από Νίκη Στέρπη (Queen Lilith)
Ονειρικός Επισκέπτης
Επεισόδιο 3: Αδρεναλίνη
Το καλοκαίρι είχε μπει για τα καλά και εγώ ήμουν ακόμη εδώ και έπλενα πιάτα. Ακόμη δεν μπορούσα να πιστέψω πως, πριν λίγο καιρό, προσπαθούσα να ξεφύγω από εκείνο τον τύπο με την ομίχλη και τώρα σφουγγάριζα τρεις φορές τη μέρα τις βρωμοπατουσίτσες του μπόμπιρα! Άσε που το περιοδικό είχε να μου αναθέσει άρθρο εδώ και κάτι εβδομάδες. Κάθε φορά που έπαιρνα τηλέφωνο, μου λέγανε πως δεν είχαν ακόμη κάτι αρκετά καλό για μένα. Με δυο λόγια… νευράκια τσαταλάκια.
Δηλαδή τι εννοούνε ως αρκετά καλό για μένα; Το μόνο που ήθελα ήταν να κάτσω να γράψω κάνα ρημαδιασμένο άρθρο, τίποτε άλλο. Και αυτός ο πονοκέφαλος δεν έλεγε να σταματήσει σήμερα.
Ωχ! Αυτός ο κεραυνός είχε πέσει πολύ κοντά. «Καλοκαιριάτικη μπόρα» ψέλλισα και κοίταξα έξω. Καλύτερα να πήγαινα στο σούπερ μάρκετ πριν άρχιζε να ρίχνει καρέκλες. Έβαλα γρήγορα τα παπούτσια μου, πήρα και μερικά λεφτά από το πορτοφόλι και βγήκα έξω. Τα σύννεφα στον ουρανό ήταν κατάμαυρα και ο ήχος τον κεραυνών γινόταν ολοένα και πιο δυνατός, φωνάζοντας απειλητικά ότι η καταιγίδα πλησίαζε. Και να φανταστείς ότι θα το πήγαινε έτσι ολόκληρη την εβδομάδα. Μπήκα στο μαγαζί προσπαθώντας να κάνω όσο πιο γρήγορα μπορούσα, γιατί οι πρώτες ψιχάλες είχαν ήδη αρχίσει να πέφτουν.
Ευτυχώς που η απόσταση έως το σπίτι ήταν μικρή και δεν έγινα μούσκεμα. Μπήκα στο σπίτι και κοίταξα το ρολόι. «Ώρα να ξυπνήσω τον μικρό.» μονολόγησα. Πάλι καλά που κοιμήθηκε και λίγο για μεσημέρι.
Δεν πρόλαβα να αφήσω τις τσάντες κάτω, όταν συνειδητοποίησα μία περίεργη μυρωδιά να γεμίζει τον αέρα.
«Πάλι εσύ;» είπα αγανακτισμένη.
«Μπορείς να μου πεις πώς στο διάολο με καταλαβαίνεις κάθε φορά;» ρώτησε μία απόκοσμη φωνή από το πουθενά.
«Είναι απλό… βρομάς από χιλιόμετρα. Σκέφτηκες ποτέ να κάνεις μπάνιο ή εσείς οι σκιές δεν κάνετε;» είπα ειρωνικά, ενώ ένας μαύρος καπνός έμπαινε κάτω από τη πόρτα και συνέχισα με απειλητική φωνή «Εάν ξυπνήσει ο μικρός και σε δει, την έβαψες!»
Ο καπνός άρχισε να παίρνει σχήμα και να μεταμορφώνετε σε έναν πολύ ελκυστικό άνδρα, με καλογυμνασμένο σώμα και μακριά μαύρα μαλλιά. Όσο πιο ευδιάκριτο γινόταν το σχήμα του, τόσο πιο έντονη γινόταν και η μυρωδιά. Έκανε μερικά βήματα και ακούμπησε νωχελικά στο τοίχο. Φορούσε μόνο ένα χαμηλοκάβαλο, μαύρο τζιν, μισοσκισμένο και ξεθωριασμένο από την πολύ χρήση. Το δέρμα του ήταν χλομό και παγωμένο και οι μυς του διαγράφονταν τόσο καθαρά, σαν να είχαν σμιλευτεί από γλύπτη. Ένιωσα το διαπεραστικό του βλέμμα να με επεξεργάζεται από πάνω μέχρι κάτω. Μύριζε κίνδυνο και αυτό τον έκανε ακόμα πιο ελκυστικό.
