από Νίκη Στέρπη (Queen Lilith)
Ονειρικός Επισκέπτης
Επεισόδιο 2: Η σκιά της ομίχλης
Επεισόδιο 2: Η σκιά της ομίχλης
Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το συμβάν με το κοριτσάκι στο παλιό αρχοντικό. Είχα πείσει τον εαυτό μου πως ήταν απλά ένα όνειρο, όμως, από την επόμενη, κιόλας, μέρα, η υγεία μου πήρε την κατηφόρα και χειροτέρευε μέρα με τη μέρα. Προσπάθησα να το κρύψω από τον Μάρκο και το παιδί, αλλά το σώμα μου είχε άλλη γνώμη και έτσι μια Δευτέρα πρωί ξύπνησα στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου, μαθαίνοντας ότι ήμουν λιπόθυμη από το Σάββατο το μεσημέρι. Το τελευταίο, όμως, πράγμα που θυμόμουν ήταν να στριφογυρίζω στο κρεβάτι μου την Παρασκευή το βράδυ, προσπαθώντας να κοιμηθώ. Μερική αμνησία είπαν οι γιατροί και μιας και οι εξετάσεις μου ήταν απολύτως φυσιολογικές, προσθέσανε και μία υπερκόπωση για να δικαιολογήσουν τα νοσήλια. Το μόνο καλό που βγήκε από αυτή την κατάσταση, ήταν ότι συνέστησαν διακοπές και μα το Θεό τις είχα ανάγκη.
Γύρισα σπίτι μία μέρα μετά και με το που μπήκα μέσα μ' έστειλαν κατευθείαν στο κρεβάτι παρά τις διαμαρτυρίες μου. Τελικά, δεν είχαν άδικο που επέμεναν ο Μάρκος και η πεθερά μου, γιατί, με το που έκλεισα τα μάτια μου, κοιμήθηκα αμέσως. Τόσο εξαντλημένη ήμουν. Παρόλα αυτά, ούτε ο ύπνος δεν κατάφερε να διώξει τις αμφιβολίες μου για τη γνωμάτευση των γιατρών. Ήταν αδύνατων να έχω πάθει υπερκόπωση, για τον απλούστατο λόγο ότι, την τελευταία εβδομάδα, δεν είχα κάνει σχεδόν τίποτε το κουραστικό. Κανονικά, έπρεπε να σφύζω από ενέργεια, αλλά εγώ ήμουν λες και είχαν αδειάσει οι μπαταρίες μου. Και το πιο περίεργο απ’ όλα ήταν ότι, όλα αυτά, τα σκεπτόμουν την ώρα που κοιμόμουν.
Ξύπνησα από το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Μου είχαν συμβεί πολλά παράξενα τον τελευταίο καιρό, αλλά αυτό το τηλεφώνημα έπαιρνε το πρώτο βραβείο. Ήταν από ένα τουριστικό περιοδικό που απευθυνόταν στους Έλληνες του εξωτερικού. Ήθελαν να κάνουν μία σειρά άρθρων, τα οποία θα παρουσίαζαν τις ελληνικές ομορφιές. Έψαχναν για νέους, στο χώρο, συνεργάτες και τους άρεσε ο τρόπος που έγραφα, γι’ αυτό και μου πρότειναν τη δουλειά. Είχα κάνει αρκετές επαφές προσπαθώντας να μπω στο χώρο της αρθρογραφίας, αλλά αυτό ήταν… δεν θυμόμουν καν να είχα στείλει άρθρα σε τέτοιου είδους περιοδικά. Φυσικά, δέχτηκα τη δουλειά. Οι απολαβές δεν ήταν και πολύ καλές, αλλά προσέφεραν δωρεάν διακοπές για μένα και την οικογένειά μου και δεν υπήρχε ούτε μία περίπτωση να άφηνα αυτή την ευκαιρία να γλιστρήσει από τα χέρια μου. Εκτός αυτού, η κατάστασή μου τους ήρθε κουτί, γιατί, το πρώτο μέρος που ήθελαν να με στείλουν, ήταν ένα τουριστικό θέρετρο που χρησίμευε ως αναρρωτήριο και ησυχαστήριο.