Διαβάζω Το τραγουδι της Εριδας από τα Fantasy Archives της Fantasy Gate! Bookmark and Share


από Δημήτρη Μπρικιάτη

Το τραγούδι της Έριδας

Το πεζοδρομιο ήταν βρώμικο και άξιο σίγουρα μέρος της όλης εικόνας. Η Αθήνα ήταν το σπίτι μου απο τότε που γεννήθηκα αλλά ποτέ –σε σχέση με άλλους– δεν ένιωσα αντιπάθεια προς το μέρος. Πολλοί ήταν εκείνοι που αποκαλούσαν την περιοχή ερείπιο. Πολλοί ήταν εκείνοι που δεν μπορούσαν να «ανασάνουν» ανάμεσα σε τόσα κτήρια και σπίτια. Πολλοί ήταν αυτοί που ένιωθαν πως η πόλη τους ήταν μια φυλακή και πως εκείνοι ήταν κρατουμενοί της.

Το ονομά μου είναι Πάρης Γεωργάς. Είμαι απόφοιτος της σχολής Καλών Τεχνών και πρέπει να πω πως ανήκω στους τρελούς. Είμαι ένας από αυτούς που ποτέ δεν αποδέχθηκαν την κοινωνία και θέλησαν να ανεβούν σε άλλο τρένο και να πάνε σε ένα μέρος αβέβαιο και άγνωστο. Είμαι ένας απο αυτούς τους μελλοντικούς ναρκομανείς που ποτέ δε θα καταφέρουν να φτάσουν κάπου. Η ζωή μου είναι ένα μαρτήριο. Δεν έχω πολλά λεφτά και αρθογραφώ σε ένα περιοδικό για νέους. Μπορεί να υπήρξα καλός μαθητής, όμως όταν έφτασα στο λύκειο, το έδαφος υποχώρησε για εμένα. Το σχολείο ήταν ανώφελο από τη δική μου οπτική και αντιλήφθηκα πως πήγαινα προς μία κατεύθυνση στην οποία δεν ήθελα πράγματι να πάω.
Κάποιοι συμμαθητές μου ήταν πεπεισμένοι να πάνε στην Ευελπίδων, άλλοι επιθυμούσαν να γίνουν φιλόλογοι και άλλοι να πάνε αλλού. Όπου και αν πήγαν όμως, απλά είδαν φως και μπήκαν. Δεν είχαν όνειρα. Τα όνειρα χάθηκαν μαζί με τα μπάζα του παλιού γυμνασίου.
Εγώ ήμουν κάτι σαν επαναστάτης. Ήθελα να ασχοληθώ με ένα θέμα τόσο άγνωστο όσο και ζοφερό. Δεν ήθελα να με καταποιεί η κοινωνία. Ήθελα να μείνω στο περιθώριο. Ήθελα να μείνω μόνος και να βγω από τη σωστή –ίσως– πορεία. Και αυτό έκανα.

