από Ερρίκο Σμυρναίο
Ιεροσυλία
1
Τα δόκανα της επερχόμενης τιμωρίας που μου αξίζει ετοιμάζονται να με συνθλίψουν. Ο θάνατος καλπάζει καταπάνω μου με το βουητό αναρίθμητων φτερών. Ξέρω πως δεν υπάρχει σωτηρία, πως όπου κι αν προσπαθήσω να κρυφτώ, όσο γρήγορα κι αν τρέξω, οι στιγμές που μου έχουν απομείνει είναι μετρημένες. Κι όμως όλα ξεκίνησαν τόσο ήρεμα, τόσο ειδυλλιακά θα ‘λεγε κανείς!
Φέρτε στο μυαλό σας, αν μπορείτε, το χρυσαφένιο φως ενός ανοιξιάτικου απογεύματος. Φανταστείτε πως περιβάλλεστε από ένα πυκνό πευκοδάσος, πως ακούτε το τραγούδι αναρίθμητων πουλιών καθώς πυκνές φυλλωσιές απλώνονται πάνω απ’ το κεφάλι σας. Καταπράσινες πευκοβελόνες χρυσίζουν στον ήλιο ενώ ένα απαλό αεράκι ανασαίνει ανάμεσά τους, γλυκό και μεθυστικό σα ζεστό κρασί, ανάλαφρο, ποτισμένο με το άρωμα του θυμαριού, του μελισσόχορτου και του χαμομηλιού. Κι εσείς ξέρετε πως σε λίγο θα είστε νεκρός. Πως ελπίδα δεν υπάρχει.
Το ταπεινό εκκλησάκι που αντικρύζω μέσα απ’ το παρμπρίζ του αυτοκινήτου είναι μοναχικό και απόμερο. Φωλιάζει στις πλαγιές του Ψηλορείτη, περικυκλωμένο από ένα πυκνό πευκοδάσος.
Όταν το αντίκρυσα για πρώτη φορά, αντιστεκόταν στο διαβρωτικό άγγιγμα του χρόνου χάρη στις φροντίδες ενός αφοσιωμένου ερημήτη που στην προσπάθειά του ν’ αγγίξει το θεό, είχε αποστρέψει για πάντα το βλέμμα του απ’ το θορυβώδη κόσμο των ανθρώπων.
Το φως του ήλιου που είχε αρχίσει να γέρνει στον ορίζοντα έπεφτε ζεστό πάνω του σα στοργικό χάδι. Τ’ αυτιά μου γέμιζαν με το βαθύ βουητό των μελισσών που τρυγούσαν αμέριμνες τα λουλούδια του ολάνθιστου κήπου που απλωνόταν έξω απ’ τους πετρόχτιστους τοίχους της εκκλησίας, πίσω απ’ το λιτό οίκημα του ασκητή που τελικά δολοφόνησα.
Δεν ήθελα να τον σκοτώσω, αυτή είναι η αλήθεια. Αν και λίγη σημασία έχει τώρα πια. Βρισκόταν απλά στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή. Είχα έρθει για να κλέψω την εικόνα που φυλασσόταν στην Αγία Τράπεζα της εκκλησίας –αυτό ήταν όλο. Τη στιγμή όμως που έσπαγα την περίτεχνη κορνίζα της χτυπώντας τη δυνατά στις μαρμάρινες πλάκες που σκέπαζαν το δάπεδο του ιερού, απομεινάρια σίγουρα κάποιου προχριστιανικού ναού, μια από εκείνες τις πλάκες είχε σηκωθεί όρθια σαν καταπακτή και ο ενοχλητικός εκείνος γέροντας είχε κάνει την εμφάνισή του μέσα απ’ το μαύρο στόμιο ενός αθέατου περάσματος.
Κινήθηκα αστραπιαία. Πριν προλάβει να κάνει την παραμικρή κίνηση, άρπαξα ένα βαρύ καντηλέρι απ’ την Άγια Τράπεζα και τον χτύπησα δυνατά στο κεφάλι. Το κρανίο του άνοιξε στα δύο σαν τσόφλι, εκείνος σωριάστηκε καταγής και σπαρτάρησε αδύναμα για λίγο, ο μισός έξω και ο μισός μέσα στην τρύπα που κρυβόταν κάτω απ’ το δάπεδο. Τα λευκά του μαλλιά και τα γένεια του βάφτηκαν κόκκινα, τα μάτια του καρφώθηκαν πάνω μου τρομαγμένα ενώ το πρόσωπό του συσπώταν από ένα μορφασμό απέραντης έκπληξης.
