από Ερρίκο Σμυρναίο
Η Σοφία και οι 9 νάνοι
Η Σοφία πέρασε το χειμωνιάτικο εκείνο απόγευμα στο σαλόνι του σπιτιού της, καθισμένη στην αγαπημένη της πολυθρόνα, μπροστά στη μπαλκονόπορτα που έβλεπε προς τον κήπο και τους μακρινούς λόφους που οριοθετούσαν τον ορίζοντα. Είχε αφήσει την τηλεόραση και το ραδιόφωνα σβηστά, αποφασισμένη να μην επιτρέψει στην αποβλακωτική φλυαρία τους να τη ζαλίσει. Στο κάτω-κάτω όλο για καταστροφές και μελλοντικά δεινά μιλούσαν.
Απόψε θ’ απολάμβανε το υγρό τραγούδι της βροχής που έπεφτε απ’ το πρωί και χόρευε στα κεραμίδια της στέγης. Ορμητικά ρυάκια κελάρυζαν στις υδρορροές των τοίχων και τα μπουμπουνητά των κεραυνών έκαναν τα τζάμια του σπιτιού να τρίζουν.
Ένα λεπτό άρωμα αχνιστού χαμομηλιού πλανιόταν στον αέρα. Της έφερε στο νου εικόνες από ανθισμένα λειβάδια και ανοιξιάτικους αγρούς. Η μεθυστική εκείνη ευωδιά αναδύονταν μέσα από ένα πολύχρωμο φλιτζάνι-αντίκα με σπασμένο χερούλι που είχε ανακαλύψει κάποτε σ’ ένα φιλανθρωπικό παζάρι. Το είχε αγοράσει μόνο και μόνο για να το γλυτώσει απ’ το πέταγμα σε κάποια χωματερή ή σκουπιδότοπο, τη μοίρα δηλαδή που περιμένει όλα τα λαβωμένα μικρο-αντικείμενα που δεν μπορούν πια να ικανοποιήσουν τις εγωιστικές ανάγκες των ανθρώπων. Ακουμπισμένο τώρα σ’ ένα στρογγυλό τραπεζάκι, δίπλα στην πολυθρόνα, γυαλισμένο και καθαρό, έστεκε περήφανο, γεμισμένο μέχρι τα χείλη με το υπέροχο εκείνο αφέψημα που αρωμάτιζε την ατμόσφαιρα.
Ένιωθε πολύ όμορφα. Κάθονταν στην πολυθρόνα της πλημμυρισμένη από ένα γλυκύτατο συναίσθημα θαλπωρής, τυλιγμένη με μια ζεστή μάλλινη κουβέρτα.
Ο Άρης, ο σκύλος της, ένα καλοθρεμένο ντόμπερμαν, φαινόταν να έχει ξεπεράσει το κρυολόγημα που τον ταλαιπωρούσε. Ο ξερόβηχας που τον έκανε να τραντάζεται ολόκληρος είχε επιτέλους υποχωρήσει και εκείνη τη στιγμή, καθισμένος κοντά της, δίπλα στην αναμμένη σόμπα, με τα μάτια του στηλωμένα στη μπαλκονόπορτα, έμοιαζε ν’απολαμβάνει όσο και εκείνη την ομορφιά του βροχερού ηλιοβασιλέματος που ξεδιπλώνονταν έξω απ’ το βρεγμένο τζάμι.
Καθώς ο ήλιος πλησίαζε στη δύση του, κατακόκκινος και λαμπερός, περικυκλωμένος από σκοτεινά σύννεφα με περιγράμματα που έλαμπαν σαν πυρακτωμένα κάρβουνα, σκόρπιζε μια διάχυτη ακτινοβολία που είχε την πλούσια απόχρωση του γυαλισμένου ορείχαλκου. Οι σταγόνες της βροχής που έπεφταν απ’ το συννεφιασμένο ουρανό έλαμπαν ολόχρυσες στο απογευματινό εκείνο φως. Τα φύλλα των δέντρων και των λουλουδιών του κήπου άστραφταν υγρά και εκτυφλωτικά ενώ μια μάζα από μαύρα σύννεφα που πλησίαζαν απ’ το Βορρά, αποτελούσε μια σαφέστατη προειδοποίηση για το καινούργιο κύμα της βροχής που μάλλον θα ‘πεφτε το βράδυ.
Κάτι τέτοιες στιγμές η Σοφία ένιωθε πραγματικά ευτυχισμένη. Όντας ανύπαντρη, από δική της επιλογή, είχε ζήσει τη ζωή της μόνη και αυτάρκης. Έχοντας αποδεχτεί πια το γεγονός ότι δε θα εύρισκε ποτέ κάποιον σύντροφο με τον οποίο να κατάφερνε πραγματικά να επικοινωνήσει, όντας τόσο διαφορετική η ίδια, εντελώς αδιάφορη ως προς το φλερτ, τα χρήματα ή την προοπτική της κοινωνικής ανόδου μέσα από έναν «καλό γάμο», είχε κατακτήσει με τα χρόνια την εσωτερική εκείνη γαλήνη που χαρίζεται μόνο στους ανθρώπους που τα έχουν βρει με τον εαυτό τους.
Ακόμα και τον τελευταίο καιρό, παρά τις αλλόκοτες φήμες που είχαν φτάσει στ’ αυτιά της για κάποιο παράξενο σκυλί τεραστίων διαστάσεων που κυκλοφορούσε αδέσποτο στην περιοχή, εκείνη εξακολουθούσε να νιώθει ασφαλής και προστατευμένη. Στο κάτω-κάτω, με τον πιστό και θηριώδη Άρη στο πλευρό της, τι θα μπορούσε να την απειλήσει;
------------
Άνοιξε τα μάτια της μέσα σ’ ένα βελούδινο σκοτάδι. Οι σταγόνες της βροχής έπεφταν με μανία πάνω στο τζάμι της μπαλκονόπορτας κροταλίζοντας δυνατά. Έριχνε καρεκλοπόδαρα. Την είχε πάρει ο ύπνος φαίνεται. Γεράματα βλέπεις.
