. 
Τόσο καιρό έμαθα, 
συνήθισα πια, 
να πληγώνομαι εγώ. 

 Τραγούδησέ μου να κοιμηθώ, 
 την τιμωρία μου δεν ξεχνώ. 
 Η καρδιά μου σαν άτακτο παιδί 
 στάθηκε στο ένα πόδι στον τοίχο 
 και οι σφαίρες του χιονιά 
 σταμάτησαν τον γνώριμο της ήχο. 

Τραγούδησέ μου να κοιμηθώ, 
το σκοτάδι που θα με τυλίξει να μην φοβηθώ. 
Στις σκιές του πλάσματα γνωστά θα βρω. 
Μάτια φωσφορούχα και φτερά απαλά 
θα έχω να με οδηγούν. 
Από ‘δω και πέρα οι Πριγκίπισσες της Αθανασίας, 
τον θρήνο μου θ’ ακούν. 

Τραγούδησέ μου να κοιμηθώ, 
τα δυο σου μάτια ας μην δω. 
Οι Πριγκίπισσες τις αναμνήσεις μου 
με ξόρκια θα δέσουν
και οι φωτιές του χρόνου 
να τις αγγίξουν πια δεν θα μπορέσουν… 

Καθρέφτης 

Κοιτάζω το είδωλό μου 
στον καθρέφτη 
και μια τούφα απ' τα 
μαλλιά μου πέφτει. 

Βλέπω τα μάτια μου 
ν' αλλάζουν χρώμα. 
Μαύρο, γκριζογάλανο 
και πράσινο ακόμα. 

Τα χείλη μου πρησμένα, 
χιλιοφιλημένα, 
φέρνουν στο μυαλό 
λόγια από καιρό ξεχασμένα. 

Από τότε που ήμουν 
πριγκίπισσα με κόκκινα 
μαλλιά πυρωμένα 
και μάτια πράσινα μαγεμένα. 

Από τότε που θυσίασα 
τα καστανά μου νιάτα,
τη χλωμή μου ομορφιά 
για μια θλιμμένη καρδιά. 

Από τότε που ζούσα σε 
πύργους καταραμένους 
με υπηρέτες από χρόνια 
πεθαμένους. 

Τα μάτια μου ανοιγοκλείνω 
και το όνειρο αυτό το 
θλιβερό το σβήνω. 

Κοιτάζω το είδωλό μου 
στον καθρέφτη 
και ένα δάκρυ 
στο μάγουλό μου πέφτει. 

Η μορφή μπροστά μου 
καταρρέει 
και μια φωνή ξένη 
στο μυαλό μου κλαίει. 

Τα μάτια ξανά και ξανά 
ανοιγοκλείνω. 
Προσπαθώ να δω, 
την αλήθεια να διακρίνω. 

Ώσπου καταλαβαίνω τελικά 
πως αυτό που κοιτούσα 
τόση ώρα, δεν ήμουν εγώ, 
αλλά ένα είδωλο νεκρό. 

Ξάφνου χίλιες φωνές 
στο κεφάλι μου ξυπνάνε 
και δικαίωση 
από μένα ζητάνε. 

Φωνάζουν, χτυπάνε, τσιρίζουν. 
Τα δικά μου παιδιά,
αγνώριστα πια, 
τη ζωή από μέσα μου ξεζουμίζουν. 

Το σώμα μου πέφτει κάτω νεκρό, 
ενώ το είδωλο στον καθρέφτη 
μένει ζωντανό, δεμένο 
με μαγεία και σκοτάδι 
από ένα ξεχασμένο καιρό. 

WHO IS WHO
Η Μαρία Δανιήλ γεννήθηκε στις 5 Ιανουαρίου του 1996 στην Αλεξανδρούπολη. Αφού, γύρισε σχεδόν όλη τη χώρα τελικά, μετακόμισε στη Καστοριά όπου και ζει ακόμα. Η μουσική και ο βροχερός καιρός αποτελούν κύρια πηγή έμπνευσής της, ενώ λατρεύει τα βιβλία φαντασίας.Τον Μάιο του 2012 βραβεύτηκε με τον 3ο έπαινο στον Πανελλήνιο Μαθητικό Διαγωνισμό ποίησης που διοργάνωσε ο Σύλλογος Εκδοτών Β. Ελλάδος.Τον Οκτώβριο του 2013 βραβεύτηκε από τον Ελληνο-Αυστραλιανό Πολιτιστικό Σύνδεσμο Μελβούρνης για το ποιήμα της "Paradise's Tears". Ξεκίνησε να γράφει ένα βράδυ του Ιουλίου το πρώτο της βιβλίο,"Υπό το φως της πανσελήνου". Κυκλοφορεί επίσης το δεύτερο βιβλίο της σειράς με τίτλο "Πριν την πανσέληνο", ενώ το τρίτο και τελευταίο βιβλίο με τίτλο "Ξαστεριά" βρίσκεται υπό έκδοση από την Οσελότος Εκδοτική. 

* σημείωση: η εικόνα ανοίγματος του παρόντος άρθρου είναι δημιουργία του MOTHart. ________________________________

Η νικη ποτε δεν ηταν δυνατη

Η νίκη ποτέ δεν ήταν δυνατή

του Παναγιώτη Γκασιάμη

Για μια ακόμα φορά έχω βγει στο δρόμο και περπατάω χωρίς να έχω κάποιο σκοπό ή στόχο. Η ώρα είναι περασμένες δύο και η απόσταση που έχω διανύσει, από το μέρος όπου διαμένω αυτή τη χρονική περίοδο, δεν ξεπερνά τα τρία χιλιόμετρα. Είναι μια εβδομάδα τώρα που έχω αυτές τις περίεργες αϋπνίες. Είχα δοκιμάσει, από όσο με αφήνει η μνήμη μου να θυμηθώ, ότι μπορεί κανείς να φανταστεί, μέσα στις πέντε αυτές πρώτες μέρες, για να μπορέσω να κοιμηθώ. Μάταια. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να διανύω μα απόσταση έξι περίπου χιλιομέτρων έως την άλλη άκρη της πόλης όπου βρίσκεται το νεκροταφείο της, για να βρω λίγη γαλήνη εκεί ανάμεσα στους λοιπούς ανθρώπους που ενώ έχουν πεθάνει οι ψυχές έχουν παγιδευτεί εδώ στη γη η κάθε μία με το δικό της πρόβλημα που την στοιχειώνει αιώνια. Δεν έχω έκτη αίσθηση και προπάντων δεν είμαι τρελός, αλλά πες πως η ηρεμία αυτή που επικρατεί με ανακουφίζει και με ξεκουράζει αφήνοντάς μου μια αίσθηση ψυχικής γαλήνης, σαν να έλεγε κάποιος ότι βρίσκομαι στο μέρος που θα έπρεπε να βρίσκομαι από καιρό. 

