Διαβάζω Η νικη ποτε δεν ηταν δυνατη από τα Fantasy Archives της Fantasy Gate! Bookmark and Share


Η νίκη ποτέ δεν ήταν δυνατή

του Παναγιώτη Γκασιάμη

Για μια ακόμα φορά έχω βγει στο δρόμο και περπατάω χωρίς να έχω κάποιο σκοπό ή στόχο. Η ώρα είναι περασμένες δύο και η απόσταση που έχω διανύσει, από το μέρος όπου διαμένω αυτή τη χρονική περίοδο, δεν ξεπερνά τα τρία χιλιόμετρα. Είναι μια εβδομάδα τώρα που έχω αυτές τις περίεργες αϋπνίες. Είχα δοκιμάσει, από όσο με αφήνει η μνήμη μου να θυμηθώ, ότι μπορεί κανείς να φανταστεί, μέσα στις πέντε αυτές πρώτες μέρες, για να μπορέσω να κοιμηθώ. Μάταια. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να διανύω μα απόσταση έξι περίπου χιλιομέτρων έως την άλλη άκρη της πόλης όπου βρίσκεται το νεκροταφείο της, για να βρω λίγη γαλήνη εκεί ανάμεσα στους λοιπούς ανθρώπους που ενώ έχουν πεθάνει οι ψυχές έχουν παγιδευτεί εδώ στη γη η κάθε μία με το δικό της πρόβλημα που την στοιχειώνει αιώνια. Δεν έχω έκτη αίσθηση και προπάντων δεν είμαι τρελός, αλλά πες πως η ηρεμία αυτή που επικρατεί με ανακουφίζει και με ξεκουράζει αφήνοντάς μου μια αίσθηση ψυχικής γαλήνης, σαν να έλεγε κάποιος ότι βρίσκομαι στο μέρος που θα έπρεπε να βρίσκομαι από καιρό. 

Σήμερα όμως δεν έχω διάθεση να πάω προς τα εκεί. Ίσως η πολυκοσμία που έχει σήμερα ο δρόμος, ίσως ο καινούριος φωτισμός στους δρόμους που χάλασε την απόκοσμη ομορφιά του σκότους, δεν σου αφήνουν τα περιθώρια για να ξεγλιστρήσεις εύκολα από τις ψυχές της νύχτας. Σήμερα λοιπόν έστριψα σε άλλο σημείο του δρόμου και κινήθηκα προς μια περιοχή της πόλης όπου ποτέ μέχρι τώρα δεν έτυχε να ξαναεπισκεφτώ. Το αρχιτεκτονικό στυλ αυτής της περιοχής ήταν μια μίξη και περιελάμβανε διάφορα σχέδια με εξαίρεση το κέντρο όπου δέσποζε ένα οικοδομικό τετράγωνο ντυμένο με την αγγλικανική επαρχιακή αρχιτεκτονική του 1900 όπου βρίσκεις, τώρα πια, μόνο στις ιστορίες τρόμου. Ένα γραφικό τετράγωνο που έχει μείνει ξεχασμένο από το χρόνο σε λάθος χώρο. 

Προσπαθώ να θυμηθώ εάν έχω ξανακούσει για αυτό το χώρο τίποτα, αλλά μάταια, η μνήμη μου έχει εξασθενήσει μετά την απρόσμενη νόσο που με χτύπησε το καλοκαίρι πριν δύο χρόνια και με άφησε λιπόθυμο για σχεδόν μία εβδομάδα. Από τότε η μνήμη μου έχει εξασθενήσει αρκετά και κάνω πολλά και επαναλαμβανόμενα λάθη. 

Το τοπίο της πόλης τώρα αλλάζει. Λεύκες, δεξιά και αριστερά του δρόμου στολίζουν την εικόνα που ανοίγεται μπροστά στα μάτια μου, όχι πολύ μεγάλες αλλά αρκετών χρόνων για να ενσωματωθούν με το φυσικό τοπίο που λικνίζουν τα φύλλα τους στο ημίφως του φεγγαριού και των λιγοστών φαναριών. Σημάδι κακό γιατί η φύση δεν βρίσκεται σε ησυχία και ποιος ξέρει τι είναι αυτό που την κρατάει ξάγρυπνη. Κάτι μέσα μου, μου έλεγε να μην την ενοχλήσω περισσότερο και αποφάσισα να επιστρέψω σπίτι για λίγη ξεκούραση. Όμως πίσω μου η πόλη ήταν μια μακρινή οπτασία. Ο δρόμος που είχα διανύσει φάνταζε τόσο πολύ μακρύς που μου ήταν αδύνατο να επιστρέψω πίσω με τα πόδια. Μπροστά μου υπήρχε μόνο η περιοχή για την οποία ξεκίνησα, ο δρόμος έρημος και από όσο μπορούσα να διακρίνω πριν αρχίσει η βροχή να λασπώνει το δρόμο, είχε αρκετό καιρό να περάσει από εκεί όχι μόνο αυτοκίνητο αλλά ακόμα και άνθρωπος. Βρήκα ένα υπόστεγο σε μια στοά να προφυλαχτώ από τη βροχή και να πάρω τα φάρμακά μου. Κάθομαι σε ένα πεζούλι και παίρνω τα φάρμακα που το μόνο που είναι σε θέση να μου προσφέρουν είναι παράταση της επιδείνωσής μου και όχι την ίαση της αρρώστιας μου. Για την ασθένειά μου δεν υπάρχει γιατρειά. Οι ώρες περνούνε γρήγορα και εγώ νοιώθω τους πνεύμονές μου να με κατατρώγουν και να μου στερούν τον πολύτιμο αέρα που χρειάζομαι για τη ζωή. 

