από Μιχάλη Μώρο
Η σπορά του κακού
Στην εθνική οδό της Τρίπολης, μόλις περάσουμε τη σήραγγα του Αρτεμισίου, στο αριστερό μας χέρι στέκεται ένας λόφος παράξενος. Δεν είναι μόνο ότι είναι κατάξερος ενώ όλα γύρω του είναι πνιγμένα στη βλάστηση. Εκείνο που εξάπτει την περιέργεια περισσότερο, είναι το γεγονός ότι στην κορυφή του υπάρχουν τα ερείπια ενός κτίσματος που με την πρώτη ματιά μοιάζει να είναι σπίτι του προηγούμενου αιώνα.
Δυσοίωνα συναισθήματα σου αφήνει η θέα του λόφου εκείνου, πολύ περισσότερο αν γνωρίζεις τη φρίκη που πριν από εκατό χρόνια και παραπάνω ξύπνησε σε εκείνο το λόφο, ποτίζοντας για πάντα την Αρκαδική Γη με τους χυμούς της απόγνωσης και ενός κακού που από παλιά έχει βάλει στο μάτι τον πλανήτη μας και δε θέλει να φύγει. Μα το κακό αυτό δεν έρχεται απρόσκλητο. Ρίχνει τους σπόρους του και όταν πρόσφορο έδαφος βρεθεί, εκείνος που το εξουσιάζει με λαχτάρα μαζεύει τους καρπούς του. Και δυστυχώς, βρήκε πολύ γόνιμο έδαφος στο μικρό και ασήμαντο χωριό που κάποτε απλωνόταν στους πρόποδες του λόφου που τότε ήταν κατάφυτος. Διακόσιες ψυχές είχε το χωριό εκείνο, ανθρώπους που ασχολούνταν με τη γη και τα ζώα, απλούς και καθημερινούς αλλά σύνθετους στην κακία που έκρυβαν μέσα τους. Μια κακία που περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να ξεσπάσει.
Αν όμως όλοι τους ήταν κακοί κατά βάθος, η Μαρία ήταν η φωτεινή εξαίρεση. Ορφανή από μάνα και πατέρα ζούσε φτωχικά σε ένα καλύβι στην άκρη του χωριού και βοηθούσε τις γυναίκες στις δουλειές του σπιτιού, κερδίζοντας το φαγητό της ημέρας και πού και πού κανένα φόρεμα από αυτά που οι κυράδες δεν χρειάζονταν. Παρά τη φτώχια της όμως ήταν πεντακάθαρη και όταν περπατούσε στο χωριό όλοι νόμιζαν πως άγγελος του Θεού ζούσε μαζί τους. Γιατί ήταν καλή κι ευγενική, συμπονετική με όλους και με το υστέρημά της βοηθούσε κι άλλους φτωχούς και ας υπήρχαν μέρες που δεν είχε να φάει. Η μοναδική της διασκέδαση ήταν να γυρίζει μέσα στα δάση και την εξοχή, να σκαρφαλώνει στις κορυφές των λόφων και, καθώς φορούσε συνήθως λευκά φορέματα, έμοιαζε με βασίλισσα των Ξωτικών έτσι ψηλή και σχεδόν εξαϋλωμένη που ήταν. Αυτή της η συνήθεια, όμως, έκανε τους χωρικούς να πιστεύουν πως τα βράδια που γύριζε στις ερημιές μιλούσε με τα πνεύματα της γης και ενώ τη συμπαθούσαν, βαθιά μέσα τους τη φοβούνταν και τη νόμιζαν για μάγισσα.
Ο μόνος που την καταλάβαινε ήταν ο παπάς του χωριού που της έδινε πού και πού κανένα πρόσφορο και λάδι που είχαν δωρίσει οι κυρίες στην εκκλησία. Και ήταν εκείνος που έπεισε έναν πλούσιο αλλά ηλικιωμένο κτηματία από ένα διπλανό χωριό να πάρει για γυναίκα του τη Μαρία, παρά τη μεγάλη διαφορά ηλικίας που είχαν.
