από XENOHIM
Black Forest (The Laptop Sapiens)
Σε αντίθεση με τους περισσότερους από εσάς, μεγάλωσα χωρίς ιδιαίτερη χαρά, κλεισμένη οικειοθελώς στη σοφίτα ενός πανέμορφου εξοχικού και σχεδόν απομονωμένου αρχοντικού σπιτιού που κληρονομήσαμε απ’ τη γιαγιά μου.
Το όνομα μου είναι Ξένη.
Μια ξένη ήμουν και για όλους τους υπόλοιπους που αραιά και πού πέρναγαν κάτω από το μικρό αλλά γεμάτο ονειρεμένες καμέλιες και χρυσοκίτρινα χρυσάνθεμα μπαλκόνι του δωματίου μου. Η μοίρα δείχνοντας όλη τη σκληρότητα της με χτύπησε ανελέητα στα πόδια όταν βρισκόμουν στην πιο τρυφερή ηλικία μου κάνοντας τα όνειρα για την κίνηση και τη ζωή μου ένα δυσβάσταχτο και τρομερό καθημερινό εφιάλτη.
Η απελπισία εγκατεστημένη μέσα μου εξαφάνισε κάθε διάθεση για συναναστροφές, γνωριμίες, βόλτες κι εκδρομές με τα παιδιά της ηλικίας μου, ειδικά στο μονοπάτι που οδηγούσε στο πυκνό και καταπράσινο δάσος που ξεκινούσε την απίστευτου κάλους διάταξή του αμέσως μετά το σπίτι μας. Για μακρινά ταξίδια κι εξερευνήσεις δεν κάνω λόγο αφού ήταν πολύ δύσκολο έστω και στο χωριό να κατέβω. Βλέπετε και οι οδηγοί κυριευμένοι από το άγχος για να προλάβουν τις δουλειές τους ποτέ δεν φροντίζουν να αφήνουν λίγο χώρο ώστε να περνάνε τα αναπηρικά καροτσάκια.
Από μικρή οι γύρω μου, οι συμμαθητές μου και η οικογένεια μου με θεωρούσαν πολύ όμορφη αλλά όλοι τους προφανώς το εννοούσαν από τη μέση και πάνω χωρίς ποτέ να το κάνουν συγκεκριμένο φυσικά!
Ένα από τα αγαπημένα μου παιχνίδια ήταν να παίζω το εξωτικό μελαχρινό φωτομοντέλο με τα καταπράσινα μάτια στεκούμενη απέναντι απ’ τον καθρέφτη, προσέχοντας όμως πάντα ώστε αυτός να με δείχνει από τη μέση και πάνω. Θα μπορούσα να χαρακτηρίσω τον εαυτό μου μονόχνοτο και πεσιμιστικά άρρωστο ή πεισματικά ανορεξικό αλλά αυτό ήταν κάτι που το επεξεργαζόμουν με τη βοήθεια της υιοθέτησης φανταστικών ρόλων. Ένα μοναχικό παιχνίδι ρόλων που ήταν και το μοναδικό που μου πρόσφερε μια υποτυπώδη χαρά και ευχαρίστηση. Η καλύτερη παρέα και η μοναδική μου συντροφιά στην οποία μάλιστα τύγχανε να τα λεω όλα ήταν η σκιά μου∙ μεγάλωσα με αυτήν, τη γνώρισα απ’ άκρη σ’ άκρη και πάντα οι δυο μας λειτουργούσαμε με πλήρη συγχρονισμό!
Μερικές φορές που λόγω της ανοίας και της απραξίας έτρωγα περισσότερο, ένοιωθα το στομάχι μου να πρήζεται, η συντροφική σκιά μου βάραινε και την αισθανόμουν σαν ένα τεράστιο ΑΤΜ της τράπεζας του χωριού, ενώ άλλες φορές συνήθως μετά τις φυσιοθεραπείες από τον κωλογιατρό που κάθε φορά ανέβαζε τα χέρια του όλο και ψηλότερα, την ένιωθα ανάλαφρη με μια τάση φυγής προς τον ουράνιο θόλο.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά τα χρόνια περνούσαν μοναχικά, σχεδόν λυπημένα και χωρίς να κάνω κάτι το ιδιαίτερα εποικοδομητικό, ή έστω κάτι που θα άλλαζε δραματικά αυτήν τη τραγική κατάσταση. Στα γενέθλια των 18 χρόνων μου όμως με περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη από τη μεριά της Μιράντας, που όπως θα δείτε παρακάτω ήταν η αιτία για να αλλάξει το υπόλοιπο της ζωής μου.
Η Μιράντα ήταν η μητριά μου και είχα πάντα την εντύπωση πως εκμεταλλεύεται τον πατέρα μου και αποσκοπούσε στο σπίτι και την περιουσία που είχε αφήσει η γιαγιά, αλλά αυτό ήταν κάτι στο οποίο δεν έδινα και μεγάλη σημασία αφού πάντα όλα τα προβλήματα μου εστιάζονταν στα πόδια και την κίνηση. Ο μπαμπάς σαν ονειροπόλος και μοναχικός συγγραφέας τα έβρισκε όλα φυσιολογικά, ποτέ δεν έβλεπε κάτι περίεργο σε ό,τι συνέβαινε γύρω του∙ έστω κι αν κάτι βρόμαγε του φαινόταν μια χαρά και το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να μην ξεμείνει ποτέ από το χαρτί για την παμπάλαια γραφομηχανή του, που όταν χτυπούσε τα σκουριασμένα πλήκτρα της προκαλούσε ρίγος και ανατριχίλα σε οποίον βρισκόταν σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου γύρω απ’ το σπίτι.
Ενίοτε κοιτούσε αποχαυνωμένος το κάδρο με τη φωτογραφία της γιαγιάς πάνω από το τζάκι, καπνίζοντας το χαβανέζικο πούρο του, αφήνοντας τον καπνό να γλείφει το κούτελο του και να ανεβαίνει μέχρι τις ξασπρισμένες σε ορισμένα σημεία τρίχες της κόμης του, περιμένοντας πάντα την έμπνευση που θα έδινε μιαν άλλη τροπή στο αστυνομικό μυθιστόρημα που έγραφε και ποτέ δεν είχε τέλος.
Πάντως όλως περιέργως τα πάντα ήταν διαφορετικά και σχεδόν χαρούμενα την ημέρα των γενεθλίων μου και μετά το σβήσιμο των κεριών η Μιράντα ντυμένη στα κατάμαυρα, αλλά ταυτοχρόνως γιορτινά, επιδεικνύοντας το τεράστιο σκίσιμο στο ύψος του μηρού της, θύμιζε επιδεικτικά μια γυναίκα τύπου αράχνη. Κινούμενη με στυλ που θύμιζε την Jessica απ’ την ταινία Roger Rabbit, τράβηξε μέσα από το συρτάρι της αντικιέ σιφινιέρας που μας είχε αφήσει μαζί με το σπίτι η γιαγιά, ένα μεσαίου μεγέθους δέμα το οποίο φάνηκε να έχει κάποιο ειδικό βάρος κάτω από τον καταπληκτικά δεμένο φιόγκο του.