Σήμερα όμως δεν έχω διάθεση να πάω προς τα εκεί. Ίσως η πολυκοσμία που έχει σήμερα ο δρόμος, ίσως ο καινούριος φωτισμός στους δρόμους που χάλασε την απόκοσμη ομορφιά του σκότους, δεν σου αφήνουν τα περιθώρια για να ξεγλιστρήσεις εύκολα από τις ψυχές της νύχτας. Σήμερα λοιπόν έστριψα σε άλλο σημείο του δρόμου και κινήθηκα προς μια περιοχή της πόλης όπου ποτέ μέχρι τώρα δεν έτυχε να ξαναεπισκεφτώ. Το αρχιτεκτονικό στυλ αυτής της περιοχής ήταν μια μίξη και περιελάμβανε διάφορα σχέδια με εξαίρεση το κέντρο όπου δέσποζε ένα οικοδομικό τετράγωνο ντυμένο με την αγγλικανική επαρχιακή αρχιτεκτονική του 1900 όπου βρίσκεις, τώρα πια, μόνο στις ιστορίες τρόμου. Ένα γραφικό τετράγωνο που έχει μείνει ξεχασμένο από το χρόνο σε λάθος χώρο. 

Προσπαθώ να θυμηθώ εάν έχω ξανακούσει για αυτό το χώρο τίποτα, αλλά μάταια, η μνήμη μου έχει εξασθενήσει μετά την απρόσμενη νόσο που με χτύπησε το καλοκαίρι πριν δύο χρόνια και με άφησε λιπόθυμο για σχεδόν μία εβδομάδα. Από τότε η μνήμη μου έχει εξασθενήσει αρκετά και κάνω πολλά και επαναλαμβανόμενα λάθη. 

Το τοπίο της πόλης τώρα αλλάζει. Λεύκες, δεξιά και αριστερά του δρόμου στολίζουν την εικόνα που ανοίγεται μπροστά στα μάτια μου, όχι πολύ μεγάλες αλλά αρκετών χρόνων για να ενσωματωθούν με το φυσικό τοπίο που λικνίζουν τα φύλλα τους στο ημίφως του φεγγαριού και των λιγοστών φαναριών. Σημάδι κακό γιατί η φύση δεν βρίσκεται σε ησυχία και ποιος ξέρει τι είναι αυτό που την κρατάει ξάγρυπνη. Κάτι μέσα μου, μου έλεγε να μην την ενοχλήσω περισσότερο και αποφάσισα να επιστρέψω σπίτι για λίγη ξεκούραση. Όμως πίσω μου η πόλη ήταν μια μακρινή οπτασία. Ο δρόμος που είχα διανύσει φάνταζε τόσο πολύ μακρύς που μου ήταν αδύνατο να επιστρέψω πίσω με τα πόδια. Μπροστά μου υπήρχε μόνο η περιοχή για την οποία ξεκίνησα, ο δρόμος έρημος και από όσο μπορούσα να διακρίνω πριν αρχίσει η βροχή να λασπώνει το δρόμο, είχε αρκετό καιρό να περάσει από εκεί όχι μόνο αυτοκίνητο αλλά ακόμα και άνθρωπος. Βρήκα ένα υπόστεγο σε μια στοά να προφυλαχτώ από τη βροχή και να πάρω τα φάρμακά μου. Κάθομαι σε ένα πεζούλι και παίρνω τα φάρμακα που το μόνο που είναι σε θέση να μου προσφέρουν είναι παράταση της επιδείνωσής μου και όχι την ίαση της αρρώστιας μου. Για την ασθένειά μου δεν υπάρχει γιατρειά. Οι ώρες περνούνε γρήγορα και εγώ νοιώθω τους πνεύμονές μου να με κατατρώγουν και να μου στερούν τον πολύτιμο αέρα που χρειάζομαι για τη ζωή. 

Καινούρια μέρα ξημέρωσε, όμορφη αλλά σε άγνωστο τόπο. Μόνος ξανά ανάμεσα σε πολλούς ομοίους μου. Το κακό πλησιάζει, το νοιώθω όλο και πιο κοντά μου να με τυλίγει και να με τραβάει μαζί του. Ξανά φάρμακα, λίγες ώρες παράταση στη ζωή. Λίγες αλλά τόσο σημαντικές. Σηκώνομαι όρθιος και βγαίνω στο φως. Άλλοι βιάζονται και δεν μου δίνουν σημασία, άλλοι γελάνε, άλλοι χαιρετάνε. Εγώ βουβός και αμίλητος προσπαθώ να κρύψω την ασθένειά μου και να ζήσω λίγο ακόμα. Γυμναστική και άλλες απλές καθημερινές εργασίες με φέρνουν όλο και πιο κοντά στο αναπόφευκτο. Η διάθεσή μου χειροτερεύει, φεύγω λίγο παραπέρα γιατί όλα αρχίζουν να με ενοχλούν οι φωνές, η φασαρία, τα γέλια. Προσπαθώ να κρυφτώ. Βρίσκω κάπου και ξεχνιέμαι για λίγο. Ηρεμώ. Οι σκέψεις φεύγουν για λίγο από το μυαλό μου. Προσπαθώ να βρω κάτι να πιαστώ για να ανακτήσω τις δυνάμεις μου. Κάποιος με χτυπάει στην πλάτη και μου λέει «ξέρεις τι πρέπει να κάνεις». Γυρνάω και βρίσκω στο χέρι μου ένα μαχαίρι. Το μυαλό μου χάνει την ηρεμία του, θολώνει, τα νεύρα μου αρχίζουν να ταράζονται. Κρατάω ένα μαχαίρι και αυτό είναι αρκετό για να ανοίξουν στο μυαλό μου οι ασκοί του Αιόλου και να σαρώσουν τα πάντα στο διάβα τους. Τα χέρια μου τρέμουν, μα αυτό ακίνητο στο χέρι μου έχει τη δική του θέληση που με καθηλώνει και περιμένει την επόμενη κίνησή μου. Διχάζομαι, θέλω να το κουνήσω αλλά όχι. Θέλω να το πετάξω αλλά όχι. Θέλω να τραυματίσω κάποιον αλλά όχι. Δύο σκέψεις αντίθετες. Πια όμως είναι η αληθινή. Σκέφτεται ο ευατός μου, σκέφτομαι και εγώ. Η απόφαση δύσκολη, δεν γνωρίζω ποιος από τους δύο μας σκέφτεται τι, δεν γνωρίζω γιατί πάντα διαφωνούμε αλλά αυτό που με τρομάζει είναι τι θα γίνει όταν συμφωνήσουμε μεταξύ μας. Το μαχαίρι παραμένει στο χέρι μου. Το σφίγγω όλο και πιο πολύ στη χούφτα μου. Νοιώθω τη λάμα του να γίνεται ένα με το χέρι μου. Τα πάντα γύρω μου μοιάζουν απειλητικά. Όλοι γίνονται εχθροί μου. Δεν υπάρχει φίλος, ακόμα και ο ευατός μου άρχισε να με προδίδει. Η αναπνοή μου κόβεται, ο αέρας λιγοστεύει. Πετώ το μαχαίρι και ψάχνω στην τσέπη για τα φάρμακά μου. Δεν είναι εκεί. Κάποιος μας πρόδωσε. Ποιος. Δεν γνωρίζω. Τα πόδια μου δεν με κρατάνε, ο βήχας πνίγει το λαιμό μου και ένα γέλιο ακούγεται που δεν είμαι σε θέση να το προσδιορίσω. Είμαι μόνος, μόνος στη ζωή, μόνος και στα μαρτύρια. Ο ευατός μου με εγκατέλειψε. Έτσι με εγκαταλείπει πάντα. Εκεί που τον χρειάζομαι, στις πιο σημαντικές αποφάσεις μένω μόνος. Εκείνος έρχεται μετά για να μου δείξει τα λάθη μου. Λάθη πολλά και αδιόρθωτα, γιατί δεν με αφήνει να τα διορθώσω. Μακάρι να με άφηνε. 