Έτσι λοιπόν, βρίσκομαι εδώ και περιμένω να βρω μια καλύτερη ζωή. Για την ακρίβεια μία αρνητική ζωή. Αυτή τη στιγμή βρίσκομαι στο μηδέν κατά κάποιο τρόπο. Όταν είσαι στο μηδέν και δεν μπορείς να πας προς τα θετικά, τότε μονάχα προς τα αρνητικά μπορείς να πας. –Αν δε θες ασφαλώς μπορείς να παραμείνεις ουδέτερος.
Έπρεπε να μείνω σπίτι απόψε για να τελειώσω ένα μεγάλο άρθρο, όμως προέκυψε ένα γεγονός που είχα σχεδόν ξεχάσει. Τα γενέθλια ενός αγαπημένου προσώπου που είχα καιρό να δω. Ήταν τα γενέθλια του κυρίου Ηλία Βαλσαμάκη, του φιλόλογου του γυμνασίου στο οποίο πήγαινα κάποτε. Ήταν ένας ιδιαίτερα συμπαθητικός κύριος και πραγματικός ομιλητής, ένας άνθρωπος που «μιλούσε στ’ αλήθεια».
Ήταν ένα άτομο με ιδιαίτερες γνώσεις, απόφοιτος της Φιλοσοφικής και ιδιαίτερα καλός σε αυτό που έκανε. Έδεινε αληθινό ρεσιτάλ στις τάξεις κάποτε. Όμως αφού πήρε τη συνταξή του, τα πάντα γκρεμίστηκαν και γι’ αυτόν. Η μοναδική παρηγοριά ήταν ένα τηλέφωνο απο τους παλιούς μαθητές του, ένα απλό «Γεια!» από ένα φιλικό πρόσωπο. Ασφαλώς την παρηγοριά μπορούσε να τη βρει και στα βιβλία του. Μερικές φορές ήμασταν πεπεισμένοι πως ακόμα κι αν διάβαζε μερικές φορές τα βιβλία του, στην πραγματικότητα ήξερε τι έλεγε η κάθε σελίδα. Ήξερε ακόμα και την παραμικρή μουντζούρα που μπορεί να υπήρχε στους θησαυρούς σαράντα χρόνων που βρίσκονταν στη βιβλιοθήκη του.
Όταν συνειδητοποίησα πως είχα λησμονήσει το γεγονός, σοκαρίστηκα. Ήταν μερικές ώρες πριν για την ακρίβεια. Τώρα είναι εννιά. Ήταν έξι όταν δέχθηκα το τηλεφώνημα-βόμβα. Βρισκόμουν στο γραφειάκι μου, μέσα σ’ ένα μικρό δωμάτιο στον δεύτερο όροφο κάπου κοντά στην Αχαρνών. Ήμουν έτοιμος να πέσω σε κατάθλιψη, ή μάλλον καιρό τώρα έχω πέσει σε κατάθλιψη. Ήμουν έτοιμος να πηδήξω από το μπαλκόνι όταν ξαφνικά, καθώς είχα παραμερίσει το άρθρο και συλλογιζόμουν την δίχως ουσία πορεία μου, άκουσα τον διαπεραστικό ήχο της συσκευής που καιρό τώρα «εννώνει» τους ανθρώπους.
Ναι... Για το τηλέφωνο ομιλώ.
Σήκωσα το χέρι στηρίζοντας με το άλλο το μαγουλό μου βαριεστημένος. Μπόρεσα τελικά να μιλήσω αν και ήμουν αρχικά αποφασισμένος να μην το κάνω. Δεν τα κατάφερα.
«Ναι;» Είπα ξερά.
«Έλα, Πάρη. Εγώ είμαι! Τι κάνεις;»
Ένιωσα έναν πόνο στο στήθος. Ήταν η Μελίνα. Ποια είναι η Μελίνα; Μάλλον δεν ξέρω να πω ακριβώς κάτι συγκεκριμένο για να την περιγράψω... Να πω πως είναι ο έρωτας της ζωής μου; Δε νομίζω... Μάλλον της αξίζει μαα καλύτερη ονομασία ή μάλον πολλές μαζί. Μια Νύμφη, μια Οπτασία, μια Βρηλυίδα, μία Μούσα, μια Νεράιδα, μια λευκή ύπαρξη. Απλά είναι ο άνθρωπος που όποτε τον βλέπω νιώθω έτοιμος να λυποθυμήσω. Ω, ναι είμαι και τρομερά ευαίσθητος... Ξέχασα να το σημειώσω αυτό...