Επαναλαμβάνω πως δεν ήθελα να τον σκοτώσω. Αλλά χρειαζόμουν τα λεφτά που θα έβγαζα από την εικόνα. Λίγο τα καζίνο, λίγο η πρέζα, λίγο ο τζόγος στο χρηματιστήριο είχα μείνει ταπί. Τα τελευταία χρόνια έτσι επιβίωνα, κλέβοντας παλιά εικονίσματα από μοναχικά μοναστήρια και εκκλησίες και πουλώντας τα σ’ ένα δικό μου άνθρωπο, σ’ έναν ενεχυροδανειστή με γνωριμίες που τα προωθούσε στους κατάλληλους ανθρώπους.
Έσυρα το γέροντα έξω απ’ την τρύπα και αναρωτήθηκα τι θα έκανα με το πτώμα του. Παραμέρισα το βελούδινο παραπέτασμα που χώριζε το ιερό απ’ το κύριο τμήμα της εκκλησίας και έριξα μια τρομαγμένη ματιά γύρω μου. Ήταν άδειο και σιωπηλό. Η τοξωτή εξώθυρα της εκκλησίας που διαγραφόταν απέναντί μου σαν πέτρινη κορνίζα, πλαισίωνε ένα κομμάτι καταγάλανου ουρανού, πράσινων πεύκων και πλούσιου γρασιδιού.
Διέσχισα βιαστικά το εσωτερικό της εκκλησίας και την έκλεισα με μια γρήγορη κίνηση. Στη συνέχεια έχωσα το κλειδί που κρεμόταν από ένα καρφί στον τοίχο μέσα στην κλειδαρότρυπα και το γύρισα τρεις φορές. Μόνο τότε τόλμησα να στηρίξω την πλάτη μου πάνω της και ν’ αναλογιστώ τι ήταν αυτό που μόλις είχα κάνει. Το σκοτεινό και δροσερό εσωτερικό της εκκλησίας μου φάνηκε πνιγηρό ξαφνικά, φορτωμένο με το άρωμα του λυωμένου κεριού και του λιβανιού που γέμιζε τον αέρα. Για μια στιγμή ένιωσα σαν να είχα εισχωρήσει στο εσωτερικό μιας πελώριας κυψέλης.
Το βουητό των μελισσών ακουγόταν απαλό και βαρύ απ’ έξω, γλυκό σα μια τεράστια σταγόνα από μέλι.
Όταν τα μάτια μου συνήθισαν το σκοτάδι, έριξα μια προσεκτική ματιά ολόγυρα για να βεβαιωθώ πως εξακολουθούσα να είμαι μόνος. Ήμουν. Τα καντήλια που κρέμονταν μπροστά απ’ τα εικονίσματα των αγίων του τέμπλου σκόρπιζαν ένα αχνό ημίφως που ήταν απαλό σαν κεχριμπάρι. Μέσα απ’ τα μικρά παράθυρα που άνοιγαν γύρω απ’ το θόλο της οροφής με τη μισοσβησμένη επεικόνιση του παντοκράτορα που με κοιτούσε από ψηλά, αυστηρά και με ανεξιχνίαστο βλέμμα, οι ακτίνες του ήλιου έμπαιναν πλαγιστές και χάραζαν άυλες ταινίες στον ακίνητο αέρα. Η σιωπή που κρεμόταν γύρω μου ήταν σχεδόν υπερφυσική.
Περπατώντας στις μύτες των ποδιών μου ξαναμπήκα στο ιερό και το βλέμμα μου καρφώθηκε στο κατάμαυρο άνοιγμα απ’ όπου είχε ξεπροβάλλει ο γέροντας. Έμοιαζε να οδηγεί βαθιά μέσα στα έγκατα της γης.
Αν και είχα ακούσει πολλές ιστορίες για εκκλησίες που έχουν χτιστεί πάνω στα θεμέλια αρχαίων ελληνικών ναών οι οποίοι με τη σειρά τους είχαν χτιστεί πάνω στα ανοίγματα σπηλαίων που τα προϊστορικά χρόνια ασκούνταν χθόνιες λατρείες, πρώτη φορά έβλεπα κάτι τέτοιο με τα μάτια μου.
Πλησίασα την τρύπα, έγειρα πάνω της κι έστησα αυτί, το μόνο πράγμα όμως που κατάφερα ν’ ακούσω ήταν μια βαθιά σιγή. Είδα πως μια σειρά από σιδερένιες μπάρες ξεκινούσαν απ’ τα χείλη του ανοίγματος και χάνονταν στο σκοτάδι. Σχημάτιζαν μια κάθετη σκαλωσιά η οποία έμοιαζε να με προσκαλεί ν’ ανακαλύψω πού κατέληγε.
