από Νίκη Στέρπη (Queen Lilith)
Ονειρικός Επισκέπτης
Επεισόδιο 4: Κρυστάλλινες αναμνήσεις
«Summer time and the livin’ is slow» έλεγε το κομμάτι που έπαιζε στον υπολογιστή και είχε απόλυτο δίκιο: ήταν τέλη Αυγούστου, έκανε πολύ ζέστη και οι ώρες δεν έλεγαν να περάσουν με τίποτε. Τα παιδιά έξω στην αυλή, ο γιός μου με δύο ξαδέρφια του χάλαγαν τον κόσμο με τις φωνές τους και τα παιχνίδια τους. Τη μία έπαιζαν ήσυχα και ωραία και την άλλη τσακώνονταν και εγώ, φυσικά, έκανα τον διαιτητή. Μόνο η σφυρίχτρα μου έλειπε. Μήπως, τελικά, είχε δίκιο ο Ηρώδης;
«Μαμά, δεν μου δίνει το ποδήλατο! Πες του κάτι! Είναι η σειρά μου!» «Θα κάνει άλλη μία βόλτα και μετά θα στο δώσει, έτσι δεν είναι μικρέ;» είπα κοιτάζοντας το άλλο παιδί. Εκείνο έγνεψε καταφατικά και αφού έκανε την έξτρα βόλτα, κατέβηκε από το ποδήλατο. «Πρέπει να πάρω σφυρίχτρα, τελικά» μουρμούρισα και μπήκα μέσα.
Έκατσα στον καναπέ και βυθίστηκα ξανά στις σκέψεις μου. Όλοι έλεγαν πως ήμασταν ένα πολύ ταιριαστό και αγαπημένο ζευγάρι. Μια ευτυχισμένη οικογένεια. Και η αλήθεια ήταν πως είχαν δίκιο. Ναι, ήμασταν μια αγαπημένη και ευτυχισμένη οικογένεια. Εγώ και ο Μάρκος, όμως, είχαμε πάψει να είμαστε ζευγάρι πολύ καιρό πριν αρχίσει το υπερφυσικό να κάνει τη ζωή μας άνω κάτω. Είχαμε κάνει το τραγικό λάθος να μπερδέψουμε τη φιλική αγάπη για έρωτα. Ο Μάρκος πάντα έλεγε πως δεν μπορεί να υπάρχει φιλία μεταξύ ενός άντρα και μίας γυναίκας και εγώ η ηλίθια τον πίστεψα, ενώ είχα ένα κάρο προσωπικά παραδείγματα για το αντίθετο.
Αλλά δεν ήταν μόνον αυτό. Από τη αρχή η σχέση μας είχε περίεργη… υφή. Μας άρεσε να είμαστε μαζί, αλλά δεν είχαμε κανένα πρόβλημα να είμαστε και χώρια. Και οι δύο λαχταρούσαμε κάτι που θα έκανε τις καρδιές μας να σκιρτήσουν. Κάτι που, εκ των υστέρων, αποδείχτηκε ότι δεν καταφέραμε να βρούμε ο ένας στον άλλον. Και αυτό είχε αρχίσει να φαίνεται πολύ πριν μπει ο Ντάρκο στο παιχνίδι.
Ο Μάρκος το είχε ήδη βρει σε μίαν άλλη κοπέλα. Κάθε φορά που την έβλεπε, έλαμπε ολόκληρος. Εκείνος δεν ήθελε να το παραδεχτεί, αλλά ήταν προφανές ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της και δυστυχώς, ήταν και εκείνη μαζί του. Ακόμη και τώρα, δεν ξέρω αν πρέπει να τον ευχαριστώ για της ηθικές του αρχές, ή να του ρίξω κάνα δυο χαστούκια μπας και συνέλθει και ακούσει τη καρδιά του για μια φορά.
Όσο για μένα, μπορεί να άργησα λίγο, αλλά τελικά βρήκα και εγώ αυτό το κάτι που θα με έκανε να νιώσω ζωντανή και όχι ρομποτάκι. Και αυτό το κάτι δεν το βρήκα στο πρόσωπο κάποιου άλλου, αλλά στα περίεργα γεγονότα που μου τύχαιναν το τελευταίο εξάμηνο. Εντάξει… έπαιζε και ο Ντάρκο κάποιο ρόλο σε αυτό, αλλά δεν θα το σχολιάσουμε τώρα.
Δυστυχώς, όμως, όλα αυτά με είχαν κάνει να αποξενώνομαι όλο και πιο πολύ από τον Μάρκο και αυτό ήταν κάτι που δεν είχε περάσει απαρατήρητο. Έτσι ένα ωραίο πρωί, με έβαλε κάτω με το ζόρι, να κάνουμε εκείνη τη δύσκολη κουβέντα που και οι δυο αποφεύγαμε τόσο καιρό: ήταν ώρα να χωρίσουν οι δρόμοι μας. Και εδώ που τα λέμε, θα έπρεπε να το είχαμε κάνει εδώ και πολύ καιρό.
Το καλό ήταν ότι το παιδί είχε ζητήσει από μόνο του να πάει σε ένα ιδιωτικό σχολείο εσώκλειστος, κάτι που θα έκανε τη μετάβαση πιο εύκολη. Ευτυχώς, ένας φίλος του Μάρκου μας βοήθησε να πάρουμε μερική υποτροφία. Και μιας και το σχολείο ήταν πολύ κοντά, το παιδί θα ερχόταν τα Σαββατοκύριακα σπίτι, που σήμαινε ακόμη χαμηλότερα δίδακτρα και περισσότερος μπόμπιρας για μένα (κλασική χαζομαμά δηλαδή).
Ένας εκνευριστικός θόρυβος με έσυρε με το ζόρι μακριά από τις σκέψεις μου. Είχα μάθει να μπλοκάρω τους περισσότερους θορύβους, αλλά όχι και το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Κοίταξα το νούμερο στην οθόνη και αμέσως κατάλαβα ότι ήταν από το εξωτερικό.
«Do you speak English?» ήταν η πρώτη ερώτηση που μου έκανε η γυναικεία φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής.
«Yes, I do. With whom do I speak, please? » τη ρώτησα γεμάτη απορία. Εκείνη μου εξήγησε πως τηλεφωνούσε από τα κεντρικά γραφεία του περιοδικού στο οποίο δούλευα.
Η κοπέλα μου εξήγησε πως κάθε χρόνο διάλεγαν έναν από τους υπαλλήλους τους στο εξωτερικό για να τον γνωρίσουν από κοντά. Δεν πολυκατάλαβα το όλο σκεπτικό (και αυτό όχι λόγω των αγγλικών μου ή της προφοράς της), αλλά δεν είχα καμία όρεξη να το αναλύσω. Εξάλλου, ποια ήμουν εγώ που θα απέρριπτα ένα δεκαπενθήμερο ταξίδι στην Αγγλία, με όλα τα έξοδα πληρωμένα;! Φυσικά, στο τέλος, θα έπρεπε να παραδώσω ένα άρθρο με τις εντυπώσεις μου από τη διαμονή μου εκεί, αλλά αυτό δεν θα ήταν και πολύ δύσκολο.
--------
Μόλις έκλεισα το τηλέφωνο, με πήρε ο αρχισυντάκτης μου να μου πει πως είχε κανονίσει να επισκεφτώ ένα από τα υποτιθέμενα στοιχειωμένα αρχοντικά της Αγγλίας, για το οποίο θα έπρεπε να γράψω ένα άρθρο γύρω στις 2000 λέξεις. Αυτό, θα ήταν λίγο δύσκολο, αλλά όχι αρκετά για να μου χαλάσει τη διάθεση.
Είχα κερδίσει δωρεάν διακοπές και μάλιστα τη καταλληλότερη στιγμή. Ήλπιζα μόνο ο Ντάρκο να μην εμφανιζόταν από το πουθενά όπως συνήθιζε. Κανονικά, θα έπρεπε να ήμουν πολύ θυμωμένη που με είχε παρατήσει σύξυλη τότε στο δάσος (βλ. Επεισόδιο 3) και δεν είχε ξαναεμφανιστεί έως τώρα, αλλά πραγματικά δεν είχα καμία όρεξη να τον δω όλο αυτό το διάστημα, οπότε δεν με ένοιαζε καθόλου.
Όσο για το ταξίδι, ευτυχώς έχει κανονιστεί για τέλη Οκτώβρη (πάνω στα γενέθλιά μου δηλαδή), που σημαίνει πως υπάρχει αρκετός χρόνος και για να προσαρμοστεί ο μικρός στα νέα δεδομένα και για μένα να κανονίσω τις δουλειές μου.
Το πότε πρόλαβε να περάσει σχεδόν ενάμιση μήνας, ούτε που το πήρα χαμπάρι. Ο μικρός είχε προσαρμοστεί αμέσως στο καινούργιο του σχολείο και όλες οι λεπτομέρειες του διαζυγίου είχαν κανονιστεί σε χρόνο ρεκόρ. Όσο για σπίτι, έμενα προσωρινά με τους γονείς μου και θα έψαχνα για δικό μου μετά το ταξίδι.