Η Μελίνα ήταν απο τις καλύτερες μαθήτριες της τάξης. Μαζί κι εγώ. Ήταν καλή στην Ιστορία και της άρεσε να σχεδιάζει. Ούτε όμως και αυτή υπήρξε συμβατική του συστήματος. Έγινε Κομμώτρια. Μια τύχη καλύτερη απο τη δική μου αφού εγώ δεν έχω στον ήλιο μοίρα. Και στους δύο μας όμως αρέσει τρομερά το διάβασμα. Μακάρι δηλαδή να είχα λεφτά να αγοράσω περισσότερα βιβλία για να μπορώ να είμαι κοντά της. Συχνά, όταν παίρνω κάτι καινούριο την καλώ να ρίξει μια ματιά. Έρχεται πάντα με ενθουσιασμό και καθόμαστε πάνω απο το θρανίο μου και υπό το φώς της μικρής λάμπας χανόμαστε μέσα στις σελίδες. Μπόρεσα λοιπόν να τη φέρω κοντά μου. Θα κατάφερνα να παραμείνω όμως ασυγκίνητος όταν την είχα μόλις μερικά χιλιοστά δίπλα μου;... Δε νομίζω πως περιμένατε να πω «ΝΑΙ».
Τα μπράτσα μας ενώθηκαν κάποια στιγμή ενώ περπατούσαμε μαζί στο δρόμο. Ήταν όταν ήμασταν μαθητές και γυρνούσαμε σπίτια μας. Ήταν ένα μεσημέρι Μαίου πρίν μερικά χρόνια. Ένιωσα τότε την καρδιά μου να σκάει. Θα ορκιζόμουν πως αν γύριζα να κοιτάξω το στήθος μου θα έβλεπα μια τρύπα και η καρδιά μου μάλλον θα ήταν στον τείχο πίσω μου. Θα ήταν μάλλον σα μια ντομάτα που είχε σκάσει στον τείχο. Μακάβρια σκέψη αλλά έτσι θα ήταν. Απλά έτσι.
Συνέβαινε αυτό;
Όποτε έρχεται νοιώθω έτοιμος να πέσω κάτω. Τα πόδια μου με βαραίνουν και νοιώθω αδύναμος. Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει. Ίσως φανεί πολύ ποιητικό αυτό όμως κατά κάποιο τρόπο η ομορφιά της μου αποροφά όλη τη δύναμη. Μη γελάτε... Το ξέρω πως σας έχω φλομώσει στις κρυάδες, όμως ξέρω πως όλοι έχετε νοιώσει έτσι. Την τελευταία φορά που ήρθε είχα αγοράσει ένα βιβλίο για τα διάφορα απαγορευμένα βιβλία. Χτύπησε το κουδούνι κι άνοιξα την πόρτα. Έμεινα παγωμένος αλλά δεν το έδειξα. Στεκόταν στην πόρτα ανυπόμονα και με καλοσύνη. Το ντυσιμό της ήταν το ίδιο, αθώο και σεμνό όπως πάντα. Τα αθλητικά παππούτσια, το τζιν παντελόνι, το θαλασσύ ζιβάγκο και τα καστανά μαλλιά της δεμένα κοτσίδα πίσω. Μια τούφα έπεφτε στο πλάι του προσώπου της κρύβοντας το ένα από τα πράσινα μάτια της. Το χαμόγελό της ήταν αυτό ενός μωρού, αθώο και άκακο. Αν ακόμα δεν καταλάβατε πώς ακριβώς μοιάζει, τότε φανταστείτε την Τζούλια Ρόμπερτς σε μικρή ηλικία ­–δεν θέλω γέλια–, όμως προσθέστε ακόμα καλύτερα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο.