Ανακλαδίστηκε νωχελικά και προσπάθησε να καταλάβει τι ήταν αυτό που την είχε ξυπνήσει. Και τότε κατάλαβε πως ο Άρης δε βρισκόταν πια κουλουριασμένος στα πόδια της. Μέσα στο σκοτάδι που είχε απλωθεί στο σαλόνι, άκουσε έναν ελαφρύ κρότο. Είχε έρθει απ’ την εξώπορτα.
Άναψε ένα πορτατίφ και είδε τον Άρη καθισμένο στο χωλ, με τ’ αυτιά του τεντωμένα και το λαμπερό του βλέμμα στηλωμένο πάνω της.
Σηκώθηκε όρθια και τυλίχτηκε με την κουβέρτα. Ο ελαφρύς κρότος ακούστηκε για δεύτερη φορά. Δεν υπήρχε αμφιβολία, κάποιος πετούσε πετραδάκια στην εξώπορτα.
Περισσότερο παραξενεμένη παρά φοβισμένη, με τον Άρη να στριφογυρίζει σα σβούρα γύρω απ’ τα πόδια της, περπάτησε μέχρι το χωλ, άναψε το φως και στάθηκε μπροστά απ’ την πόρτα.
- «Ποιος είναι;» φώναξε δυνατά.
Κανείς δεν της απάντησε. Η φωνή της πνίγηκε στον ψίθυρο της βροχής που έπεφτε με αμείωτη ένταση πάνω στη στέγη και έκανε τα παράθυρα να κροταλίζουν. Ο Άρης γύμνωσε τα δόντια του και έγρουξε απαλά.
Η Σοφία ένιωσε το σφυγμό της να επιταχύνεται. Είχε ζήσει τόσα πολλά χρόνια σ’ αυτό το σπίτι που το ένιωθε πλέον σαν μια προέκταση του σώματός της. Και τώρα ήταν απόλυτα σίγουρη πως κάποιος ή κάτι είχε μπει στον κήπο και στέκονταν στο κατώφλι του σπιτιού.
Άναψε το φως, έπιασε τον Άρη απ’ το κολάρο και πέρνωντας μια βαθιά ανάσα, άνοιξε την πόρτα. Στη συνέχεια έκανε ένα βήμα μέσα στη βροχερή νύχτα και κοντοστάθηκε κατάπληκτη. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και πήρε μια απότομη εισπνοή.
Στο βρεγμένο πλακόστρωτο που απλώνονταν έξω απ’ την πόρτα, στέκονταν κάτι μικρόσωμα ανθρωπάκια που την κοιτούσαν ακίνητα και σιωπηλά. Τα ρούχα τους είχαν μουσκέψει. Τα πρόσωπά τους είχαν κάτι δυστυχισμένες και τρομαγμένες εκφράσεις και τα μάτια τους την κοίταζαν ικετευτικά. Έμοιαζαν να θέλουν να της ζητήσουν κάτι αλλά είτε από φόβο είτε από ντροπή, δίσταζαν να μιλήσουν.
Ο Άρης τους γρύλισε προειδοποιητικά, γυμνώνοντας τα κοφτερά του δόντια.
Έκείνη όμως, χωρίς να το πολυσκεφτεί, τον κράτησε πιο σφιχτά απ’ το κολάρο και τους φώναξε:
- «Μα εσείς είστε μούσκεμα! Μπέστε γρήγορα μέσα προτού πάθετε καμιά πνευμονία!»
Οι απρόσμενοι επισκέπτες δεν περίμεναν δεύτερη κουβέντα. Πλησίασαν όλοι μαζί την πόρτα, διστακτικοί και φοβισμένοι σαν τρομαγμένα κουταβάκια, και μπήκαν στο σπίτι ένας-ένας κάνοντάς της και από μια μικρή υπόκλιση καθώς περνούσαν από μπροστά της.
------------
Οι μικροκαμωμένοι μουσαφίρηδες στριμώχτηκαν γύρω απ’ τη σόμπα που ζέσταινε το μισοφωτισμένο σαλόνι. Άρχισαν να στίβουν τους σκούφους που κάλυπταν τα κεφάλια τους και να τινάζουν τα ρούχα τους μπας και στεγνώσουν πιο γρήγορα ενώ αχνά χαμόγελα ανακούφισης απλώνονταν αργά και διστακτικά στα πρόσωπά τους.
Η Σοφία τους ακολούθησε στο σαλόνι, άναψε τα φώτα και έμεινε να τους κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό. Πάλι καλά δηλαδή που θυμήθηκε να κλείσει πίσω της την πόρτα.
Ο Άρης κάθισε δίπλα της, στα πίσω πόδια του, και τους κοίταξε ακίνητος και αυτός, ασυνήθιστα ήρεμος και επιφυλακτικός, σα να τους μελετούσε.
Για πρώτη φορά στη ζωή της ένιωσε να μουδιάζει απ’ την έκπληξη που την είχε κυριεύσει. Ήταν ένα συναίσθημα που μέχρι εκείνη τη στιγμή πίστευε πως μπορούσαν να νιώσουν μονάχα οι ήρωες των μυθιστορημάτων φαντασίας.
Οι απρόσδόκητοι επισκέπτες δεν ήταν μικρά παιδιά όπως είχε αρχικά νομίσει. Ήταν κάτι το εντελώς διαφορετικό. Καταρχήν, είχαν πολύ μικρό ανάστημα, και οι εννέα. Τα χέρια τους, ακόμα κι αν τα σήκωναν ψηλά πάνω απ’ τα κεφάλια τους, μετά βίας θα έφταναν στο πόμολο της πόρτας. Τα ρούχα τους ήταν πολύ παράξενα, έμοιαζαν κάπως με αυτά που φορούσαν οι αγρότες της μεσαιωνικής εποχής. Πλεχτές καζάκες, κολλητά παντελόνια που χώνονταν σε μικροσκοπές μπότες και πολύχρωμα σκουφιά που έπεφταν στους ώμους τους. Τα πρόσωπά τους την κοίταζαν λευκά και φωτεινά, με επιδερμίδες τόσο απαλές που θα τις ζήλευε και ένα μωρό. Τα μάτια τους που ήταν μεγάλα και λαμπερά σαν αστέρια, είχαν στηλωθεί πάνω της υγρά και γεμάτα ευγνωμοσύνη. Είχαν πλούσια και σγουρά μαλλιά, άλλα ξανθά, άλλα καστανά και άλλα κατακόκκινα, στο χρώμα των φθινοπωρινών φύλλων. Τ’ αυτιά τους τέλος ήταν πεταχτά ρόδινα και τρυφερά σαν τεράστια ροδοπέταλα.
