Διαβάζω Τρομος στο δασος από τα Fantasy Archives της Fantasy Gate! Bookmark and Share


από Μιχάλη Μώρο

Τρόμος στο δάσος

Δεν ήταν μια συνηθισμένη ημέρα εκείνη που ξημέρωσε στην Αθήνα πριν από μερικά χρόνια. Οι οδοκαθαριστές που εργάζονταν στο χώρο γύρω από το Ζάππειο, έντρομοι αντίκρισαν ένα θέαμα που έκανε το αίμα τους να παγώσει. Οι πιο ψύχραιμοι από αυτούς κάλεσαν την αστυνομία, ωστόσο μερικοί άλλοι βγήκαν στο δρόμο και απελπισμένοι –παράφρονες σχεδόν– καλούσαν σε βοήθεια τα διερχόμενα αυτοκίνητα, που απότομα πατούσαν φρένο και άλλαζαν πορεία για να τους αποφύγουν, με αποτέλεσμα μέσα σε λίγα λεπτά σχεδόν ολόκληρη η πλευρά προς τους στύλους του Ολυμπίου Διός να παραλύσει κυκλοφοριακά.

Οι οδηγοί, κατεβαίνοντας από τα αυτοκίνητά τους έτοιμοι να αρπαχτούν, σάστισαν με τις εκφράσεις τρόμου στα πρόσωπα των οδοκαθαριστών και τους άναρθρους ήχους τρόμου που έβγαζαν και, ξεχνώντας το θυμό τους, τους ακολούθησαν στο πάρκο του Ζαππείου, μόνο και μόνο για να τρέξουν κι εκείνοι πανικόβλητοι μετά από λίγα λεπτά για να σταματήσουν κι εκείνοι άλλα οχήματα. Με κόπο και δυσκολία κατόρθωσαν μερικά περιπολικά να ανοίξουν δρόμο μέσα στις ατελείωτες ουρές με σταματημένα αυτοκίνητα και οι αστυνομικοί σχεδόν ουρλιάζοντας απομάκρυναν το πλήθος που έδειχνε με σηκωμένα τα χέρια μέσα στο άλσος, χωρίς ακόμα να έχουν διαπιστώσει τι ακριβώς είχε συμβεί. Οι πρώτοι αστυνομικοί που μπήκαν στο δασύλλιο χρειάστηκε μετά να νοσηλευτούν με σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, καθώς οι περισσότεροι από αυτούς ξέσπασαν σε φωνές και ήταν αδύνατο να ηρεμήσουν. Πώς να ηρεμήσει κανείς με εκείνο που δεν ήταν ποτέ προετοιμασμένος στη ζωή του να αντικρίσει, όταν το θέαμα που στα μάτια τους απλώθηκε ήταν λες βγαλμένο από τη ζοφερότερη φαντασία των συγγραφέων τρόμου, σαν σκηνικό από την Κόλαση που ξεπερνώντας τους φραγμούς του εδάφους και της Θείας Πρόνοιας είχε ξεπροβάλει στην επιφάνεια;

Όταν ο αστυνόμος Θ. έφτασε στον τόπο της τραγωδίας, αντίκρισε την εικόνα της πλήρους παράνοιας στο πλήθος. Η κίνηση είχε διακοπεί, τροχονόμοι φώναζαν αδιάκοπα, ασθενοφόρα έρχονταν και έφευγαν με δαιμονική ταχύτητα γεμάτα κόσμο που είχε καταρρεύσει, ενώ γύρω του άλλοι έκλαιγαν, άλλοι ξεφώνιζαν υστερικά και πολλοί από τους αστυνομικούς έκαναν εμετό. Ο επικεφαλής του έδωσε μια μάσκα, τον προειδοποίησε σοκαρισμένος πως δεν είχε ποτέ αντικρίσει κάτι παρόμοιο στην καριέρα του και παραμέρησε τους συναδέλφους του για να τον οδηγήσει μέσα στο πάρκο, το οποίο είχε αποκλειστεί από όλα τα σημεία με τις ειδικές ταινίες της αστυνομίας και δεκάδες φρουρούς.