Καινούρια μέρα ξημέρωσε, όμορφη αλλά σε άγνωστο τόπο. Μόνος ξανά ανάμεσα σε πολλούς ομοίους μου. Το κακό πλησιάζει, το νοιώθω όλο και πιο κοντά μου να με τυλίγει και να με τραβάει μαζί του. Ξανά φάρμακα, λίγες ώρες παράταση στη ζωή. Λίγες αλλά τόσο σημαντικές. Σηκώνομαι όρθιος και βγαίνω στο φως. Άλλοι βιάζονται και δεν μου δίνουν σημασία, άλλοι γελάνε, άλλοι χαιρετάνε. Εγώ βουβός και αμίλητος προσπαθώ να κρύψω την ασθένειά μου και να ζήσω λίγο ακόμα. Γυμναστική και άλλες απλές καθημερινές εργασίες με φέρνουν όλο και πιο κοντά στο αναπόφευκτο. Η διάθεσή μου χειροτερεύει, φεύγω λίγο παραπέρα γιατί όλα αρχίζουν να με ενοχλούν οι φωνές, η φασαρία, τα γέλια. Προσπαθώ να κρυφτώ. Βρίσκω κάπου και ξεχνιέμαι για λίγο. Ηρεμώ. Οι σκέψεις φεύγουν για λίγο από το μυαλό μου. Προσπαθώ να βρω κάτι να πιαστώ για να ανακτήσω τις δυνάμεις μου. Κάποιος με χτυπάει στην πλάτη και μου λέει «ξέρεις τι πρέπει να κάνεις». Γυρνάω και βρίσκω στο χέρι μου ένα μαχαίρι. Το μυαλό μου χάνει την ηρεμία του, θολώνει, τα νεύρα μου αρχίζουν να ταράζονται. Κρατάω ένα μαχαίρι και αυτό είναι αρκετό για να ανοίξουν στο μυαλό μου οι ασκοί του Αιόλου και να σαρώσουν τα πάντα στο διάβα τους. Τα χέρια μου τρέμουν, μα αυτό ακίνητο στο χέρι μου έχει τη δική του θέληση που με καθηλώνει και περιμένει την επόμενη κίνησή μου. Διχάζομαι, θέλω να το κουνήσω αλλά όχι. Θέλω να το πετάξω αλλά όχι. Θέλω να τραυματίσω κάποιον αλλά όχι. Δύο σκέψεις αντίθετες. Πια όμως είναι η αληθινή. Σκέφτεται ο ευατός μου, σκέφτομαι και εγώ. Η απόφαση δύσκολη, δεν γνωρίζω ποιος από τους δύο μας σκέφτεται τι, δεν γνωρίζω γιατί πάντα διαφωνούμε αλλά αυτό που με τρομάζει είναι τι θα γίνει όταν συμφωνήσουμε μεταξύ μας. Το μαχαίρι παραμένει στο χέρι μου. Το σφίγγω όλο και πιο πολύ στη χούφτα μου. Νοιώθω τη λάμα του να γίνεται ένα με το χέρι μου. Τα πάντα γύρω μου μοιάζουν απειλητικά. Όλοι γίνονται εχθροί μου. Δεν υπάρχει φίλος, ακόμα και ο ευατός μου άρχισε να με προδίδει. Η αναπνοή μου κόβεται, ο αέρας λιγοστεύει. Πετώ το μαχαίρι και ψάχνω στην τσέπη για τα φάρμακά μου. Δεν είναι εκεί. Κάποιος μας πρόδωσε. Ποιος. Δεν γνωρίζω. Τα πόδια μου δεν με κρατάνε, ο βήχας πνίγει το λαιμό μου και ένα γέλιο ακούγεται που δεν είμαι σε θέση να το προσδιορίσω. Είμαι μόνος, μόνος στη ζωή, μόνος και στα μαρτύρια. Ο ευατός μου με εγκατέλειψε. Έτσι με εγκαταλείπει πάντα. Εκεί που τον χρειάζομαι, στις πιο σημαντικές αποφάσεις μένω μόνος. Εκείνος έρχεται μετά για να μου δείξει τα λάθη μου. Λάθη πολλά και αδιόρθωτα, γιατί δεν με αφήνει να τα διορθώσω. Μακάρι να με άφηνε. 

Ξυπνάω στο νοσοκομείο. Ένα μηχάνημα μου δίνει αέρα. Οι πνεύμονές μου με εγκατέλειψαν. Ο ευατός μου το ίδιο. Είμαι μόνος μου. Δίπλα μου τα φάρμακά μου και ένα μαχαίρι. Τα πάντα είναι μονόδρομος. Ποτέ δεν γυρίζεις πίσω, μόνο θυμάσαι. Τώρα πια ούτε και αυτό. Ίσως έτσι είναι καλύτερα. Λόγια, εικόνες, σκέψεις, αναμνήσεις χαμένες στη λήθη της δικής μου ζωής. Πέντε μέρες έμεινα στο νοσοκομείο και ήρθε πια η ώρα να γυρίσω στο σπίτι. Οι αϋπνίες έχουν φύγει, ποιος ξέρει για πόσο καιρό όμως. 

Φόρεσα τα ρούχα μου και βγήκα από το νοσοκομείο. Ψαχούλεψα λίγο τις τσέπες μου για να δω αν ήταν όλα εκεί που τα είχα αφήσει. Κλειδιά, πορτοφόλι, εισιτήριο, φάρμακα. Εισιτήριο; Δεν θυμάμαι να είχα βγάλει κανένα εισιτήριο τις τελευταίες μέρες. Το ξετυλίγω αργά και διαβάζω πάνω του «Αμαξοστοιχία 508, Mc Cormick Special Traveling, το όνομά μου και την ώρα αναχώρησης» (ημερομηνία ταξιδίου είχε οριστεί η σημερινή). 

