Διαβάζω Οσα κρυβει το χιονι από τα Fantasy Archives της Fantasy Gate! Bookmark and Share


από Χαρίλαο Θώμο (^Nocturnal^)

Όσα κρύβει το χιόνι

Η νύχτα είχε σκεπάσει με το ανάλαφρο πέπλο της το απομακρυσμένο χωριουδάκι που βρισκόταν ξεχασμένο στις απότομες κορυφές της Ηπείρου. Από μακριά το τοπίο φάνταζε ειδυλλιακό: Ψηλές βουνοκορφές έμοιαζαν να λάμπουν στο φεγγαρόφως χάρη στο βαρύ στρώμα του χιονιού που απλωνόταν επάνω τους. Λίγο πιο χαμηλά, εμφανιζόταν η πρώτη βλάστηση, αρχικά σα μικρές γυαλιστερές πρασινωπές κουκίδες και έπειτα σαν ένα μεγάλο ασπροπράσινο ακανθώδες χαλί που πλημμύριζε το βλέμμα, δίνοντας μια αίσθηση ασφάλειας και ασφυκτικής απομόνωσης ταυτόχρονα. Σε ένα μικρό ίσιωμα του βουνού ίσα ίσα που φαίνεται το χωριό. Μια συστάδα από καλύβες και πέτρινα σπίτια που υπομένουν το κρύο και το χιόνι ακίνητα, χωρίς κανένα παράπονο. Από τις καμινάδες τους γλιστρούν μικρές κολώνες καπνού, που καθώς ανεβαίνουν στροβιλίζονται παιχνιδιάρικα και έπειτα χάνονται σιωπηλά στην ατμόσφαιρα μέσα σε ένα θολό σύννεφο.

Επικρατεί μια απόκοσμη ηρεμία, το χιόνι έχει καταφέρει να απομονώσει τους ήχους του βαρύ χειμώνα και της φύσης και οι κάτοικοι του χωριού έχουν παραδοθεί στις αγκαλιές του μορφέα. Όλο το χωριό κοιμάται… Μόνο σε μια απομακρυσμένη καλύβα αχνοφαίνεται το φως από ένα τζάκι που καίει. Πλησιάζοντας αρκετά, ίσα που διακρίνεται μέσα από το παράθυρο η φιγούρα ενός ανθρώπου να ρεμβάζει στο τζάκι

Είναι ο Νίκος. Ένας μαραμένος άνθρωπος κάπου στα 30 του, με ξερακιανό παρουσιαστικό, μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια, μακριά λιτά μαλλιά και μια γενειάδα κατσαρή και λιγδωμένη. Το βλέμμα του είναι θολό, χαμένο, παγωμένο. Δε μιλάει σχεδόν ποτέ, και η φωνή του ακούγεται μόνο όταν μουρμουράει και αναστενάζει με παράπονο ή όταν κλαίει με λυγμούς. Δεν ήταν, όμως, πάντα έτσι ο Νίκος. Παλαιότερα ήταν ένας άνθρωπος «λεβέντης» όπως τον αποκαλούσαν οι συγχωριανοί του. Σωστός οικογενειάρχης και βιοπαλαιστής. Προσπαθούσε να ζήσει την οικογένεια του δουλεύοντας τους χειμώνες σαν αχθοφόρος στους εμπόρους. Κανένα κάρο δεν μπορούσε να φτάσει περάσει από τα δύσβατα ορεινά μονοπάτια και έτσι οι έμποροι που τα διέσχιζαν είχαν ανάγκη από ανθρώπους κουβαλητές. Τα καλοκαίρια βρισκόταν στη δούλεψη διαφόρων χωριανών βοσκώντας τα ζώα τους στα βουνά.

Τα ταξίδια του Νίκου για τη δουλειά του δεν ήταν μήτε κοντινά μήτε σύντομα. Είχε βρεθεί στην Πρωσία, στη Μολδαβία , μέχρι και στη Ρωσία. Μια φορά είχε αναγκαστεί να λείψει για έξι μήνες από το σπίτι του, στο οποίο τον περίμεναν καρτερικά η γυναίκα του Ασπασία και η λατρεμένη κόρη του Τασία.

H τελευταία δουλειά που είχε πιάσει ήταν πριν δύο χειμώνες, όταν είχε πέσει στη δούλεψη ενός εμπόρου από τη Μολδαβία που περνούσε από την περιοχή και τον πήρε μαζί του για ένα ταξίδι μέχρι το εσωτερικό της Βλαχίας . Ήταν ένας άνθρωπος ολιγομίλητος, σκυθρωπός, με μια βαριά λευκή κάπα και πυκνά γκρίζα γένια. Το βλέμμα του ήταν παγερό και οι εκφράσεις του μετρημένες. Κουβαλούσε πάντα μαζί του μια «γκλίτσα» γεμάτη ρόζους που τον βοηθούσε να περπατάει.

Ήταν πολύ περίεργο που κάποιος που κατευθυνόταν για τη Βλαχία είχε ξεστρατίσει τόσο πολύ ώστε να περάσει από το χωριό, όλοι οι εμπορικοί δρόμοι για τόσο απομακρυσμένους προορισμούς περνούν από το Μοναστήρι, τι γύρευε αυτός τόσα χιλιόμετρα μακριά; Αυτό έβαλε σε υποψίες το Νίκο. Παρόλα αυτά, όμως, ο έμπορος πλήρωνε εξαιρετικά καλά, αμοιβή που θα αρκούσε να απαλλάξει το Νίκο μια και καλή από τα εμπορικά του ταξίδια. Δε θα χρειαζόταν να φύγει ξανά από την αγαπημένη του οικογένεια, ούτε να αφήσει τον τόπο του. Θα αγόραζε μερικά ζώα και θα δούλευε εκεί σαν βοσκός. Έτσι, η οικονομικά δελεαστική πρόταση σε συνδυασμό με το γεγονός ότι την περίοδο εκείνη ο Νίκος είχε πραγματικά ανάγκη για χρήματα, καθώς το προηγούμενο καλοκαίρι δεν είχε βγάλει αρκετά για να ζήσει την οικογένειά του το χειμώνα τούτο, τον έκαναν να δεχτεί και να κινήσει για ένα τόσο μακρινό προορισμό μαζί με την παράξενη συντροφιά του γέρου

Το καθήκον του Νίκου ήταν εξαιρετικά απλό: να μεταφέρει και να φυλάει μια μικρή ξύλινη κασέλα. Όπως του εξήγησε ο έμπορος, ήταν πολύ αδύναμος να το κουβαλήσει σε τόσο δύσβατα μονοπάτια. Ήταν πολύ περίεργο το αντικείμενο τούτο. Φτιαγμένο από ακριβό καλοβερνικωμένο ξύλο ανέδυε μια περίεργη οσμή. Πάνω του ήταν καρφωμένες μικρές μαύρες γυαλιστερές πρόκες που σχημάτιζαν ένα κυκλικό σχέδιο, κάτι σα σφραγίδα. Κάτω από τις πρόκες αυτές υπήρχε μια μικρή επιγραφή γραμμένη σε μια γλώσσα που ο Νίκος δε γνώριζε. Το κούμπωμα ήταν και αυτό ιδιαίτερα περίτεχνο: μια λωρίδα από μέταλλο με σκαλιστές φολίδες καρφωμένη κυκλικά πάνω στην κασέλα, κατέληγε σε στο κεφάλι ενός φιδιού που την ασφάλιζε δαγκώνοντας την ουρά του. Ο Νίκος θυμάται ότι του δημιουργούταν μια πολύ περίεργη αίσθηση όταν κοιτούσε την κασέλα. Άλλοτε νόμιζε ότι το φίδι κουνιόταν και ότι τον κοιτούσε, άλλοτε ότι άκουγε περίεργους ψιθύρους να βγαίνουν από το κουτί ενώ άλλες φορές έβλεπε ένα αχνό μπλε φως να ξετρυπώνει από τις χαραμάδες. Τα απέδιδε, όμως, όλα στο «τσίπρο» που ήταν η μόνη του συντροφιά στα ταξίδια και έρεε άφθονο στις φλέβες του.

Οι πρώτες μέρες μέχρι περίπου τα σύνορα στην Δαλματία είχαν κυλίσει αρκετά εύκολα. Ο καιρός ήταν σχετικά καλός, το χιόνι αραιό, και τα μονοπάτια ευκολοδιάβατα. Το ταξίδι ήταν αρκετά βαρετό καθώς ο έμπορος δεν είχε ξεστομίσει λέξη σε όλη τη διαδρομή. Ακόμα και τα βράδια όταν κατασκήνωναν για να κοιμηθούν δεν έπεφτε για ύπνο παρά πολύ αργά και προτιμούσε να περνάει τις ώρες της ξεκούρασής του μακριά από τη φωτιά ρεμβάζοντας τα βουνά.