Ο μπαμπάς δίπλα της χαμογελαστός, στεκούμενος ακριβώς πάνω από τη σκιά της, προσωρινά ευτυχισμένος λόγω της ημέρας κι εγώ αμέσως δίπλα του απορημένη, αφού δεν είχα την παραμικρή ιδέα για το τι θα μπορούσε να ήταν αυτό το περίεργο δώρο. Εξ άλλου δε περίμενα και τίποτα το συναρπαστικό, ή καλύτερα δεν υπήρχε στη σκέψη μου κάτι το συναρπαστικό.
- «Άνοιξε το» μου είπε, αφήνοντας ένα τεράστιο αλλά σαρδόνιο χαμόγελο που θύμιζε έντονα τατουάζ ή ένα ψεύτικο ερωτικό ποίημα∙ μια φτηνή απομίμηση από αυτά που έγραφε συνήθως ο Λουί Ντι Σπέριαν και που διάβαζα τα βαρετά μουντά βράδια για να με πάρει ευκολότερα ο ύπνος.
Να σας πω την αλήθεια βλέποντας αυτό το ψεύτικο παγερό χαμόγελο της Μιράντα δεν είχα τη διάθεση να δω περί τίνος πρόκειται, αλλά λόγω της ημέρας και μη θέλοντας να την προσβάλω, άρχισα να σκίζω το περιτύλιγμα προσέχοντας φυσικά να μη χαλάσω τον υπέροχο γυαλιστερό μονόχρωμο φιόγκο του. Πετώντας κάτω τα χαρτιά περιτυλίγματος με τα ηλίθια παιδικά σκίτσα, άρχισα να διακρίνω ένα σκούρο τετράγωνο κουτί που και μόνο το σκούρο χρώμα του μου έκανε κάτι καλό, κάτι γνωστό, κάτι του γούστου μου. Πάντα είχα μιαν έμφυτη ροπή προς τα σκούρα χρώματα αφού καθρέφτιζαν τον εσωτερικό μου κόσμο και εξωτερίκευαν την κατά τ’ άλλα καλά κρυμμένη μελαγχολική μου διάθεση. Οι πολυχρωμίες μου έφερναν μια περίεργη κι έντονη αλλεργία στη διάθεση για δημιουργία.
Ουάου! Ήταν ένα laptop!
Το πήρα στα πόδια μου και περίμενα να κόψουμε την τούρτα χωρίς να του δώσω ιδιαίτερη σημασία. Φίλησα τον μπαμπά στο μάγουλο και τη Μιράντα επίτηδες στο στόμα υποτασσόμενη στην περιέργειά μου ώστε να γευτώ επιτέλους κάποιου είδους δηλητήριο. Βλέπετε η αυτοκτονία με δηλητήριο ήταν κάτι που με σαγήνευε από τότε που διάβασα την ιστορία του Σωκράτη και ήταν το μόνο πράγμα που βρήκα ενδιαφέρον διαβάζοντας τη ζωή του. Ένιωσα κάτι πικρό και περίεργο στα χείλη της Μιράντας αλλά μπορώ να πω πως δεν ήταν αυτό που περίμενα, αφού μάλλον ήλπιζα να νιώσω κάτι περισσότερα αποκρουστικό ή τουλάχιστον να πάρω μια γεύση απ’ την ανατομία της διχαλωτής γλώσσας της.
Κατόπιν αυτού του ανεπαίσθητου και μικροκαμωμένου ψευτοσόκ, τραγουδήσαμε όλοι μαζί το σαχλοτράγουδο με τα «εκατό ευτυχισμένα χρόνια πολλά» και καταλήξαμε όλοι μαζί ταυτόχρονα και συγχρονισμένα σε ένα φάλτσο και αντιαισθητικά ακουστικώς «ντο». Η Μιράντα άρχισε να κόβει την τούρτα σε μεγάλα πλούσια κομμάτια, μάλλον για να τη φάμε με τη μια και να μην περισσέψει τίποτα, ώστε να μην είναι αναγκασμένη να πλύνει κι άλλα πιάτα την επόμενη ημέρα.
Διάλεξα ένα κομμάτι το οποίο συμπάθησα περισσότερο απ’ τα υπόλοιπα, αφού είχε καταφέρει να συγκεντρώσει πάνω του το περισσότερο black από το forest! Έριξα το πιάτο με το γλυκό πάνω στο λαπ, το λαπ πάνω στα κατεστραμμένα πόδια μου και ξεκίνησα να κυλάω το καρότσι κάνοντας μεγάλες απλωτές για να φτάσω στον επάνω όροφο με όσο το δυνατό λιγότερες κινήσεις. Πρώτη φορά που ένιωσα το μικροασανσέρ να με κουβαλάει χωρίς ιδιαίτερη ενόχληση. Μπορεί να μην αγκομαχούσε επειδή γιόρταζα, αλλά ίσως δε μούγκριζε επειδή μπορεί να το είχε γρασάρει ο μπαμπάς, ποτέ δε σιγουρεύτηκα για αυτό το γεγονός αλλά το θυμάμαι ακόμη.
Φτάνοντας επιτέλους στη βάση μου στον πάνω όροφο, σκέφτηκα πως πρέπει να βρω ένα όνομα για να επικοινωνώ με το λαπ. Περνώντας σα φωτεινές τρεχάμενες νέον επιγραφές απ’ το μυαλό μου όσα περίεργα ονόματα είχα ακούσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, αποκαρδιώθηκα οικτρά αφού δε βρήκα κάτι που να με συγκινεί. Φαίνεται πως τα χιλιάδες λαμπάκια που αναβόσβηναν δε με βοήθαγαν και πως να με βοηθήσουν άλλωστε αφού δεν πολυσυμπαθούσα τις πολυχρωμίες.
Έβαλα μια μπουκιά απ’ την τούρτα στο στόμα μου και κοιτώντας βαριεστημένα έξω απ’ το παράθυρο δεν άργησε να έρθει η στιγμή που με έκανε να αναφωνήσω:
- «Εύρηκα!!! Μπλακ Φόρεστ» θα το ονομάσω!
Άνοιξα το ολοκαίνουριο μηχανηματάκι που μύριζε ψηφιακή φρεσκάδα και κοιτώντας τη σκιά μου που καθρεφτίζονταν πάνω στο τζάμι του ψιθύρισα:
- «Από σήμερα θα σε φωνάζω Μπλακ Φόρεστ...»
Ένοιωσα μια ανεπαίσθητη εσωτερική αλλαγή στη ζωή μου, αφού κοιτώντας το είδωλο μου στο τζάμι του Μ.Φ. έβλεπα τη σκιά μου να έχει πλέον ορατά χαρακτηριστικά, είχε μάτια, είχε στόμα, είχε μαύρα μακριά μαλλιά, αλλά προ πάντων δεν καθρεφτίζονταν σε αυτό τα πόδια μου, αφού πάντα φρόντιζα να ακουμπώ τον Μ.Φ. πάνω τους!
Έβγαλα το καλώδιο του τηλεφώνου και συνέδεσα τον Μ.Φ. σκοπεύοντας να εξερευνήσω τις δυνατότητές του στο έπακρο. Μύριζε υπέροχα, ήταν του κουτιού, πεντακάθαρος κι εγώ είχα τη περιέργεια να δω την εικόνα που θα εμφανιζόταν πρώτη. Πατώντας το γυαλιστερό πλήκτρο που είχε χαραγμένα πάνω του τα δύο γράμματα «Ο» και «Ν», εμφανίστηκαν απρόσμενα στην οθόνη δύο ασυνήθιστες για τα δεδομένα επιλογές με κάτω από αυτές δύο αντίστοιχα χρωματιστά κουτάκια στα οποία μέσα υπήρχε από ένα ENTER που σχεδόν τρεμόσβηνε. Το ένα ήταν κόκκινο και το άλλο μπλε!