- «Ποιοι είστε;» τους ρώτησε με μια φωνή που ακούστηκε πιο τρεμουλιαστή και αδύναμη απ’ όσο θα ήθελε. Ένιωσε την ανάγκη να καθίσει κάπου. Ο Άρης που αισθάνθηκε την ταραχή της, κλαψούρισε απαλά και της έριξε ένα ανήσυχο βλέμμα.
Τ’ ανθρωπάκια που μόνο με νάνους θα μπορούσε να τα παρομοιάσει, αντάλλαξαν κάποια συνομωτικά βλέμματα και δεν της απάντησαν αμέσως. Τελικά όμως, ένα από από αυτά, υποκλίθηκε θεατρικά, ανεμίζοντας το βρεγμένο σκούφο του με τρόπο τόσο θεαματικό που ένιωσε το πρόσωπο και τα χέρια της να πιτσιλίζονται από παγωμένες σταγόνες νερού.
- «Ευγενική δεσποσύνη», της είπε με τσιριχτή φωνή, «σας είμαστε βαθιά υπόχρεοι για την καλοσύνη που μας δείξατε αυτή τη βροχερή και αφιλόξενη βραδυά. Αν μας επιτρέψετε να παραμείνουμε στο αρχοντικό σας μέχρι το τέλος της βροχής, σας υποσχόμαστε πως δε θα σας ενοχλήσουμε στο παραμικρό! Το μόνο που επιθυμούμε είναι ένα κατάλυμα για τη νύχτα!»
Η Σοφία δεν του απάντησε αμέσως. Τους κοίταξε όλους αμίλητη, νιώθοντας ακόμα μπερδεμένη και διστακτική. Η αμήχανη σιωπή που κρεμάστηκε ανάμεσά τους διακόπηκε βίαια από ένα ξαφνικό φτέρνισμα. Είδε έναν απ’ τους λιλιπούτειους επισκέπτες της να σκουπίζει τη μύτη του με ντροπιασμένο ύφος. Οι υπόλοιποι συνέχισαν να στριμώχνονται γύρω απ’ τη σόμπα και να στίβουν τους σκούφους τους που ήταν πολύχρωμοι σαν χριστουγεννιάτικα περιτυλίγματα.
- «Θα σας φτιάξω ένα ζεστό γιατί διαφορετικά σας βλέπω όλους το πρωί κρυολογημένους» τους είπε και χώθηκε στην κουζίνα.
Μόλις έκλεισε πίσω της την πόρτα, με τον Άρη όπως πάντα στα πόδια της, έγειρε στον τοίχο, έκλεισε τα μάτια της και πήρε μια βαθιά αναπνοή.
Άνοιξε ένα απ’ τα συρτάρια του μπουφέ όπου φύλαγε ένα μπουκάλι κρασί. Το έφερε στα χείλη της με χέρια που έτρεμαν και κατέβασε δυό γουλιές για να συνέλθει. Το κρασί κύλησε σα ζεστό ποτάμι στον οισοφάγο και στο στομάχι της. Είχε χρόνια να πιεί κρασί ή οποιοδήποτε άλλο οινοπνευματώδες ποτό αλλά η όλη κατάσταση ήταν τόσο ασυνήθιστη που απαιτούνταν η λήψη έκτακτων μέτρων. Άρπαξε στη συνέχεια μια κατσαρόλα, τη γέμισε με νερό και πέταξε μέσα της ένα μάτσο χαμομήλι. Μέχρι να βράσει το νερό είχε κόψει μια φρατζόλα ψωμί σε λεπτές φέτες τις οποίες άλειψε με βούτυρο και μέλι. Στη συνέχεια έβγαλε ένα κέικ σοκολάτα απ’ το ψυγείο και γέμισε και ένα μπωλ με τα κουλουράκια που φύλαγε για τις γειτόνισσές της, όποτε έρχονταν στο σπίτι για να τους πει το φλυτζάνι.
Όταν έβρασε το νερό, άδειασε το περιεχόμενό του σε μια τσαγιέρα την οποία ακούμπησε στο κέντρο ενός μεγάλου δίσκου σερβιρίσματος. Γύρω απ’ την τσαγιέρα τοποθέτησε συμμετρικά όλα τα φλυτζάνια και τα πιατάκια που βρήκε εύκαιρα και μετά γέμισε το δίσκο με τις μελωμένες φέτες του ψωμιού, τα κουλουράκια και το κέικ. Όταν ξαναμπήκε στο σαλόνι, με το δίσκο να κλυδωνίζεται στα χέρια της σαν καράβι σε φουρτούνα απ’ το βάρος, οι μικρόσωμοι επισκέπτες αναφώνησαν κατάπληκτοι και εκστασιασμένοι:
- «Μα είσαστε υπέροχη! Όλα αυτά είναι για μας;»
Εκείνη τους έγνεψε καταφατικά. Παραλίγο να την πάρουν τα γέλια καθώς τους είδε να τρίβουν τα χέρια και τις κοιλιές τους και να στέκονται μια στο ένα πόδι και μια στο άλλο, αδημονώντας προφανώς να βουτήξουν τα χεράκια τους στον γαστριμαρικό εκείνο θησαυρό.
- «Ε, ναι!» τους απάντησε καθώς ακουμπούσε το δίσκο στο μεγάλο τραπέζι του σαλονιού. «Δε γίνεται να μείνετε νηστικοί όλο το βράδυ! Εξάλλου μου φαίνεστε και κάπως πεινασμένοι!»