Πράγματι, ο κτηματίας τη λάτρεψε και η Μαρία έδωσε τη συγκατάθεσή της, αφού όχι μόνο ένας τέτοιος γάμος θα ήταν σωτηρία για εκείνη αλλά και γιατί ο Φώτης –έτσι τον έλεγαν– ήταν καλός κι ευγενικός μαζί της και πριν το γάμο πλήρωσε ένα σωρό λεφτά και της έφτιαξε ένα σπίτι στην κορυφή του λόφου. Και η Μαρία, πλούσια πλέον, κοιτούσε το χωριό από ψηλά, γιατί δεν είχε σε τίποτα να ζηλέψει τις συγχωριανές της.
Δυστυχώς, δεν είχε περάσει ούτε ένας χρόνος από το γάμο, όταν ο Φώτης αρρώστησε βαριά και πέθανε. Η Μαρία ήταν ήδη έγκυος όταν έμεινε χήρα, αλλά οι φήμες άρχισαν να οργιάζουν στο χωριό ότι το παιδί δεν ήταν του μακαρίτη του Φώτη, γιατί όλοι στο χωριό του ήξεραν πως ήταν στείρος. Δεν μπορούσαν να καταλογίσουν το οποιοδήποτε φταίξιμο στη Μαρία όμως, γιατί ποτέ δεν τους είχε δώσει τέτοιο δικαίωμα με τη συμπεριφορά της κι έτσι, βρίσκοντας αφορμή στους ολονύχτιους περιπάτους της στα δάση, δεν άργησαν να ξεκινήσουν φήμες ότι η Μαρία είχε μείνει έγκυος από κάποιο ξωτικό ή πνεύμα του δάσους και σχεδόν όλοι τις πίστεψαν.
Όσο ήταν έγκυος η Μαρία, οι νυχτερινές επισκέψεις της στο δάσος έγιναν πολύ συχνότερες και οι συγγενείς του άντρα της θορυβήθηκαν και από αυτό και από τις φήμες, οπότε βρήκαν αφορμή κι έβαλαν χέρι στην περιουσία που της είχε αφήσει ο άντρας της και αν δεν ήταν ο παπάς θα της είχαν πάρει και το σπίτι. Κι έτσι η Μαρία, πριν προλάβει να συνηθίσει τη νέα της ζωή, έμεινε χήρα κι έγκυος αλλά τουλάχιστον σε ένα μεγάλο σπίτι στην κορυφή του λόφου.
Τώρα όλοι οι χωριανοί, με την εξαίρεση του παπά, απέφευγαν τη Μαρία γιατί τη φοβούνταν κι εκείνη, χωρίς λεφτά και χωρίς δουλειά, έτρωγε χόρτα και φρούτα του δάσους και όταν ήρθε η ώρα της, πήγε βαθιά μέσα στο δάσος και γέννησε. Όταν είδαν οι χωριανοί το παιδί, τα έχασαν και πίστεψαν πιο πολύ ότι ήταν παιδί κάποιου ξωτικού. Γιατί είχε λευκά μαλλιά και ακόμα πιο λευκό δέρμα, τόσο που νόμιζες πως το φως του ήλιου του έκανε κακό. Τα μάτια του ήταν γαλάζια και λες και φως έβγαινε από μέσα τους κι έμοιαζε σα να ήταν περισσότερο έξυπνο από τα συνηθισμένα μωρά. Δεν είχε κλείσει τους έξι μήνες όταν άρχισε να λέει τις πρώτες του λέξεις και η πρώτη-πρώτη που είπε από αυτές ήταν «δά-σος, δά-σος» κάνοντας τους χωριάτες να ανατριχιάσουν ακόμα περισσότερο και η περήφανη μητέρα του το έπαιρνε μαζί της τις νύχτες στο δάσος και έκαναν μαζί τους περιπάτους τους πλέον, μέχρι που το παιδί μεγάλωσε και μαζί του μεγάλωσαν και όλα τα περίεργα που το συνόδευαν.
