από Ερρίκο Σμυρναίο
Ο συγκάτοικος
Όταν η Κική, η ανηψιά μου, με κάλεσε να πιούμε ένα καφέ στην τεράστια έπαυλη που μόλις είχε αγοράσει ο άντρας της, ο Αχιλλέας, δέχτηκα την πρόσκλησή της με μισή καρδιά.
Ήξερα πολύ καλά πως θα έπρεπε να υποστώ τις φιλικές επιθέσεις των δύο τεράστιων σκυλιών της καθώς και την εξονοχυστική επιθεώρηση της Μεσαλίνας, της περσικής γάτας που μια φορά κι έναν καιρό είχα κάνει το θανάσιμο λάθος να της αγοράσω, και η οποία πίστευε πως το να τρίβεται στα πόδια μου και να με γεμίζει με τρίχες ήταν κάτι το πάρα πολύ ευχάριστο και διασκεδαστικό.
Ωστόσο δεν υπήρχε περίπτωση ν’ απαντήσω αρνητικά στο κάλεσμά της.
Με την Κική είμαστε πολύ δεμένοι. Ανέκαθεν την έβλεπα σαν την κόρη που δεν αξιώθηκα ποτέ μου ν’ αποκτήσω. Είναι η αγαπημένη μου ανηψιά.
Επιπλέον, είχε περάσει περισσότερο από ένας μήνας από την τελευταία φορά που είχαμε συναντηθεί καθώς ήταν πολύ απασχολημένη με τη διακόσμηση του καινούργιου της σπιτικού για ν’ ασχολείται μαζί μου, τον ιδιότροπο και γκρινιάρη γερο-θείο της.
Οφείλω να σας ομολογήσω πως έτρεφα σοβαρές αμφιβολίες για το αισθητικό αποτέλεσμα των διακοσμητικών της προσπαθειών. Όταν της είχα προτείνει να τη συστήσω σ’ έναν πολύ καλό φίλο μου επαγγελματία που θ’ αναλάμβανε με μεγάλη του χαρά τη διακόσμηση του σπιτιού της, μου είχε απαντήσει πως δεν υπήρχε καμία τέτοια περίπτωση γιατί κατά τη γνώμη της οι περισσότεροι επαγγελματίες αυτού του είδους «είναι ψωνάρες και τυχάρπαστοι και επιπλέον δεν ξέρουν που παν’ τα τέσσερα! Άσε που εγώ ξέρω όσα δεν ξέρουν χίλιοι από δαύτους μαζεμένοι!» Ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός της μου είχε προκαλέσει ένα είδος υπαρξιακής ανατριχίλας.
Εν πάσει περιπτώσει, απάντησα θετικά στην πρόσκληση της παρακινημένος από ένα συναίσθημα αλτρουιστικής αυτοθυσίας στο βωμό της φιλίας και της αμοιβαίας στοργής που μας έδενε. Σαν καλός και στοργικός θείος, έπρεπε να υποστώ τη δοκιμασία που με περίμενε, και μάλιστα χαμογελώντας στωικά.
Πρέπει να σας πω πως ο Αχιλλέας, ο άντρας της Κικής, είναι υψηλόβαθμο στέλεχος κάποιου μεγάλου τηλεοπτικού καναλιού καθώς και μεγαλομέτοχος πολλών κατασκευαστικών εταιριών που έχουν αναλάβει την εκτέλεση πολυδάπανων δημόσιων έργων που χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαική Ένωση. Βγάζει δηλαδή λεφτά με τη σέσουλα.
Επιπλέον, συναναστρέφεται με όλα σχεδόν τα «σελέμπριτις» που κατακλύζουν το δημόσιο βίο της χώρας μας τα τελευταία είκοσι χρόνια, με καρεκλοκένταυρους πολιτικούς, διαπλεκόμενους μεγαλοεκδότες, αιματορουφήχτρες μεγαλογιατρούς, χρηματοθηρικά φωτομοντέλα και αμφιλεγόμενης ποιότητας αστέρια του πεντάγραμμου. Κάθε φορά που συναντιόμαστε η Κική έχει να μου εκμυστηρευτεί ένα σωρό ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες σχετικά με την προσωπική ζωή «κοσμικών» προσώπων για τα οποία διαβάζει κανείς στα περιοδικά και στις εφημερίδες.
Τέλος πάντων, στο θέμα μας τώρα.
Ήταν προχωρημένο απόγευμα όταν πάρκαρα τ’ αμάξι μου στο γκαράζ της έπαυλης της Κικής, κάπου στην Πολιτεία. Μέσα στο πορτοκαλί φως του ήλιου που έδυε, αντίκρυσα ένα διόροφο κτίριο που ήταν βαμμένο ροζ σαν φρεσκοψαρεμένος σολωμός. Είχε τεράστιες τζαμαρίες και βεράντες και περιβαλλόταν από έναν αχανή κήπο που περιείχε δύο πισίνες, ένα γήπεδο του τένις και ένα μικρό παρεκκλήσι!
Η Κική με περίμενε στην εξώπορτα μαζί με τα δυο σκυλιά της που με κοίταζαν επιφυλακτικά, με τις γλώσσες τους να κρέμονται άτονα σαν τηγανισμένες μελιτζάνες. Το ύφος τους ήταν τόσο εχθρικό που θα ‘λεγε κανείς πως στο μέτωπό μου είχα γράψει τη φράση «ΕΙΜΑΙ ΑΛΛΟΔΑΠΟΣ ΔΙΑΡΡΗΚΤΗΣ ΚΑΙ ΗΡΘΑ ΝΑ ΣΚΟΤΩΣΩ ΤΗΝ ΚΥΡΑ ΣΑΣ». Ευτυχώς δηλαδή που η Κική τα κρατούσε δεμένα με δυο χοντρά λουριά και έτσι μπόρεσα να την πλησιάσω, να την ασπαστώ και να της δώσω τα εθιμοτυπικά σοκολατάκια που είχα φέρει μαζί μου χωρίς να σημειωθούν τίποτα δραματικά έκτροπα.Στη συνέχεια η ανηψιά μου με πιλοτάρησε στο εσωτερικό του σπιτιού ενώ ένας χείμαρρος χαρούμενης φλυαρίας ξεχύνονταν απ’ το στόμα της. Άρχισα να δίνω μονολεκτικές απαντήσεις στα περισσότερα σχόλιά της προσπαθώντας ταυτόχρονα να διατηρώ την ισορροπία μου καθώς η Κική είχε τοποθετήσει τις ζεστές και παχουλές παλάμες των χεριών της πάνω στα μάτια μου ενώ τα σκυλιά της προσπαθούσαν συστηματικά να μου βάλουν τρικλοποδιά. Σαν να μην ήταν όλα αυτά από μόνα τους αρκετά, είχα ν’ αντιμετωπίσω και την Μεσαλίνα, την περσική γάτα της που σας έχω ήδη αναφέρει, η οποία τρίβονταν πάνω στα πόδια μου γεμίζοντάς τα όπως πάντα με τρίχες.
Τελικά, από καθαρή τύχη κυρίως, κατάφερα να προσγειωθώ σε κάποιον καναπέ χωρίς να φάω τα μούτρα μου, προς μεγάλη απογοήτευση των σκυλιών και της γάτας που με πολιορκούσαν ασφυκτικά. Μπόρεσα επίσης ν’ ανοίξω τα μάτια μου μια και η Κική αποτράβηξε επιτέλους τα χέρια της από το πρόσωπό μου αφήνοντας πάνω του μια έντονη οσμή κρέμας χεριών και φρέσκου βερνικιού για τα νύχια.