Ξυπνάω στο νοσοκομείο. Ένα μηχάνημα μου δίνει αέρα. Οι πνεύμονές μου με εγκατέλειψαν. Ο ευατός μου το ίδιο. Είμαι μόνος μου. Δίπλα μου τα φάρμακά μου και ένα μαχαίρι. Τα πάντα είναι μονόδρομος. Ποτέ δεν γυρίζεις πίσω, μόνο θυμάσαι. Τώρα πια ούτε και αυτό. Ίσως έτσι είναι καλύτερα. Λόγια, εικόνες, σκέψεις, αναμνήσεις χαμένες στη λήθη της δικής μου ζωής. Πέντε μέρες έμεινα στο νοσοκομείο και ήρθε πια η ώρα να γυρίσω στο σπίτι. Οι αϋπνίες έχουν φύγει, ποιος ξέρει για πόσο καιρό όμως. 

Φόρεσα τα ρούχα μου και βγήκα από το νοσοκομείο. Ψαχούλεψα λίγο τις τσέπες μου για να δω αν ήταν όλα εκεί που τα είχα αφήσει. Κλειδιά, πορτοφόλι, εισιτήριο, φάρμακα. Εισιτήριο; Δεν θυμάμαι να είχα βγάλει κανένα εισιτήριο τις τελευταίες μέρες. Το ξετυλίγω αργά και διαβάζω πάνω του «Αμαξοστοιχία 508, Mc Cormick Special Traveling, το όνομά μου και την ώρα αναχώρησης» (ημερομηνία ταξιδίου είχε οριστεί η σημερινή). 

Η ώρα είναι έξι παρά το απόγευμα και από τα μεγάφωνα του σταθμού ακούγεται η αναγγελία «αμαξοστοιχία 508, έτοιμη προς αναχώρηση». Ο κόσμος αδιάφορος για την αναγγελία συνεχίζει τις δουλειές του. Οι υπεύθυνοι του σταθμού δεν έχουν μπορέσει να εντοπίσουν το λάθος στην ηχογραφημένη ταινία που αναγγέλλει τα δρομολόγια, γιατί το δρομολόγιο αυτό δεν υφίσταται πραγματικά. Παρόλα αυτά, εγώ βρίσκομαι καθισμένος στη θέση 22 αυτού του παράξενου τραίνου. Χαζεύω το εισιτήριό μου και μάταια προσπαθώ να θυμηθώ πως βρέθηκε στα χέρια μου εκείνο το κιτρινισμένο χαρτάκι της ταξιδιωτικής εταιρίας. Καμία πληροφορία για την πορεία του ταξιδιού που πρόκειται να πραγματοποιήσω δεν μου είναι γνωστή. Έχω γείρει ελαφρά στην αναπαυτική μου θέση και περιμένω ανυπόμονος να αισθανθώ τους πρώτους κραδασμούς, σημάδι πως το τραίνο ξεκίνησε για το μακρινό του ή μη δρομολόγιο. 

17:58. Η ώρα πλησιάζει, αλλά το ταξίδι που περίμενα εναγωνίως αρχίζει να με τρομάζει γιατί παρατηρώ πως δεν έχει επιβιβαστεί κανένας άλλος μέχρι τώρα. Το βαγόνι αρχίζει να τρίζει και χαμένος καθώς ήμουνα στις σκέψεις μου αφήνω να γλιστρήσει από το χέρι μου το εισιτήριο που ακολουθεί και αυτό με τη σειρά του τη δική του πορεία προς το πάτωμα. Σκύβω το σηκώνω και έντρομος ανακαλύπτω πως τώρα επάνω του αναγράφεται και ο προορισμός μου. «Αυτό είναι αδύνατο» φώναξα και η φωνή μου αντήχησε στο άδειο βαγόνι. Ανοίγω το παράθυρο να με χτυπήσει λίγος αέρας και τότε είδα πόσο μακρυά είχαμε απομακρυνθεί από την Glengariff, την πόλη όπου μεγάλωσα και τόπο αναχώρησης αυτού του ταξιδιού. Το δάσος με τις κλαίουσες που πλημμύριζε το σταθμό είχε δώσει τη θέση του σε μια απέραντη θάλασσα πάνω στην οποία κινούμασταν αυτή τη στιγμή με προορισμό το νησί Gloryan. Ένα νησί τόσο φρικτό τώρα πια, που τίποτα δεν θυμίζει την αίγλη των παλαιών ημερών. Κάθομαι ξανά στη θέση μου. Τα χέρια μου πάνε ασυναίσθητα στις τσέπες μου ψάχνοντας για κάτι οικείο. Αυτή τη φορά το βρήκα. Το μαχαίρι που είχε σταθεί στο χέρι μου και με είχε κυριεύσει, πριν λίγες μέρες, ήταν τώρα μαζί μου. Φαίνεται πως αυτή τη φορά ο ευατός μου ήταν προετοιμασμένος αλλά για μια ακόμα φορά με πρόδιδε γιατί είχε αποσπάσει από εμένα τα φάρμακά μου. Μια μάχη με προδιαγεγραμμένη την ήττα μου. Πέφτω ζαλισμένος στο πάτωμα ενώ ο βήχας ροκανίζει τα σωθικά μου. Κλείνω τα μάτια μου, υποφέρω. 

Ξυπνάω σπίτι μου. Πάνω στο τραπέζι ένας φάκελος με μεγάλα γράμματα που σχηματίζουν τις λέξεις «Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΟΥ». Τον ανοίγω και στο μυαλό μου έρχεται η εικόνα του χεριού μου να γράφει γρήγορα σαν κάποιος να του υπαγορεύει ένα κείμενο. 