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η διαμονή μας εκεί θα περιοριζόταν στις 3 μέρες, αλλά εξαιτίας της υγείας μου, μου έδωσαν μία εβδομάδα. Ο Μάρκος θα ερχόταν μαζί μου και το παιδί θα έμενε με τη μητέρα μου. Το περιοδικό έκανε όλες τις κρατήσεις και εμείς είχαμε 2 μέρες για να ετοιμαστούμε. Η προοπτική των διακοπών αναπτέρωσε το ηθικό μου και ξεκίνησα τις ετοιμασίες με κέφι. Η νύχτα, όμως, ήταν σκέτη κόλαση γιατί, κάθε μίση ώρα, ξύπναγα μούσκεμα στον ιδρώτα και κατατρομαγμένη από εφιάλτες που τελικά, όσο και να προσπαθούσα, δεν μπορούσαν να θυμηθώ. Το ίδιο έγινε και την επόμενη νύχτα με αποτέλεσμα, την ημέρα της αναχώρησής μας, εγώ να ήμουν σκέτο ράκος και τόσο χλομή που νόμιζες ότι το είχα σκάσει από κάποιο νεκροταφείο.Το θέρετρο ήταν σαν ένας επίγειος παράδεισος. Είχε ότι μπορούσες να φανταστείς, μέχρι και δικό του ιατρείο. Και φυσικά, το πρώτο πράγμα που έκανε ο Μάρκος ήταν να με πάει εκεί. Ο γιατρός, όμως, φάνηκε να μην έχει την ίδια γνώμη με τους συναδέλφους του που με είχα εξετάσει. Όταν του είπα για τους εφιάλτες μου, μου πρότεινε ένα καταπραϋντικό ρόφημα που θα με βοηθούσε να ηρεμήσω. Δεν ξέρω αν ήταν το ρόφημα ή η κούρασή μου, πάντως, εκείνο το βράδυ, κοιμήθηκα σαν πουλάκι. Το επόμενο πρωί (μεσημέρι δηλαδή), ξύπνησα ανανεωμένη. Εντάξει, δεν ήμουν ακριβώς όπως θα ήθελα, αλλά ήμουν πολύ καλύτερα από τις προηγούμενες μέρες.
Η Άνοιξη είχε μπει για τα καλά και η μεσημεριάτικη λιακάδα ζέσταινε πολύ την ατμόσφαιρα. Την άραξα σε μία ξαπλώστρα δίπλα στη πισίνα και λιαζόμουν κάτω από τον ήλιο σαν γατί. Προσπάθησα να καταπολεμήσω την υπνηλία μου, αλλά ο Μορφέας ήταν πολύ επίμονος και δεν μπορούσα να του αντισταθώ. Τελικά όμως δεν ήταν ο Μορφέας. Οι εφιάλτες μου, φαίνεται, ότι είχαν βρει τρόπο να ξεφύγουν από τη νύχτα και να εισβάλουν στο μεσημεριάτικο ύπνο. Αυτή τη φορά, όμως, καταλάβαινα τα πάντα. Ένοιωθα έναν αδιόρατο κίνδυνο να με πλησιάζει. Τριγύρω μου μία κόκκινη, πυκνή ομίχλη σκέπαζε τα πάντα και στο στόμα μου ένιωθα την αλμύρα του ιδρώτα μου, ανακατεμένη με μία μεταλλική γεύση που άφηνε η ομίχλη, κάνοντάς τη να φαντάζει ακόμη περισσότερο σαν να ήταν φτιαγμένη από αίμα.