- «Λοιπόν, τι έχεις να πεις;» με ρώτησε καθώς ένα πλατύ χαμόγελο απλωνόταν στο πρόσωπό της.
Όταν το βλέμμα μου κατάφερε με κάποια δυσκολία να εστιαστεί πάνω της, είχα ξεχάσει τα γυαλιά της πρεσβυωπίας στ’ αμάξι βλέπετε, παρατήρησα πως το λίφτιγκ που είχε κάνει πριν από τρία χρόνια κρατούσε ακόμα. Κρίμα που δεν μπορούσα να πω το ίδιο για την λιποαναρρόφηση που είχε υποστεί την ίδια περίπου περίοδο.
- «Μια χαρά μου φαίνεσαι» της απάντησα αφηρημένα, ζαλισμένος καθώς ήμουν απ’ την περιπετειώδη είσοδό μου στο σπίτι της.
Στο μεταξύ τα σκυλιά είχαν θρονιαστεί ακριβώς μπροστά απ’ τα πόδια μου και με κοιτούσαν παγερά και ακίνητα σαν τριχωτά αγάλματα. Η Μεσαλίνα προτίμησε να σκαρφαλώσει στην πλάτη του καναπέ και ν’ αρχίσει να μυρίζει το σβέρκο μου βγάζοντας ταυτόχρονα ήχους συριστικούς και άκρως δυσοίωνους.
- «Όχι εγώ βρε θείε, χάζεψες; Για το σπίτι σου λέω!» μου απάντησε η Κική γελώντας καλόκαρδα.
Έριξα μια ματιά ολόγυρα και το βλέμμα μου σταμάτησε με θαυμασμό εδώ και εκεί καθώς ανακάλυπτα πως το σαλόνι ήταν όμορφα διακοσμημένο, σε κλασσικό στυλ, με χρώματα ταιριαστά και με έπιπλα που έδεναν πολύ πετυχημένα μεταξύ τους. Έμοιαζε μ’ αυτά τα σαλόνια που βλέπει κανείς στα περιοδικά που ασχολούνται με τη διακόσμηση εσωτερικών χώρων. Ακόμα και ο φωτισμός ήταν ρυθμισμένος κατά τρόπο τέτοιο ώστε να κολακεύει και ν’ αναδεικνύει τα ωραιότερα στολίδια του, τους πίνακες στους τοίχους, τα μπιμπελό που στόλιζαν ένα μεγάλο σύνθετο και τα μπουκέτα με τα λουλούδια που ήταν τοποθετημένα σε κρυστάλλινα βάζα και πανέμορφες πορσελάνες.
- «Είναι καταπληκτικό!» αναφώνησα με ενθουσιασμό. «Μπράβο Κική μου, είσαι μια θαυμάσια διακοσμήτρια!»
Εκείνη κοκκίνησε και γέλασε κολακευμένη απ’ τα λόγια μου.
- «Να σου πω την αλήθεια, δεν το έφτιαξα μόνη μου το σπίτι. Με βοήθησε και κάποιος φίλος!»
Τα λόγια της αυτά, και ιδιαίτερα ο τρόπος με τον οποίο τα είπε, με ύφος μυστικοπαθές και κάπως ντροπαλό, κατάφεραν να μου εξάψουν την περιέργεια.
- «Ποιος δηλαδή;» τη ρώτησα κοιτάζοντάς την στα μάτια συνομωτικά.
- «Άντε καλέ!» μου απάντησε εκείνη σοκαρισμένη. «Που πήγε το μυαλό σου και σένα!» Αφού πήρε μια βαθιά ανάσα και τερμάτισε με μια αποφασιστική χειρονομία την μπερδεμένη μου απόπειρα να της ζητήσω συγγνώμη, πρόσθεσε:
- «Αυτό που συνέβη είναι ακόμα πιο απίστευτο αλλά δεν ξέρω άμα πρέπει να σου το πω!»
- «Θα είμαι τάφος, στο υπόσχομαι» τη διαβεβαίωσα με το πιο ειλικρινές ύφος που μπορούσα να πάρω. «Άμα σου συμβαίνει κάτι σοβαρό οφείλεις να μου το πεις!»
- «Δεν είναι αυτό» μου είπε διστακτικά. «Αλλά να, είναι τόσο περίεργο που μάλλον θα με περάσεις για τρελή!»
- «Έλα τώρα!» την παρότρυνα στοργικά. «Εγώ να σκεφτώ τέτοιο πράγμα για την αγαπημένη μου ανηψιά;»
Για να λέμε την αλήθεια, πολλές φορές την είχα περάσει για τρελή, ιδιαίτερα κάθε φορά που τα θηριώδη σκυλιά και η γάτα της ορμούσαν πάνω μου για να μου κάνουν τα νεύρα σερπαντίνες. Ποιο λογικός άνθρωπος θα κρατούσε τέτοια ψυχοπαθή ζωντανά μέσα στο σπίτι του, μου λέτε;
Στο μεταξύ, μια Φιλιππινέζα υπηρέτρια που ξεφύτρωσε απ’ το πουθενά, άφησε μπροστά μας ένα μπολ με σοκολατάκια και δύο καφέδες.
Η Κική, αφού ρούφηξε μια γουλιά από τον καφέ της, άρχισε να μου λέει τα εξής:
- «Που λες καλέ μου θείε, το σπίτι μου άρεσε από την πρώτη στιγμή που το είδα. Το είχε χτίσει ένας φίλος του Αχιλλέα και μας έκανε μια πολύ καλή τιμή. Επιπλέον έχει και πολλές ανέσεις όπως βλέπεις, ωραίο κήπο, μεγάλο γκαράζ, πισίνες, θυροτηλέφωνο με βίντεο και τα λοιπά. Τα περίεργα άρχισαν να συμβαίνουν το ίδιο κιόλας βράδυ, όταν μεταφέραμε όλα τα έπιπλα απ’ το προηγούμενο σπίτι.»
- «Τι περίεργα δηλαδή;»
Αντί να μου απαντήσει, η Κική προτίμησε ν’ ανάψει ένα τσιγάρο. Πρόσεξα πως τα χέρια της έτρεμαν ελαφρά καθώς κρατούσε τον αναπτήρα. Το πράγμα γίνονταν όλο και περισσότερο ενδιαφέρον.
- «Λοιπόν;» την παρότρυνα μαλακά.
- «Να…» άρχισε να μου λέει, «στην αρχή ήταν τα ζωντανά που έτρεχαν εδώ κι εκεί χωρίς λόγο και γαύγιζαν όλη την ώρα. Μας είχαν ξεκουφάνει. Και επιπλέον φοβόμουν μην αρχίσουν τα παράπονα οι γείτονες που όπως θα πρόσεξες κι εσύ, δεν είναι όποιοι κι όποιοι!»
Το είχα ήδη προσέξει. Καθώς οδηγούσα προς το σπίτι είχα παρατηρήσει πως ολόκληρη η περιοχή φιλοξενούσε τεράστια πολυτελέστατα και περικυκλωμένα από ψηλούς και απόρθητους τοίχους μεγαθήρια που έμοιαζαν με τις επαύλεις που βλέπει κανείς στο Beverly Hills.