Η ώρα είναι έξι παρά το απόγευμα και από τα μεγάφωνα του σταθμού ακούγεται η αναγγελία «αμαξοστοιχία 508, έτοιμη προς αναχώρηση». Ο κόσμος αδιάφορος για την αναγγελία συνεχίζει τις δουλειές του. Οι υπεύθυνοι του σταθμού δεν έχουν μπορέσει να εντοπίσουν το λάθος στην ηχογραφημένη ταινία που αναγγέλλει τα δρομολόγια, γιατί το δρομολόγιο αυτό δεν υφίσταται πραγματικά. Παρόλα αυτά, εγώ βρίσκομαι καθισμένος στη θέση 22 αυτού του παράξενου τραίνου. Χαζεύω το εισιτήριό μου και μάταια προσπαθώ να θυμηθώ πως βρέθηκε στα χέρια μου εκείνο το κιτρινισμένο χαρτάκι της ταξιδιωτικής εταιρίας. Καμία πληροφορία για την πορεία του ταξιδιού που πρόκειται να πραγματοποιήσω δεν μου είναι γνωστή. Έχω γείρει ελαφρά στην αναπαυτική μου θέση και περιμένω ανυπόμονος να αισθανθώ τους πρώτους κραδασμούς, σημάδι πως το τραίνο ξεκίνησε για το μακρινό του ή μη δρομολόγιο. 

17:58. Η ώρα πλησιάζει, αλλά το ταξίδι που περίμενα εναγωνίως αρχίζει να με τρομάζει γιατί παρατηρώ πως δεν έχει επιβιβαστεί κανένας άλλος μέχρι τώρα. Το βαγόνι αρχίζει να τρίζει και χαμένος καθώς ήμουνα στις σκέψεις μου αφήνω να γλιστρήσει από το χέρι μου το εισιτήριο που ακολουθεί και αυτό με τη σειρά του τη δική του πορεία προς το πάτωμα. Σκύβω το σηκώνω και έντρομος ανακαλύπτω πως τώρα επάνω του αναγράφεται και ο προορισμός μου. «Αυτό είναι αδύνατο» φώναξα και η φωνή μου αντήχησε στο άδειο βαγόνι. Ανοίγω το παράθυρο να με χτυπήσει λίγος αέρας και τότε είδα πόσο μακρυά είχαμε απομακρυνθεί από την Glengariff, την πόλη όπου μεγάλωσα και τόπο αναχώρησης αυτού του ταξιδιού. Το δάσος με τις κλαίουσες που πλημμύριζε το σταθμό είχε δώσει τη θέση του σε μια απέραντη θάλασσα πάνω στην οποία κινούμασταν αυτή τη στιγμή με προορισμό το νησί Gloryan. Ένα νησί τόσο φρικτό τώρα πια, που τίποτα δεν θυμίζει την αίγλη των παλαιών ημερών. Κάθομαι ξανά στη θέση μου. Τα χέρια μου πάνε ασυναίσθητα στις τσέπες μου ψάχνοντας για κάτι οικείο. Αυτή τη φορά το βρήκα. Το μαχαίρι που είχε σταθεί στο χέρι μου και με είχε κυριεύσει, πριν λίγες μέρες, ήταν τώρα μαζί μου. Φαίνεται πως αυτή τη φορά ο ευατός μου ήταν προετοιμασμένος αλλά για μια ακόμα φορά με πρόδιδε γιατί είχε αποσπάσει από εμένα τα φάρμακά μου. Μια μάχη με προδιαγεγραμμένη την ήττα μου. Πέφτω ζαλισμένος στο πάτωμα ενώ ο βήχας ροκανίζει τα σωθικά μου. Κλείνω τα μάτια μου, υποφέρω. 

Ξυπνάω σπίτι μου. Πάνω στο τραπέζι ένας φάκελος με μεγάλα γράμματα που σχηματίζουν τις λέξεις «Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΟΥ». Τον ανοίγω και στο μυαλό μου έρχεται η εικόνα του χεριού μου να γράφει γρήγορα σαν κάποιος να του υπαγορεύει ένα κείμενο. 

«Δεν ξέρω αν η αυριανή μέρα με βρει ζωντανό, αλλά δεν είμαι σε θέση να πω και το αντίθετο. Η κατάσταση έχει γίνει απελπιστικά τραγική αφού κάθε σημείο επαφής έχει πια χαθεί. Οποιοσδήποτε άλλος στη θέση μου θα είχε πια τρελαθεί. Εγώ ίσως τη γλίτωσα επειδή οι ιστορίες τρόμου που τόσο καιρό διαβάζω μου πρόσφεραν ένα είδος ανοσίας απέναντι στην τρέλα. Έχοντας έρθει σε επαφή με άτομα διανοητικά ταραγμένα, την έχω βιώσει σε όλο της το μεγαλείο και τη δύναμη. Για πολλούς είμαι γραφικός, για άλλους περίεργος, για άλλους τρελός. Για μένα ξεπέρασα τα όρια του λογικού, έτσι όπως το ορίζουν οι παράφρονες και όχι οι «λογικοί» ιατροί που τους παρακολουθούν. Κλείνω τα μάτια μου. Ηρεμώ. Σκέφτομαι την αγαπημένη μου που με περιμένει να γυρίσω πίσω στη ζεστή αγκαλιά της και στην ηρεμία του σπιτιού μας. Δάκρυα κατακλύζουν τα μάτια μου αλλά δεν τα ανοίγω καθώς ένας αδιόρατος τρόμος με κυριεύει. Σκέφτομαι πόσο μακρυά είμαι από το σπίτι μου και η λύπη μου είναι αβάσταχτη. Σκέφτομαι πόσο πολύ έχω τώρα την ανάγκη της, τώρα που όλα φτάνουν σε ένα τέλος. Την νοιώθω κάθε τόσο να βρίσκεται στο πλευρό μου και να με προσέχει αλλά μου στοιχίζει που εγώ είμαι εδώ φυλακισμένος και δεν μπορώ να της προσφέρω τίποτα από όσα της ορκίστηκα την ημέρα που την πρωτοείδα. Ανοίγω τα μάτια μου. Όλα επιστρέφουν πίσω σαν να μην είχαν φύγει ούτε για μια στιγμή. Ο πόλεμος, το δικαστήριο ερήμην μου, η φυλάκισή μου για το μεγαλύτερο έγκλημα που έγινε ποτέ σε πολιτισμένη κοινωνία. Η τιμωρία μου αβάσταχτη. Πολλές φορές λύγισα, έφτασα στα πρόθυρα και ξαναγύρισα, αλλά όχι πια. Τώρα είμαι ένα βήμα παραπέρα. Τους φαίνεται περίεργο που ακόμα αντέχω και συνεχίζουν ακάθεκτοι τον πόλεμο εναντίον μου. Η σωματική μου υγεία έχει κλονιστεί αρκετά, η ψυχική μου ανεπανόρθωτα. Τα όνειρά μου αρχίζουν να κλονίζονται και να καταρρέουν. Δεν υπάρχει ελπίδα πια, είναι πολύ αργά. Περιμένω μόνο το τέλος που θα με λυτρώσει από αυτή την κόλαση, την κόλαση που αυτοί ετοίμασαν για μένα. Δεν θα πέσω αμαχητί. Η τελευταία σταγόνα που θα χυθεί από το αίμα μου θα καρπίσει. Δεν θα υπάρχει λύτρωση από αυτή την τιμωρία, γιατί είναι η τιμωρία ενός παράφρονα ονειροπόλου και αυτός έχει τη δύναμη να καταφέρει τα αδύνατα. Κλείνω για μια ακόμα φορά τα μάτια και σκέφτομαι την αγαπημένη μου. Της στέλνω το πνεύμα μου βοηθό και προστάτη στη ζωή της. Ξέρω πως θα πληγωθεί όταν το μάθει αλλά δεν αντέχω άλλο μακρυά της. Αυτή με κάνει να ζω και τώρα που μου τη στερούνε αργοπεθαίνω. Δεν περιμένω να με βρει το πρωί, ούτε και θέλω. Τώρα που έκλεισα τα μάτια μου ας φύγω, απλά χωρίς να με αντιληφθεί κανείς. Ας φύγω τώρα… 

