από Ερρίκο Σμυρναίο
Μην πατάς το νεραϊδόκυκλο
1
Η Αγγέλα σταμάτησε να πλένει τα πιάτα και έριξε μια ματιά έξω απ’ το παράθυρο της κουζίνας. Είδε τη μοναχοκόρη της, τη Σεμέλη, να τρέχει σαν τρελή στον κήπο, πάνω στο γκαζόν που σπιθοβολούσε μουσκεμένο απ’ την πρωινή δροσιά. Τα μακριά μαλλιά της ανέμιζαν ολόχρυσα στον ήλιο και το πρόσωπό της έλαμπε χαρούμενο.
Ακόμα κι εκείνη τη στιγμή δεν μπόρεσε να μην παρατηρήσει, για μια ακόμα φορά, πόσο ασυνήθιστα όμορφο ήταν το παιδί της. Τ’ αμυγδαλωτά μάτια της Σεμέλης ακτινοβολούσαν πράσινα και φωτεινά, στο χρώμα που έχει το γρασίδι όταν πέφτει πάνω του το φως ενός καλοκαιρινού απομεσήμερου ενώ τα χαρακτηριστικά του προσώπου της ήταν τόσο λεπτά και αρμονικά που θα ’λεγε κανείς πως τα είχε σμιλέψει κάποιος έμπειρος καλλιτέχνης.
Η Σεμέλη όρμησε σα σίφουνας στην κουζίνα, μέσα απ’ την ορθάνοιχτη μπαλκονόπορτα, την άρπαξε απ’ το χέρι και άρχισε να την τραβολογάει με φούρια.
- «Πρέπει να έρθεις μαζί μου τώρα, τώρα!» την παρότρυνε φωνάζοντας δυνατά. Η Αγγέλα έπαψε ν’ ασχολείται με τα πιάτα που γέμιζαν τον νεροχύτη, έκατσε ανακούρκουδα μπροστά στην κόρη της και ξέμπλεξε με τα δάχτυλά της τα μακριά της μαλλιά που είχαν ανακατευτεί απ’ το τρέξιμο.
- «Τι είναι παιδί μου, τι έπαθες;» τη ρώτησε.
- «Ωχ βρε μαμά, τι να ‘παθα; Τίποτα δεν έπαθα!» ήταν η κάπως ενοχλημένη απάντηση της Σεμέλης, «Απλώς ανακάλυψα κάτι τέλειο και θέλω να το δεις!»
Η Αγγέλα αναστέναξε απαλά.
- «Ε, άντε, δείξε μου τότε!»
Κρατώντας η μια την άλλη απ’ το χέρι, βγήκαν στον κήπο που απλώνονταν πίσω απ’ το σπίτι. Ήταν προχωρημένη άνοιξη και η φυλλωσιά της ηλικιωμένης ιτιάς που τους σκίαζε έλαμπε σμαραγδένια και χρυσή, θροΐζοντας διακριτικά πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Ακολουθώντας την κόρη της, πλησίασε τον πέτρινο μαντρότοιχο που περικύκλωνε τον κήπο και τον χώριζε απ’ τον υπόλοιπο κόσμο καθώς και απ’ τη ρεματιά που άνοιγε πίσω του. Τα σκουρόχρωμα βρύα που φύτρωναν ανάμεσα στα πολυκαιρισμένα λιθάρια του έμοιαζαν με λουρίδες από μουσκεμένο βελούδο που ήταν απαλές στο άγγιγμα και ψυχρές σαν υγρό βαμβάκι.
Η Σεμέλη άνοιξε την ξύλινη πορτούλα που έκοβε το μαντρότοιχο στα δύο. Ύστερα κατέβηκαν μια σειρά από τσιμεντένια σκαλοπάτια που κατηφόριζαν λοξά την πλαγιά της ρεματιάς.
Ένας δροσερός μικρόκοσμος ξεδιπλώθηκε γύρω τους καθώς κατέβαιναν τα στενά σκαλοπάτια, μεγάλα πλατάνια και πυκνές πικροδάφνες, σκουρόχρωμοι κισσοί και βάτα που έκρυβαν με το πυκνό φύλλωμά τους ένα μικρό ποταμάκι που κελάρυζε μελωδικά γύρω από στρογγυλεμένα βράχια και σχημάτιζε μικρούς καταρράκτες που άφριζαν μονότονα.
Η Αγγέλα αντιμετώπιζε με ανάμεικτα συναισθήματα το γεγονός ότι ο κήπος του σπιτιού της συνόρευε μ’ εκείνη την καταπράσινη ρεματιά. Το ότι ζούσε τόσο κοντά σ’ εκείνο το κομμάτι της οργιαστικής βλάστησης την έκανε να νιώθει κάπως προνομιούχα, από την άλλη όμως, κάθε φορά που έπεφτε το σκοτάδι και οι σκιές του δειλινού ανέβαιναν μέσα από εκείνο το χάσμα και απλώνονταν πίσω από το σπίτι, την κυρίευε μιαν αλλόκοτη ανησυχία, μια παράξενη αίσθηση κινδύνου. Θα ‘λεγε κανείς πως υπήρχε κάτι που ελλόχευε ανάμεσα στα σκιερά εκείνα φυλλώματα και την παρακολουθούσε με αμείωτο ενδιαφέρον, κάτι που ήξερε την κάθε της κίνηση. Καταλάβαινε βέβαια πως η αίσθηση αυτή οφειλόταν στο παράξενο περιστατικό που της είχε συμβεί όταν ήταν παιδί, όταν είχε εξαφανιστεί για τρεις ολόκληρες μέρες από το σπίτι της, με αποτέλεσμα οι γονείς της να τρελαθούν από το φόβο τους και να ζητήσουν τη βοήθεια της αστυνομίας.
Στο τέλος της τρίτης μέρας την είχαν ξαναβρεί, χορτάτη και καθαρή, να κάθεται ήσυχα-ήσυχα σ’ ένα βράχο δίπλα στο ποταμάκι, κάτω ακριβώς απ’ το σπίτι. Ποτέ δεν κατάφερε να θυμηθεί τι της είχε συμβεί κατά τη διάρκεια εκείνων των τριών χαμένων ημερών. Από τότε όμως απέφευγε να κατεβαίνει στη ρεματιά.
- «Σεμέλη μου, δε σου έχω πει να μην κατεβαίνεις ποτέ μόνη σου στο ρέμα; Είναι επικίνδυνο!» μάλωσε την κόρη της με ήπιο τόνο.
- «Ναι βρε μαμά, αλλά είναι πάρα πολύ όμορφα!» της απάντησε η Σεμέλη.
Η Αγγέλα παραιτήθηκε από κάθε περαιτέρω προσπάθεια να νουθετήσει το βλαστάρι της, γνωρίζοντας πολύ καλά πόσο μάταια ήταν η προσπάθειά της. Σ’ αυτή την ηλικία τα παιδιά δεν ακούν ποτέ τους γονείς τους. Η ίδια εξάλλου, όχι μόνο δεν είχε αποτελέσει εξαίρεση σ’ αυτόν τον κανόνα, αλλά μάλλον τον είχε επιβεβαιώσει πανηγυρικά.
Όταν όμως έφτασαν στον πυθμένα της ρεματιάς, η Αγγέλα παραδέχτηκε ότι η Σεμέλη είχε δίκιο. Όντως ήταν ένα πολύ όμορφο μέρος, πράγμα που δε θα το φανταζόταν ποτέ κανείς όταν το έβλεπε από ψηλά. Ο χρόνος δεν είχε θαμπώσει ούτε στο ελάχιστο την παραμυθένια ομορφιά που θυμόταν από παιδί. Όπως και τότε, τα πλατάνια που φύτρωναν στις κατηφορικές πλαγιές της ρεματιάς σκίαζαν το φως και το μετέτρεπαν σε μια απαλή φωταύγεια που είχε μια γλυκιά πρασινωπή απόχρωση. Ανάμεσα απ’ τις μπλεγμένες ρίζες τους που κουλουριάζονταν ντυμένες μ’ ένα βαθυπράσινο μανδύα από βρεγμένα βρύα, φιδογύριζε το κρυστάλλινο ποταμάκι σχηματίζοντας κελαρυστούς μαιάνδρους και μικρούς καταρράκτες που γέμιζαν ρηχές λεκάνες. Ιριδίζοντα σύννεφα υγρασίας αιωρούνταν γύρω της ενώ το φως του πρωινού ήλιου διέγραφε διαγώνιες τροχιές που καρφώνονταν σα λαμπερές λόγχες πάνω σε κορμούς κλαδιά και μουχλιασμένα βράχια.
- «Ωραία λοιπόν, τι έχεις να μου δείξεις;»
- «Έλα και θα δεις!» ήταν η κατηγορηματική προτροπή της Σεμέλης η οποία, χωρίς να πτοηθεί καθόλου απ’ το αδιάφορο ύφος της μητέρα της, άρχισε να περπατάει κατά μήκος του ρυακιού, πάνω σ’ ένα στενό μονοπάτι από κάτασπρες κροκάλες που κάποιος είχε τοποθετήσει τη μια πίσω απ’ την άλλη.