Το ρολόι μου έδειχνε 4. Τε λίγο θα ερχόταν ο Μάρκος να με πάει στο αεροδρόμιο. Έκανα έναν τελευταίο έλεγχο και βγήκα έξω ακριβώς την ώρα που έφτανε με το αμάξι. Δυο ώρες αργότερα ήμασταν στο αεροδρόμιο.
Η πτήση είχε και τα καλά της και τα κακά της. Δεν μπορώ να πω πως ξετρελάθηκα με το ταξίδι, αλλά ήταν ok. Στην είσοδο του αεροδρομίου με περίμενε ένα εταιρικό αυτοκίνητο να με πάει στο ξενοδοχείο μου. Ο οδηγός ήταν λιγομίλητος μεν, ευχάριστος δε. Με έκανε πρώτα μία μικρή βόλτα στους δρόμους της αγγλικής πρωτεύουσας και ύστερα με πήγε σε μία μικρή αγγλική παμπ, όπου με κέρασε μία μπύρα… άνευ μεζέ (κάποιος πρέπει να τους μάθει πώς να πίνουν κάποια στιγμή).
Φτάσαμε στο ξενοδοχείο αργά τη νύχτα. Ναι! Καλά καταλάβατε! Η μία μπύρα έγιναν τέσσερις… με μεζέ (έπρεπε να παραγγείλω για να δεήσουν να φέρουν κάτι).
«I’m sorry but… I don’t think this is my hotel!» είπα στον οδηγό, καθώς περνάγαμε μία τεράστια σιδερένια πύλη. «Of course it’s not. This is the Lebrun’s house. They own half of the company and they agreed to let you stay here. Didn’t you know? » «No I didn’t!» του είπα προσπαθώντας να το χωνέψω.
Το σπίτι φαινόταν όλο και πιο μεγάλο και απειλητικό καθώς πλησιάζαμε. Ήταν κρυμμένο καλά πίσω από ένα αναρριχόμενο φυτό, που δεν μπορούσα να διακρίνω. Τα μικρά κομμάτια τοίχου που φαίνονταν αμυδρά πίσω από το φύλλωμα, μαρτυρούσαν ότι ήταν όλο πέτρινο. Το μόνο που φαινόταν καθαρά, ήταν οι μεγάλες μπαλκονόπορτες που έχασκαν πιο μαύρες και από το σκοτάδι της νύχτας. Το αμάξι σταμάτησε μπροστά στα μαρμάρινα σκαλοπάτια της εισόδου.
«Here you are miss» μου είπε ο οδηγός καθώς κατέβαινα. Άρχισα να ανεβαίνω το κιτρινισμένο μάρμαρο, ενώ άκουγα το αμάξι να απομακρύνεται πίσω μου. Η βαριά, δίφυλλη, δρύινη πόρτα στο τέλος των σκαλιών, ήταν ολόκληρη σκαλισμένη, με ένα μαύρο μεταλλικό λιοντάρι με κρίκο στο στόμα, στο κέντρο κάθε φύλλου. Μια βροντή ακούστηκε να σκάει κάπου πίσω από το σπίτι. Δεν υπήρχε ούτε ένα αναμμένο φως. Τα σκαλοπάτια ήταν μόνο τέσσερα αλλά μου φαίνονταν σαν εκατό. Τελευταίο σκαλί. Τρία βήματα ακόμη και θα χτύπαγα τη πόρτα. «Τρία βήματα ακόμη και… κάνω μεταβολή και το βάζω στα πόδια…», είπα ψιθυριστά, αλλά πριν προλάβω να κάνω τίποτε, ακούστηκε ένα δυνατό κρακ και μέσα από τη πόρτα ξεπρόβαλε μια λυγερόκορμη κοπέλα, με καστανοκόκκινα μαλλιά, περίπου στο ίδιο ύψος με μένα, κρατώντας ένα κηροπήγιο με αναμμένα κεριά.
«Εσύ θα πρέπει να είσαι η Βικτώρια. Καλώς ήρθες στη χώρα μας. Πέρασε μέσα. Σε περιμέναμε» μου είπε σε άπταιστα ελληνικά. Την κοίταξα απορημένη. «Συγνώμη για τα σκοτάδια, αλλά πριν λίγο ένας κεραυνός έκοψε το ρεύμα και ο μπάτλερ έχει πάει να βάλει μπρος τη γεννήτρια» συνέχισε καθώς έκλεινε τη πόρτα.
Σταμάτησα απότομα και της είπα ορθά κοφτά «Δεν είσαι Ελληνίδα!» «Ούτε και εσύ Αγγλίδα, αλλά δεν παραπονιέμαι!» μου απάντησε περιπαιχτικά. «Η μητέρα μου ήταν Ελληνίδα. Φαίνεσαι πολύ κουρασμένη όμως. Πάμε να σου δείξω το δωμάτιό σου και θα τα πούμε καλύτερα αύριο».
Μια αστραπή φώτισε για ένα δευτερόλεπτο το δωμάτιο, το οποίο ήταν πιο μεγάλο από ό,τι νόμιζα. Το μόνο που πρόλαβα να δω ήταν μια μεγάλη σκάλα, απέναντι από την πόρτα, μερικές πόρτες δεξιά και αριστερά και το περίγραμμα των ελάχιστων επίπλων. Ανεβήκαμε τη σκάλα και βρεθήκαμε σε ένα διάδρομο με πόρτες από τη μία μεριά και μεγάλα πορτρέτα από την άλλη.
«Εδώ είμαστε» μου είπε, ανοίγοντας τη πόρτα. «Ελπίζω να σ’ αρέσει. Το μπάνιο είναι από εκεί και έχει πάντα ζεστό νερό. Αν χρειαστείς κάτι…» «Θα είμαι μια χαρά» τη διέκοψα. Εκείνη με κοίταξε ερευνητικά, αφήνοντας το κηροπήγιο δίπλα στο καθρέπτη. «Για παν ενδεχόμενον» είπε, καθώς έφευγε. «Και ‘συ;» τη ρώτησα κάπως αλαφιασμένα.
--------
«Έχουν γνώση οι φύλακες» απάντησε, δείχνοντάς μου το φακό που έβγαλε από τη τσέπη της και έκλεισε τη πόρτα.
Ήμουν τόσο κουρασμένη που το μόνο που ήθελα, ήταν να πέσω κατευθείαν για ύπνο. Έβαλα τη βαλίτσα πάνω στο κρεβάτι και την άνοιξα. Το μάτι μου έπεσε πάνω σε ένα ασημένιο κουτί στο κομοδίνο. Ήταν ένα μουσικό κουτί με περίτεχνο σκάλισμα. Αν και καλογυαλισμένο, φαινόταν πολύ παλιό. Ήταν πανέμορφο. Χάιδεψα με τα ακροδάχτυλά μου τα σκαλίσματα και άνοιξα το καπάκι, καταφέρνοντας να κόψω λίγο τον αντίχειρά μου στη γωνία του. Η μελωδία ήταν τόσο απαλή και γλυκιά που με νανούριζε. Το κομμάτι μου φαινόταν πολύ οικείο, αλλά ήμουν σίγουρη πως δεν το είχα ξανακούσει.
Τίναξα το κεφάλι μου, έκλεισα το κουτί, έβαλα τις πυτζάμες μου και ξάπλωσα αμέσως. Ένας κεραυνός έπεσε κάπου εκεί κοντά. «Μισώ τους κεραυνούς!» γκρίνιαξα. Το μάτι μου έπεσε πάλι πάνω στο κουτί. «Γιατί όχι;!» μουρμούρισα, ελευθερώνοντας τη γλυκιά μελωδία του στον αέρα. Έκλεισα τα μάτια μου και αποκοιμήθηκα σχεδόν αμέσως. Τα όνειρά μου, όμως, ήταν πολύ ανήσυχα.
Δεν πρέπει να είχε περάσει πολύ ώρα, όταν ένα από αυτά με έκανε να ξυπνήσω λαχανιασμένη. Το κουτί έχασκε σιωπηλό στο κομοδίνο. Το κούρδισα και το ξανάβαλα στη θέση του. Η μελωδία του με ηρέμησε κάπως. Έβαλα τα χέρια μου πίσω από το κεφάλι μου και ξανάφερα στο μυαλό μου το όνειρο που με είχε ξυπνήσει.