Μέσα από τη θολούρα είδα να ξεπροβάλει μία αλλόκοτη σκοτεινή φιγούρα και να με πλησιάζει με αργό και σταθερό ρυθμό. Προσπαθούσα να καταλάβω τι ακριβώς ήταν, αλλά έμοιαζε να αλλάζει σχήμα διαρκώς. Περιέργως δεν ένοιωθα τρομαγμένη. Ήξερα ακριβώς τι να κάνω, αλλά τα πόδια μου ήταν σαν ριζωμένα και από το στόμα μου δεν έβγαινε ούτε ένας ήχος. Ξαφνικά, άρχισε να βρέχει και η καμπάνα μιας εκκλησίας ακούστηκε σαν να ερχόταν από το υπερπέραν. Η ομίχλη διαλύθηκε και είδα ότι βρισκόμουν ακόμη καθισμένη στην ξαπλώστρα του ξενοδοχείου, μόνο που τώρα δεν υπήρχε ψυχή ζώσα γύρω μου. Ήμουν εντελώς μόνη.
Η αλλόκοτη μορφή ήταν πιο μακριά από όσο νόμιζα. Τουλάχιστον αρκετά μακριά από μένα. Στεκόταν ακίνητος, κοιτάζοντας με επίμονα. Δεν έβλεπα τα μάτια του, αλλά ένοιωθα το βλέμμα του να με διαπερνάει. Η βροχή έπεφτε πάνω του, σχηματίζοντας το περίγραμμα του σώματός του, που έμοιαζε να είχε αρρενωπά χαρακτηριστικά. Η ομίχλη είχε χαθεί τελείως, αλλά είχε αφήσει το άλικο της σημάδι στα πάντα. Οι τοίχοι, ο ουρανός, τα φυτά… ακόμη και το νερό της πισίνας ήταν κόκκινο. Και μέσα σε όλη αυτή την πορφυρή παραζάλη, εγώ, το μόνο που μπορούσα να αναρωτηθώ, ήταν τι στα κομμάτια με είχε κάνει να τρομάξω τόσο πολύ στους προηγούμενους εφιάλτες.
Εκείνος στεκόταν ακόμη εκεί, μέσα στην απόκοσμη αύρα που τον περιέβαλλε και με κοίταζε. Σήκωσε αργά το χέρι του σαν να ήθελε να με προσκαλέσει κοντά του. Έμεινα να τον κοιτάζω απορημένη. Το ύφος μου φάνηκε να τον εκνευρίζει και μου ξανά πρότεινε το χέρι του πιο επιβλητικά, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να κάνει και εμένα να νευριάσω. Ξαφνικά, όλα άρχισαν να κουνιούνται σαν να έκανε σεισμό. Εκείνος έδειξε να ξαφνιάζεται, αλλά ξαναβρήκε αμέσως τη ψυχραιμία του και άρχισε να περπατάει και πάλι προς το μέρος μου, μέχρι τη στιγμή που ακούστηκε η φωνή του Μάρκου να φωνάζει το όνομά μου. Έκλεισα τα μάτια μου και τίναξα απότομα το κεφάλι μου.
Όταν τα ξανά άνοιξα, το πρώτο που είδα, ήταν το Μάρκο να στέκεται από πάνω μου κατατρομαγμένο. «Γιατί είσαι έτσι;» τον ρώτησα απορημένη. «Ανησύχησα.» μου απάντησε νευρικά και μου πρότεινε να πάμε να φάμε. Στη ταβέρνα απέφευγε διαρκώς να με κοιτάξει στα μάτια. Προσπάθησα να μάθω τι συνέβαινε, αλλά δεν κατάφερα να του πάρω κουβέντα. Από εκείνη την ώρα η συμπεριφορά του άλλαξε. Δεν με άφηνε μόνη μου ούτε λεπτό. Ακόμη και τη νύχτα πεταγόταν από τον ύπνο του και με ξύπναγε για να με ρωτήσει αν όλα ήταν καλά. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε.