- «Ε, καλά» σχολίασα αδιάφορα. «Ίσως να μην τους άρεσε το καινούργιο περιβάλλον.»
- «Στην αρχή αυτό σκέφτηκα κι εγώ» μου απάντησε η Κική ρουφώντας τον καπνό του τσιγάρου της. «Αλλά έλα που άρχισα κι εγώ να φέρομαι παράξενα!»
- «Δηλαδή έτρεχες πάνω-κάτω και γαύγιζες χωρίς λόγο;»
- «Όχι βρε θείε! Απλώς πολλά απογεύματα, στα καλά του καθουμένου, όταν ήμουν μόνη στο σπίτι, ένιωθα σίγουρη πως κάποιος με κοίταζε, πως κάποιος αόρατος άνθρωπος βρίσκονταν μαζί μου στο δωμάτιο. Δεν στο κρύβω πως υπήρχαν φορές που τα νεύρα μου τεντώνονταν τόσο πολύ που έβγαινα απ’ το σπίτι και έκοβα βόλτες με τ’ αμάξι μέχρι να γυρίσει ο Αχιλλέας απ’ τη δουλειά. Τέτοιο χάλι δηλαδή!»
Καθώς την άκουγα να μου τα λέει όλα αυτά, μια παράξενη ιδέα μου πέρασε από το μυαλό.
- «Κική…» της είπα «αυτά που μου λες ακούγονται ακριβώς σαν το είδος των πραγμάτων που λάτρευε η φίλη σου η Νανά. Τη θυμάσαι; Για τη συμμαθήτριά σου στην τρίτη λυκείου σου λέω!»
- «Νανά, η κλινική περίπτωση!» ξεφώνισε η Κική όλο χαρά. «Και βέβαια τη θυμάμαι! Ξεχνιούνται κάτι τέτοια;»
Για να σας δώσω να καταλάβετε για ποιο άτομο μιλούσαμε ακριβώς, η Νανά ήταν μια συμμαθήτρια της Κικής η οποία είχε μανία με τα μεταφυσικά φαινόμενα. Είχε γραφτεί συνδρομήτρια σε δέκα τουλάχιστον περιοδικά που κυκλοφορούσαν στα περίπτερα και ασχολούταν με ούφο, φαντάσματα, αρχαίες τεχνολογίες και άλλα τέτοια και πίστευε όλα όσα διάβαζε φανατικά. Το παρατσούκλι που της είχαν κολλήσει οι συμμαθήτριές της, ανάμεσά τους και η Κική, ήταν «κλινική περίπτωση». Συνήθιζαν μάλιστα να περπατάνε στους διαδρόμους και στο προαύλιο του σχολείου και να λένε δυνατά μεταξύ τους όποτε την έβλεπαν «έμαθες τι κάνει σήμερα η κλινική περίπτωση; Η κλινική περίπτωση μου είπε χθες ότι...» και άλλα τέτοια ώριμα και καλοπροαίρετα. Η Νανά είχε και άλλη μια ιδιαίτερότητα που αποτελούσε θανάσιμο αμάρτημα για τις ευγενικές και καλοπροαίρετες συμμαθήτριές της: ήταν χοντρή. Ποτέ δε θα ξεχάσω την καζούρα που της είχαν κάνει οι «φιλενάδες» της τότε που είχαν πάει πενταήμερη εκδρομή στη Ρόδο και είχαν νοικιάσει μια βάρκα, πέντε όλες κι όλες, ανάμεσά τους και η Νανά. Η Κική μου είχε διηγηθεί το περιστατικό ενθουσιασμένη και εγώ είχα φρίξει: Λοιπόν, επειδή ο αέρας φύσαγε δυνατά και βαριόντουσαν να τραβάνε κουπί, της είχαν βγάλει το πουκάμισο με το ζόρι και το είχαν χρησιμοποιήσει ως πανί για να προχωράνε πιο γρήγορα.
Η Νανά πάντως, όταν τελείωσε το λύκειο μπήκε πρώτη στο πανεπιστήμιο από όπου αποφοίτησε μ’ ένα πτυχίο δημοσιογραφίας και γαλλικής φιλολογίας. Στη συνέχεια έκανε ένα μεταπτυχιακό στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, άνοιξε μια δική της ιστοσελίδα και έγινε και διευθύντρια σύνταξης ενός περιοδικού που ασχολείται με ανεξήγητα φαινόμενα και το οποίο μέσα σε λίγα χρόνια απέκτησε τεράστια κυκλοφορία. Το τελευταίο πράγμα που είχα ακούσει γι’ αυτήν ήταν πως είχε αγοράσει μια βίλα στη Μύκονο, πως ασχολούταν με τα πολιτιστικά του νησιού ενώ παράλληλα έβγαινε μ’ έναν χωρισμένο μεγαλοβιομήχανο.
- «Την κάλεσα πριν από δύο εβδομάδες να έρθει στο σπίτι για να με βοηθήσει με το πρόβλημα που αντιμετώπιζα!» συμπλήρωσε η Κική αφήνοντάς με άναυδο. «Μη με κοιτάς έτσι βρε θείε» συνέχισε με ένοχο ύφος. «Η κατάσταση είχε γίνει εντελώς αφόρητη! Όχι μόνο τα ζώα μου είχαν τρελαθεί εντελώς, όχι μόνο μέρα-νύχτα ένιωθα πως κάποιος με κοιτούσε πίσω από την πλάτη μου, ακόμα και στο μπάνιο αν το πιστεύεις, αλλά επιπλέον κάθε πρωί άρχισα να βρίσκω το σπίτι άνω-κάτω!»
- «Τι άνω-κάτω και πρασινάλογα μου λες τώρα;» τη ρώτησα θορυβημένος από αυτά που μου έλεγε.
- «Έβρισκα τους καναπέδες μετακινημένους, τα τασάκια και τα βάζα στο πάτωμα, τα κάδρα στραβωμένα και όλα τα φώτα να καίνε. Και από πάνω είχα και τον Αχιλλέα να μουρμουρίζει πως αυτό το σπίτι είχε γίνει σωστό τρελοκομείο και πως θα πετούσε όλα μου τα ζώα στο δρόμο, την Μεσαλίνα, τον Καλιγούλα ΚΑΙ τον Νέρωνα!» (Αυτά τα ομολογουμένως πολύ ταιριαστά ονόματα είχε δώσει η Κική στα δύο πελώρια σκυλιά της που εξακολουθούσαν να με κοιτάζουν μ’ ένα ύφος αηδιασμένης περιφρόνησης, λες και ήμουν το πιο σιχαμερό ψοφίμι ολόκληρου του σύμπαντος.) «Μου έλεγε πως είχα αρχίσει να τα χάνω απ’ τις πολλές χρωμοβαφές που χρησιμοποιώ στα μαλλιά μου και πως η αφηρημάδα μου έφταιγε για το χάος που αντικρύζαμε κάθε πρωί και πως η Φιλιππινέζα όχι μόνο ήταν τεμπέλα αλλά επιπλέον υπνοβατούσε. Θέλει πολλά κανείς για ν’ απελπιστεί νομίζεις;»
Παραδέχτηκα πως όχι.