Ακούω φωνές να με καλούνε. Ανοίγω τα μάτια μου και όλα είναι ξανά εκεί. Έρχονται από πάνω μου και με καλύπτουν. Η ζημιά έγινε, κανείς δεν μπορεί να το σταματήσει τώρα. Το τέλος είναι κοντά, έτσι θέλω να ελπίζω. Η υπομονή μου εξαντλήθηκε. Έχασα τις επαφές μου με τη Μητέρα-Φύση γιατί φοβόμουν ότι μέσω εμένα θα πάθαινε κακό εκείνη. Καλύτερα να φύγω τώρα που έχω ακόμα δυνάμεις και μπορώ να το κάνω σωστά, χωρίς να τραυματίσω κάποιον από αυτούς που με χρειάζονται. 

-Όχι! Δεν είναι δυνατόν! Φώναξα και πετάχτηκα επάνω. 

Είχα αποκοιμηθεί επάνω στον υπολογιστή αλλά ένα φριχτό όνειρο με έκανε να ξυπνήσω βίαια και να φωνάξω. Το μυαλό μου βαρύ και θολό γεμάτο σκέψεις που δεν έπρεπε, μου προκαλούσε αφόρητο πόνο. Η αναπνοή μου βαριά και κοφτή δήλωνε το μέγεθος της αγωνίας που με κυρίευε. Σηκώθηκα τόσο απότομα όσο είχα ξυπνήσει και έτρεξα στο μπάνιο για να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου μήπως και καταφέρω να διώξω μακρυά τις σκέψεις που τρύπωσαν μέσα μου. Άνοιξα τη βρύση και έβαλα το κεφάλι μου από κάτω. Το νερό έτρεχε κρύο στο νιπτήρα όμως εγώ το ένοιωθα καυτό πάνω μου. Έπρεπε να κοιτάξω. Έπρεπε να δω πως έμοιαζε το πρόσωπό μου. Τους τελευταίους έξι μήνες δεν είχα το κουράγιο να με κοιτάξω, αλλά τώρα το νοιώθω, το ξέρω, έπρεπε να βρω το θάρρος να δω πως έμοιαζα. Η τελευταία μάχη που είχα δώσει με τον ευατό μου, μου είχε αφήσει ανεξίτηλα σημάδια που είχαν αλλοιώσει τα φυσικά χαρακτηριστικά μου. Οι άλλοι δεν το βλέπανε, εγώ όμως το ένοιωθα να με παραμορφώνει. 

Προσπάθησα να σηκώσω το κεφάλι μου, να βρω τη δύναμη να κοιτάξω αλλά μάταια,, είχα παγώσει. Οι μύες μου δεν αντιδρούσαν, είχαν πάψει να έχουν κάθε επαφή με το συνειδητό σε μια προσπάθεια να σταματήσουν το αναπόφευκτο. Τα μάτια μου κοιτούσαν το νερό που γλιστρούσε από το νιπτήρα και χάνονταν στο σκοτεινό κόσμο του θανάτου. Η όρασή μου άρχισε να θολώνει καθώς τα φώτα καλύπτονταν σιγά σιγά από το μαύρο πέπλο που εμφανίζεται στους στρατιώτες πριν την τελική μάχη. Σημάδι του θανάτου που έρχεται για την τελική αναμέτρηση, ένας θα ζήσει ένας θα πεθάνει! Έμεινα αρκετή ώρα εκεί χωρίς να καταφέρω τελικά να κοιτάξω στον καθρέφτη. Μου ήταν αδύνατο. Ίσως γιατί δεν ήθελα να δω εάν αυτό που ονειρεύτηκα ήταν πράγματι αλήθεια. 

Γύρισα στο δωμάτιο κρατώντας τα φώτα κλειστά, φοβούμενος τις σκιές που δημιουργεί το φώς. Όλα ήταν όπως τα άφησα. Το κρεβάτι στρωμένο, διάφορα βιβλία σκόρπια πεταμένα εδώ και εκεί και ο υπολογιστής μου ανοιχτός, πάνω στο γραφείο που υπήρχε μπροστά από το μοναδικό παράθυρο που είχε το δωμάτιο. Κάθισα στην καρέκλα και κοίταξα προς τα έξω. Το φεγγάρι ήταν δύο ημερών και η λάμψη του πολύ λιγοστή για να φωτίσει τα σκοτεινά σοκάκια που υπήρχαν γύρω από το σπίτι μου. Παντού απλωνόταν μια μαύρη σκιά που κάλυπτε την πόλη και σε έκανε να ανατριχιάζεις. Έμεινα αρκετή ώρα εκεί κοιτάζοντας έξω και ηρεμώντας από τον εφιάλτη που είχα δει νωρίτερα.. Ηρέμησα! Γύρισα προς τον υπολογιστή μου για να τελειώσω το κείμενο που ξεκίνησα να γράφω λίγο πριν με πάρει ο ύπνος. 