Ήταν ένα ζευγάρι, λέει, που έτρεχε μέσα στη νύχτα αλαφιασμένα. Η γυναίκα κρατούσε κάτι σφιχτά στην αγκαλιά της, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν. Κάποια στιγμή έφτασαν σε ένα ποτάμι. Συνέχισαν να τρέχουν κοιτώντας φοβισμένοι πίσω τους. Η γυναίκα έσφιγγε όλο και πιο πολύ αυτό που κρατούσε στα χέρια της. Έμοιαζε με μπόγο από ρούχα. Ξαφνικά, μπροστά τους ορθώθηκε ένας απότομος γκρεμός. Ένας καταρράκτης κυλούσε απειλητικά ανάμεσα από δύο τεράστιους βράχους στην κορυφή του. Δεν ήταν πάνω από τρία μέτρα, αλλά ήταν αρκετά για να κάνουν την κοπέλα να σταματήσει τρομοκρατημένη.
Τα καστανά της μάτια γέμισαν δάκρυα και έπεσε στα γόνατα, σφίγγοντας στο στήθος της το κουβάρι με τα ρούχα που κρατούσε. Κοίταξε γεμάτη απελπισία το σύντροφό της και γύρισε το βλέμμα της στο μπόγο που είχε στα χέρια της και εκεί το πρόσωπό της άλλαξε τελείως.
Καθώς ξετύλιγε το κουβάρι, τα μάτια της γέμισαν καλοσύνη και ελπίδα. Ένα μαυροτσούκαλο μωράκι ξεπρόβαλε από μέσα, ακόμη κοιμισμένο παρόλη τη φασαρία. Οι καστανές της μπούκλες χάιδεψαν απαλά το προσωπάκι του και εκείνο ξύπνησε με ένα χαμόγελο στα χείλη και τα λαμπερά του ματάκια να κοιτάνε γεμάτα αθωότητα, δίνοντας κουράγιο στους γονείς του, που έσκυβαν από πάνω του όλο φροντίδα. Τότε η μητέρα σηκώθηκε γεμάτη αποφασιστικότητα. Ο σύντροφός της την πήρε από το χέρι και οι τρεις μαζί χαθήκαν κάπου πίσω από τον καταρράκτη.
Το πρωί με βρήκε να ατενίζω τις πρώτες ακτίνες φωτός από το παράθυρο. Το όνειρο ήταν τόσο ζωντανό, που δεν έλεγε να ξεκολλήσει από το μυαλό μου. Έμοιαζε περισσότερο με ξεχασμένη ανάμνηση, παρά με όνειρο. Είχα τη περίεργη αίσθηση ότι κάτι επρόκειτο να συμβεί, αλλά δεν ήξερα τι. «Ωραία αρχή κάναμε!» μουρμούρισα πειράζοντας το κάτω χείλος μου με τα δάχτυλά μου. Και τότε συνειδητοποίησα ότι το γδάρσιμο στο δάχτυλό μου από το κουτί, είχε εξαφανιστεί. «Μπας και ήταν όνειρο;» έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται, καθώς η καμαριέρα χτύπαγε την πόρτα για να με ενημερώσει ότι η Νεφέλη με περίμενε στο πίσω μπαλκόνι για πρωινό.
Στο φως της ημέρα, το αρχοντικό, εξακολουθούσε να μοιάζει τεράστιο, αλλά δεν φαινόταν και τόσο στοιχειωμένο όπως μου είχε πει ο οδηγός στην παμπ… εκτός φυσικά από τα πορτρέτα στο τοίχο. Αυτά, εξακολουθούσαν να φαίνονται το ίδιο ανατριχιαστικά… για να μην πω και περισσότερο, τώρα που μπορούσα να διακρίνω όλες τις λεπτομέρειες.
Συνήθως, το Λονδίνο κάνει να το δει μέρες ολόκληρες ο ήλιος. Σήμερα βρήκε να αλλάξει συνήθειες την τύχη μου μέσα;! Άνοιξα τη μπαλκονόπορτα που μου έδειξε η καμαριέρα και βγήκα σε ένα τεράστιο μπαλκόνι, γεμάτο πολύχρωμα λουλούδια με μεθυστικό άρωμα. Στη μέση, πάνω σε ένα μαύρο μεταλλικό τραπέζι, βρισκόταν ένας δίσκος με όλα τα καλά. Γάλα, πορτοκαλάδα, καφέ, βούτυρο, μαρμελάδα, μέλι και ένα σωρό άλλα. Λίγο πιο ‘κει, ακουμπισμένη στη κουπαστή του μπαλκονιού, στεκόταν η Νεφέλη αγναντεύοντας το τοπίο, με τα καστανοκόκκινα μαλλιά της να χορεύουν στο ψιθύρισμα του ανέμου.
«Πολύ νωρίς ξυπνάς» της είπα, διακόπτοντας τις σκέψεις της. «Εσύ φταις!» μου απάντησε εύθυμα. «Αν δεν ήσουν εδώ, θα κοιμόμουν ακόμη». «Περιμένουμε κι άλλους;» τη ρώτησα, δείχνοντας το δίσκο στο τραπέζι. Εκείνη γέλασε και μου είπε να καθίσω. Συζητάγαμε περί ανέμων και υδάτων κάπου στο τρίωρο. Η παρέα της μου ήταν πολύ ευχάριστη. Για την ακρίβεια, είχαμε λιώσει και οι δύο στο γέλιο με αυτά που λέγαμε. Ο χαρακτήρας της ταίριαζε πολύ με το δικό μου και από τη πρώτη στιγμή φάνηκε ότι εμείς οι δύο θα γινόμασταν πολύ καλές φίλες.
Με τα πολλά, αρχίσαμε να μιλάμε για το άρθρο που έπρεπε να γράψω. Η ιστορία που με ενδιέφερε, ξεκίναγε στα μέσα του 18ου αιώνα κάπου στο Λονδίνο, όταν τέσσερις νεαροί άνδρες, ο Γάλλος μαρκήσιος Lebrun, ο λόγιος De Fuego ισπανικής καταγωγής, ο Αγγλος δούκας Madvell και ο ‘Ελληνας μεγαλέμπορος Βελλής, αποφάσισαν να ιδρύσουν, από κοινού, μια τυπογραφική εταιρία, της οποίας απόγονος, είναι ο σημερινός εκδοτικός οίκος που δουλεύω.
Οι διαφορές στις εθνότητες και στα θρησκεύματα (ο Άγγλος ήταν προτεστάντης, ο Γάλλος και ο Ισπανός καθολικοί και ο Έλληνας ορθόδοξος) δεν στάθηκαν εμπόδιο στη συνεργασία τους. Έφεραν, όμως, κάθετες αντιρρήσεις στην απόφαση των παιδιών τους να παντρευτούν. Ο γιος ενός δούκα δεν μπορούσε να πάρει μία Ισπανίδα ταπεινής καταγωγής και η κόρη ενός Γάλλου καθολικού δεν μπορούσε να παντρευτεί έναν Έλληνα ορθόδοξο. Το γεγονός, φυσικά, ότι όλοι ήταν πλούσιοι και χριστιανοί δεν είχε καμία σημασία.
Όπως ήταν αναμενόμενο, τα παιδιά κλέφτηκαν και για τριάντα χρόνια κατάφεραν, όχι απλώς να μείνουν κρυμμένοι μακριά από τις οικογένειές τους, που είχαν κυριολεκτικά λυσσάξει εναντίον τους, αλλά και να αποκτήσουν μια μικρή περιουσία με την οποία αγόρασαν το παρόν κτήμα και έχτισαν ετούτο το σπίτι, για να στεγάσουν τον έρωτά τους, τους καρπούς του και την απαράμιλλη φιλία τους.
Μαζί με το χρήμα, όμως, έρχεται και η φήμη και αυτή η φήμη έφτασε τελικά και στα αυτιά των οικογενειών τους, που ακόμη και τόσο καιρό μετά, ήθελαν να τους σκοτώσουν που τόλμησαν να «μαγαρίσουν» τις οικογένειές τους. Και ακριβώς αυτό έγινε. Τα δύο ζευγάρια είχαν αποκτήσει από ένα παιδί έκαστος και αυτά με τη σειρά τους, λόγω της συγκατοίκησης, είχαν κάνει τη δική τους οικογένεια, αποκτώντας ένα γλυκύτατο κοριτσάκι. Την αποφράδα εκείνη ημέρα που οι τέσσερις οικογένειες ξανάσμιξαν, επιτέλους, με τα παιδιά τους, το κοριτσάκι αυτό ήταν ενός έτους. Ούτε, όμως, η δισέγγονή τους ήταν αρκετή για να κατευνάσει την ανελέητη μανία τους, που ξέσπασε καυτή σα λάβα όταν έμαθαν για την ύπαρξή της. Το μένος τους ήταν τέτοιο, που τους ώθησε στο να προσπαθήσουν να δολοφονήσουν το μωρό και τους γονείς του. Τα δύο ζευγάρια, όμως, κατάφεραν να εμποδίσουν τους μανιασμένους πατεράδες τους, δίνοντας την ευκαιρία στην τριμελή οικογένεια να διαφύγει. Τη γενναιότητά τους, όμως, την πλήρωσαν με την ίδια τους τη ζωή, αφού και οι τέσσερις σκοτώθηκαν από τα χέρια των ίδιων τους των πατεράδων, οι οποίοι, με τη σειρά τους, παραδόθηκαν στη δικαιοσύνη από τις συζύγους τους, τις μητέρες των νεκρών δηλαδή και εκτελέστηκαν παραδειγματικά. Όσο για την τύχη του μωρού και των γονιών του, παραμένει, ακόμη και σήμερα, άγνωστη.