- «Και πώς ήταν η Νανά;» τη ρώτησα θέλοντας να την κάνω να προχωρήσει στη διήγησή της.
- «Τρόμαξα να τη γνωρίσω» ήταν η λακωνική απάντηση της Κικής.
- «Τόσο χάλια δηλαδή;» τη ρώτησα με συμπονετικό ύφος.
- «Καλέ τι χάλια, κούκλα ήταν, αδύνατη, με ωραίο σώμα, τέλειο πρόσωπο και καταπληκτική κουπ. Μου είπε πως έκανε διαλογισμό και γιόγκα κάθε μέρα και πως αυτό την είχε βοηθήσει να χάσει βάρος και να κρατιέται σε φόρμα. Περιττό να σου πω πως ο Αχιλλέας είχε κολλήσει τα μάτια του πάνω της σα λιμασμένος. Αφού να σκεφτείς πως αναγκάστηκα να του κλείσω το στόμα με τα ίδια μου τα χέρια και να του πασάρω και ένα υπογλώσσιο, μην τον πιάσει καμία ταχυπαλμία και έχουμε επιπλέον μπλεξίματα!»
«Εν πάσει περιπτώσει» ξανάρχισε να μου λέει η Κική μετά από μια σύντομη παύση κατά τη διάρκεια της οποίας αποτέλειωσε τον καφέ της, «η Νανά μου είπε με πολύ μπλαζέ ύφος πως το σπίτι μας ήταν στοιχειωμένο και πως το πνεύμα που το κατοικούσε είχε ενοχληθεί από την παρουσία μας. Ο μόνος τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να γίνει κάτι για να τερματιστούν τα «φαινόμενα» όπως τα χαρακτήρισε, ήταν να προσπαθήσουμε να επικοινωνήσουμε με το εν λόγω πνεύμα. Μας είπε επίσης πως όταν κάποιος πεθαίνει βίαια ή αφήνει πίσω του εκκρεμότητες, απελευθερώνει στο επίγειο περιβάλλον του μεγάλες ποσότητες ενέργειας που παραμένουν στο χώρο και σχηματίζουν ένα φάντασμα που παράγει όλα αυτά τα φαινόμενα. Σύμφωνα με τη Νανά πάντα, για να ξεφορτωθούμε το φάντασμα έπρεπε να ανακαλύψουμε τι εκκρεμότητες είχε αφήσει πίσω του ο νεκρός προτού πεθάνει και να βρούμε μια λύση για δαύτες!»
- «Ναι βρε παιδάκι μου» τη διέκοψα καθώς τραγάνιζα ένα απ’ τα σοκολατένια κουλουράκια που μας είχε φέρει η Φιλιππινέζα μαζί με τους καφέδες, «αλλά αφού το σπίτι είναι καινούργιο, πότε πρόλαβε να στοιχειώσει;»
- «Έλα ντε!» συμφώνησε μαζί μου η Κική. «Και ο Αχιλλέας αυτό τη ρώτησε. Αλλά εκείνη μας απάντησε πως αυτό δεν έχει καμία απολύτως σημασία γιατί μπορεί το φάντασμα να έχει σχέση με το σπίτι που υπήρχε στο ίδιο μέρος και το οποίο κατεδαφίστηκε για να χτιστεί αυτό εδώ. Ήταν ένα απ’ αυτά τα άχαρα νεοκλασσικά, ξέρεις τώρα! Ένα απαίσιο ερείπιο!»
Ήξερα πολύ καλά για ποιο σπίτι μου μιλούσε. Ένα πανέμορφο αρχοντικό του 19ου αιώνα του οποίου είχαν μείνει όρθιοι μόνο οι εξωτερικοί τοίχοι. «...Κάτι τέτοιο τέλος πάντων» συνέχισε να μου λέει η ανηψιά μου. «Τώρα, για ποιο λόγο το φάντασμα κόλλησε σ’ αυτό το σπίτι, δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Ίσως γιατί όσο ζούσε ο νεκρός να ήθελε να έχει κι αυτός μια τέτοια σπιταρώνα. Ποιος μπορεί να ξέρει;»
- «Ε, ναι, γι’ αυτό το λένε και υπερπέραν» σχολίασα με φιλοσοφικό ύφος. «Γιατί είναι μια περιοχή μυστηρίου για μας τους ζωντανούς που μας προκαλεί φόβο και δέος!»
- «Εμένα πάντως η Νανά μου φάνηκε μάλλον να το διασκεδάζει» πρόσθεσε η Κική αφηρημένα. «Ίσως γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο έπαιρνε εκδίκηση για όλα αυτά που είχε τραβήξει από μας στο σχολείο!»
Η βραχυπρόθεσμη σιγή που κρεμάστηκε ανάμεσά μας αποκάλυψε με τον καλύτερο τρόπο την ντροπή που με τριάντα χρόνια καθυστέρηση της προκαλούσαν οι αναμνήσεις της ανέμελης εφηβείας της.
- «Και τι άλλο σας είπε η Νανά;» τη ρώτησα τελικά θέλοντας να την αποσπάσω από τις δυσάρεστες εκείνες σκέψεις.
- «Είπε πως το πρώτο πράγμα που έπρεπε να κάνουμε ήταν να επικοινωνήσουμε με το πνεύμα του νεκρού.»
- «Αλήθεια;» τη ρώτησα ευγενικά προσπαθώντας ταυτόχρονα να πείσω με ήπιο τρόπο τη Μεσαλίνα να πάψει να μου γλύφει το αυτί. «Και πώς γίνεται κάτι τέτοιο;»
- «Με μια σεάνς» μου απάντησε με ύφος ειδήμονα η Κική. «Έτσι το είπε η Νανά.
Σ-ε-ά-ν-ς! Μαζευόμαστε όλοι γύρω από ένα στρογγυλό τραπεζάκι μαζί μ’ ένα μέντιουμ, σβήνουμε τα φώτα, πιανόμαστε απ’ τα χέρια και καλούμε το πνεύμα να επικοινωνήσει μαζί μας με όποιο τρόπο θέλει. Η Νανά προσφέρθηκε να μας βοηθήσει. Είπε μάλιστα πως θα έφερνε ένα δικό της μέντιουμ.»
- «Αυτό ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους της» δήλωσα με θαυμασμό.
- «Και εγώ έτσι νόμισα» ήταν η κάπως ξυνισμένη απάντηση της Κικής «Και φυσικά την παρακάλεσα να μας βοηθήσει όπως μπορούσε.»
Σταματώντας την αφήγησή της για λίγα δευτερόλεπτα, άναψε ένα δεύτερο τσιγάρο και χάιδεψε την πλάτη του Καλιγούλα ο οποίος εξακολουθούσε να με κοιτάζει με άσβεστο μίσος. Η αλήθεια ήταν πως το κοπρόσκυλο είχε αρχίσει να μου δίνει στα νεύρα.