«Ονειρικές σκέψεις… Είναι αυτές οι στιγμές που πιάνω το πληκτρολόγιο μη ξέροντας πώς να βγάλω στην επιφάνεια όλα όσα κρύβονται από κάτω. Το μέσα και το έξω είναι Ένα, με όλη τη σημασία της λέξης. Πώς να ξεκόψεις αυτό το ανείπωτο σύνολο από τον εαυτό του; Πώς να το τεμαχίσεις για χάρη της άχαρης επικοινωνίας; Και σε τελική ανάλυση γιατί να το κάνεις; 

Καλησπέρα κύριε Στήβενσον. Βλέπω άλλαξες όνομα, δεν θες να έχεις πια καμία σχέση μαζί μου; Όμως εγώ σε θυμάμαι και σε θυμάμαι καλά. Δεν σου ’φτάσαν όλοι οι ουρανοί του κόσμου; θέλησες και κάτι παραπάνω. Αυτό το κάτι σου ξαναχτυπάει την πόρτα και ήρθε για την πληρωμή, μόνο που τώρα δεν θα καταλήξουμε να παλεύουμε με πληκτρολόγια και λέξεις, με συντακτικό και ορθογραφία… αλλά τώρα πια σώμα με σώμα. Είμαι πιο δυνατός και έχω έρθει για τη σφαγή. Αυτή που μου χρωστάς τόσους μήνες τώρα. Το κύμα βράζει μέσα μου και δεν θα αργήσει να σε παρασύρει. 

Κρύβεσαι, φοβάσαι, με αποφεύγεις αλλά το ξέρεις πως χωρίς εμένα δεν υπάρχεις κι όλα εκείνα τα μικρά και τα μεγάλα που ταλανίζανε το φτωχό σου μυαλό, όσο έλειπα, βλέπεις πόσο γελοία φαντάζουν τώρα; … 

… Το μεγάλο και απέραντο σύμπαν σε όλο του το μεγαλείο! Η λεπτή διαχωριστική γραμμή μιας χοάνης που σημαίνει θάνατο και ζωή ταυτόχρονα. Η ζωή μου που ξεπηδά από τον καθρέφτη σαν αντικρίσεις τον εαυτό σου, θέλει να σε καταπιεί. Με καταπίνεις και σε καταπίνω δηλητηριάζοντας ο ένας τον άλλο για μια στιγμή, που ο πόνος της όμως θα κρατήσει για πάντα. Μα, το φαρμάκι σου δεν είναι αρκετό πια για να με ξεκάνει. Άφησες τη δύναμή σου να χαθεί γιατί φοβήθηκες να δεις αυτό που έγινες, αυτό που πάντα ήσουν. Βυθίζω το χέρι μου μέσα στον καθρέφτη και ένας παλιός και γνώριμος κόσμος εμφανίζεται πίσω του. Σε βλέπω μπροστά στο νιπτήρα κίτρινο να ανασαίνεις βαριά και να φαίνεσαι έτοιμος να καταρρεύσεις. Σε πιάνω από το χέρι και σε τραβάω μέσα. Τραβιέσαι, χάνεσαι, τρικλίζεις! Ξέρεις πως είμαι εγώ. Με νοιώθεις το ξέρω. Μάθε λοιπόν τι πρόκειται να συμβεί, μάθε πως θα γραφτεί το τέλος. 

Ο καθρέφτης είναι η πύλη, είναι η είσοδος και σε προκαλώ να ανακαλύψεις τον κόσμο που υπάρχει πίσω από αυτήν. Μπες μέσα του και ταξίδεψε στο κενό, άσε το χώρο να σε παρασύρει μαζί του μέχρι την χρυσή παραλία που συναντηθήκαμε για πρώτη φορά. Θυμάσαι; Τα ασημένια νερά που αντανακλούσαν τον γαλαζωπό ήλιο, τα χρώματα της ίριδας που έπαιζαν πάνω στον ορίζοντα, τον αέρα που μύριζε γιασεμί και βανίλια και σε ξεσήκωνε να αναζητήσεις το άγνωστο. Αλήθεια θυμάσαι; Μην απαντάς ξέρω τι σκέφτεσαι γιατί εγώ είμαι εσύ και εσύ εγώ. 

Ήρθε η ώρα. Ετοιμάσου. Αρκετά σε περίμενα. Τώρα θα γραφτεί το τέλος. Το νιώθεις; 

Είναι η άμμος που αρχίζει να σε καταπίνει, μέχρι να βουλιάξεις ολότελα και να μην μπορείς να πάρεις ανάσα. Θα νοιώσεις την αναπνοή σου όλο πιο λιγοστή και πιο βαριά ώσπου να σταματήσει τελείως δηλώνοντας το χαμό σου, το θάνατό σου εκεί ακριβώς, μπροστά στην οθόνη καθώς θα ανακαλύψεις ότι εγώ χτυπάω τα πλήκτρα με μανία, και είναι η Μανία μου τέτοια που τα κάνει όλα αυτά πραγματικότητα!» 

Δεν είναι αλήθεια, δεν μπορεί να είναι αλήθεια, φώναξα! Αφού τον σκότωσα. Πως γίνεται. Πριν έξι μήνες ήταν θυμάμαι όπου γράφτηκε η τελευταία πράξη του δράματος. Πριν έξι μήνες τον σκότωσα. Πως τώρα εμφανίζεται πάλι; Από πού έρχεται; Ποιος τον κάλεσε; 

Ήρθε για ακόμα μια φορά να στοιχειώσει τα όνειρά μου, πιο δυνατός από ότι πριν, γιατί τώρα τον νοιώθω έντονα μέσα μου να μου κυριεύει το νου και να με ξεσκίζει αποκτώντας σιγά σιγά όλο και περισσότερο έλεγχο επάνω στο σώμα μου. 