Σταδιακά, ο Νίκος άρχισε να ενοχλείται από την κατάσταση αυτή. Δεν είχε ανταλλάξει κουβέντα με κανένα για πολλές μέρες και έπρεπε να κουβαλάει με πολλή προσοχή αυτό το σεντούκι. Είχε μάλιστα την αίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτό το πράγμα. Ήταν πάντα παγωμένο στην αφή και δε ζεσταινόταν ούτε όταν πλησίαζε στη φωτιά. Μάλιστα, η φωτιά τρεμόπαιζε μόλις το έφερνε κοντά της, σα να ήθελε να το αποφύγει, σαν εκείνο το σεντούκι να μην ήταν φτιαγμένο από ξύλο αλλά κάτι άλλο που η φωτιά δεν μπορούσε να το «γλύψει»…

Οι μέρες περνούσαν και ο Νίκος σταδιακά ένοιωθε όλο και περισσότερη δυσφορία για το φορτίο που κουβαλούσε. Όσες περισσότερες ώρες το κρατούσε, τόσο πιο βαρύ του φαινόταν, τόσο πιο πολύ μούδιαζαν τα πόδια του, τόσο πιο έντονη γινόταν η μυρωδιά του και τόσο περισσότερο ήθελε να το ξεφορτωθεί. Ειδικά όταν έπρεπε να περάσει από χιονοθύελλες δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του… ήταν σαν το σεντούκι να τον εμπόδιζε να κουνηθεί σα να τον ήθελε να κολλήσει εκεί, μέσα στο χιόνι.

Προς το τέλος του ταξιδιού του είχε αγανακτήσει με αυτή τη δουλειά… δεν άντεχε άλλο το κουβάλημα. Λαχταρούσε να γυρίσει στην κόρη του, ήθελε να φάει σπιτικό φαΐ, να κοιμηθεί κάπου ζεστά, να αγγίξει και να νοιώσει ξανά το ευωδιαστό κορμί τη γυναίκας του που τόσο του είχε λείψει. Μάλιστα, την τελευταία νύχτα πριν φτάσει τα σύνορα για τη Βλαχία, πριν κοιμηθεί δίπλα στο σεντούκι για να το φυλάξει από τυχόν ληστές, το κλώσησε και μουρμούρισε με παράπονο πόσο του έλειπε η γυναίκα του και πώς κατάντησε να κοιμάται δίπλα σε μια κασέλα παρά στη γλυκιά και μυρωδάτη Ασπασία του.

Όπως είναι προφανές, είχε χαρεί πάρα πολύ όταν ο έμπορος τον ενημέρωσε ότι το ταξίδι τελείωσε και ότι μπορούσε να πάρει το δρόμο της επιστροφής. Ο έμπορος πλήρωσε το Νίκο όσα του είχε υποσχεθεί και ακόμα παραπάνω. Για να τον ευχαριστήσει για το άψογο ταξίδι τού κέρασε τη διαμονή σε ένα από τα καλύτερα χάνια της περιοχής. Αν και ο Νίκος ήθελε να πάρει αμέσως το δρόμο της επιστροφής, μετά από λίγη σκέψη αποφάσισε να δεχθεί το δώρο του Ρουμάνου, εξάλλου λίγο καλό φαγητό και τσίπουρο σίγουρα τα άξιζε.

Έτσι, πέρασε τη νύχτα του στο χάνι. Το ένα ποτήρι «τσούικα» ακολουθούσε το άλλο μαζί με εκλεκτούς μεζέδες, όπως ακριβώς είχε διατάξει ο έμπορος. Ο Νίκος ήπιε και έφαγε με την καρδιά του και έτσι όπως το κεφάλι του ταξίδευε από το αλκοόλ δέχθηκε να περάσει τη νύχτα παρέα με τη «θερμή φιλοξενία» των κοριτσιών που εργαζόντουσαν στο χάνι. Την επόμενη μέρα ξύπνησε με βαρύ κεφάλι και κατά το μεσημέρι ξεκίνησε για την Ελλάδα μαζί με ένα καραβάνι Μετσοβιτών που βρήκε τυχαία εκεί. Η διαδρομή της επιστροφής είχε γίνει πολύ πιο δύσκολη, καθώς μεγάλες χιονοθύελλες είχαν ξεσπάσει… Παρόλα αυτά, μετά από ένα μήνα περίπου βρισκόταν και πάλι μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του…

Έφτασε αργά το βράδυ στο χωριό και δεν είχε συναντήσει κανένα συγχωριανό πριν περάσει την αυλόπορτά του. Όταν όμως αντίκρισε το σπίτι του συνειδητοποίησε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Μια αίσθηση ανησυχίας ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. Τα τζάμια ήταν θολά, το τζάκι δεν έκαιγε, ο κήπος δεν είχε φτυαριστεί από το χιόνι που συνέχιζε να πέφτει βαρύ καθ’όλη τη διάρκεια της νύχτας και μια περίεργη και αηδιαστική μυρωδιά σαν θειάφι έμοιαζε να βγαίνει από το σπίτι. Χτύπησε την πόρτα, μια, δύο, πολλές φορές και η ανησυχία μετατράπηκε σε αγωνία καθώς δεν ακούστηκε τίποτα από μέσα. Με χέρια τρεμμάμενα ψαχούλεψε την τσέπη στο πέτο της κάπας του, πήρε το κλειδί, και άνοιξε την πόρτα.

Το σπίτι ήταν κρύο και το τζάκι ήταν άδειο, μόνο στάχτες είχαν μείνει μέσα του. Το κρύο εκεί μέσα ήταν αλλόκοτο, πηχτό, σαν όλος ο χώρος να είχε βυθιστεί σε ένα υγρό που εμπόδιζε την κάθε κίνηση. Το λιγοστό φως που έμπαινε από την ορθάνοιχτη πόρτα έκανε τα πάντα να λαμπιρίζουν αλλόκοτα, σα μικρές σταλιές φωτός να χορεύανε σε κάθε επιφάνεια. Επικρατούσε μια απόκοσμη ησυχία, το μόνο που ακουγόταν ήταν η ανάσα του, κοφτή και γρήγορη, καθώς και τα ξύλα από το πάτωμα που έτριζαν έντονα στο πάτημά του, σαν το σπίτι του να διαμαρτυρόταν για την ξαφνική κίνηση στο εσωτερικό του.

Κατευθύνθηκε, τρομαγμένος, σιγά σιγά προς την κάμαρα της κόρης του. Άδεια και παγωμένη. Το κρεβάτι ήταν σκεπασμένο με ένα βαρύ στρώμα από χιόνι. Το ίδιο θέαμα αντίκρισε και στην κάμαρα της γυναίκας του.

Σαστισμένος με όσα παράξενα έβλεπε σπίτι του, ο Νίκος, σα να ξύπνησε από λήθαργο άναψε γρήγορα ένα λυχνάρι. Το φως αποκάλυψε ένα αλλόκοτο σκηνικό. Τα πάντα είχαν καλυφθεί από πάγο. Έναν πάγο αλλιώτικο από αυτό που έβλεπε στη φύση, έναν πάγο που δε φωτοβολούσε, δεν αντανακλούσε το φως, κάθε άλλο, έμοιαζε να το έπνιγε. Τρομαγμένος από το απόκοσμο θέαμα του εσωτερικού του σπιτιού του έφερνε βόλτες μη ξέροντας τι έπρεπε να κάνει, πώς να αντιδράσει. Πίστευε ότι αυτό που ζούσε δεν ήταν παρά ένας εφιάλτης. Τυχαία, πέρασε από το εικονοστάσι… όπου είδε κάτι που δεν είχε αντικρύσει ποτέ του… οι εικόνες ήταν πεσμένες στο έδαφος και η φλόγα στο καντήλι είχε παγώσει. Δεν είχε σβήσει, υπήρχε ακόμα εκεί… αλλά δεν έκαιγε, ήταν παγωμένη σαν κάποιος να την είχε παγιδεύσει σε ένα στρώμα αχλής που τη σιγοέπνιγε.

Κοιτώντας κάτω εντόπισε κάποια ίχνη στο παγωμένο πάτωμα… μικρές πατημασιές ξεκινούσαν από το δωμάτιο της Τασίας, δίπλα από ένα σωρό με σπασμένα παιχνίδια. Έπειτα , κατευθυνόντουσαν στο δωμάτιο της Ασπασίας και εκεί δίπλα στη ριγμένη πόρτα της κάμαρας πολλαπλασιάζονταν σαν δεκάδες άνθρωποι να είχαν πατήσει. Σε εκείνο το σημείο στον τοίχο, ήταν χαραγμένο, με νύχια θαρρείς, το σημείο του σταυρού. Έπειτα τα ίχνη περνούσαν από το εικονοστάσι και χανόντουσαν στην έξοδο του σπιτιού.