«Δεν σου έχω πει να μην ντύνεσαι τόσο πρόχειρα;» Έκανε μια κίνηση με το χέρι του στον αέρα και βρέθηκα να φοράω ένα καυτό σορτσάκι και ένα εφαρμοστό μπλουζάκι. Συνέχισε να με κοιτάει το ίδιο διαπεραστικά, προσθέτοντας ένα πονηρό χαμόγελο στα χείλη του.
«Απολαμβάνεις τη θέα;» τον ρώτησα ειρωνικά.
«Πάντα!» μου απάντησε εκείνος.
«Θέλω τα ρούχα μου πίσω!»
«Μα γιατί βιάζεσαι;!» Με άρπαξε από τους καρπούς και με μία απότομη στροφή, με κόλλησε στο τοίχο πίσω του. Προσπάθησα να ξεφύγω από το κράτημά του, αλλά εκείνος με ακινητοποίησε κολλώντας και τα χέρια μου στο τοίχο πάνω από το κεφάλι μου και πιέζοντας το σώμα μου με το δικό του. Η ατμόσφαιρα είχε ηλεκτριστεί. Ένιωθα να καίγομαι, σαν να βρισκόμουν κάτω από τον καυτό ήλιο της ερήμου και το σώμα του ήταν τόσο δροσερό, σαν τα νερά μιας παγωμένης λίμνης. Η ανάσα του, όμως, ήταν καυτή σαν λάβα. Πίεσε το σώμα μου ακόμη πιο πολύ με το δικό του, κόβοντας μου την ανάσα. Πλησίασε τα χείλη του στα δικά μου και προς στιγμή έπιασα τον εαυτό μου να χάνετε στα σκοτεινά του μάτια.
«Τι θες Ντάρκο;» του είπα κοφτά.
«Ό,τι και συ!»
«Ναι… και μετά ξύπνησες!» είπα, διώχνοντάς τον από πάνω μου. Πισωπάτησε κοιτάζοντάς με θυμωμένα και κάνοντας μια ακόμη κίνηση στον αέρα, βρέθηκα να φοράω και πάλι τα δικά μου ρούχα.
«Ώρες ώρες γίνεσαι πολύ ψυχρή.»
«Κάνω ότι μπορώ! Τώρα δίνε του πριν έρθει ο Μάρκος.»
«Δεν θα μπορείς να στηρίζεσαι για πολύ καιρό ακόμη στον Μάρκο!» μου είπε χαιρέκακα και εξαφανίστηκε με τον ίδιο τρόπο που είχε εμφανιστεί.
Δεν ήθελα να το παραδεχτώ, αλλά είχε δίκιο. Είχαν περάσει μόνο 3 μήνες από τότε που εγώ και ο Μάρκος είχαμε αντιμετωπίσει το Ντάρκο σε εκείνο το ξέφωτο και τα πράγματα είχαν ήδη αρχίσει να πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο για μένα. Ο Μάρκος προσπαθούσε να με στηρίξει ψυχολογικά όσο πιο πολύ μπορούσε, αλλά οι σχεδόν καθημερινές επισκέψεις του Ντάρκο έκαναν τη προσπάθειά του όλο και πιο δύσκολη. Είχα αρχίσει να βλέπω ένα νέο κόσμο, γεμάτο μυστήριο να ανοίγετε μπροστά μου και δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Από τη μία ευχόμουν να ζούσα ακόμη στην άγνοια και από την άλλη… είχα μια ακατανίκητη επιθυμία να τον εξερευνήσω όσο πιο διεξοδικά μπορούσα. Κι όμως, όσο περίεργο και αν ακουγόταν, κάθε φορά που εμφανιζόταν ο Ντάρκο ένιωθα σαν να βρισκόμουν στο στοιχείο μου. Το μόνο σίγουρο ήταν πως, όσο και να ήθελε ο Μάρκος, θα ερχόταν κάποια στιγμή που δεν θα μπορούσε πια να με ακολουθήσει. Ή μήπως αυτή η στιγμή είχε κιόλας έρθει;
«Μαμά…» φώναξε ο μικρός από μέσα, επαναφέροντάς με στη καθημερινότητα. Ήρθε στο σαλόνι φορώντας μόνο το βρακάκι του και τρίβοντας ακόμη τα ματάκια του σωριάστηκε στο καναπέ. Τον πήρα αγκαλιά και τον ξαναπήγα στο υπνοδωμάτιο να ντυθεί. Του έδωσα τα ρούχα του και γύρισα στο σαλόνι.