Μακάρι να είχα κάνει πίσω εκείνη τη στιγμή. Μακάρι να μην είχα κατεβεί εκείνες τις μπάρες και να είχα φύγει απ’ το ιερό, να είχα βγει απ’ την εκκλησία και να είχα κλείσει πίσω μου την πόρτα. Όμως, σπρωγμένος απ’ την απληστία που με κέντριζε σαν αλογόμυγα, αποφάσισα να λύσω το μυστήριο καθώς το ένστικτό του τυχοδιώκτη, η πλανερή εκείνη φωνή που διαφθείρει όλους τους ανθρώπους που αναζητούν τον εύκολο πλουτισμό, μου ψιθύριζε πως κάτι το καταπληκτικό κρυβόταν μέσα σ’ εκείνη την τρύπα, κάτι που θ’ αλλαζε τη ζωή μου για πάντα.
Άρχισα λοιπόν να κατεβαίνω ένα-ένα τα σιδερένια εκείνα σκαλοπάτια. Γρήγορα με περικύκλωσαν τα στενά και καμπυλωτά τοιχώματα ενός αρχαίου πηγαδιού. Η βαθιά σιωπή που γέμιζε την εκκλησία συνέχισε να με τυλίγει σαν γούνινη κουβέρτα ενώ η διάχυτη μυρωδιά του λιωμένου κεριού μου γαργαλούσε τα ρουθούνια το ίδιο επίμονα όπως και στο εσωτερικό της εκκλησίας.
Κάποια στιγμή η σκαλωσιά τελείωσε και τα πόδια μου πάτησαν στον πυθμένα του πηγαδιού. Αντίκρυσα την αρχή μιας στενής σήραγγας που έμοιαζε να οδηγεί σε κάποιον μεγαλύτερο χώρο όπου έλαμπε ένα γλυκό φως.
Άρχισα να περπατώ στις μύτες των ποδιών μου προς τη χρυσαφένια εκείνη λάμψη, με τις γροθιές μου σφιγμένες, αποφασισμένος ν’ αντιμετωπίσω οποιαδήποτε απειλή, όταν βρέθηκα ξαφνικά αντιμέτωπος μ’ ένα καταπληκτικό θέαμα.
Η σήραγγα κατέληγε σ’ ένα κυκλικό θάλαμο που έμοιαζε με το θολωτό τάφο ενός μυκηναίου βασιλιά. Απέναντί μου, πάνω σ’ ένα πέτρινο βάθρο, περικυκλωμένο από ένα δαχτυλίδι από καντήλια που κρέμονταν σα σταλακτίτες απ’ την κυρτή οροφή του θαλάμου, στεκόταν το πιο υπέροχο άγαλμα που έχω δει ποτέ στη ζωή μου, το πάλλευκο είδωλο μιας γυναίκας σε φυσικό μέγεθος, που έσφιγγε δυο κουλουρισμένα φίδια στα τεντωμένα χέρια της.
Μου θύμισε τα μινωικά αγαλματίδια που κάποτε στόλιζαν το αρχαίο παλάτι της Κνωσσού. Η φαρδυά φούστα της ήταν σκεπασμένη από πλάκες καταγάλανου σμάλτου, περιβραχιόνια από ασήμι, χαλκό και χρυσάφι έσφιγγαν τους κομψούς της βραχίονες και τα φίδια που τυλίγονταν στα χέρια της είχαν φολίδες από κατάμαυρο όνυχα και κόκκινο αιματίτη. Το πρόσωπό της ήταν πραγματικά υπέροχο, ευγενικό και αυστηρό συνάμα σαν την προτομή της Νεφερτίτης, τα πλούσια στήθη της καλύπτονταν από πολύχρωμα περιδέραια και αλυσσίδες στολισμένες με πολύτιμες πέτρες ενώ το κεφάλι της κατέληγε σ’ ένα καταπληκτικό στέμμα με αστραφτερά πετράδια που σπινθηροβολούσαν σαν αστέρια στο φως των καντηλιών.
Όταν πλησίασα το άγαλμα, μαγνητισμένος απ’ την αρχαϊκή ομορφιά του, πρόσεξα πως στα πόδια του βρισκόταν τοποθετημένο ένα πήλινο δοχείο που ήταν γεμάτο με κάποιο παχύρρευστο υγρό. Ένα πλούσιο άρωμα απλώθηκε γύρω μου. Ήταν μέλι. Κατάλαβα πως ο γέροντας που μόλις είχα σκοτώσει είχε κάνει μια προσφορά προς τη θεότητα που απεικόνιζε το άγαλμα.
Έμεινα κατάπληκτος! Χριστιανός ιερέας και να λατρεύει ένα προχριστιανικό είδωλο;
Οι τοίχοι γύρω μου, που έμοιαζαν περισσότερο με τα λαξευμένα τοιχώματα μιας φυσικής σπηλιάς, ήταν καλυμένοι από προϊστορικές ζωγραφιές που απεικόνιζαν αντιλόπες, ζαρκάδια, βίσωνες και γαλαζωπούς πιθήκους, ζώα δηλαδή που εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια δε ζουν πια στην Κρήτη.