Καθόμασταν λοιπόν πάνω απ’ το τραπέζι απορροφημένοι από το βιβλίο. Εκείνη ήταν δηλαδή απορροφημένη, γιατί εγώ έβρισκα λόγους για να γυρίσω και να την κοιτάξω. Κάποια στιγμή ήρθαμε πιο κοντά. Δεν θυμάμαι γιατί γελάσαμε, αλλά εκείνη με ακούμπησε φιλικά στον ώμο. Τότε ένιωσα πως τα είχα δει όλα. Κράτησα το στόμα μου έτοιμος να ξεράσω. Ένιωσα κάτι ανάλογο της αίσθησης του να σου δείνουν μπουνιά στην κοιλιά και να μην μπορείς να ανασάνεις, κάτι ανάλογο του άσθματος. Εκείνη περίεργη με ρώτησε τι είχα και εγώ έφυγα προς το μπάνιο τρέχοντας. Έκλεισα την πόρτα και της είπα πως όλα ήταν εντάξει. Άνοιξα την βρύση για να μην ακούγεται τίποτα και έκανα εμετό στο νυπτήρα. Όλα έγιναν αθόρυβα και γρήγορα. Όταν βγήκα ένιωσα να πετάω. Τελικά αποφάσισα να της πω αυτά που σκεφτόμουν, ενώ εκείνη περίμενε ανήσυχη έξω. Ο διάβολος όμως είχε αποφασίσει να μου καταστρέψει τη μέρα.
Κοίταξε το ρολόι της και είδε πως είχε πάει αργά. Της είπα πως είχα κάτι σημαντικό να πω αλλά εκείνη είπε πως ήθελε να το ακούσει άλλη φορά. Έφυγε τρέχοντας κατεβαίνοντας τις σκάλες. Ένιωθα πως ολόκληρο το κτήριο γκρεμιζόταν και πως μαζί του πήγαινα κι εγώ στον πάτο. Αλλά ούτως ή άλλως, δε θα της έλεγα τίποτα. Σαφώς δεν είμαι τόσο δυνατός...
Μόλις άκουσα τη φωνή της στο ακουστικό ένιωσα έτοιμος να κάνω εμετό από την υπερένταση. Δεν άντεχα να της μιλήσω. Όμως παράλληλα δεν άντεχα και να της το κλείσω στα μούτρα. Έπρεπε να πω κάτι.
«Ε... Γεια» είπα.
«Διαβάζεις; Σε αποσπώ από κάτι μήπως;» ρώτησε αγχωμένη.
«Όχι, απλά ξεκουραζόμουν.» Εγώ να ξεκουραστώ; Ποτέ!!
«Πήρα να σου πω πως το βράδυ θα πάμε στα γενέθλια του κυρίου Βαλσαμάκη. Θα έρθεις;»
Ίσως είμαι ο πρώτος άνθρωπος που, ενώ είχα πέσει ήδη στην κόλαση, τελικά βρέθηκα ακόμα πιο κάτω. Είχα ξεχάσει τα γενέθλια του ποιο αγαπημένου μου πρωήν καθηγητή. Έπρεπε να τρέξω να βρω ένα δώρο, να ντυθώ και να γυρίσω νωρίς ώωστε να τελειώσω το άρθρο. Ακουγόταν δύσκολο μα θα ήταν κι άλλος εκεί...
«Θα πας κι εσύ;» την ρώτησα.
«Ναι, μα τι λες τώρα; Θα μπορούσα να λείψω; Ποτέ και για τίποτα!»
«Τότε θα έρθω κι εγώ» απάντησα.
«Ευτυχώς. Θα χαρώ να σε δω.»
«Κι εγώ.»
«Τα λέμε, πρέπει να ετοιμαστώ.»