«Εσύ να με ντύσεις!» μου είπε παραπονιάρικα, ακολουθώντας με.
«Δεν είσαι πολύ μεγάλος για να σε ντύνει η μαμά σου;» τον ρώτησα χαμογελώντας.
«Έλα ρε μαμά…» διαμαρτυρήθηκε, σηκώνοντας τα χεράκια του για να του βάλω τη μπλούζα. Πριν προλάβω, όμως, να τελειώσω, μπήκε ο Μάρκος και ο μικρός έτρεξε στην αγκαλιά του.
Η μυρωδιά του Ντάρκο δεν είχε φύγει από τον αέρα. Μπορούσα ακόμη να μυρίσω τον κίνδυνο που ανέδυε η κάθε του εμφάνιση. Κοίταξα την οικογένεια μου και ρίγησα σκεπτόμενη πόσο εύκολα θα μπορούσε να τους κάνει κακό. Κι όμως… για ‘κείνον ήταν σαν να μην υπήρχαν. Αλλά γιατί; Προς στιγμήν φοβήθηκα ότι ο Μάρκος θα καταλάβαινε την επίσκεψη του Ντάρκο, αλλά αποδείχτηκε, για μία ακόμη φορά, πως μόνον εγώ μπορούσα να πιάσω τη μυρωδιά του. Τον φίλησα και εγώ και του ετοίμασα το τραπέζι για να φάει.
Αργά το ίδιο απόγευμα, δέχτηκα επιτέλους και εκείνο το πολυπόθητο τηλεφώνημα από το περιοδικό. Ήθελαν να κάνουν ένα αφιέρωμα στις καλύτερες περιοχές για πεζοπορία και μιας και ζούσα δίπλα σε μία από αυτές, από το να στείλουν κάποιον άλλον, είπαν να στείλουν εμένα. Θα τους ερχόταν πιο φτηνά. Το μόνο κακό ήταν ότι θα έπρεπε να κάνω τη διαδρομή προτού γράψω το άρθρο. Τουλάχιστον, είχα δεκαπέντε μέρες προθεσμία.
Αργότερα, πέσαμε να κοιμηθούμε αλλά δεν μου κόλλαγε ύπνος. Από την μία σκεπτόμουν το άρθρο και τη πεζοπορία και από την άλλη το ότι έβαζα σε κίνδυνο την οικογένεια μου με όλα αυτά που συνέβαιναν τελευταία. Αν πάθαιναν έστω και το παραμικρό εξαιτίας μου, θα πέθαινα. Κάτι έπρεπε να γίνει και μάλιστα γρήγορα. Ή θα ξεφορτωνόμουν τον Ντάρκο, ή θα εξαφανιζόμουν τελείως από τη ζωή τους. Το πρώτο ήταν μάλλον απίθανο. Δεν υπήρχε περίπτωση να με άφηνε ο Ντάρκο στην ησυχία μου και ήταν πολύ δυνατός για να τον πολεμήσω… άσε που δεν ήξερα και πως. Όσο για το δεύτερο… δεν ήθελα ούτε να το σκέπτομαι. Ίσως τελικά αυτή η πεζοπορία να είχε έρθει τη κατάλληλη στιγμή. Δύο μέρες πάνω στο βουνό μόνη μου, ίσως με βοηθούσαν να σκεφτώ πιο καθαρά.
Το ξημέρωμα με βρήκε να μελετάω χάρτες μονοπατιών και σύμβολα για πεζοπόρους. Άφησα το παιδί στη γιαγιά του και μέχρι να πέσει η νύχτα είχα κανονίσει και τις τελευταίες λεπτομέρειες. Του Μάρκου δεν του άρεσε το ότι θα πήγαινα μόνη μου, άλλα δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Βοήθησε φυσικά και το γεγονός πως δεν ήταν η πρώτη φορά που θα έκανα πεζοπορία και μάλιστα τη συγκεκριμένη διαδρομή.
