Διαβάζω Το σπιτι από τα Fantasy Archives της Fantasy Gate! Bookmark and Share


από Νίκη Στέρπη (Queen Lilith)


Ονειρικός Επισκέπτης
Επεισόδιο 1: Το σπίτι

Έξω ο αέρας λύσσαγε, η υγρασία είχε ανέβει κατακόρυφα και οι αστραπές διαγράφονταν απειλητικές στον ορίζοντα. Άναψα το καλοριφέρ και πήγα να ρίξω μια ματιά στο παιδί. «Κοιμάται το μωρό μου.» Τον σκέπασα και του έδωσα ένα φιλάκι. «Σ’ αγαπάω καρδούλα μου!» ψιθύρισα στ’ αυτί του. «Κι εγώ μανούλα» μου απάντησε στον ύπνο του και γύρισε πλευρό. Πήγα να τσεκάρω και τον άντρα μου. «Κι άλλος μπέμπης από εδώ!» είχε ξεσκεπαστεί τελείως. Γύρισα στον υπολογιστή, αφού σκέπασα κι εκείνον. «Επιτέλους λίγη ησυχία. Καιρός να ασχοληθώ και με τη δουλειά μου. Έχω και μια προθεσμία να τηρήσω.» Δε με έβλεπα όμως να κάθομαι για πολύ ακόμα. Ήταν ήδη 12:30 και ήμουν πτώμα. Εκείνη η μέρα ήταν εξουθενωτική.

Άνοιξα τα site που είχα αποθηκεύσει την προηγούμενη μέρα και άρχισα να διαβάζω. Έξω ο αέρας δυνάμωνε και οι κεραυνοί ακούγονταν όλο ένα και πιο κοντά. Ένας κρύος αέρας άγγιξε το σβέρκο μου σα να με χάιδευε ένα παγωμένο χέρι. Γύρισα και κοίταξα πίσω μου. Τα παράθυρα ήταν κλειστά. «Από πού ήρθε αυτό το ρεύμα;» Δεν έδωσα πολύ σημασία και συνέχισα να διαβάζω. Δε θα ‘χε περάσει μισή ώρα όταν ξαφνικά έπεσε το ηλεκτρικό. «Έλεος!!! Βρήκε την ώρα» σκέφτηκα αγανακτισμένη. Ευτυχώς είχα πολλά κεριά στο σπίτι. Πήρα τον αναπτήρα και πήγα ν’ ανάψω ένα. Μόλις όμως το άναψα, έσβησε αμέσως. «Ααα, δεν πάμε καλά!» ξανάναψα το κερί αλλά έσβησε και πάλι. Έκανα και μία τρίτη προσπάθεια και ευτυχώς, αυτή τη φορά, έμεινε αναμμένο. Κοίταξα τον πίνακα και όλες οι ασφάλειες ήταν εντάξει. Ξεκλείδωσα την πόρτα και βγήκα έξω να δω τα φώτα του δρόμου, αλλά κι αυτά ήταν σβηστά. «Πάλι διακοπή ρεύματος έχουμε. Ποιος ξέρει πόσο θα κρατήσει αυτή τη φορά» σκέφτηκα και ξαναμπήκα μέσα.

Έστριψα ένα τσιγάρο και την άραξα στον καναπέ. Ευτυχώς το κινητό μου ήταν καλά φορτισμένο και έτσι μπορούσα να ακούσω και λίγη μουσική. Προσπάθησα να χαλαρώσω, όμως ένα ακαθόριστο συναίσθημα ανησυχίας πλανιόταν στον αέρα και δε μ’ άφηνε να ηρεμίσω. «Βικτώρια χαλάρωσε…» είπα μέσα μου. Στο μυαλό μου ξανάρθαν οι σκηνές πανικού από το σεισμό της προηγούμενης Πέμπτης. Δεν ήταν μεγάλος σε ένταση. Το μόνο σπίτι που είχε υποστεί ζημιές ήταν το παλιό αρχοντικό, αλλά ήταν εγκαταλελειμμένο πάνω από μισό αιώνα. Ευτυχώς εγώ και το παιδί γυρνάγαμε απ’ το προνήπιο, αλλά ο μικρός κατατρόμαξε γιατί, για κακή μας τύχη, έτυχε να περνάμε μπροστά από το αρχοντικό εκείνη την ώρα και φοβήθηκε το σύννεφο σκόνης που μας τύλιξε, όταν ένα από τα μπαλκόνια γκρεμίστηκε από τον σεισμό. Έκανα αμάν να τον συνεφέρω.