- «Ο Αχιλλέας, όπως καταλαβαίνεις, άλλο που δεν ήθελε» ξανάρχισε να μου λέει η Κική. «Από τον τρόπο που κοίταζε τη Νανά, σαν καλόγερος που βλέπει κουραμπιέ ύστερα από σαράντα μέρες νηστείας, ήταν ολοφάνερο πως τα είχε παίξει εντελώς. Έτσι λοιπόν, δεν είχε καμία αντίρρηση για τη σεάνς. Επέμενε μάλιστα να κάθεται δίπλα στη Νανά, για υποστήριξη, έτσι το έθεσε. Εγώ πολύ θα ‘θελα εκείνη τη στιγμή να του αστράψω καμιά ανάποδη αλλά έλα σου που θα γινόμασταν ρεζίλι μπροστά στην ξένη γυναίκα, άσε που το πρόβλημα που αντιμετωπίζαμε με το φάντασμα ήταν πολύ πιο σημαντικό απ’ τις σεξουαλικές φαντασιώσεις του Αχιλλέα. Τέλος πάντων, για να μην τα πολυλογώ, το επόμενο κιόλας βράδυ, κάναμε τη σεάνς.»
- «Τόσο γρήγορα;»
- «Τόσο γρήγορα!» μου απάντησε η Κική με δραματικό ύφος.
Εκείνη τη στιγμή το τηλέφωνο άρχισε να χτυπάει με αποτέλεσμα η ανηψιά μου να μου ζητήσει συγγνώμη, να σηκωθεί απ’ την πολυθρόνα της, να θρονιαστεί δίπλα του, να σηκώσει το ακουστικό και ν’ αρχίσει μια σειρά από αναπόφευκτα «γεια σου», «ναι», «όχι», «τι μου λες...» και άλλα παράμοια. Άρπαξα τότε την ευκαιρία να ρίξω μια κλωτσιά στον Καλιγούλα, να καρπαζώσω τον Νέρωνα και να κατεβάσω τη Μεσαλίνα απ’ την πλάτη της πολυθρόνας μου με τρόπο ελαφρώς άγαρμπο, δίνοντάς της μια φάπα στα οπίσθια δηλαδή. Μετά, καθώς είδα πως η Κική δεν σκόπευε να συντομεύει με το τηλεφώνημά της, έριξα μια πιο προσεκτική ματιά στο σαλόνι. Ευτυχώς καμία φασματική παρουσία δεν παραμόνευε πίσω απ’ τις κουρτίνες και γύρω απ’ τα έπιπλα-αντίκες.
Πάνω που άρχιζα να δυσανασχετώ με την καθυστέρηση, η Κική κατέβασε το ακουστικό και ξανα-έκατσε στην πολυθρόνα της εξηγώντας μου στα γρήγορα πως στη γραμμή ήταν μια φίλη της που ήθελε να τη ρωτήσει σχετικά με κάποιο γκαλά που θα γίνονταν την προσεχή βδομάδα στο προεδρικό Μέγαρο.
- «Πού είχαμε μείνει;» με ρώτησε ύστερα από εκείνη τη σύντομη εξήγηση.
- «Στη σεάνς» την πληροφόρησα.
- «Αχ, ναι, που λες, αφού κλειδώσαμε τα σκυλιά στον ξενώνα και τη γάτα στο σπιτάκι του κηπουρού, ο Αχιλλέας φόρεσε το καλύτερο κοστούμι του, ραντίστηκε με την πιο ακριβή κολώνια του και χτενίστηκε στην τρίχα, όχι δηλαδή πως έχει και πολλά μαλλιά να χτενίσει, τ’ αυτιά του είναι πλέον πιο τριχωτά απ’ το κρανίο του, αλλά τέλος πάντων, αυτά που έχει τα χτένισε όσο πιο καλά μπορούσε!»
«Έτσι στολισμένος περίμενε την εμφάνιση της Νανάς και του μέντιουμ περπατώντας πάνω-κάτω στο χαλί και κοιτάζοντας το ρολεξάκι του κάθε λίγο και λιγάκι, αυτό που του αγόρασα απ’ το Ντουμπάι! Αυτό πάντως που μου είχε κάνει εντύπωση ήταν πως εκείνο το πρωινό ήταν η μοναδική φορά που δεν τα είχαμε βρει όλα άνω-κάτω από την ημέρα που είχαν αρχίσει τα φαινόμενα. Ακόμα και η Σούζη, η Φιλιππινέζα μας, που συνήθως δεν καταλαβαίνει Χριστό από οτιδήποτε συμβαίνει γύρω της, το πρόσεξε. Πρωί-πρωί μάλιστα μου είχε πει «καλέ κυλία, σπίντι ντεν είναι χάλι σήμελα, γιατί;»
«Για να μην τα πολυλογώ, η Νανά εμφανίστηκε στην ώρα της ντυμένη μ’ ένα κολλητό μάξι φόρεμα από μαύρο βελούδο μ’ ένα ντεκολτέ που της έφτανε μέχρι τον αφαλό! Έσερνε απ’ το χέρι ένα παράξενο πλάσμα, μια γριά που ήταν κοντή σα σκαμνί και φορούσε χτυπητά μωβ ρούχα. Και εννοώ ΜΟΝΟ χτυπητά μωβ ρούχα. Μάλιστα, στην αρχή μου φάνηκε πως είχε κοτσάρει ένα καπέλο που έμοιαζε με μεταχειρισμένη σφουγγαρίστρα και έπαθα την πλάκα μου όταν κατάλαβα πως στην πραγματικότητα αυτό που αντίκρυζα ήταν τα μαλλιά της. Φυσικά είχαν και αυτά το ίδιο χτυπητό μωβ χρώμα!»
«Με το που μπήκε αυτή η οπτασία στο σπίτι μας, άρχισε να κουνάει τα χέρια της γύρω-γύρω σαν επιληπτικός ανεμόμυλος, πριν προλάβουμε καν να της πούμε ένα «γεια» και να τσιρίζει σα βραχνιασμένη γουρούνα που τη σφάζουν. Ένιωθε λέει μια ισχυρή παρουσία στο σαλόνι. Εγώ από μέσα μου χάρηκα. Όσο ισχυρό κι αν ήταν το φάντασμα που μας είχε κάνει τη ζωή ποδήλατο, έτσι και έβλεπε αυτό το πράγμα μπροστά του θα έφευγε απ’ το σπίτι μια και καλή και χωρίς δεύτερη κουβέντα!
Η Νανά πάντως, συνηθισμένη προφανώς σε κάτι τέτοια, της άστραψε ένα γερό χαστούκι για να την ηρεμήσει και στη συνέχεια την έσυρε στο στρογγυλό τραπεζάκι που είχαμε βάλει στη μέση του καθιστικού. Δεν ξέρω αν το θυμάσαι, ήταν αυτό το τραπεζάκι που πίναμε τον καφέ μας τ’ απογεύματα στο παλιό σπίτι. Ξέχασα να σου πω πως μέχρι εκείνο το βράδυ είχαμε ακόμα τα έπιπλα του προηγούμενου σπιτιού.»
Τη διαβεβαίωσα πως θυμόμουν πολύ καλά για ποιο τραπεζάκι μιλούσε.