Ξεκίνησα με το πρώτο φως της μέρας για να κερδίσω χρόνο. Το μονοπάτι που είχα διαλέξει, ξεκινούσε από το καταφύγιο και κατέληγε στο ποτάμι, όπου σκόπευα και να κατασκηνώσω. Τα κουνούπια, φυσικά, θα ήταν λίγο πρόβλημα, αλλά δεν υπήρχε πιθανότητα να χάσω την ευκαιρία να περάσω τη νύχτα μου δίπλα στο ποτάμι, ακούγοντας το γάργαρο νερό να κυλάει. Την επόμενη μέρα θα ακολουθούσα ένα γειτονικό μονοπάτι, που θα με γυρνούσε πίσω στο καταφύγιο.
Έφτασα στο ποτάμι πιο νωρίς από ότι είχα υπολογίσει, γεγονός που μου έδινε περισσότερο χρόνο για να καθίσω και να ηρεμίσω. Μόλις τελείωσα τις ετοιμασίες για το βράδυ, έβγαλα τα παπούτσια μου και κάθισα σε έναν βράχο στην όχθη του ποταμού, προσπαθώντας να χαλαρώσω. Αλλά δεν μπορούσα. Ένιωθα σαν κάποιος (ή μάλλον κάτι) να με παρακολουθεί. Αμέσως μου ήρθε στο μυαλό ο Ντάρκο. Σηκώθηκα όρθια προσπαθώντας να μυρίσω τον αέρα. Ξαφνικά, συνειδητοποίησα ότι είχα αρχίσει να φέρομαι σαν ζώο. Τι στο διάολο έκανα; Μόνα τα ζώα θα αντιδρούσαν σε ένα παρόμοιο ένστικτο με αυτόν τον τρόπο. Θέλω να πω ok… ποτέ δεν είχα φυσιολογικές αντιδράσεις, αλλά όχι και έτσι.
Από πίσω μου ακούστηκε να σπάει ένα κλαρί. Γύρισα απότομα και ξαναπροσπάθησα να μυρίσω τον αέρα, απορώντας για μια ακόμη φορά με την αντίδραση μου. Μα τι στα κομμάτια περίμενα να καταφέρω με αυτό;
Άλλο ένα κλαρί ακούστηκε να σπάει λίγο πιο κει και ύστερα άλλο ένα και αμέσως μετά ένας θάμνος κουνήθηκε και τέλος… σιωπή. Δεν ακουγόταν τίποτε άλλο, εκτός από το νερό. Ήμουνα σίγουρη, όμως, πως ό, τι και αν ήταν εκεί πριν, δεν είχε φύγει ακόμη. Ίσως τελικά έπρεπε να αφήσω το ένστικτο να αναλάβει.
Έκλεισα τα μάτια μου και μύρισα για μία ακόμη φορά τον αέρα. Έχοντας το μυαλό μου πιο συγκεντρωμένο, κατάφερα να ξεχωρίσω μία μυρωδιά που όλα μέσα μου έλεγαν πως προερχόταν από το πλάσμα που με παρακολουθούσε και δεν άνηκε στον Ντάρκο. Και όχι μόνον αυτό, αλλά ήμουν και σίγουρη πως δεν επρόκειτο για ζώο, αλλά ούτε για άνθρωπο.
Ξανάβαλα τα παπούτσια μου και συνέχισα να μυρίζω τον αέρα ώσπου εντόπισα την πηγή της μυρωδιάς. Ερχόταν πίσω από μια συστάδα δέντρων στα δεξιά μου. Πριν προλάβω, όμως, να κάνω ένα βήμα, κάτι με τράβηξε απότομα από το μπράτσο, ρίχνοντάς με κάτω. Σήκωσα το βλέμμα μου και είδα το Ντάρκο να στέκετε από πάνω μου, κρατώντας ένα μαχαίρι.
«Είσαι τρελή κοπέλα μου;!» γρύλισε μέσα από τα δόντια του. «Θες να αυτοκτονήσεις;!»
