Διαβάζω Σκοτεινα ποιηματα από τα Fantasy Archives της Fantasy Gate! Bookmark and Share


Σκοτεινά ποιήματα

της Μαρίας Δανιήλ










Μαύρο Παραμύθι 
(μέρος πρώτο) 

Μια φορά κι έναν καιρό, 
τα δάκρυα και η φρίκη 
στήσανε χορό τη νύχτα που 
γεννήθηκε ένα καταραμένο μωρό. 

Η Μαύρη Βασίλισσα 
το παιδί της κοιτάει, 
τη θλίψη και την οδύνη 
σε λυγμούς ξεσπάει. 

Δεύτερο βλέμμα δεν του χαρίζει, 
σε μαύρα πέπλα, σκοτεινές κορδέλες 
την κατάρα του κρύβει, 
με νεκρώσιμες μελωδίες το σιγονανουρίζει. 

Κι όταν το μακάβριο στόλισμα τελειώσει, 
τη γλώσσα της θα ξεριζώσει 
σε κανέναν να μην μπορέσει να πει 
για το παιδί με την νεκρική μορφή. 

Με ματωμένα χέρια την κούνια του παίρνει 
και με δάκρυα καυτά την ραίνει. 
Μετά τα δάκρυα γίνονται καταρράκτες, 
ανάμεσα στην μητέρα και το παιδί πελώριοι φράχτες. 

Τα πέπλα και οι σκοτεινές κορδέλες 
γίναν βαρκούλες χαμένες στους αγέρες. 
Και του μικρού πρίγκιπα η σωτηρία 
εξαρτάται απ’ της μοίρας την επιθυμία. 

Εκείνη τους αγέρες σταματάει, 
πνοή ζωής μέσα του φυσάει. 
Κι έτσι ο πρίγκιπας πήρε το βάπτισμα του θανάτου 
στην όχθη ενός βρώμικου βάλτου. 

Η κούνια με μιας μεταμορφώθηκε 
σε μουσικό κουτί, 
μεγάλα μυστικά φορτώθηκε, 
μαγεία μπορεί κανείς μέσα του να βρει. 

Τα χρόνια περάσαν, 
τ’ αστέρια γεράσαν. 
Ο πρίγκιπας δεν γνώρισε άλλη ζωή 
εκτός από εκείνη στο μαγικό κουτί. 

Ώσπου μια νύχτα με φεγγάρι 
η όμορφη κόρη λάθος δρόμο θα πάρει. 
Μες στο δάσος θα χαθεί 
και τελικά μπρος στον στοιχειωμένο βάλτο θα βρεθεί. 

Παιδί του μυστικισμού, της φαντασίας 
αν και μικρής ηλικίας, 
απ’ την σκοτεινιά του βάλτου θα γοητευθεί 
κι εκεί θ’ αποκοιμηθεί. 

Τότε ο πρίγκιπας απ’ το κουτί του βγαίνει 
και κοντά στην κόρη πηγαίνει. 
Χαϊδεύει τα μαλλιά της –κόκκινα σαν το κρασί του θεού Διονύσου- 
και αποφασίζει να την πάρει μαζί του. 

Το αγνό πλάσμα στα χέρια του σηκώνει 
και απ’ το λευκό φως της βουρκώνει. 
Το κουτί ξανά ανοίγει 
και τους δυο στο σκοτάδι πνίγει. 

Η κόρη τα μάτια ανοίγει 
κι απ’ την αγκαλιά του πρίγκιπα 
με την νεκρική μορφή 
πασχίζει να φύγει. 

Γύρω της κοιτάζει 
και τον πρίγκιπα ξορκίζει, 
παρακαλάει όσο μπορεί 
πιο σφιχτά να την κρατάει. 

Εκείνος υπακούει σιωπηλά 
και σιγά- σιγά μαγνητίζοντας 
τη με μια ματιά 
της ανοίγει τη δική του τη καρδιά. 

Απ’ των πέπλων και των δακρύων 
την βραδιά φτάνει σε τούτη 
τη στιγμή τη ζωντανή που 
την σήκωσε στα χέρια του τρυφερά. 

Κι όταν η κατάβαση τελειώσει 
η κοπέλα το φουστάνι της θα ισιώσει, 
τα μάτια της στα δικά του θα καρφώσει 
και με θάρρος θα φωνάξει: 

«Μου ‘δειξες τη νύχτα, μ’ έφερες στη σκοτεινιά. 
Άσε με τώρα να σου δείξω που έχει η αγάπη φωλιά. 
Με φως και τραγούδια θα σε ταξιδέψω 
και τα φιλιά μου ευλογημένο ένδυμα θα σου φορέσω.» 