Λίγα είναι τα λόγια που θα μπορούσαν, εντελώς αχνά όμως να περιγράψουν τα συναισθήματα του αστυνόμου όταν μπήκε στο πάρκο, καθώς το κάθε δέντρο και ο κάθε θάμνος εκεί μέσα έκρυβαν μια δυσάρεστη, τρομερή και εμετική έκπληξη που έκανε την καρδιά να χτυπάει με ακαθόριστο ρυθμό. Μέσα εκεί υπήρχαν περισσότερα από τριάντα πτώματα, φρικτά θανατωμένα, παραμορφωμένα και βασανισμένα με κάθε τρόπο που θα μπορούσε να σκεφτεί ένας αρρωστημένος νους. Μερικά από αυτά ήταν σταυρωμένα πάνω στα δέντρα, πληγωμένα σε κάθε σημείο, σε κάποια άλλα έλειπαν τα κεφάλια ή αυτά είχαν συρραφεί σε διαφορετικά σημεία, όπως και άλλα όργανά τους. Ο αστυνόμος είδε μάτια να έχουν αφαιρεθεί από τις κόγχες και παγωμένα να κοιτάζουν τον κόσμο από το στήθος, τις παλάμες ή τις πατούσες των σταυρωμένων νεκρών, ενώ τα γεννητικά τους όργανα είχαν κακοποιηθεί με τρόπο που δεν τολμώ να περιγράψω. Κάποιοι άλλοι νεκροί βρέθηκαν ενωμένοι σε σεξουαλικές πράξεις που ποτέ δεν ολοκληρώθηκαν, ανόσια συμπλέγματα κατακρεουργημένα και βασανισμένα με δαιμονικό τρόπο, στα όρια μιας σήψης που είχε έρθει πολύ νωρίτερα από το κανονικό, αφού το ειδεχθές έγκλημα δεν μπορεί παρά να είχε συμβεί την αμέσως προηγούμενη νύχτα. Νεκροί βρέθηκαν στα παγκάκια του άλσους, καρφωμένοι στη θέση τους, άδειοι από το αίμα τους, χωρίς χέρια και χωρίς πόδια, κάποια από τα οποία βρέθηκαν σκορπισμένα μέσα τις φυλλωσιές και το σιντριβάνι. Παντού, σε κάθε γωνιά και σε κάθε σημείο του άλσους, παραμόνευε ο θάνατος και μια παραμορφωμένη σεξουαλικότητα, ενώ το σκηνικό της κολάσεως συμπλήρωναν μερικά αδέσποτα που παρά τις προσπάθειες των αστυνομικών να τα διώξουν, εκείνα πεισματικά τριγύριζαν ανάμεσα στα διασκορπισμένα μέλη και προσπαθούσαν να τα δαγκώσουν λες και μια παράλογη ανάγκη για βρώση ανθρώπινης σάρκας τα ωθούσε. Έπειτα, λες και το κακό που είχε ξυπνήσει το προηγούμενο βράδυ δεν είχε χορτάσει ακόμα, όλα τα αδέσποτα έβγαλαν ξαφνικά μια θρηνητική κραυγή και έπεσαν νεκρά, μαζί με όσα πουλιά πετούσαν εκείνη τη στιγμή πάνω από το δάσος. Οι αστυνομικοί και οι διασώστες το έβαλαν στα πόδια, ανίκανοι να κυριαρχήσουν στον εαυτό τους και ο πανικός έγινε ακόμα μεγαλύτερος καθώς το πλήθος των περίεργων που είχε συγκεντρωθεί τρομοκρατήθηκε στη θέα των αστυνομικών που έτρεχαν πανικόβλητοι.

Ο αστυνόμος Θ. ήταν ο μόνος που έμεινε στη θέση του. Μέσα στη βροχή των πτηνών που έπεφταν νεκρά, πλησίασε ένα από τα σταυρωμένα πτώματα και κοίταξε το στήθος του. Ο θώρακας ήταν χαραγμένος με ένα προφανώς κοφτερό αντικείμενο αλλά δεν ήταν χαραγμένος τυχαία. Τα χτυπήματα τα είχε οδηγήσει ένας διεστραμμένος νους που πάνω στο νεκρό είχε σχεδιάσει ένα μυστηριώδες σύμβολο. Ήταν ένα τετράγωνο με τις δύο κάθετες πλευρές του να προεκτείνονται επάνω και κάτω, ενώ μια μεγάλη κάθετος διαπερνούσε τις πλευρές του, επεκτεινόμενη περισσότερο από τις πλάγιες προεκτάσεις των πλευρών. Ήταν τέτοια η μανία του άγνωστου δολοφόνου που είχε διαπεράσει το δέρμα και τους μαλακούς ιστούς και είχε χαράξει και το στέρνο, σα να προσπάθησε να βυθίσει το ανόσιο εκείνο σύμβολο όσο πιο βαθιά γινόταν μέσα στην ίδια την ύπαρξη του θύματος. Σα λαγωνικό έτρεξε ο αστυνόμος στα υπόλοιπα θύματα και παρατήρησε το ίδιο αποτροπιαστικό σύμβολο να είναι χαραγμένο επάνω τους σε διάφορα σημεία αλλά με την ίδια μανία. Και δεν ήταν μόνο στα πτώματα αλλά και πάνω στα δέντρα, λες και κάποιος με υπερφυσική δύναμη να είχε στρέψει τα κλαδιά τους με τέτοιο τρόπο που να σχημάτιζαν το σύμβολο εκείνο του κακού.