Ο Νίκος δεν ήξερε τι είχε συμβεί… το μυαλό του δεν μπορούσε να χωρέσει αυτό που είχε δει, βγήκε τρέχοντας από το σπίτι και ούρλιαξε για βοήθεια. Ότι και να είχε συμβεί στο σπίτι του ήταν αλλόκοσμο και πήρε τη γυναίκα και την κόρη του μαζί του. Και έπρεπε να είχε σχέση με εκείνο το διαβολικό σεντούκι τον περίεργο έμπορο. Δεν έπρεπε να είχε δεχθεί τη δουλειά αυτή, δεν έπρεπε να είχε φύγει, έπρεπε να μείνει μαζί με την οικογένειά του…. Οι τρομαγμένες εκκλήσεις του για βοήθεια έβγαιναν με απίστευτή ένταση από το στόμα του. Κανείς, όμως, τριγύρω δεν είχε ξυπνήσει , κανείς δεν τα άκουγε …το χιόνι που έπεφτε αδιάφορα έμοιαζε να πνίγει κάθε κραυγή αγωνίας.

Αναστάτωσε, όλο το χωριό. Έτρεξε από σπίτι σε σπίτι, χτύπησε όλες τις πόρτες μία μία, αλλά κανείς δεν ήξερε τι είχε συμβεί στην οικογένειά του. Και είχε συμβεί εκείνη τη μέρα, εκείνο το βράδυ, γιατί είχαν δει την Τασία το απόγευμα να φτυαρίζει τον κήπο…

Μεγάλος σαματάς έγινε στο χωριό. Κάθε μέρα, για ένα μεγάλο διάστημα, ομάδες αντρών ψάχνανε στο δάσος. Δεν μπορούσαν βέβαια να ψάξουν πολύ και καλά, ο καιρός δεν τους το επέτρεπε.

Μετά από λίγο καιρό, το ψάξιμο σταμάτησε και οι χωριανοί το πήραν απόφαση ότι η Τασία και η Ασπασία είχαν χαθεί για πάντα. Ο Νίκος δε σταμάτησε ποτέ να ελπίζει, ούτε να ψάχνει. Και όλο αυτό το διάστημα τόσο περισσότερο κλεινόταν στον εαυτό του και τόσο ο νους του πάγωνε. Για δύο χρόνια, περίπου, δεν είχε ξαναβγεί από το σπίτι παρά μόνο για να ψάξει, δεν είχε δεχθεί κανένα στο σπίτι , ζούσε από το φαγητό που του άφηναν οι γείτονες στην πόρτα του… Τα τζάμια του σπιτιού του ήταν πάντα θολά και το τζάκι του έκαιγε συνέχεια… χειμώνα καλοκαίρι σαν μέσα στο χώρο αυτό να είχε βασιλέψει το κρύο, ανεξαρτήτως εποχής. Όλα τα παραπάνω, ώθησαν τους συγχωριανούς να του κολλήσουν το παρατσούκλι «ο Τρελός»

Αυτό, όμως, δεν τον απασχολούσε καθόλου. Ένας καημός τον έτρωγε… Λίγες ώρες νωρίτερα να είχε φτάσει θα είχε προλάβει το κακό. Αν δεν κοιμόταν στο Χάνι στη Βλαχία και ξεκινούσε αμέσως θα είχε προλάβει. Αν δεν ξαπόσταινε για λίγες ώρες όταν πέρασε από Αργυρόκαστρο θα είχε προλάβει… Αν το αναθεματισμένο χιόνι δεν εμπόδιζε το κάθε του βήμα στην επιστροφή θα είχε προλάβει. Λίγες ώρες νωρίτερα να είχε φτάσει θα είχε προλάβει τη γυναίκα του και την κόρη του…

Αυτή η σκέψη τον βασάνιζε, τον είχε κάνει να χάσει τον ύπνο του και μαζί με το κενό στην καρδιά του και την ψυχή του τον είχε κάνει να χάσει τα λογικά του. Μόνο έτσι μπορούν να εξηγηθούν τα όσα έβλεπε στα όνειρά του και άκουγε στον ξύπνιο του: Έβλεπε την πολυλατρεμένη κόρη του να κλαίει, ξύπναγε και άκουγε για πολύ ώρα τα κλάμματά της να του σκίζουν τα αφτιά. Ονειρευόταν τη γυναίκα του και τη ζεστή της αγκαλιά, αλλά το όνειρο γινόταν εφιάλτης όταν η γυναίκα του γινόταν πάγος και έβγαζε μια απόκοσμη λαλιά οδύνης…μια λαλιά που αντιλαλούσε στα αφτιά του για ώρες αφότου είχε ξυπνήσει.

Έτσι και αυτό το βράδυ ξύπνησε από τους εφιάλτες του και απέμεινε να κοιτάει στο τζάκι που σιγοέκαιγε. Τα κλάμματα της κόρης του που συνέχιζαν να ταλανίζουν τα αφτιά του πολλή ώρα από όταν είχε ξυπνήσει διακόπηκαν απότομα. Είχαν περάσει δύο ολόκληρα χρόνια από εκείνο το βράδυ που την έχασε για πάντα.

Ξάφνου, ένα μικρό χεράκι εμφανίστηκε στο παράθυρο και χτύπησε το τζάμι. Ο Νίκος ταράχτηκε και γύρισε προς τα εκεί. Το μόνο που είδε ήταν το χιόνι που έπεφτε αδιάκοπα. Σκέφτηκε πως πάλι το μυαλό του παίζει παιχνίδια και γύρισε το βλέμμα του στο τζάκι, σα να αναζητούσε λίγη θέρμη. Το μικρό χεράκι ξαναχτύπησε το τζάμι, κάτι που ο Νίκος έπιασε με την άκρη του ματιού του. Γρήγορα βγήκε έξω και πάγωσε από το αυτό που είδε.

Στο σκοτάδι, με το χιόνι να πέφτει πυκνό, αντίκρισε μια λεπτή μικροκαμωμένη φιγούρα. Ήταν ένα κοριτσάκι που φορούσε μόνο ένα κόκκινο νυχτικάκι. Τα καστανά μαλλιά του ανέμιζαν στο ύψος του ώμου του και λαμποκοπώντας ενώ τα ποδαράκια του ήταν χωμένα μέσα στο χιόνι. Το χρώμα του δέρματός του ήταν πιο λευκό και από το φεγγάρι, φαινόταν σα να είχε παγώσει. Αλλά δεν έμοιαζε να κρυώνει, δεν έτρεμε, αντιθέτως, έμοιαζε να χαιρόταν το χιόνι που σκέπαζε το κορμάκι του.

Δεν ήταν δυνατό να ήταν η Τασία. Ή μήπως ήταν; Μήπως ήταν ένα ακόμα από τα παιχνίδια που έπαιζε το μυαλό; Και αν όχι; Αν η κορούλα του ήταν ζωντανή τελικά; Πού ήταν τόσο καιρό; Πώς εμφανίστηκε τώρα μέσα στη χιονοθύελλα; Ο Νίκος είχε μείνει εκεί αποσβολωμένος, με χιλιάδες ερωτήματα να σουβλίζουν το μυαλό του. Έστεκε πετρωμένος, μη ξέροντας αν αυτό που ζούσε ήταν πραγματικό ή όχι. Δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό της μέσα στο χιόνι και στο σκοτάδι. Το πρόσωπο της… κάτι το ιδιαίτερο είχε… ήταν ρυτιδιασμένο; Είχε μια έκφραση οργής; Δεν μπορούσε να διακρίνει καλά… Και γιατί το κοριτσάκι του να ήταν τόσο εξοργισμένο; Μήπως τελικά δεν ήταν η Τασία;


Το κοριτσάκι με μια πνιχτή φωνή, που μέσα στο χιόνι αποκτούσε περίεργη χροιά, είπε «Πάμε στη μαμά», γύρισε την πλάτη του και άρχισε να περπατάει προς το δάσος που ξεκινούσε λίγα μόλις μέτρα από το χωριό. Ο Νίκος αμέσως ξύπνησε από το παραλήρημα των σκέψεών του και έτρεξε να την προφτάσει, να την πάρει στην αγκαλιά του, να τη φιλήσει. Ήταν τελικά το κοριτσάκι του. Η φωνή που άκουσε, μόνο της Τασίας δεν ήταν…αλλά ποια άλλη θα τον προέτρεπε να πάνε να βρούνε τη μητέρα της;

Ήταν ντυμένος ελαφριά, δεν είχε φορέσει την κάπα του όπως βγήκε γρήγορα από το σπίτι. Κρύωνε, τα πόδια του ήδη πονούσαν, αλλά δεν το έβαζε κάτω, το κοριτσάκι του ήταν λίγα μέτρα μπροστά του. Όμως, όσο επιτάχυνε το βήμα του για να τη φτάσει, τόσο επιτάχυνε και αυτή το βήμα της, όσο έκανε να απλώσει τα χέρια του να την αγκαλιάσει τόσο αυτή ξεγλιστρούσε. Στα παρακάλια του Νίκου να σταματήσει και να περιμένει δεν έδωσε καμία σημασία, μόνο όταν αυτός άρχισε να κλαίει, κοντοστάθηκε για λίγο και μετά συνέχισε την πορεία της προς το βαθύ δάσος.