- «Έχουμε πολύ ακόμα;» τη ρώτησε η Αγγέλα ύστερα από λίγα λεπτά πεζοπορίας.
- «Όχι πολύ, φτάσαμε!» της απάντησε η κόρη της, η οποία μετά από δύο ακόμα λεπτά δήλωσε:
- «Να, εδώ είναι!»
Το ρέμα πλάταινε μπροστά τους και σχημάτιζε κάτι σαν περίκλειστο κοίλο. Οι πυκνές φυλλωσιές των γύρω δέντρων έπλεκαν ένα είδος φυσικής οροφής που τους έκρυβε απ’ τα μάτια οποιουδήποτε θα σκεφτόταν να τους κοιτάξει απ’ τα μπαλκόνια και τα παράθυρα των πολυκατοικιών που υψώνονταν εκατέρωθεν της ρεματιάς. Το νερό του ρυακιού διέσχιζε τη μικρή εκείνη πλατωσιά γουργουρίζοντας παράξενα, λες και έβραζε μέσα σε μια μεγάλη κατσαρόλα.
Ζωηρόχρωμο γρασίδι κάλυπτε τη δροσερή αυτή κρυψώνα. Μικροσκοπικές καμπανούλες στόλιζαν σα γαλαζωπά αστεράκια το σμαραγδένιο χορτάρι, ανάμεσα σε κάτασπρα χαμομήλια και βαθυκόκκινες παπαρούνες ενώ λίγο πιο πέρα, κοντά στις ρίζες ενός γέρικου πλάτανου, είχαν φυτρώσει κάτι μεγάλα μανιτάρια που σχημάτιζαν έναν τέλειο κύκλο. Το φως του ήλιου που χρύσιζε τα φύλλα των δέντρων, άπλωνε πάνω τους απαλές κηλίδες φωτός που έτρεμαν ασταμάτητα.
- «Πω πω, τι ωραία μανιτάρια!» έκανε η Αγγέλα με θαυμασμό.
- «Δεν είναι απλά μανιτάρια καλέ μαμά, είναι ένας νεραϊδόκυκλος!» της εξήγησε η κόρη της με ύφος ειδήμονα.
- «Ένας τι;» τη ρώτησε η Αγγέλα με απορία.
- «Ένας νεραϊδόκυκλος!»
- «Και τι είναι ο νεραϊδόκυκλος;»
- «Εδώ έρχονται τα βράδια και χορεύουν οι νεράιδες!»
- «Χορεύουν πάνω στα μανιτάρια;»
- «Όχι βέβαια! Αλλά όταν δε χορεύουν, κάθονται η κάθε μια τους πάνω σ’ ένα μανιτάρι και λένε ιστορίες ή συζητάνε για πράγματα που τις ενδιαφέρουν!» της εξήγησε η παντογνώστρια Σεμέλη.
Η Αγγέλα της έριξε ένα πλάγιο βλέμμα. Τα μάτια της Σεμέλης άστραφταν καταπράσινα και λαμπερά στο απαλό φως που γέμιζε τη ρεματιά, εκπέμποντας μιαν ακλόνητη σιγουριά.
- «Ελπίζω να μην ακούμπησες κανένα απ’ αυτά τα μανιτάρια!» της είπε.
- «Όι καλέ μαμά, αφού ανήκουν στις νεράιδες! Δεν τρώγονται! Άσε που απαγορεύεται να πατήσεις μέσα στον κύκλο!»
- «Πώς έτσι;»
- «Αχ βρε μαμά, είσαι εντελώς άσχετη! Δεν ξέρεις ότι αν πατήσεις στο νεραϊδόκυκλο θα θυμώσεις τις νεράιδες; Και τότε μπορεί να σου κάνουν μεγάλο κακό!»
- «Νεράιδες ξε-νεράιδες αυτά τα μανιτάρια είναι δηλητηριώδη!» την έκοψε με πολύ σοβαρό ύφος η Αγγέλα. «Ακόμα και αν τα ακουμπήσεις με τα χέρια σου κινδυνεύεις ν’ αρρωστήσεις! Σ’ αυτήν την περίπτωση πρέπει να τα πλύνεις αμέσως, το κατάλαβες;»
Η Σεμέλη κούνησε το κεφάλι της καταφατικά έχοντας πάρει και εκείνη το ίδιο σοβαρό ύφος για να της δείξει ότι είχε καταλάβει πολύ καλά.
- «Σου αρέσουν όμως;» τη ρώτησε ντροπαλά.
- «Ναι, είναι πολύ όμορφα αλλά άλλη φορά να μην απομακρύνεσαι τόσο πολύ απ’ το σπίτι χωρίς να μου το πεις! Έτσι και φας καμιά γλίστρα σ’ αυτές τις πέτρες και σπάσεις κανένα πόδι χέρι ή κεφάλι, δε θα μπορέσω να σε βοηθήσω γιατί δε θα ξέρω πού ακριβώς βρίσκεσαι, είμαστε σύμφωνοι;»
Η Σεμέλη έγνευσε καταφατικά και στη συνέχεια, αφήνοντας το ξέφωτο στην ησυχία του, πήραν το δρόμο της επιστροφής κρατώντας για μια ακόμα φορά η μια το χέρι της άλλης.
2
Η Αγγέλα της πήρε το βιβλίο απ’ τα χέρια και το περιεργάστηκε. Το ντύσιμό του ήταν πολύ ασυνήθιστο.: Είχε το απαλό χρώμα της λεβάντας, ενώ ασημόχρωμα φύλλα και κοτσάνια φυτών στόλιζαν τις άκρες και τη ράχη του. Στο κέντρο του περίτεχνου εκείνου εξώφυλλου υπήρχε ένα πολυεδρικό γυαλί που έμοιαζε με μενταγιόν. Όταν το κοιτούσες από κοντά, διέκρινες το πρόσωπο ενός κοριτσιού των αρχών του περασμένου αιώνα που σου ανταπέδιδε το βλέμμα μέσα από μια κιτρινισμένη φωτογραφία.
- «Τι είναι πάλι τούτο;»
- «Είναι το ημερολόγιο μιας κοπέλας στην Αγγλία που πέρασε ένα καλοκαίρι στο σπίτι μιας φίλης της στο Δυτικό Σάσεξ και ανακάλυψε ότι στον κήπο του σπιτιού ζούσαν νεράιδες. Είναι πολύ καλό!» της απάντησε η Σεμέλη ενθουσιασμένη. «Λέει ένα σωρό πράγματα για τις νεράιδες και το πώς ζουν!»
Να λοιπόν από που είχαν προέλθει όλες αυτές οι παλαβομάρες για νεραϊδόκυκλους και νυχτερινές νεράιδο-συνελεύσεις στη ρεματιά.
Η Αγγέλα ξεφύλλισε το βιβλίο και ανακάλυψε ότι το περιεχόμενό του ήταν το ίδιο ασυνήθιστο με το εξώφυλλο του. Η κάθε σελίδα, εκτός από ένα πολύ όμορφα τυπωμένο κείμενο, ήταν εμπλουτισμένη με χαριτωμένα σκίτσα, σχεδιαγράμματα, ένθετους φακέλους και βιβλιαράκια που μπορούσες να τ’ ανοίξεις και να τα διαβάσεις. Έμοιαζε πραγματικά με το ημερολόγιο-λεύκωμα κάποιας νεαρής κοπέλας που είχε ζήσει στην Αγγλία των αρχών του 20ου αιώνα. Μέχρι και απομιμήσεις των εισιτηρίων του τραίνου που είχε χρησιμοποιήσει για να πάει στο σπίτι της φιλενάδας της υπήρχαν εκεί μέσα, μαζί μ’ έναν διπλωμένο χάρτη του Δυτικού Σάσεξ και ένα μικρό ντοσιέ με αποξηραμένα λουλούδια που υποτίθεται πως αρέσουν στις νεράιδες. Δεν ήταν ν’ απορεί κανείς που η Σεμέλη κόντευε να πάθει παράκρουση!
- «Πού το βρήκες αυτό το βιβλίο;»
- «Μου το χάρισε η νονά μου, δε θυμάσαι; Στα γενέθλιά μου!»
Η Σεμέλη αναφέρονταν στην Μπέση, μια μάλλον παλαβιάρα και ελαφροΐσκιωτη παιδική φίλη της Αγγέλας. Εδώ που τα λέμε, το βιβλίο αυτό ήταν το είδος του δώρου που θα περίμενε κανείς απ’ τη Μπέση, το σπίτι της οποίας ήταν γεμάτο με μικρές πυραμίδες για θετική ενέργεια και μπλε χαντρούλες για το μάτι.
- «Εδώ διάβασες αυτά που μου είπες το πρωί για τους νεραϊδόκυκλους;»
- «Ναι, λέει επίσης πως αν πατήσεις μέσα σ’ έναν νεραϊδόκυκλο θα μπεις στον κόσμο των ξωτικών!»
- «Και τι γίνεται τότε;»
- «Τότε πολύ δύσκολα θα βγεις από ‘κεί μέσα! Τα λέει όλα στο βιβλίο! Για παράδειγμα, δεν πρέπει να φας ή να πιεις τίποτα απ’ αυτά που θα σου προσφέρουν διαφορετικά θα γίνεις σκλάβα τους για πάντα!»