Ο πρίγκιπας το «ναι» φοβάται να το πει 
πριν το πρόσωπο του την αφήσει να δει. 
Αργά- αργά τη πλησιάζει, 
στο πέρασμα του τους καθρέφτες ξεσκεπάζει. 

Η κόρη περικυκλωμένη απ’ τη δική του μορφή 
πλέον φως δεν μπορεί να δει. 
Το μυαλό της αρνείται ν’ αφεθεί 
στα δικά του χέρια για όλη τη ζωή. 

Η ζωή της κρέμεται από μια κλωστή 
όταν το βασίλειο του πρίγκιπα έρχεται να δει 
αυτή τη καινούργια, άσπιλη, παρθενική μορφή 
που δεν ξέρει «αμαρτία» τι πάει να πει.

Η κρασομαλλούσα τρομοκρατημένη 
καταφύγιο προσπαθεί να βρει, 
στην αγκαλιά του πρίγκιπα 
θα κρυφτεί. 

«Όλοι τους είναι σαν εμένα. 
Τα όνειρα τους είναι ραντισμένα 
με στάχτη κι αίμα.» 
Θα της πει. 

Εκείνη μια τελευταία φορά θα τον δει 
και μετά για πάντα θα χαθεί. 
Το φως μες στο σκοτάδι να ζήσει δεν μπορεί. 
Το σκοτάδι μες στο φως πεθαίνει στη στιγμή. 

Ο πρίγκιπας γονατίζει, θρηνεί γοερά 
βλέποντας τα πάντα 
–νιάτα, αθωότητα, ομορφιά- 
νεκρά μέσα στη δική του αγκαλιά. 

Φυγή 

Άκου! 
Άκου τη βροχή πως πέφτει! 
Από εκεί ψηλά κάποιος κλαίει όταν μας βλέπει. 
Μοναξιά μου, είσαι εδώ ξανά... 
Μοναδική μου συντροφιά. 
Τα δάκρυα του παραδείσου παίζουν την μελωδία τους 
και κρατούν συντροφιά στο παιδί σου. 
Κόρη δική σου αυτοαποκαλούμαι, 
έτσι κι αλλιώς, από σκοτάδι και θλίψη αποτελούμαι. 
Κάθε κομμάτι μου είναι μια απόχρωση του γκρι. 
Άλλο χρώμα κανείς δεν μπορεί σ' εμένα να βρει. 
Κόρη του σκοταδιού και της μοναξιάς, 
αδελφή της θλίψης και της παγωνιάς, 
νύμφη του Μορφέα του αιώνιου, 
μάνα του ονείρου του στερνού 
 που εκπλήρωση δεν έχει. 
Η μοίρα μαυροντυμένη 
 μ' οδηγεί και με πηγαίνει. 
Παγωμένο νερό και σκοτεινό, 
εσύ γίνε το σπίτι μου το νυφικό, 
το σπίτι μου το πατρικό, 
το καταφύγιό μου το αιώνιο. 
Σ' εσένα θα κρυφτώ 
και το σκοτάδι πια δεν θα φοβηθώ. 
Ένα φωτεινό μέρος στην άλλη πλευρά θα βρω 
και θα γίνει το βασίλειο μου το παντοτινό... 

Τραγούδησέ μου… 

Τραγούδησέ μου να κοιμηθώ, 
μαύρα όνειρα να μην δω. 
Πριν την αυγή θα σ’ αφήσω 
και μακριά σου θα χαθώ. 
Όλα όσα μου έδωσες 
για τελευταία φορά θα θυμηθώ. 
Τα λόγια, τις λέξεις, τις στιγμές, 
τα χαμόγελα και τις ματιές. 

Τραγούδησέ μου να κοιμηθώ, 
τη φωνή σου θα κουβαλάω για φυλαχτό. 
Ο άνεμος θα στεγνώσει 
τα δάκρυα μου τα καυτά, 
μην τα δεις και πληγωθείς. 
Τόσο καιρό έμαθα, 
συνήθισα πια, 
να πληγώνομαι εγώ. 

 Τραγούδησέ μου να κοιμηθώ, 
 την τιμωρία μου δεν ξεχνώ. 
 Η καρδιά μου σαν άτακτο παιδί 
 στάθηκε στο ένα πόδι στον τοίχο 
 και οι σφαίρες του χιονιά 
 σταμάτησαν τον γνώριμο της ήχο. 

Τραγούδησέ μου να κοιμηθώ, 
το σκοτάδι που θα με τυλίξει να μην φοβηθώ. 
Στις σκιές του πλάσματα γνωστά θα βρω. 
Μάτια φωσφορούχα και φτερά απαλά 
θα έχω να με οδηγούν. 
Από ‘δω και πέρα οι Πριγκίπισσες της Αθανασίας, 
τον θρήνο μου θ’ ακούν. 