Ήταν ένα μικρό τερατούργημα από μαύρο ξύλο, κρύσταλλο και χρωμιωμένο σίδερο. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, ένα από τα πιο κακόγουστα και φανταχτερά έπιπλα που έχει αντικρύσει ανθρώπου μάτι από καταβολής κόσμου. Και να φανταστείτε πως το προηγούμενο σπίτι της Κικής ήταν ολόκληρο διακοσμημένο σ’ αυτό το στυλ. - «Που λες, καθίσαμε όλοι γύρω-γύρω απ’ το τραπεζάκι, ο Αχιλλέας δίπλα στη Νανά, το κοντοστούπικο μέντιουμ δίπλα στον Αχιλλέα και εγώ στη θέση που περίσσευε. Η Σούζη έσβησε τα φώτα ενώ ο Αχιλλέας είχε ήδη ανάψει ένα μικρό μαύρο κερί που είχε βγάλει από το τσαντάκι της η Νανά, και το είχε ακουμπίσει στο τραπεζάκι. Όταν η Σούζη μας άδειασε τη γωνιά, χωρίς να παραλείψει να μας ρίξει μερικές γουρλωτές αν και πλάγιες ματιές, πιαστήκαμε όλοι απ’ τα χέρια. Έπρεπε να ήσουν και εσύ εκεί για να δεις τη φάτσα του Αχιλλέα! Κοίταζε τη Νανά μ’ ένα ύφος λατρείας και τα μάτια του γυάλιζαν στο φως του κεριού σαν φρεσκογυαλισμένες χάντρες. Ενώ ετοιμάστηκα να τον επαναφέρω στην τάξη με μια γερή κλωτσιά, η Νανά άρχισε να αναπνέει βαθιά με αποτέλεσμα το ντεκολτέ της ν’ αρχίσει να δυσκολεύεται να συγκρατήσει, ξέρεις τώρα τι, το μέντιουμ βογκούσε ρυθμικά σαν καρακάξα που έχει δυσκοιλιότητα και φυσικά δεν έγινε τίποτα. Από τη μια εγώ που είχα το νου μου στον Αχιλλέα, απ’ την άλλη ο Αχιλλέας που είχε το νου του στη Νανά, μόνο συγκεντρωμένη ομάδα δεν ήμασταν. Αυτό είπε και το Μέντιουμ που άρχισε ξαφνικά να τσιρίζει και να ουρλιάζει πως δεν είμασταν λέει «εστιασμένοι», πως η «αιθερική μας ενέργεια σπαταλούταν σε χαμηλά πνευματικά επίπεδα» και πως γενικά «υπήρχε μεγάλη συσσώρευση αρνητισμού στο δωμάτιο.»
Η Νανά άφησε το χέρι του Αχιλλέα και άστραψε ένα δεύτερο χαστούκι στο μέντιουμ ενώ ο ίδιος ο Αχιλλέας, απογοητευμένος καθώς φαίνεται απ’ την εξέλιξη της σεάνς, το θεώρησε καλή ιδέα να τα βάλει μαζί μου. Άρχισε λοιπόν να μου φωνάζει πως εγώ έφταιγα που δε γίνονταν τίποτα γιατί, λέει, ήμουν ανίκανη να συγκεντρωθώ και πως σίγουρα υπεύθυνη για το πρόβλημα μου ήταν η χρωμοβαφή που χρησιμοποιούσα για να καλύψω τις άσπρες τρίχες στο κεφάλι μου. Αυτό το τελευταίο σχόλιο μου ανέβασε όλο το αίμα στο κεφάλι με αποτέλεσμα να του φερμάρω μια γερή κλωτσιά η οποία τον προσγείωσε με την πλάτη στο πάτωμα. Στη συνέχεια έγινε το έλα να δεις! Πεταχτήκαμε όλοι όρθιοι φωνάζοντας σαν μανιακοί, ο Αχιλλέας να λέει πως είμαι τρελή για δέσιμο και πως έπρεπε να με στείλει επειγόντως σε ψυχίατρο, εγώ να του γκαρίζω πως δεν ήταν παρά ένας μεσόκοπος ερωτύλος που έχει βάλει στο μάτι τη Νανά, η Νανά να χαστουκίζει με τα ταχύτητα οπλοπολυβόλου το μέντιουμ που χτυπιόταν σαν επιληπτικό και η Σούζη να προσπαθεί να μπει στη μέση και να μας χωρίσει και να λέει με τα φοβερά ελληνικά της πως αν όλοι οι Έλληνες είναι έτσι, το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να μαζέψει τα μπογαλάκια της και να γυρίσει πίσω στις Φιλιππίνες όπου ο κόσμος πλακώνεται στο ξύλο μόνο κάθε φορά που έχει διαδήλωση. Και τότε το τραπέζι άρχισε να τρέμει και να βγάζει ένα περίεργο βόμβο. Τελικά μάλλον η σεάνς είχε πετύχει. Κάτι τέτοιο τουλάχιστον άρχισε να λέει η Νανά που κρατούσε ακόμα το μέντιουμ απ’ το γιακά ενώ με το άλλο χέρι εξακολουθούσε λόγω αφηρημάδας να του δίνει μικρά χαστουκάκια, όταν ξέσπασε γύρω μας το χάος.Τα έπιπλα του σαλονιού, απ’ τα μικρότερα μέχρι τα μεγαλύτερα, άρχισαν να στριφογυρίζουν γύρω μας σαν τρελά, τρίζοντας με τον πιο φοβερό τρόπο που μπορείς να φανταστείς. Θα το πιστέψεις αν σου πω πως καταφέραμε και οι πέντε, μαζί και η Σούζη, να χωθούμε κάτω απ’ το τραπεζάκι σε χρόνο μηδέν;»
Θεωρώντας την ερώτηση της ρητορική, δεν απάντησα. Καθώς όμως τα δευτερόλεπτα περνούσαν και η Κική εξακολουθούσε να με κοιτάζει περιμένοντας την απάντηση μου, της είπα πως όχι.
- «Και όμως έτσι έγινε» με διαβεβαίωσε η Κική. «Πέντε άνθρωποι κάτω από ένα μικρό τραπεζάκι! Εν πάσει περιπτώσει, κάποτε η θύελλα σταμάτησε και τα έπιπλα, ή μάλλον ότι είχε απομείνει από δαύτα, σταμάτησαν να πετάνε γύρω μας. Μόλις και το τελευταίο τρίξιμο σταμάτησε, ξεγλύστρησα κάτω απ’ το τραπέζι και έτρεξα στο χωλ, με σκοπό να δραπετεύσω απ’ το τρελόσπιτο. Με το που άνοιξα όμως την εξώπορτα, έπεσα πάνω σε μια διμοιρία αστυνομικών που ετοιμάζονταν να τη σπάσουν και να μπουκάρουν στο σπίτι. Αργότερα έμαθα πως τους είχαν καλέσει οι γείτονες που νόμιζαν πως τίποτα τρομοκράτες μας σκότωναν αργά και βασανιστικά ή πως κάποιο θεότρελλο πάρτι που είχαμε διοργανώσει βρίσκονταν εκτός ελέγχου και ήδη θρηνούσαμε τα πρώτα θύματα.
Οι αστυνομικοί όρμηξαν μέσα στο σαλόνι και έμειναν μ’ ανοιχτό το στόμα απ’ το θέαμα που αντίκρισαν. Τους μιμήθηκα με απόλυτη επιτυχία. Τίποτα δεν είχε απομείνει, ούτε καν οι κουρτίνες και τα κάδρα. Τα πάντα είχαν μετατραπεί σε σωρούς από ρινίσματα ροκανίδια και κλωστές που σχημάτιζαν λοφάκια εδώ κι εκεί πάνω στο λεοπαρδαλέ χαλί μου, αυτό που μου είχε χαρίσει η φιλενάδα μου η Ρίτσα απ’ το Αγρίνιο! Το θυμάσαι αυτό το χαλί;»
Πώς μπορούσα να το ξεχάσω; Ήταν κάτι που στην κυριολεξία έβγαζε μάτι.