- «Πολύ ωραία όλα αυτά, αλλά αύριο πρέπει να σηκωθούμε νωρίς και οι δυο μας, εσύ για να πας στο σχολειό σου κι εγώ στη δουλειά μου, σύμφωνοι;»
- «Σύμφωνοι!» της απάντησε η κόρη της με υπάκουο και μειλίχιο ύφος.
Η Αγγέλα της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο, έβαλε το βιβλίο στο ράφι της μικρής βιβλιοθήκης της και τη σκέπασε με την κουβέρτα.
- «Όνειρα γλυκά» της είπε,
- «Όνειρα γλυκά!» ήταν η ήδη νυσταγμένη απάντηση της Σεμέλης.
3
Δύο ώρες αργότερα ετοιμάστηκε κι εκείνη να πάει για ύπνο. Πρώτα ολοκλήρωσε τη συνηθισμένη βραδυνή τελετουργία. Βεβαιώθηκε πως όλες οι πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού ήταν κλειστά και κλειδωμένα, ότι δεν έσταζε καμία βρύση και ότι ο συναγερμός ήταν ενεργοποιημένος. Στη συνέχεια έσβησε τα φώτα και ανέβηκε τη σκάλα που έβγαζε στο πάνω πάτωμα. Όπως κάθε βράδυ, κοντοστάθηκε μπροστά στην πόρτα της Σεμέλης και έστησε αυτί, για να βεβαιωθεί ότι όλα ήταν καλά.
Συνήθως το μόνο που άκουγε ήταν μια βαθιά σιωπή. Απόψε όμως την περίμενε μια έκπληξη. Μέσα στο δωμάτιο της κόρης της ηχούσαν μικρές φωνούλες.
Η Αγγέλα έκλεισε το φως του διαδρόμου και κόλλησε το αυτί της στην πόρτα.
Κάποιος μιλούσε χαμηλόφωνα μέσα στο δωμάτιο σα να προσπαθούσε να μην ακουστεί. Αυτός δεν ήταν άλλος από τη Σεμέλη. Ως εδώ καλά. Μάλλον έλεγε τη βραδινή της προσευχή που πίστευε ότι της εξασφάλιζε ευχάριστα όνειρα. Απόψε όμως κάποιος της απαντούσε, μια λεπτή φωνούλα που είχε μια καμπανιστή και κάπως κρυστάλλινη ποιότητα.
Η έκπληξη που ένιωσε η Αγγέλα μεγάλωσε ακόμα περισσότερο όταν κοίταξε το κάτω μέρος της πόρτας.: Από τη χαραμάδα που διαγραφόταν στο σημείο όπου άγγιζε το δάπεδο του διαδρόμου, ξεχυνόταν μια μελένια ακτινοβολία που αυξομειώνονταν ακανόνιστα λες και κάποια φωτεινή πηγή χόρευε μέσα στο δωμάτιο.
Ε, αυτό πήγαινε πολύ! Άπλωσε το χέρι της πάνω στο πόμολο της πόρτας, αποφασισμένη να την ανοίξει και ν’ ανακαλύψει τι σκάρωνε νυχτιάτικα η Σεμέλη. Εκείνη τη στιγμή όμως το παράξενο φως έπαψε να φέγγει.
Η Αγγέλα κοντοστάθηκε ξαφνιασμένη. Άκουσε την κόρη της να σηκώνεται απ’ το κρεβάτι, να περπατάει μέχρι το παράθυρο, να τραβάει τις κουρτίνες και ν’ ανοίγει τα παραθυρόφυλλά του. Ύστερα, να προσπαθεί ν’ ανέβει στο περβάζι του παράθυρου.
Έσφιξε τα χέρια της γύρω απ’ το πόμολο, το έστριψε και έσπρωξε την πόρτα δυνατά.
Η πόρτα αντιστάθηκε, λες και κάτι την εμπόδιζε ν’ ανοίξει από μέσα. Η Αγγέλα πανικοβλήθηκε. Ξαναέσπρωξε την πόρτα, με όλη της τη δύναμη αυτή τη φορά, και εκείνη άνοιξε μια στάλα, με αποτέλεσμα να ξεχυθεί μέσα απ’ το δωμάτιο μια δυνατή ριπή ανέμου που της ανακάτεψε τα μαλλιά.
Η Αγγέλα έσπρωξε για τρίτη φορά και τότε η πόρτα άνοιξε διάπλατα.
Το δωμάτιο απλώθηκε μπροστά της άδειο, βουβό και αναστατωμένο, λες και το είχε χτυπήσει ένας μικρός ανεμοστρόβιλος. Ο αέρας ήταν γεμάτος με σκισμένα φύλλα απ’ τα τετράδια της Σεμέλης που στριφογύριζαν σα φθινοπωρινά φύλλα στον αέρα, το παράθυρο έχασκε ορθάνοιχτο, οι κουρτίνες του κρέμονταν μισοξηλωμένες ενώ το φως ενός ισχνού μισοφέγγαρου ζωγράφιζε ένα χλωμό τετράγωνο στη μοκέτα που κάλυπτε το πάτωμα. Και η Σεμέλη είχε γίνει άφαντη.
Ένα τρεχαλητό ακούστηκε στον κήπο, ο ήχος γοργών βημάτων που αλαφροπατούσαν στο γκαζόν.
Η Αγγέλα όρμησε στο παράθυρο και ίσα-ίσα που πρόλαβε να διακρίνει τη μικρόσωμη σιλουέτα της Σεμέλης να τρέχει προς την ξύλινη πορτούλα που οδηγούσε στη ρεματιά. Στα χέρια της κρατούσε το βιβλίο με τις νεράιδες που της είχε χαρίσει η νονά της. Δεν ήταν μόνη. Γύρω της, διαγράφοντας φωτεινές σπείρες και κύκλους στον αέρα, πετούσαν δύο φωτεινά όντα που έμοιαζαν με μεγάλες πυγολαμπίδες. Παράξενες σκιές χόρεψαν στον κήπο και οι φυλλωσιές της ιτιάς αναδεύτηκαν σαν τα δίχτυα μιας πελώριας παγίδας από σκοτάδι και φως πάνω απ’ το ξανθομάλλικο κεφάλι της Σεμέλης.
Η κόρη της, μαζί με τους δύο συνοδούς της, άνοιξε την πορτούλα, άρχισε να κατεβαίνει δυο-δυο τα σκαλοπάτια που κατέβαιναν στο ρέμα και εξαφανίστηκε απ’ το οπτικό της πεδίο.
Ένας παγερός άνεμος τη χτύπησε καταπρόσωπο. Η Αγγέλα ξαναχώθηκε στο παράθυρο, χύμηξε έξω απ’ το μικρό υπνοδωμάτιο, κουτρουβάλησε τη σκάλα που έβγαζε στο ισόγειο και βγήκε στον κήπο απ’ την κουζίνα, αφού έχασε κάποια πολύτιμα δευτερόλεπτα προσπαθώντας να ξεκλειδώσει την τζαμένια πόρτα της.
Ο κήπος ήταν άδειος, έρημος και σκοτεινός. Κι όμως πριν από λίγα μόλις δευτερόλεπτα τον είχε διασχίσει το κοριτσάκι της μαζί με δύο... Τι;... Τι ήταν αυτά τα φωτεινά πράγματα;
Έτρεξε προς την ξύλινη πορτούλα που είχε παραμείνει ανοιχτή και άρχισε να κατεβαίνει τα τσιμεντένια σκαλοπάτια.
Το σκοτάδι πύκνωσε γύρω της για τα καλά. Το φως του φεγγαριού μόλις και κατάφερνε να ζωγραφίσει με αχνές πινελιές τα κλαδιά των γύρω δέντρων. Παρά την αγωνία που τη βασάνιζε, αναγκάστηκε να κατέβει ένα-ένα τα σκαλοπάτια, αργά και προσεκτικά. Κάποια στιγμή πάτησε το χορταριασμένο και υγρό έδαφος της ρεματιάς. Η υγρασία του ρυακιού που κυλούσε στα βάθη του άγγιξε το πρόσωπο της, μαζί με τον ήχο του τρεχούμενου νερού.
Μια αχνή λάμψη σπινθηροβόλησε από μακριά, ένα φως που είχε την ίδια μελένια απόχρωση που είχε δει να ξεχύνεται κάτω απ’ την πόρτα της Σεμέλης.
Αδιαφορώντας για τ’ αγκάθια και τις πέτρες που καραδοκούσαν γύρω της κρυμμένα στο σκοτάδι, άρχισε να κινείται προς την κατεύθυνση της αχνής εκείνης λάμψης, παραπατώντας σα μεθυσμένη πάνω στις κροκάλες του ρυακιού ενώ αόρατα κλαδιά μπλέκονταν στα μαλλιά της και προσπαθούσαν να της γρατσουνίσουν το πρόσωπο.
Όταν έφτασε στο χορταριασμένο ξέφωτο με τα μανιτάρια και τις καμπανούλες, την κυρίευσε ένα κύμα παραλυτικής έκπληξης.