Το έκλεισα και σηκώθηκα σαν τουρμπίνα τρέχοντας προς τη ντουλάπα. Έπρεπε να βρω ένα καλό πουκάμισο –το ένα από τα δύο– και ένα καθαρό τζιν παντελόνι –το ένα απ’ τα τρία. Τελικά έβαλα το μαύρο, αγαπημένο μου ζιβάγκο και το τζιν παντελόνι. Τέλος έβαλα τα αθλητικά παππούτσια και το δερμάτινο μαύρο παλτό. Ένα κασκόλ στο λαιμό ήταν το κερασάκι στην τούρτα. Καθώς ήμουν έτοιμος να σβήσω την λάμπα και να φύγω, το κινητό μου χτύπησε. Ναι, αν και σχεδόν άφραγκος, έχω και κινητό.
Το όνομα στην οθόνη με έκανε να σαστήσω.
«Φτου!» είπα. Το σήκωσα.
«Πού είσαι ρε καψούρη τυφλοπόντικα;» ακούστηκε μια ανδρική φωνή από την άλλη άκρη.
«Έλα ρε, τι έγινε;» ανταποκρίθηκα βαριεστημένα. Ήταν ο Θωμάς Βιολάκης, ένας άσχετος, κακομούτσουνος, αρχιβούβαλος, γυφτάνθρωπος, τραγοπόδαρος, ατσούμπαλος, μαλακοπίτουρας, τσαμπουκάς και λεχρήτης. Ένα άτομο που στ’ αλήθεια αναρωτιόμουν πως έμαθε να αναπνέει. Ένα άτομο από εκείνα που μάλλον τελικά θα οδηγήσουν το ανθρώπινο είδος στην εξαφάνιση. Ένας αδιόρθωτος και διαρκώς ενοχλητικός φαρσέρ. Ήξερε για μένα και τη Μελίνα και μου την έδινε όταν μου το χτυπούσε. Όπως τώρα δηλαδή.
«Ρε συ, μη μου πεις πως ξέχασες τα γενέθλια του Βαλσαμάκη... Τα ξέχασες ή όχι;»
«Με πήρε η Μελίνα και μου το θύμισε» ανταποκρίθηκα.
Μία παύση.
«Άρα θα πας. Ωραία. Θα είμαι κι εγώ εκεί μάλλον. Ετοιμάσου για φατούρο.»
«Άντε από ‘κεί ρε...»
«Ciao mon amore...»
«Ούστ μαυρόγατα!»
Το έκλεισα. Έκλεισα και τη λάμπα. Πήγα να βγω από την πόρτα. Ένας θόρυβος και μερικά αστεράκια μπροστά από τα μάτια μου...
Είχα στουκάρει με το πρόσωπο στην άκρη της πόρτας. Τι ηλίθιος...
Καθώς έκλεινα την πόρτα και άφηνα το φως του διαδρόμου να πέφτει πάνω μου, ένιωσα για μία φορά ακόμα την μυρωδιά του μουχλιασμένου, του σκονεισμένου, του παλιού να διαπερνά τα ρουθούνια μου. Μία μυρωδιά που αποτελούσε παιδικό δαίμονα και βασανιστή. Μια μυρωδιά που υποδήλωνε πως το σπίτι είχε χτιστεί μεταξύ ‘70-‘80-‘90... Μια μυρωδιά που με βοηθούσε ακόμα και να καταλαβαίνω πόσο παλιό είναι ένα βιβλίο που κρατούσα στα χέρια του.
Τα βιβλία έχουν τις λέξεις...
Τα σπίτι και τα κτήρια κρύβουν τους ανθρώπους που παράγουν τις λέξεις. Και τα παλιά κτήρια μηρίζουν όπως και τα παλιά βιβλία για εμένα. Μικρός αισθανόμουν κλειστοφοβία σε τέτοια περιβάλλοντα. Τώρα πια τα αφήνω να με μαστιγώνουν κάθε τόσο... Κάθε μέρα. Κάθε λεπτό που περνά.