Έχουν ακουστεί πολλές ιστορίες για το παλιό αρχοντικό και οι κάτοικοι της περιοχής αποφεύγουν να περνάνε από εκείνον το δρόμο μόλις νυχτώσει. Εκεί ζούσε ένας πλούσιος γαιοκτήμονας με τη σύζυγο του και τη κόρη του. Η γυναίκα του, λέγετε, πως ήταν από τις πιο όμορφες κοπέλες στη περιοχής και ότι αγαπούσε παρά πολύ τον άντρα της και το παιδί της. Ώσπου μια μέρα ήρθε η καταστροφή. Ο σύζυγος είχε βρεθεί νεκρός στο υπόγειο του σπιτιού με μια σφαίρα καρφωμένη στο κεφάλι του και η γυναίκα και το παιδί είχαν εξαφανιστεί. Λέγετε πως είχε γνωρίσει έναν άλλον άντρα και πως είχε κλεφτεί μαζί του, παίρνοντας και το παιδί, βάζοντας τον όμως πρώτα να σκοτώσει τον άντρα της. Εγώ πάλι δεν ήμουν και τόσο σίγουρη για όλες αυτές τις φήμες. Πιο πιθανό μου φαινόταν να ήταν στοιχειωμένο, όπως νομίζουν μερικοί –αν και προσωπικά δεν πιστεύω στα φαντάσματα– παρά να είχε συμβεί κάτι σαν κι αυτό.

Το κερί έσβησε πάλι, διακόπτοντας τις σκέψεις μου. Έκανα να το ανάψω όταν παρατήρησα μία γαλάζια λάμψη ακριβώς μπροστά μου. Έτριψα τα μάτια μου απορημένη, αλλά όταν τα ξανάνοιξα, έκπληκτη παρατήρησα ότι αντί να εξαφανιστεί, μεγάλωνε σε ένταση και σε μέγεθος. Το φως της γαλάζιας λάμψης έλουζε όλο το δωμάτιο και έπιασα τον εαυτό μου να θαυμάζει τις εναλλαγές των αποχρώσεων της. Είχα μείνει να κοιτάζω άναυδη. Το γαλάζιο φως ήταν τόσο οικείο που δε μου προκαλούσε φόβο, αντιθέτως με έκανε να νιώσω περιέργως ευδιάθετη. Η λάμψη άρχισε να παίρνει σχήμα και να μεταμορφώνεται σε ένα μικρό κορίτσι, του οποίου τα χαρακτηριστικά δεν ήταν ευδιάκριτα. Το κοριτσάκι έμοιαζε σαν κάτι να προσπαθούσε να μου πει. Έβλεπα το στόμα της να ανοιγοκλείνει, αλλά δεν μπορούσα να ακούσω τίποτε.