«Δεν ξέρω αν η αυριανή μέρα με βρει ζωντανό, αλλά δεν είμαι σε θέση να πω και το αντίθετο. Η κατάσταση έχει γίνει απελπιστικά τραγική αφού κάθε σημείο επαφής έχει πια χαθεί. Οποιοσδήποτε άλλος στη θέση μου θα είχε πια τρελαθεί. Εγώ ίσως τη γλίτωσα επειδή οι ιστορίες τρόμου που τόσο καιρό διαβάζω μου πρόσφεραν ένα είδος ανοσίας απέναντι στην τρέλα. Έχοντας έρθει σε επαφή με άτομα διανοητικά ταραγμένα, την έχω βιώσει σε όλο της το μεγαλείο και τη δύναμη. Για πολλούς είμαι γραφικός, για άλλους περίεργος, για άλλους τρελός. Για μένα ξεπέρασα τα όρια του λογικού, έτσι όπως το ορίζουν οι παράφρονες και όχι οι «λογικοί» ιατροί που τους παρακολουθούν. Κλείνω τα μάτια μου. Ηρεμώ. Σκέφτομαι την αγαπημένη μου που με περιμένει να γυρίσω πίσω στη ζεστή αγκαλιά της και στην ηρεμία του σπιτιού μας. Δάκρυα κατακλύζουν τα μάτια μου αλλά δεν τα ανοίγω καθώς ένας αδιόρατος τρόμος με κυριεύει. Σκέφτομαι πόσο μακρυά είμαι από το σπίτι μου και η λύπη μου είναι αβάσταχτη. Σκέφτομαι πόσο πολύ έχω τώρα την ανάγκη της, τώρα που όλα φτάνουν σε ένα τέλος. Την νοιώθω κάθε τόσο να βρίσκεται στο πλευρό μου και να με προσέχει αλλά μου στοιχίζει που εγώ είμαι εδώ φυλακισμένος και δεν μπορώ να της προσφέρω τίποτα από όσα της ορκίστηκα την ημέρα που την πρωτοείδα. Ανοίγω τα μάτια μου. Όλα επιστρέφουν πίσω σαν να μην είχαν φύγει ούτε για μια στιγμή. Ο πόλεμος, το δικαστήριο ερήμην μου, η φυλάκισή μου για το μεγαλύτερο έγκλημα που έγινε ποτέ σε πολιτισμένη κοινωνία. Η τιμωρία μου αβάσταχτη. Πολλές φορές λύγισα, έφτασα στα πρόθυρα και ξαναγύρισα, αλλά όχι πια. Τώρα είμαι ένα βήμα παραπέρα. Τους φαίνεται περίεργο που ακόμα αντέχω και συνεχίζουν ακάθεκτοι τον πόλεμο εναντίον μου. Η σωματική μου υγεία έχει κλονιστεί αρκετά, η ψυχική μου ανεπανόρθωτα. Τα όνειρά μου αρχίζουν να κλονίζονται και να καταρρέουν. Δεν υπάρχει ελπίδα πια, είναι πολύ αργά. Περιμένω μόνο το τέλος που θα με λυτρώσει από αυτή την κόλαση, την κόλαση που αυτοί ετοίμασαν για μένα. Δεν θα πέσω αμαχητί. Η τελευταία σταγόνα που θα χυθεί από το αίμα μου θα καρπίσει. Δεν θα υπάρχει λύτρωση από αυτή την τιμωρία, γιατί είναι η τιμωρία ενός παράφρονα ονειροπόλου και αυτός έχει τη δύναμη να καταφέρει τα αδύνατα. Κλείνω για μια ακόμα φορά τα μάτια και σκέφτομαι την αγαπημένη μου. Της στέλνω το πνεύμα μου βοηθό και προστάτη στη ζωή της. Ξέρω πως θα πληγωθεί όταν το μάθει αλλά δεν αντέχω άλλο μακρυά της. Αυτή με κάνει να ζω και τώρα που μου τη στερούνε αργοπεθαίνω. Δεν περιμένω να με βρει το πρωί, ούτε και θέλω. Τώρα που έκλεισα τα μάτια μου ας φύγω, απλά χωρίς να με αντιληφθεί κανείς. Ας φύγω τώρα… 

Ακούω φωνές να με καλούνε. Ανοίγω τα μάτια μου και όλα είναι ξανά εκεί. Έρχονται από πάνω μου και με καλύπτουν. Η ζημιά έγινε, κανείς δεν μπορεί να το σταματήσει τώρα. Το τέλος είναι κοντά, έτσι θέλω να ελπίζω. Η υπομονή μου εξαντλήθηκε. Έχασα τις επαφές μου με τη Μητέρα-Φύση γιατί φοβόμουν ότι μέσω εμένα θα πάθαινε κακό εκείνη. Καλύτερα να φύγω τώρα που έχω ακόμα δυνάμεις και μπορώ να το κάνω σωστά, χωρίς να τραυματίσω κάποιον από αυτούς που με χρειάζονται. 

-Όχι! Δεν είναι δυνατόν! Φώναξα και πετάχτηκα επάνω. 

Είχα αποκοιμηθεί επάνω στον υπολογιστή αλλά ένα φριχτό όνειρο με έκανε να ξυπνήσω βίαια και να φωνάξω. Το μυαλό μου βαρύ και θολό γεμάτο σκέψεις που δεν έπρεπε, μου προκαλούσε αφόρητο πόνο. Η αναπνοή μου βαριά και κοφτή δήλωνε το μέγεθος της αγωνίας που με κυρίευε. Σηκώθηκα τόσο απότομα όσο είχα ξυπνήσει και έτρεξα στο μπάνιο για να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου μήπως και καταφέρω να διώξω μακρυά τις σκέψεις που τρύπωσαν μέσα μου. Άνοιξα τη βρύση και έβαλα το κεφάλι μου από κάτω. Το νερό έτρεχε κρύο στο νιπτήρα όμως εγώ το ένοιωθα καυτό πάνω μου. Έπρεπε να κοιτάξω. Έπρεπε να δω πως έμοιαζε το πρόσωπό μου. Τους τελευταίους έξι μήνες δεν είχα το κουράγιο να με κοιτάξω, αλλά τώρα το νοιώθω, το ξέρω, έπρεπε να βρω το θάρρος να δω πως έμοιαζα. Η τελευταία μάχη που είχα δώσει με τον ευατό μου, μου είχε αφήσει ανεξίτηλα σημάδια που είχαν αλλοιώσει τα φυσικά χαρακτηριστικά μου. Οι άλλοι δεν το βλέπανε, εγώ όμως το ένοιωθα να με παραμορφώνει. 

Προσπάθησα να σηκώσω το κεφάλι μου, να βρω τη δύναμη να κοιτάξω αλλά μάταια,, είχα παγώσει. Οι μύες μου δεν αντιδρούσαν, είχαν πάψει να έχουν κάθε επαφή με το συνειδητό σε μια προσπάθεια να σταματήσουν το αναπόφευκτο. Τα μάτια μου κοιτούσαν το νερό που γλιστρούσε από το νιπτήρα και χάνονταν στο σκοτεινό κόσμο του θανάτου. Η όρασή μου άρχισε να θολώνει καθώς τα φώτα καλύπτονταν σιγά σιγά από το μαύρο πέπλο που εμφανίζεται στους στρατιώτες πριν την τελική μάχη. Σημάδι του θανάτου που έρχεται για την τελική αναμέτρηση, ένας θα ζήσει ένας θα πεθάνει! Έμεινα αρκετή ώρα εκεί χωρίς να καταφέρω τελικά να κοιτάξω στον καθρέφτη. Μου ήταν αδύνατο. Ίσως γιατί δεν ήθελα να δω εάν αυτό που ονειρεύτηκα ήταν πράγματι αλήθεια. 