- «Και το τραπεζάκι;» τη ρώτησα κάνοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες να καταπνίξω την αηδιασμένη έκφραση που η ανάμνηση του εν λόγω χαλιού άπλωνε στο πρόσωπό μου.
- «Το τραπεζάκι βρίσκονταν ακόμα στη μέση του τραπεζιού και από κάτω του φαίνονταν κάτι οπίσθια!»
Την κοίταξα σοκαρισμένος. Η Κική αγνόησε το έκπληκτο βλέμμα μου και συνέχισε ακάθεκτη τη διήγησή της.
- «Ναι σου λέω, ένα από γκρι μεταξωτό ύφασμα, του Αχιλλέα δηλαδή, ένα από μαύρο βελούδο που ανήκε στη Νανά, ένα χτυπητό μωβ κι ένα καφετί που ανήκε στη Σούζη. Ήταν ακόμα χωμένοι όλοι τους εκεί κάτω με τα κεφάλια προς τα μέσα!»
- «Μπορείτε να βγείτε όλοι σας» φώναξε ο επικεφαλής της ομάδας των αστυνομικών. «Τώρα είστε ασφαλείς!»
Εκείνοι βγήκαν από κάτω απ’ το τραπέζι διστακτικά. Είχαν τις πιο αμήχανες και ντροπιασμένες φάτσες που έχω δει ποτέ στη ζωή μου. Άλλο να στο λέω και άλλο να το βλέπεις!
- «Ωραία» σχολίασε ο αστυνόμος. «Και τώρα μπορεί κάποιος από σας να μου εξηγήσει επιτέλους τι στον κόρακα συμβαίνει εδώ πέρα;»
«Τι του έλεγες τώρα;» Η Κική σταμάτησε για άλλη μια φορά την αφήγησή της ενώ εγώ κρεμόμουν από τα χείλη της. «Εσύ τι θα του έλεγες;» πρόσθεσε κοιτάζοντάς με στα μάτια.
Δεν ήξερα τι να της απαντήσω. Η Κική, ικανοποιημένη προφανώς απ’ την αντίδρασή μου, άναψε ένα καινούργιο τσιγάρο και είπε:
- «Ε, λοιπόν, δε θα το πιστέψεις! Εκείνη τη στιγμή μου ήρθε μια εντελώς τρελή ιδέα. Γύρισα προς το μέρος του αστυνομικού και χαμογελώντας φαρδυά-πλατιά, του είπα «θα σας πω εγώ κύριε όργανο! Παίζαμε το γύρω-γύρω όλοι και φαίνεται πως το παρακάναμε λιγάκι. Μας αρέσει και μας ξέρετε να ξεδίνουμε πότε-πότε!» Ο αστυνομικός με κοίταξε καλά-καλά με ύφος ανεξιχνίαστο επαναλαμβάνοντας μηχανικά:
- «Γύρω-γύρω όλοι είπατε;»
- «Μάλιστα, αυτό που σας είπε η γυναίκα μου» πρόσθεσε με ζέση ο Αχιλλέας ο οποίος, ακολουθώντας το παράδειγμα των υπολοίπων είχε σηκωθεί όρθιος και ξεσκόνιζε τα ρούχα του προσεκτικά. Του έριξα μια λοξή ματιά και είδα πως το ίδιο ηλίθιο χαμόγελο που είχε θρονιαστεί στο πρόσωπό μου έλαμπε και στο δικό του. Μάλιστα, το ίδιο ζαχαροποιημένο χαμόγελο είχε απλωθεί πάνω στο πρόσωπο και όλων των υπόλοιπων μελών της σεάνς, ακόμα και της Σούζη που κουνούσε το κεφάλι της πάνω-κάτω και μας έλεγε «Μάλιστα κύλιε, γύλο-γύλο όλοι στη μέση το φακιόλι!»
Για να μην τα πολυλογώ, μας πήραν σηκωτούς στο τμήμα, με μια κλούβα που περίμενε απ’ έξω. Για να σου πω την αλήθεια, αυτό που μ’ ενόχλησε πιο πολύ ήταν το πλήθος που είχε μαζευτεί έξω απ’ το σπίτι και μας κοίταζε σα να ήμασταν εξωγήινοι. Εκτός απ’ τους γείτονες που δεν πίστευαν στα μάτια τους, αντίκρισα ένα τσούρμο φωτογράφους, κάτι τύπους που κρατούσαν τηλεοπτικές κάμερες, τέσσερα περιπολικά, ένα όχημα της πυροσβεστικής και ένα φορτηγάκι-καντίνα που είχε έρθει προφανώς για να χορτάσει την πείνα όλων των υπόλοιπων. Με το που ξεμυτίσαμε απ’ την πόρτα, σιδεροδέσμιοι και καταντροπιασμένοι, οι φωτογράφοι άρχισαν να μας φωτογραφίζουν σαν τρελοί ενώ οι κάμερες χύμηξαν να μας φάνε. Ο Αχιλλέας άρχισε να ουρλιάζει το γνωστό του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε» τροπάριο ενώ η Νανά περπατούσε δίπλα του αγέρωχα και έπαιρνε πόζες λες και ήταν καμία σταρ του σινεμά. Το μέντιουμ έπεσε σε καταληψία, η Σούζη επίσης ενώ εγώ προσπαθούσα να καλύψω το κεφάλι μου με μια εσάρπα που μ’ έκανε να μοιάζω με Αφγανή λαθρομετανάστρια.»
«Στο τμήμα βέβαια, αναγκάστηκαν να μας μπουζουριάσουν σ’ ένα ξεχωριστό κελί καθώς οι υπόλοιποι κρατούμενοι ανησύχησαν απ’ τη συμπεριφορά μας και απαίτησαν ειδική προστασία επικαλούμενοι τη συνθήκη της Γενεύης! Εδώ που τα λέμε δίκιο είχαν οι άνθρωποι. Με τον Αχιλλέα να ουρλιάζει σα λύκος κάτω απ’ το φως της πανσέληνου, μ’ εμένα να σταυροκοπιέμαι και να προσπαθώ να τον ηρεμήσω με τα υπογλώσσια παραμάσχαλα, με τη Σούζη να κλαίει γοερά και να μουρμουριζει πως είχε έρθει η στιγμή να μαζέψει τα μπογαλάκια της και να γυρίσει στην πεθερά της στις Φιλιππίνες, με τη Νανά να μιλάει μανιωδώς στο κινητό και με το μέντιουμ να έχει καταληφθεί απ’ το πνεύμα του Αδόλφου Χίτλερ και να βγάζει λόγους σε άψογα Γερμανικά, οι υπόλοιποι κρατούμενοι μόνο που δεν τα έκαναν πάνω τους απ’ το φόβο τους!»
- «Και μετά τι έγινε;»
- «Τι ήθελες να γίνει;» μου απάντησε η Κική με ανυπόμονο ύφος. «Ο Αχιλλέας τηλεφώνησε στο δικηγόρο του και εκείνος τα κανόνισε όλα μια χαρά! Μας έβγαλε από ‘κεί μέσα σε χρόνο ντε-τέ και περάσαμε τη νύχτα στο σπίτι της πεθεράς μου, στη μάνα του Αχιλλέα δηλαδή. Εννοείται πως δεν της είπαμε ποτέ τον πραγματικό λόγο της ξαφνικής μας επίσκεψης. Αν το είχαμε κάνει, κατά πάσα πιθανότητα θα σου μιλούσα τώρα μέσα απ’ τα κάγκελα κάποιου τρελοκομείου!»