Ξαφνικά ένα κουδουνάκι χτύπησε μέσα μου και η λογική ξαναβρήκε το δρόμο προς το μουδιασμένο μου μυαλό. Έκλεισα τα μάτια και τίναξα απότομα το κεφάλι μου. Όταν ξανακοίταξα όλα είχαν επανέλθει στο φυσιολογικό. Εγώ καθόμουν ακόμη στο καναπέ, το τσιγάρο ευτυχώς είχε σβήσει μόνο του στο χέρι μου, το κινητό έπαιζε ακόμα μουσική και το ρεύμα εξακολουθούσε να είναι κομμένο. Εντάξει, σχεδόν όλα. Το κερί ήταν σβηστό. «Μάλλον με πήρε ο ύπνος» σκέφτηκα. Δεν μπορούσα όμως να ξεκολλήσω το μυαλό μου από τη γαλάζια οπτασία. «Ένα ντους ίσως βοηθήσει. Ευτυχώς που είχα ανάψει το θερμοσίφωνα.» Μπήκα στο μπάνιο και άφησα το ζεστό νερό να τρέχει πάνω στα μαλλιά μου και στο σώμα μου. Όταν βγήκα αισθανόμουν αναζωογονημένη και ήρεμη. Έβαλα το νυχτικό μου και κάθισα να στεγνώσουν λίγο τα μαλλιά μου πριν πάω να ξαπλώσω.

Και εκεί που νόμιζα ότι όλα ήταν μια χαρά, το δωμάτιο πάγωσε τόσο, που μπορούσα να δω την ανάσα μου και η γαλάζια λάμψη άρχισε να ξανασχηματίζεται. Αυτή τη φορά όμως ήμουν σίγουρη ότι δεν κοιμόμουν και όσο και να τίναζα το κεφάλι μου και να έτριβα τα μάτια μου το φως δεν εξαφανιζόταν. Το κοριτσάκι έκανε να μιλήσει αλλά σταμάτησε απότομα. Τότε σήκωσε το χέρι της και μου έκανε νόημα να την ακολουθήσω. Πέρασε μέσα από την πόρτα και βγήκε έξω. Ξεκλείδωσα τη πόρτα και έκανα να την ακολουθήσω, αλλά το κρύο με σταμάτησε απότομα. Γύρισα μέσα και ντύθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, ελπίζοντας ότι η οπτασία δε θα είχε εξαφανιστεί. Έβαλα τα αθλητικά μου, πήρα το φακό από το συρτάρι, έβαλα το μπουφάν μου και πετάχτηκα έξω.

Το κοριτσάκι ήταν ακόμη εκεί και με περίμενε, κάπως ενοχλημένο, οφείλω να ομολογήσω. Μου έκανε πάλι νόημα να το ακολουθήσω. Αν με έβλεπε κανείς να γυρίζω έξω μόνη μου στις 3 τα χαράματα θα με πέρναγε σίγουρα για τρελή. Το παιδί όμως με οδηγούσε στο δρόμο που δεν πάταγε κανείς. Γνώριζα εξ αρχής πού με πήγαινε και είχα αποφασίσει, συνειδητά πλέον, να το φτάσω μέχρι τέρμα. Πάντα κάτι δεν μου κόλλαγε στις ιστορίες που έζωναν το παλιό αρχοντικό, όμως δεν είχα δώσει ιδιαίτερη σημασία, μέχρι και πριν ένα μήνα. Τότε είχα πεταχτεί από τον ύπνο μου κατατρομαγμένη, λουσμένη στον ιδρώτα και με την καρδιά μου να χτυπά πιο δυνατά κι από καμπάνα. Το μόνο που θυμόμουν ήταν εμένα να βρίσκομαι σε κάποιο από εκείνα τα μισογκρεμισμένα δωμάτια του αρχοντικού, να κοιτάζω ψηλά με την ανάσα κομμένη και τα πόδια μου σχεδόν ριζωμένα στο πάτωμα. Το επόμενο πρωί κιόλας άρχισα να ψάχνω περισσότερο το θέμα. Ψάξιμο στο ψάξιμο κατάφερα να μάθω ότι ο γαιοκτήμονας είχε και ένα μεγαλύτερο αδερφό. Τα δύο αδέρφια είχαν πάει για κυνήγι, όταν η καραμπίνα του μεγαλύτερου εκπυρσοκρότησε, τραυματίζοντας τον θανάσιμα. Λεγόταν ότι πέθανε στα χέρια του μικρότερου και ότι αμέσως μετά παντρεύτηκε την αρραβωνιαστικιά του αποθανόντα, γιατί ήταν έγκυος με το παιδί του αδερφού του. Φυσικά δεν μπορούσα να επιβεβαιώσω τίποτε ως τη στιγμή που έπεσα πάνω σε μια γριά κάπου στα 90 που ισχυριζόταν ότι η μητέρα της δούλευε ως παραδουλεύτρα για την οικογένεια εκείνη.