Η πρώτη στο μπλε κουτάκι έλεγε «Προς Windows». Αλλά η δεύτερη και κατακόκκινη επιλογή έλεγε «Προς το Χώρο». Περίεργο, πρώτη φορά αντίκριζα κάτι τέτοιο ανοίγοντας έναν υπολογιστή! Μου πήρε δέκα δεύτερα για να το σκεφτώ αλλά πριν προλάβω να σχηματίσω μια δεύτερη σκέψη στους υποθαλάμους του εγκεφάλου μου, ο δεξής μου δείκτης πάτησε το «ENTER» της δεύτερης επιλογής, δηλαδή της κόκκινης και καταματωμένης. «Αλήθεια, τι περίεργος χώρος μπορεί να είναι αυτός» θυμάμαι να ήταν οι τελευταίες μου λέξεις.
Η πείρα μου με τους υπολογιστές δεν ήταν και η μεγαλύτερη αλλά ήταν τα μόνα μηχανήματα που τύγχανε να συμπαθώ όταν πήγαινα στο σχολείο. Το μόνο «μηχάνημα» που συμπαθούσα περισσότερο από αυτούς ήταν ο Μίνωας (υπαρκτό γήινο πρόσωπο). Ο Μίνωας ήταν ο σπασίκλας της τάξης, κλασικός τύπος nerdie με τεράστια γυαλιά και σπυράκια στο πρόσωπο, φακίδες και δερματικούς λεκέδες που έκανε τα πάντα είτε μηχανικά είτε κατόπιν κάποιας τεράστιας και μεγαλεπήβολης σκέψης.
Αυτό το παιδί αν και φωτεινός παντογνώστης δεν είχε καμία σχέση με αυτό που αποκαλούμε «μέση οδό», ήταν των άκρων αλλά εμένα με συγκινούσε και τον συμπαθούσα επειδή ήμουν η μοναδική κοπέλα στο χωριό μας που έκανε κάτι τέτοιο.
Φανταστείτε πως οι υπόλοιποι είχαν βαφτίσει Μίνωα και το αυτόματο μηχάνημα απ’ το οποίο προμηθευόμασταν αναψυκτικά και σοκολάτες. Μερικοί μαθητές νιώθοντας τρομακτική βαριεστιμάρα ή απέχθεια για τα μαθήματα, πλήρωναν το Μίνωα για να τους κάνει τις εργασίες όπως ακριβώς πλήρωναν τον άλλο μηχανικό Μίνωα για να τους ρίξει τις πορτοκαλάδες και τις σοκολάτες αμυγδάλου.
-
Είχα φτάσει πλέον στα 25. Ο Μ.Φ. ήταν ήδη η προέκταση του εαυτού μου, είχε γίνει το καλύτερο φιλαράκι μου υποσκελίζοντας τη βαρετή σκιά μου. Τον είχα μάθει απ’ έξω και ανακατωτά, όπως λογικά θα με είχε μάθει κι εκείνος. Άνοιγε προτού καν τον αγγίξω κι έκλεινε κάθε φορά που με ξελόγιαζε ο ύπνος καθισμένη πάνω στο αναπηρικό μου καροτσάκι. Φανταστείτε ότι πολλές φορές που δεν είχα κάνει μανικιούρ χτύπαγα κατά λάθος το διπλανό πλήκτρο από αυτό που ήθελα, αλλά ο Μ.Φ. έδινε την εντολή που πραγματικά επιθυμούσα, αφού γνώριζε το λάθος χτύπημα και το τι ήθελα ακριβώς να κάνω.
Αυτό που έκανα από τα 18 μέχρι τα εικοσιπέντε μου ήταν το να βρίσκομαι συνέχεια στον Χώρο. Πολλές φορές έμενα είκοσι ώρες το εικοσιτετράωρο και άλλες φορές πάλι έμενα μέσα του για δύο ή τρεις μέρες συνεχόμενα με ελάχιστα λεπτά ξεκούρασης. Το σημείο απ’ το οποίο εισχωρούσε κανείς στο Χώρο ονομαζόταν Τόπος και στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Τόπος μου ήταν το δωμάτιο του 2ου ορόφου στο όμορφο εξοχικό σπίτι που είχαμε κληρονομήσει από τη γιαγιά.
Στο Χώρο περιφέρονταν πολλοί και διάφοροι τύποι, μυστήριοι τύποι, παράξενοι, εκκεντρικοί τύποι, τέρατα της φύσης, τύποι παράνομοι και κυνηγημένοι, άτομα που είχαν βαρεθεί τον έξω κόσμο και είχαν χτίσει στο Χώρο μια διαφορετική πραγματικότητα που συνήθως τους βόλευε και τους εξυπηρετούσε.
Οι παλιοί μυημένοι που συνήθως δεν έβγαιναν ποτέ και είχαν γίνει το ένα και το αυτό με το Χώρο ονομάζονταν Μάγοι! Οι Μάγοι είχαν ταυτιστεί τόσο πολύ με το Χώρο και επειδή ήξεραν καλά κάθε του γωνιά, ήταν κάτι σα δάσκαλοι-οδηγοί για τους νεοεισερχόμενους. Κάθε Μάγος βαστούσε ένα μακρύ μαγικό μπαστούνι που στην κορυφή του υπήρχε ένα τεράστιο πετράδι, άλλοτε κόκκινο, άλλοτε πράσινο, άλλοτε μπλε, μα ποτέ κανένα άλλο χρώμα. Απ’ ότι μου έλεγαν οι παλαιότεροι σε σύντομο χρονικό διάστημα θα γινόμουν κι εγώ μια Μάγισσα, αφού ο καιρός μου έφτανε∙ πλησίαζα την πολυπόθητη δεκαετία παραμονής μέσα στο Χώρο!
Η μύηση γινόταν πάντα μια χειμερινή νύχτα με πανσέληνο και σε αυτή λάμβαναν μέρος μόνο ένας παλαιός Μάγος, ο υποψήφιος Μάγος και κανείς άλλος.
Ο παλιός Μάγος μάθαινε τα πρώτα μυστικά του Χώρου στο νέο Μάγο∙ του έδειχνε το απόκρυφο τσιπάκι που αναβόσβηνε χωρίς να ξέρει κανείς πώς και τον καθοδηγούσε για το πρώτο εικοσιτετράωρο της εκπαίδευσης του.
Το μόνο που έκανα το τελευταίο διάστημα και όσο πλησίαζαν οι μέρες της επικείμενης μύησής μου, ήταν να παρακαλώ τον καλό και αγαθό θεό του Χώρου, ώστε αυτός που θα με μυούσε να ήταν ο Λαβ-ύρινθος.