Στη συνέχεια άρχισε να τους μοιράζει τα φλυτζάνια, τα κουταλάκια, τα κουλουράκια, τα γλυκά κτλ. με τις κινήσεις μιας έμπειρης οικοδέσποινας. Οι μικροί επισκέπτες, πλησίασαν σιγά-σιγά το τραπέζι και έκατσαν στις καρέκλες που βρίσκονταν τοποθετημένες γύρω του σιωπηλοί αλλά κοιτάζοντας τα γλυκίσματα σα λιμασμένοι. Η Σοφία ξαναμπήκε στην κουζίνα για να φέρει μια επιπλέον καρέκλα για τον εαυτό της και όταν ξαναβγήκε, τους βρήκε όλους γύρω απ’ το τραπέζι να την κοιτάζουν χαμογελαστοί και χαρούμενοι. Ήταν ένα πολύ παράξενο θέαμα, βγαλμένο λες απ’ τις σελίδες κάποιου παραμυθιού. Ένιωσε ξαφνικά σαν τη Χιονάτη με τους εφτά νάνους. Μόνο που οι νάνοι είχαν γίνει εννέα και δε θα έπρεπε να υπάρχουν στην πραγματικότητα. Ε, και λοιπόν;
Έκατσε με μια μεγαλόπρεπη έκφραση στο τραπέζι, σαν αριστοκράτισσα πυργοδέσποινα, και τους είπε κάνοντας μια καταδεκτική χειρονομία:
- «Κοπιάστε και καλή σας όρεξη!»
-------------
Το τσιμπούσι ξεκίνησε. Ύστερα από λίγο άρχισαν να γελάνε και να μιλάνε όλοι μαζί και το σπίτι που ήταν συνήθως σιωπηλό και γαλήνιο σαν εκκλησία πλημμύρισε από γέλια και φωνές που έκαναν τις βροντές της καταιγίδας να μοιάζουν μακρινές και ασήμαντες. Η Σοφία άρχισε κι αυτή να γελά και ν’ αστειεύεται μαζί τους. Ένιωθε τα μάγουλά της να καίνε, την καρδιά της να σκιρτά χαρούμενη και τα μάτια της να λάμπουν σαν πετράδια. Άνοιξε το ραδιόφωνο και βρήκε ένα σταθμό με χορευτική μουσική. Χωρίς δεύτερη σκέψη, πετάχτηκαν όρθιοι, όλοι μαζί, και άρχισαν να χορεύουν και να κυνηγιούνται γύρω απ’ το τραπέζι, μαζί και ο Άρης που χοροπηδούσε και γαύγιζε ενθουσιασμένος. Πρώτη φορά στη ζωή της ένιωθε τόσο χαρούμενη και ανάλαφρη, σα να της ανήκε ο κόσμος όλος.
Η καταιγίδα κόπασε σιγά-σιγά αλλά κανείς τους δεν έδωσε σημασία σ’ αυτό το γεγονός.
- «Αφού θα μείνετε εδώ απόψε» τους είπε κάποια στιγμή, που είχαν καταρρεύσει όλοι μαζί στους καναπέδες και στις πολυθρόνες του σαλονιού, κατάκοποι απ’ τα χοροπηδητά και τους χορούς, «βοηθήστε με να κουβαλήσουμε σεντόνια και κουβέρτες απ’ τα υπνοδωμάτια. Μπορείτε να ξαπλώσετε εδώ, δίπλα στη σόμπα, που είναι ζεστά!»
Όπερ και εγένετο. Μέσα σε μισή ώρα, το σαλόνι είχε μεταμορφωθεί σε κοιτώνα. Πάνω στους καναπέδες και στις πολυθρόνες, στρώθηκαν σεντόνια μαξιλάρια και κουβέρτες. Τα φώτα έσβησαν και μέσα στο σκοτάδι άρχισαν ν’ ακούγονται απαλά ροχαλητά.
Η Σοφία ξαναμπήκε στην κουζίνα όπου άρχισε να βάζει ένα-ένα τα φλυτζάνια και τα πιατάκια στο πλυντήριο πιάτων.
- «Είσαστε μια γυναίκα με πολύ ευγενική καρδιά!»
Γύρισε το κεφάλι της ξαφνιασμένη και βρέθηκε αντιμέτωπη με κάποιον από τους μικρόσωμους επισκέπτες της. Ήταν αυτός που της είχε ζητήσει να περάσουν τη νύχτα στο σπίτι. Τον είδε να τοποθετεί μια καρέκλα δίπλα στο τραπέζι της κουζίνας και να κάθεται πάνω της. Για να καθίσει χρειάστηκε βέβαια να σκαρφαλώσει πάνω στην καρέκλα.
- «Γιατί το λες αυτό;» τον ρώτησε καθώς συνέχισε να βάζει τα φλιτζάνια στο πλυντήριο.
- «Κανείς άνθρωπος δε θα μας έβαζε στο σπίτι του και δε θα μας φιλοξενούσε με τόση γενναιοδωρία, και μάλιστα μια τέτοια νύχτα» της εξήγησε εκείνος.
Η Σοφία τον κοίταξε κατάματα.
- «Ξέρετε καλά τους ανθρώπους;»
- «Όχι πολύ, γενικά μας αρέσει να περνάμε απαρατήρητοι!»
- «Και τι σας έκανε ν’ αλλάξετε γνώμη απόψε;»
- «Η καταιγίδα. Χάσαμε τον προσανατολισμό μας και δεν ξέραμε τι να κάνουμε και πού να πάμε!»
- «Πες μου κάτι όμως, τι κάνατε εκεί έξω, μέσα στο σκοτάδι και τη βροχή;»
- «Ψάχνουμε να βρούμε έναν φίλο μας. Τον περιμένουμε να φανεί από προχθές αλλά εκείνος έχει γίνει άφαντος. Μαζευτήκαμε λοιπόν, μια ομάδα από μας, και βγήκαμε έξω να τον βρούμε. Αλλά δεν καταφέραμε τίποτα.»
- «Βγήκατε έξω είπες;»
- «Απ’ το σπιτικό μας, από εκεί που ζούμε.»
- «Και πού ζείτε δηλαδή;»
Εκείνος την κοίταξε χωρίς να της απαντήσει και η Σοφία κατάλαβε ότι η ερώτηση που του είχε κάνει τον είχε φέρει σε δύσκολη θέση.
- «Νομίζω πως είναι ώρα να πέσουμε όλοι για ύπνο, δε συμφωνείς κι εσύ;» τον ρώτησε με φιλικό ύφος. Εκείνος συμφώνησε μαζί της με έκδηλη ανακούφιση.