«Μην τους ακούς κόρη μου» μου είχε πει. «Ο κόσμος είναι κακός και λέει πολλά. Η κυρία Ισμήνη δε θα έφευγε ποτέ από κοντά του. Η κυρία ήταν πολύ καλή και τίμια γυναίκα, αλλά ο κύριος Αντώνης δεν ήταν καλά. Έλεγε συνέχεια ότι ο αδερφός του είχε γυρίσει από τον τάφο για εκείνη» σε εκείνο το σημείο είχε σταματήσει να μιλάει και δεν ήθελε να συνεχίσει. Τελικά μου είπε τα τελευταία της λόγια: «μη ψάχνεις για απαντήσεις παιδί μου. Όταν θα έρθει η ώρα θα έρθουν οι απαντήσεις σε σένα.» Μετά από λίγες μέρες πέθανε ξαφνικά στον ύπνο της.

Όλες αυτές οι εικόνες τριβέλιζαν τώρα το μυαλό μου. Ίσως τελικά να μην ήταν και τόσο καλή ιδέα να ακολουθήσω την οπτασία. Ίσως έπρεπε να φύγω τρέχοντας και να γυρίσω πίσω. Η περιέργεια όμως δε με άφηνε να κάνω ούτε μισό βήμα υποχώρησης. Είχαμε φτάσει στον προορισμό μας. Το κοριτσάκι μπήκε μέσα, αλλά εγώ είχα παγώσει. «Θεέ μου» είπα μέσα μου. Τόσες φορές έχω περάσει από εδώ και όμως ακόμα δεν το έχω συνηθίσει. Εξακολουθεί να μου προκαλεί την ίδια ανατριχίλα όπως και την πρώτη φορά που το είδα. Και τώρα ορθωνόταν μπροστά μου μέσα από τα σκοτάδια απειλητικό, σχεδόν ζωντανό, έτοιμο να με καταπιεί.

Στεκόμουν, εκεί, ακίνητη και το κοίταζα. Η αδρεναλίνη έρεε άφθονη στο αίμα μου. Το κοριτσάκι βγήκε έξω και με κοίταξε, όμως αυτήν τη φορά δεν ήταν θυμωμένο που το είχα αφήσει να με περιμένει πάλι. Φαινόταν να καταλάβανε πώς ένιωθα. Κάθισε στο κεφαλόσκαλο και με περίμενε υπομονετικά. Δεν ήξερα τι να κάνω. Από τη μία ήθελα να φύγω τρέχοντας. Από την άλλη ήταν η γαλάζια οπτασία, που τα μάτια της σχεδόν με ικέτευαν να την ακολουθήσω. «Πώς μπορούσα να αγνοήσω ένα παιδί;»

Έψαχνα τρόπους να δικαιολογήσω την παράλογη επιθυμία μου να μπω μέσα σε ένα ετοιμόρροπο σπίτι, μόνο και μόνο επειδή μου το ζήταγε ένα ημιδιάφανο πλάσμα, του οποίου την ύπαρξη εξακολουθούσε να αρνείται κατηγορηματικά το μυαλό μου. Η κατάρα του κοριτσιού ήταν να περπατάει ανάμεσα στους ζωντανούς. Η δική μου κατάρα ήταν η περιέργειά μου, την οποία αδυνατούσα να αγνοήσω και που αυτήν τη φορά είχε υπερβεί κάθε όριο. Στο κεφάλι μου η λογική ούρλιαζε να φύγω, όμως την απόφασή μου την είχα πάρει πολύ πριν βρεθώ μπροστά στο σπίτι∙ θα έμπαινα μέσα κι ο Θεός βοηθός.