Το οικόπεδο και η περιουσία των αποθανόντων, πέρασε στα χέρια των τεσσάρων οικογενειών, οι οποίοι και τα διατήρησαν με την ελπίδα να τα επιστρέψουν κάποια μέρα στους νόμιμους ιδιοκτήτες του. Έκτοτε, από όταν άρχισε να ξαναχρησιμοποιείται το σπίτι ως εξοχικό (κυρίως από τους Lebrun), αρκετοί από τους επισκέπτες έχουν αναφέρει τη θέαση πολλών περίεργων γεγονότων. Ένα εξ αυτών είναι η παρουσία τεσσάρων διαφορετικών ημιδιάφανων και άυλων οντοτήτων, που μοιάζουν πολύ με τα θύματα του μακελειού εκείνου, και τα οποία γυροφέρνουν εντός και εκτός των δύο υπνοδωματίων που κάποτε άνηκαν στη χαμένη οικογένεια. Για την ακρίβεια, ένα από αυτά τα δωμάτια, το δωμάτιο των γονιών του μωρού, έχει δοθεί σε εμένα.
«Ελπίζω να μη φοβάσαι τα φαντάσματα, Βικτώρια!» μου είπε κάπως περιπαικτικά. «Πρέπει να πιστεύεις σε κάτι για να το φοβάσαι» της απάντησα μηχανικά, φέρνοντας στο μυαλό μου τη μικρή, γαλάζια οπτασία που με είχε επισκεφτεί στο σπίτι μου πριν κάνα εξάμηνο (βλ. Επεισόδιο 1). «Και εσύ δεν πιστεύεις;» «Όπως το πάρει κανείς!» της είπα αφήνοντας τη συζήτηση να αιωρείται στο κενό.
Η Νεφέλη μου εξήγησε πως, τα τελευταία 200 χρόνια, ελάχιστες αλλαγές είχαν γίνει στην εσωτερική και εξωτερική διακόσμηση και διαρρύθμιση του σπιτιού. Όχι γιατί δεν ήθελαν, αλλά γιατί σχεδόν οτιδήποτε καινούργιο έμπαινε στο σπίτι είχε τη κακιά συνήθεια να… χαλάει από μόνο του. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και στο δωμάτιο το οποίο έμενα, κανένας δεν είχε καταφέρει να κοιμηθεί για πάνω από ένα βράδυ. Για να μην αναφέρω και το γεγονός ότι κανένας δεν είχε καταφέρει να μπει στο παιδικό υπνοδωμάτιο, παρότι η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη.
«Άρα το μουσικό κουτί στο δωμάτιό μου πρέπει να άνηκε στη χαμένη οικογένεια» την διέκοψα. «Το ποιο; Α, ναι το κουτί. Ναι, μάλλον, δικό τους ήταν. Σε εκείνο το δωμάτιο, πέρα από το μπάνιο και τα υφάσματα, δεν έχει γίνει καμία άλλη αλλαγή. Γιατί ρωτάς;» «Απλώς μου φαινόταν αρκετά παλιό και ήθελα να το επιβεβαιώσω. Η μελωδία του μου είναι πολύ γνωστή, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ πως τη λένε. Είπα μήπως βοηθούσε η χρονολογία κατασκευής… αλλά τζίφος. Μήπως ξέρεις εσύ;» «Η μελωδία σου είναι γνωστή;!» επανέλαβε τα λόγια μου, κοιτώντας με γεμάτη δυσπιστία. «Αυτό αποκλείεται». «Μα γιατί;» τη ρώτησα γεμάτη περιέργεια. «Αυτή η μελωδία είναι ένας από τους ήχους που ακούγονται συχνότερα στο σπίτι. Μία φορά, μάλιστα, που το άκουσα να παίζει, πήγα και το ‘κλεισα και με το που βγήκα από το δωμάτιο αυτό ξανά άνοιξε… μόνο του. Έτσι αποφάσισα να το ψάξω λίγο και κατάφερα να βρω τους απογόνους του δημιουργού του. Παραδόξως, κάνουν ακόμη την ίδια δουλειά. Περίμενε μισό λεπτό» είπε και έφυγε βιαστικά.
Μετά από λίγο γύρισε, κρατώντας ένα φάκελο στο χέρι και μου τον έδωσε. Μέσα βρήκα τα σχέδια του κουτιού και ένα χειρόγραφο που πάνω του είχε μερικές νότες και την παράκληση να μην χρησιμοποιηθεί η μουσική αυτή πουθενά αλλού. Η υπογραφή ήταν μισοσβησμένη, αλλά μπορούσα να διακρίνω ένα Ve, οπότε υπέθεσα ότι έγραφε Vellis. Και η ημερομηνία έγραφε ότι κατασκευάστηκε το 1780. 5 «Τώρα κατάλαβες γιατί αποκλείεται να έχεις ξανά ακούσει το κομμάτι αυτό;»
Σηκώθηκα από το τραπέζι και πήγα στην άκρη του μπαλκονιού. Πολύ περίεργη σύμπτωση. Πρώτα το όνειρο και τώρα αυτό. Ωραία αρχή κάναμε πάλι. Ένα δροσερό αεράκι χάιδεψε τα μαλλιά μου. Χμ… νερό. Τι ωραία που μύριζε! «Υπάρχει κάνα ποτάμι εδώ κοντά;» τη ρώτησα χωρίς να την κοιτάξω. «Ναι! Λίγο πιο κάτω είναι» η περιέργειά της είχε αρχίσει να εξάπτεται. «Μη μου πεις ότι υπάρχει και καταρράκτης;!» «Ναι! Πως το ξέρεις;» Μάλιστα. Δύο στα δύο. Η ατμόσφαιρα μυρίζει μπελάδες στα σίγουρα τώρα. Η Νεφέλη εξακολουθούσε να με κοιτάζει έκπληκτη, περιμένοντας μια απάντηση, την οποία αρνιόμουν πεισματικά να δώσω. «Είσαι πολύ παράξενη» μου είπε τελικά. «Κάνω ότι μπορώ» της απάντησα χαμογελώντας. «Λοιπόν, τι θες να κάνουμε σήμερα;» με ρώτησε αλλάζοντας την κουβέντα. «Τι θα έλεγες για λίγη έρευνα;» «Why not! Από πού θες να αρχίσουμε;» «Από τα δημοτολόγια» της απάντησα, αφήνοντάς τη να με κοιτάει απορημένα. «Population register, αν το λέω σωστά!» «Α! κατάλαβα. Οπότε ξεκινάμε από την εκκλησία» μου είπε και σηκώθηκε από το τραπέζι.
Η περιοχή έμοιαζε με αγγλικό χωριό και ας απείχε από την πρωτεύουσα πολύ λίγο. Και εδώ που τα λέμε δεν ήταν και πολύ μικρό. Δεν αργήσαμε να φτάσουμε στην εκκλησία, η οποία ήταν μεσαίου μεγέθους με καθαρά γοτθικό στιλ, χτισμένη μπροστά από μία τεράστια βελανιδιά. Εσωτερικά ήταν πολύ απλή, εκτός από τα βιτρό που κάλυπταν τα παράθυρα σχηματίζοντας υπέροχες εικόνες. Ένα θαυμάσιο άγαλμα της Παναγίας στεκόταν στα αριστερά του βωμού, κάνοντάς σε να νιώθεις γαλήνη καθώς το κοιτούσες και ακριβώς πάνω από το βωμό βρισκόταν ένας μεγάλος, ξύλινος εσταυρωμένος, μοναδικής λεπτομέρειας.
Σταμάτησα στη μέση της εκκλησίας και έκανα το σταυρό μου. Η Νεφέλη με κοίταξε ξαφνιασμένη. «Ένα δάχτυλο διαφορά έχουμε!» της είπα κάνοντας τη να γελάσει. Μόλις βρήκαμε τον ιερέα, η Νεφέλη του εξήγησε τι θέλαμε και εκείνος μας οδήγησε στο υπόγειο του ναού.
Τα αρχεία ήταν χωρισμένα σε βαφτίσια, γάμους και κηδείες. Η υγρασία και ο χρόνος είχαν καταστρέψει πολλά από αυτά κι έτσι δυσκολευτήκαμε να βρούμε πληροφορίες, μέχρι που θυμήθηκα την ημερομηνία κατασκευής του μουσικού κουτιού και ως εκ θαύματος τα αρχεία εκείνης της πενταετίας ήταν σχετικά σε καλή κατάσταση. Αυτά που βρήκα, όμως, με έκανα να σαστίσω και να ανατριχιάσω.