Τίποτα δεν είναι τυχαίο! Τα σημάδια του αρχίζουν να φαίνονται πάνω μου. Ζαλίζομαι. Αναπνέω όλο και πιο δύσκολα. Το αίμα μου το νοιώθω πύρινο πια, να περνάει και να καίει τις φλέβες μου. Αισθάνομαι ότι δεν μου έχουν μείνει δυνάμεις να τον παλέψω. Και πώς να έχω άλλωστε αφού εγώ δεν έχω αναρρώσει πλήρως από την προηγούμενη μάχη μας ενώ αυτός είναι πιο δυνατός. 

Είναι πολύ πιο δυνατός! 
Τα όνειρα! Τα όνειρα! 
Τώρα αρχίζω και θυμάμαι, έτσι τον νίκησα. Τα όνειρα μου, πότε δεν κατάφερε αυτός να τα πολεμήσει. Εκεί!, εκεί έγινε η τελική μάχη και εκεί τον νίκησα διώχνωντάς τον μακρυά χωρίς ελπίδα να γυρίσει. 

Αλλά γύρισε και τώρα πια με καλεί μέσα από τα ονειρά μου. Δεν ξέρω πως. Τον νοιώθω να μου ψιθυρίζει σκέψεις που δεν είναι δικές μου. Τον νοιώθω μέσα στο κεφάλι μου να γυρνάει και να με γεμίζει πόνο, άλλωτε πίσω από τα μάτια και άλλωτε βαθιά μέσα στο μυαλό μου. Τον νοιώθω σε κάθε ανάσα μου που βγαίνει τώρα πια, όλο και πιο δύσκολα. Ήρθε και αυτή τη φορά θέλει αυτός να είναι ο νικητής. 

Ανοίγω το συρτάρι να βρω τα χάπια που μου είχαν δώσει οι γιατροί, καθησυχάζοντάς με ότι δεν είχα κάτι σοβαρό, όμως εκείνοι δεν ήξεραν. Δεν ήθελα να μάθουν. Βρήκα τα χάπια αλλά δίπλα τους βρήκα και το μαχαίρι που είχα μαζί μου στην προηγούμενη μάχη μου εναντίον του. Δεν ξέρω γιατί το κράτησα αλλά μου ήταν αδύνατο να μπορέσω να το αποχωριστώ. Το παίρνω στο χέρι μου και ίδιες εικόνες με τότε έρχονται στο μυαλό μου. 

Πιάνω το μαχαίρι και αυτό είναι αρκετό για να με κλονίσει τόσο ψυχικά όσο και σωματικά. Το μυαλό μου χάνει την ηρεμία του, πνίγεται από σκέψεις αλλόκοσμες και απεχθείς που τεντώνουν τα νεύρα μου και τα κάνουν να ταλαντώνονται άτσαλα πλησιάζοντας όλο και πιο πολύ στα όριά τους. Τα χέρια μου τρέμουν, αλλά το μαχαίρι μένει εκεί, ακίνητο και στιβαρό σαν να είναι δεμένο πάνω τους με μια δική του θέληση που με καθηλώνει και περιμένει την επόμενη κίνησή μου. Προσπαθώ να το πετάξω αλλά το νοιώθω να σφίγγει όλο και πιο πολύ στη χούφτα μου. Αισθάνομαι τη λάμα του καυτή να μπαίνει μέσα στο χέρι μου αλλά η απουσία του πόνου είναι που με τρομάζει πιο πολύ από όλα. Το μαχαίρι και εγώ ενωθήκαμε, είμαστε πια ένα. Έτοιμοι ή όχι δεν έχει σημασία, τα πιόνια έχουν στηθεί και το παιχνίδι είναι έτοιμο να ξεκινήσει. 

Μα, τώρα θυμήθηκα!, το μαχαίρι αυτό δεν προορίζεται για μένα, δεν μπορεί να μου προξενήσει κακό, όχι σε μένα αλλά εκείνος το τρέμει. Το φοβάται γιατί επάνω του έχει δύναμη και μπορεί να τον σκοτώσει. Όχι όμως όσο είμαστε στο δικό μου κόσμο. Εδώ δεν μπορεί να του κάνει τίποτα. Πρέπει να πάω εγώ να τον βρω, τώρα, πριν να είναι πολύ αργά. Όμως υπάρχει μόνο ένας τρόπος να μπω εκεί που είναι αυτός αλλά αυτό μου είναι αδύνατο. Έξι μήνες τώρα δεν είχα το κουράγιο να μπω εκεί και να βεβαιωθώ πως είναι νεκρός και τώρα με καλεί εκεί για να τον αντιμετωπίσω σώμα με σώμα. 

Πρέπει να μαζέψω δυνάμεις. Πρέπει να βρω το θάρρος να κοιτάξω. Πρέπει να μπω εκεί μέσα και να βγω νικητής εάν θέλω να ζήσω. Αυτή τη φορά δεν θα υπάρξει γυρισμός, το ταξίδι έχει ξεκινήσει και η πορεία έχει διαγραφεί. Βγαίνω από το δωμάτιο και κατευθύνομαι προς το υπόγειο. Πέντε όροφοι με χωρίζουν από τη αποθήκη όπου έχω κρύψει τον καθρέπτη που αποτελεί την πύλη για τον ονειρικό κόσμο που έχει εισβάλει στη ζωή μου. Ζαλίζομαι! Παραπατάω στις σκάλες καθώς τα πόδια μου έχουν αρχίσει να μην με βαστάνε. Τα βήματά μου γίνονται όλο και πιο άτσαλα μέχρι που στο τέλος πέφτω και χάνω τις αισθήσεις μου. Τον βλέπω, είναι λίγα μέτρα πιο δίπλα. Με κοιτάει και γελάει δυνατά. Ακούω τη φωνή του να μου λέει, «αν νομίζεις ότι μπορείς να με νικήσεις σκέψου το καλά γιατί εγώ έχω τον έλεγχο του κορμιού σου. Είσαι ανίσχυρος μπροστά μου ενώ εγώ όπως βλέπεις έχω τη δύναμη να σε εξοντώσω ανά πάσα στιγμή.» 