Ο χρόνος είχε δείξει για μια ακόμη φορά πόσο αδίστακτος είναι, ξεσπώντας όλη τη μανία του πάνω σε τούτο το σπίτι. Έσπρωξα τη σαπισμένη, ξύλινη πόρτα κι εκείνη υποχώρησε με ένα τσιριχτό και μακρόσυρτο επιφώνημα. Το εσωτερικό του σπιτιού ήταν χειρότερο από ότι φανταζόμουν. Δεν ήξερα τι έπρεπε να φοβάμαι περισσότερο εδώ μέσα∙ το υπερφυσικό στοιχείο της υπόθεσης ή το να με βρουν θαμμένη κάτω από τόνους συντρίμμια; Τα δεδομένα ήταν πολλά για να τα επεξεργαστώ ταυτόχρονα. Προς το παρόν προείχε η γαλάζια οπτασία ή, μάλλον, για να το θέσω καλύτερα, η περιέργεια μου. Το κοριτσάκι αιωρούταν πάνω από μια στοίβα διαλυμένα κεραμίδια, δείχνοντας μου με το χέρι της το δωμάτιο που κάποτε –ίσως– ήταν η κουζίνα. Φώτισα το δωμάτιο με το φακό. «Πρέπει να προσέχω που πατάω.» Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη φράση μου και μια ξύλινη σανίδα υποχώρησε κάτω απ’ το πόδι μου. «Τι θέλω και μιλάω;!» Ευτυχώς τα αντανακλαστικά μου δούλεψαν καλά και τραβήχτηκα πριν προλάβει να γίνει τίποτε χειρότερο. «Κάτι μου λέει πως τα χειρότερα έπονται» σκέφτηκα και προφανώς δεν είχα άδικο.

Στη κουζίνα, το παιδί, μου έδειξε τη πόρτα προς το κελάρι. Εκεί, δηλαδή, που είχαν βρει νεκρό τον πατέρα της. Πάτησα το πρώτο σκαλί και εκείνο έτριξε δυσανασχετώντας. Ύστερα το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο... και όλα έκανα τον ίδιο τρομαχτικό θόρυβο. Μου φάνηκε ότι έκανα ώρες να κατέβω εκείνη τη σκάλα. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει από τον φόβο και την αγωνία. «Τι θέλω και μπλέκομαι;» αναρωτήθηκα, αλλά ήταν πολύ αργά. Κοντοστάθηκα στο τελευταίο σκαλοπάτι. Ο αέρας είχε κοπάσει. Κάθε ίχνος θορύβου είχε χαθεί. Ήταν λες και βρισκόμουν στο μάτι του κυκλώνα και από λεπτό σε λεπτό θα με έβρισκε η καταστροφική μανία του στρόβιλου. Πήρα μια βαθιά ανάσα και κατέβηκα αργά από το σκαλί.