Η 5η ημέρα των διακοπών μας κόντευε να φτάσει στο τέλος της. Εκτός από εκείνο το μεσημεριάτικο όνειρο, δεν είχα δεχτεί άλλη περίεργη επίσκεψη στον ύπνο μου. Όσο για την υγεία μου, πήγαινε από το καλό στο καλύτερο μέρα με τη μέρα. Και ο Μάρκος, όμως, φαινόταν να είχε ηρεμήσει λιγάκι. Τουλάχιστον, το προηγούμενο βράδυ, δεν με είχε ξυπνήσει για να μου κάνει την ίδια γελοία ερώτηση. Η νύχτα σκέπασε με το πέπλο της την κουρασμένη γη και εγώ έκατσα στο μπαλκόνι του δωματίου μας να ρεμβάζω, κοιτάζοντας τ’ άστρα. Εκεί, μακριά από την φωτορύπανση των μεγαλουπόλεων, ο ουρανός έλαμπε μέσα στη νυχτερινή του φορεσιά. Το θέαμα, μαζί με την απόλυτη ησυχία, σου 'κοβε την ανάσα. Ούτε που κατάλαβα πως πέρασε η ώρα. Ήμουν κουρασμένη, αλλά δεν ήθελα να κοιμηθώ. Τελικά, επικράτησε η λογική και πήγα να ξαπλώσω.
Δεν είχα καλοκοιμηθεί, όταν άκουσα μία φωνή να με καλεί από μακριά. Στην αρχή, νόμιζα ότι ήταν ο Μάρκος, αλλά εκείνος κοιμόταν του καλού καιρού. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και άνοιξα το παράθυρο. Ένα παγωμένο ρεύμα αέρα με έκανε να πισωπατήσω και η φωνή ακούστηκε να καλεί και πάλι το όνομά μου. Έβαλα κάτι πρόχειρο πάνω μου και βγήκα από το ξενοδοχείο. Η ώρα ήταν προχωρημένη και φυσικά δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω. Αναρωτήθηκα αν έβλεπα και πάλι κάποιο όνειρο, αλλά ο παγωμένος αέρας μου έδιωξε κάθε αμφιβολία. Εκτός αυτιού, όλα ήταν τόσο ζωντανά, που αποκλείεται να ήταν όνειρο. Όλα εκτός από εκείνη τη φωνή που άκουγα να με καλεί. Η λογική μου φώναζε να μείνω μακριά από τη φωνή, αλλά η περιέργεια μου ήταν ως συνήθως πολύ πιο ισχυρή και τελικά επικράτησε. Ξανάκουσα τη φωνή. Ερχόταν από το δάσος. Την ακολούθησα.
Δεν είχα προχωρήσει πολύ βαθειά στο δάσος, όταν ξανάκουσα τη φωνή να έρχεται από ένα ξέφωτο λουσμένο από το φως της πανσέληνου. Αυτή τη φορά, όμως, ακουγόταν πολύ κοντά και η χροιά της μου πάγωσε το αίμα. Σε όποιον και αν άνηκε η φωνή, ήταν λίγα μέτρα πιο μακριά μου και με περίμενε υπομονετικά. Κοντοστάθηκα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Από τη μία ήθελα να τρέξω μακριά από εκεί όσο πιο γρήγορα μπορούσα, από τη άλλη ήθελα διακαώς να μάθω τι ήταν αυτό που με καλούσε εκεί. Ξαφνικά, έπιασα τον εαυτό μου να κάνει δειλά βήματα προς το ξέφωτο. Ένιωθα λες και με τράβαγε ένας πολύ ισχυρός μαγνήτης και εγώ ήμουν ανίκανη να αντισταθώ.