Η μικρή εκείνη πλατωσιά έσφυζε από ζωή. Δεκάδες μικροσκοπικά πλασματάκια, ανθρωπάκια που είχαν διαστάσεις λιλιπούτειες, έτρεχαν εδώ κι εκεί σαν υπερκινητικές ακρίδες, έπαιζαν κρυφτό ανάμεσα στις καμπανούλες, κάθονταν δίπλα στο ρυάκι, χοροπηδούσαν πάνω στις ομπρέλες των μανιταριών και χόρευαν γύρω απ’ τα στελέχη τους. Το καθένα τους εξέπεμπε το δικό του ιδιαίτερο φως. Έμοιαζαν να περιβάλλονται από λαμπερά φωτοστέφανα και φωτεινά τόξα που εκπορεύονταν απ’ τις πλάτες τους και έμοιαζαν με φτερά. Της θύμισαν τη φωτεινή άλω που εμφανίζεται γύρω απ’ τα φανάρια του δρόμου τις νοτισμένες νύχτες του χειμώνα ή γύρω απ’ την πανσέληνο όταν ο ουρανός είναι συννεφιασμένος. Κάποια ακτινοβολούσαν κίτρινα και κόκκινα, άλλα πράσινα σαν το λαμπρότερο σμαράγδι, αλλά ζαφειρένια και άλλα μαργαριταρένια, σαν το πρώτο φως της αυγής.
Η Σεμέλη, ντυμένη με τις ροζ πυτζάμες της και το χνουδωτό της μπουρνούζι, στεκόταν μπροστά στον κύκλο με τα μανιτάρια και κοίταζε το εσωτερικό του, σα να παρακολουθούσε κάποιο συναρπαστικό θέαμα. Γύρω της σπινθηροβολούσε κάτι σα χρυσαφένιο σύννεφο ενώ τα μαλλιά της έπλεαν στον αέρα, λες και αψηφούσαν τον νόμο της βαρύτητας.
Η Σεμέλη έσκυψε ακόμα περισσότερο, έχασε την ισορροπία της και έπεσε μέσα στον κύκλο όπου και εξαφανίστηκε, σα να μην είχε υπάρξει ποτέ.
Και τότε τα φώτα που γέμιζαν το ξέφωτο έσβησαν ως δια μαγείας. Τα μικροσκοπικά ανθρωπάκια έτρεξαν όλα μαζί προς τον μανιταρόκυκλο και εξαφανίστηκαν μέσα του, σαν διάπυρες σπίθες οξυγονοκόλλησης που έλυωναν στον αέρα.
Η Αγγέλα έτρεξε προς τον νεραϊδόκυκλο αλλά το μόνο που αντίκρισε ήταν τα μεγάλα μανιτάρια του. Ανάμεσά τους, στο κέντρο του κύκλου, κοίτονταν πεσμένο το παιδικό βιβλίο της Σεμέλης.
4
Άρπαξε το βιβλίο λες και ήταν το πολυτιμότερο πράγμα του κόσμου και κοίταξε γύρω της αλαφιασμένη. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή ενώ τα πόδια της έμοιαζαν να έχουν μεταμορφωθεί σε δίδυμες στήλες από νερό. Γονάτισε πάνω στο γρασίδι για να μη σωριαστεί καταγής.
«Μα τι κάνω;» σκέφτηκε τότε. «Η κόρη μου εξαφανίστηκε μπροστά στα μάτια μου και εγώ ασχολούμαι μ’ ένα παιδικό βιβλίο;»
Ένιωσε έτοιμη να λιποθυμήσει. Παγωμένος ιδρώτας ανάβλυσε σ’ όλο της το κορμί.
- «Θα μπεις και εσύ στο νεραϊδόκυκλο;» τη ρώτησε μια απαλή φωνή.
- «Ποιος μου μιλάει;» έκανε κοιτάζοντας πανικόβλητη το σκοτάδι που την περικύκλωνε.
Έπιασε μια κίνηση με την άκρη των ματιών της και άκουσε κάτι κλαδιά ν’ αναδεύονται κάπου εκεί κοντά. Κάτω απ’ το ασημένιο φως του μισοφέγγαρου που μόλις είχε ξεμυτίσει πίσω απ’ την ταράτσα μιας γειτονικής πολυκατοικίας, αντίκρισε μια μικρόσωμη σιλουέτα. Ήταν καθισμένη πάνω στον κορμό ενός πλάτανου που έκανε διχάλα.
- «Εγώ, ένας φύλακας!» της απάντησε.
Κάτι στη μορφή του την έκανε να καταλάβει ότι δεν ήταν ανθρώπινο πλάσμα. Διαγραφόταν σα μαυριδερό αποτύπωμα στη σκοτεινιά. Της φάνηκε ότι φορούσε ένα μακρόστενο σκούφο και ότι το δεξί του πόδι ήταν κάπως παραμορφωμένο, πιο κοντό απ’ το αριστερό.
- «Θέλω την κόρη μου! Πού βρίσκεται; Πες μου!» τον ρώτησε η Αγγέλα επιτακτικά. «Τι της συνέβη;»
- «Η κόρη σου πέρασε τα σύνορα των δύο κόσμων και τώρα βρίσκεται στη χώρα της αιώνιας άνοιξης» της εξήγησε το πλάσμα. «Ο μόνος τρόπος για να τη βρεις είναι να μπεις κι εσύ μέσα στον κύκλο. Έχε υπόψη σου όμως ότι δε θα σε καλοδεχτούν εκεί πέρα!»
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε το μακρινό κορνάρισμα ενός αυτοκινήτου. Η Αγγέλα κόντεψε να βάλει τα γέλια. Λίγα μόλις μέτρα μακρύτερα, έξω απ’ τη ρεματιά, κάποιοι πάρκαραν τ’ αυτοκίνητά τους σε πυλωτές πολυκατοικιών, και κάποιοι άλλοι παρακολουθούσαν φλύαρα δελτία ειδήσεων κι έτρωγαν το βραδινό τους, εντελώς ανυποψίαστοι για τα εξωφρενικά γεγονότα που διαδραματίζονταν λίγο πιο πέρα απ’ τα στενά μπαλκόνια και τους φωταγωγούς των διαμερισμάτων τους. Ήταν να τρελαίνεται κανείς!
- «Γνώριζε όμως ότι η πύλη ανοίγει για μια και μόνο νύχτα του χρόνου, απόψε, τη νύχτα της Πρωτομαγιάς. Αν δεν ξαναβγείς μέχρι το ξημέρωμα, θα παγιδευτείς στην άλλη πλευρά για πάντα!» πρόσθεσε ο μυστηριώδης συνομιλητής της.
Η Αγγέλα έσφιξε τα δόντια, δρασκέλισε τον δακτύλιο των μανιταριών και πάτησε το χορτάρι που φύτρωνε στο εσωτερικό του.
Το έδαφος στροβιλίστηκε κάτω απ’ τα πόδια της σαν το νερό ενός νεροχύτη που ρουφιέται στο σωλήνα μιας αποχέτευσης. Ένας δυνατός άνεμος βούιξε γύρω απ’ το κεφάλι της σαν θυμωμένο μελίσσι. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια. Τα τριζόνια έπαψαν να τραγουδούν και οι βάτραχοι σταμάτησαν να κοάζουν μέσα στη σκοτεινιά της ρεματιάς.
Όταν άνοιξε τα μάτια της και πάλι, ανακάλυψε πως βρισκόταν καταμεσής ενός χορταριασμένου λειβαδιού. Το φως του φεγγαριού είχε αποκτήσει μια χάλκινη απόχρωση και γέμιζε με χρυσαφένια φλουριά τις φυλλωσιές ενός απέραντου δάσους που περιέβαλλε το λειβάδι.
Μια απαλή μελωδία άγγιξε τ’ αυτιά της, ένα τραγούδι που έμοιαζε με γλυκό νανούρισμα. Της φάνηκε πως αχνά φώτα έτρεμαν και λαμπύριζαν ανάμεσα απ’ τους κορμούς και τις φυλλωσιές των δέντρων του δάσους.
Εκείνη βγήκε απ’ τον νεραϊδόκυκλο και άρχισε να βαδίζει προς το μέρος απ’ όπου πήγαζε η μουσική.
5
Τα δέντρα που υψώνονταν γύρω της ήταν πραγματικά γιγαντιαία. Οι στιλπνοί τους κορμοί ορθώνονταν λείοι γυαλιστεροί και τεράστιοι, σαν τους κίονες ενός κολοσσιαίου Αιγυπτιακού ναού. Ανάμεσά τους φύτρωναν φτέρες και πυκνό γρασίδι που έπνιγαν τα βήματά της και τη διευκόλυναν να πλησιάσει απαρατήρητη το μέρος απ’ όπου ακουγόταν η μουσική.
Κάποια στιγμή ανακάλυψε ένα μονοπάτι που την οδήγησε σ’ ένα σημείο όπου το έδαφος γινόταν κατηφορικό και κατέληγε σ’ ένα μικρό ξέφωτο, σε μια έκταση όπου δε φύτρωνε κανένα δέντρο.