Γιατί ο μικρός Γιάννης, έτσι το βάπτισαν, με το όνομα του πατέρα της μητέρας του, ήταν ένα φιλάσθενο, λεπτοκαμωμένο παιδί, με τα ίδια κατάλευκα μαλλιά και τα γαλάζια μάτια που είχε από μωρό, ενώ τα αυτιά του στις άκρες τους ήταν μυτερά, ακριβώς όπως ενός ξωτικού. Όπου έπαιζε ο Γιάννης, μιας και τα άλλα παιδιά τον απέφευγαν, γύρω του μαζεύονταν τα ζώα και τα πιο άγρια από αυτά δεν τον πείραζαν αλλά ούτε και ο ίδιος τα φοβόταν. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που οι διαβάτες τον είχαν δει στο δάσος να παίζει με φίδια και τσακάλια και τρομαγμένοι έκαναν το σταυρό τους καθώς περνούσαν βιαστικοί.
Οι χωρικοί μισούσαν και φοβούνταν το Γιάννη γιατί από μικρό κιόλας παιδί είχαν καταλάβει πως έβλεπε τους νεκρούς τους και μετέφερε μηνύματα από τον κόσμο των νεκρών σε εκείνο των ζωντανών, μη διστάζοντας να ελέγξει τους τελευταίους για διάφορες συμπεριφορές τους για τις οποίες του παραπονιούνταν οι νεκροί. Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της οργής των χωριανών όμως, ήταν όταν πέθανε το μωρό της γυναίκας του αλευρά. Τότε ο μικρός Γιάννης πήγε στα σαράντα του μωρού στην εκκλησία και μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλου του χωριού είπε στη μητέρα του νεκρού βρέφους ότι το παιδί της από τον άλλο κόσμο παραπονιόταν ότι διψάει για γάλα. Ολόκληρο το εκκλησίασμα πάγωσε και μουρμουρίζοντας ο ένας στον άλλο μαζεύτηκαν το ίδιο βράδυ στο σπίτι του αλευρά και κατέστρωσαν ένα μαύρο σχέδιο. Ο μικρός Γιάννης ήταν παιδί του Σατανά, μικρός διάβολος επί της γης και έπρεπε να θανατωθεί πριν μεγαλώσει κι άλλο το κακό που έκρυβε μέσα του. Με τα δόλια μυαλά τους αποφάσισαν να μην μαρτυρήσουν τίποτα για το σχέδιό τους στον παπά, που σίγουρα θα τους απέτρεπε, μόνο θα έπαιρναν τη Μαρία να τους βοηθήσει στο μάζεμα των ελιών μακριά στα χωράφια του αλευρά, μια μέρα δρόμο από το χωριό και όσοι έμεναν πίσω θα φρόντιζαν να θανατώσουν το μικρό σατανά.
Όταν πρόσφεραν στη Μαρία τη δουλειά, αμέσως ζήτησε να πάρει και το γιο της μαζί, όμως εκείνοι δεν την άφησαν. Ο καιρός ήταν κακός και οι εργάτες θα χρειάζονταν να κοιμηθούν στο ύπαιθρο. Το παιδί σίγουρα θα αρρώσταινε αν το έπαιρναν μαζί γι’ αυτό και τη διαβεβαίωσαν πως θα το πρόσεχαν και θα του πήγαιναν φαγητό οι γυναίκες του χωριού στο σπίτι στην κορυφή του λόφου. Με βαριά καρδιά η Μαρία δέχτηκε γιατί η μόνη της περιουσία ήταν το σπίτι εκείνο και δεν είχε ούτε το γιο της να ταΐσει κι έτσι έφυγε για τα μακρινά χωράφια φιλώντας το γιο της και χωρίς να ξέρει πως ήταν για τελευταία φορά.Η νύχτα έπεσε στο χωριό όταν οι άντρες που είχαν μείνει πίσω, με δαυλούς στα χέρια ανέβηκαν στο λόφο και χτύπησαν την πόρτα του σπιτιού της Μαρίας. Ο μικρός Γιάννης ανυποψίαστος άνοιξε κι εκείνοι αμίλητοι τον έπιασαν, τον φίμωσαν και τον σκότωσαν με ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι. Έπειτα έσκαψαν ένα βαθύ λάκκο στη συκιά που ήταν στην αυλή στα δεξιά του λόφου, πέταξαν μέσα το άψυχο σώμα του παιδιού και το σκέπασαν με προσοχή ώστε να μη φαίνεται. Μέσα στις σκιές και την ομίχλη της νύχτας, γύρισαν στα σπίτια τους ανακουφισμένοι, φίλησαν τα παιδιά τους που κοιμούνταν και ξάπλωσαν δίπλα στις γυναίκες τους, που είχαν μείνει ξάγρυπνες.