Αρχίζω να συνέρχομαι. Προσπαθώ να καταλάβω που βρίσκομαι μα η όρασή μου δεν έχει καθαρίσει ακόμα. Γύρω μου, ένα άσπρο φως με πλημμυρίζει, μια ζεστασιά και μια γαλήνη που διαπερνάει όλα το σώμα μου. Είναι όλα τόσο ωραία. Μακάρι να έμενα εκεί για πάντα, μακρυά από αυτόν τον άλλο που εισέβαλε ξανά στη ζωή μου. Περίμενε! Νομίζω ότι ακούω φωνές. Πράγματι! Ακούω φωνές, εκεί στο βάθος, αχνά αλλά είναι εκεί. Ακούω να φωνάζουν το όνομά μου. Πρέπει να πάω προς τα εκεί. Έρχομαι!…. 

… Όλα σκοτείνιασαν, σειρήνες ακούγονται ακριβώς από πάνω μου. Κάποιος φωνάζει το όνομά μου και μια ηλεκτρική εκκένωση διαπερνά το κορμί μου. «Μπιπ! Μπιπ! Εντάξει έχουμε σφυγμό, θα τα καταφέρουμε μέχρι το νοσοκομείο». 

Ανοίγω τα μάτια μου. Είμαι ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου. Γνώριμη εικόνα που δεν με ξαφνιάζει καθόλου. Για μια ακόμα φορά προδόθηκα. Όχι όμως δεν θα παραδώσω έτσι εύκολα τα όπλα. Πρέπει να φύγω, πρέπει να τον κυνηγήσω, να αποτελειώσω αυτό που ξεκίνησα πριν καιρό. Αυτή τη φορά όμως θα είναι το τέλος, πρέπει να βρω τη δύναμη να τον νικήσω. Πως! …… 

… Δεν μπορώ άλλο να σκεφτώ, έχω αρχίσει να κουράζομαι. Είμαι εξαντλημένος, αλλά δεν πρέπει να κοιμηθώ. Δεν πρέπει να με βρει ο άλλος εδώ, να γνωρίζει τις αδυναμίες μου γιατί τότε η νίκη του θα είναι βέβαιη. Πρέπει να βρω τρόπο να φύγω από εδώ και να πάω να τον πολεμήσω τώρα που υπάρχει λίγη δύναμη μέσα μου. 

Η πόρτα του δωματίου μου ανοίγει και μια νοσοκόμα μου αλλάζει τον ορό. 
- «Μην ανησυχείτε κύριε Χάριταν, όλα θα πάνε καλά, ηρεμίστε τώρα και σε λίγο θα περάσω να σας ξαναδώ. Ο ορός αυτός θα σας βοηθήσει να χαλαρώσετε και να κοιμηθείτε.» 
- Μα δεν καταλαβαίνετε, δεν πρέπει να κοιμηθώ όχι ακόμα τουλάχιστον. Βγάλτε τον ορό, βγάλτε τον είπα, βγάλτε!!! 
« - Γεια σου λοιπόν κ. Στήβενσον, πως είσαι? Δεν σε βλέπω και πολύ καλά. Νομίζεις ακόμα πως μπορείς να με σκοτώσεις? Δεν βαρέθηκες τόσα χρόνια να προσπαθείς. 
- Όχι! πρέπει να πεθάνεις, δεν πρέπει να έχεις ζωή. Αρκετά με βασάνισες όλα αυτά τα χρόνια. Μετανιώνω που σε ελευθέρωσα τότε. Αλλά βλέπεις σε είχα ανάγκη, μόνος μου δεν θα μπορούσα ποτέ να το ξεπεράσω, θα είχα τρελαθεί όπως λένε σήμερα οι υπόλοιποι άνθρωποι. Ποιος ξέρει ίσως να ήταν καλύτερα έτσι. Εγώ στο άσυλο αλλά εσύ δεν θα είχε βγει. 
- Τώρα όμως αυτό έγινε και ήρθε η ώρα να πληρωθώ, το ξέρεις πως θα γινότανε αυτό κάποια στιγμή αλλά προτίμησες να ξεφύγεις και να αρνηθείς την πληρωμή. Λοιπόν ήρθε η ώρα να πληρώσεις και ξέρεις πολύ καλά τι θέλω. 
- Ξέρω αλλά δεν θα το πάρεις τόσο εύκολα. 
- Πολύ πιο εύκολα από όσο φαντάζεσαι. Αλλά σε συμβουλεύω να μην παλέψεις άλλο γιατί θα πονέσεις ακόμα πιο πολύ και δεν θέλω να σου κάνω άλλο κακό, άλλωστε είμαστε το ίδιο πρόσωπο. Εσύ είσαι εγώ και εγώ είμαι αυτό που αρνείσαι να δεις, ο πραγματικός σου ευατός, πανίσχυρος και γεμάτος σοφία που δεν μπορεί να τον σταματήσει τίποτα τώρα πια. Ούτε καν το μαχαίρι που έχεις κρυμμένο στο σακάκι σου. Δεν το φοβάμαι πια, δεν μπορεί να μου κάνει κακό. 
- Αφού προορίζεται για σένα, αν θυμάσαι καλά δημιουργηθήκατε μαζί. Το μαχαίρι συμπληρώνει εσένα και εσύ αυτό και όταν ενωθείτε θα ξαναγίνεται πάλι αυτό το οποίο ήσασταν πριν σε καλέσω. 
- Κάνεις λάθος γέρο φίλε μου. Δεν διάβασες όλο το βιβλίο. Το μαχαίρι είναι προέκταση δικιά μου και όχι συμπλήρωμά μου. Όταν λοιπόν ενωθώ με αυτό θα γίνω αυτό που πάντα ήμουν και αυτό το χρωστάω σε σένα που με κάλεσες. Δεν υπάρχει τρόπος να με σκοτώσεις. 
- Λες ψέματα! 
- Απεναντίας, μπορώ να στο αποδείξω. Δώσε μου το μαχαίρι και δες να μεταμορφώνομαι σε αυτό που είσαι προορισμένος να γίνεις. Ο κυρίαρχος δαίμονας του νησιού Γκλόριαν. 

