από Θοδωρή Κεφαλόπουλο (Trithemius)
Η Μετάβαση
Ήμουν μόνος μου, σε ένα δωμάτιο όπου έπλεε η απόλυτη ησυχία, μακριά από τα φώτα και τους θορύβους της πόλης και η πρώτη αίσθηση απομόνωσης ήταν ήδη παρούσα. Ήταν μια ασυνήθιστα ήρεμη νύχτα κι ο ουρανός ήταν γεμάτος από λαμπερά άστρα και με σκέπαζε σαν ένας βελούδινος θόλος. Εγώ είχα ήδη αποφασίσει να “φύγω” έστω για λίγα λεπτά από τον κόσμο που με εγκλώβιζε σε ένα ανυπόφορο τέλμα και σύντομα, ήρθε η μετάβαση μέσα σε ένα καραβάνι συναισθημάτων που πέρασε από μπροστά μου κι έφτασε μακριά, στις άκρες της συνειδητότητάς μου…
Σιωπηλές σκέψεις άρχισαν να αναμιγνύονται με σιωπηλά όνειρα και γεννούσαν τα ήσυχα παιδιά του δειλινού που αγωνιούσαν να εμφανιστούν, να πάρουν ζωή μέσα στο σούρουπο. Η ατμόσφαιρα γεμίζει από μία ανάγκη για απουσία κι εγώ προσκαλώ τον εαυτό μου σε έναν σπειροειδή χορό αναμνήσεων και ονείρων που ζουν από το Είναι μου, ενώ το φως του πελιδνού φεγγαριού με αγκαλιάζει κι εγώ αφήνομαι να πλανευτώ από αρχαίες μνήμες που πάντα ζούσαν μέσα μου. Πλέον στέκομαι μπροστά σε αυτή τη δημιουργία με σεβασμό και κατάνυξη και αφουγκράζομαι την ανάσα της, τη ζέση της, το απροσδιόριστο φως της…
Συνέχισα να κοιτώ προς τον ουρανό, καθισμένος στην αγαπημένη μου πολυθρόνα, τον θρόνο των ονείρων μου που γνωρίζει για εμένα πολλά περισσότερα από κάθε άνθρωπο. Κατά έναν τρόπο, ήθελα να διαλυθώ στον λεπτό αέρα, να γίνω ένα νεφέλωμα χρωμάτων, να ταξιδέψω μακριά στην αιωνιότητα κι ακόμη πιο πέρα. Έφτασα στα άστρα οδηγούμενος από μία ανομολόγητη διαίσθηση και μια αγνή ανάγκη ένωσης με το σύμπαν. Μια αίθουσα συναισθημάτων άρχισε να ξεδιπλώνεται μπροστά μου και κάθε απόπειρα να κινηθώ πλέον ήταν μάταιη.
Σύντομα, οι χτύποι της καρδιάς μου έμοιαζαν τόσο απόμακροι και ίσως πλέον να μην υπάρχουν… όχι, δεν ήμουν αυτός που γνώριζα… είχα αλλάξει τον εαυτό μου κι ένοιωσα τον κόσμο χωρίς σύνορα, το κοσμικό βουητό της δημιουργίας, την δύναμη της ζωής του σύμπαντος, την ανάσα των άστρων και πίσω μου μία μικρή γαλάζια κηλίδα που ονομάζεται Γη έμοιαζε τόσο λίγη μέσα στον θαυμαστό αστρικό κόσμο του διαστήματος.
Γέμισα τη συνείδησή μου με ησυχία κι ένοιωσα να βρίσκομαι παντού, από το βαθύ σκοτάδι της απώλειας, μέχρι το άκτιστο φως της δημιουργίας και η ψυχή μου έδινε ζωή σε κάθε ανόθευτη σκέψη που με συντρόφευε… Ω, έχουμε τόσα πολλά να μάθουμε, τόσα πολλά να συζητήσουμε…
Έσβησα μέσα σε μια θάλασσα ηρεμίας, σε μία ελεύθερη πτώση συναισθημάτων, ελαφρών σαν την ανάσα ενός βρέφους και βρήκα τον εαυτό μου να ταξιδεύει σε μία λαμπερή δέσμη φωτός. Παραιτήθηκα από τη σκέψη του αν αυτό που ζούσα ήταν πραγματικότητα ή φαντασία και όλα πλέον ενώνονταν μεταξύ τους σε μία πρωτόγνωρη αρμονία… ζούσα μία ανείπωτη αιώρηση σε ένα ρεύμα εικόνων που με έφερε πάνω από ωκεανούς και όρη μέσω της υπεραισθητής αντίληψης και πλέον αγνοούσα τη βαρύτητα σε οτιδήποτε θεωρούσα πως άγγιζα.
Το πνεύμα μου, αχαλίνωτο, αιωρούνταν πάνω από το Άγνωστο και το μόνο που ζητούσα, ήταν να μεταμορφωθώ σε ένα σύμπλεγμα κοσμικού φωτός και βρήκα τον εαυτό μου να ταξιδεύει στο άπειρο πάνω στην ίδια δέσμη φωτός. Το μυαλό μου ανακάλυψε την ανικανοποίητη ανάγκη του για νοητικά ταξίδια και σύντομα παρακολούθησε όσα άρχισαν να συμβαίνουν μπροστά του. Έζησα την επιρροή από ένα ξόρκι ονείρου, σαν ένα όνειρο μέσα σε όνειρο… Ω, ποιος χρειάζεται εκείνη τη σάρκινη φυλακή σε στιγμές σαν αυτές; Οι λέξεις μοιάζουν τόσο λίγες για να εκφράσουν εκείνη τη συμφωνία συναισθημάτων που με αγκάλιαζαν, μου μιλούσαν, μου τραγουδούσαν σαν ξωτικά του διαστήματος…
Κι όμως, η φύση μου με έκανε να νοιώσω μία ακατανίκητη ανάγκη να επιστρέψω σε κάτι πιο απτό και σε λίγες στιγμές έφτασα να αναζητώ την ασφάλεια και τη σιγουριά του κόσμου μου, την οικειότητα που ένοιωθα στον θρόνο των ονείρων μου, στην πολυθρόνα του δωματίου μου… Και τότε, ξαφνικά, ένα σμήνος από νυχτοπούλια ανατάραξε εκείνη την απαλή ησυχία αλλά μόνον για μία σύντομη στιγμή, σύντομη αλλά αρκετή για να συνειδητοποιήσω πως είχα πλέον μετατραπεί σε ένα παιδί εκείνης της ήρεμης νύχτας.
Η δεύτερη μετάβαση δεν άργησε να έρθει και παρόλο που η σκέψη μου αποζητούσε να μείνει για πάντα σ’ εκείνον τον μαγευτικό κόσμο, ήξερα πως η φύση μου αντιπροσώπευε τις απαρχές μου, το σημείο αναχώρησης για άλλο ένα νοητικό ταξίδι, για άλλη μία μετάβαση σε μία εναλλακτική πραγματικότητα και ήμουν ευγνώμων που μου έδινε την ευκαιρία να αναγνωρίσω εκείνη την κατάσταση των αντιθέσεων που συνδέει τα συναισθήματά μου, το μέσο που με ανυψώνει και δημιουργεί τη σύνδεση του μικρόκοσμου με τον μακρόκοσμου, για άλλη μία φορά ένοιωσα ένας μέσα στο Ένα…
* σημείωση: η εικόνα ανοίγματος του παρόντος άρθρου είναι δημιουργία του BiOH4zard.
________________________________