Ο Λαβ-ύρινθος ήταν ο καλύτερος, ο δυνατότερος αλλά και ο πιο ακριβοθώρητος Μάγος του Χώρου. Απ’ ό,τι είχα ακούσει απ’ τους παλιούς, είχε μυήσει τους λιγότερους αλλά καλύτερους, κι από ό,τι ακουγόταν γενικότερα ήταν ένας υπεράνθρωπος πρωτεργάτης αυτής της εικονικής πραγματικότητας που απλωνόταν μέσα κι έξω από τις φυσικές ζωές του καθενός μας. Ένας ζωντανός μύθος που έκανε τους περισσότερους εκκολαπτόμενους Μάγους να θέλουν να του μοιάσουν.
Ο Χώρος άλλαζε καθημερινά∙ ποτέ δεν ήταν ο ίδιος. Κάθε σκέψη παντός επισκέπτη έδινε μια νέα διάσταση, σχημάτιζε ένα νέο τοπίο και δημιουργούσε μια πύλη εισόδου.
Ήταν με λίγα λόγια η εικονική μορφοποίηση όλων των σκέψεων και των ιδεών που προέρχονταν από τα μυαλά των απανταχού παρευρισκομένων μέσα σ’ αυτόν. Ο Χώρος ήταν τεράστιος κι αυτοί που τον είχαν ταξιδέψει ολόκληρο και τον γνώριζαν απ’ άκρη σ’ άκρη ήταν ελάχιστοι.
Ένα βροχερό και πολύ σκοτεινό βράδυ του χειμώνα που τα φώτα τριγύρω λες και ήταν συνεννοημένα να παραμένουν σβηστά, ενώ βρισκόμουν στο Χώρο κοιτάζοντας με περιέργεια χαζής τα απίστευτης ομορφιάς τοπία που είχαν σχηματίσει οι χρήστες που βρίσκονταν μέσα του εκείνη τη στιγμή, άκουσα κάποιες ελαφριές πατημασιές έξω από τον Τόπο μου. Δεν έδωσα σημασία αφού νόμιζα πως θα είναι ο μπαμπάς που συχνά με αφουγκραζόταν έξω από το δωμάτιο για να δει αν κοιμάμαι ή μήπως χρειάζομαι κάτι. Αυτό ήταν που έκανε βεβαίως πάντα ανάμεσα στα συγγραφικά του διαλείμματα. Τις περισσότερες φορές μύριζα τον καπνό του πούρου του έξω απ’ το δωμάτιο αλλά αυτήν τη φορά υπήρχε μια διαφορετική πρωτόγνωρη για μένα μυρωδιά.
Λόγω της σκοτεινότητας εντός και εκτός του Χώρου παρατήρησα ένα πολύχρωμο φως να διαπερνά τη χαραμάδα κάτω απ’ την πόρτα του δωματίου μου σαν ο μπαμπάς αντί για το πούρο του να κράταγε ένα φωτορυθμικό το οποίο γύρναγε κυκλικά έξω απ’ το δωμάτιο. Τσούλησα το καροτσάκι προς την πόρτα, την άνοιξα απότομα κι αντίκρισα μπροστά μου μια ακαθόριστη αντρική σιλουέτα που άλλαζε χρώματα συνέχεια συσχετισμένη με κάθε σκέψη που έκανα ώστε να καταλάβω ποιος ήταν και τι μπορεί να ήθελε από εμένα. Χρώματα έντονα κι απαλά που σε έκαναν να πιστεύεις πως ο τύπος που τα αναβόσβηνε πάνω του είχε σχέσεις πρώτου βαθμού με την ίδια την ίριδα.
Συνέλαβα τον εαυτό μου για πρώτη φορά να συμπαθεί την πολυχρωμία∙ αλήθεια τι περίεργο, ποτέ δεν πίστευα πως θα γίνει κάτι τέτοιο. Δεν τρόμαξα, δε σάστισα αλλά όταν έπεσε η ματιά μου στο μπαστούνι του κατάλαβα μονομιάς πως είχε έρθει επιτέλους η ώρα...
Χαμογέλασα λίγο σαστισμένα, έσπρωξα το καροτσάκι λιγάκι προς τα πίσω για να του αφήσω χώρο για να μπει στον Τόπο μου και οι μόνες λέξεις που θυμάμαι πως κατάφερα να ψελλίσω ήταν:
- «Ποιος απ’ όλους είσαι εσύ;»
Εκείνος χωρίς καν να μου μιλήσει, άνοιξε τον πολύχρωμο μανδύα που τρεμόσβηνε σχηματίζοντας όλους τους πιθανούς χρωματικούς συνδυασμούς του, φανερώνοντας μου ένα περίτεχνα σκαλισμένο χρυσοκίτρινο «Λ» που κρέμονταν από το στιβαρό σβέρκο του.
- «Μάλιστα» σκέφτηκα, «είσαι ο Λαβ-ύρινθος! Επιτέλους ήρθες! Σε περίμενα.»
- «Ήρθα και δεν υπάρχει λόγος επιστροφής» σκέφτηκε εκείνος, κάνοντας την ομιλία μεταξύ μας κάτι το πλέον περιττό. «Απ’ τη στιγμή που το δακτυλάκι σου άγγιξε εκείνο το κατακόκκινο «enter» τη μέρα που πρωτοχρησιμοποίησες τον υπολογιστή σου, διέγραψες αυτόματα και το μέλλον σου. Μπήκες στη διαδικασία του να αποκτήσεις αυτό που ειλικρινά επιθυμείς.
Περίμενες αρκετό καιρό και τώρα είμαι εδώ να σε ξεναγήσω στον κόσμο τον οποίο εσύ θα πρέπει να φτιάξεις για να ζήσεις. Εγώ το μόνο που θα κάνω είναι να σε συνοδεύσω στην αόρατη είσοδο αυτού του κόσμου∙ όλα τ’ άλλα είναι δική σου δουλειά και πρέπει να προσέχεις.»
Η σκέψη του μούδιαζε το μυαλό μου και γίνονταν κατανοητή χωρίς να χρειάζεται να ανοίγει καν το στόμα του και, αν δε κάνω λάθος, αυτό είναι που κάποιοι ονομάζουν τηλεπάθεια και είχαν μιλήσει για αυτό σε μια συνάντηση στο Μεταφυσικό Στέκι της οδού Ακαδημίας.
Στη σκέψη μου ήρθε η Οφηλία και φαντάστηκα πως θα έβρισκε άκρως ενδιαφέρουσα αυτήν τη συνάντηση. «Τι κρίμα να είναι μακριά και να μην τη φιλοξενώ στο τόπο μου για να το νιώσει κι αυτή» σκέφτηκα. Για έναν περίεργο κι ακατανόητο λόγο ήθελα και κάποιον άλλον να είναι παρόν, ίσως για να μη νομίζω πως ζω μέσα σ’ ένα όνειρο ενός ονείρου, κλεισμένο σ’ ένα όνειρο... κλπ., κλπ.
Ο Λαβ-ύρινθος νιώθοντας τι ακριβώς σκέφτομαι προχώρησε προς το Μ.Φ., τέντωσε το δεξί του χέρι και κάνοντας μια περίτεχνη κίνηση στην οθόνη χτυπώντας συνάμα δυνατά με το άλλο χέρι το μπαστούνι του στο πάτωμα, έφτιαξε μια μορφή μέσα στο Μ.Φ. και στη συνέχεια ενώνοντας τα χείλη του έκανε πως ρουφά τον παγωμένο αέρα τραβώντας μαζί με αυτόν και τη μορφή ολοκληρωτικά έξω από το Μ.Φ.