Μετά από μια αρκετά μεγάλη διαδρομή ανάμεσα σε χιονισμένα πεύκα και έλατα, σε δύσβατα μονοπάτια μέσα στο δάσος έφτασε στην κόγχη μιας χαράδρας. Εκεί, στην άκρη του γκρεμού τον περίμενε μέσα στο σκοτάδι η Τασία. Ο αέρας λυσσομανούσε με τόση δύναμη που κάθε μικρή νιφάδα γινόταν κοφτερή σαν ξυράφι και έσκιζε το πρόσωπό του. Μετά βίας μπορούσε να σταθεί όρθιος μπροστά στην οργή του βουνού. Αντιθέτως η Τασία έστεκε αδιάφορα εκεί, σαν να απολάμβανε την την οργιώδη μανία του παγετού. Προσπάθησε να την πλησιάσει, να την αγκαλιάσει, αλλά ένα απότομο ρεύμα αέρα τον έριξε κάτω. Το κρύο τον είχε ήδη καταλάβει, δεν ένοιωθε πια τις παλάμες του μήτε τα πόδια του. Ενώ προσπαθούσε να σηκωθεί άκουσε την Τασία με την ίδια πνιχτή φωνή να του λέει:

- Απόψε σου δίνεται η ευκαιρία να απαλλαγείς εντελώς από εμάς. Δε θα ξαναστοιχειώσουμε το μυαλό σου, δε θα ξαναρομφίσουμε την καρδιά σου. Τα κλάματα μας και οι κραυγές μας θα μείνουν να λυσσάνε στα ψηλά βουνά, αγνόησέ μας. Αν με ακολουθήσεις τώρα, δε θα υπάρξει επιστροφή.
- Τασία μου τι είναι αυτά που λες; Πού είναι η μητέρα σου; Χριστέ μου είστε καλά; Πού ήσαστε τόσο καιρό;
- Απαντήσεις θα βρεις μόνο αν με ακολουθήσεις, γαλήνη μόνο αν γυρίσεις την πλάτη και φύγεις.

Τότε μονομιάς, το μικρό κορίτσι, με ιδιαίτερη χάρη, σαν μπαλαρίνα, στροβιλίστηκε στον αέρα και βούτηξε στην χαράδρα στην άκρη της οποίας στεκόταν. Η μορφή της χάθηκε μονομιάς μέσα στην πυκνή αχλή που αναδυόταν από το χάσμα.

Ο Νίκος τα έχασε… Τι είχε συμβεί; Τι ήταν αυτά που έλεγε η κόρη του; Που βρισκόταν η μητέρα της; Πώς γινόταν να πέσει μέσα στη χαράδρα χωρίς καν να το σκεφτεί. Δεν πρέπει να ήταν η Τασία αυτή… Έκανε το σταυρό του και μπουσουλώντας σχεδόν άρχισε να απομακρύνεται από το χάσμα που απλωνόταν μπροστά του. Ο αέρας που φυσούσε τον έσπρωχνε, θαρρείς ότι τον βοηθούσε να απομακρυνθεί από εκείνο το μέρος… Δεν βογκούσε πια, ακουγόταν πολύ πιο ανάλαφρα, σαν οι μικρές μικρές νιφάδες που χόρευαν μπροστά του να ψιθύριζαν… κάποια στιγμή τα αυτιά του γέμισαν με τη φράση «Φύγε, φύγε, φύγε…».

Αποφάσισε να απομακρυνθεί, δεν ήταν η κόρη του αυτή, μάλλον κάποια λάμια του βουνού ήξερε τον πόνο του και του έπαιζε παιχνίδια… Δεν ήταν η κόρη του αυτή… Συνέχιζε να το επαναλαμβάνει φωναχτά για να το πιστέψει…Σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να κινείται νωχελικά πίσω προς το δάσος… Η θύελλα που λάμβανε χώρα γύρω του ήταν ισάξια με αυτή που μαινόταν στο μυαλό του.

«Δεν μπορεί να είναι η Τασία μου αυτή… Το κοριτσάκι μου με αγαπάει… Θα με αγκάλιαζε αμέσως… Αν ήταν η Τασία μου δε θα έπεφτε εκεί κάτω… Ποια, όμως, ήταν αυτή… Και αν ήταν πράγματι η κορούλα μου; Αν πέσω εκεί κάτω, όμως, θα σκοτωθώ… Θέλει η κορούλα μου να σκοτωθώ;… Όχι δεν μπορεί… Άτιμα στοιχειά, με βάλατε στο μάτι…Αύριο κιόλας θα πάω να ξομολογηθώ… Έχω παγώσει, δεν αισθάνομαι τα πόδια μου καλά καλά… για το πρόσωπό μου ούτε λόγος… τα χέρια μου έχουν ματώσει….Τι να κάνω…Δεν ξέρω πια…Τι πράγματα είναι αυτά που μου συμβαίνουν; Γιατί μου αξίζει τέτοια τύχη…Τασίτσα μου, Ασπασία μου πού είστε; Δεν μπορώ άλλο… το κεφάλι μου σπάει…βοηθήστε με…δεν αξίζει να ζω έτσι…».

Τα νωχελικά του βήματα προς το δάσος διακόπηκαν από ένα εκκωφαντικό βουητό. Κοίταξε προς τα πάνω, το βουνό είχε ξυπνήσει και ένα χοντρό άσπρο στρώμα από χιόνι είχε ξεκινήσει το ταξίδι του από την κορυφή. Το χιόνι πλησίαζε…πλησίαζε... παρασέρνοντας δέντρα, πέτρες και ότι άλλο βρισκόταν στο διάβα του… Είχε έρθει το τέλος του Νίκου… Τα πόδια του είχαν κοκαλώσει, τόσο από το κρύο όσο και από το φόβο… Θα μπορούσε να τρέξει, να προσπαθήσει να σωθεί, αλλά έμεινε εκεί αποσβολωμένος κοιτώντας τη χιονοστιβάδα που κατέβαινε το βουνό σαν αφηνιασμένο άλογο…έτσι κι αλλιώς όπου και να πήγαινε δε θα γλίτωνε…Ήταν πια αργά…

Ακολούθησαν μερικές στιγμές βουητού, το σώμα του είχε γίνει έρμαιο της μανίας του βουνού και παρασερνόταν άχαρα μέσα σε τόνους από χιόνι… Χτυπούσε σε βράχους, σε φυτά, έπεφτε και ανασηκωνόταν… Έπειτα από λίγο το βουητό σταμάτησε. Και τελικά όλα έγιναν λευκά….
Μετά βίας, μπορούσε πλέον να κινήσει τα μέλη του. Όλα γύρω του ήταν άσπρα και λαμπερά. Αλλά μέσα σε αυτό τον χιονισμένο τάφο είχε ακόμα συναίσθηση του κορμιού του. Έσκαψε γύρω από το πρόσωπό του, αλλά δεν μπορούσε να απαλλαχθεί από το αναθεματισμένο χιόνι. Κάθε φτυάρισμα με το χέρι του ακολουθούνταν από χιόνι που έπαιρνε τη θέση στο κενό που είχε δημιουργηθεί. Προσπάθησε να σκάψει προς τα πάνω και να βγει από εκεί μέσα. Αλλά πού ήταν το πάνω και που το κάτω; Άρχισε να κουνιέται σπασμωδικά, είχε πανικοβληθεί καθώς ένιωθε τα πνευμόνια του να αδειάζουν από τον αέρα που είχε τόσο ανάγκη. Κάθε κίνηση που έκανε ήταν ανώφελη, δεν είχε κουνηθεί ούτε εκατοστό. Αυτό ήταν το τέλος του. Άρχισε να παραδίνεται στο γλυκό μούδιασμα που τον κατέκλυζε απ’άκρη σ’άκρη. Υπέροχα χρώματα άρχισαν να χορεύουν γύρω του, λες και το κεφάλι του είχε στήσει μια παράσταση για να κάνει τις τελευταίες του στιγμές πιο διασκευαστικές. Ο αέρας στα πνευμόνια του τελείωνε, οι δυνάμεις του τον είχαν εγκαταλείψει και η ζωή στραγγιζόταν στάλα στάλα από το κορμί του.