Άρχισα να κατεβαίνω τρέχοντας τη σκάλα πρωτού το φως να σβήσει. Αντίκρισα την πόρτα, τη γυάλινη και παλιά του κτηρίου να μου λέει «Έλα!! Θα σε βγάλω έξω εγώ!!! Πλησίασε!! Έλα στο φως, Πάρη!!!»
Άνοιξα την πόρτα για να βγω στο φως. Αλλά το μοναδικό φως ήταν αυτό της λάμπας της εξώπορτας. Ο Δρόμος ήταν σκοτεινός και γεμάτος παρκαρισμένα αμάξια. Ο ουρανός νεφώδης και κοκκινωπός, απόχρωση που έπαιρνε από τα φώτα της πόλης... Μια απόδειξη πως ζούμε στην κόλαση. Ή μια απόδειξη πως η κόλαση υπάρχει μέσα μας και την αναγνωρίζουμε μονάχα σε τέτοιες στιγμές. Όταν αφήνουμε το περιβάλλον να σκοτώσει αυτό που έχουμε μέσα μας. Όταν τα πλοκάμια των δεδομένων παραγόντων γύρω μας μπαίνουν παντού μέσα μας και μας κάνουν να βλέπουμε τον κόσμο και να τον φοβόμαστε ή να τον αγαπάμε.
Ο κόσμος είναι γύρω και μέσα μας. Δεν έχουμε ουσιαστικά κάτι το τόσο ξεχωριστό όσο κάποιοι θέλουν να πιστεύουν. Είμαστε ότι έχουμε γύρω μας.
Άρχισα να τρέχω αγχωμένος. Βγήκα στην άκρη της λεωφόρου και είδα ένα ταξί να πλησιάζει. Είνα κάτι στιγμές σαν αυτή που πιστεύεις στο θεό ακόμα κι αν δεν το θες με τίποτα. Είναι οι στιγμές που κάποιοι απλά λένε « πλάκα μου κάνεις» ή αντιλαμβάνονται ότι κάποιος τους βοηθά να προχωρήσουν προς κάποιο σημείο.
Σήκωσα το χέρι μου και σύντομα το όχημα σταμάτησε μπροστά μου.
Μπήκα μέσα και κάθησα στο κρύο δερμάτινο κάθισμα.
«Γεια σας.»
«Σπέρα...»
«Ανθέμου 23» είπα στον ταξιτζή. Αυτός έγνεψε και αμέσως φύγαμε προς τον προορισμό μου.
Όπως πάντα κοίταγα έξω σα χαμένος.
«Τι να κάνω τώρα;» σκεφτόμουν.
Να κοιτούσα περίεργος τα άτομα γύρω μου; Να παρατηρούσα τι έκαναν, πού πήγαιναν, πού κοιτούσαν εκείνοι; Γιατί να μην κοιτάξω εμένα; Γιατί να μη δω αυτόν τον άσχετο τύπο που παρατηρεί τους άλλους γύρω του κι αναρωτιέται; Εγώ δηλαδή τι;... Είμαι μακριά από όλα αυτά;
Σύντομα και πάλι πλημμύρησαν οι ίδιες σκέψεις το μυαλό μου...
Σκέψεις;... Είναι τελικά τόσο σημαντικές όσο λέμε ότι είναι;... Είναι η απόδειξη της ιδιαιτερότητάς μας ή απλά αποτέλεσμα του «τα πάντα ρει»... Είναι απλά ο πόλεμος; Είναι απλά η χαρά και ο ενθουσιασμός πληγές που μας προκαλεί ο κόσμος; Είναι αυτές οι πληγές από αυτές που κλείνουν απο το νόμο της εξέλιξης; Είναι αναπάντεχες οι στιγμές που μου μπαίνει η ιδέα πως έχουμε υπερεκτιμίσει τον κόσμο μας... Πως είμαστε «κάτι» απλά και πως η πίστη μας σε κάτι ανώτερο είναι κι αυτή «κάτι». Και θα μπορούσε να υπάρχει και ένας άλλος κόσμος εκεί έξω με τα δικά του «κάτι»... Τελείως διαφορετικός. Τελείως άμορφος για εμάς. Και το αντίστοιχο της ζωής εκεί μπορεί να μας αποκαλεί κι εμάς απόδειξη πως είναι και αυτή ένα «κάτι».
«Κάτι». Η πιο σοβαρή ίσως λέξη ή έννοια που επινόησε ο άνθρωπος. Μπορεί κάποιοι να πιστεύουν ότι η εξέλιξη μας πήγε μπροστά αλλά... Το «κάτι» παρέμεινε, αν και αρχαίο, πιο σωστό από τους απογόνους του. Ένα ερέθισμα χαοτικό και καθολικότατο που μιλά για την κύρια έννοια πίσω από κάθε λέξη.
«Κάτι».