«Ο λαπ θα τα ‘παιξε τώρα» σκέφτηκα χαμογελώντας αμήχανα. «Άραγε θα δουλέψει ξανά μετά από αυτό» αναρωτήθηκα.- «Έχεις τη μορφή» σκέφτηκε ο Λαβ-ύρινθος. «Μπορείς να την πλάσεις όπως θες εσύ τώρα πια. Βάλε της τα χαρακτηριστικά που θα τη ζωντανέψουν» μου τόνισε με νόημα σα να περίμενε μια ζωή το καλύτερο από εμένα και τις ιδέες μου.
Χωρίς να κομπλάρω αφού δε χρειαζόμουν πια τα χέρια παρά μόνο τη σκέψη μου, έδωσα στη μορφή μια συμπαθητική φατσούλα, της έβαλα μαύρα κοντά μαλλάκια ξάσπρισα λίγο την επιδερμίδα της και για τελείωμα κάρφωσα ένα μικρό στρασάκι στο αριστερό ρουθουνάκι της, φύτεψα στο μυαλό της αρκετές γνώσεις ψυχολογίας και της εμφύτεψα βαθιά στο ασυνείδητο την περιέργεια για την τηλεκίνηση φυσικά την ονόμασα Οφήλια και χάρηκα πολύ για αυτή μου τη πράξη!
Αφού τελείωσα την εικονογλυπτική μου, ο Λαβ-ύρινθος κοίταξε κατάματα το δημιούργημα μου κι άρχισε να τη μεταμορφώνει σε μένα. Έφτιαξε μια δεύτερη Ξένη, μια ρέπλικα που θα την άφηνε στη θέση αντί εμού στον Τόπο μου, έβγαλε απ’ το χέρι του ένα αστραφτερό τσιπάκι, το ακούμπησε στο μέτωπο μου και φυσώντας μ’ έναν περίεργο ρυθμό περίπου σα να σφύριζε, με παρέσυρε μέσα στο Μ.Φ. και πιο συγκεκριμένα μέσα στο Χώρο, που αυτή τη φορά ήμουν ένα κομμάτι του. Έγινα αυτόματα ένα μέρος του όλου παιχνιδιού και για πρώτη και τελευταία ίσως φορά όχι μια απλή παίχτρια! Το σημαντικότερο από όλα όμως ήταν πως πια δε χρειαζόμουν το αναπηρικό καροτσάκι. Μπορούσα να περπατώ σα φυσιολογικός άνθρωπος και κάτι παραπάνω∙ σαν άγγελος, σαν ξωτικό, σα νεράιδα ή σα λυσσασμένος Πήγασος.
Τότε όντως σάστισα! Αυτό ήταν κάτι που δεν το περίμενα μπορώ να πω. Ήταν κάτι που με μεταμόρφωσε σε έναν αλλιώτικο άνθρωπο, έναν ελεύθερο ξεχωριστό άνθρωπο έστω κι αν έμοιαζα με όλους του υπόλοιπους, μια φυσιογνωμία που επιτέλους δε δεσμευόταν από τίποτα. Ήμουν μια κοπελιά που περπάταγε κι ήξερε τι ήθελε. Ήξερε πού να το βρει πια, αφού η ίδια θα το δημιουργούσε στο εργαστήριο του εγκεφάλου της!
Ο Χώρος εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή τύγχανε να είναι σκοτεινός, αφού οι περισσότεροι παρευρισκόμενοι ήταν οι Σκοτεινοί (Darkies) και οι άχρωμες φαντασιακές σκέψεις τους έδιναν μια παγερή μουντάδα σε όλο το τοπίο. Ο Λαβ-ύρινθος μου έπιασε το χέρι, με κοίταξε βαθιά στα μάτια κι έκανε ένα νεύμα να προχωρήσουμε στον απέναντι καταπράσινο λόφο. Σε μια στιγμή κοντοστάθηκε, χτύπησε με το μπαστούνι του το έδαφος και δημιούργησε ένα πανέμορφο κάστρο στην κορυφή του λόφου.
Με τη σκέψη του δημιούργησε ένα ζευγάρι αετών να πετούν γύρω από τις πολεμίστρες κι έκανε την πύλη να κατέβει πάνω ακριβώς από την τάφρο με τα σκουρόχρωμα νερά. Οι παλιές αλυσίδες της πύλης φανέρωναν χωρίς δισταγμό μια ηχητική σκουριά και ένα ξαφνικό ρίγος έκανε το κορμί μου να ανατριχιάσει απ’ άκρη σ’ άκρη.
Καθώς διαβαίναμε το μονοπάτι που οδηγούσε στα ενδότερα του κάστρου, παρατηρούσα τους μουχλιασμένους τοίχους και τα παράθυρα που ήταν σα να μην τα είχαν ανοίξει ποτέ. Κρατώντας με απ’ το χέρι και ανοίγοντας όλες τις τεράστιες και βαριές από το χρόνο και την υγρασία πόρτες πάντα με τη σκέψη του με οδήγησε προς το υπόγειο αφήνοντας με να καταλάβω πως το μέρος του ήταν πολύ γνώριμο. Φτάσαμε σε μια τεράστια σκοτεινή αίθουσα που έμοιαζε με αποθήκη θησαυρών.
Στους τοίχους υπήρχαν τεράστιοι πυρσοί που άναβαν σφηνωμένοι μέσα σε χρυσά κηροπήγια, που σε έκαναν να νομίζεις πως δεν είχαν σβήσει για χιλιάδες χρόνια. Τεραστία μπαούλα μισάνοιχτα άφηναν να γυαλίζουν μέσα τους χρυσές αλυσίδες, χρυσές κούπες, δίσκοι, μαργαριτάρια, ρουμπίνια και κάθε είδους φανταχτεροί πολύτιμοι λίθοι που σίγουρα θα έπρεπε να ήταν τα λάφυρα κάποιων παλαιών πολύνεκρων μαχών.
Προχωρήσαμε προς τη γωνία που υπήρχαν δύο μεγάλες χρυσοκέντητες μαξιλάρες με περίεργα αλλά περίτεχνα ακαταλαβίστικα σχέδια και καθίσαμε αναπαυτικά ώστε να ξεκινήσει η μύηση. Ως εκείνη τη στιγμή δεν είχα ακούσει τη φωνή του. Με κοίταγε κατευθείαν στις κόρες των ματιών μεταβιβάζοντας μου τις σκέψεις του ενώ συνέχιζα να αισθάνομαι το μυαλό μου μουδιασμένο.
- «Εδώ και τώρα θα καταλάβεις πόσο μακριά μπορεί να φτάσει η σκέψη και η δημιουργία σου» σκέφτηκε. «Θα φτιάξεις τον κόσμο που επιθυμείς πραγματικά να ζήσεις. Όλα αυτά που βλέπεις…» σκέφτηκε, «είναι πραγματικά, άγγιξε τα, οσφρήσου τα, νιώσε τα και θα με καταλάβεις.