Αφού βεβαιώθηκε πως όλοι κοιμούνταν ήρεμα στο σαλόνι, μαζί και ο Άρης που είχε κουλουριαστεί στη συνηθισμένη του θέση, μπροστά απ’ τη σόμπα, ανέβηκε τη σκάλα που έβγαζε στον πάνω όροφο του σπιτιού και μπήκε στο δωμάτιό της.
Όταν ξάπλωσε στο κρεβάτι, ο ύπνος έπεσε πάνω της σα βαριά κουβέρτα και βυθίστηκε σ’ έναν κόσμο παράξενων ονείρων.
--------------
Ξύπνησε απότομα. Η καρδιά της γοργοχτυπούσε σα φυλακισμένο πουλί. Οδηγημένη από κάποιο αρχέγονο ένστικτο ένιωσε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Τέντωσε τ’ αυτιά της και κοίταξε το ταβάνι, εκεί όπου το φως της λάμπας που φώτιζε το δρόμο έξω απ’ το σπίτι, ζωγράφιζε ένα κίτρινο τετράγωνο.
Άκουσε κάτι μεγαλόσωμο να πηδάει πάνω από το χαμηλό φράχτη με τα κάγκελα που περιέβαλλε τον κήπο και να προσγειώνεται απαλά στο χορτάρι.
Γλύστρησε έξω απ’ το κρεβάτι, φόρεσε τις παντόφλες της, τυλίχτηκε μ’ ένα ζεστό μπουρνούζι και βγήκε απ’ το δωμάτιο κλεφτά, περπατώντας στις μύτες των ποδιών της.
Με κινήσεις ανάλαφρες και λάθρες, κατέβηκε αθόρυβα τη σκάλα που κατέληγε στο σαλόνι. Οι επισκέπτες της κοιμούνταν ακόμα βαθιά και ροχάλιζαν ξέγνοιαστοι μέσα στο σκοτάδι, ξαπλωμένοι σε πολυθρόνες και καναπέδες. Ο Άρης, κουλουριασμένος ακόμα μπροστά απ’ τη σόμπα, πάνω στο χαλάκι του, έμοιαζε επίσης να έχει παραδοθεί στις αγκάλες του Μορφέα. Της φάνηκαν όλοι τους πολύ ευάλωτοι εκείνη τη στιγμή, εύθραυστοι σα νήπια έτσι όπως ξάπλωναν ο ένας δίπλα στον άλλο, τυλιγμένοι με τις κουβέρτες τους και με τα κεφαλάκια τους να εξέχουν έξω απ’ τα στρωσίδια.
Κάρφωσε το βλέμμα της στη μπαλκονόπορτα. Πάνω στις λευκές κουρτίνες της που έκρυβαν τον έξω κόσμο, διαγράφονταν τα κλαδιά της αμυγδαλιάς που φύτρωνε στον κήπο, γυμνά τώρα μέσα στο φθινόπωρο, λεπτά και μαύρα σαν κοφτές πινελιές από σινική μελάνη.
Έφερε τα χέρια της στο στόμα της για να μη φωνάξει. Υπήρχε και κάτι άλλο εκεί έξω, μια κινούμενη σκιά. Στην αρχή έμοιαζε με μεγαλόσωμο σκύλο αλλά μετά ορθώθηκε στα πίσω πόδια της και το σχήμα της άλλαξε, μετατράπηκε σ’ ένα συνδυασμό γορίλα, σκύλου και ανθρώπου.
Είδε την απόκοσμη εκείνη σιλουέτα να πλησιάζει το τζάμι και το περίγραμμά της να γίνεται πιο συγκεκριμένο και συμπαγές. Ένα μακρύ χέρι απλώθηκε και ψαχούλεψε το πλαίσιο της μπαλκονόπορτας, λες και γύρευε κάποιο τρόπο να την ανοίξει.
Μέσα απ’ το βαθύ και αφύσικο ύπνο που τον είχε κυριεύσει, ο Άρης κλαψούρισε τρομαγμένος.
Απόλυτη σιωπή γέμιζε το σπίτι. Η βροχή είχε σταματήσει. Η Σοφία, βρίσκοντας ένα θάρρος που δε φαντάζονταν ποτέ ότι ήταν δυνατόν να διαθέτει, πλησίασε βήμα-βήμα τη μπαλκονόπορτα και τη συρταριέρα που βρίσκονταν δίπλα της, άνοιξε αργά-αργά το συρτάρι όπου φύλαγε τα καλά της μαχαιροπήρουνα και έβγαλε ένα μακρύ μαχαίρι που χρησιμοποιούσε για να κόβει κάθε χρόνο τη Χριστουγεννιάτικη γαλοπούλα.
Στη συνέχεια, σφίγγοντας το μαχαίρι στο δεξί της χέρι, στάθηκε μπροστά απ’ το τζάμι της μπαλκονόπορτας και έσφιξε τα δόντια της, αποφασισμένη ν’ αντιμετωπίσει μαχητικά την επικείμενη εισβολή του εξωπραγματικού εκείνου πλάσματος.
Μια βαριά αναπνοή ακούστηκε έξω απ’ το γυαλί. Ένιωσε τις τρίχες στο σβέρκο της να σηκώνονται όρθιες η μια μετά την άλλη. Το μακρύ και δύσμορφο χέρι του όντος βρήκε το χερούλι της μπαλκονόπορτας και άρχισε να το στρίβει. Εκείνη καταράστηκε τον εαυτό της που ξέχασε να το κλειδώσει νωρίτερα. Ένα ανεπαίσθητο τρίξιμο ακούστηκε μέσα στη σιωπή και οι λευκές κουρτίνες αναδεύτηκαν. Κάτι χώθηκε μέσα στο άνοιγμα που δημιουργήθηκε ενώ μια μακρυά μουσούδα ξεπρόβαλλε ανάμεσα απ’ τις κουρτίνες και μύρισε τον αέρα. Στη συνέχεια, το πλάσμα που προσπαθούσε να εισβάλει στο σπίτι έχωσε όλο το χέρι του μέσα και ετοιμάστηκε ν’ ανοίξει τη μπαλκονόπορτα διάπλατα.