Έπειτα για μια φορά ακόμα ένιωσα τα συμπτώματα του πολέμου αυτού στο κεφάλι μου, όταν παρατήρησα ένα τραγούδι που έπαιζε το ράδιο... Πίσω από τα παράσιτα ακουγόταν μια μάγκικη φωνή που τραγουδούσε σταθερά...
«Πες μου παππού... Πες μου παππού... Ο κόσμος αυτός πού πάει; Πού;...»
«Ωραίος ο Άκης Πάνου, ε λεβέντη;» μου είπε ο ταξιτζής. Τύπος γέρικος και σίγουρα ήταν απο εκείνα τα ελεύθερα παιδάκια που έπαιζαν στις φτωχογειτονιές του Πειραιά κάποτε...
«Ναι, ωραίος» είπα.
Άφησα για μία φορά ακόμα τα συμπτώματα του πολέμου να κυριαρχήσουν πάνω μου και να μετατρέψουν το σώμα μου σε αυτό που καλούμε «κατάσταση σκέψης».
Ένας μπουζουκτζής. Ένας μουσικός του λαού. Ενός λαού που ζούσε με μειωμένη μόρφωση και γνώσεις είχε μέσα του αυτό που κάθε άνθρωπος έχει. Είχε μέσα του κάτι που δυστυχώς χάνεται με το σύγχρονο πρότυπο μόρφωσης... Την αιώνια ερώτηση «πού πάμε;»
Και μέσα από τα σκοτάδια του μυαλού μου εμφανίζεται η μορφή του συγχωρεμένου Ρίζου... Καλός ηθοποιός. Θυμάμαι μια φράση που είχε πει σε μια ταινία παλιά, αγανακτισμένος... «Γιατί έκανε ο θεός τα λεφτά;...» Όλοι το είχαν βαθιά μέσα τους... Άνθρωποι ταπεινοί, φιλότιμοι και απλοί. Όχι ναρκησσιστές και «τέλοιοι» όπως θέλουν να αποκαλούνται κάποιοι σήμερα αλλά και τότε... Γιατί ο λαός πάντα είναι αυτός που γεννά τα μεγαλύτερα θαύματα.
Κι εγώ; Πάω να εκπληρώσω μια δουλειά τώρα... Να τιμήσω ένα πρόσωπο. Ένας από τους νόμους του κόσμου μας. Η αγάπη. Ο Σεβασμός. Η υπόσχεση. Η τιμή. Όλα λειτουργούν σύμφωνα με τον κόσμο. Τίποτα δεν υποδηλώνει γενικά πως υπάρχει κάτι πέρα απο αυτόν... Είμαστε απλά αυτό που έχουμε γύρω μας...
Κι εγώ είμαι ένας φτωχός μπατίρης που θέλω να πάρω αμάξι... Ξέρω πως υπάρχει το αμάξι. Το έχω δει. Αλλά δεν μπορώ να το πάρω. Απλά βλέπω άλλους που μπορούν να το πάρουν και δεν το παίρνουν. Αυτούς που θεωρούνται τέλειοι και αποτελούν το σύμβολο της γνώσης και της επιστήμης.
Το αμάξι για μένα είναι το πέρασμα στην άλλη πλευρά...
Και οι πλούσιοι είναι οι επιστήμονες με τα τσαγιοφλίντζανα και τις γραβάτες...
Είμαι ένας άνθρωπος ερωτευμένος. Ένας άνθρωπος χαμένος. Μόνος και νεκρός παράλληλα. Δεν παύω όμως να είμαι υπερήφανος γι’ αυτό που ξέρω.
«Υπερηφάνεια...»
Κι αυτό ίσως έχει αξία πραγματικά. Όχι το αν μπορείς να σκέφτεσαι, αλλά το τι σκέφτεσαι.
«Αξία»... Μία πτυχή του κόσμου μας...
Ποιος ξέρει πού να δει. Πού να ελπίζει.
Ποιος είπε πως αυτά δεν είναι απλά συμπτώματα της αρρώστιας που λέγεται κόσμος;
Ποιος είπε ότι δεν είμαι εγώ άρρωστος;
«Άρρωστος».....
«Ελεύθερος φυλακισμένος»... Θα ήταν μία καλή λέξη.


________________________________



    τα έχεις διαβάσει;

Βιβλία Fantasy

Διαβάσαμε & Κρίνουμε
Fantasy Archive

Μουσική Φαντασίας

Ακούσαμε & Προτείνουμε
Fantasy Archive

Visual Art - Ζωγραφική

Είδαμε & Παρουσιάζουμε
Fantasy Archive

Comics - Graphic Novels

Εικόνες & Κείμενα Φαντασίας
Fantasy Archive

Ταινίες & Σειρές Φαντασίας

Εντυπώσεις και Συναισθήματα
Fantasy Archive

Video Games

Η F Γωνιά των Gamers
Fantasy Archive