Όταν γύρισε η Μαρία, με ύφος περίλυπο της είπαν ότι ο γιος της δεν είχε γυρίσει από τη βόλτα που είχε πάει στο δάσος την προηγούμενη νύχτα και για να μην υποψιαστεί τίποτα, συγκρότησαν μια ομάδα αντρών που με δαυλούς έψαχναν όλη τη νύχτα στο δάσος, φωνάζοντας το Γιάννη. Δυο μέρες και δυο νύχτες έψαχναν χωρίς αποτέλεσμα. «Θα έπεσε σε καμιά χαράδρα ή θα τον έφαγαν τα αγρίμια» έλεγαν στη Μαρία που αμίλητη συνέχιζε μαζί τους να ψάχνει κι ακόμα όταν εκείνοι σταμάτησαν την αναζήτηση, εκείνη μόνη της συνέχισε για πολλές μέρες, τρέχοντας μέσα στο δάσος που κάποτε είχε αγαπήσει, ενώ τώρα τη γέμιζε θλίψη. Και ήταν τέτοιο το μαρτύριό της που στιγμή δεν πήγε σπίτι της και δεν πρόσεξε το χώμα κάτω από τη συκιά που είχε γίνει ο τάφος του παιδιού της.
Θα είχαν περάσει δύο βδομάδες, όταν η Μαρία γύρισε στο χωριό, τσακισμένη, άσπρη σα νεκρή, παραδομένη. Πέρασε αμίλητη ανάμεσα από τις γυναίκες, με το φόρεμά της κομματιασμένο, ανέβηκε στο λόφο, μπήκε στο σπίτι της και έκλεισε την πόρτα πίσω της.
Η Μαρία δε βγήκε καθόλου από το σπίτι ολόκληρο το χειμώνα και οι γυναίκες που ίσως είχαν μετανιώσει για το φοβερό έγκλημα που είχαν κάνει, της άφηναν φαγητό έξω από την πόρτα της, μόνο και μόνο για να το βρουν άθιχτο την επόμενη ημέρα. Εκείνη δεν άνοιξε ούτε μια φορά σε κανέναν, ούτε καν στον παπά που πήγαινε για να την παρηγορήσει και θα την είχαν περάσει για νεκρή αν δεν άκουγαν τα βράδια τους λυγμούς και τα κλάματα για το παιδί της. Και ο χειμώνας πέρασε και ήρθε η άνοιξη και τα χιόνια άρχισαν να λιώνουν στις κορυφές των βουνών και του Αρτεμισίου Όρους, ώσπου ένα πρωί οι χωρικοί αναστατώθηκαν, γιατί είδαν πως σε όλες τις πόρτες των σπιτιών του χωριού είχε ζωγραφιστεί με μπογιά το ίδιο παράξενο σύμβολο. Ήταν ένα τετράγωνο χωρισμένο με μια γραμμή σε τέσσερα μικρότερα, με τις πλάγιες πλευρές του να προεκτείνονται και με μια μεσοκάθετο να προεκτείνεται περισσότερο από τις προεκτάσεις των πλάγιων πλευρών.
Τα μοναδικά σπίτια στο χωριό που δεν είχαν αυτό το σύμβολο στις πόρτες τους ήταν του παπά και της Μαρίας και αυτό έκανε τους χωρικούς να την υποψιάζονται, οπότε κάτω από το καθεστώς του φόβου και της αποστροφής που τους δημιουργούσε εκείνο το σύμβολο μαζεύτηκαν έξω από το σπίτι της και χτύπησαν πολλές φορές την πόρτα, χωρίς απόκριση. Τελικά, σπάζοντας την πόρτα, βρήκαν το σπίτι της Μαρίας πνιγμένο στη βλάστηση. Επάνω στο κρεβάτι της υπήρχαν τα ρούχα της και ο σταυρός που φορούσε και μέσα από τα μανίκια έβγαιναν φύλλα, ενώ όλο το κρεβάτι ήταν σαν μεγάλη γλάστρα, με λουλούδια και πρασινάδες. Φρίκη κατέλαβε τους χωρικούς γιατί κατάλαβαν πως η Μαρία είχε πεθάνει στο κρεβάτι της, που τώρα πια ήταν ένας λουλουδιασμένος τάφος, οπότε σφράγισαν το σπίτι της και έφυγαν για να σβήσουν τα σύμβολα από τις πόρτες τους. Όμως, δεν έσβηναν.