Η παράσταση διακόπηκε απότομα, όταν ένοιωσε κάτι παγωμένο να τον αρπάζει από το στέρνο, πιο παγωμένο και από το χιόνι γύρω του. Ξαφνιάστηκε, προσπάθησε να παλέψει αλλά δεν μπορούσε, είχε μουδιάσει ολόκληρος. Με απίστευτη ορμή αυτό το κάτι τον τράβηξε έξω από το χιονισμένο του τάφο. Για λίγα δευτερόλεπτα βρέθηκε να στον αέρα και μετά προσγειώθηκε απότομα σε πάνω σε κάτι στιλπνό και στέρεο.

Δεν μπορούσε ακόμη να ανοίξει τα μάτια του, ήταν παγωμένα και μικρά μπαλώματα από χιόνι είχαν πετρώσει στο πρόσωπό του. Προσπάθησε να κουνηθεί αλλά ο πόνος από την πτώση του είχε κόψει την ανάσα… Αυτό το παγωμένο κάτι τον άρπαξε από την πλάτη και έτσι τσουβαλιασμένος όπως ήταν άρχισε να τον σέρνει… Δεν ήξερε τι ήταν αυτό το κάτι, άκουγε μόνο κάποια σταθερά βήματα δίπλα του... Τα βήματα σταμάτησαν…και μετά σιωπή...

Το χιόνι άρχισε να λιώνει γύρω από τα μάτια του και τελικά, με περισσή δυσκολία μπόρεσε και τα άνοιξε. Δεν μπορούσε να πιστέψει σε αυτό που αντίκριζε. Μέσα στα έγκατα του βουνού υπήρχε μια πελώρια σάλα από πάγο. Το λιγοστό φως που ερχόταν από την είσοδο της σπηλιάς δίπλα του, παγιδευόταν και αντανακλώνταν σε εκατομμύρια σταλαχτίτες και σταλαγμίτες που σχημάτιζαν κολώνες, τοίχους και έπιπλα.. Θαρρείς πως όλο εκείνο το μέρος ήταν ένα περίτεχνο γλυπτό από πάγο.

«Προχώρα όταν νοιώσεις έτοιμος» ακούστηκε μια απότομη και αυστηρή φωνή από τα βάθη της σάλας…

Ο Νίκος τα έχασε. Δεν ήταν μόνος σε αυτό το μέρος… και αυτό που ακούστηκε δεν ήταν Λάμια… ήταν κάτι χειρότερο...τι μπορεί όμως να ήταν;

-Ποιος είσαι, ρώτησε τη φωνή τρέμοντας
-Προχώρα όταν νοιώσεις έτοιμος, ήταν η μόνη απάντηση που έλαβε ξανά

Μάζεψε τις λιγοστές δυνάμεις του και στάθηκε στα δύο του πόδια. Βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση…τα γυμνά του χέρια είχαν ματώσει από το κρύο, τα πόδια πονούσαν φριχτά από τα κρυοπαγήματα. Αργά, με βήμα αβέβαιο, άρχισε να κατευθύνεται προς το εσωτερικό της σάλας. Η έξοδος καθώς και το λιγοστό φως που ερχόταν από εκεί έδιναν τη θέση τους σταδιακά σε ένα υγρό και παγωμένο έρεβος. Ψηλαφώντας μέσα στο σκοτάδι εντόπισε κάποια πλατιά σκαλιά τα οποία και άρχισε να ανεβαίνει.

Η ανάβαση, που του φάνηκε σα να διήρκησε αιώνες, σταμάτησε όταν έφτασε σε κάτι που είχε την αίσθηση της εισόδου για έναν άλλο χώρο. Και αυτός ο χώρος μύριζε παράξενα…κάτι του θύμιζε αυτή η άθλια μυρωδιά… κάπου την είχε ξαναγνωρίσει. Σκόνταψε και έπεσε στο παγωμένο δάπεδο.

Τότε ξαφνικά μια μικρή κουκίδα φωτός εμφανίστηκε στην άλλη άκρη του δωματίου. Η κουκίδα έδωσε τη θέση της σε μια απαλή μπλε αχλή που τρεμόπαιζε, έμοιαζε με την παγωμένη φλόγα που είχε βρει στο εικονοστάσι του σπιτιού του δύο χειμώνες πιο πριν. Ένας ήχος τριξίματος ακούστηκε και η αχλή έγινε πολύ πιο έντονη, σα να απελευθερώθηκε.. Γλίστρησε στον αέρα αφήνοντας πίσω της ένα βαθύ γαλάζιο ίχνος και τελικά σταθεροποιήθηκε λίγα μέτρα μακριά από το Νίκο στο κέντρο του δωματίου όπου και έμεινε να αιωρείται. Σταδιακά αυξήθηκε σε μέγεθος και ολόκληρος ο χώρος άρχισε να φωτίζεται…

Ο Νίκος συγκλονίστηκε από το θέαμα. Γύρω στους τοίχους υπήρχαν χιλιάδες αγάλματα ανθρώπων από πάγο. Ο ένας πατούσε πάνω στον άλλο, στα πρόσωπά τους υπήρχε ζωγραφισμένη μια αίσθηση ωδύνης, τρόμου και απόγνωσης, σα να προσπαθούσαν να φύγουν από το αναθεματισμένο εκείνο μέρος. Δυο πελώριες κολώνες υψώνονταν απέναντί του. Πάνω τους βρισκόντουσαν χαραγμένα γράμματα σε μια γλώσσα που δεν μπορούσε να καταλάβει. Έμοιαζαν να εκπέμπουν ένα γαλαζοπράσινο φως σαν εκείνη τη φωτεινή μπάλα που στεκόταν στην οροφή του δωματίου. Ανάμεσα στις κολώνες από πάγο υπήρχε ένα παράξενο σχήμα....μια σφραγίδα…

Την ήξερε αυτή τη σφραγίδα… και αυτή την αηδιαστική μυρωδιά… Ήταν ίδια με αυτή που έβγαινε από εκείνο το αναθεματισμένο σεντούκι. Εκείνο τα έκανε όλα, εκείνο ήταν υπεύθυνο για την κατάρα που χτύπησε την οικογένειά του, εκείνο έφταιγε για το ότι βρισκόταν τώρα εδώ. Τρομοκρατήθηκε και μόνο στη σκέψη του τι μπορούσε να είχε πάθει η πολυαγαπημένη γυναίκα και η λατρεμένη κόρη του από αυτό το διαβολικό πράγμα.

Μια πυκνή ομίχλη άρχισε να αναδύεται από το δάπεδο και συγκεντρώθηκε αργά αργά ανάμεσα στις δύο κολώνες… με ένα περίεργο τρόπο έμοιαζε σαν να έπαιρνε σταδιακά μορφή… μέσα από ήρεμους στροβίλους σχηματίστηκε ένα σώμα σαν ανθρώπινο, φτιαγμένο από ομίχλη, μόνο που δεν είχε δύο πόδια και δύο χέρια, αλλά πολλά περισσότερα που έμοιαζαν πιο πολύ με μέλη ζώων.

«Καλωσόρισες» ακούστηκε η ίδια κοφτή και βαθιά φωνή, σα να προερχόταν από την ομίχλη.

-Ποιος είσαι; Τι είναι αυτό το μέρος; Πού είναι η οικογένειά μου;
-Το όνομά μου δεν έχει σημασία…
-ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ, ούρλιαξε ο Νίκος διακόπτωντας τη φωνή.
-Είμαι γνωστός με πολλά ονόματα, ολόκληρη η υφήλιος αναφέρεται σε μένα με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους….

Εκείνη τη στιγμή, πριν η φωνή ολοκληρώσει καν την πρότασή της εκατομμύρια νιφάδες γέμισαν τον αέρα, και χιλιάδες ψυχροί ψίθυροι απλώθηκαν στη σάλα, σαν κάθε νιφάδα να είχε λαλιά. Μέσα στην παγωμένη φλυαρία ο Νίκος πρόλαβε και άκουσε στα πεταχτά μερικές λέξεις «Γλασιεύς», «Σκάντι», «Μπέιρα», «Κουομολάγκμα, «Λιλινόε», «Ριβεζάαλ». Με το άκουσμα του τελευταίου ψίθυρου ένας εκκωφαντικός τσιριχτός ήχος γέμισε και αντιλάλησε στο δωμάτιο. Έμοιαζε σα να προήλθε από τις μορφές στον τοίχο σαν ένας χαιρετισμός γεμάτος οδύνη να βγήκε από τα παγωμένα στόματά τους.