Προτίμησα να μη σχολιάσω την απάντησή της.
- «Το ίδιο εκείνο βράδυ μ’ επισκέφθηκε στον ύπνο μου το πνεύμα του νεκρού που στοίχειωνε το σπίτι» συνέχισε εκείνη με ατάραχο ύφος, λες και μου μιλούσε για το πιο συνηθισμένο πράγμα του κόσμου.
- «Τι μου λες!;» σχολίασα με μια φωνή που ελπίζω πως είχε ηχήσει ψύχραιμη και συγκρατημένη.
- «Μάλιστα!» με διαβεβαίωσε εκείνη. «Ονειρεύτηκα πως στεκόμουν μέσα στο σαλόνι όπως ήταν προτού γίνει ο χαλασμός που σου περιέγραψα. Δίπλα στο τζάκι και πάνω στο λεοπαρδαλέ χαλί στέκονταν ένας ώριμος κύριος που φορούσε ένα επίσημο μαύρο κοστούμι σε στυλ μεσοπολέμου και ο οποίος είχε κάτασπρες φαβορίτες και χοντρά φρύδια. Εδώ που τα λέμε μου φάνηκε λιγάκι νοστιμούλης, έφερνε λίγο προς τον Κώστα Πρέκκα, ξέρεις ντε, τον ηθοποιό, όπως ήταν προτού αρχίσει να βγαίνει σε συνοικιακά κανάλια και να τσιρίζει σαν υστερικός! Που λες, με το που με είδε, τι νομίζεις πως μου είπε;»
- «Τι σου είπε;»
- «Κυρία μου…» έκανε η Κική χοντραίνοντας θεατρικά τη φωνή της, «αυτό τυγχάνει να είναι ένα απ’ τα πιο φριχτά επιπλωμένα δωμάτια που έχω συναντήσει σε ολόκληρη τη ζωή μου. Πιστεύατε ειλικρινά πως εγώ, ένας άνθρωπος με εκλεπτυσμένα γούστα και ανεπτυγμένη αίσθηση του ωραίου θα ανεχόμουν ποτέ κάτι τέτοιο; Αν ναι, πλανάσθε πλάνην οικτράν!»
«Εγώ έκανα να ψελίσσω κάποια δικαιολογία αλλά εκείνος με διέκοψε με μια απότομη κίνηση.
- «Ακούστε» μου είπε. «Αν θέλετε να συμβιώσουμε αρμονικά εντός ταύτης της οικίας, θα πρέπει να αλλάξετε εντελώς το διακοσμητικό ύφος του σπιτιού σας. Ως αντικέρ που ήμουν εν ζωή, σας προσφέρω αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες μου προκειμένου να σας βοηθήσω να επιλέξετε τα σωστά έπιπλα. Και δε θα δεχτώ καμία αντίρρηση εκ μέρους σας!»
«Καθώς μου τα έλεγε αυτά, τα φρύδια του άρχισαν να ανεβοκατεβαίνουν σαν ασανσέρ. Εγώ τα χρειάστηκα και γι’ αυτό του είπα το «ναι».»
«Ε λοιπόν, από το επόμενο πρωί που τολμήσαμε να ξαναγυρίσουμε στο σπίτι, όλα άρχισαν να πηγαίνουν ρολόι. Τα ανεξήγητα φαινόμενα κόπηκαν μαχαίρι, τα σκυλιά έπαψαν να τρέχουν πάνω-κάτω, η ιδέα ότι κάποιος με παρακολουθεί συνεχώς έπαψε να με βασανίζει και ακόμα και τα κέφια του Αχιλλέα παρουσίασαν αισθητή βελτίωση. Κάθε βράδυ εξακολουθούσα να ονειρεύομαι το φάντασμα το οποίο μου εξηγούσε τι έπρεπε να αγοράσω και γιατί. Ενώ αρχικά ο Αχιλλέας διατηρούσε τις επιφυλάξεις του, όταν είδε τι πήγαινα και αγόραζα, σταμάτησε τη μουρμούρα και μέσα σε τρεις βδομάδες το σπίτι έγινε το κουκλί που βλέπεις τώρα γύρω σου!»
- «Και το φάντασμα;» τη ρώτησα όλο περιέργεια.
- «Ο Φρειδερίκος, έτσι τον λένε, είναι μια χαρά και πολύ ευχαριστημένος. Καμιά φορά, όταν είναι στις καλές του, μ’ επισκέπτεται στον ύπνο μου και πίνουμε τσάι. Γενικά περνάμε πολύ ωραία, άσε που έχω μάθει ένα σωρό πράγματα για τη ζωή της Αθήνας των αρχών του εικοστού αιώνα!»
Αυτή τη φορά την κοίταξα με δύσπιστο ύφος.
- «Δηλαδή πίνεις τσάι κάθε βράδυ και κουβεντιάζεις μ’ ένα φάντασμα στα όνειρά σου;»
- «Ε, ναι. Κι άλλα πράγματα μαζί!» μου απάντησε η ανηψιά μου κοκκινίζοντας ελαφρά.
Έμεινα άναυδος.
- «Δεν είναι δυνατόν!» αναφώνησα άθελά μου.
- «Σιγά καλέ! Πού είναι το κακό; Πνεύμα είναι, δεν τρέχει τίποτα! Έχουμε ένα καθαρά πνευματικό δεσμό!»
Είχα μείνει άφωνος. Εκείνη τη στιγμή το τραπεζάκι που στεκόνταν μπροστά μου, ανάμεσα στην πολυθρόνα της Κικής και τη δικιά μου, αναπήδησε από μόνο του.
- «Ορίστε μας τώρα, μου τον αναστάτωσες!» παρατήρησε η Κική επιτιμητικά. «Μάλλον πρέπει να του ζητήσεις συγγνώμη για την αγένειά σου!»
Υπάκουσα στην προτροπή της χωρίς πολλές-πολλές αντιρρήσεις. Μετά από λίγο σηκώθηκα όρθιος και τη χαιρέτησα όσο πιο εγκάρδια μπορούσα. Καθώς κατευθυνόμουν προς την εξώπορτα του σπιτιού πρόσεξα πως το βήμα μου ήταν κάπως βεβιασμένο.
Ομολογώ πως από τότε δεν έχω ξαναπατήσει ούτε μια φορά στο σπίτι της Κικής, παρά τις επίμονες παρακλήσεις της για το αντίθετο. Νιώθω πολύ πιο άνετα όταν συναντιόμαστε έξω για να τα πούμε μια και δεν έχω καμία όρεξη ν’ αντιμετωπίσω ξανά τον Φρειδερίκο –ή όπως αλλιώς τον λένε τέλος πάντων– την καινούργια καθαρά πνευματική της σχέση.
Πάντως συχνά έχω αναρωτηθεί πως θ’ αντιδράσει ο Αχιλλέας όταν κάποτε μάθει τι ακριβώς γίνεται κάθε βράδυ στο υποσυνείδητο της γυναίκας του.
Του εύχομαι καλά ξεμπερδέματα.
________________________________