Η άνοιξη που ήρθε στο χωριό ήταν η πιο όμορφη που θυμούνται ακόμα και οι γηραιότεροι. Ολόκληρη η φύση είχε στολιστεί με λουλούδια και ο καιρός ήταν καλός, σχεδόν σαν καλοκαίρι. Τα χιόνια στα γύρω βουνά είχαν λιώσει πια και οι χείμαρροι που ξεχείλιζαν δημιουργούσαν λιμνούλες εδώ κι εκεί, στις οποίες πλατσούριζαν τα πουλιά του Θεού που τιτίβιζαν χαρούμενα. Όμως στο χωριό κάτι δεν πήγαινε καλά. Τα πουλιά δεν πετούσαν επάνω του και επικρατούσε μια παράξενη ησυχία, αφού και οι ήχοι από τις φωνές των κατοίκων ήταν λες και πνίγονταν και χρειάζονταν να φωνάζουν οι χωρικοί δυνατά για να ακουστούν λίγο παρακάτω. Τις Κυριακές η καμπάνα της Εκκλησίας ούτε που ακουγόταν, όσο δυνατά κι αν τη χτυπούσε ο παπάς και τα παιδιά που έπαιζαν στα χωμάτινα δρομάκια του χωριού ούτε που ακούγονταν από τις μανάδες τους.
Δε φάνηκε να το καταλαβαίνουν αμέσως όμως και ίσως και να μην τους πείραξε πολύ, γιατί το χωριό είχε ομορφύνει πολύ, χάρη στην παρέμβαση της φύσης. Τα δέντρα είχαν περισσότερο και πιο πλούσιο φύλλωμα, ενώ πρασινάδες και λουλούδια είχαν σχεδόν πνίξει τους κήπους τόσο που οι νοικοκυρές κάθε μέρα κλάδευαν κι έκοβαν τη βλάστηση, μόνο και μόνο για να ξυπνήσουν το άλλο πρωί για να δουν ότι είχε γίνει περισσότερο πυκνή από πριν.Η κατάσταση δεν πέρασε ούτε μήνας που έγινε ενοχλητική. Όλοι οι κάτοικοι την ημέρα έκοβαν με μανία τα χόρτα, τα λουλούδια και τα κλαδιά από τα δέντρα και την άλλη ημέρα το πρωί η βλάστηση είχε γίνει ακόμα πιο οργιαστική. Σιγά-σιγά, μέρα με τη μέρα τα δέντρα γιγαντώνονταν κι άπλωναν τα τεράστια κλαδιά τους επάνω στις σκεπές των σπιτιών, ενώ η βλάστηση είχε φτάσει μέχρι τις πόρτες κι αναρριχητικά φυτά ανέβαιναν επάνω στους τοίχους, που όταν τα έκοβαν οι απελπισμένοι χωριανοί, έβγαζαν ένα παράξενο κόκκινο υγρό από μέσα τους, που έμοιαζε πολύ με αίμα.
Τώρα πια οι άνθρωποι κλειδώνονταν στα σπίτια τους όταν έπεφτε το σκοτάδι και τρομαγμένοι πίσω από τις αμπαρωμένες πόρτες και τα σφραγισμένα παράθυρα άκουγαν μες στη νύχτα μουγκρητά κι αναστεναγμούς που ήταν σα να έβγαιναν από τη χλωρίδα, που έξαφνα είχε αποκτήσει μια κολασμένη ζωή κι αργά, σαν το θηρίο που παραμονεύει το θήραμά του, καραδοκούσε για να κάνει κακό στο χωριό. Και τα παιδιά χώνονταν στις αγκαλιές των μανάδων τους, που κι εκείνες κούρνιαζαν στις αγκαλιές των αντρών τους και όλοι μαζί, με φωνές που έτρεμαν, έστελναν τις προσευχές τους στα ουράνια, που είχαν όμως κλείσει γι’ αυτούς.