-Αυτά είναι μερικά από τα ονόματά μου. Είμαι το πνεύμα των βουνών, ο Δαίμων του χιονιού, ο άρχοντας της θύελλας.
-Και τι θέλεις από μένα, πού είναι η οικογένειά μου, ψέλλισε τρεμάμενα ο Νίκος όταν κατάλαβε ότι μπροστά του βρισκόταν κάτι που δεν είχε ξανασυναντήσει τη ζωή του, κάτι αυστηρό και παντοδύναμο όσο ο χειμώνας και τα άγρια βουνά.

-Η οικογένειά σου βρίσκεται εδώ, μαζί μου… πλέον ανήκουν στον κόσμο του πάγου.
-Γιατί; Γιατί τους το έκανες αυτό; Τι σου έφταιξαν;
-Πληρώνουν τα λάθη που έκανες ΕΣΥ. Τη δική σου προδοσία. Το τίμημα της αποτυχίας σου απέναντί στη βοήθεια μου και απέναντι σε αυτές.
-Για τι πράγμα μιλάς; Πότε ζήτησα τη βοήθειά σου; Ποτέ. Ποτέ δεν ασχολήθηκα μαζί σου. Το μόνο που έκανα ήταν να μεταφέρω εκείνο το αναθεματισμένο μπαούλο που ο…

Ξαφνικά, η μορφή που είχε φτιαχτεί από ομίχλη άρχισε να αλλάζει σχήμα και να στερεοποιείται. Μια ενοχλητική μυρωδιά από θειάφι γέμισε την ατμόσφαιρα και τη θέση της ομίχλης είχε πάρει αυτή του εμπόρου που στεκόταν και κοίταζε το Νίκο με ένα βλέμμα

-ΕΣΥ; Εσύ είσαι αυτός… εσύ είσαι ο έμπορος, αναφώνησε με μια δυνατή φωνή που από την έκπληξη και τον τρόμο που τον περόνιαζε μετατράπηκε σε σιγανό μουρμούρισμα.
-Ναι.. εγώ είμαι αυτός. Ζήτησες τη βοήθειά μου και απέτυχες. Ζήτησες ευφορία για την οικογένειά σου αλλά απέτυχες.
-Εγώ; Πότε το έκανα αυτό, απάντησέ μου..

Τότε ξάφνου μια εικόνα πέρασε από το μυαλό του.. Ήταν λίγες μέρες πριν ο μυστηριώδης έμπορος να περάσει το κατώφλι του σπιτιού του. Ο Νίκος καθόταν μόνος του στην πλατεία του χωριού… ήταν απεγνωσμένος για τα χρέη του, η δουλειά το προηγούμενο καλοκαίρι δεν είχε πάει καλά. Ποιο θα ήταν άραγε το μέλλον της κόρης του, της οικογένειάς του; Πού θα έβρισκαν να φάνε; Ένοιωθε άσχημα, ανίκανος όπως ήταν να προσφέρει στην οικογένειά του τα προς το ζην. Το παράπονο τον είχε πάρει… ένα μοιρολόι είχε έρθει στα χείλη του… το είχε πρωτοακούσει από τη μάνα του όταν ο πατέρας του χάθηκε και τον άφησε ορφανό.

«Βουνοσπαρμένη χώρα μου
μ’έχεις απαρατήσει

Τα πιο ψηλά σου τα βουνά

τα’χω μες την καρδιά μου

Αλλά αυτά με πρόδοσαν

μ’έχουν αμαραζώσει…»

-Θυμάσαι τώρα; Βλέπεις είμαι δίκαιος. Όποιο από τα παιδιά μου ζητήσει βοήθεια θα τον πλησιάσω ,θα τον βοηθήσω, αν το αξίζει όμως. Αν δεν το αξίζει, η οργή μου είναι αμείληκτη…αλλοίμονο σε αυτόν που θα με απογοητεύσει, θα χάσει ότι έχει προδώσει με τις πράξεις του.
-Γιατί σε απογοήτευσα; Τι έκανα; Γιατί αξίζω τέτοια μοίρα;

Εκείνη τη στιγμή η μορφή του εμπόρου άλλαξε και η Τασία, η πολυαγαπημένη κόρη του Νίκου εμφανίστηκε στη θέση του. Το βλέμμα της, όμως, ήταν κάθε άλλο παρά γλυκό… οργή έμοιαζε να ξεχειλίζει από τα μάτια της, μίσος ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό της.

Ο Νίκος δεν άντεξε, στο θέαμα της κόρης του, αν και δαιμωνοποιημένης, συγκέντρωσε τις δυνάμεις του και έτρεξε να την αγκαλιάσει. Αυτή με μια απότομη κίνηση απόφυγε τη γεμάτη προσμονή αγκαλιά του

-Μας ΠΡΟΔΩΣΕΣ, η φωνή της ακούστηκε τόσο δυνατά που ολόκληρη η αίθουσα σείστηκε.
-Μάτια μου; Είσαι καλά; Μου έλειψες τόσο πολύ. Πού είναι η μητέρα σου;

Με μια κοφτή κίνηση η Τασία έδειξε μια από τις δύο γαλαζοπράσινες κολώνες. Ο Νίκος, έντρομος γύρισε το βλέμμα του προς τα εκεί. Μετά βίας μπορούσε να δει μια φιγούρα μέσα στην παγωμένη κολώνα. Πλησίαζε διστακτικά, μέσα του παρακαλούσε αυτό που έβλεπε να μην ήταν αληθινό… Εκλιπαρούσε να ήταν μόνο ένας εφιάλτης…να ξυπνούσε μετά από λίγο στην αγκαλιά της γυναίκας και της κόρης του.

Μέσα στην κολώνα, βρισκόταν εγκλωβισμένη η Τασία. Μια φρικιαστική έκφραση είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπό της…μια έκφραση βγαλμένη από την ίδια την κόλαση. Ήταν παγωμένη, τα μάτια της είχαν μείνει λευκά και τα καστανά μαλλιά της είχαν ξεθωριάσει. Τα χέρια της είχαν μείνει παγωμένα ορθάνοιχτα σαν την ώρα που το παγωμένο κλουβί στερεοποιούταν γύρω της πάλευε για να το σπάσει, να κρατήσει τον πάγο μακριά της. Μάταια, όμως…

Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε από τα μάτια του Νίκου.. δάκρυα που πάγωναν πριν καν φύγουν από το προσωπό του σχηματίζοντας κάθετες λευκές κηλίδες στα αξύριστα μάγουλά του. Πλησίασε και άγγιξε την κολώνα…

Ξάφνου όλο το περιβάλλον γύρω του άλλαξε… Μεταφέρθηκε ξανά στο σπίτι του, αλλά δεν πατούσε στο έδαφος…έμοιαζε να αιωρούνταν…τίποτα δε φαινόταν στερεό γύρω του…ολόκληρη η πραγματικότητα κυμάτιζε σαν ένα παχύρρευστο υγρό, το οποίο έπνιγε κάθε φωνή και κίνησή του. Το σπίτι του άρχισε ξαφνικά να παγώνει…

Ο πάγος ξεκινούσε σταδιακά από την κάμαρα της Τασίας και με κινήσεις σα να είχε μικρά ακανθώδη πλοκάμια εξαπλωνόταν σε ολόκληρο το σπίτι. Η Τασία βρισκόταν στο έδαφος…ολόκληρο το κορμάκι της τραντάζονταν…σαν κάποιος άλλος να είχε μπει μέσα της και τράνταζε την ψυχούλα της να φύγει… Ουρλιαχτά και τσιρίδες γέμισαν το χώρο… Έντρομη η Ασπασία, ορμάει στο δωμάτιο όπου και προσπαθεί να συνεφέρει την κόρη της. Την παίρνει αγκαλιά, την κανακεύει, τη χαϊδεύει… δεν ξέρει τι να κάνει.

Ξάφνου οι σπασμοί στο κορμί τις σταματούν και τα κλειστά ματάκια της Τασίας ανοίγουν απότομα. Το βλέμμα της σκοτεινό σαν τη νύχτα… οι βολβοί των ματιών της έχουν αποκτήσει ένα χρώμα σκούρο μπλε, όλο το πρόσωπό της έχει μελανιάσει. Η Ασπασία τα χάνει και ξεκινάει να πει μια προσευχή αλλά εκείνη τη στιγμή, μετά από ένα ουρλιαχτό της Τασίας ένα ένα τα παιχνίδια της εκτοξεύονται με φόρα στο κεφάλι της μητέρας της… Τα χάνει, κάποιο στοιχειό κατέλαβε την κόρη της. Τρέχει στο δωμάτιό της, ασφαλίζει την πόρτα της και με τα νύχια της χαράσσει το σημείο του σταυρού στον τοίχο.