Ένιωσα τότε πως βρισκόμουν σ’ ένα μέρος αφάνταστα ιερό, στον υπόγειο χώρο μιας πανάρχαιας λατρείας που είχε ξεκινήσει πριν απ’ την αυγή της ιστορίας, τότε που οι πρώτοι άνθρωποι είχαν προσαράξει στις ακτές του νησιού.
Το χρυσοστόλιστο είδωλο ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακό από κοντά. Οι πολύτιμοι λίθοι που το κάλυπταν άστραφταν εκτυφλωτικά ενώ η μεθυστική μυρωδιά του ζεστού κεριού και του μελιού έκανε το κεφάλι μου να γυρίζει.
Κοίταξα το άγαλμα κατάματα, το τέλειο πρόσωπό του με τα υπερφυσικά όμορφα χαρακτηριστικά, τα σαρκώδη χείλη από κόκκινο σμάλτο και τα κατάμαυρα μαλλιά από λεπτοσκαλισμένο όνυχα. Τα υπέροχα μάτια του αποτελούνταν από δύο πελώρια οπάλια που έλαμπαν κίτρινα σαν τις ίριδες μιας τίγρης, φώλιαζαν στις κόγχες τους σαν υπέρλαμπρες φλόγες που παγίδευαν το απαλό φως των καντηλιών και σκορπούσαν μια πυρακτωμένη ακτινοβολία.
Και τότε κάτι ξύπνησε μέσα μου –μια λυσσαλέα λαχτάρα. Μπροστά μου βρισκόταν η λύση για όλα τα προβλήματα που με βασάνιζαν, ένας ανεκτίμητος θησαυρός που είχε τη μορφή ενός περίλαμπρου αγάλματος.
Ψαχούλεψα πυρετικά τις τσέπες μου έως ότου βρήκα ένα σουγιά. Τον άνοιξα και με χέρια που έτρεμαν λες και ψηνόμουν από τον πυρετό, άρχισα να βγάζω ένα-ένα τα πετράδια που στόλιζαν το στέμμα του αγάλματος, μέχρι που γέμισα τις τσέπες του παντελονιού μου. Στη συνέχεια κοίταξα τα λαμπερά μάτια. Έχωσα τη λεπίδα του σουγιά μέσα στις κόγχες τους και τα ξεκόλλησα με προσοχή.
Έκανα ένα βήμα προς τα πίσω και επιθεώρησα το έργο μου. Το πρόσωπο του αγάλματος έμοιαζε βεβηλωμένο, στη θέση των εκθαμβωτικών του ματιών υπήρχαν δύο απαίσιες τρύπες που με κοιτούσαν ανέκφραστες.
Του γύρισα την πλάτη, βγήκα απ’ το θάλαμο, διέσχισα τη σήραγγα και ανέβηκα τη σκαλωσιά που οδηγούσε στο ιερό της εκκλησίας. Μετά, άρπαξα το άψυχο κορμί του γέροντα, το πέταξα μέσα στο πηγάδι και το έκλεισα ερμητικά με το μαρμάρινο καπάκι του. Σκούπισα τα αίματα τόσο καλά ώστε να νιώσω αρκετά σίγουρος πως είχα εξαφανίσει κάθε ίχνος της παρουσίας μου.
Όταν βγήκα στην εκκλησία κι έκλεισα πίσω μου την πόρτα, το πρόσωπο του έξω κόσμου είχε αλλάξει. Ο ήλιος είχε βυθιστεί πίσω απ’ τον ορίζοντα και έναν φωτεινό μούχρωμα που είχε την κόκκινη απόχρωση του αίματος κάλυπτε τον ουρανό. Το βουητό των μελισσών στον κήπο είχε αλλάξει. Είχε γίνει περισσότερο βαθύ και δυνατό, πιο διαπεραστικό.
Μπήκα στ’ αμάξι μου κι άρχισα να οδηγώ προς την πόλη του Ηρακλείου.
«Είσαι ασφαλής» έλεγα ξανά και ξανά στον εαυτό μου. «Κανείς δε σε ξέρει και κανείς δε σε είδε, έκανες τον τέλειο φόνο και πολύ γρήγορα θα έχεις τόσα πολλά λεφτά που θα ζήσεις σαν κροίσος για την υπόλοιπη ζωή σου».
Ξαφνικά ένιωσα ένα διαπεραστικό πόνο. Τινάχτηκα τρομαγμένος και παραλίγο να χάσω τον έλεγχο του αυτοκινήτου. Όταν σταμάτησα στην άκρη του δρόμου και σήκωσα το μανίκι του πουκαμίσου μου, ανακάλυψα πως μια μεγάλη και χνουδωτή μέλισσα είχε χώσει το κεντρί της βαθιά μέσα στο δεξί μου μπράτσο.