Γύρισα στο δωμάτιο κρατώντας τα φώτα κλειστά, φοβούμενος τις σκιές που δημιουργεί το φώς. Όλα ήταν όπως τα άφησα. Το κρεβάτι στρωμένο, διάφορα βιβλία σκόρπια πεταμένα εδώ και εκεί και ο υπολογιστής μου ανοιχτός, πάνω στο γραφείο που υπήρχε μπροστά από το μοναδικό παράθυρο που είχε το δωμάτιο. Κάθισα στην καρέκλα και κοίταξα προς τα έξω. Το φεγγάρι ήταν δύο ημερών και η λάμψη του πολύ λιγοστή για να φωτίσει τα σκοτεινά σοκάκια που υπήρχαν γύρω από το σπίτι μου. Παντού απλωνόταν μια μαύρη σκιά που κάλυπτε την πόλη και σε έκανε να ανατριχιάζεις. Έμεινα αρκετή ώρα εκεί κοιτάζοντας έξω και ηρεμώντας από τον εφιάλτη που είχα δει νωρίτερα.. Ηρέμησα! Γύρισα προς τον υπολογιστή μου για να τελειώσω το κείμενο που ξεκίνησα να γράφω λίγο πριν με πάρει ο ύπνος. 

«Ονειρικές σκέψεις… Είναι αυτές οι στιγμές που πιάνω το πληκτρολόγιο μη ξέροντας πώς να βγάλω στην επιφάνεια όλα όσα κρύβονται από κάτω. Το μέσα και το έξω είναι Ένα, με όλη τη σημασία της λέξης. Πώς να ξεκόψεις αυτό το ανείπωτο σύνολο από τον εαυτό του; Πώς να το τεμαχίσεις για χάρη της άχαρης επικοινωνίας; Και σε τελική ανάλυση γιατί να το κάνεις; 

Καλησπέρα κύριε Στήβενσον. Βλέπω άλλαξες όνομα, δεν θες να έχεις πια καμία σχέση μαζί μου; Όμως εγώ σε θυμάμαι και σε θυμάμαι καλά. Δεν σου ’φτάσαν όλοι οι ουρανοί του κόσμου; θέλησες και κάτι παραπάνω. Αυτό το κάτι σου ξαναχτυπάει την πόρτα και ήρθε για την πληρωμή, μόνο που τώρα δεν θα καταλήξουμε να παλεύουμε με πληκτρολόγια και λέξεις, με συντακτικό και ορθογραφία… αλλά τώρα πια σώμα με σώμα. Είμαι πιο δυνατός και έχω έρθει για τη σφαγή. Αυτή που μου χρωστάς τόσους μήνες τώρα. Το κύμα βράζει μέσα μου και δεν θα αργήσει να σε παρασύρει. 

Κρύβεσαι, φοβάσαι, με αποφεύγεις αλλά το ξέρεις πως χωρίς εμένα δεν υπάρχεις κι όλα εκείνα τα μικρά και τα μεγάλα που ταλανίζανε το φτωχό σου μυαλό, όσο έλειπα, βλέπεις πόσο γελοία φαντάζουν τώρα; … 

… Το μεγάλο και απέραντο σύμπαν σε όλο του το μεγαλείο! Η λεπτή διαχωριστική γραμμή μιας χοάνης που σημαίνει θάνατο και ζωή ταυτόχρονα. Η ζωή μου που ξεπηδά από τον καθρέφτη σαν αντικρίσεις τον εαυτό σου, θέλει να σε καταπιεί. Με καταπίνεις και σε καταπίνω δηλητηριάζοντας ο ένας τον άλλο για μια στιγμή, που ο πόνος της όμως θα κρατήσει για πάντα. Μα, το φαρμάκι σου δεν είναι αρκετό πια για να με ξεκάνει. Άφησες τη δύναμή σου να χαθεί γιατί φοβήθηκες να δεις αυτό που έγινες, αυτό που πάντα ήσουν. Βυθίζω το χέρι μου μέσα στον καθρέφτη και ένας παλιός και γνώριμος κόσμος εμφανίζεται πίσω του. Σε βλέπω μπροστά στο νιπτήρα κίτρινο να ανασαίνεις βαριά και να φαίνεσαι έτοιμος να καταρρεύσεις. Σε πιάνω από το χέρι και σε τραβάω μέσα. Τραβιέσαι, χάνεσαι, τρικλίζεις! Ξέρεις πως είμαι εγώ. Με νοιώθεις το ξέρω. Μάθε λοιπόν τι πρόκειται να συμβεί, μάθε πως θα γραφτεί το τέλος. 

Ο καθρέφτης είναι η πύλη, είναι η είσοδος και σε προκαλώ να ανακαλύψεις τον κόσμο που υπάρχει πίσω από αυτήν. Μπες μέσα του και ταξίδεψε στο κενό, άσε το χώρο να σε παρασύρει μαζί του μέχρι την χρυσή παραλία που συναντηθήκαμε για πρώτη φορά. Θυμάσαι; Τα ασημένια νερά που αντανακλούσαν τον γαλαζωπό ήλιο, τα χρώματα της ίριδας που έπαιζαν πάνω στον ορίζοντα, τον αέρα που μύριζε γιασεμί και βανίλια και σε ξεσήκωνε να αναζητήσεις το άγνωστο. Αλήθεια θυμάσαι; Μην απαντάς ξέρω τι σκέφτεσαι γιατί εγώ είμαι εσύ και εσύ εγώ. 

Ήρθε η ώρα. Ετοιμάσου. Αρκετά σε περίμενα. Τώρα θα γραφτεί το τέλος. Το νιώθεις; 

Είναι η άμμος που αρχίζει να σε καταπίνει, μέχρι να βουλιάξεις ολότελα και να μην μπορείς να πάρεις ανάσα. Θα νοιώσεις την αναπνοή σου όλο πιο λιγοστή και πιο βαριά ώσπου να σταματήσει τελείως δηλώνοντας το χαμό σου, το θάνατό σου εκεί ακριβώς, μπροστά στην οθόνη καθώς θα ανακαλύψεις ότι εγώ χτυπάω τα πλήκτρα με μανία, και είναι η Μανία μου τέτοια που τα κάνει όλα αυτά πραγματικότητα!» 

Δεν είναι αλήθεια, δεν μπορεί να είναι αλήθεια, φώναξα! Αφού τον σκότωσα. Πως γίνεται. Πριν έξι μήνες ήταν θυμάμαι όπου γράφτηκε η τελευταία πράξη του δράματος. Πριν έξι μήνες τον σκότωσα. Πως τώρα εμφανίζεται πάλι; Από πού έρχεται; Ποιος τον κάλεσε; 

Ήρθε για ακόμα μια φορά να στοιχειώσει τα όνειρά μου, πιο δυνατός από ότι πριν, γιατί τώρα τον νοιώθω έντονα μέσα μου να μου κυριεύει το νου και να με ξεσκίζει αποκτώντας σιγά σιγά όλο και περισσότερο έλεγχο επάνω στο σώμα μου. 

Τίποτα δεν είναι τυχαίο! Τα σημάδια του αρχίζουν να φαίνονται πάνω μου. Ζαλίζομαι. Αναπνέω όλο και πιο δύσκολα. Το αίμα μου το νοιώθω πύρινο πια, να περνάει και να καίει τις φλέβες μου. Αισθάνομαι ότι δεν μου έχουν μείνει δυνάμεις να τον παλέψω. Και πώς να έχω άλλωστε αφού εγώ δεν έχω αναρρώσει πλήρως από την προηγούμενη μάχη μας ενώ αυτός είναι πιο δυνατός. 