Εκεί πέρα είχε μαζευτεί ένα πλήθος ανθρώπων, τουλάχιστον για άνθρωποι έμοιαζαν από εκείνη την απόσταση. Χόρευαν αργά έχοντας σχηματίσει ένα μεγάλο κύκλο και τραγουδούσαν όλοι μαζί εκείνη την απαλή μελωδία που είχε τραβήξει την προσοχή της.
Από τα χαμηλότερα κλαδιά των δέντρων που τους περικύκλωναν, κρέμονταν σφαιρικά φαναράκια από χαρτί που σκόρπιζαν ένα γλυκό κίτρινο φως. Σε μια άκρη του ξέφωτου ορθωνόταν μια πελώρια βελανιδιά. Ανάμεσά στις τεράστιες ρίζες της υπήρχε ένας μεγαλόπρεπος θρόνος πάνω στον οποίο καθόταν μια γυναίκα η οποία κρατούσε στα λευκά της χέρια της το άτονο κορμί της Σεμέλης που έμοιαζε να κοιμάται βαθιά.
Αυτό το γεγονός, το ότι η κόρη της βρίσκονταν στα χέρια εκείνης της γυναίκας, έκανε την Αγγέλα να βγει απ’ την κρυψώνα της και να βαδίσει κατευθείαν καταπάνω στην ομήγυρη.
Η εμφάνισή της είχε ένα άμεσο αποτέλεσμα. Το νανούρισμα και ο χορός κόπηκαν με το μαχαίρι και οι χορευτές την κοίταξαν κατάπληκτοι, λες και πρώτη φορά έβλεπαν άνθρωπο στη ζωή τους. Εδώ που τα λέμε, σκέφτηκε η Αγγέλα, αυτό θα μπορούσε να είναι και η αλήθεια.
Τα πρόσωπα τους ήταν πολύ όμορφα, όχι εντελώς ανθρώπινα, προικισμένα όμως με λεπτά και κομψά χαρακτηριστικά, με άσπιλες επιδερμίδες και λαμπερά μάτια. Μαλλιά που άστραφταν σα μεταξένια στο φως των φαναριών έπεφταν μακριά και πλούσια πάνω σε λεπτούς ώμους και χυτές πλάτες ενώ τα αρχαϊκά ρούχα που φορούσαν έμοιαζαν να είναι φτιαγμένα από πολυτελή υφάσματα, από πορφυρό βελούδο, εβένινο κασμίρι και χρυσοκέντητο σατέν.
Παραμέρισαν από μπροστά της και άνοιξαν ένα διάδρομο που κατέληγε στο θρόνο και στη γυναίκα που καθόταν επάνω του.
Η Αγγέλα διέσχισε την απόσταση που τη χώριζε απ’ το θρόνο και στάθηκε μπροστά της.
- «Ώστε ήρθες στο βασίλειό μου!» αναφώνησε η γυναίκα. «Να και κάτι που κανείς μας δεν το περίμενε!» Η φωνή της ήχησε καμπανιστή και μεγαλόπρεπη, η φωνή μιας πραγματικής βασίλισσας, βαθιά και καθάρια.
Η Αγγέλα την κοίταξε κατάματα, οπλισμένη με το θάρρος που της χάριζε η αποφασιστικότητά της να πάρει πίσω το παιδί της.
- «Προφανώς κάποιος φύλακας έβαλε το χεράκι του εδώ!» συμπλήρωσε η γυναίκα. «Διαφορετικά κάτι τέτοιο δε θα συνέβαινε ποτέ!»
Ήταν πιο μεγαλόσωμη απ’ το κανονικό. Το ύψος της θα πρέπει να έφτανε τα δυόμισι μέτρα. Φορούσε ένα φαρδύ και πολυτελές φόρεμα από πράσινο μεταξωτό. Τα μαλλιά της που ήταν μακρυά, καστανά και υπέροχα χτενισμένα, πλαισίωναν ένα πανέμορφο πρόσωπο με ψηλά ζυγωματικά και λαμπερό δέρμα που άστραφτε σα να ήταν πασπαλισμένο με μαργαριταρόσκονη. Τα μάτια της καρφώθηκαν στο πρόσωπο της Αγγέλας πράσινα και αμυγδαλωτά, αψεγάδιαστα σαν πολύτιμοι λίθοι αλλά εκείνη αρνήθηκε να χαμηλώσει το βλέμμα της. Ένα βαρύτιμο στέμμα στόλιζε το κεφάλι της γυναίκας, ένα κομψοτέχνημα από σμαράγδια που το κάθε ένα τους ήταν μεγάλο σα βελανίδι.
- «Έχεις καταλάβει φαντάζομαι για ποιο λόγο βρίσκομαι εδώ!» της είπε η Αγγέλα.
- «Θα μιλάς με σεβασμό στη βασίλισσά μας!» φώναξε κάποιος απ’ το πλήθος που γέμιζε το ξέφωτο, κάνοντας ένα απειλητικό βήμα προς το μέρος της.
Η Βασίλισσα σήκωσε το χέρι της. Η κίνηση της αυτή στάθηκε αρκετή για να τον σταματήσει.
- «Υποθέτω ότι ήρθες για να πάρεις την κόρη σου» ήταν η ασυγκίνητη απάντηση της προς την Αγγέλα.
- «Ακριβώς! Μου την έκλεψες και τη θέλω πίσω!»
Η Βασίλισσα έβαλε τη Σεμέλη να ξαπλώσει σε μια μεγάλη κούνια που ήταν φτιαγμένη από κισσό. Η Σεμέλη ούτε που φάνηκε να ενοχλείται απ’ αυτή την μετακίνηση. Το πρόσωπό της εξακολούθησε να έχει μια μακάρια έκφραση, λες και έβλεπε το πιο όμορφο όνειρο της ζωής της.
- «Μου ζητάς να σου δώσω το παιδί μου» της είπε.
- «Μην τη λες έτσι! Είναι δικό μου παιδί! Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να μου την πάρεις, όποια κι αν είσαι!» της φώναξε εξαγριωμένη η Αγγέλα.
Η Βασίλισσα την κοίταξε σιωπηλή για λίγα δευτερόλεπτα και μετά δήλωσε:
- «Είναι και δική μου κόρη, όσο είναι και δική σου. Γιατί κι εσύ είσαι κόρη μου.»
Η Αγγέλα της ανταπέδωσε το βλέμμα κατάπληκτη.
- «Τι θες να πεις;»
- «Είσαι η κόρη μου, όπως ήταν κόρη μου η μητέρα σου. Όλες σας κατάγεστε από μένα, είστε τα γεννήματα του έρωτά μου με κάποιον μακρινό σας πρόγονο, πριν από πολλά-πολλά χρόνια, όταν η πόλη όπου τώρα κατοικείς δεν ήταν παρά δάσος και χωράφια!»
- «Αυτό είναι κάτι που αρνούμαι να πιστέψω!» της πέταξε η Αγγέλα αν και βαθιά μέσα της ένιωσε ν’ αναδύεται ένα κύμα αβεβαιότητας. Η αλήθεια ήταν πως υπήρχαν κάποιες ομοιότητες ανάμεσα στην όψη της γυναίκας και της Σεμέλης, εκείνα τα πράσινα μάτια για παράδειγμα και τα καστανά κυματιστά μαλλιά.
- «Γιατί είσαι τόσο πεισματάρα;» τη ρώτησε η Βασίλισσα γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι της στο πλάι. «Αφού εμείς οι δύο έχουμε ξαναμιλήσει! Αλήθεια, όταν ήσουν επτά ετών, θυμάσαι τίποτα από τις τρεις μέρες που έλειψες απ’ το σπίτι σου, απ’ το ίδιο αυτό σπίτι όπου κατοικείς και σήμερα; Δε θυμάσαι που σε είχα φέρει σε τούτο ‘δω το μαγεμένο δάσος; Εσύ όμως μου ζήτησες να σε γυρίσω πίσω, στους γονείς σου και στη βρωμιά και την ασχήμια του κόσμου των ανθρώπων!»
- «Τι σημασία έχει αυτό;» ήταν η παγερή απάντηση της Αγγέλας. «Θέλω την κόρη μου και θα την πάρω ό,τι και να κάνεις!»
- «Αυτό θα το δούμε!» της απάντησε η Βασίλισσα. «Αλήθεια όμως, θα πρέπει να πεινάς και να διψάς μετά απ’ όλες αυτές τις συγκινήσεις. Θα ήθελες να σου προσφέρω κάτι;»
Ένας άνδρας που ήταν ντυμένος στα κόκκινα εμφανίστηκε δίπλα της. Κρατούσε στα χέρια του έναν ασημένιο δίσκο που περιείχε ένα ποτήρι κρασί και ένα κατακόκκινο μήλο.
Η Αγγέλα τους έριξε μια ματιά και πραγματικά ένιωσε την πείνα και τη δίψα να σαλεύουν μέσα της. Εκείνη τη στιγμή όμως θυμήθηκε τα λόγια της Σεμέλης, αυτό που της είχε πει νωρίτερα, το ίδιο εκείνο βράδυ, λίγο πριν την πάρει ο ύπνος στο κρεβάτι της. Ήταν σα να είχε περάσει μια ολόκληρη χιλιετία από τότε.