Το μακελειό έγινε στις 28 Οκτωβρίου 1781, την ημέρα των γενεθλίων του μωρού, το οποίο μωρό έφερε το όνομα Βικτώρια Βελλή και είχε γεννηθεί ένα χρόνο νωρίτερα, δηλαδή στις 28 Οκτωβρίου 1780. Η Νεφέλη με πήρε χαμπάρι αμέσως και με ρώτησε τι έχω. «Τίποτε… ακόμη!» της απάντησα χαμένη στις σκέψεις μου, αλλά εκείνη δεν με πίστεψε και με πίεσε να της πω. Έβγαλα το διαβατήριό μου και της το έδωσα. Μόλις το διάβασε, έμεινε να το κοιτάζει αποσβολωμένη. «Really?!» με ρώτησε έκπληκτη, χωρίς να πάρει τα μάτια της από το διαβατήριο. «Really!» της απάντησα και εγώ. «Με λένε Βικτώρια και γεννήθηκα 200 χρόνια ακριβώς μετά από εκείνο το μωρό. Στις 28 Οκτωβρίου 1980 δηλαδή και αύριο είναι τα γενέθλιά μου». Αναφορά στο θάνατο των γονιών του μωρού δεν βρήκαμε, αλλά, έτσι κι αλλιώς, τα ευανάγνωστα αρχεία ήταν λίγα. Από αυτά που βρήκα, όμως, κατάλαβα πως ο Βελλής είχε παραγγείλει το κουτί ως δώρο για την κόρη του. Οι συμπτώσεις πλήθαιναν επικίνδυνα και δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Η περιέργεια μου, όμως, είχε βαρέσει κόκκινο. Είχα ακόμη δεκατρεις μέρες διακοπών και το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν αυτή η οικογένεια. Πώς κατάφεραν να ξεφύγουν; Που πήγαν; Το μωρό τι έγινε; Και εγώ τι σχέση έχω με όλα αυτά; Γιατί μετά από τόσες συμπτώσεις δεν μου το βγάζεις από το μυαλό πως σίγουρα έχω κάποια σχέση. Πρώτα το όνειρο, μετά η μουσική απ’ το κουτί, ύστερα το γδάρσιμο στο δάχτυλό μου που εξαφανίστηκε και τώρα το όνομα και η ημερομηνία γέννησης του μωρού.
Ανάθεμα και αν ξέρω πόση ώρα ήμασταν χωμένοι σε εκείνο το γεμάτο υγρασία υπόγειο που μύριζε μούχλα. Όταν βγήκαμε από την εκκλησία, όμως, ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει προς τη δύση του, άρα μάλλον ήμασταν κάμποση. Σα να διάβαζε τη σκέψη μου η Νεφέλη, μου πρότεινε να πάμε για ποτό. Αλλά δεν ήμουν καλή παρέα. Δύσκολα μου έπαιρνες κουβέντα. «Εσύ κάτι έχεις!» διαπίστωσε τελικά η Νεφέλη. «Απλώς σκέπτομαι τι θα γράψω». «Από τώρα;» «Όταν ασχολούμαι με κάτι…» «Κολλάς» με συμπλήρωσε. Της χαμογέλασα κουρασμένα και ήπια την τελευταία μου γουλιά. «Δεν πάμε σιγά σιγά;» της πρότεινα.
«Ok» μου απάντησε παραπονιάρικα και φώναξε το σερβιτόρο. Μιας και η απόσταση μέχρι το σπίτι δεν ήταν μεγάλη, την παρακάλεσα να πάμε με τα πόδια. Δέχτηκε απρόθυμα την ιδιοτροπία μου και με ακολούθησε γκρινιάζοντας πως αυτή ήταν και η τελευταία φορά που μου έκανε τη χάρη. Σιγά σιγά τα σπίτια του χωριού έδωσαν τη θέση τους στα πελώρια δέντρα που υψώνονταν δεξιά και αριστερά της ασφάλτου.
Η μυρωδιά των δέντρων μπερδευόταν με τη νυχτερινή αύρα, φτιάχνοντας ένα θεσπέσιο άρωμα. Την εικόνα συμπλήρωνε το ολόγιομο φεγγάρι που φώτιζε με το ασημένιο του φως το δρόμο μας. Περπατάγαμε αργά, χωρίς να ανταλλάζουμε πολλές κουβέντες, απολαμβάνοντας την ησυχία της νύχτας. Η Νεφέλη έδειξε ανακουφισμένη, αντικρίζοντας το σπίτι. Θα ήθελα πολύ να συνεχίζαμε τον περίπατο, αλλά ήμουν και εγώ πολύ κουρασμένη.
Με το που μπήκαμε μέσα, το μεγάλο ρολόι δίπλα στο τζάκι χτύπησε μία φορά με ένα δυνατό, συρτό ήχο, σαν από γκονγκ. «Χρόνια πολλά!» μου ευχήθηκε η Νεφέλη. «Θέλουμε ένα τέταρτο ακόμη!» τη απάντησα χαμογελώντας και ανεβήκαμε τη σκάλα. Με συνόδεψε ως τη πόρτα του δωματίου μου, μιας και το δικό της ήταν λίγο πιο κάτω στο διάδρομο. Ένα κύμα παγωμένου αέρα δραπέτευσε από το δωμάτιο όταν άνοιξα τη πόρτα, κάνοντάς μας να ανατριχιάσουμε. Και οι δυο κοιτάξαμε τη μπαλκονόπορτα που, όμως, ήταν κλειστή.
Άναψα το φως και μπήκαμε και οι δυο στο δωμάτιο, κοιτάζοντας τριγύρω μας. Μόλις τα βλέμματά μας συναντήθηκαν, το φως έσβησε και η πόρτα έκλεισε απότομα πίσω μας, κάνοντάς μας να αναπηδήσουμε αλαφιασμένες. Η θερμοκρασία έπεσε απότομα κάμποσους βαθμούς. Το φως του φεγγαριού έμπαινε από το κλειστό παράθυρο, κάνοντας το χώρο να μοιάζει σαν να βγήκε από ταινία τρόμου. Με την άκρη του ματιού μου είδα το καπάκι του μουσικού κουτιού να ανοίγει από μόνο του, πλημυρίζοντας την ατμόσφαιρά με τη μουσική του. Μια γαλάζια φιγούρα άρχισε να παίρνει σχήμα μπροστά μας. Ήταν μια γυναίκα, με κοντά μαλλιά που φορούσε ένα φόρεμα εποχής. Κανονικά, θα έπρεπε να νιώθω φόβο με όλα αυτά, αλλά η μελωδία του κουτιού ήταν τόσο χαλαρωτική και το γαλάζιο φως από την οπτασία τόσο όμορφο και μεθυστικό που σχεδόν το απολάμβανα. Συνέχισα να κοιτάζω το φάντασμα κατάματα χωρίς να κουνιέμαι. Εκείνη μου χαμογέλασε και άπλωσε τα χέρια της προς το μέρος μου σα να με καλωσόριζε. Προσπάθησα να την αγγίξω, αλλά με το που πλησίασε το χέρι μου το δικό της, εκείνη εξαφανίστηκε απότομα και όλα επανήλθαν στο φυσιολογικό τους. Το φως άναψε και η θερμοκρασία του δωματίου ανέβηκε το ίδιο απότομα όπως είχε πέσει.
Το μόνο που μαρτυρούσε τι είχε γίνει πριν λίγα δευτερόλεπτα, ήταν το κουτί που έχασκε ακόμη ανοιχτό, χωρίς να παίζει μουσική όμως. «Φαντάζομαι πως δεν θα θες να κοιμηθείς εδώ πια! I wouldn’t! » «I will! Βαριέμαι να αλλάζω δωμάτια τώρα» της απάντησα ξαφνιάζοντάς την. «Είσαι τρελή;» με ρώτησε γεμάτη απορία. «Όπως θες» μου είπε τελικά με επιφυλακτικότητα και γύρισε να φύγει. Λίγο πριν κλείσει τη πόρτα γύρισε και μου είπε: «Τελικά, μάλλον θα τα πάμε πολύ καλά οι δυο μας».
Έμεινα για λίγα δευτερόλεπτα να κοιτάζω γύρω μου. Δεν είμαι αναίσθητη, απλώς πολύ κουρασμένη και το μόνο που ήθελα εκείνη τη στιγμή ήταν να κοιμηθώ. Αν τα φαντάσματα είχαν όρεξη για παιχνιδάκια θα έπρεπε να περιμένουν έως αύριο. Ήθελα πολλά, όμως απ’ ότι φαίνεται. Ο ύπνος ήρθε και με πήρε αμέσως στη γλυκιά του αγκαλιά. Ήταν ο μόνος που δεν είχα πρόβλημα να με αγκαλιάζει όσο σφιχτά ήθελε. Αμέσως, όμως, άρχισα να βλέπω και τη συνέχεια του χθεσινοβραδινού ονείρου. Ήμουν σίγουρη πλέον πως δεν ήταν όνειρο… αλλά ούτε και απλή ανάμνηση ήταν. Ήταν κάτι περισσότερο από αυτό και πιο δυνατό. Σχεδόν με τρόμαζε και ειλικρινά δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που φοβήθηκα για τον εαυτό μου. Πάντα φοβόμουν για τους άλλους, αλλά ποτέ για τη δική μου ασφάλεια. Αυτή τη φορά όμως κάτι με τρόμαζε και δεν μου αρέσει να φοβάμαι ακόμη και στον ύπνο μου.