Το χέρι μου ψάχνει στην τσέπη του σακακιού μου για το μαχαίρι. Είναι εκεί. Δεν έχω τη δύναμη να τον παλέψω. Η ήττα μου ήταν προδιαγεγραμμένη. Δεν έχει νόημα πια να πολεμήσω. 
- Πάρ’ το. Έχασα. Ας τελειώνουμε ήσυχα. 

Μια λάμψη με τύφλωσε την στιγμή που πήρε το μαχαίρι στα χέρια του. Γύρισα το πρόσωπό μου αλλά νιώθω ακόμα το φως να με τυφλώνει. Στα αυτιά μου έρχεται ο ήχος από κύματα, ενώ οι πνεύμονές μου γεμίζουν με ένα συνοθύλεμα από βανίλια και γιασεμί. Ανοίγω τα μάτια μου και παρόλο που βλέπουν ακόμα θολά μπορούν να ξεχωρίσουν την πανδαισία χρωμάτων που επικρατεί στον ορίζοντα. 

Αρχίζω να θυμάμαι. Είναι το νησί Γκλόριαν. Σε εκείνη την παραλία δίπλα στα παλιά ερείπια βρήκα το βιβλίο που δυόμιση χρόνια τώρα με στοίχειωσε. Σε αυτό το βιβλίο διάβασα για τον δαίμονα που έσπερνε πόνο και δυστυχία σε ολόκληρο το νησί. 

Και τώρα πια ο δαίμονας είναι πάλι ζωντανός, 
εγώ τον έφερα στη ζωή, 
εγώ είμαι ο δαίμονας 
και θα τελειώσω αυτό που ξεκίνησα χιλιάδες χρόνια πριν! 

Δεν είμαι σε θέση να πω τίποτα άλλο, η φυγή έχει ήδη αρχίσει. 

Δεν είμαι εγώ. Οι σκέψεις αυτές δεν ανήκουν σε μένα. Δεν μπορεί να ανήκουν. 

Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του πριν συμβεί το μοιραίο. Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε πως ένας τόσο φιλήσυχος άνθρωπος έφτασε σε τέτοιο σημείο. Κανείς δεν κατάλαβε τι ήταν αυτό που τον βασάνιζε. Άλλοι είπαν λάθη του παρελθόντος, άλλοι είπαν δαίμονες που στοιχειώνουν τα όνειρα, άλλοι πως απλά τρελάθηκε. Κανείς ποτέ δεν έμαθε τη αλήθεια. Κανείς δεν έμαθε τι συνέβαινε μέσα στο μυαλό αυτού του ανθρώπου και τον ώθησε να φτάσει τόσο μακρυά ξεπερνώντας οποιαδήποτε όρια έχει θέσει ποτέ ανθρώπινος νους. Γιατί να διαλέξει τη λύση αυτή παραμένει ένα μυστήριο. Η αλήθεια είναι πως η λύση αυτή δεν έλυσε τίποτα απλά σταμάτησε μια κατάσταση, κάτι που έπρεπε να γίνει από καιρό αλλά δεν το τολμούσε, χωρίς να ξέρει ούτε ο ίδιος το γιατί. Η αλλαγή αυτή δεν έγινε αμέσως αισθητή. Χρόνια ολόκληρα τον κατέτρωγε ώσπου έπεσε και η τελευταία ελπίδα που μπορεί να προβάλει κάποιος, τα όνειρα. Τα όνειρά του δηλητηριάστηκαν. Η μόνη του ελπίδα που δεν μπόρεσε να του στερήσει κανένας κατακρεουργήθηκε. Δεν έμεινε τίποτα να ελπίζει. Οι αισθήσεις του είχαν παραμορφωθεί και τον είχαν μετατρέψει σε κάτι απαίσιο, για τον ίδιο που το ένοιωθε, οι έξω όμως δεν είχαν ιδέα. Δεν γνώριζαν τίποτα για τη μάχη. Δεν γνώριζαν τους αντιπάλους παρά μόνο έμαθαν τον ηττημένο και ένα σημείωμα που δεν άφηνε αμφιβολία πως κάτι τραγικό είχε συμβεί μέσα στο μυαλό αυτού του ανθρώπου. 

 «Εγώ … 
… μπορεί άλλος, 
το σίγουρο είναι πως έχασα, 
… 
η νίκη ποτέ δεν ήταν δυνατή, υπήρχε προδότης, 
… 
εγώ με πρόδωσα». 

Αυτό ήταν και το μόνο που σκαλίστηκε πάνω στον τάφο του. Τίποτα άλλο, ούτε και το όνομά του. Έτσι ήθελε. Έτσι έπρεπε να γίνει. 

Το πιστοποιητικό θανάτου έγραφε: καθηγητής Stevenson, απεβίωσε στις 13 Φλεβάρη 2006 από καρκίνο. 

* σημείωση: η εικόνα ανοίγματος του παρόντος άρθρου είναι δημιουργία του lydyzze. ________________________________


    τα έχεις διαβάσει;

Βιβλία Fantasy

Διαβάσαμε & Κρίνουμε
Fantasy Archive

Μουσική Φαντασίας

Ακούσαμε & Προτείνουμε
Fantasy Archive

Visual Art - Ζωγραφική

Είδαμε & Παρουσιάζουμε
Fantasy Archive

Comics - Graphic Novels

Εικόνες & Κείμενα Φαντασίας
Fantasy Archive

Ταινίες & Σειρές Φαντασίας

Εντυπώσεις και Συναισθήματα
Fantasy Archive

Video Games

Η F Γωνιά των Gamers
Fantasy Archive