«Δεν πρέπει να φας ή να πιεις τίποτα από αυτά που θα σου προσφέρουν διαφορετικά θα γίνεις σκλάβα τους για πάντα!»
- «Όχι ευχαριστώ» είπε στον άνδρα. «Ούτε πεινάω, ούτε διψάω!»
Μια σκιά απογοήτευσης πέρασε απ’ το πρόσωπο της βασίλισσας του δάσους.
- «Τι πρέπει να κάνω για να πάρω πίσω τη Σεμέλη;» τη ρώτησε η Αγγέλα, απολαμβάνοντας τη μικρή εκείνη νίκη.
Η βασίλισσα της είπε ύστερα από μια σύντομη σιωπή:
- «Πιστεύω στη δικαιοσύνη, γι’ αυτό και κυβερνάω αυτό το δάσος ειρηνικά και με την άδεια του λαού μου εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια. Αν ξεπεράσεις τη δοκιμασία που θα σου επιβάλλω, τότε θ’ αποκτήσεις το δικαίωμα να πάρεις πίσω την κόρη σου με την ευχή μου. Δέχεσαι;»
- «Δέχομαι!» της απάντησε η Αγγέλα. «Τι πρέπει να κάνω;»
- «Αν καταφέρεις και αγγίξεις την κόρη σου πριν ξημερώσει, θα σου δώσω την άδεια να την πάρεις πίσω στο δικό σου κόσμο. Για να δούμε όμως πως θα ξεπεράσεις ΑΥΤΟ το εμπόδιο!»
Η Αγγέλα τυλίχτηκε από ένα λευκό φως που έμοιαζε με αστραπή. Αμέσως μετά συνέβη κάτι το πολύ παράξενο. Τα γύρω αντικείμενα άρχισαν να μεγαλώνουν σε μέγεθος και ν’ απομακρύνονται από κοντά της. Κοίταξε κατάπληκτη ολόγυρα και τότε, με τρόμο ανακάλυψε πως δεν ήταν τα γύρω αντικείμενα που μεγάλωναν και απομακρύνονταν από κοντά της αλλά ήταν εκείνη η ίδια που μίκραινε, και μάλιστα με αυξανόμενη ταχύτητα!
Τα δέντρα που περικύκλωναν το ξέφωτο έγιναν τεράστια και μακρινά, σαν απόκρημνα βουνά χαμένα στην ομίχλη. Το χορτάρι κάτω απ’ τα πόδια της την ξεπέρασε σε ύψος. Οι σιλουέτες των υπηκόων της βασίλισσας μεταμορφώθηκαν σε πελώρια αγάλματα και στη συνέχεια σε δυσθεώρητους όγκους που έμοιαζαν με ουρανοξύστες.
Και τελικά βρέθηκε να στέκεται δίπλα σε μια χοντρή πράσινη κολώνα που πριν από λίγα μόλις δευτερόλεπτα ήταν ο εύκαμπτος μίσχος ενός ταπεινού κυκλάμινου.
Κάτι σαν μπουμπουνητό έσκισε τον αέρα. Η Αγγέλα έκλεισε τ’ αυτιά της με τα χέρια της για να μετριάσει την ένταση του ανυπόφορου εκείνου ήχου, και κατάφερε να ξεχωρίσει τα εξής λόγια:
- «Τώρα έχεις αποκτήσει το μέγεθος που έχουν οι υπήκοοί μου όποτε αποφασίζουν να περιπλανηθούν στο δικό σου κόσμο! Για να δούμε λοιπόν, πώς θα καταφέρεις να πλησιάσεις την κόρη σου!»
6
Η Αγγέλα κοίταξε γύρω της τρομαγμένη. Τι θα έκανε τώρα; Το χορτάρι του ξέφωτου είχε μετατραπεί σε μια πυκνή λόχμη που την περικύκλωνε από κάθε μεριά. Το φως από τα φαναράκια των δέντρων μόλις που κατάφερνε να απαλύνει το σκοτάδι που κρέμονταν γύρω της... Άραγε έτσι αντιλαμβάνονταν το περιβάλλον τους τα έντομα και όλα τα μικρόσωμα πλάσματα που μοιράζονται τον κόσμο μαζί με τους ανθρώπους;
Αυτό το ερώτημα την οδήγησε σε μια δεύτερη, πολύ πιο δυσοίωνη σκέψη: Τι θα μπορούσε να κάνει έτσι και ερχόταν αντιμέτωπη με κάποιο πεινασμένο μυρμήγκι, με καμία σαρανταποδαρούσα ή με κανένα αλογάκι της Παναγίας; Από τα ντοκιμαντέρ που έβλεπε πότε-πότε στην τηλεόραση, ήξερε πως τα περισσότερα έντομα, εκτός από αμείλικτοι κυνηγοί, ήταν πολύ δυνατά συγκριτικά με το μέγεθός τους. Ένα μυρμήγκι για παράδειγμα μπορούσε να σηκώσει είκοσι φορές το βάρος του. Σίγουρα δεν είχε καμία ελπίδα έτσι και την έβαζε στο μάτι. Καταρχήν, έτσι μικροσκοπική καθώς είχε γίνει, θα είχε στα μάτια της το μέγεθος λιονταριού. Η σαρανταποδαρούσα θα έμοιαζε με σχολικό λεωφορείο και το αλογάκι της Παναγίας με πολεμικό αεροσκάφος!
Η Αγγέλα αγκάλιασε τους ώμους της και ένιωσε ένα ρίγος τρόμου να διασχίζει τη ραχοκοκαλιά της. Είχε μπλεχτεί σε μια θεότρελη περιπέτεια που γινόταν όλο και περισσότερο απειλητική.
Μια τούφα γρασιδιού που έμοιαζε με συστάδα από πανήψυλες καλαμιές αναδεύτηκε μπροστά της. Εκείνη κράτησε την αναπνοή της τρομοκρατημένη.
Ένα πρασινοντυμένο ανθρωπάκι με ψαρά μαλλιά που είχε το δικό της μέγεθος έκανε την εμφάνισή του.
- «Ψιτ!» της έκανε, «κοπελιά, απο΄δω!»
- «Τι είσαι εσύ πάλι;» το ρώτησε μην πιστεύοντας στα μάτια της.
- «Άσε τις ερωτήσεις για αργότερα! Έλα μαζί μου αν θες να τη σκαπουλάρεις απόψε και θα σου εξηγήσω μετά!»
Η Αγγέλα αποφάσισε να το ακολουθήσει χωρίς πολλές-πολλές αντιρρήσεις. Παραμέρισε με δυσκολία τους μίσχους του χορταριού που φύτρωναν ανάμεσά τους, το πλησίασε αλλά σταμάτησε να κινείται όταν είδε δίπλα του μια λιβελούλα που ήταν μεγάλη σαν ελικόπτερο.
Βέβαια, υπενθύμισε για άλλη μια φορά στον εαυτό της, δεν ήταν το έντομο τεράστιο, εκείνη είχε γίνει σα σπόρος.
Είδε το ανθρωπάκι να σκαρφαλώνει στο σημείο όπου το λεπτό κεφάλι της λιβελούλας ενώνονταν με το υπόλοιπο κορμί της και να της κάνει νόημα να το μιμηθεί.
- «Έλα!» της είπε βιαστικά, «ανέβα!»
- «Εκεί πάνω;» το ρώτησε εκείνη γεμάτη δυσπιστία.
- «Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο, σε λίγο ξημερώνει, ανέβα σου λέω!»
Οι κεραίες που στόλιζαν το κεφάλι της λιβελούλας κουνήθηκαν σα να της έκαναν νόημα να βιαστεί. Η Αγγέλα πλησίασε το τεράστιο έντομο και με τη βοήθεια του πρασινοντυμένου καβαλάρη, ανέβηκε και κάθισε πίσω του, σ’ ένα κάθισμα που έμοιαζε με σέλα.
- «Φύγαμε!» της είπε αυτός και με το μικρό μπαστούνι που κρατούσε στα χέρια του χτύπησε δύο φορές τη ράχη του εντόμου. Ένα ζευγάρι διάφανων φτερών που ιρίδιζαν σαν ουράνια τόξα έκαναν την εμφάνισή τους και άρχισαν να χτυπάνε τον αέρα με τρομερή ταχύτητα, σαν ηλεκτρικά μοτέρ. Ένας δυνατός άνεμος ανακάτεψε τα μαλλιά της Αγγέλας και η λιβελούλα απογειώθηκε με τόσο μεγάλη ταχύτητα που εκείνη έσφιξε τα πόδια της γύρω απ’ τη σέλα και τα χέρια της γύρω απ’ την παχουλή μέση του πρασινοντυμένου πιλότου όσο πιο δυνατά μπορούσε. Καθώς ο αέρας τη χτυπούσε με δύναμη στο πρόσωπο και το βουητό απ’ τα φτερά του εντόμου την ξεκούφαινε, ο γύρω κόσμος άρχισε να στριφογυρίζει τρελά και το ιπτάμενο υποζύγιο τους να κερδίζει γοργά ύψος. Στην αρχή πέταξαν πάνω απ’ το γρασίδι του ξέφωτου που έμοιαζε με απέραντο τροπικό δάσος, μετά αιωρήθηκαν πάνω απ’ τα κεφάλια των υπηκόων της βασίλισσας του δάσους που πυργώνονταν τεράστιοι και πανύψηλοι σαν πολυόροφες πολυκατοικίες. Στη συνέχεια πλησίασαν τις φυλλωσιές των δέντρων. Η λιβελούλα κλυδωνίστηκε σα μεθυσμένος ταύρος και η Αγγέλα μόλις και κατέφερε να καταπνίξει μια κραυγή τρόμου που πάλεψε να ξεφύγει απ’ το λαρρύγγι της. Δεν ήταν όμως παρά ένας ελιγμός προσγείωσης. Η λιβελούλα κάθισε πάνω σε μια τραχιά και ακανόνιστη επιφάνεια, σ’ ένα κλαδί που έμοιαζε με κρεμαστή γέφυρα που κρέμονταν πάνω απ’ το χάος.