Εκεί πέφτει γονατιστή και προσεύχεται κλαίγοντας, με λυγμούς που φαίνεται να βγαίνουν μέσα απ’την ψυχή της. Απ’έξω η Τασία κινείται με πολύ αργά βήματα προς την κάμαρα της μητέρας της. Πλησιάζει και ακουμπάει την πόρτα η οποία παγώνει μονομιάς. Ένα ελαφρό χτύπημα και σχίζεται στη μέση σα να ήταν φύλλο από χαρτί. Η Τασία μπαίνει με σίγουρο και σταθερό περπάτημα στην κάμαρα και πλησιάζει τη μητέρα της

«ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ; ΤΙ ΘΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΜΟΥ; ΤΙ ΘΕΣ ΑΠΟ ΜΕΝΑ; ΔΕΙΞΕ ΜΟΥ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΟΥ.. ΔΕ ΣΕ ΦΟΒΑΜΑΙ…» ούρλιαζε η Ασπασία.

Το κορμάκι της κόρης της τότε άρχισε να σείεται, να τρέμει και πάλι. Το κεφαλάκι της έγειρε πλάγια και σπασμοί κατά κύματα άρχισαν να τη συγκλονίζουν. Μεγάλα εξογκώματα άρχισαν να εμφανίζονται στους ώμους της, στις μασχάλες της, στη μέση της, στην κοιλιά της.. Άρχισαν να πάλλονται σαν κάτι να πάσχιζε να βγει από μέσα… Έμεινε κολλημένη εκεί για λίγα δευτερόλεπτα… ακίνητη και σιωπηλή. Έμοιαζε σαν το κακό να είχε φύγει.

Η Ασπασία πλησίασε την κορούλα της, θέλησε να την πάρει στην αγκαλιά της και να την πάει γρήγορα στην εκκλησία, να τη διαβάσουν. Τέντωσε το χέρι της στοργικά και προσπάθησε να χαϊδέψει το παραμορφωμένο προσωπάκι της.

Το τρέμουλο επανήλθε και μια κραυγή της Τασίας έσκισε την ατμόσφαιρα, μια κραυγή που έμοιαζε σα να μην ήταν φτιαγμένη από μία μόνο φωνή. Τα εξογκώματα στο σώμα της άρχισαν να μεγαλώνουν… να μορφοποιούνται… σε χέρια…πόδια…ανθρώπινα και μη. Μετά από μια στιγμή η Τασία είχε μετατραπεί σε ένα αηδιαστικό τέρας, με δεκάδες νέα μέλη εκτός από τα δικά της, όμοιο με τη μορφή που είχε πάρει η ομίχλη όταν ο Νίκος την πρωτοσυνάντησε.

Η Ασπασία λιποθύμησε από τον τρόμο και η κόρη της τη σήκωσε με προσοχή από το έδαφος. Με μικρά και αργά βήματα άρχισε να κινείται προς την έξοδο. Περνώντας από το εικονοστάσι , η Ασπασία ανέκτησε στιγμιαία τις αισθήσεις της. Άπλωσε το χέρι της προς τις άγιες εικόνες αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν πιάσει και να κουνήσει τον ξύλινο πάγκο πάνω στον οποίο στεκόντουσαν. Καθώς οι εικόνες έπεφταν από το ταρακούνημα πρόλαβε και έριξε μια παρακλητική ματιά σε όλους όσους εικονίζονταν. Η πορεία προς την έξοδο σταμάτησε για λίγο…η Τασία γύρισε το κεφάλι της προς το εικονοστάσι, κοντοστάθηκε και φύσηξε προς τη φλόγα. Μια νιφάδα πήγε και έκατσε μπροστά στη φωτιά, έλιωσε γύρω από την καύτρα και μια γαλαζωπή αχλή σχηματίστηκε γύρω της… Το βλέμμα του πλάσματος έγινε ακόμα πιο σκοτεινό, ρυτίδες γέμισαν το πρόσωπό του και μια έκφραση οργής αποτυπώθηκε πάνω του. Συνέχισε την πορεία προς την έξοδο, άνοιξε την πόρτα και εξαφανίστηκε χωρίς καν να την ανοίξει, παίρνοντας μαζί και το λιπόθυμο σώμα της Ασπασίας.

Ξάφνου, ολόκληρη αυτή η πραγματικότητα κατέρρευσε και μαζί της κατέρρευσε και ο Νίκος. Έπεσε στα γόνατα , το κεφάλι του αντίκριζε το πάτωμα και το βλέμμα του είχε χαθεί στο κενό… «Γιατί μας το έκανες αυτό; Τι φταίξαμε;» μουρμούρισε… Λυγμοί άρχισαν να διακόπτουν την ανάσα του… Έκλαιγε, έκλαιγε γοερά για τη μοίρα που είχε έρθει σε αυτόν και την οικογένειά του. Γύρισε και κοίταξε τη γυναίκα του μέσα στον εφιαλτικό της τάφο. Τα δάκρυα είχαν πλημμυρίσει τα μάτια του και από το ψύχος πάγωναν πριν καν τρέξουν στο πρόσωπό του.. Τα ένιωθε σαν παγωμένα ξυράφια να μπήγονται μέσα στους βολβούς των ματιών του… Αλλά δεν τον ένοιαζε… δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει…

-ΓΙΑΤΙ, ούρλιαξε για άλλη μια φορά
-Τολμάς ακόμα και ρωτάς το γιατί, απάντησε η Τασία με οργισμένο ύφος.
-Ναι, ναι…. Γιατί….γιατί….;
-Μας πρόδωσες και όχι μια αλλά δύο φορές.
-Τι είναι αυτά που λες Τασία μου; Πότε το έκανα αυτό; Τι έκανα;
-Δε θα μας άλλαζες με τίποτα αλλά προτίμησες το ζεστό φαγητό και το κρεβάτι των κοριτσιών στο χάνι στη Βλαχία χωρίς να το πολυσκεφτείς
-Δεν είναι έτσι…όχι…
-ΝΑΙ. Έτσι είναι… και σα να μην έφτανε αυτό πριν από λίγο, προτίμησες να μη με ακολουθήσεις. Προτίμησες να μου γυρίσεις την πλάτη για να βρεις την ηρεμία σου. Δύο χρόνια πόνου, ένα για την καθεμία μας που πρόδωσες ήταν αρκετά για να μας ξαναγυρίσεις την πλάτη. Εγωιστή!

Ο Νίκος έρποντας πλησίασε την κόρη του. Προσπάθησε να την αγκαλιάσει. Να τη φιλήσει. Πιάστηκε από το νυχτικάκι της και προσπαθούσε να σταθεί όρθιος. Αυτή δε μετακινήθηκε… αλλά έμοιαζε αηδιασμένη σαν να προσπαθούσε να σκαρφαλώσει πάνω της ένα σιχαμένο φίδι. Με τα ματωμένα χέρια του έπιασε το κεφαλάκι της και άρχισε να τη φιλάει. «Όχι, όχι, δεν είναι έτσι… συγχώρα με… δεν είναι έτσι… είμαι άνθρωπος… παρασύρθηκα… σας αγαπώ… σας λατρεύω… μη μου το κάνεις αυτό. Συγχωρέστε με…». Ήταν στα όρια της τρέλας. Την άρπαξε από τους ώμους της, την κουνούσε και παράλληλα την ικέτευε. Την κοιτούσε στα μάτια αλλά δεν έβλεπε τίποτα παρά μόνο κενό στην άλλη πλευρά, σαν το κορμί εκείνο να μην είχε πια ψυχή μέσα του.«Άκουσε με…πρέπει να με πιστέψεις..δεν είναι έτσι…όχι… αλήθεια… είστε ότι πολυτιμότερο έχω…αλήθεια…σας λατρεύω…γι΄αυτό δουλεύω τόσα χρόνια… για εσάς». Στην προσπάθεια του να την πείσει την ταρακουνούσε όλο και περισσότερο, όλο και πιο δυνατά, μέχρι που και οι δύο τους χάσανε την ισορροπία τους και βρέθηκαν κάτω.