Είναι πολύ πιο δυνατός! 
Τα όνειρα! Τα όνειρα! 
Τώρα αρχίζω και θυμάμαι, έτσι τον νίκησα. Τα όνειρα μου, πότε δεν κατάφερε αυτός να τα πολεμήσει. Εκεί!, εκεί έγινε η τελική μάχη και εκεί τον νίκησα διώχνωντάς τον μακρυά χωρίς ελπίδα να γυρίσει. 

Αλλά γύρισε και τώρα πια με καλεί μέσα από τα ονειρά μου. Δεν ξέρω πως. Τον νοιώθω να μου ψιθυρίζει σκέψεις που δεν είναι δικές μου. Τον νοιώθω μέσα στο κεφάλι μου να γυρνάει και να με γεμίζει πόνο, άλλωτε πίσω από τα μάτια και άλλωτε βαθιά μέσα στο μυαλό μου. Τον νοιώθω σε κάθε ανάσα μου που βγαίνει τώρα πια, όλο και πιο δύσκολα. Ήρθε και αυτή τη φορά θέλει αυτός να είναι ο νικητής. 

Ανοίγω το συρτάρι να βρω τα χάπια που μου είχαν δώσει οι γιατροί, καθησυχάζοντάς με ότι δεν είχα κάτι σοβαρό, όμως εκείνοι δεν ήξεραν. Δεν ήθελα να μάθουν. Βρήκα τα χάπια αλλά δίπλα τους βρήκα και το μαχαίρι που είχα μαζί μου στην προηγούμενη μάχη μου εναντίον του. Δεν ξέρω γιατί το κράτησα αλλά μου ήταν αδύνατο να μπορέσω να το αποχωριστώ. Το παίρνω στο χέρι μου και ίδιες εικόνες με τότε έρχονται στο μυαλό μου. 

Πιάνω το μαχαίρι και αυτό είναι αρκετό για να με κλονίσει τόσο ψυχικά όσο και σωματικά. Το μυαλό μου χάνει την ηρεμία του, πνίγεται από σκέψεις αλλόκοσμες και απεχθείς που τεντώνουν τα νεύρα μου και τα κάνουν να ταλαντώνονται άτσαλα πλησιάζοντας όλο και πιο πολύ στα όριά τους. Τα χέρια μου τρέμουν, αλλά το μαχαίρι μένει εκεί, ακίνητο και στιβαρό σαν να είναι δεμένο πάνω τους με μια δική του θέληση που με καθηλώνει και περιμένει την επόμενη κίνησή μου. Προσπαθώ να το πετάξω αλλά το νοιώθω να σφίγγει όλο και πιο πολύ στη χούφτα μου. Αισθάνομαι τη λάμα του καυτή να μπαίνει μέσα στο χέρι μου αλλά η απουσία του πόνου είναι που με τρομάζει πιο πολύ από όλα. Το μαχαίρι και εγώ ενωθήκαμε, είμαστε πια ένα. Έτοιμοι ή όχι δεν έχει σημασία, τα πιόνια έχουν στηθεί και το παιχνίδι είναι έτοιμο να ξεκινήσει. 

Μα, τώρα θυμήθηκα!, το μαχαίρι αυτό δεν προορίζεται για μένα, δεν μπορεί να μου προξενήσει κακό, όχι σε μένα αλλά εκείνος το τρέμει. Το φοβάται γιατί επάνω του έχει δύναμη και μπορεί να τον σκοτώσει. Όχι όμως όσο είμαστε στο δικό μου κόσμο. Εδώ δεν μπορεί να του κάνει τίποτα. Πρέπει να πάω εγώ να τον βρω, τώρα, πριν να είναι πολύ αργά. Όμως υπάρχει μόνο ένας τρόπος να μπω εκεί που είναι αυτός αλλά αυτό μου είναι αδύνατο. Έξι μήνες τώρα δεν είχα το κουράγιο να μπω εκεί και να βεβαιωθώ πως είναι νεκρός και τώρα με καλεί εκεί για να τον αντιμετωπίσω σώμα με σώμα. 

Πρέπει να μαζέψω δυνάμεις. Πρέπει να βρω το θάρρος να κοιτάξω. Πρέπει να μπω εκεί μέσα και να βγω νικητής εάν θέλω να ζήσω. Αυτή τη φορά δεν θα υπάρξει γυρισμός, το ταξίδι έχει ξεκινήσει και η πορεία έχει διαγραφεί. Βγαίνω από το δωμάτιο και κατευθύνομαι προς το υπόγειο. Πέντε όροφοι με χωρίζουν από τη αποθήκη όπου έχω κρύψει τον καθρέπτη που αποτελεί την πύλη για τον ονειρικό κόσμο που έχει εισβάλει στη ζωή μου. Ζαλίζομαι! Παραπατάω στις σκάλες καθώς τα πόδια μου έχουν αρχίσει να μην με βαστάνε. Τα βήματά μου γίνονται όλο και πιο άτσαλα μέχρι που στο τέλος πέφτω και χάνω τις αισθήσεις μου. Τον βλέπω, είναι λίγα μέτρα πιο δίπλα. Με κοιτάει και γελάει δυνατά. Ακούω τη φωνή του να μου λέει, «αν νομίζεις ότι μπορείς να με νικήσεις σκέψου το καλά γιατί εγώ έχω τον έλεγχο του κορμιού σου. Είσαι ανίσχυρος μπροστά μου ενώ εγώ όπως βλέπεις έχω τη δύναμη να σε εξοντώσω ανά πάσα στιγμή.» 

Αρχίζω να συνέρχομαι. Προσπαθώ να καταλάβω που βρίσκομαι μα η όρασή μου δεν έχει καθαρίσει ακόμα. Γύρω μου, ένα άσπρο φως με πλημμυρίζει, μια ζεστασιά και μια γαλήνη που διαπερνάει όλα το σώμα μου. Είναι όλα τόσο ωραία. Μακάρι να έμενα εκεί για πάντα, μακρυά από αυτόν τον άλλο που εισέβαλε ξανά στη ζωή μου. Περίμενε! Νομίζω ότι ακούω φωνές. Πράγματι! Ακούω φωνές, εκεί στο βάθος, αχνά αλλά είναι εκεί. Ακούω να φωνάζουν το όνομά μου. Πρέπει να πάω προς τα εκεί. Έρχομαι!…. 

… Όλα σκοτείνιασαν, σειρήνες ακούγονται ακριβώς από πάνω μου. Κάποιος φωνάζει το όνομά μου και μια ηλεκτρική εκκένωση διαπερνά το κορμί μου. «Μπιπ! Μπιπ! Εντάξει έχουμε σφυγμό, θα τα καταφέρουμε μέχρι το νοσοκομείο». 