2
Μέχρι να φτάσω στο Ηράκλειο είχα αρρωστήσει πολύ άσχημα. Στην αρχή μ’ έπιασε πονοκέφαλος και μετά το κεφάλι μου άρχισε να γυρίζει. Είχα ρίγη που γρήγορα έγιναν ανεξέλεγκτα, ενώ κρύος ιδρώτας ανάβλυζε από κάθε πόρο του δέρματός μου. Ύστερα άρχισα να πρήζομαι και ν’ αναπνέω με ολοένα και μεγαλύτερη δυσκολία και μετά ανακάλυψα πως τα δάχτυλα των χεριών μου είχαν γίνει μπλε. Μια ματιά στον καθρέφτη μ’ έκανε να παγώσω ολόκληρος απ’ το φόβο μου καθώς ανακάλυψα πως το πρόσωπό μου έμοιαζε με νεκρική μάσκα. Τα χείλη μου είχαν μαυρίσει, τα μάγουλά μου ήταν ρουφηγμένα, το δέρμα μου είχε γίνει άσπρο σαν το χαρτί και τα μάτια μου με κοιτούσαν σκοτεινιασμένα και υγρά, χωμένα βαθιά σε μαυρισμένες κόγχες. Κατάλαβα πως δε θα τα έβγαζα πέρα, πως το τσίμπημα της μέλισσας που το σώμα της κοίτονταν τώρα λιωμένο πάνω στο παρπρίζ του αυτοκινήτου, μου είχε προκαλέσει κάποιου είδους αλλεργική αντίδραση.
Κατάφερα με τα χίλια ζόρια να οδηγήσω μέχρι το νοσοκομείο της πόλης. Παρκάρισα τ’ αμάξι έξω από την πτέρυγα για τα επείγοντα περιστατικά και καθώς ένιωθα τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν, έβγαλα τα πετράδια από τις τσέπες του παντελονιού και τα έχωσα σε μια εσωτερική τσέπη ενός σακ-βουαγιάζ που βρισκόταν δίπλα μου, πάνω στη θέση του συνοδηγού. Στη συνέχεια άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου, βγήκα έξω και κατέρρευσα πάνω στην άσφαλτο του προαύλιου σα σακί με πατάτες.
Ένιωσα περισσότερο παρά είδα ανθρώπους να μαζεύονται γύρω μου, να με βάζουν σ’ ένα φορείο και να με μεταφέρουν μέσα σε ατελείωτους ασπροφωτισμένους διαδρόμους.
Μετά ξεκίνησαν οι εφιάλτες…
Είδα το πρόσωπο της βεβηλωμένης θεάς να με κοιτάζει μέσα από ένα ερεβώδες ημίφως καθώς οι φλόγες των καντηλιών που κρέμονταν γύρω της είχαν μεταμορφωθεί σε γαλαζωπά φαντάσματα των προηγούμενων εαυτών τους. Στη θέση των ματιών της έχασκαν δυο απαίσιες τρύπες. Μόλις την πλησίαζα, σπρωγμένος από μια φρικιαστική παρόρμηση που αδυνατούσα να ελέγξω, ξεπηδούσαν από μέσα τους ρυάκια σκουροκόκκινου αίματος που φούσκωναν σα χείμαρροι κι έτρεχαν ανεξέλεγκτα, ζωγραφίζοντας σκοτεινά ρυάκια πάνω στα πάλλευκα μάγουλά της και γεμίζοντας το στήθος της μ’ αιματοβαμμένες κορδέλες.
Ξανά και ξανά αναπηδούσα απ’ το έρεβος της αναισθησίας κι έβρισκα τον εαυτό μου ξαπλωμένο σε κάποιο ξένο κρεβάτι, μόνο και μόνο για να ξαναβυθιστώ στον εφιάλτη πλακωμένος από το βάρος μιας ασήκωτης εξάντλησης και να ξαναβρεθώ αντιμέτωπος με το απαίσιο άγαλμα που με κοιτούσε με τα τυφλά του μάτια. Τα φίδια που κρατούσε στα χέρια του ζωντάνευαν και απειλούσαν να με δαγκώσουν ενώ εκείνη άπλωνε τα χέρια της για να με σφίξει στην αγκαλιά της καθώς ένα φρικιαστικό χαμόγελο παραμόρφωνε το αιματοβαμμένο της πρόσωπο.