Κάτι απόκοσμο πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Κάτι που με έκανε να θέλω απεγνωσμένα να ουρλιάξω όσο πιο δυνατά μπορούσα. Όμως όχι. Δεν θα έκανα σε κανέναν και σε τίποτε τη χάρη να υποκύψω στη θέλησή του. Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω οτιδήποτε που να μην ήθελα εγώ. Αν θα πήγαινα σε εκείνο το ξέφωτο θα ήταν επειδή εγώ το είχα αποφασίσει. Σταμάτησα απότομα να προχωράω ένα μέτρο μόλις πριν μπω στο ξέφωτο και κοκάλωσα στη θέση μου σαν βράχος. Ένιωθα εκείνη την αλλόκοτη έλξη να αυξάνει σε ένταση και να με τραβάει όλο και πιο δυνατά, όμως εγώ δεν έλεγα να ξεκολλήσω από εκεί που στεκόμουν. Όσο πιο δυνατά με τράβαγε, τόσο πιο πολύ πείσμωνα και έκανα τα αδύνατα δυνατά να μείνω ακίνητη και ειλικρινά, ήταν το πιο δύσκολο πράγμα που είχα αντιμετωπίσει μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Ξαφνικά η έλξη σταμάτησε τόσο απότομα, που έπεσα φαρδιά πλατιά στο χώμα. Γύρω μου η απόλυτη σιωπή. Μέχρι και ο παγωμένος αέρα είχε εξαφανιστεί. Έμοιαζε σαν να μην είχε συμβεί τίποτε από όλα αυτά. Στάθηκα ξανά όρθια. Το ξέφωτο βρισκόταν ακριβώς μπροστά μου. Πήρα μια βαθιά ανάσα και με αποφασιστικό και σταθερό βήμα πήγα και στάθηκα ακριβώς στο κέντρο του. Από πάνω μου, το ολόγιομο φεγγάρι με έλουζε με τις ασημένιες ακτίνες του. Γύρισα το κεφάλι και κοίταξα γύρω μου. Τίποτε. Ότι και αν υπήρχε εκεί πριν, τώρα είχε χαθεί. Προσπάθησα να καταλάβω τι είχε συμβεί, αλλά μάταια.
Έκανα να φύγω όταν, εντελώς περιέργως, συνειδητοποίησα ότι δεν φόραγα πλέων το τζιν μου, αλλά ένα αραχνοΰφαντο ασημένιο φόρεμα που έλαμπε κάτω από το φως της σελήνης. Το φόρεμα αγκάλιαζε σαν βελούδο το κορμί μου, αφήνοντας μία θεσπέσια αίσθηση. «Είσαι πολύ όμορφη» ακούστηκε από πίσω μου η ίδια αλλόκοτη φωνή που με καλούσε και πριν, παγώνοντας και πάλι το αίμα μου. Γύρισα και κοίταξα προς το μέρος της. Εκεί στεκόταν η ίδια σκοτεινή σκιά που είχα δει στο όνειρο μου εκείνο το μεσημέρι. Άρχισε να με πλησιάζει παίρνοντας ταυτόχρονα τη μορφή ενός πολύ ελκυστικού άνδρα. Χάζεψα. Ήταν σαν άγγελος χωρίς φτερά. Είχε μακριά, ίσια μαλλιά που χόρευαν σε έναν ανύπαρκτο άνεμο και ήταν γυμνός από τη μέση και πάνω.Πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση μου και κόλλησε το σώμα μου πάνω στο δικό του. Τα χείλη του βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής από τα δικά μου. Το διαπεραστικό του βλέμμα με ζάλισε, κάνοντάς με να νιώσω ρίγος σε όλο μου το κορμί. Ήθελα να παραδοθώ στη γοητεία του αμαχητί, όταν ο ήχος ενός σπασμένου κλαδιού μου απέσπασε την προσοχή. Προσπάθησα να τον δίωξω από κοντά μου, αλλά με κράταγε πολύ δυνατά. «Δεν είναι άνθρωπος, Βικτώρια» ακούστηκε μία γνώριμη, αυτή τη φορά, φωνή να μου λέει. Ο αλλόκοτος άντρας έδειξε να μην ενοχλείται από την ξαφνική επέμβαση του Μάρκου. «Έλα μαζί μου» μου είπε και ξεκίνησε να προχωράει. Μία απορία γεννήθηκε μέσα μου και αυθόρμητη όπως πάντα δεν μπόρεσα να μην ρωτήσω «Γιατί;». Εκείνος σταμάτησε απότομα. Ο Μάρκος εξακολουθούσε να βρίσκετε πίσω μου, παρακολουθώντας τη σκηνή. Ο άλλος, γύρισε και με κοίταξε και χαμογελώντας μου πονηρά είπε «Θα δεις». Ύστερα, συνέχισε να προχωράει προς την ίδια κατεύθυνση με πριν. Το βήμα του πρόδιδε ότι ήταν υπερβολικά σίγουρος για τον εαυτό του.