Όλα ξεκίνησαν απ’ τη στιγμή που η μητριά σου μπήκε σε εκείνο το πολυκατάστημα για να σου αγοράσει το λαπ. Έτυχε να πάρει το χιλιοστό κομμάτι και τα λαπ της συγκεκριμένης εταιρείας είναι μαρκαρισμένα κατά χιλιάδες ώστε αυτοί που θα αγοράσουν το χιλιοστό κάθε φορά κομμάτι να γνωρίσουν αυτόν το μαγικό κόσμο. Όλα τα λαπ είναι επτά χιλιάδες κι εσύ ήσουν η έβδομη και τελευταία. Αυτός ο μαγικός ψηφιακός κόσμος όπως θα έχεις καταλάβει και από μόνη σου, είναι το alter ego σου και στον προσφέρουμε χωρίς κανένα αντάλλαγμα.
Ήσουν πολύ τυχερή που έτυχε σε εσένα! Οι υπόλοιποι που γνωρίζουν, ή έχουν δει, ή έχουν ακούσει, νομίζουν πως πρόκειται για ένα εικονικό παιχνίδι, μια ψεύτικη πραγματικότητα, αλλά όπως καταλαβαίνεις κάτι τέτοιο δεν ισχύει για τους μυημένους.»
Σταμάτησε τις σκέψεις του, άδειασε το μυαλό του κι έβγαλε πάλι από την τσέπη του μανδύα εκείνο το περίεργο τσιπάκι κρατώντας το αυτή τη φορά απαλά και προσεχτικά στη χούφτα του σα να κράταγε μέσα σε αυτήν το μεγαλύτερο μυστικό του κόσμου. Το ακούμπησε απαλά στο μέτωπο μου και σκεπτόμενος τη λέξη «πάρε» μου μετέδωσε μια γλυκιά ζαλάδα με την οποία αισθανόμουν χιλιάδες χρώματα να μεταβιβάζονται στον εγκέφαλο μου. Απίθανες πολυχρωμίες χωρίς αλλεργικές παρενέργειες αυτή τη φορά, άρχισαν να πλημμυρίζουν τα σωθικά μου. Χιλιάδες αλφάβητα αρχαία και ξεχασμένα, εικόνες από μάχες, εξερευνήσεις, ταξίδια από πρωτόγονα καράβια, αγροί καταπράσινοι, απροσπέλαστες ζούγκλες γεμάτες άγρια ζώα, μαγικά χαλιά και όλες οι φυλές των ανθρώπων βρίσκονταν ήδη στο κεφάλι μου, απίστευτα μαγευτικά τοπία που δε γνώριζα πριν και ούτε φανταζόμουν πως υπήρχαν, τα αισθανόμουν όλα τόσο γνώριμα σα να τα είχα ζήσει, τα είχα γευτεί και τα είχα χρησιμοποιήσει!
Αφού τελείωσε αυτό το φανταστικό mind transfer, άγγιξε με τα δυο του χέρια τους κροτάφους μου και κοιτώντας με στο τρίτο μάτι άρχιζε να μου μεταβιβάζει και τον Κώδικα. Ο Κώδικας ήταν αόρατος, αλλά μπορούσα να τον αισθανθώ να εισχωρεί στις εγκεφαλικές μου νευρικές συνδέσεις γραμμή-γραμμή, άλλη παχιά, άλλη λεπτή, κάτι σαν το γνωστό σε σας «bar code».
O Κώδικας ήταν αυτός που θα συνέδεε όλα τα προηγούμενα, αυτά που είχα ζήσει, αλλά και αυτά που ο Λαβ-ύρινθος μόλις είχε περάσει στον εγκέφαλο μου. Ένιωθα κουρασμένη, αρκετά ζαλισμένη, αλλά τρισευτυχισμένη. Ένιωσα την ανάγκη να κλείσω τα μάτια και να γύρω πίσω στο αναπαυτικό χρυσοποίκιλτο μαξιλάρι. Πρέπει να αποκοιμήθηκα για λίγο. Μάλλον σηκώθηκα με μια νέα αίσθηση που συγκρίνοντας τη με τα γνωστά απ’ τα ξενύχτια μου ποιήματα του Λουί Ντι Σπέριαν πρέπει να έμοιαζε πολύ με αυτό που περιέγραφε σαν αναπάντεχο έ ρ ω τ α ! Δεν ξέρω, δεν είχα ξανανιώσει κάτι παρόμοιο μέχρι τώρα, αλλά βεβαίως μ’ άρεσε, αφού με έκανε χωρίς κόπο να νιώθω ανάλαφρη, ζωηρή και γεμάτη κέφι για τη ζωή.
Καθώς σηκώθηκα είδα τον Λαβ-ύρινθο να στέκεται όρθιος και να κοιτά έξω απ’ το μοναδικό ανοικτό παράθυρο. Η σιλουέτα του ήταν πολύ πιο ξεκάθαρη πια και φαινόταν σαν ένας γεροδεμένος άντρας, που οι πλάτες του σου θύμιζαν έντονα έναν μεσαιωνικό πολεμιστή.
Πλησίασα σιωπηλά από πίσω του και τον άγγιξα στον ώμο ακριβώς στο σημείο που υπήρχαν χαραγμένοι με σινικό μελάνι δυο καρχαρίες που πεινασμένοι περιτριγύριζαν για να κατασπαράξουν ένα μυστήριο μυστικιστικό ηλιακό σύμβολο θυμίζοντας μου μια σκηνή απ’ την ταινία «Το Σύνδρομο της Πεταλούδας». Εκείνος γύρισε ατάραχος και κοιτάζοντας με στα μάτια κατάλαβα ότι το μπλε θα ήταν το χρώμα που πρωτοανακαλύφθηκε από αυτόν που κοίταξε για πρώτη φορά τα μάτια του Λαβ-ύρινθου. Άφησα τη γαλανή ματιά του να πλημμυρίσει το μυαλό μου κι αισθάνθηκα σα να κολυμπούσα στα σμαραγδένια νερά της Καραϊβικής κάποια στιγμή που οι πειρατές απουσίαζαν για το μεγάλο ρεσάλτο στο νησί της Μάλτας.
- «Τώρα ό,τι σκεφτείς μπορείς να το κάνεις!» ψιθύρισε και το άκουσμα για πρώτη φορά της φωνής του με έκανε να αισθανθώ πως δεν πατούσα αλλά πετούσα μερικά εκατοστά πάνω απ’ το έδαφος. Αυτή τη φορά τον έπιασα εγώ μαλακά από το χέρι και κοιτώντας έξω από το παράθυρο τον ρώτησα:
- «Θες να σου δείξω;»
Εκείνος χαμογέλασε και σφίγγοντας ανεπαίσθητα το χέρι μου απάντησε:
- «Αυτό περιμένω για να εξαφανιστώ και πάλι.»
Ξαναζαλίστικα!
- «Θα εξαφανιστείς και πάλι;» σκέφτηκα.
- «Μα έτσι πρέπει» σκέφτηκε. «Τώρα μπορείς και μόνη σου.»
- «Τίποτα δεν πρέπει» σκέφτηκα.
Πιασμένοι χέρι-χέρι ξεκινήσαμε με ελαφρώς γοργό βήμα να παίρνουμε το μονοπάτι που οδηγούσε έξω από το μεσαιωνικό κάστρο δίπλα απ’ τα πανάρχαια πανύψηλα δένδρα που κοσμούσαν το μονοπάτι σχηματίζοντας καταπράσινες αψίδες με τα τεράστια κλαδιά τους. Στο δρόμο δε μιλούσαμε, απλά σκεφτόμασταν και χαμογελούσαμε.