Η Σοφία έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός και χωρίς να βγάλει άχνα, έμπηξε το μαχαίρι στο μπράτσο του εισβολέα, μέχρι τη λαβή.
----------------
Ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό έσκισε τον αέρα. Το τέρας τράβηξε το χέρι του αστραπιαία πέρνωντας μαζί του και το μαχαίρι. Το σκοτεινό ξόρκι που κρατούσε τους νάνους και τον Άρη κοιμισμένους διαλύθηκε και εκείνοι πετάχτηκαν όρθιοι φωνάζοντας δυνατά και πετώντας τις κουβέρτες τους εδώ και εκεί. Η Σοφία έκλεισε και κλείδωσε την μπαλκονόπορτα όσο πιο γρήγορα μπορούσε, απομακρύνθηκε μ’ ένα σάλτο από μπροστά της και χύμηξε στο διακόπτη του ηλεκτρικού για ν’ ανάψει το φως. Το ρεύμα όμως ήταν κομμένο.
- «Τι συμβαίνει Δεσποσύνη;» τη ρώτησε αλαφιασμένος ένας απ’ τους νάνους.
- «Υπάρχει κάτι εκεί έξω, κάτι σαν τέρας!» ψέλλισε εκείνη λαχανιάζοντας. Ένα κύμα παγωμένου ιδρώτα ανάβλυσε σ’ ολόκληρο το κορμί της. Τα πόδια της δεν την κρατούσαν πλέον και η καρδιά της χτυπούσε παράξενα. Κάθισε σε μια καρέκλα για να μην καταρρεύσει στο πάτωμα. «Νομίζω ότι το τραυμάτισα» δήλωσε.
Απ’ τον κήπο ερχόταν ένας καταιγισμός φριχτών ήχων, ένας απαίσιος σαματάς.
Λες και κάτι πάλευε με τον εαυτό του.
Η Σοφία άκουσε τις τριανταφυλλιές της να τσακίζονται και κάτι απαίσιο να τρίβεται πάνω στον κορμό της αμυγδαλιάς.
- «Εσάς ψάχνει αυτό το πράγμα, έτσι δεν είναι;» ρώτησε οδηγημένη από μια ξαφνική έκλαμψη διορατικότητας.
Η τρομερή σκιά διαγράφτηκε για δεύτερη φορά πίσω απ’ τις κουρτίνες και τότε, μ’ έναν εκκωφαντικό θόρυβο γυαλιών που σπάζουν, μια πελώρια σιλουέτα, ένα πλάσμα που δεν ήταν ούτε ζώο αλλά ούτε και άνθρωπος, κομμάτιασε τη μπαλκονόπορτα, έσκισε τις κουρτίνες και χύμηξε μέσα στο σαλόνι.
---------------
Μάτια που έλαμπαν κόκκινα σαν πυρακτωμένες πρόκες, καρφώθηκαν επάνω της εκδικητικά. Εκείνη τη στιγμή ένιωσε απόλυτα σίγουρη για το τι έπρεπε να κάνει. Πετάχτηκε όρθια και έτρεξε προς την εξώπορτα του σπιτιού.
Το κλειδί της πόρτας βρίσκονταν ακόμα χωμένο στην κλειδαρότρυπα. Το είχε ξεχάσει εκεί πέρα όταν είχε ανοίξει και είχε αφήσει τους νάνους να μπουν στο σπίτι, υπερβολικά έκπληκτη απ’ την όλη εμπειρία για να θυμηθεί να ξανακλειδώσει και να βάλει το κλειδί στη θέση του. Άνοιξε την πόρτα, βγήκε έξω και άρχισε να τρέχει ξυπόλητη μέσα στο σκοτάδι, πρώτα στον κήπο, μετά στο δρόμο και ύστερα στους πρόποδες του λόφου που υψώνονταν απέναντι απ’ το σπίτι.
«Έλα σε μένα, έλα σε μένα,» μουρμούρισε πνιχτά καθώς προσπαθούσε ν’ ανέβει την λασπωμένη πλαγιά του στα τυφλά. «Εμένα θέλεις, άσε τους άλλους ήσυχους!»
Το στήθος της άρχισε να πονάει και η αναπνοή της να σώνεται. Οι γυμνές πατούσες των ποδιών της κόβονταν απ’ τις αιχμηρές πέτρες που κάλυπταν το έδαφος, τα δάχτυλά της χτυπούσαν σε αγκωνάρια και αγκαθωτοί θάμνοι έσκιζαν τους αστράγαλους και τις γάμπες της. Εκείνη όμως συνέχισε να σκαρφαλώνει το λόφο επιστρατεύοντας όλες της τις δυνάμεις.
Άκουσε κάτι να τρέχει ξοπίσω της, κάτι ταχύτατο και τρομερό που σκαρφάλωνε τον λόφο με απίστευτη ευκολία. Ούτε καν τόλμησε να γυρίσει το κεφάλι της και να κοιτάξει. Διπλασίασε τις προσπάθειες της σπρωγμένη από ένα πρωτόγονο κύμα τρόμου, απ’ το ένστικτο του θηράματος που νιώθει τον διώκτη του να πλησιάζει αμείλικτος.
Κάτι τη χτύπησε στην πλάτη με συντριπτική ορμή και εκείνη σωριάστηκε καταγής πάνω στην πέτρινη πλαγιά.
Χέρια σκληρά σα σίδερο τη γύρισαν ανάσκελα. Τα μπράτσα της ακινητοποιήθηκαν, λες και σφίγγονταν στη λαβή μιας μέγγενης.
Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε το τέρας, που πυργωνόταν από πάνω της, κατάματα.
Ο ουρανός είχε επιτέλους ανοίξει και το παγωμένο φως των άστρων γέμιζε τη νύχτα. Μέσα στο χλωμό εκείνο φως αντίκρυσε ένα φριχτό πρόσωπο, κάτι που δεν μπορούσε να είναι γέννημα αυτού του κόσμου αλλά που είχε δραπετεύσει από αλλού, από ένα σκοτεινό σύμπαν όπου τέρατα και δαίμονες ζούσαν ακόμα.