Πέφτοντας στο έδαφος ένας μακρόσυρτος ήχος, σαν να έσπασαν εκατομμύρια κρύσταλλα, γέμισε το δωμάτιο. Ψιλή παγωμένη σκόνη αποτελούμενη από κοκκινωπές νιφάδες πετάχτηκε με ορμή απ’άκρη σ’άκρη της σάλας. Ο Νίκος μέσα στην τρέλα που είχε κυριεύσει το μυαλό του δεν είχε καταλάβει τι έγινε. Συνέχισε να χαϊδεύει και να φυλάει το κοριτσάκι του για μερικά λεπτά. Ένα ελαφρύ τρέμουλο είχε απλωθεί σε ολόκληρο το κορμάκι της και πνιγμένα λόγια προσπαθούσαν να βγουν από το στόμα της. Τα βλέφαρά της τρεμοέπαιζαν, τα δάχτυλά της είχαν μαζευτεί και όλοι οι μύες του σώματός της συσφίγγονταν και χαλάρωναν χωρίς κανένα συντονισμό. Ο Νίκος τα αγνοούσε όλα αυτά… Σφιχταγκάλιαζε και φιλούσε το ταλαιπωρημένο κορμί που είχε στην αγκαλιά του μέχρι που συνειδητοποίησε κάτι φριχτό. Χαιδεύοντας το κεφαλάκι της στο πίσω μέρος έπιασε κάτι με διαφορετική υφή από τα υπόλοιπο κρανίο. Μια μεγάλη τρύπα είχε ανοίξει, τόσο μεγάλη ώστε το χέρι του μπορούσε να χαιδέψει το παγωμένο εσωτερικό που φαινόταν να είχε ραγίζει και μέρος του να είχε σπάσει σε μικρά κομματάκια

«Αυτή είναι η αγάπη σου;» ακούστηκε μια βροντερή φωνή που τάραξε ολόκληρη την αίθουσα.

Ο Νίκος μόλις συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί. Τα μάτια του γύρισαν, άρχισε να λέει ασυναρτησίες, έκλαιγε, φώναζε, άρπαζε το κεφάλι του τραβούσε τα μαλλιά του, χτυπούσε το στέρνο του… Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε κάνει αυτό στην κορούλα του… Σηκώθηκε, άρχισε να φεύγει τρέχοντας από εκείνη την καταραμένη σάλα.

Προσπάθησε να κατέβει τα σκαλιά στο σκοτάδι αλλά έχασε την ισορροπία του στα παγωμένα ακρόσκαλα. Έπεσε, και κατρακύλησε μέχρι να φτάσει στο επίπεδο της εισόδου. Οι πόνοι που διαπέρασαν το κορμί του ήταν αφόρητοι. Ο ένας αστράγαλός του είχε σπάσει, το ίδιο και η μία πλευρά του. Ένιωθε τα θραύσματα να πληγώνουν τα σωθικά του. Άρχισε να βήχει και παχύρρευστο κοκκινωπό αίμα ανέβλυζε από το στόμα του σε κάθε βήξιμο.

Προσπάθησε, να σηκωθεί. Κουτσαίνοντας παραπάτησε μέχρι την είσοδο. Προσπάθησε να πέσει στο παχύ στρώμα χιονιού ελπίζοντας ότι αυτό θα τον έπνιγε και θα έβαζε τέλος στη ζωή του. Ένας δυνατός άνεμος τον έριξε πίσω. Προσπάθησε ξανά…Σε κάθε του βήμα κοντοστεκόταν και έφτυνε μια παχυλή δόση αίματος… Προσπάθησε πάλι κουτσαίνοντας…

«Νομίζεις ότι θα φύγεις τόσο εύκολα; Μη ξεχνάς… η Ασπασία είναι ακόμα εδώ σε περιμένει» ακούστηκε να χλευάζει ο παράφρον δαίμονας.

Κοντοστάθηκε… κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. Δεν αξίζει τέτοια μοίρα στην οικογένειά του…Δεν άξιζε τέτοια μοίρα στην κόρη του, δεν άξιζε τέτοια μοίρα στη γυναίκα του. Σηκώθηκε, μάζεψε τις τελευταίες ρανίδες της ψυχής του και άρχισε να τρέχει προς την είσοδο… «Δεν πρέπει να πέσω… πρέπει να συνεχίσω…». Ο αστράγαλός του εξαρθρώθηκε τελείως και η κνήμη του είχε φτάσει πλέον να ακουμπάει το έδαφος καθώς «έτρεχε». Ο πόνος ήταν ότι χειρότερο είχε ζήσει ποτέ, αλλά δεν συγκρινόταν με τον πόνο της ψυχής του….

Έτρεξε, κουτσά στραβά και τελικά κατάφερε να υπερνικήσει τον αέρα που φύλαγε την έξοδο της σπηλιάς. Έκανε ένα άλμα στο κενό και αιωρείται για μερικές στιγμές. Τελικά έπεσε στο βαθύ στρώμα χιονιού που ήταν στρωμένο μερικά μέτρα κάτω από το ύψος της σπηλιά. Ένοιωθε ότι βουλιάζε… σιγά σιγά... μέσα στον άσπρο του τάφο. Το μόνο που σκεφτόταν, το μόνο που ψέλλιζε ήταν «Πάρε εμένα, όχι αυτές…εμένα…εμένα…αυτές δεν έκαναν τίποτε...εγώ μόνο έφταιξα….εγώ και μόνο εγώ…πάρε εμένα». Συνέχιζε να βήχει… ακόμα και κάτω από το χιόνι… Σε κάθε σύσπαση του κορμιού του, αντί για αέρα ρουφούσε χιόνι… κι άλλο χιόνι… μέχρι που οι πνεύμονες του γέμισαν από λευκό αγνό χιόνι… Μούδιασε πλήρως, ο πόνος σε όλο του το σώμα άρχισε να εξαφανίζεται…και γλυκά γλυκά όλα έγιναν λευκά.

«Να προσέχεις από ποιον ζητάς βοήθεια… να προσέχεις τι κάνεις…να προσέχεις ποιον προκαλείς…ακόμα και όταν νομίζεις ότι είσαι μόνος σου ποτέ δεν είσαι…Τα βουνά είναι δίκαια…μπορούν να δώσουν πολλά ή να πάρουν ακόμα περισσότερα…αναλόγως πώς θα πράξεις» ακούστηκε για τελευταία φορά η φωνή απαλλαγμένη από κάθε χροιά και χρώμα που να υποδηλώνει συναίσθημα.

Ακόμα ένα πνεύμα ανήκει στον κόσμο του πάγου

Ένα νέο άγαλμα από πάγο προστέθηκε στα υπόλοιπα στην κυκλική αίθουσα. Είχε τη μορφή του Νίκου, το πρόσωπό του γεμάτο οδύνη, πόνο και αγωνία.
Ένα δάκρυ προσπάθησε να τρέξει από τα μάτια της Ασπασίας μέσα στον παγωμένο τάφο της…το δάκρυ αμέσως πάγωσε. Η οδύνη μαλάκωσε από το πετρωμένο πρόσωπό της, έστω και λίγο.. μια μικρή νιφάδα έπεφτε μπροστά της. Η φλόγα στο καντήλι στο σπίτι τρεμόπαιξε για λίγο και μετά έσβησε. Η φωτεινή σφαίρα έσβησε μέσα στη σάλα και το υγρό έρεβος κατέλαβε το χώρο.

Η καταιγίδα έξω μαινόταν με την ίδια ακριβώς ένταση, οι νιφάδες έπεφταν το ίδιο αδιάφορα σαν τίποτα να μην είχε συμβεί τίποτε. Ο αέρας συνέχισε να λυσσομανάει στις κορυφές… σαν να ούρλιαζε…με μια φωνή γνώριμη.

Σε ένα χωριό κάπου στα «Γιγαντιαία όρη» της Βοημίας εμφανίστηκε ένας γέρος έμπορος. Λιγομίλητος, σκυθρωπός. Φοράει λευκή κάπα και έχει μακριά γκριζωπή γενειάδα. Κουβαλάει ένα μπαστούνι για να τον βοηθάει να προχωράει και να στέκεται. Θέλει να πουλήσει ένα μικρό ξύλινο σεντούκι μεγάλης αξίας και δε μπορεί να κάνει μόνος του τη διαδρομή. Το ταξίδι είναι μεγάλο, αλλά και η αμοιβή που προσφέρει επίσης…


________________________________



    τα έχεις διαβάσει;

Βιβλία Fantasy

Διαβάσαμε & Κρίνουμε
Fantasy Archive

Μουσική Φαντασίας

Ακούσαμε & Προτείνουμε
Fantasy Archive

Visual Art - Ζωγραφική

Είδαμε & Παρουσιάζουμε
Fantasy Archive

Comics - Graphic Novels

Εικόνες & Κείμενα Φαντασίας
Fantasy Archive

Ταινίες & Σειρές Φαντασίας

Εντυπώσεις και Συναισθήματα
Fantasy Archive

Video Games

Η F Γωνιά των Gamers
Fantasy Archive