Φτάνοντας στους πρόποδες του λόφου αποφάσισα να κινηθούμε προς την πεδιάδα εκεί που είχε απεριόριστο χώρο ώστε να προσπαθήσω να τον εντυπωσιάσω με τις σκέψεις και τη δημιουργία μου. Στη μέση εκείνης της πεδιάδας με τα πολύχρωμα αγριολούλουδα υπήρχε ένας πέτρινος θρόνος πνιγμένος στους κισσούς, περίτεχνα σκαλισμένος με κέλτικα σύμβολα, ρούνους και γράμματα αρχαία. Του είπα να κάτσει αναπαυτικά και παίρνοντας το μπαστούνι απ’ το χέρι του το πέταξα ψηλά σκεπτόμενη:
- «Στα δύο!»
Αμέσως και χωρίς άλλη επιλογή το μπαστούνι σκίστηκε στα δύο, όπου και κατέληξαν στη προσγείωση ένα σε κάθε μου χέρι. Χαμογέλασε με την καρδιά του χωρίς να πολυανοίξει τα χείλη του και τείνοντας το χέρι μου του επέστρεψα το ένα μπαστούνι. Γύρισα προς τη μεριά των λόφων κρατώντας σφιχτά το μαγικό ξύλο με το δεξί μου χέρι.- «Είστε μικροί κι άσχημοι» σκέφτηκα και χτυπώντας το μπαστούνι μου στο έδαφος σκίστηκαν συθέμελα οι πέτρες και τεράστιοι βουνίσιοι όγκοι ξεπρόβαλαν κάνοντας τους λόφους να μοιάζουν με πετραδάκια. Έντυσα τις πλαγιές με πράσινο από πανύψηλα δένδρα, θάμνους, νερά και γαλαζοπράσινους καταρράκτες∙ ξαμόλησα χιλιάδες ζώα στις πλαγιές, πουλιά να πετούν τριγύρω, ήχους του δάσους, χρώματα πρωτόγνωρα για εμένα και ένα τεράστιο μονοπάτι από μαργαρίτες και αγριολούλουδα να ξεκινά από τους πρόποδες του νεοσύστατου βουνού και να καταλήγει στο θρόνο που καθόταν. Εκείνος έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα. Ήταν η πρώτη φορά που έκλεινε τα μάτια και η μοναδική ευκαιρία που είχα να τον «αποπλανήσω».
Προχώρησα προς το μέρος του κι αυτή τη φορά πιάνοντας εγώ το χέρι του τον σήκωσα και τον προέτρεψα με μια ματιά να διαβούμε το καταπράσινο μονοπάτι. Εκείνος αφέθηκε προσφέροντας μου μια δυνατή εσωτερική σιγουριά που ήταν στο πλευρό μου. Περπατάγαμε χωρίς να μιλάμε, χωρίς να σκεφτόμαστε, απολαμβάνοντας το τοπίο που μόλις πριν είχα δημιουργήσει και το μόνο πράγμα που αισθανόμουν εκτός από την τεράστια χαρά, ήταν το ζεστό αίμα να κυλά στις φλέβες της παλάμης του.
Αυτή μου η αίσθηση έγινε σκέψη και η σκέψη έγινε επιθυμία και η επιθυμία μου δημιούργησε ένα κρατήρα στη κορυφή του βουνού αφήνοντας μέσα από έναν εκκωφαντικό θόρυβο τεράστιες ποσότητες λάβας που άρχισαν να ξεπηδούν μέσα απ’ την τεράστια τρύπα στην κορυφή του βουνού. Πίδακες φωτιάς και κατακόκκινης λάβας μπερδεύονταν με το πράσινο της πλαγιάς δημιουργώντας ένα χρωματικό παζλ, που όμοιο του δεν είχα ξαναδεί. Η λάβα κατρακύλαγε γοργά προς το μέρος μας αλλά φαινόταν σαν παιχνίδι για μας και δε μας προκαλούσε κανενός είδους φόβο. Την αφήσαμε να σέρνεται σα λαβωμένο φίδι προς το μέρος μας παρατηρώντας τις πορτοκαλί ανταύγειες που χάριζε ο ήλιος στις παρυφές της.
Τότε ο Λαβ-ύρινθος χτυπώντας ξαφνικά το μπαστούνι του στο έδαφος μάζεψε τεράστια μαύρα σύννεφα γύρω απ’ το βουνό, που άρχιζαν να στάζουν στάλες βροχής τόσο χοντρές όσο τα μάτια σας που τώρα γουρλωμένα διαβάζουν την ιστορία μου. Πέφτοντας αυτές οι τεράστιες στάλες ορθά κοφτά πάνω στη λάβα, την ανάγκαζαν χωρίς άλλη επιλογή να σβήνει, αφήνοντας ένα λυσσαλέο σφύριγμα που θα ήταν ικανό να τρελάνει τον κάθε άσχετο όπου από σύμπτωση θα βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στο Χώρο.
Η λάβα πέτρωσε με μιας όπως ακριβώς το είχε ξανακάνει στις γειτονιές της Πομπηίας κι εμείς πατώντας πάνω της κατευθυνθήκαμε μούσκεμα απ’ τη βροχή προς τη σπηλιά που μας περίμενε για να μας στεγνώσει, εγκαταστημένη εντέχνως μυστικά από εμένα στην πιο απόκρημνη πλαγιά του βουνού. Δεν κουραστήκαμε να φτάσουμε και δεν είχαμε αφήσει τα χέρια μας στιγμή κρατώντας συνάμα και οι δύο τα μπαστούνια μας, σχηματίζοντας στην ουσία ένα ζωντανό «Η» που ανέβαινε το μαγικό βουνό.
Φτάνοντας στη σπηλιά του είπα:
- «Θέλω να το κάνω λίγο πιο ψεύτικο, λίγο εξωπραγματικό κι απαλλαγμένη από κάθε σκέψη άρχισα να μαζεύω ξύλα για να ανάψω μια φωτιά, ώστε να μας ζεστάνει αλλά και να μας στεγνώσει απ’ τη βροχή. Εκείνος ξαναχαμογέλασε, συνέχεια χαμογελούσε κάνοντας με να μην μπορώ να σκεφτώ τη ζωή μου πλέον χωρίς αυτόν.
Για να μη σας ζαλίζω με τα προσωπικά μου και παραλείποντας σκοπίμως κάποιες λεπτομέρειες καθίσαμε στεγνωμένοι στην είσοδο της σπηλιάς. Εκείνος με μια μικρή αλλά δυνατή εκπνοή διέλυσε τα σύννεφα κάνοντας και πάλι τον ολοστρόγγυλο γυαλιστερό ήλιο –αν και λίγο πριν τη δύση του– να λάμπει και πάλι στον ουρανό.
«Ποιος θα το πιστέψει όλο αυτό;» σκέφτηκα.
Ο πρώτος που σκέφτηκα αυτόματα ήταν κάποιος που είχα να δω πολλά χρόνια και τον συμπαθούσα. Ο Μίνωας –θυμάστε ποιος, ε; Τον εγκατέστησα στη μέση της πεδιάδας. Ο χαζούλης, σπαστικός και ανυποψίαστος Μίνωας πρέπει να κοιμόταν, γιατί εμφανίστηκε σαστισμένος να κοιτά γύρω-γύρω φορώντας τις πυτζάμες του χωρίς τα τεράστια γυαλιά που ακροβατούσαν μια ζωή στην μεγάλη γαμψή του μύτη.