Το όνειρο συνεχίστηκε από εκεί που με είχε αφήσει εχθές. Είδα την οικογένεια να εξαφανίζεται πίσω από τον καταρράκτη, ο οποίος τελικά έκρυβε την είσοδο ενός σπηλαίου. Κάθισαν με την πλάτη κολλημένη στο τοίχο ακριβώς απέναντι από την είσοδο. Ο ήχος από τον καταρράκτη ήταν εκκωφαντικός. Ο άντρας προσπαθούσε να καθησυχάσει την αγαπημένη του, αλλά ήταν και ο ίδιος πολύ φοβισμένος. Μόνο το μωρό φαινόταν να μην έχει αντιληφθεί το παραμικρό. Πώς θα μπορούσε άλλωστε! Αλλά και πάλι, με τόση αναστάτωση που επικρατούσε ήταν λίγο αφύσικο να είναι ξύπνιο και να μην έχει βγάλει άχνα. Και τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα, όταν εμφανίστηκαν από το πουθενά τέσσερις άντρες, κρατώντας όπλα στα χέρια τους.
Η συνέχεια εξελίχτηκε μέσα σε δευτερόλεπτα. Η μητέρα ίσα που πρόλαβε να γυρίσει τη πλάτη της στους άντρες, προσπαθώντας να προστατέψει το μωρό με το σώμα της. Η σφαίρα τη βρήκε στη πλάτη. Το μωρό της έπεσε από τα χέρια και εκείνη σωριάστηκε δίπλα του, ακόμη ζωντανή, σφαδάζοντας από τον πόνο. Και ο άντρας της ίσα που πρόλαβε να κάνει ένα βήμα, όταν μια σφαίρα τον βρήκε στη κοιλιά. Έπεσε και αυτός στα γόνατα δίπλα στη γυναίκα του και το παιδί του, καθώς το αίμα ανέβλυζε πλούσια από τη πληγή του. Και τότε συνέβη το απροσδόκητο. Ήταν σαν να σταμάτησε ο χρόνος να κυλά, αλλά μόνο για την οικογένεια. Ήταν σα να είχαν παγώσει και οι τρεις. Ακόμη και το αίμα από την πληγή του άντρα είχε σταματήσει να τρέχει. Το μίσος στα πρόσωπα τον αντρών μετατράπηκε σε έκπληξη. Τα όπλα τους έπεσαν από τα χέρια. Έμειναν να τους κοιτάζουν αποσβολωμένοι. Ήλπιζα πως θα έβλεπα έστω και ένα ίχνος μεταμέλειας, αλλά μάταια. Τώρα είχα αρχίσει να νευριάζω εγώ.
--------
«Πως μπορέσατε να το κάνετε αυτό στην ίδια σας την οικογένεια;» έπιασα τον εαυτό μου να τους φωνάζω με αγανάκτηση. Παρότι ήξερα ότι ακόμη κοιμόμουν συνέχισα να τους φωνάζω και να τους βρίζω με μανία. «Σκοτώσατε τους γονείς μου παλιοκαθίκια και θα το πληρώσετε πολύ ακριβά αυτό… σας το ορκίζομαι!» ήταν τα τελευταία μου λόγια και ήταν αρκετά για να με πετάξουν όρθια.
Τι είχα μόλις ξεστομίσει; Από που και ως που γονείς μου; Τι δουλειά είχα εγώ με αυτούς; «Τα νεύρα μου!» γρύλισα καθώς ντυνόμουν και ξεχύθηκα στο διάδρομο, κατευθυνόμενη στο δωμάτιο της Νεφέλης που ευτυχώς δεν είχε κοιμηθεί ακόμη.
«Let me guess!» μου είπε μόλις με είδε «Θες να αλλάξεις δωμάτιο!» «Θέλω να με πας στον καταρράκτη!» της είπα επιτακτικά. «Ok!» η απορία διαγραφόταν ολοφάνερα στο πρόσωπο της και στον ήχο της φωνής της. «Μόλις ξημερώσει…» «Τώρα!» τη διέκοψα απότομα. «Μα είναι ακόμη νύχτα!» διαμαρτυρήθηκε. Την κοίταξα κατάματα, ακόμη νευριασμένη από το όνειρο και το ύφος μου την έκανε να σαστίσει. «Ok! Ok! Calm down! » είπε τελικά και ξεκινήσαμε και οι δυο, με φακούς στα χέρια, για τον καταρράκτη.
Όλα ήταν ακριβώς όπως και στο όνειρό μου. Η διαδρομή, το φεγγάρι, ακόμη και ο αέρας ήταν το ίδιο ψυχρός όπως και στον ύπνο μου. Φτάνοντας στον καταρράκτη συνειδητοποίησα πως σε όλη τη διαδρομή η Νεφέλη ήταν πίσω μου πασχίζοντας να με ακολουθήσει. Τελικά, εγώ ήμουν εκείνη που την οδήγησε ως εδώ και όχι η Νεφέλη εμένα.
«Βικτώρια!» μου φώναξε, καθώς κατευθυνόμουν προς τον καταρράκτη. Σταμάτησα χωρίς να γυρίσω να την κοιτάξω. «Εκεί μέσα είναι το κουτί της Πανδώρας. Είσαι σίγουρη πως θες να το ανοίξεις;» ήταν ακόμη λαχανιασμένη και οι λέξεις έβγαιναν με δυσκολία από το στόμα της. «There is no turning back!» είπε στο τέλος. Είχε δίκιο. Μετά από αυτό, όλα θα άλλαζαν. Δεν ήξερα με ποιο τρόπο θα άλλαζαν, απλά ήξερα ότι θα άλλαζαν. Δεν είχα σκοπό, όμως, να γυρίσω πίσω. Ήξερα πως δεν θα ησύχαζα, αν δεν μάθαινα την αλήθεια… ακόμη και αν δεν ήθελα να τη μάθω. Γύρισα και κοίταξα τη Νεφέλη στα μάτια. Αν μπορούσα να δω το πρόσωπό μου σε καθρέφτη, θα έβλεπα πως ήταν τελείως ανέκφραστο. Όλη η οργή για αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα που ένιωθα μέχρι εκείνη τη στιγμή, είχε εξαφανιστεί τελείως. Τώρα δεν υπήρχε τίποτε στη θέση του. Πραγματικά δεν ένιωθα τίποτε απολύτως. Ούτε οργή, ούτε περιέργεια, ούτε φόβο. Δεν υπήρχε θέλω, δεν υπήρχε πρέπει, ήμουν εγώ και ο θόρυβος του καταρράκτη.
«Πήγαινε! Σε περιμένουν!» μου είπε τελικά η Νεφέλη κοιτάζοντάς με ικανοποιημένη και περιέργως ανακουφισμένη. Γύρισα και κοίταξα τον καταρράκτη. Δεν είχα τίποτε να σκεφτώ. Προχώρησα αργά και σταθερά. Λίγο πριν μπω στη σπηλιά, όμως, κοντοστάθηκα για να πάρω μια βαθιά ανάσα. Αυτό που αντίκρισα μέσα δεν με εξέπληξε καθόλου γιατί ήταν ακριβώς όπως το είχα δει. Η οικογένεια ήταν εκεί, παγωμένη στο χρόνο όπως ακριβώς και στο όνειρο, με μόνη διαφορά ότι εδώ ήταν καλυμμένοι από κάτι που έμοιαζε με… πάγο. Όχι δεν ήταν πάγος! Μάλλον κρύσταλλος! Δεν είχα ιδέα τι ήταν. Ήταν, όμως, εντελώς διάφανο και μπορούσα να δω καθαρά τους ανθρώπους μέσα. Ο πατέρας ήταν στα γόνατα, κρατώντας το τραύμα του. Δίπλα του, ξαπλωμένη μπρούμυτα, η γυναίκα με το χέρι της να κρατάει ακόμη το… που πήγε το μωρό; Εδώ έπρεπε να υπάρχει ένα μωρό! Ποιος πήρε το μωρό; Η Νεφέλη μόλις είχε μπει στη σπηλιά. Γύρισα απότομα και τη κοίταξα τρομοκρατημένη. «Που είναι το μωρό;» τη ρώτησα όλο αγωνία.
Ακούμπησε το χέρι της στον ώμο μου και μου είπε χαμογελώντας «Καλώς ήρθες σπίτι σου!» Έκανα ένα βήμα πίσω και τη κοίταξα γεμάτη απορία κουνώντας το κεφάλι μου αρνητικά. Αυτό ήταν αδύνατον! Εγώ δεν είχα καμία σχέση με κανέναν τους. Γύρισα και κοίταξα τη κρυστάλλινη μάζα. Δεν μπορεί! Κάπου εκεί θα ήταν το μωρό.