Ένιωσα πάλι την ίδια έλξη να με τραβάει προς εκείνον. Πήγα να κάνω ένα βήμα προς το μέρος του, αλλά, εντελώς απροσδόκητα, όλα μέσα μου άλλαξαν. «Όχι» είπα ορθά κοφτά και όσο πιο αποφασιστικά μπορούσα πήγα και χώθηκα στην αγκαλιά του Μάρκου. Ο αλλόκοτος άνδρας κοκάλωσε. Γύρισε και με κοίταξε έκπληκτος. Είχα αρχίσει να τον φοβάμαι, αλλά ο Μάρκος με κράταγε γερά στα χέρια του κάνοντάς με να νιώθω απόλυτα ασφαλής. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος μας και ρίχνοντας ένα απόκοσμο και γεμάτο κακία βλέμμα στο Μάρκο του είπε «Θα γίνει δική μου…».
«Ποτέ!» του απάντησε ο δικός μου νευριασμένα. Άρχισε να μας πλησιάζει, κοιτώντας απειλητικά τον Μάρκο. Ένιωθα ότι είχα παραλύσει από τον φόβο μου. Εκείνος σήκωσε το χέρι του θέλοντας να αρπάξει τον άντρα μου από το μπράτσο. Και εκείνη ακριβώς τη στιγμή η ψευδαίσθηση κατέρρευσε. Χωρίς να το σκεφτώ πετάχτηκα ανάμεσά τους και άρπαξα το χέρι του κρατώντας το γερά και μακριά από τον Μάρκο. Ακόμα και εκείνη την στιγμή δεν μπορούσα να καταλάβω πως το είχα καταφέρει αυτό, αλλά δεν είχε σημασία. Ο αλλόκοτος άντρας με κοίταξε αποσβολωμένος. Δεν περίμενε αυτή την εξέλιξη. Τράβηξε απότομα το χέρι του και οπισθοχώρησε ένα βήμα. Η απόκοσμη σκοτεινή αύρα άρχισε και πάλι να τον περιβάλει, μεταμορφώνοντας τον σιγά, σιγά, για μία ακόμη φορά, σε σκιά. Η έκφραση του άλλαξε και ένα πονηρό χαμόγελο εμφανίστηκε.
«Σε υποτίμησα. Είσαι πιο δυνατή από όσο νόμιζα. Δεν θα ξανακάνω το ίδιο λάθος, όμως!» είπε και γύρισε να φύγει. Ένιωθα ανακουφισμένη βλέποντας τον να απομακρύνεται. Ο Μάρκος με έσφιξε στην αγκαλιά του σαφώς πιο ήρεμος. Τα πόδια του αλλόκοτου άντρα δεν φαίνονταν πλέον. Την θέση τους είχε πάρει μια μαύρη ομίχλη, αλλά και το σχήμα του υπόλοιπου κορμιού του είχε αρχίσει να διασπάτε. Όταν έφτασε στην άκρη του ξέφωτου, κοντοστάθηκε για λίγο και χωρίς να γυρίσει να μας κοιτάξει είπε «Κάποια μέρα θα γίνει δική μου, Μάρκο…»
«Πάνω από το πτώμα μου!» του απάντησε θυμωμένος. Εκείνος έκανε μία κίνηση με το χέρι του. «Αυτό κανονίζετε…» του είπε και ύστερα έγινε ένα με τις σκιές των δέντρων, γελώντας σαρδόνια. Το φως στο ξέφωτο χάθηκε και το φόρεμα εξαφανίστηκε όσο ξαφνικά είχε εμφανιστεί. Φόραγα πάλι το τζιν μου. Αισθανόμουν σαν να είχε φύγει από πάνω μου ένα τεράστιο βάρος. Ένιωθα, πλέον, ζωντανή και δυνατή σαν ταύρος. Και τότε θυμήθηκα τα πάντα. Ήταν σαν να είχε φύγει το πέπλο της ομίχλης που κάλυπτε τη μνήμη μου. Θυμήθηκα τι είχε γίνει πριν πάω στο νοσοκομείο και τι είχα δει στους εφιάλτες μου πριν ξεκινήσουμε το ταξίδι μας.