Μιζέρια και θλίψη έπεσε στο χωριό, κανείς δεν περπατούσε μόνος του και τα παιδιά σταμάτησαν να παίζουν. Οι άντρες σταμάτησαν να πηγαίνουν στα χωράφια και στις δουλειές τους και οι περαστικοί δεν περνούσαν πια από το χωριό που είχε πνιγεί στη βλάστηση τόσο που πια με δυσκολία φαινόταν. Τα πρόσωπα, τις ελάχιστες φορές που ξεπρόβαλαν στα παράθυρα ήταν σοβαρά, φοβισμένα, τσακισμένα και χωρίς ελπίδα πια. Προσπάθησαν, μέσα στην απόγνωσή τους, διάφορα πράγματα. Οργάνωσαν ομάδες αντρών και γυναικών για να κόψουν τα δέντρα και τα φυτά, έκαναν λιτανείες μαζί με τον παπά, το σπίτι του οποίου δεν είχε πειραχτεί από την βλάστηση αλλά όλα αποδείχτηκαν μάταια. Η φύση είχε το επάνω χέρι κι αδιαφορούσε τόσο για τα τσεκούρια και τις φωτιές που έβαζαν όσο και για τις ικεσίες. Σκέφτηκαν να εγκαταλείψουν το χωριό αλλά ένα ολόκληρο δάσος από θεόρατα πυκνά δέντρα είχε σχηματίσει κλοιό και τους εμπόδιζε να αποφύγουν τη μοίρα τους, που είχε πολλά ακόμα να τους δώσει. Ένα βράδυ κι ενώ πλέον ήταν σχεδόν αδύνατο να βγει κανείς έξω από το σπίτι του ή να περπατήσει στα δρομάκια του χωριού από την πυκνή βλάστηση και τα δέντρα που μέσα σε μια νυχτιά φύτρωναν κι ορθώνονταν παντού, μια απελπισμένη κραυγή πόνου ακούστηκε από το σπίτι της γριάς Φώταινας. Οι άντρες, περίεργοι αλλά κι έντρομοι μαζί, πήραν στα χέρια τους τα όπλα τους και, ανοίγοντας με δυσκολία δρόμο μέσα στα πυκνά φυτά, μπήκαν στο φτωχικό της σπίτι. Αυτό που είδαν τους έκανε να ξεσπάσουν σε ουρλιαχτά που πάγωσαν το αίμα σε όλους στο χωριό. Είδαν, λοιπόν, την καημένη τη γιαγιά να είναι όρθια και να τους κοιτάζει με άδειο βλέμμα. Γιατί, από το σπασμένο παράθυρο, τα θεόρατα, ζωντανά λες κλαδιά ενός δέντρου που το πρωί δεν υπήρχε, είχαν βυθίσει τις ρίζες τους μέσα στα χέρια, στα πόδια και σε ολόκληρο το σώμα της, μετατρέποντάς την σε μια εμετική μαριονέτα. Η γριά δεν είχε φλέβες τώρα πια, είχε ρίζες παντού μέσα της, που διαπερνούσαν τους μηρούς και τα μπράτσα της και το υπόλοιπο κορμί της είχε γίνει ένα με τον κορμό, σαν ένα ζωντανό, βγαλμένο από τα μπουντρούμια της κόλασης δέντρο, όμοιο με εκείνα τα μισοζώντανα που περιγράφει ο Δάντης στη «Θεία Κωμωδία» του.
Οι άντρες πισωπάτησαν τρομαγμένοι, καθώς η δέντρινη γριά, κουνώντας τα κλαδιά της σαν ανόσιο ξύλινο χταπόδι άρχισε να τους πλησιάζει. Σκοντάφτοντας βγήκαν έξω από το σπίτι, με τον τρόμο να τους παγώνει την ψυχή και σπασίματα παραθύρων και ουρλιαχτά ακούγονταν από παντού. Και μέσα από τα σπίτια που πια είχαν αρχίσει να υποχωρούν από το βάρος των δέντρων, ξεπρόβαλαν οι ίδιες κολασμένες φιγούρες, όπως η γριά Φώταινα. Γυναίκες, παιδιά και μωρά, ενωμένοι με τα δέντρα σε ένα κολασμένο σύμπλεγμα, άπλωναν τα ξύλινα πλοκάμια τους προς τους τρομοκρατημένους άντρες. Τα ανόσια εκείνα υβρίδια, ξεπροβάλοντας από πόρτες και παράθυρα, μερικά διαλύοντας τους τοίχους με τη δύναμη των ριζών τους, έβγαζαν άναρθρες κραυγές που έδιναν την εντύπωση πως εκείνη ήταν η διάλεκτος που μιλούν στην κόλαση, ένας συνδυασμός πόνου, απελπισίας και αμέτρητης κακίας που ισοπέδωνε την ψυχή.