Κάποια στιγμή ξύπνησα λουσμένος απ’ το λαμπρό φως του πρωινού που έπεφτε μέσα από ένα μεγάλο παράθυρο. Ένιωθα απίστευτα αδύναμος και ελαφρύς. Ένας ορρός έριχνε στάλα-στάλα το περιεχόμενό του στο δεξί μου χέρι, ενώ γύρω μου απλωνόταν το άσπιλο εσωτερικό ενός νοσοκομειακού θαλάμου.
Αντίκρισα μια λευκοντυμένη γιατρό η οποία με κοιτούσε χαμογελώντας καλοσυνάτα.
- «Είσαστε πολύ τυχερός» μου είπε. «Σας προλάβαμε την τελευταία στιγμή. Παρουσιάσατε αλλεργικό σοκ, αλλά ευτυχώς τα αντισταμινικά που σας χορηγήσαμε κατάφεραν να ανακόψουν την εξέλιξη των συμπτωμάτων. Θα θέλαμε ωστόσο να σας κρατήσουμε για εικοσιτέσσερεις ακόμα ώρες στο νοσοκομείο για παρακολούθηση.»
Στη συνέχεια με άφησε μόνο.
Η πρώτη σκέψη που μου πέρασε απ’ το μυαλό αφορούσε το σακ βουαγιάζ όπου είχα κρύψει τα κλεμμένα πετράδια. Σηκώθηκα όρθιος και άρχισα να το ψάχνω. Ανακάλυψα πως τα πόδια μου έτρεμαν λες και είχα δέκα χρόνια να περπατήσω. Ένιωσα μια λυτρωτική χαρά όταν ανακάλυψα ότι το σακ βουαγιάζ βρισκόταν ασφαλές κάτω απ’ το κρεβάτι μου. Αφού έριξα μια επιφυλακτική ματιά στο διάδρομο που απλωνόταν πέρα από την πόρτα του θαλάμου, γονάτισα στο δάπεδο και άνοιξα την εσωτερική του τσέπη.
Όλα τα πετράδια βρισκόταν εκεί μέσα. Ένας στεναγμός ανακούφισης ξέφυγε απ’ το στήθος μου.
Και τότε άκουσα έναν έντονο βόμβο. Η καρδιά μου συσπάστηκε τρομοκρατημένη καθώς αναγνώρισα το βουητό που κάνει ένα σμάρι μελισσών. Κοίταξα το παράθυρο και μετα βίας κατάφερα να συγκρατήσω μια κραυγή ατόφιου τρόμου.
Εκατοντάδες μέλισσες χτυπούσαν το τζάμι σα δάχτυλα που με καλούσαν επίμονα να τους ανοίξω. Ήταν τόσο πολλές, μαυροκίτρινες, χνουδωτές, με μικρά ποδαράκια και αστραφτερά φτερά, που μπλόκαραν το φως του ήλιου κι έκαναν το θάλαμο να σκοτεινιάσει. Και τότε συνέβει κάτι το απίστευτο, κάτι το πραγματικά φρικαλέο.
Με τα σώματά τους σχημάτισαν ένα σχέδιο πάνω στο τζάμι, τη σιλουέτα της θεάς στη σπηλιά κάτω απ’ το εκκλησάκι, το τραυματισμένο της πρόσωπο, τη στενή της μέση και τα τεντωμένα της χέρια που κρατούσαν τα κουλουριασμένα φίδια.
Μόνο εκείνη τη στιγμή κατάλαβα τι είχα κάνει. Είχα ξυπνήσει κάτι αρχαίο, μια αρχέγονη δύναμη που απαιτούσε ικανοποίηση. Είχα διαπράξει ιεροσυλία. Μου είχε απομείνει μια και μοναδική ελπίδα: Έπρεπε να της ξαναδώσω τα καταραμένα εκείνα πετράδια. Τα ήθελε. Ήταν δικά της.
Ντήθηκα βιαστικά, άρπαξα το σακ βουαγιάζ και εγκατέλειψα το νοσοκομείο τρέχοντας σαν κυνηγημένος. Δε μ’ ένοιαζε πόσο άρρωστος ήμουν ή πόσο αδύναμος ένιωθα, έπρεπε απλώς να τα ξεφορτωθώ. Το κεφάλι μου ξανάρχισε να βουίζει και να γυρίζει, τα πόδια μου να τρέμουν και η καρδιά μου να χτυπάει άτακτα.
3
Το εκκλησάκι ήταν σιωπηλό σαν τάφος. Ένα χρυσαφί απόγευμα είχε απλωθεί στον ουρανό και οι σκιές είχαν αρχίσει να μακραίνουν.
Η πόρτα της εκκλησίας έχασκε ορθάνοιχτη μπροστά μου σαν πεινασμένο στόμα.