Έκανα να πάω πιο κοντά για να δω καλύτερα, αλλά προτού το καταλάβω έφαγα τέτοια γλίστρα, που θα κάνω πολύ καιρό να τη ξεχάσω. Προσγειώθηκα φαρδιά πλατιά πάνω στη κρυστάλλινη μάζα. Ένας οξύς πόνος με διαπέρασε, τρυπώντας μου το μυαλό. Το δεξί μου μπράτσο έκαιγε σα να είχε πάρει φωτιά. Σηκώθηκα ακόμη ζαλισμένη. Ο πόνος ξεκίναγε από τον ώμο μου, διαπέρναγε τον αυχένα μου και τελικά μου τρύπαγε τον εγκέφαλο σα να με κάρφωναν με μαχαίρι. Η Νεφέλη με κοίταζε τρομοκρατημένη. Τι ήθελα να κάνω; Α, ναι! Θυμήθηκα. Κοίταξα τη κρυστάλλινη μάζα. Τι ήταν αυτό το κόκκινο υγρό πάνω της;
Κοίταξα τη Νεφέλη έτοιμη να τη ρωτήσω, όταν συνειδητοποίησα ότι κοίταζε επίμονα το χέρι μου. Έκανα το ίδιο και εγώ, διαπιστώνοντας επιτέλους ότι το κόκκινο υγρό πάνω στο κρύσταλλο προερχόταν από το βαθύ σκίσιμο στο χέρι μου. Ένας εκκωφαντικός θόρυβος σκέπασε τον ήχο του καταρράκτη, ακολουθούμενος από άλλον ένα μικρότερης έντασης. Δυο ρωγμές εμφανίστηκαν πάνω στον κρύσταλλο. Μετά, άλλη μία στα δεξιά. Και ύστερα άλλη μία δίπλα της. Ο κρύσταλλος έσπαγε. Το αίμα έτρεχε ποτάμι από τη πληγή μου, στάζοντας πάνω στη κρυστάλλινη επιφάνεια και όπου ακούμπαγε, μια νέα ρωγμή εμφανιζόταν, κάνοντας θρύψαλα εκείνο το κομμάτι. Σιγά σιγά, ολόκληρη η κρυστάλλινη μάζα έγινε σκόνη και μαζί με αυτή και τα δύο σώματα που είχε παγιδέψει, αφήνοντας μόνο μερικά ματωμένα κουρέλια να αποδεικνύουν τι είχε γίνει εκεί. Όμως δεν τελείωσε εκεί. Ένα εκτυφλωτικό γαλάζιο φως πλημμύρισε το δωμάτιο.
Για μερικές στιγμές δεν μπορούσαμε να δούμε τίποτε. Όσο ξαφνικά εμφανίστηκε, τόσο ξαφνικά υποχώρησε αφήνοντας δύο ημιδιάφανες σιλουέτες να μαρτυρούν την ύπαρξή του. Ήταν το ζευγάρι που είχα δει στον ύπνο μου. Ένιωθα μια πρωτόγνωρη οικειότητα. Ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλό μου, βλέποντας τη γυναίκα να με κοιτάζει όλο αγάπη. Ήθελα να τρέξω να τους αγκαλιάσω σφιχτά και να μην τους αφήσω ποτέ. Ήξερα όμως, πως δεν μπορούσα και αυτό με γέμιζε θλίψη. Δεν ήξερα γιατί ένιωθα έτσι, αλλά δεν με ένοιαζε.
Σα να διάβαζε τη σκέψη μου, η γυναίκα με πλησίασε, προσπαθώντας να σκουπίσει με το χέρι της τα δάκρυα μου. Το άγγιγμά της ήταν ψυχρό, αλλά τόσο γλυκό και τρυφερό. Ύστερα, με πλησίασε ο άντρας με τη σειρά του και το χέρι του ακούμπησε το πληγιασμένο μου μπράτσο, κάνοντας τον πόνο και τη πληγή να εξαφανιστούν. Πήρε τη γυναίκα στην αγκαλιά του και έκαναν ένα βήμα πίσω, συνεχίζοντας να μου χαμογελάνε στοργικά. Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου, όταν το φως τους άρχισε να ξεθωριάζει. Δεν ήθελα να φύγουν. Δεν ήθελα να τους χάσω. Δεν ήθελα να μείνω πάλι μόνη μου. Ήθελα να πάω μαζί τους. Ήθελα να μείνω κοντά τους για πάντα. Προσπάθησα… πραγματικά προσπάθησα, όμως, με σταμάτησαν και οι δυο τους. Με πήραν στην αγκαλιά τους. Μια παγωμένη αγκαλιά, που όμως χρειαζόμουν τόσο πολύ. Δεν μπορούσα να νιώσω το άγγιγμά τους στο δέρμα μου, αλλά μπορούσα να το νιώσω με το μυαλό μου να με πλημυρίζει, να με γεμίζει, να μου ζεσταίνει τη ψυχή και τη καρδιά. Λίγο πριν χαθούν τελείως άκουσα να μου ψιθυρίζουν «Θα είμαστε κοντά σου… για πάντα!» δίνοντάς μου πίσω τη χαμένη μου αυτοπεποίθηση. Δεν ξέρω για πόση ώρα έμεινα εκεί μέσα αφού χάθηκαν.
Η Νεφέλη είχε φύγει προ πολλού. Είχα μείνει μόνη μου, πεσμένη στα γόνατα να κλαίω τόσο, όσο δεν είχα κλάψει ποτέ μου. Όταν τελικά βρήκα το κουράγιο να βγω έξω, τη βρήκα να με περιμένει υπομονετικά, καθισμένη σε ένα βράχο. Πήγα και κάθισα δίπλα της. Δεν ήθελα να φύγω ακόμη. Δεν μπορούσα. Χωρίς να πει κουβέντα μου προσέφερε τσιγάρο. Το πήρα και τη κοίταξα κατάματα. Δεν χρειάστηκε να της πω τίποτε. Τα λόγια ήταν περιττά. Με καταλάβαινε και τη καταλάβαινα. Καθίσαμε εκεί, αμίλητες μέχρι που μας βρήκε το πρωί.
Όταν φτάσαμε στο σπίτι, είχε ξημερώσει για τα καλά. Κρατούσα ακόμη στα χέρια μου τα ματωμένα κουρέλια που είχα πάρει από τη σπηλιά. Η Νεφέλη έβαλε ένα ποτό και μου το πρόσφερε. Ένας χείμαρρος από αναπάντητα ερωτήματα κατέκλυζε το μυαλό μου. Κανένα όμως, δεν έφτανε μέχρι το στόμα μου για να ειπωθεί. Από τη μία, η περιέργεια με έτρωγε και από την άλλη, αρνιόμουν κατηγορηματικά να αποδεχτώ αυτό που μου έδειχναν τα γεγονότα.
Όλα φαίνονταν να είναι αληθινά, αλλά πως ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο;! «200 χρόνια είναι πάρα πολλά.» είπα κοιτάζοντας το ποτήρι μου. «Για τους ανθρώπους ναι. Όχι, όμως, για μας!» μου απάντησε με νόημα. Κατεύνασα μονορούφι το ποτό, καίγοντας τα σωθικά μου. Το κεφάλι μου ήταν βαρύ σαν πέτρα και με δυσκολία κράταγα τα μάτια μου ανοιχτά. Δεν μπορούσα να χαλαρώσω με τίποτε.
Ανέβηκα στο δωμάτιο και μπήκα κατευθείαν κάτω από το ντουζ. Άφησα το ζεστό νερό να πέφτει πάνω μου σα βροχή, προσπαθώντας να ηρεμήσω. Το μυαλό μου ήταν τόσο φορτωμένο που, για πρώτη φορά, δεν τον ένοιωσα να έρχεται. Πέρασε τα χέρια του στη μέση μου, σφίγγοντας με πάνω στο γυμνό του σώμα. Το καυτό νερό έτρεχε πάνω του, χωρίς να ζεσταίνει το παγωμένο δέρμα του. Η αγκαλιά του δεν είχε τίποτε το πονηρό. Αντιθέτως, ήταν πολύ τρυφερή. Σχεδόν παρηγορητική.
«Δεν ήταν ανάγκη να το περάσεις αυτό μόνη σου. Έπρεπε να με είχες καλέσει» μου ψιθύρισε. «Ντάρκο!» του είπα νευριασμένα χωρίς να κουνηθώ από τη θέση μου. «Άει στο διάολο!» «Μόνο μαζί σου» σάρκασε και εξαφανίστηκε.