Οι άντρες, χωρίς καμία ελπίδα, πέταξαν τους δαυλούς τους στο χώμα, έκλεισαν τα μάτια καθώς οι μέχρι πρότινος γυναίκες και παιδιά τους τούς πλησίαζαν όλο και πιο πολύ και ελάχιστες στιγμές μετά οι κραυγές τους έκαναν τα ελάφια και τα άλλα ζώα του Αρτεμισίου Όρους να τρέχουν μανιασμένα μέσα στη νύχτα…Το επόμενο πρωί, ένας ταλαιπωρημένος και δαρμένος παντού ιερέας λιποθύμησε στην πλατεία του κοντινότερου χωριού. Οι κάτοικοι τον γνώριζαν, τον έβαλαν μέσα στο ναό τους, τον συνέφεραν και προσπάθησαν να τον ρωτήσουν τι του συνέβαινε. Εκείνος όμως, δεν τους μίλησε για τη φρίκη που είχε χτυπήσει το χωριό του, που τον έκανε όλες εκείνες τις φοβερές ημέρες να παραμένει κλεισμένος στο σπίτι του. Μόνο συνεχώς επαναλάμβανε τον Προφήτη «ἡ γῆ ὑμῶν ἔρημος, αἱ πόλεις ὑμῶν πυρίκαυστοι· τὴν χώραν ὑμῶν ἐνώπιον ὑμῶν ἀλλότριοι κατεσθίουσι αὐτήν, καὶ ἠρήμωται κατεστραμμένη ὑπὸ λαῶν ἀλλοτρίων».
Γιατί ήταν όλοι τους συνένοχοι στο έγκλημα και από κοινού είχαν δολοφονήσει ένα παιδί που απλά είχε γεννηθεί ιδιαίτερο. Ένα παιδί που αγαπούσε τη φύση και η φύση το αγαπούσε κι εκείνη. Και, λίγο πριν τόσο πρόωρα αναπαυθεί στην αγκαλιά της, το φοβισμένο παιδί δάκρυσε για τη σκληρότητα και την αδικία του κόσμου και για ένα λεπτό πριν τα μάτια του αδειάσουν από ζωή, παρακάλεσε τα δάση και τα φυτά που τόσο αγάπησε, να εκδικηθούν γι’ αυτό. Και τα δάση και τα φυτά άκουσαν την τελευταία ικεσία του αλλά μαζί με αυτά, άκουσαν και οι πανάρχαιοι Θεοί της εκδίκησης και του μίσους, γιατί οι ουρανοί ήταν ανοιχτοί εκείνη την ώρα και γιατί το αυτί του Κεμ Άναχ ποτέ δεν μένει ασυγκίνητο σε εκκλήσεις εκδίκησης.
Από τη γενιά του ιερέα εκείνου είμαι κι εγώ και η ιστορία αυτή μεταδόθηκε στόμα με στόμα στην οικογένειά μας και έφτασε σε μένα, για να μου στοιχειώσει τις σκέψεις και να με κάνει να ιδρώνω όποτε περνάω την Εθνική προς Τρίπολη, δίπλα από το παλιό σπίτι της Μαρίας. Το μεγαλύτερο μέρος του έχει τώρα γκρεμιστεί και η συκιά από χρόνια μαράθηκε κι έπεσε και η φύση σιγά-σιγά επανήλθε στο κανονικό της. Όμως, κανείς δεν ξέρει τι έγινε η φυλή εκείνων των υβριδίων που από τα κρίματα των χωριανών γεννήθηκε κι αν κάποιος υποθέσει ότι ίσως είναι ακόμα κρυμμένη κάπου στα δάση της Αρκαδίας, ίσως να μην έχει άδικο…
________________________________