«Με δουλεύεις;!» τον ειρωνεύτηκα. Εκείνος με κοίταξε έτοιμος να εκραγεί.
«Το ότι δεν είσαι άνθρωπος δεν σημαίνει ότι μπορείς να κάνεις ότι σου κατέβει στο κεφάλι, Βικτώρια!»
«Εεε;!» Τι στο διάολο είπε τώρα;! Δεν είμαι τι;! Άνθρωπος;! Έμεινα να τον κοιτάζω αποσβολωμένη.
«Μάζεψε τα πράγματά σου να φύγουμε.» είπε κοιτάζοντας τη συστάδα των δέντρων.
Ακούστηκε κι άλλο κλαρί να σπάει, πιο κοντά αυτή τη φορά. Βούτηξα το μαχαίρι από το χέρι του και πήγα προς το μέρος του ήχου. Όταν αφήνεις το ένστικτο να αναλάβει, δεν σου δίνει εύκολα πίσω τον έλεγχο και τώρα μου έλεγε να ακολουθήσω το πλάσμα. Εκείνος με σταμάτησε κρατώντας με από το χέρι.
«Δεν είσαι έτοιμη ακόμη.» είπε φανερά αγχωμένος. Γύρισα απότομα και τον κοίταξα νευριασμένη. Τράβηξα το χέρι μου και συνέχισα να περπατώ πολύ προσεχτικά, έτοιμη για επίθεση. Ακριβώς όπως θα συμπεριφερόταν και ένα ζώο στη θέση μου.
Δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου πλέον. Ήταν σαν να ήμουν κάποια άλλη, εντελώς διαφορετική. Κι όμως, για πρώτη φορά στη ζωή μου αισθανόμουν πραγματική. Αισθανόμουν πως όλα ήταν φυσιολογικά και πως είχα βρει επιτέλους το λόγο της ύπαρξής μου. Η αδρεναλίνη κυλούσε σε κάθε χιλιοστό του κορμιού μου και για πρώτη φορά ένιωθα πραγματικά ζωντανή.
Ξαφνικά, ακούστηκε ποδοβολητό. Ήταν το πλάσμα που έτρεχε μακριά μου. Το πήρα στο κατόπι χωρίς δεύτερη σκέψη. Δεν μπορούσα να ακούσω τον Ντάρκο, αλλά ήμουν σίγουρη πως με ακολουθούσε καταπόδας. Το πλάσμα άλλαξε απότομα πορεία και κατευθύνθηκε προς το μέρος μου. Με την άκρη του ματιού μου, έπιασα μια περίεργη φιγούρα έτοιμη να μου χιμήξει. Πρόλαβα να σκύψω τη τελευταία στιγμή, αφήνοντας το πλάσμα να περάσει από πάνω μου και ξυστά από τον Ντάρκο, που βρισκόταν ακριβώς από πίσω μου. Εξαφανίστηκε στη πυκνή βλάστηση, μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Ο Ντάρκο γύρισε και με κοίταξε γεμάτος απορία. Αίμα έτρεχε από το αριστερό του μπράτσο. Είχε πει πως δεν ήμουν ακόμη έτοιμη, αλλά εκείνον είχε πληγώσει το πλάσμα και όχι εμένα.
«Σε χτύπησε.» τον ενημέρωσα. Εκείνος σκούπισε με το χέρι του το αίμα από τη πληγή, που είχε ήδη αρχίσει να γιατρεύετε από μόνη της. «Θα μου είχε επιτεθεί ό,τι κι αν έκανα, έτσι δεν είναι Ντάρκο;»
«Γι’ αυτό στάλθηκε.»
«Από ποιόν; Και γιατί εμένα;»
«Δεν ξέρω.» είπε σχεδόν θλιμμένα και συνέχισε «Αλλά θα μάθω!»
«Με δυο λόγια ο Μάρκος και το παιδί κινδυνεύουν!» συνειδητοποίησα απότομα.
«Όχι όσο είμαι εγώ εδώ!» είπε αποφασιστικά, κάνοντάς με να σαστίσω. Ειλικρινά, ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενα να ακούσω από το στόμα του.