Τραγούδησέ μου να κοιμηθώ, 
τα δυο σου μάτια ας μην δω. 
Οι Πριγκίπισσες τις αναμνήσεις μου 
με ξόρκια θα δέσουν
και οι φωτιές του χρόνου 
να τις αγγίξουν πια δεν θα μπορέσουν… 

Καθρέφτης 

Κοιτάζω το είδωλό μου 
στον καθρέφτη 
και μια τούφα απ' τα 
μαλλιά μου πέφτει. 

Βλέπω τα μάτια μου 
ν' αλλάζουν χρώμα. 
Μαύρο, γκριζογάλανο 
και πράσινο ακόμα. 

Τα χείλη μου πρησμένα, 
χιλιοφιλημένα, 
φέρνουν στο μυαλό 
λόγια από καιρό ξεχασμένα. 

Από τότε που ήμουν 
πριγκίπισσα με κόκκινα 
μαλλιά πυρωμένα 
και μάτια πράσινα μαγεμένα. 

Από τότε που θυσίασα 
τα καστανά μου νιάτα,
τη χλωμή μου ομορφιά 
για μια θλιμμένη καρδιά. 

Από τότε που ζούσα σε 
πύργους καταραμένους 
με υπηρέτες από χρόνια 
πεθαμένους. 

Τα μάτια μου ανοιγοκλείνω 
και το όνειρο αυτό το 
θλιβερό το σβήνω. 

Κοιτάζω το είδωλό μου 
στον καθρέφτη 
και ένα δάκρυ 
στο μάγουλό μου πέφτει. 

Η μορφή μπροστά μου 
καταρρέει 
και μια φωνή ξένη 
στο μυαλό μου κλαίει. 

Τα μάτια ξανά και ξανά 
ανοιγοκλείνω. 
Προσπαθώ να δω, 
την αλήθεια να διακρίνω. 

Ώσπου καταλαβαίνω τελικά 
πως αυτό που κοιτούσα 
τόση ώρα, δεν ήμουν εγώ, 
αλλά ένα είδωλο νεκρό. 

Ξάφνου χίλιες φωνές 
στο κεφάλι μου ξυπνάνε 
και δικαίωση 
από μένα ζητάνε. 

Φωνάζουν, χτυπάνε, τσιρίζουν. 
Τα δικά μου παιδιά,
αγνώριστα πια, 
τη ζωή από μέσα μου ξεζουμίζουν. 

Το σώμα μου πέφτει κάτω νεκρό, 
ενώ το είδωλο στον καθρέφτη 
μένει ζωντανό, δεμένο 
με μαγεία και σκοτάδι 
από ένα ξεχασμένο καιρό. 

WHO IS WHO
Η Μαρία Δανιήλ γεννήθηκε στις 5 Ιανουαρίου του 1996 στην Αλεξανδρούπολη. Αφού, γύρισε σχεδόν όλη τη χώρα τελικά, μετακόμισε στη Καστοριά όπου και ζει ακόμα. Η μουσική και ο βροχερός καιρός αποτελούν κύρια πηγή έμπνευσής της, ενώ λατρεύει τα βιβλία φαντασίας.Τον Μάιο του 2012 βραβεύτηκε με τον 3ο έπαινο στον Πανελλήνιο Μαθητικό Διαγωνισμό ποίησης που διοργάνωσε ο Σύλλογος Εκδοτών Β. Ελλάδος.Τον Οκτώβριο του 2013 βραβεύτηκε από τον Ελληνο-Αυστραλιανό Πολιτιστικό Σύνδεσμο Μελβούρνης για το ποιήμα της "Paradise's Tears". Ξεκίνησε να γράφει ένα βράδυ του Ιουλίου το πρώτο της βιβλίο,"Υπό το φως της πανσελήνου". Κυκλοφορεί επίσης το δεύτερο βιβλίο της σειράς με τίτλο "Πριν την πανσέληνο", ενώ το τρίτο και τελευταίο βιβλίο με τίτλο "Ξαστεριά" βρίσκεται υπό έκδοση από την Οσελότος Εκδοτική. 

* σημείωση: η εικόνα ανοίγματος του παρόντος άρθρου είναι δημιουργία του MOTHart. ________________________________


    τα έχεις διαβάσει;

Βιβλία Fantasy

Διαβάσαμε & Κρίνουμε
Fantasy Archive

Μουσική Φαντασίας

Ακούσαμε & Προτείνουμε
Fantasy Archive

Visual Art - Ζωγραφική

Είδαμε & Παρουσιάζουμε
Fantasy Archive

Comics - Graphic Novels

Εικόνες & Κείμενα Φαντασίας
Fantasy Archive

Ταινίες & Σειρές Φαντασίας

Εντυπώσεις και Συναισθήματα
Fantasy Archive

Video Games

Η F Γωνιά των Gamers
Fantasy Archive