Βγήκα απ’ το αυτοκίνητο και σφίγγοντας τα πετράδια στα χέρια μου σαν πρόσφορα, δρασκέλισα το πέτρινο κατώφλι και μπήκα στο δροσερό εσωτερικό της. Το σκοτάδι που κρεμόταν εκεί μέσα ήταν σχεδόν απτό. Τα καντήλια και τα κεριά είχαν σβήσει και τα πρόσωπά των αγίων με κοιτούσαν αόρατα μέσα στη μαυρίλα, τα μάτια τους αυστηρά και αμείλικτα σαν αθέατα νυστέρια.
Διέσχισα το χώρο όπου μαζεύονταν οι πιστοί. Μου φάνηκε πως τα στασίδια του είχαν γεμίσει με τα φαντάσματα πεθαμένων ανδρών και γυναικών που έστρεφαν τα άσαρκα πρόσωπά τους προς το μέρος μου για να με κοιτάξουν επιτημητικά. Όταν μπήκα στο ιερό ανακάλυψα πως η μαρμάρινη πλάκα που σκέπαζε το στόμιο του πηγαδιού είχε απομείνει αμετακίνητη. Τη σήκωσα με δυσκολία και στο φως ενός κεριού που κατάφερα ν’ ανάψω, αντίκρυσα το κατάμαυρο άνοιγμά του.
Άρχισα να κατεβαίνω ένα-ένα τα σκαλοπάτια της κάθετης σκαλωσιάς. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή καθώς έτρεμα στη σκέψη πως η θεά με περίμενε κρυμμένη στο υπόγειο ιερό της. Έπρεπε ωστόσο να την αντιμετωπίσω, να της επιστρέψω τα πετράδια. Μόνο έτσι θα μ’ άφηνε ήσυχο.
Όταν έφτασα στη σήραγγα, τη διέσχισα αγκομαχώντας και έφτασα μέχρι την είσοδο του θαλάμου με το άγαλμα που με περίμενε τυλιγμένο σ’ ένα αρχέγονο σκοτάδι. Σήκωσα το κερί ψηλά πάνω από το κεφάλι μου και στο τρεμάμενο κίτρινο φως που σκορπούσε, αντίκρυσα το εξής θέαμα:
Η θολωτή αίθουσα είχε μεταμορφωθεί. Τα τοιχώματα της είχαν σκεπαστεί από αμέτρητες κερήθρες. Απ’ τη θολωτή οροφή της κρέμονταν κέρινοι σταλακτίτες απ’ όπου έσταζαν ρυθμικά βαριές σταγόνες από παχύρρευστο μέλι.
Το βαθύ και συνεχές βουητό απ’ το χτύπημα των φτερών αναρίθμητων μελισσών πάλλονταν στα αυτιά μου σαν τον ασταμάτητο βόμβο μιας πελώριας γεννήτριας. Προσπαθώντας να συγκρατήσω τους ξέφρενους χτύπους της καρδιάς μου πλησίασα το βάθρο όπου το ειδώλιο της θεάς διαγράφονταν σκοτεινό και ασαφές σα μια κατάμαυρη σιλουέτα. Το δάπεδο είχε καλυφθεί από ένα παχύ στρώμα στερεοποιημένου κεριού. Όταν πλησίασα αρκετά κοντά, διέκρινα στα πόδια του βάθρου κάτι σαν μακρόστενο όγκο. Ήταν το κορμί του ασκητή που είχα σκοτώσει. Είχε επιζήσει φαίνεται απ’ το χτύπημα μου και από την πτώση του μέσα στο πηγάδι και είχε συρθεί μέχρι τα πόδια της θεάς του. Κι εκείνη τον είχε καλύψει με μια διάφανη μεμβράνη λευκού κεριού που θα τον διατηρούσε αναλλοίωτο για πάντα. Το πρόσωπό του με κοιτούσε ατάραχο και αρυτίδωτο, ασπριδερό και αστραφτερό σα να είχε μεταμορφωθεί σε κάτασπρο μάρμαρο. Ξανθοκάστανες κερήθρες μπλέκονταν ανάμεσα στα γένια του, ενώ τα χέρια, τα πόδια και ολόκληρο το σώμα του ήταν τυλιγμένα από ένα κουκούλι καστανόχρωμου κεριού.
Πλησίασα ακόμα περισσότερο, τοποθέτησα το κερί στο πάτωμα και με χέρια που έτρεμαν ανεξέλεγκτα έκανα να τοποθετήσω τα ζαφείρια πίσω στις κόγχες των ματιών του αγάλματος όταν αντίκρυσα κάτι τρομερό.
Το άγαλμα έμοιαζε να αναδεύεται σα να είχε ζωντανέψει. Οι εφιάλτες ζωντάνεψαν μέσα μου ουρλιάζοντας εκδικητικά. Ολόκληρο το άγαλμα ήταν σκεπασμένο από ένα σμάρι μελισσών που περπατούσαν η μια πάνω στην άλλη, με κοιτούσαν με τα πολυγωνικά τους μάτια και κουνούσαν τις μικρές κεραίες τους απειλητικά.