Μέσα σε όλη αυτή την έκρηξη αδρεναλίνης είχα ξεχάσει κάτι πολύ σημαντικό: να προσέξω που πήγαινα. Δεν είχα ιδέα που βρισκόμασταν και η νύχτα είχε αρχίσει να πέφτει. Κοίταξα το Ντάρκο, αλλά εκείνος δεν αντέδρασε καθόλου. Εντάξει λοιπόν. Αφού έτσι το ήθελε. Θα έβρισκα μόνη μου το δρόμο. Αλλά πώς;
Ένα απαλό αεράκι έριξε τα μαλλιά μου μπροστά στα μάτια μου. Και τότε μου ήρθε. Δεν χρειαζόταν να ξέρω που βρισκόμασταν εμείς, αρκεί να ήξερα που βρισκόταν το ποτάμι. Και αυτή η αύρα μου είχε δείξει ακριβώς το που ήταν. Έδειξα στο Ντάρκο το δρόμο και του είπα να με ακολουθήσει.
Το μόνο συναίσθημα που θα μπορούσε άνετα να αντικαταστήσει το ένστικτο, ήταν η περιέργεια. Και η δικιά μου κόντευε να βαρέσει κόκκινο. Ήθελα να γυρίσω πίσω, να μαζέψω τα πράγματά μου και να εξαφανιστώ από κει, αλλά δεν μπορούσα. Κάτι με τράβαγε προς την αντίθετη κατεύθυνση, όπως το μέλι τραβάει τις μέλισσες. Έπρεπε να μάθω τι ήταν αυτό το πλάσμα που με κυνηγούσε.
Ο Ντάρκο με σκούντηξε ελαφρά στον ώμο, κάνοντάς μου νόημα να προχωρήσω. Κάποια στιγμή θα έπρεπε να μάθω να ελέγχω την περιέργειά μου… αλλά όχι τώρα. Έκανα μεταβολή και άρχισα να τρέχω. Μετά από μερικές στιγμές, σταμάτησα απότομα μπροστά σε μια τεράστια ελιά. Ήταν η μοναδική στην περιοχή.
Το φως της μέρα είχε χαθεί τελείως. Η σελήνη είχε πάρει τη θέση της στον ουρανό, προσπαθώντας να διαπεράσει με το ψυχρό της φως το φύλλωμα των δέντρων. Τα κλαδιά της ελιάς απλώνονταν από πάνω μας σαν τεράστια ομπρέλα, αλλά το φεγγάρι ήταν σχεδόν γεμάτο, φωτίζοντας αρκετά το γέρικο κορμό της, που ήταν στριφτός και γεμάτος ρόζους. Έμοιαζε σαν κάποιος να είχε πάρει δύο διαφορετικούς κορμούς και να τους είχε ενώσει, στρίβοντας το πάνω και το κάτω μέρος σε αντίθετες κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Πόσο ζούσε μια ελιά;! Τριακόσια;! Εξακόσια χρόνια;! Η συγκεκριμένη έμοιαζε ακόμη μεγαλύτερη.
«Είσαι εντελώς τρελή!» διαπίστωσε ο Ντάρκο, που μόλις με είχε φτάσει. Γύρισα να του απαντήσω, αλλά πριν προλάβω να βγάλω κουβέντα, είδα δύο κίτρινα μάτια που γυάλιζαν στο σκοτάδι, να έρχονται προς τα πάνω του. Ήταν το πλάσμα που είχε έρθει για τη ρεβάνς. Με μια αστραπιαία κίνηση και με δύναμη που ούτε καν γνώριζα πως είχα, βούτηξα τον Ντάρκο και τον τράβηξα μακριά από την πορεία του. Πριν προλάβω, όμως, να απομακρυνθώ κι εγώ, πρόλαβε το πλάσμα και με έριξε κάτω, και τώρα στεκόταν από πάνω μου και με κοίταζε γεμάτο κακία.
Τελικά είχα δίκιο. Δεν ήταν ούτε άνθρωπος, ούτε ζώο. Έμοιαζε περισσότερο με δεινόσαυρο. Τα μάτια του ήταν σαν αυτά της γάτας και το δέρμα του ήταν λαδί και τραχύ σαν των ερπετών. Πάνω από κάθε του μάτι εξείχαν δύο σχετικά μικρά, οστέινα κέρατα. Τα χέρια του ήταν πιο μακριά από το κανονικά και τα δάχτυλά του είχαν μακριά και μυτερά νύχια σαν λεπίδες. Φορούσε ελάχιστα ρούχα και δεν έδειχνε να είχε κάποιο όπλο μαζί του. Όχι πως το χρειαζόταν, δηλαδή, με τέτοια νύχια.