Βγήκα από το μπάνιο την ώρα που η Νεφέλη έμπαινε στο δωμάτιο. Ο Ντάρκο ήταν ξαπλωμένος νωχελικά, στο κρεβάτι περιμένοντάς με. Τον κοίταξε με αποστροφή και ύστερα γύρισε σε μένα. «Που τον βρήκες αυτό το μαλάκα;» είπε χωρίς να κρύβει την αγανάκτησή της. «Στα αζήτητα» της απάντησα και συνέχισα κοιτώντας το Ντάρκο «Θα πας στο διάολο επιτέλους;» «As you wish!» μου απάντησε και εξαφανίστηκε μέσα σε ένα μαύρο σύννεφο καπνού. «Σε πείραξε;» με ρώτησε ανήσυχη. «Πολύ θα το ήθελε» της απάντησα ακόμη νευριασμένη. «Το καλό που του θέλω…! Ξεκουράσου τώρα και τα λέμε αργότερα.» είπε και έφυγε. Ξάπλωσα στο κρεβάτι, αλλά δεν μπορούσα να κοιμηθώ.
Ένιωθα τη παρουσία του Ντάρκο να πλημμυρίζει ακόμη το δωμάτιο, προκαλώντας μου ναυτία… και κάτι άλλο που δεν ήθελα ούτε να το σκέπτομαι εκείνη τη στιγμή. Τελικά σηκώθηκα και πήγα να βρω τη Νεφέλη στο σαλόνι. Είχε έρθει η ώρα για απαντήσεις.
Μας πήρε κάμποση ώρα μέχρι να της εξηγήσω πως γνώρισα το Ντάρκο και τι μου είχε συμβεί τον τελευταίο καιρό γενικά. Και εκείνη με τη σειρά της, μου αποκάλυψε τα πραγματικά γεγονότα που οδήγησαν στο μακελειό. Αυτό που είχε φέρει κοντά τις τέσσερις οικογένειες δεν ήταν η επαγγελματική αποκατάσταση, όπως μου είχε πει αρχικά, αλλά η μαγεία.
Ένα άτομο από κάθε οικογένεια γεννιόταν με τη δύναμη να ελέγχει ένα από τα στοιχεία της φύσης. Για τους Lebrun ήταν ο αέρας, οι De Fuego ήλεγχαν τη φωτιά, ο Βελλής το νερό και οι Madvell τη γη. Δουλειά τους ήταν να φροντίζουν αυτές οι δυνάμεις να βρίσκονται πάντα σε ισορροπία μεταξύ τους. Οι δυνάμεις αυτές, πέρναγαν από γονιό σε παιδί, που σήμαινε πως αν γεννιόταν ένα παιδί από την ένωση δύο εξ αυτών, τότε θα είχε τις δυνάμεις και των δύο, κάτι που, πίστευαν, πως θα απειλούσε την ισορροπία των στοιχείων. Εξού και οι αντίρρηση των τεσσάρων οικογενειών να παντρευτούν τα παιδιά τους, τα οποία, παρεμπιπτόντως ήταν εκείνα στα οποία είχε περάσει η μαγεία. Όταν, την αποφράδα εκείνη ημέρα, οι τέσσερις γονείς επισκεφτήκαν τα, από τριακονταετίας, εξαφανισμένα παιδιά τους έμαθαν ότι, όχι απλώς είχε γίνει πραγματικότητα αυτό που φοβόντουσαν, αλλά και ότι η κατάσταση είχε γίνει ακόμη χειρότερη, με την έλευση ενός νέου μέλους, που είχε τις δυνάμεις και των τεσσάρων. Αυτό ήταν που τους οδήγησε να διαπράξουν το αποτρόπαιο έγκλημά τους, στην προσπάθεια τους να διασφαλίσουν την ισορροπία.
«Αυτό το παιδί, Βικτώρια, είσαι εσύ». «Αποκλείεται. Αυτό το παιδί γεννήθηκε 200 χρόνια πριν από μένα. Εγώ… έχω γονείς» της είπα νευριασμένη. «Κι όμως γίνεται. Άσε με να τελειώσω.» Η ιστορία δεν τελείωνε εκεί. Όπως αποδείχτηκε αργότερα, όχι απλώς δεν διαταράχθηκε η ισορροπία, άλλα και τα ίδια τα στοιχεία ήθελαν αυτή την ένωση και γι’ αυτό προσπάθησαν να προστατέψουν το μωρό, καλύπτοντάς το με το κρυστάλλινο κάλυμμα. Επειδή, όμως, είχαν ήδη προλάβει να κάνουν τόσους φόνους, άνευ λόγου, τους τιμώρησαν ρίχνοντας μία κατάρα πάνω τους, που κρατάει ακόμη και σήμερα. Αυτή η κατάρα έκανε όσους γεννιόντουσαν με τη μαγεία να χάνουν σιγά σιγά όλες τους τις δυνάμεις, αφήνοντάς τους ανυπεράσπιστους. Ο μοναδικός τρόπος για να λυθεί, ήταν το παιδί αυτό να βρέξει με το αίμα του το κρυστάλλινο κάλυμμα ώστε να διαλυθεί.
«Πράγμα, φυσικά, αδύνατο αφού και εσύ ήσουν εγκλωβισμένη εκεί». «Δεν είμαι εγώ αυτό το παιδί!» βρυχήθηκα για ακόμη μία φορά. «Και τότε πως εξηγείς το ότι ο κρύσταλλος έσπασε μόνο αφού ήρθε σε επαφή με το αίμα σου; Ή νομίζεις πως δεν είχαμε ξαναδοκιμάσει χωρίς αποτέλεσμα; Και εκτός αυτού, είδες εσύ κάνα μωρό εκεί μέσα;» Τη κοίταξα σαστισμένη. Δεν λέω… είχαν μία λογική τα λόγια της, αλλά… «ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ!!!» ξαναφώναξα χτυπώντας το χέρι μου στο τραπέζι.
Πήγα στο μπαρ και έβαλα μια γερή δόση ουίσκι την οποία και κατέβασα μονορούφι. «Πρώτον, μη με τσαντίζεις. Δεύτερον, μη χτυπάς το τραπέζι, είναι αντίκα. Και τρίτον, είτε σ’ αρέσει, είτε όχι εσύ είσαι και θα στο αποδείξω σύντομα!» Η κουβέντα τελείωσε εκεί. Ξεκίνησα για το δωμάτιό μου ακόμη νευριασμένη, αλλά αντί να ανοίξω τη δικιά μου πόρτα, άνοιξα κατά λάθος τη διπλανή και βρέθηκα στο παιδικό υπνοδωμάτιο.
Το μέρος ήταν πεντακάθαρο σαν να μην είχε περάσει ούτε μία μέρα, πόσο μάλλον 200 χρόνια. Τώρα ένιωθα πραγματικά σαν να ήμουν σπίτι μου. Αν ήμουν εγώ εκείνο το παιδί, πως κατάφερα να απελευθερωθώ 2 αιώνες αργότερα και πως είχα καταλήξει στην Αθήνα με τους τωρινούς μου γονείς; «Ωραία γενέθλια!» μουρμούρισα και έκανα να βγω από το δωμάτιο, όταν μία λάμψη έπιασε το μάτι μου. Πάνω στο μαξιλάρι της κούνιας, είχε εμφανιστεί ένα ασημένιο περιδέραιο και δίπλα του ένα χαρτί που έγραφε: «That’s your birthday present from your grandparents!». Το πήρα στα χέρια μου και γύρισα στο δωμάτιό μου.
Οι υπόλοιπες μέρες πέρασαν με εμένα να προσπαθώ να γράψω τα δυο άρθρα που μου είχαν ζητηθεί, να επισκέπτομαι τον εκδοτικό οίκο και τη Νεφέλη να προσπαθεί να με πείσει να αποδεχτώ την αλήθεια… ευτυχώς, χωρίς να γίνεται φορτική. Και έτσι φτάσαμε στην ημέρα που οι διακοπές μου… αν μπορούσες να τις πεις αυτές διακοπές δηλαδή… έφτασαν στο τέλος τους. Με τη Νεφέλη είχαμε έρθει πάρα πολύ κοντά και αν λυπόμουν για κάτι, ήταν που θα αργούσα να την ξαναδώ. Δυο βδομάδες τώρα είχα συνηθίσει να μένουμε μαζί και δεν μου άρεσε η ιδέα ότι θα γύριζα στο σπίτι της μάνας μου. Έβαλα τα πράγματά μου στο αυτοκίνητο περιμένοντάς την για να τη χαιρετήσω, όταν ξαφνικά εμφανίστηκε στην είσοδο με μια βαλίτσα στο χέρι. «Έτοιμη να φύγουμε;» με ρώτησε, αφήνοντάς με να τη κοιτάζω αποσβολωμένη. «Τα υπόλοιπα θα μου τα στείλουν όταν βρούμε σπίτι».
διαβάστε το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο μέρος της σειράς Ονειρικός Επισκέπτης.
* σημείωση: η εικόνα ανοίγματος του παρόντος άρθρου είναι δημιουργία του Nebulan.
________________________________