Άρχισα να παίζω μαζί του και να του στέλνω μέλισσες να τον κυνηγούν, να δημιουργώ μικρά συννεφάκια πάνω απ’ το κεφάλι του που τον έκαναν μούσκεμα απ’ τη βροχή, κατρακύλαγα τεράστιους βράχους προς τη μεριά του κάνοντας την καρδιά του να κτυπά σαν τύμπανο στα χέρια ενός αφρικανού μάγου ιερέα, έφτιαχνα βάλτους από κινούμενη άμμο για να τον παγιδέψω και γενικά χαιρόμουν με τη τρομάρα που του προσέφερα.
Καθώς συνέχιζα το παιχνίδι μου με το Μίνωα, γύρισα πίσω να δω που βρίσκεται ο Λαβ-ύρινθος.
Θεέ μου! Άφαντος! Δεν υπήρχε πουθενά, λες και είχε ανοίξει η γη τα σωθικά της και τον κατάπιε μονομιάς. Άρχισα να ανησυχώ λιγάκι, τον έψαχνα μέσα κι έξω από τη σπηλιά κατέβαινα τις απόκρημνες πλαγιές να τον ανακαλύψω, τον σκεφτόμουν για να τον εμφανίσω, μάταια όμως. Τίποτα! Η ανησυχία μου άρχισε να γίνεται φόβος κι ο φόβος απελπισία και κατάθλιψη. Η χαρά σιγά-σιγά εξαφανίστηκε, το ίδιο και η όρεξη για παιχνίδια∙ η λύπη με κάλυψε σαν με μαύρο σκιερό πέπλο με όλο της το μεγαλείο. Ποτέ δεν είχα νιώσει πιο μόνη, πιο εύθραυστη, πιο ολοκληρωτικά μηδενισμένη. Ήμουν εντελώς και ακυρωτικά ανύπαρκτη!
Το μόνο που μου έμενε να κάνω πλέον ήταν να πλησιάσω το Μίνωα και να κλάψω στην αγκαλιά του. Έτσι κι έγινε.
Ο Μινωας εντελώς αποσυντονισμένος, μουσκεμένος και απορημένος δεν αρνήθηκε να με κλείσει ανάμεσα στα χέρια του, με έσφιξε στην αγκαλιά του και η υγρασία του περόνιασε το κορμί μου. Παγωμένα δάκρυα άρχισαν να στάζουν στους ώμους του και στο μυαλό μου δημιουργήθηκε μια τεράστια παγωνιά που επηρέασε το κλίμα σε ολόκληρο το Χώρο. Πυκνές κατάλευκες νιφάδες χιονιού καταλάμβαναν κάθε σπιθαμή του τοπίου, τα ποτάμια και οι καταρράκτες μεταμορφώθηκαν σε τεράστιους όγκους πάγου, κάθε ίχνος ζωής άρχισε σιγά-σιγά να σβήσει, καθώς ο ήλιος απομακρυνόταν όλο και περισσότερο μετά από την κάθε μου παγωμένη ανάσα.
Μείναμε εκεί αγκαλιασμένοι, παγωμένοι κι όρθιοι ανάμεσα σε ένα μακάβριο παγετώνα που απορρόφησε κάθε θεσπέσιο και ζωντανό χρώμα, κάθε χτύπο καρδιάς, κάθε κίνηση και κάθε μας όνειρο και σκέψη, δίνοντας μας συνάμα την τρομακτική εμπειρία του απόλυτου λευκού.
-----------
Γεια σας ονομάζομαι Λαβ-ύρινθος.
Όσοι από εσάς έχετε διαβάσει την ιστορία της Ξένης σίγουρα θα με γνωρίζετε.
Δεν έχω πολύ χρόνο να σας μιλήσω μια και ο Μ.Φ. από στιγμή σε στιγμή θα μείνει από μπαταρία.
Βρίσκομαι εγκλωβισμένος στο σκοτεινό Τόπο της «Ξ» δίπλα στο τεμαχισμένο σώμα του πατέρα της.
Η μυρωδιά του αίματος με κάνει να νιώθω δυσφορία και η απώλεια του μπαστουνιού μου με έχει καθηλώσει, καθιστώντας με ταυτόχρονα ανήμπορο και εξουθενωμένο ώστε να προβάλω κάποια αντίσταση. Το μόνο που θα μείνει να θυμίζει την ιστορία είναι ένας παλιός γυαλιστερός και ματωμένος φιόγκος περιτυλίγματος άτσαλα σφιγμένος στο λαιμό του πατέρα της δεμένος κόμπο με το καλώδιο του Μ.Φ....
Άκουω τη Μιράντα να ανεβαίνει με το μικροασανσέρ που μουγκρίζει απειλητικά δίνοντας την εντύπωση ότι πλησιάζει το τέλος μου.
Θεέ μου, τι απαίσιος θόρυβος∙ μου τρυπάει το μυαλό...
Αυτά τα λόγια θα είναι τα τελευταία μου και το μόνο που προλαβαίνω να κάνω είναι να πετάξω το τσιπάκι απ’ το παράθυρο.
Παρακαλώ ψάξτε να το βρείτε. Το σπίτι βρίσκεται επί της οδού.................................
-----------
Γεια σας ονομάζομαι Οφηλία.
Όσοι έχετε ακούσει την ιστορία για το Λαβ-ύρινθο ίσως να θυμάστε κι εμένα.
Ήταν τόσο βαρετά στο δωμάτιο της Ξένης που αποφάσισα να πεταχτώ μια βόλτα μέχρι το κοντινό δάσος.
Στην επιστροφή μου ενώ τσαλαβουτούσα στα νερά με τα τρύπια φθαρμένα αλλά τυχερά μποτάκια μου, πάτησα κάτι που μου προξένησε έναν οξύ πόνο και παράλληλα μια μικρή πληγή στη δεξιά μου πατούσα.
Ένιωσα κάποιες σταγόνες αίματος να στάζουν από το τρύπιο μου παπούτσι και σκύβοντας αντίκρισα ένα πολύχρωμο τσιπάκι.
Σήκωσα αυτό το περίεργα πανέμορφο πραγματάκι και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να το κάνω μενταγιόν, ο πόνος στην πατούσα μου όμως με ανάγκασε να χρησιμοποιήσω ένα μπαστούνι με μια υπέροχη κόκκινη πέτρα δεμένη πάνω του ώστε να με υποβαστάξει στο δύσκολο βάδισμα λόγω του τραυματισμού μου.
Δεν ξέρω πώς ένα τέτοιο υπέροχο μπαστούνι βρέθηκε μπηγμένο στις πρασιές!
Ο κήπος της Ξένης είναι πανέμορφος, αλλά κάτι μέσα μου με έκανε να γυρίσω και πάλι πίσω προς το δάσος πριν καλά-καλά προλάβω να διαβώ την εξώπορτα αυτού του όμορφου αλλά παράξενου σπιτιού.
Στη μέση της διαδρομής σκέφτηκα να γυρίσω να πάρω το Μ.Φ.
Αλλά δεν το έκανα.
Προτίμησα να κατευθυνθώ και πάλι πίσω προς το καταπράσινο γεμάτο ζωή δάσος.
Ελπίζω να μη μετανιώσω ποτέ γι’ αυτή μου την απόφαση.
________________________________