Το δωμάτιο ήταν πιο κρύο, αλλά μάλλον έφταιγε το ότι ήταν υπόγειο. Κοίταξα γύρω μου. Αυτό το μέρος είχε κάτι το απόκοσμο. Αισθανόμουν να κατακλύζομαι από διάφορα και περίεργα συναισθήματα που θα έπαιρνα όρκο πως δεν ήταν δικά μου. Παρατήρησα πως η γαλάζια οπτασία μου έδειχνε προς ένα σημείο στο πάτωμα. Εκεί υπήρχε μία βαθειά ρωγμή, που είχε γίνει μάλλον από το σεισμό και μέσα της ξεχώριζε ένα άσπρο αντικείμενο. Ανασήκωσα τη σπασμένη πλάκα που βρισκόταν πάνω απ’ τη ρωγμή. Πετάχτηκα πίσω με την ψυχή στο στόμα. Το θέαμα ήταν… ακόμη και τώρα δεν μπορώ να βρω λέξη να το περιγράψω. Κάτω από την πλάκα ήταν μισοθαμμένο ένα ανθρώπινο κρανίο. Στεκόμουν και το κοίταζα άναυδη με την πλάτη κολλημένη στο τοίχο, μέχρι τη στιγμή που ένα γαργάλημα στο χέρι με έκανε να πεταχτώ μέχρι το ταβάνι. Τελικά φοβόμουν τα ζωύφια περισσότερο απ’ ό,τι νόμιζα. Το κοριτσάκι βλέποντάς με είχε λυθεί στα γέλια. Όχι για πολύ όμως. Όταν πήγα να πιάσω το φακό μου από κάτω, εκείνο πετάχτηκε μπροστά μου, δείχνοντας μου επιτακτικά το ίδιο σημείο. Είχα αρχίσει να μπαίνω στο νόημα. Το κρανίο που είχα μόλις αποκαλύψει ήταν πολύ μεγάλο για να ανήκει σε μικρό παιδί.

Το δωμάτιο γινόταν όλο και πιο κρύο. Πλησίασα επιφυλακτικά τη ρωγμή. Το πάτωμα ήταν τελείως ξεχαρβαλωμένο. Πήγα να σηκώσω την πλάκα που βρισκόταν δεξιά από το κρανίο, αλλά το κοριτσάκι κούνησε αρνητικά το κεφάλι και μου συνέστησε την απέναντι πλάκα. Ήλπιζα μετά απ’ αυτό να μπορούσα να φύγω. Δεν αρέσει στους νεκρούς να τους ενοχλούν. Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι εγώ και η γαλάζια οπτασία δεν ήμασταν οι μόνες παρουσίες σ’ εκείνο το μέρος. Υπήρχε και κάτι άλλο πιο απειλητικό εκεί κάτω.

Σήκωσα την πλάκα και την πέταξα στο πλάι. Από κάτω της κρυβόταν ένα μικρότερο κρανίο, που σίγουρα ανήκε σε παιδί. Κοίταξα το κορίτσι. Η παιδική αφέλεια, που είχαν τα μάτια της, είχε δώσει τη θέση της στη θλίψη. Κρυστάλλινα δάκρια κύλαγαν στα χλομά μαγουλά της. Ένιωσα τον πόνο της, βαθειά μέσα στην ψυχή μου. Ήθελα να την πάρω αγκαλιά και να την παρηγορήσω, όμως ήξερα ότι αυτό ήταν αδύνατον. Εκείνη, λες και καταλάβανε, μου χάρισε ένα θλιμμένο χαμόγελο κι ύστερα πήγε και κάθισε δίπλα στον ενήλικο σκελετό που πιθανότατα ήταν η μαμά της. Ψέλλισα μια προσευχή κάνοντας το σταυρό μου και μετά κάθισα κι εγώ δίπλα της, μη μπορώντας να κάνω τίποτε άλλο.