Έκανα μία απέλπιδα προσπάθεια να φτάσω το μαχαίρι, που μου είχε πέσει λίγο πιο κει, πριν μου επιτεθεί το πλάσμα. Τη τελευταία στιγμή, όμως, του χίμηξε ο Ντάρκο, γλιτώνοντάς με. Κύλισαν, παλεύοντας, στο έδαφος. Το πλάσμα τον χτύπαγε με όλη του τη δύναμη, χρησιμοποιώντας τα νύχια του σαν μαχαίρια, αλλά και εκείνος δεν πήγαινε πίσω. Πάλευε σαν λυσσασμένο σκυλί.
Μια πνιχτή κραυγή πόνου βγήκε από το στόμα του Ντάρκο, καθώς το πλάσμα έμπηξε τα νύχια του στα πλευρά του. Εκείνος συνέχισε να το χτυπάει με όλη του τη δύναμη, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ήταν τόσο απασχολημένο με την επίθεσή του, που με είχε ξεχάσει τελείως. Χωρίς να χάσω κι άλλο χρόνο, άρπαξα το μαχαίρι και μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα είχα βρεθεί ακριβώς από πίσω του. Με το αριστερό μου χέρι έπιασα ένα από τα κέρατά του και το τράβηξα προς το μέρος μου με όλη μου τη δύναμη και με το άλλο έβαλα το μαχαίρι στο λαιμό του.
Το πλάσμα σταμάτησε να παλεύει. Τα νύχια του ήταν ακόμη μπηγμένα στα πλευρά του αντιπάλου του. Πίεσα τη μύτη του μαχαιριού, κάνοντας μια μικρή τρύπα στο δέρμα του, υποχρεώνοντάς το να τραβήξει επιτέλους τα χέρια του από το Ντάρκο.
«Και τώρα τι!» με ρώτησε το τέρας με βραχνή φωνή.
«Βικτώρια, δώσε μου το μαχαίρι!» είπε επιτακτικά ο Ντάρκο απλώνοντας το χέρι του. Το δέρμα του τέρατος, ήταν τραχύ αλλά οι φλέβες του φαίνονταν ολοκάθαρα. Άκουγα τη καρδιά του να χτυπάει και τις έβλεπα να πάλλονται με τον ίδιο γρήγορο ρυθμό. Μια σταγόνα αίμα έτρεχε από τη πληγή που του είχα κάνει και ήμουν τόσο κοντά, που μπορούσα σχεδόν να τη γευτώ. Όλες μου οι αισθήσεις ήταν επικεντρωμένες εκεί. Έβλεπα το Ντάρκο να μου μιλάει, αλλά δεν μπορούσα πλέων να ακούσω τι μου έλεγε. Άκουγα μόνο τους χτύπους της καρδιά του τέρατος και ένιωθα την αδρεναλίνη να ανεβαίνει. Σήκωσα το βλέμμα μου και ξανακοίταξα τα σκοτεινά μάτια του Ντάρκο. Έγλυψα τα χείλη μου και έσφιξα το μαχαίρι στο χέρι μου.
«Και τώρα πεθαίνεις…» είπα με ένα σαρδόνιο χαμόγελο και πιέζοντας το μαχαίρι δυνατά στο δέρμα του, το έσυρα αργά, κόβοντας του το λαιμό σαν ώριμο φρούτο. Ένα κόκκινο ποτάμι αίματος έτρεξε από τη πληγή, λερώνοντας τη λάμα. Απελευθέρωσα το κέρατό του και εκείνος έπεσε στα πόδια μου. Όλα έμοιαζαν να γίνονται σε αργή κίνηση. Η ασημένια λεπίδα στο χέρι μου γυάλιζε κάτω από το χλομό φως του φεγγαριού και το αίμα πάνω της μύριζε τόσο πολύ, που ήθελα να το γλύψω. Ο Ντάρκο με βούτηξε από τα μαλλιά και άρπαξε το χέρι μου πριν προλάβω να το κάνω.