Πελώρια σαγόνια άνοιξαν διάπλατα και μια καυτή και δύσοσμη ανάσα καψάλισε το πρόσωπό της. Τα μάτια της καρφώθηκαν στα κοφτερά δόντια που άστραψαν σα λεπίδες στο σκοτάδι καθώς μια παχύρρευστη σταγόνα αηδιαστικού σάλιου έπεφτε πάνω στο δεξί της μάγουλο. Το βλέμμα του πλάσματος διασταυρώθηκε με το δικό της και στα κόκκινα μάτια του άστραψε μια λάμψη σαδιστικής ικανοποίησης.
Εκείνη τη στιγμή, ένα θυμωμένο γαύγισμα ακούστηκε πίσω της και ο Άρης έπεσε πάνω στο τέρας σα χιονοστιβάδα. Τα δόντια του βυθίστηκαν στο λαιμό του και τα νύχια των ποδιών του όργωσαν την πλάτη του σαν αλέτρια. Το τέρας σηκώθηκε όρθιο, στα πίσω πόδια του. Άρπαξε τον Άρη απ’ το σβέρκο και τον τίναξε μακρυά σα να ήταν παιδικό παιχνίδι. Άκουσε τον σκύλο της να βγάζει ένα πονεμένο αλύχτισμα καθώς συγκρουόταν με το έδαφος. Ο ήχος αυτός τη χτύπησε σαν ηλεκτρικό ρεύμα.
Το χέρι της σφίχτηκε γύρω από ένα μακρόστενο αντικείμενο. Ήταν ένα στουρνάρι, μια μακρυά και μυτερή πέτρα. Ο λόφος ήταν γεμάτες από δαύτες. Το έσφιξε δυνατά, τόσο πολύ που ένιωσε τα δάχτυλά της να κόβονται στις αιχμηρές γωνίες του και καθώς το θηρίο έπεφτε πάνω της για να την αποτελειώσει, το κάρφωσε με όλη της τη δύναμη στο δεξί του μάτι. Μια άγρια χαρά άστραψε μέσα της καθώς ένιωσε το αυτοσχέδιο εκείνο όπλο να χώνεται βαθιά στο μάτι του κτήνους. Το θηρίο ούρλιαξε για δεύτερη φορά και άρχισε να χτυπιέται. Η Σοφία ένιωσε να πνίγεται απ’ το βάρος του. Ύστερα συσπάστηκε ολόκληρο και σωριάστηκε δίπλα της άτονο, σα μια πελώρια μάζα από σάρκα, τρίχες και κόκαλα.
Άνοιξε τα μάτια της και αντίκρισε το πρόσωπο του σκύλου της να της χαμογελά. Η γλώσσα του ήταν ματωμένη. Της έγλειψε το πρόσωπο που ήταν μουσκεμένο από ιδρώτα και δάκρυα.
Το τέρας είχε πεθάνει. Εκείνη όμως ήταν ζωντανή.
---------------
Μια ώρα αργότερα οι νάνοι ήταν ακόμα μαζεμένοι γύρω της. Της έπλυναν το πρόσωπο, της χάιδεψαν τα μαλλιά, της έδωσαν να πιεί νερό και γενικά έκαναν ότι μπορούσαν για να τη βοηθήσουν να συνέλθει, κάτι που δεν ήταν και τόσο εύκολο γιατί το σώμα της πονούσε σε χίλια διαφορετικά σημεία.
Αφέθηκε εντούτοις στις φροντίδες τους παθητικά, νιώθωντας το μυαλό της άδειο και τις δυνάμεις της στραγγισμένες.
Το πρώτο γκρίζο φως της αυγής μπήκε κλεφτά στο σπίτι μέσα απ’ την κομματιασμένη μπαλκονόπορτα.
Την είχαν ξαπλώσει στο μεγάλο καναπέ του σαλονιού. Ό Άρης κάθονταν στα πόδια της και οι νάνοι ήταν μαζεμένοι γύρω της και την κοιτούσαν με ανήσυχο βλέμμα. Φαίνονταν όλοι τους σώοι και αβλαβείς. Το σαλόνι από την άλλη έμοιαζε να έχει λεηλατηθεί. Όπου και να κοιτούσε, έβλεπε διαλυμένα έπιπλα, σκισμένες κουρτίνες και κουρελιασμένες κουβέρτες. Αν της έλεγε κάποιος πως μέσα απ’ το σπίτι είχε περάσει ένας τυφώνας, θα τον πίστευε.
- «Μα τι συνέβη εδώ μέσα;» ρώτησε τελικά τους μικρόσωμους φίλους της που ήταν μαζεμένοι γύρω απ’ τον καναπέ.
- «Τον σκότωσες, τον μαχαίρωσες με ασημένιο μαχαίρι! Είναι νεκρός!» την πληροφόρησε κάποιος απ’ αυτούς, ανεμίζοντας τα χέρια του με χαρά.
Η Σοφία τον κοίταξε διστακτικά, δίχως να συμμερίζεται τον ενθουσιασμό του.
- «Νομίζω ότι μου χρωστάτε όλοι σας μια εξήγηση για όλα αυτά που συνέβησαν απόψε!» δήλωσε.
- «Εξήγηση; Τι εξήγηση;» τη ρώτησαν εκείνοι με απορημένο ύφος.
- «Αυτό το τέρας έψαχνε να βρει εσάς, έτσι δεν είναι; Και καταρχήν, ποιοι είστε πραγματικά και από πού έρχεστε;»Νάνοι
Μια μικρή σιωπή διαδέχτηκε την ερώτηση της. Τελικά όμως, ένα μέλος της ομάδας, ένας καστανομάλλης ανθρωπάκος που φορούσε έναν σκουροπράσινο σκούφο που έμοιαζε με τεράστιο μπιζέλι, ανέλαβε να της απαντήσει:
- «Ήρθαμε απ’ το λόφο. Εκεί πέρα βρίσκεται η χώρα μας.»
- «Ποιον λόφο -αυτόν εκεί;» Ανασηκώθηκε και κοίταξε το λόφο που υψωνόταν πέρα απ’ την ορθάνοιχτη εξώπορτα του σπιτιού.
- «Ναι, από ‘κεί.»
- «Μα δεν υπάρχει τίποτα εκεί πάνω» δήλωσε η Σοφία.
- «Υπάρχει μέσα όμως. Ή μάλλον από κάτω!».