Ξαφνικά, ένας μεταλλικός θόρυβος ακούστηκε από πάνω μου. Το παιδί γύρισε και με κοίταξε με τα μάτια γουρλωμένα και κατατρομαγμένα. Πετάχτηκα όρθια και κοίταξα προς το μέρος του θορύβου. Έκπληκτη, είδα μια μυτερή, σιδερένια ράβδο να κρέμεται από το πουθενά και να με σημαδεύει. Τα έχασα. Το κοριτσάκι κάτι προσπαθούσε να μου πει φωνάζοντας, αλλά εγώ ακόμα δεν μπορούσα να το ακούσω. Και τότε θυμήθηκα. Θυμήθηκα τι ακριβώς είχα δει σ’ εκείνον τον απαίσιο εφιάλτη πριν ένα μήνα. Οι σκηνές του ονείρου περνούσαν μπροστά από τα μάτια μου σαν ταινία. Βρισκόμουν στο ίδιο ακριβώς σημείο που ήμουν και τώρα και κοίταζα την ίδια ακριβώς μεταλλική ράβδο που έβλεπα μπροστά μου, μόνο που τώρα έμοιαζε πιο αληθινή. Η ράβδος άρχισε να κινείται προς το μέρος μου, όμως εγώ εξακολουθούσα να είμαι κοκαλωμένη στο ίδιο σημείο, ανήμπορη να αντιδράσω. «Ξύπνα Βικτώρια!» βρήκα, ξαφνικά, το κουράγιο να φωνάξω στον εαυτό μου, καταφέρνοντας να συνέλθω και να πέσω κάτω, κυριολεκτικά τη τελευταία στιγμή. Ένας οξύς πόνος διαπέρασε το κεφάλι μου.

Κάποιος δε χαιρόταν καθόλου με την παρουσία μου εκεί, αλλά δεν είχα σκοπό να κάτσω να μάθω το γιατί. Βούτηξα το φακό μου κι έτρεξα στη σκάλα. Πίσω μου άκουγα έναν ήχο βημάτων να με ακολουθεί. Σκαρφάλωνα τα σκαλιά με κομμένη την ανάσα, όμως στο τελευταίο σκαλί σταμάτησα απότομα. Μπροστά μου βρισκόταν ένας ημιδιαφανής άντρας. Τα βήματα που άκουγα πίσω μου σταμάτησαν. Ένιωσα ένα αίσθημα πανικού να πλανιέται στον αέρα. Κι όμως, εκείνος ο άντρας δε μου προκαλούσε κανένα φόβο. Αντιθέτως μάλιστα, εκείνος με κοίταζε όλο στωικότητα, χαμογελώντας μου. Σήκωσε το χέρι του και το πλησίασε στα μαλλιά μου. Ένιωσα ένα γλυκό, παγωμένο αεράκι να με χαϊδεύει στοργικά. Ήταν αφύσικο, όμως η αίσθηση ήταν υπέροχη. Και τότε ξανάρχισαν τα βήματα. «Μη φοβάσαι» μου είπε ο άντρας, μιλώντας κατευθείαν στη σκέψη μου «Τώρα είμαι εγώ εδώ» συμπλήρωσε και μου έδειξε την έξοδο, κάνοντάς μου χώρο να περάσω. Τον κοίταξα απορημένη για μια στιγμή και ύστερα το έβαλα στα πόδια.

Όταν ήμουν πλέον έξω στο δρόμο, ασφαλής, κοντοστάθηκα να πάρω μιαν ανάσα. Γύρισα να ρίξω μια τελευταία ματιά στο αρχοντικό. Στην εξώπορτα στεκόταν το κοριτσάκι και με χαιρετούσε. Ακούστηκαν δύο κεραυνοί, ο ένας μετά τον άλλον και η μπόρα ξέσπασε απότομα. Γύρισα όσο πιο γρήγορα μπορούσα σπίτι μου, όμως μέχρι να φτάσω είχα γίνει μούσκεμα. Έβαλα λίγο κονιάκ σε ένα ποτήρι και το κατέβασα μονορούφι. Μπορεί να μην πίνω, όμως εκείνη τη στιγμή ήταν απαραίτητο. Ήθελα να ξυπνήσω τον άντρα μου και να του πω όλα όσα είχαν συμβεί πριν από λίγο αλλά δε θα με πίστευε. Η ιστορία ήταν τόσο απίθανη που ακόμα κι εγώ η ίδια δυσκολευόμουν να τη χωνέψω.