«Δώσ' το μου τώρα!» γρύλισε. Η πλάτη μου ακούμπησε πάνω στο γυμνό του στήθος. Χαλάρωσα το χέρι μου και άφησα το μαχαίρι να πέσει. Ένιωσα τη καυτή του ανάσα στο λαιμό μου και χωρίς να το καταλάβω, έγειρα το κεφάλι μου στο πλάι και προς τα πίσω, ακουμπώντας τον ώμο του. Εκείνος σάστισε, αλλά μόνο για λίγο. Πέρασε το ένα του χέρι στη μέση μου και με το άλλο έγειρε απαλά το κεφάλι μου λίγο ακόμη στο πλάι. Πλησίασε κι άλλο το λαιμό μου. Τα παγωμένα χείλη του ακούμπησαν το δέρμα μου, κάνοντάς με να ανατριχιάσω. Έκλεισα τα μάτια και αφέθηκα στην αγκαλιά του. Ένιωθα τη καρδιά του να χτυπάει το ίδιο δυνατά με τη δική μου. Με έσφιξε στα χέρια του, δίνοντάς μου ένα φιλί γεμάτο πάθος. Και μετά… σταμάτησε απότομα, διώχνοντας με μακριά του.
«Όχι έτσι!» είπε και έφυγε προς το ποτάμι. Τον κοίταξα γεμάτη απορία και έτρεξα να τον προλάβω. Σε όλη τη διαδρομή δεν είπε κουβέντα. Ήλπιζα, όμως, ότι θα μιλάγαμε όταν θα καθόμασταν στο ποτάμι. Είχα τόσα να τον ρωτήσω, που δεν ήξερα από πού να αρχίσω. Λίγο πριν φτάσουμε, όμως, εκείνος εξαφανίστηκε τόσο ξαφνικά όσο είχε εμφανιστεί, αφήνοντάς με ολομόναχη.
Το πρώτο πράγμα που έκανα με το που γύρισα στο ποτάμι, ήταν να φάω. Όλη αυτή η δράση μου είχε ανοίξει την όρεξη. Ξάπλωσα στον υπνόσακο και κοίταξα τον έναστρο ουρανό. Τι είχα κάνει; Μόλις είχα σκοτώσει κάποιον και το είχα, μάλιστα, απολαύσει πολύ. Γιατί δεν είχα σιχαθεί ακόμη τον εαυτό μου; Γιατί μου φαινόντουσαν όλα τόσο φυσιολογικά; Δεν μπορούσα, όμως, να τον αφήσω ζήσει. Έπρεπε να προστατέψω την οικογένειά μου όποιο και αν ήταν το κόστος. Αλλά πώς θα ξανακοιτούσα το γιο μου μετά από ότι έκανα; Και τι είχε πει ο Ντάρκο; Ότι δεν ήμουν άνθρωπος; Και τότε τι ήμουν;
Αυτές και πολλές ακόμη ερωτήσεις βασάνιζαν το μυαλό μου μέχρι που με βρήκε το πρωί. Μάζεψα τα πράγματά μου και πήρα το δρόμο του γυρισμού, κάνοντας όσο πιο αργά μπορούσα. Δεν ήθελα να φύγω, αλλά δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Όταν γύρισα σπίτι, ευτυχώς, δεν βρήκα κανένα. Ο Μάρκος έλειπε και το παιδί ήταν ακόμη στη γιαγιά του. Ήθελα να μείνω κι άλλο μόνη μου. Το μυαλό μου ήταν ακόμη θολωμένο από τα πρόσφατα γεγονότα. Αυτό που έπρεπε, όμως, να κάνω, προτού βάλω σε μια τάξη το κεφάλι μου, ήταν να γράψω το άρθρο όσο ακόμη μπορούσα. Τακτοποίησα τα πράγματά μου, έκατσα στο γραφείο και άνοιξα τον υπολογιστή.
διαβάστε το πρώτο. το δεύτερο και το τέταρτο μέρος της σειράς Ονειρικός Επισκέπτης.
* σημείωση 1: η εικόνα ανοίγματος του παρόντος άρθρου είναι δημιουργία του boolahz
________________________________