- «Τι υπάρχει από κάτω;»
- «Ένα υπόγειο βασίλειο» της εξήγησε εκείνος. «Μέσα στη γη υπάρχουν τεράστιες υπόγειες κοιλότητες οι περισσότερες από τις οποίες επικοινωνούν μεταξύ τους. Εκεί ζει ο λαός μας.»
- «Και γιατί ήρθατε στο σπίτι μου;»
- «Όπως σας είπαμε και χθες που μας ξαναρωτήσατε, ψάχναμε να βρούμε ένα σύντροφό μας ο οποίος χάθηκε. Είχε ανέβει στον πάνω κόσμο γιατί του άρεσε να παρατηρεί τους ανθρώπους. Πρέπει να τον έφαγε ο σκυλάνθρωπος.»
- «Σκυλάνθρωπο το λέτε αυτό το τέρας;»
- «Ναι, το ’σκασε και αυτός απ’ τονμέσα-κόσμο, από ένα άλλο σπήλαιο, μακρυά μας. Πριν από πολλά-πολλά χρόνια τον φυλάκισαν εκεί πέρα οι πρόγονοί μας και γι’ αυτό ζητούσε εκδίκηση!»
- «Κατάλαβα...» μουρμούρισε εκείνη. Άκουγε όλες τις απίστευτες αυτές εξηγήσεις με μια εξωπραγματική αδιαφορία, όμως, μετά την τρομερή της περιπέτεια στο λόφο, τίποτα πλέον δεν της φάινονταν παράξενο.
- «Φαντάζομαι πως τώρα θα πρέπει να επιστρέψετε στην πατρίδα σας, έτσι;» ρώτησε τον πρασινοσκούφη συνομιλητή της.
- «Ναι. Στο σπίτι μας, στη χώρα όπου μεγαλώσαμε» της απάντησε εκείνος.
- «Μα δεν είναι σκοτεινά και υγρά εκεί μέσα; Σας αρέσει να περνάτε τη ζωή σας σε μια σπηλιά;»
- «Δεν είναι σαν τις σπηλιές που ξέρεις εσύ! Στην πατρίδα μας φυτρώνουν δέντρα γρασίδι και λουλούδια που όμοιά τους δεν έχεις ξαναδεί! Τα φύλλα τους φεγγοβολούν σαν αστέρια! Οι ουρανοί μας μπορεί να είναι πέτρινοι αλλά φωτίζονται από μικρούς ήλιους που σκορπίζουν παντού φως και ζεστασιά. Έχουμε κι εμείς σπίτια, πύργους και παλάτια! Έχουμε και πελώριους κήπους με λίμνες καταρράκτες και ποτάμια όπου ο αέρας μοσχομυρίζει ενώ παντού πετούν πολύχρωμες πεταλούδες και μελωδικά πουλιά!» την πληροφόρησε μ’ ενθουσιαμό ένα τρίτο μέλος της παρέας, ένας νάνος που ο σκούφος του είχε το κόκκινο χρώμα της φωτιάς.
- «Αυτό ακούγεται υπέροχο, σαν παραμύθι» μουρμούρισε η Σοφία συγκινημένη από την ολοζώντανη εκείνη περιγραφή.
- «Θα ήθελες να έρθεις να ζήσεις κι εσύ εκεί κάτω, μαζί μας;» τη ρώτησε ο κοκκινοσκούφης νάνος.
Η Σοφία τον κοίταξε χωρίς να του απαντήσει.
- «Έτσι απλά;» τον ρώτησε τελικά.
- «Έτσι!» της απάντησε εκείνος. «Εξάλλου χρειαζόμαστε μια καινούργια βασίλισσα. Σύμφωνα με τα έθιμα των προγόνων μας, πρέπει να έχουμε μια βασίλισσα από τον πάνω κόσμο για να μας κυβερνάει. Η προηγούμενη πέθανε πριν από πολλά-πολλά χρόνια από βαθιά γεράματα και από τότε, αν και ψάχνουμε μέρα και νύχτα να βρούμε κάποια που να επιθυμεί ν’ αναλάβει αυτό το καθήκον, δεν έχουμε εντοπίσει καμία που να έχει τα κατάλληλα προσόντα. Εσύ όμως, μας φιλοξένησες με γενναιοδωρία και διακινδύνευσες απόψε τη ζωή σου για να μας προστατεύσεις. Νομίζω λοιπόν πως είσαι η πιο κατάλληλη υποψήφια!»
Αγνοώντας τα ροδαλά χεράκια που απλώθηκαν προς το μέρος της για να τη βοηθήσουν, σηκώθηκε όρθια και περπάτησε κουτσαίνοντας μέχρι το μπάνιο. Όταν έκλεισε πίσω της την πόρτα, κοίταξε καλά-καλά τον εαυτό της στον μεγάλο καθρέφτη που κρέμονταν πάνω απ’ το νιπτήρα.
Αντίκρυσε μια μεσόκοπη γυναίκα με μακρυά ασημένια μαλλιά και φωτεινά γκρίζα μάτια. Μια γυναίκα που ζούσε μόνη στον κόσμο, χωρίς συγγενείς και χωρίς στενούς φίλους, με μόνη της συντροφιά τον πιστό της σκύλο.
- «Θα έρθει και ο Άρης μαζί μας; Δεν πάω πουθενά χωρίς αυτόν!» δήλωσε.
- «Φυσικά!» της απάντησαν εν χορώ οι νάνοι.
Λίγο αργότερα, καθώς ο χρυσαφένιος δίσκος του ήλιου ξεμύτιζε πίσω απ’ τον ορίζοντα και ένα ρόδινο και γαλάζιο φως απλώνονταν στον πεντακάθαρο ουρανό, η Σοφία, φορτωμένη μ’ ένα σακίδιο, με τον Άρη να περπατάει περήφανα στο πλευρό της και τους καινούργιους της φίλους να φλυαρούν γύρω της χαρούμενα, βγήκε απ’ το διαλυμένο σπίτι και άρχισε να σκαρφαλώνει στην πλαγιά του λόφου.
* σημείωση: η εικόνα ανοίγματος του παρόντος άρθρου είναι δημιουργία του hordel.
________________________________