Το ποτό είχε αφήσει μια περίεργη, μεταλλική γεύση στο στόμα μου. Πήγα στο μπάνιο και κοιτάχτηκα στο καθρέφτη. Αίμα έτρεχε από το κεφάλι μου. Μέσα στο πανικό μου είχα ξεχάσει τον οξύ πόνο που είχα νιώσει στο κελάρι, όταν μου είχε «επιτεθεί» εκείνο το σίδερο. Τώρα, όμως, είχε αρχίσει να με τσούζει πολύ. Ευτυχώς το τραύμα ήταν μέσα στα μαλλιά μου και έτσι κανείς δε θα το πρόσεχε. Περιποιήθηκα την πληγή μου, έβαλα το νυχτικό μου και περίμενα να ξημερώσει. Μόλις χάραξε για τα καλά, πήρα τηλέφωνο στην αστυνομία. «Στο υπόγειο του παλιού αρχοντικού θα βρείτε δύο σκελετούς, που ξέθαψε ο σεισμός» τους είπα και το έκλεισα. Ετοίμασα το παιδί να το πάω στο σχολείο του. Ο μικρός δεν ήθελε να περάσουμε από το δρόμο που βρισκόταν εκείνο το σπίτι, εγώ όμως ήθελα να μάθω τι έγινε και αυτό γιατί δεν περίμενα να με έχουν πάρει στα σοβαρά. Κι όμως, είχαν έρθει ένα σωρό αστυνομικοί.

Δύο μέρες αργότερα έτυχε να πέσει στα χέρια μου η τοπική εφημερίδα. Στη πρώτη σελίδα είχαν βάλει μια φωτογραφία του αρχοντικού και από κάτω έγραφαν για την ανακάλυψη των δυο σκελετών και ότι τελικά ο δήμαρχος είχε αποφασίσει να το κατεδαφίσει. Επίσης έλεγαν ότι τα κόκαλα μάλλον άνοικαν στη κυρία Ισμήνη και στην κόρη της και ότι υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις ότι είχαν δολοφονηθεί. Το πώς, το γιατί και από ποιον ήταν μυστήριο, το οποίο τελικά παρέμεινε άλυτο, γιατί η αστυνομία αποφάσισε να μην ερευνήσει περισσότερο την υπόθεση.

Έψαξα να βρω τη σελίδα που είχε ολόκληρο το άρθρο. Όταν όμως τη βρήκα, για μία ακόμη φορά πάγωσα. Μαζί με το άρθρο είχαν δημοσιεύσει και φωτογραφίες των δύο αδερφών, του παιδιού και της μητέρας του. Αυτό που με έκανε να τα χάσω όμως, δεν ήταν το ότι ο άνδρας που είχα συναντήσει στη κορυφή της σκάλας ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός, αλλά το ότι η μητέρα του παιδιού ήταν ολόιδια με μένα. Έκλεισα βιαστικά την εφημερίδα. Κανείς ποτέ δεν έμαθε τι μου συνέβη εκείνη τη σκοτεινή βραδιά σε εκείνο το καταραμένο σπίτι και μετά από αυτή τη φωτογραφία δεν υπήρχε ούτε μία περίπτωση να το έλεγα πουθενά.

______________

Διαβάστε το δεύτερο επεισόδιο εδώ,το τρίτο εδώ και το τέταρτο εδώ.

* σημείωση: η εικόνα ανοίγματος του παρόντος άρθρου είναι δημιουργία του DaakSM.

________________________________



    τα έχεις διαβάσει;

Βιβλία Fantasy

Διαβάσαμε & Κρίνουμε
Fantasy Archive

Μουσική Φαντασίας

Ακούσαμε & Προτείνουμε
Fantasy Archive

Visual Art - Ζωγραφική

Είδαμε & Παρουσιάζουμε
Fantasy Archive

Comics - Graphic Novels

Εικόνες & Κείμενα Φαντασίας
Fantasy Archive

Ταινίες & Σειρές Φαντασίας

Εντυπώσεις και Συναισθήματα
Fantasy Archive

Video Games

Η F Γωνιά των Gamers
Fantasy Archive