Η Αγγέλα, ακολουθώντας το παράδειγμα του σωτήρα της, ξεπέζεψε απ’ το υπάκουο έντομο και έκανε μερικά ασταθή βήματα πάνω στο κλαδί. Η λιβελούλα άπλωσε και πάλι τα φτερά της, τα χτύπησε με δύναμη, απογειώθηκε και έγινε άφαντη.
- «Μπορείς να μου πεις τώρα ποιος είσαι;» ρώτησε τον πρασινοντυμένο ανθρωπάκο.
- «Τα ονόματα δεν έχουν σημασία!» της είπε εκείνος επιτιμητικά. «Ή μάλλον, είναι καλύτερα να μην ξέρεις πώς με λένε γιατί έτσι και σε πιάσει η βασίλισσα, δε θα ήθελα να με βάλει στο μάτι όταν καταλάβει πως κατάφερες να της ξεφύγεις!»
- «Θα μου πεις τουλάχιστον τι θέλεις από μένα;»
- «Βεβαίως!»Της απάντησε το ανθρωπάκι, καθώς περπατούσε βιαστικό πάνω στο κλαδί. «Λοιπόν τα πράγματα έχουν ως εξής: όπως καταλαβαίνεις εσύ και η κόρη σου δεν ανήκετε στο δικό μας κόσμο και βρίσκεστε εδώ παρά τη θέλησή σας. Ο νεραϊδόκοσμος όμως παρουσιάζει μερικές ιδιοτροπίες.»
«Εμένα μου λες;» σκέφτηκε η Αγγέλα.
«Δεν ανέχεται ξένα σώματα στο εσωτερικό του, γι’ αυτό και πάνω απ’ το δάσος έχουν μαζευτεί μαύρα σύννεφα. Όπου να ’ναι θα ξεσπάσει μια άγρια καταιγίδα με μπόλικο χαλάζι αστραπές και κεραυνούς. Αυτό βέβαια λίγο ενδιαφέρει τη βασίλισσά μας μια και με τα μαγικά της δεν κινδυνεύει ούτε απ’ τους κεραυνούς ούτε απ’ το χαλάζι, αλλά εγώ, η οικογένειά μου και όλο μου το σόι που ζούμε σ’ αυτό το δέντρο που βλέπεις, έχουμε διαφορετική άποψη! Έτσι και φάμε κανένα κεραυνό κατακούτελα και πιάσει φωτιά το δέντρο μας, θα μείνουμε άστεγοι, κάτι που σαν ιδέα δε μας αρέσει καθόλου! Γι’ αυτό και αποφασίσαμε να σε βοηθήσουμε! Μόλις αγγίξεις την κόρη σου τα μάγια θα λυθούν και η βασίλισσα θα υποχρεωθεί να σας γυρίσει πίσω στον κόσμο σας! Μπήκες;»
- «Μπήκα!» του απάντησε η Αγγέλα.
- «Ωραία, ακολούθησέ με λοιπόν!»
Στο μεταξύ είχαν φτάσει στο σημείο όπου το κλαδί ενωνόταν με τον κορμό του δέντρου. Εκεί πέρα έχασκε ένα άνοιγμα που έμοιαζε με την είσοδο μιας μικρής σπηλιάς.
Ο οδηγός της έκανε στο πλάι και της έκανε και μια μικρή υπόκλιση.
- «Μετά από ‘σας!» είπε.
Η Αγγέλα υπάκουσε στην προτροπή του και μπήκε στην τρύπα.
Αντίκρισε την αρχή μιας σπειροειδούς τσουλήθρας που ελίσσονταν σαν πηνίο γύρω απ’ το πελώριο κούφιο εσωτερικό του δέντρου. Ένα αναπάντεχο σπρώξιμο του ανθρωπάκου την έστειλε να κουτρουβαλήσει στην τσουλήθρα που ήταν απίστευτη λεία και γλιστερή, λες ήταν φτιαγμένη από γυαλί.
Προτού προλάβει να κάνει το παραμικρό, άρχισε να γλιστράει προς τα κάτω, όλο και πιο γρήγορα, κάνοντας κάτι απίστευτες στροφές και σκαμπανεβάσματα που ήταν χειρότερα και απ’ αυτά που κάνουν τα βαγονάκια των ρόλερ-κόστερ στα λούνα-παρκ τα οποία είναι τουλάχιστον εξοπλισμένα με καθίσματα και προστατευτικές μπάρες.
Εντελώς απροειδοποίητα όμως η ιλιγγιώδης εκείνη κάθοδος έλαβε τέλος.
Καθώς είχε αναπτύξει μια τρομερή ταχύτητα, καρφώθηκε σα βλήμα πάνω σε κάτι που έμοιαζε με χοντρό στρώμα από χνούδια που αν και κατάφεραν να τερματίσουν κατά τρόπο ανώδυνο την τρελή πορεία της, πετάχτηκαν παντού σαν ένα πυκνό και αποπνιχτικό σύννεφο από ίνες βαμβακιού. Κάποιες απ’ αυτές μπήκαν στο στόμα της και της προκάλεσαν έναν τρελό βήχα, άλλες την τύφλωσαν και άλλες κόλλησαν πάνω της και την έκαναν να μοιάζει μ’ αυτούς τους δυστυχείς εξόριστους στις ταινίες Γουέστερν που οι κακοί τους κάλυπταν με πίσσα και πούπουλα και τους έστελναν στην έρημο καβάλα σ’ ένα γαιδούρι. Όταν κατάφερε να σταθεί στα πόδια της και ν’ απομακρύνει τα χνούδια που είχαν κολλήσει στο πρόσωπό της, αντίκρισε μια ομάδα ανθρώπων που έμοιαζαν να περιμένουν την αφιξή της ανυπόμονα. Μόλις βγήκε απ’ το λάκκο με τα χνούδια, μαζεύτηκαν γύρω της, άρχισαν να την καθαρίζουν και να της λένε όλοι μαζί:
- «Δεν έχουμε και πολύ χρόνο, όπου να ’ναι θα ξεσπάσει η καταιγίδα! Ήδη ακούστηκαν τα πρώτα μπουμπουνητά!» Τα πρόσωπά τους ήταν αναψοκοκκινισμένα και τα μάτια τους έλαμπαν με αγωνία.
Η Αγγέλα προσπάθησε να ξεφύγει απ’ τα χέρια τους που την τραβολογούσαν και την πιλάτευαν πυρετικά και να τους ρωτήσει:
- «Τι ακριβώς έχετε σχεδιάσει;»
Μια γυναίκα, τουλάχιστον έμοιαζε με γυναίκα καθώς τα μαλλιά της ήταν πιο μακριά από των υπολοίπων και το πρόσωπό της πιο απαλό, ανέλαβε να της απαντήσει:
- «Θα σε κατεβάσουμε μ’ ένα σκοινί που φτιάξαμε ειδικά για την περίσταση έτσι ώστε να βρεθείς ακριβώς πάνω απ’ την κόρη σου. Μόλις την αγγίξεις τα μάγια θα λυθούν και θ’ ανακτήσεις το φυσιολογικό σου μέγεθος. Η Βασίλισσα δε θα τολμήσει να σε πειράξει γιατί έχει δώσει το λόγο της οπότε δεσμεύεται απ’ την υπόσχεσή της. Μετά θ’ αποφασίσεις εσύ τι θα κάνεις!»
Η Αγγέλα έγνεψε καταφατικά. Είδε δυο μέλη της ομάδας ν’ ανοίγουν μια καταπακτή και να της κάνουν νόημα να τους πλησιάσει.
Εκείνη υπάκουσε στην προτροπή τους και αντίκρισε μια απύθμενη άβυσσο στο βάθος της οποίας απλωνόταν κάτι σα μαλλιαρή πεδιάδα. Κατάλαβε πως αντίκριζε το αχτένιστο κεφάλι της κόρης της που κοιμόνταν ακόμα του καλού καιρού στην κούνια που της είχε φτιάξει η βασίλισσα. Έγνεψε καταφατικά. Εκείνοι τύλιξαν γύρω απ’ τη μέση και κάτω απ’ τα χέρια της ένα χοντρό σκοινί και μετά την έσπρωξαν στο άνοιγμα της καταπακτής από όπου και άρχισαν να την κατεβάζουν σιγά-σιγά προς τα κάτω.