Πίσω από όλα βρισκόταν εκείνος. Εκείνος ήταν που απορροφούσε την ενέργεια μου και με έκανε να αισθάνομαι εντελώς αδύναμη και ήταν η προσπάθειά μου να του αντισταθώ, που με αποδυνάμωσε εντελώς και με έστειλε στο νοσοκομείο και επίσης, ήταν η απόκοσμη χροιά της φωνής του, αυτό που με τρόμαζε στους εφιάλτες μου.
Όταν γυρίσαμε στο ξενοδοχείο ρώτησα τον Μάρκο πως είχε βρεθεί στο ξέφωτο. Εκείνος μου εξήγησε πως ξύπνησε, γιατί ένιωθε μία ασυνήθιστη ανησυχία. Όταν είδε πως εγώ δεν ήμουν εκεί, βγήκε να με ψάξει και τότε άκουσε και εκείνος την ίδια φωνή που άκουγα και εγώ να με καλεί και την ακολούθησε βέβαιος ότι είχα κάνει το ίδιο και ότι βρισκόμουν σε κίνδυνο. Επίσης, μου είπε πως εκείνο το μεσημέρι είχε δει μία περίεργη σκιά να αιωρείται από πάνω μου, γι’ αυτό ήταν τόσο τρομαγμένος. Έμοιαζε να μην καταλαβαίνει τι είχε συμβεί εκείνο το βράδυ, αλλά απέφευγε επιμελώς να κάνει οποιαδήποτε νύξη επί του θέματος.
Οι τελευταίες μέρες των διακοπών μας ήταν σκέτο όνειρο. Το επόμενο πρωί είχαμε ξυπνήσει ανανεωμένοι. Κάναμε την βόλτα μας στο κοντινό χωριό. Φάγαμε ένα καταπληκτικό γεύμα, σε μία παραδοσιακή ταβέρνα και ύστερα την αράξαμε και οι 2, κάτω από το μεσημεριάτικο ήλιο, στην πισίνα του ξενοδοχείου, συζητώντας και γελώντας σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. Το βράδυ, ο Μάρκος είχε κανονίσει ένα ρομαντικό δείπνο στο εστιατόριο του ξενοδοχείου και για συνέχεια χορός και ποτό σε ένα club. Στο δρόμο της επιστροφής με κράταγε συνέχεια στην αγκαλιά του και όταν ξαπλώσαμε στο κρεβάτι κοιμηθήκαμε σχεδόν αμέσως.
Στο αεροπλάνο προσπαθούσα να καταλάβω τι είδους πλάσμα ήταν εκείνος ο άντρας, αλλά δεν είχε καμία σημασία. Το μόνο που μέτραγε πια, ήταν ότι και οι 2 ήμασταν καλά και πως γυρίζαμε στο σπιτάκι μας και στο παιδάκι μας, που μας είχε λείψει πολύ. Είχαμε αντιμετωπίσει τον κίνδυνο μαζί και είχαμε βγει πιο δυνατοί από εκείνη την αναμέτρηση. Πλέον, δεν χρειαζόταν να κρύβομαι και ήξερα πως ο Μάρκος θα ήταν πάντα στο πλευρό μου.
____________
διαβάστε το πρώτο επεισόδιο εδώ, το τρίτο εδώ και το τέταρτο εδώ.
* σημείωση: η εικόνα ανοίγματος του παρόντος άρθρου είναι δημιουργία του unicornbeauty.
________________________________