Ανοίγω τα μάτια μου. Είμαι ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου. Γνώριμη εικόνα που δεν με ξαφνιάζει καθόλου. Για μια ακόμα φορά προδόθηκα. Όχι όμως δεν θα παραδώσω έτσι εύκολα τα όπλα. Πρέπει να φύγω, πρέπει να τον κυνηγήσω, να αποτελειώσω αυτό που ξεκίνησα πριν καιρό. Αυτή τη φορά όμως θα είναι το τέλος, πρέπει να βρω τη δύναμη να τον νικήσω. Πως! …… 

… Δεν μπορώ άλλο να σκεφτώ, έχω αρχίσει να κουράζομαι. Είμαι εξαντλημένος, αλλά δεν πρέπει να κοιμηθώ. Δεν πρέπει να με βρει ο άλλος εδώ, να γνωρίζει τις αδυναμίες μου γιατί τότε η νίκη του θα είναι βέβαιη. Πρέπει να βρω τρόπο να φύγω από εδώ και να πάω να τον πολεμήσω τώρα που υπάρχει λίγη δύναμη μέσα μου. 

Η πόρτα του δωματίου μου ανοίγει και μια νοσοκόμα μου αλλάζει τον ορό. 
- «Μην ανησυχείτε κύριε Χάριταν, όλα θα πάνε καλά, ηρεμίστε τώρα και σε λίγο θα περάσω να σας ξαναδώ. Ο ορός αυτός θα σας βοηθήσει να χαλαρώσετε και να κοιμηθείτε.» 
- Μα δεν καταλαβαίνετε, δεν πρέπει να κοιμηθώ όχι ακόμα τουλάχιστον. Βγάλτε τον ορό, βγάλτε τον είπα, βγάλτε!!! 
« - Γεια σου λοιπόν κ. Στήβενσον, πως είσαι? Δεν σε βλέπω και πολύ καλά. Νομίζεις ακόμα πως μπορείς να με σκοτώσεις? Δεν βαρέθηκες τόσα χρόνια να προσπαθείς. 
- Όχι! πρέπει να πεθάνεις, δεν πρέπει να έχεις ζωή. Αρκετά με βασάνισες όλα αυτά τα χρόνια. Μετανιώνω που σε ελευθέρωσα τότε. Αλλά βλέπεις σε είχα ανάγκη, μόνος μου δεν θα μπορούσα ποτέ να το ξεπεράσω, θα είχα τρελαθεί όπως λένε σήμερα οι υπόλοιποι άνθρωποι. Ποιος ξέρει ίσως να ήταν καλύτερα έτσι. Εγώ στο άσυλο αλλά εσύ δεν θα είχε βγει. 
- Τώρα όμως αυτό έγινε και ήρθε η ώρα να πληρωθώ, το ξέρεις πως θα γινότανε αυτό κάποια στιγμή αλλά προτίμησες να ξεφύγεις και να αρνηθείς την πληρωμή. Λοιπόν ήρθε η ώρα να πληρώσεις και ξέρεις πολύ καλά τι θέλω. 
- Ξέρω αλλά δεν θα το πάρεις τόσο εύκολα. 
- Πολύ πιο εύκολα από όσο φαντάζεσαι. Αλλά σε συμβουλεύω να μην παλέψεις άλλο γιατί θα πονέσεις ακόμα πιο πολύ και δεν θέλω να σου κάνω άλλο κακό, άλλωστε είμαστε το ίδιο πρόσωπο. Εσύ είσαι εγώ και εγώ είμαι αυτό που αρνείσαι να δεις, ο πραγματικός σου ευατός, πανίσχυρος και γεμάτος σοφία που δεν μπορεί να τον σταματήσει τίποτα τώρα πια. Ούτε καν το μαχαίρι που έχεις κρυμμένο στο σακάκι σου. Δεν το φοβάμαι πια, δεν μπορεί να μου κάνει κακό. 
- Αφού προορίζεται για σένα, αν θυμάσαι καλά δημιουργηθήκατε μαζί. Το μαχαίρι συμπληρώνει εσένα και εσύ αυτό και όταν ενωθείτε θα ξαναγίνεται πάλι αυτό το οποίο ήσασταν πριν σε καλέσω. 
- Κάνεις λάθος γέρο φίλε μου. Δεν διάβασες όλο το βιβλίο. Το μαχαίρι είναι προέκταση δικιά μου και όχι συμπλήρωμά μου. Όταν λοιπόν ενωθώ με αυτό θα γίνω αυτό που πάντα ήμουν και αυτό το χρωστάω σε σένα που με κάλεσες. Δεν υπάρχει τρόπος να με σκοτώσεις. 
- Λες ψέματα! 
- Απεναντίας, μπορώ να στο αποδείξω. Δώσε μου το μαχαίρι και δες να μεταμορφώνομαι σε αυτό που είσαι προορισμένος να γίνεις. Ο κυρίαρχος δαίμονας του νησιού Γκλόριαν. 

Το χέρι μου ψάχνει στην τσέπη του σακακιού μου για το μαχαίρι. Είναι εκεί. Δεν έχω τη δύναμη να τον παλέψω. Η ήττα μου ήταν προδιαγεγραμμένη. Δεν έχει νόημα πια να πολεμήσω. 
- Πάρ’ το. Έχασα. Ας τελειώνουμε ήσυχα. 

Μια λάμψη με τύφλωσε την στιγμή που πήρε το μαχαίρι στα χέρια του. Γύρισα το πρόσωπό μου αλλά νιώθω ακόμα το φως να με τυφλώνει. Στα αυτιά μου έρχεται ο ήχος από κύματα, ενώ οι πνεύμονές μου γεμίζουν με ένα συνοθύλεμα από βανίλια και γιασεμί. Ανοίγω τα μάτια μου και παρόλο που βλέπουν ακόμα θολά μπορούν να ξεχωρίσουν την πανδαισία χρωμάτων που επικρατεί στον ορίζοντα. 

Αρχίζω να θυμάμαι. Είναι το νησί Γκλόριαν. Σε εκείνη την παραλία δίπλα στα παλιά ερείπια βρήκα το βιβλίο που δυόμιση χρόνια τώρα με στοίχειωσε. Σε αυτό το βιβλίο διάβασα για τον δαίμονα που έσπερνε πόνο και δυστυχία σε ολόκληρο το νησί. 

Και τώρα πια ο δαίμονας είναι πάλι ζωντανός, 
εγώ τον έφερα στη ζωή, 
εγώ είμαι ο δαίμονας 
και θα τελειώσω αυτό που ξεκίνησα χιλιάδες χρόνια πριν! 

Δεν είμαι σε θέση να πω τίποτα άλλο, η φυγή έχει ήδη αρχίσει. 

Δεν είμαι εγώ. Οι σκέψεις αυτές δεν ανήκουν σε μένα. Δεν μπορεί να ανήκουν. 

Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του πριν συμβεί το μοιραίο. Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε πως ένας τόσο φιλήσυχος άνθρωπος έφτασε σε τέτοιο σημείο. Κανείς δεν κατάλαβε τι ήταν αυτό που τον βασάνιζε. Άλλοι είπαν λάθη του παρελθόντος, άλλοι είπαν δαίμονες που στοιχειώνουν τα όνειρα, άλλοι πως απλά τρελάθηκε. Κανείς ποτέ δεν έμαθε τη αλήθεια. Κανείς δεν έμαθε τι συνέβαινε μέσα στο μυαλό αυτού του ανθρώπου και τον ώθησε να φτάσει τόσο μακρυά ξεπερνώντας οποιαδήποτε όρια έχει θέσει ποτέ ανθρώπινος νους. Γιατί να διαλέξει τη λύση αυτή παραμένει ένα μυστήριο. Η αλήθεια είναι πως η λύση αυτή δεν έλυσε τίποτα απλά σταμάτησε μια κατάσταση, κάτι που έπρεπε να γίνει από καιρό αλλά δεν το τολμούσε, χωρίς να ξέρει ούτε ο ίδιος το γιατί. Η αλλαγή αυτή δεν έγινε αμέσως αισθητή. Χρόνια ολόκληρα τον κατέτρωγε ώσπου έπεσε και η τελευταία ελπίδα που μπορεί να προβάλει κάποιος, τα όνειρα. Τα όνειρά του δηλητηριάστηκαν. Η μόνη του ελπίδα που δεν μπόρεσε να του στερήσει κανένας κατακρεουργήθηκε. Δεν έμεινε τίποτα να ελπίζει. Οι αισθήσεις του είχαν παραμορφωθεί και τον είχαν μετατρέψει σε κάτι απαίσιο, για τον ίδιο που το ένοιωθε, οι έξω όμως δεν είχαν ιδέα. Δεν γνώριζαν τίποτα για τη μάχη. Δεν γνώριζαν τους αντιπάλους παρά μόνο έμαθαν τον ηττημένο και ένα σημείωμα που δεν άφηνε αμφιβολία πως κάτι τραγικό είχε συμβεί μέσα στο μυαλό αυτού του ανθρώπου. 

 «Εγώ … 
… μπορεί άλλος, 
το σίγουρο είναι πως έχασα, 
… 
η νίκη ποτέ δεν ήταν δυνατή, υπήρχε προδότης, 
… 
εγώ με πρόδωσα». 

Αυτό ήταν και το μόνο που σκαλίστηκε πάνω στον τάφο του. Τίποτα άλλο, ούτε και το όνομά του. Έτσι ήθελε. Έτσι έπρεπε να γίνει. 

Το πιστοποιητικό θανάτου έγραφε: καθηγητής Stevenson, απεβίωσε στις 13 Φλεβάρη 2006 από καρκίνο. 

* σημείωση: η εικόνα ανοίγματος του παρόντος άρθρου είναι δημιουργία του lydyzze. ________________________________

Inverloch: Graphic Novel

«Η ιστορία του Inverloch έχει να κάνει με το νεαρό Αχέρων, από τη φυλή των Ντα'Κορ. Μετά τη συνάντηση με ένα ξωτικό αναλαμβάνει μια, φαινομενικά, εύκολη αποστολή. Συναντώντας φίλους και εχθρούς, συνειδητοποιεί ότι ο κόσμος δεν είναι τόσο ήσυχος όπως νόμιζε. Κάθε άλλο, είναι γεμάτος προκαταλήψεις και κρυφούς κινδύνους.»
Hitman

Ιερώνυμος Μπος: Ένα Ανήσυχο Πνεύμα!

«Ξέρουμε πως ο Ιερώνυμος Μπος ήταν μέλος της Αδελφότητας της Παναγίας, που στα αρχεία της έχουν βρεθεί αρκετές σίγουρες πληροφορίες. Στα 1486 ο Ιερώνυμος, γιός του Αντωνίου Βαν Άκεν έγινε δεκτός σ’ αυτή την ένωση, που τα μέλη της ήταν κουρεμένα και φορούσαν στολή από ειδικό χοντρό μάλλινο ύφασμα.»
Hitman

Graham Masterton

«Ο φόβος βρίσκεται πάντα μαζί μας, και οι άντρες και οι γυναίκες πάντα θα σκέφτονται νέους τρόπους να τρομάζουν και να καταπιέζονται μεταξύ τους, γι αυτό πιστεύω ότι δεν πρόκειται ποτέ να στερέψω από ιδέες. Μερικές φορές δεν γράφω για υπερφυσικά όντα, όπως για παράδειγμα στα βιβλία μου Unspeakable και Trauma.»
Graham Masterton

Carl Warner

«Συνηθίζω να ζωγραφίζω πολύ συμβατικά τοπία χρησιμοποιώντας τυπικές τεχνικές σύνθεσης, μιας και πρέπει να ξεγελάσω τον θεατή ώστε, αρχικά, να νομίζει ότι πρόκειται για μια πραγματική σκηνή. Η συνειδητοποίηση των πραγματικών υλικών της σκηνής είναι αυτό που θα του φέρει ένα χαμόγελο… η καλύτερη στιγμή για μένα!»
Carl Warner

El Greco

«Εδώ βρίσκεται ο Γκρέκο. Η μελέτη του έδωσε τα μυστικά της Τέχνης, η Τέχνη του αποκάλυψε τα μυστικά της φύσεως, η Ίρις του έδωσε το χάρισμα των χρωμάτων, ο Φοίβος το δώρο του φωτός και ο Μορφέας του χάρισε τις σκιές του.»
El Greco

Joseph Vargo

«Χαίρομαι να βλέπω ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι αγκαλιάζουν τη σκοτεινή ομορφιά της gothic κουλτούρας. Καθώς αντιτίθεται σε πολλές από τις επικρατούσες ιδέες είναι ένα είδος έκφρασης που επιτρέπει στους ανθρώπους να εκφράζονται σαν μονάδες. Εγώ έκανα πάντα αυτό που ήθελα να κάνω και θα συνεχίσω να κάνω το ίδιο.»
Joseph Vargo

Όσα Κρύβει το Χιόνι

«Κατευθύνθηκε, τρομαγμένος, σιγά σιγά προς την κάμαρα της κόρης του. Άδεια και παγωμένη. Το κρεβάτι ήταν σκεπασμένο με ένα βαρύ στρώμα από χιόνι. Το ίδιο θέαμα αντίκρισε και στην κάμαρα της γυναίκας του.[...] Τα πάντα είχαν καλυφθεί από πάγο. Έναν πάγο αλλιώτικο από αυτό που έβλεπε στη φύση.»
Όσα Κρύβει το Χιόνι

Ασυνέχεια

«[...] υποθέτω πως λίγο-πολύ θ’ αντιμετωπίσεις κάτι ανάλογο μ’ αυτά που μόλις σου διηγήθηκα. Όπως καταλαβαίνεις, δεν πρέπει να φοβάσαι για το παραμικρό. Χρειάζεται απλώς να έχεις εμπιστοσύνη στον εαυτό σου και στους εκπαιδευτές σου. Όλα είναι κανονισμένα.»
Ασυνέχεια
Σύντομα κοντά σας...
Σύντομα κοντά σας...

    τα έχεις διαβάσει;

Βιβλία Fantasy

Διαβάσαμε & Κρίνουμε
Fantasy Archive

Μουσική Φαντασίας

Ακούσαμε & Προτείνουμε
Fantasy Archive

Visual Art - Ζωγραφική

Είδαμε & Παρουσιάζουμε
Fantasy Archive

Comics - Graphic Novels

Εικόνες & Κείμενα Φαντασίας
Fantasy Archive

Ταινίες & Σειρές Φαντασίας

Εντυπώσεις και Συναισθήματα
Fantasy Archive

Video Games

Η F Γωνιά των Gamers
Fantasy Archive