Μέχρι να προσγειωθεί πάνω στα μαλλιά της Σεμέλης η Αγγέλα κράτησε τα μάτια της κλειστά καθώς η σκέψη ότι απείχε αναλογικά πολλές εκατοντάδες μέτρα απ’ το έδαφος, στάθηκε αρκετή για να της παγώσει το αίμα.
Μετά από μια αργή κάθοδο που της φάνηκε ατελείωτη, ένιωσε τα πόδια της ν’ ακουμπάνε σε κάτι μαλακό. Άνοιξε τα μάτια της και αντίκρισε το μάγουλο της Σεμέλης. Το φίλησε απαλά.
Μια λευκή λάμψη την τύλιξε για δεύτερη φορά. Το σώμα της μεγεθύνθηκε ακαριαία, το σκοινί των κάτοικων του δέντρου που έσφιγγε το στήθος και τα μπράτσα της έσπασε σε χίλια κομμάτια και ο κόσμος απέκτησε και πάλι τις συνηθισμένες του διαστάσεις.
Στάθηκε όρθια μπροστά στη Βασίλισσα που την κοιτούσε έκπληκτη, για πρώτη φορά σ’ εκείνο το αλλόκοτο βράδυ, σήκωσε την κόρη της απ’ την κούνια και την έσφιξε στην αγκαλιά της.
- «Ξεπέρασα τη δοκιμασία» της είπε. «Τι έχεις να πεις τώρα;»
- «Πραγματικά την ξεπέρασες» της απάντησε εκείνη, επανακτώντας την ψυχραιμία της. «Αλλά προτού πάρεις το παιδί σου και εγκαταλείψετε για πάντα αυτόν τον κόσμο, σκέψου πολύ καλά τι πας να κάνεις!»
Εκείνη τη στιγμή μια αστραπή που την ακολούθησε ένας εκκωφαντικός κεραυνός έκανε ολόκληρο το δάσος να σειστεί συθέμελα.
- «Ξέρω πολύ καλά τι κάνω» της είπε η Αγγέλα αφού έριξε μια μακρόσυρτη ματιά στους αυλικούς της βασίλισσας που είχαν μαζευτεί γύρω της και την κοιτούσαν φοβισμένοι. «Μου ζητάς να σου παραδώσω την κόρη μου και να την αναθρέψεις εσύ, σ’ έναν ξένο κόσμο, όπου θα είναι η μοναδική που δε θα διαθέτει μαγικές δυνάμεις! Ξέχασε το! Δεν ανήκουμε εδώ, καμία από τις δυο μας, και μόνο προβλήματα θα προκαλέσει η παρουσία μας!»
Ένας παράξενος άνεμος άρχισε να φυσάει πάνω απ’ το ξέφωτο. Η ένταση του μεγάλωσε με γεωμετρική πρόοδο. Τα γύρω δέντρα άρχισαν να κλυδωνίζονται και τα φαναράκια τους να τρεμοσβήνουν. Μια δεύτερη αστραπή φώτισε το ξέφωτο σαν το φλας μιας τεράστιας φωτογραφικής μηχανής.
- «Στάσου!» φώναξε η βασίλισσα που στεκόταν όρθια μπροστά της, πανήψυλη και απειλητική σαν Κύκλωπας. «Ένα ναι από σένα αρκεί για να σταματήσει η καταιγίδα! Στο ξαναλέω, για μια ακόμα φορά, σκέψου καλά τι πας να κάνεις, στέλνεις την κόρη σου πίσω σ’ έναν κόσμο που είναι βρώμικος και άσχημος, που κάθε μέρα πλησιάζει όλο και περισσότερο στο χείλος της καταστροφής!»
- «Είναι ο κόσμος μας! Μας ανήκει και του ανήκουμε!» της απάντησε η Αγγέλα, σφίγγοντας πιο δυνατά την κοιμισμένη Σεμέλη πάνω στο στήθος της.
- «Ανήκετε κι εδώ όμως! Είσαστε και δικά μου παιδιά και διεκδικώ το δικαίωμα να σας προστατεύσω!»
Από τα μάτια της βασίλισσα ξεπήδησε μια επικίνδυνη λάμψη θυμού. Εκείνη τη στιγμή όμως ένας κεραυνός χτύπησε ένα δέντρο και έστειλε ένα μεγάλο κλαδί να συντριφτεί φλεγόμενο ανάμεσά τους. Η Αγγέλα άρπαξε την ευκαιρία και κρατώντας πάντα τη Σεμέλη στην αγκαλιά της το έβαλε στα πόδια. Γύρω της ξέσπασε ένα πραγματικό πανδαιμόνιο. Ένας λυσσαλέος άνεμος άρχισε να σφυρίζει ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων, απανωτές αστραπές έσκισαν το σκοτάδι και μια ριπή πυκνού χαλαζιού τη μαστίγωσε στο πρόσωπο. Εκείνη έβαλε φτερά στα πόδια της, και πριν καλά-καλά το καταλάβει, βρέθηκε στο λειβάδι όπου βρισκόταν ο νεραιδόκυκλος. Στο φως των αστραπών που έπεφταν τώρα με ρυθμό οπλοπολυβόλου, καθώς οι βροντές και τα μπουμπουνητά της έπαιρναν τ’ αυτιά, διέκρινε τον νεραϊδόκυκλο να διαγράφεται σαν φωτεινός κύκλος πάνω στο παχύ χορτάρι.
Βούτηξε μέσα του και καθώς το δάσος άρχισε να στροβιλίζεται έριξε μια τελευταία ματιά πάνω απ’ τον ώμο της. Το θέαμα που αντίκρισε της έκοψε την αναπνοή.
Βαριά σύννεφα είχαν σκεπάσει τον ουρανό. Σχημάτιζαν μια πελώρια χοάνη που φωτιζόταν από έναν καταιγισμό γαλαζοπράσινων αστραπών. Ευχήθηκε οι κάτοικοι του δέντρου να ήταν καλά, έκλεισε σφιχτά τα μάτια της και τυλίχτηκε από μια πυκνή σκοτεινιά και μια εξίσου βαθιά ησυχία.
Όταν άνοιξε τα μάτια της και πάλι ανακάλυψε πως βρισκόταν πίσω στο ρέμα με το ποταμάκι και τα πλατάνια. Κόντευε να ξημερώσει και μια ροδαλή ανταύγεια φώτιζε τον ουρανό. Απ’ τα παράθυρα των γύρω πολυκατοικιών ακούγονταν ξυπνητήρια και ραδιόφωνα.
Ήταν Τρίτη πρωί, ξημερώματα, η δεύτερη μέρα του Μαίου.
Η Αγγέλα χαμογέλασε ανακουφισμένη. Το βλέμμα της έπεσε πάνω στη Σεμέλη που εξακολουθούσε να κοιμάται βαθιά και στη συνέχεια στον μικρόσωμο άνθρωπο που την κοιτούσε καθισμένος στις συστρεμμένες ρίζες ενός πλάτανου. Το πρόσωπό του εξακολουθούσε να κρύβεται στις σκιές που ακόμα γέμιζαν τη ρεματιά.
- «Λοιπόν, τα κατάφερες!» της είπε.
- «Ναι, τα κατάφερα» του απάντησε η Αγγέλα. «Θα ήθελα όμως να σε ρωτήσω κάτι.»
- «Ό,τι θέλεις!» της απάντησε εκείνος.
- «Τι θα γίνει με το παιδί μου;»
- «Σε λίγο θα ξυπνήσει και δε θα θυμάται απολύτως τίποτα απ’ αυτήν την εμπειρία. Τίποτε άλλο;»
- «Ναι. Γιατί με βοήθησες;»
- «Γιατί ήθελα να ξεπληρώσω ένα παλιό χρέος. Όταν ο προπάππους σου, αυτός που μια φορά και έναν καιρό ερωτεύτηκε η κυρά του δάσους, ανακάλυψε για πρώτη φορά αυτή την πύλη, με βρήκε δίπλα της να αιμορραγώ. Όταν κυκλοφορώ στο κόσμο σας συνηθίζω να παίρνω διάφορες μορφές, συνήθως μορφές ζώων για να μη με αναγνωρίζει κανείς. Εκείνο το βράδυ είχα μεταμορφωθεί σε αλεπού και είχα πέσει σε μια παγίδα. Ο παππούς σου με λυπήθηκε. Περιποιήθηκε το τραύμα μου, χωρίς να ξέρει ότι δεν είμαι πραγματικό ζώο, και μου άφησε φαγητό και νερό. Ποτέ του δεν κατάλαβε ποιον είχε βοηθήσει. Και εγώ ποτέ δεν μπόρεσα να του ξεπληρώσω τη χάρη. Αλλά τώρα βρήκα την ευκαιρία. Στον νεραϊδόκοσμο βλέπεις τίποτα δεν πάει χαμένο και τα χρέη πάντα ξεπληρώνονται, έστω και με κάποια μικρή καθυστέρηση!»
* σημείωση: η εικόνα ανοίγματος του παρόντος άρθρου είναι δημιουργία της Mistress-Jaeden.
________________________________