Δεν άντεχα να τις βλέπω άλλο. Πέταξα τα πετράδια καταγής και το έβαλα στα πόδια.
Κατάφερα να ανέβω το πηγάδι και να βγω απ’ την εκκλησία αλλά μόνο όταν μπήκα στο αυτοκίνητο και κοίταξα την εκκλησία μέσα απ’ την απατηλή ασφάλεια του παρμπρίζ, κατάλαβα τι με περίμενε. Στο χρυσαφένιο φως του ήλιου που έγερνε στη δύση του είδα να ξεχύνεται μέσα απ’ την εξώθυρά της ένα τεράστιο σύννεφο από μέλισσες. Έμοιαζαν με πυκνά και δηλητηριώδη σύννεφα που τα ξερνούσε το απύθμενο στόμα μιας δαιμονικής κόλασης.
Άναψα τη μηχανή και πάτησα το γκάζι με μανία αλλά το αυτοκίνητο αρνήθηκε να κινηθεί. Οι μέλισσες μαζεύτηκαν πάνω από το αυτοκίνητο και σκέπασαν τα παράθυρα του σα μια άμορφη και αδηφάγα αμοιβάδα.
Είμαι παγιδευμένος. Σε λίγο θα μαζευτούν όλο και περισσότερες –όλες οι μέλισσες της Κρήτης αν χρειαστεί– και τα τζάμια του αυτοκινήτου θα σπάσουν, θα καταρρεύσουν απ’ το βάρος τους και μαζί τους θα πέσουν πάνω μου και οι μέλισσες, θα χωθούν στ’ αυτιά, στα μάτια, στο στόμα και στα ρουθούνια μου, τα εκατομμύρια κεντριά τους θα με τσιμπήσουν μέχρι να πεθάνω σφαδάζοντας από απερίγραπτους πόνους. Το βουητό τους, το καταραμένο εκείνο ζουζούνισμα δυναμώνει όλο και περισσότερο, το τζάμι τρίζει, δεν μπορώ να......
4
Ο υψηλόβαθμος αστυνομικός έκλεισε το κασετόφωνο με μια αποφασιστική κίνηση.
- «Αυτό είναι όλο;» ρώτησε τον υφιστάμενό του.
- «Μάλιστα αρχηγέ» του απάντησε εκείνος. «Ο σκελετός του θύματος βρέθηκε εντελώς απογυμνωμένος μέσα στο συνθλιμένο αυτοκίνητο. Βρήκαμε δίπλα του αυτό το δημοσιογραφικό μαγνητόφωνο και μια κασέτα που περιείχε την ηχογράφηση που μόλις ακούσατε. Από τις υπόλοιπες κασέτες που ανακαλύψαμε στο αυτοκίνητο, οδηγηθήκαμε στο συμπέρασμα ότι το θύμα συνήθιζε να αφηγήται και να μαγνητοφωνεί τις περιπέτειές του. Σα να κρατούσε ένα ημερολόγιο δηλαδή. Τι θέλετε να κάνουμε τώρα;»
- «Τι απέγιναν τα πετράδια;» τον έκοψε ο προιστάμενός του.
- «Στείλαμε τρεις άνδρες στο ναό και τοποθέτησαν τα πετράδια στη θέση τους. Το πτώμα του ιερέα απομακρύνθηκε και θάφτηκε έξω απ’ την εκκλησία. Μάρτυρες δεν υπάρχουν, ο δράστης δεν είχε κοντινούς συγγενείς ή φίλους σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας ήρθαν από την Αθήνα, οπότε η υπόθεση μπορεί να θεωρηθεί λήξασα.»
- «Έχεις δίκιο» συμφώνησε εκείνος μαζί του. «Νομίζω πως και αυτή τη φορά όλα πήγαν καλά. Κανείς δε θα μάθει το παραμικρό. Η θεά ξέρει να προστατεύει τον εαυτό της και αυτούς που τη λατρεύουν. Και κάτι άλλο…» πρόσθεσε ύστερα από μια σύντομη παύση. «Σε μια βδομάδα από σήμερα έχουμε Πρωτομαγιά. Είναι η ημέρα που γιορτάζουμε τη γέννησή της. Θα ήταν καλό επομένως να ειδοποιήσουμε κάποια απ’ τα μέλη της αδελφότητας, να συναντηθούμε όλοι μαζί στην εκκλησία και να καθαρίσουμε το ναό προτού αρχίσουν οι τελετές! Δε συμφωνείς κι εσύ;»
* σημείωση: η εικόνα ανοίγματος του παρόντος άρθρου είναι δημιουργία του petitescargot.
________________________________