Το μυαλό του αστυνόμου προσπάθησε να λειτουργήσει με το λογικό του μέρος αλλά δεν ήταν δυνατό. Τα στοιχεία που έβλεπε γύρω του δεν υπάκουαν σε κανένα λογικό κανόνα. Ένας άνθρωπος από μόνος του δε θα μπορούσε να είχε κάνει όλο εκείνο το μακελειό, όμως αν ήταν ολόκληρη ομάδα κάποιος περαστικός θα είχε διαπιστώσει πως κάτι κακό συνέβαινε, θα είχαν ακούσει φωνές και ουρλιαχτά. Εξάλλου ένα τέτοιο φρικαλέο έγκλημα θα χρειάστηκε ώρες για να γίνει, για να σταυρωθούν τα πτώματα, να χαραχθούν τα σύμβολα. Από την άλλη, φαίνεται πως τα θύματα είχαν αιφνιδιαστεί και δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν, αφού αρκετά από αυτά είχαν βρεθεί αφημένα σε αμαρτωλές σεξουαλικές περιπτύξεις, σε ανόσια και ειδεχθή συμπλέγματα. Ακόμα και αν κάποιος είχε γλιτώσει, αποκλείεται να βοηθούσε τις έρευνες. Το δασάκι του Ζαππείου ήταν χώρος αγοραίου έρωτα τις νύχτες, όπου διάφοροι τύποι περιδιάβαιναν τα δρομάκια και τις φυλλωσιές του, ψάχνοντας να βρουν στο σκοτάδι σεξουαλική ικανοποίηση. Η αστυνομία έκανε εφόδους κατά καιρούς, όμως εκείνη τη νύχτα οι παράνομοι εραστές ήταν ανενόχλητοι και συνάντησαν το θάνατό τους.

Τέτοιες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του αστυνόμου μέσα στο γραφείο του αρκετές ώρες μετά. Τα πτώματα βρίσκονταν στο νεκροτομείο για νεκροτομή, εκατοντάδες φωτογραφίες είχαν συγκεντρωθεί όμως ούτε ένα δακτυλικό αποτύπωμα, κανένα ίχνος και καμία μαρτυρία. Οι ιατροδικαστικές εκθέσεις που έφτασαν μερικές ημέρες μετά έδειχναν πως ακόμα και οι ιατροδικαστές ήταν μπερδεμένοι και ελάχιστα μπορούσαν να βοηθήσουν, εκτός από τα προφανή συμπεράσματα περί θανάτου δια αιχμηρών αντικειμένων –που όμως δεν βρέθηκαν πουθενά– και περί του ότι τα θύματα βασανίστηκαν ζωντανά, ενώ ο θάνατός τους είχε προέλθει από τα εκτεταμένα τραύματα και την αιμορραγία. Δεν μπορούσαν όμως να εξηγήσουν για ποιο λόγο ορισμένα από αυτά βρίσκονταν τόσο σύντομα σε κατάσταση σήψης, ενώ κανένας άλλος ειδικός δε στάθηκε δυνατό να ερμηνεύσει το θάνατο των πτηνών και την αλλόκοτη συμπεριφορά των αδέσποτων σκύλων.

Η αστυνομία είχε απαγορεύσει την είσοδο στο χώρο του Ζαππείου και οι καθημερινές και νυχτερινές περιπολίες ήταν πλέον συνηθισμένες, αν και οι αστυνομικοί με μεγάλη δυσφορία δέχονταν να εκτελέσουν το καθήκον τους. Ο κήπος τους γέμιζε αποστροφή, όχι μόνο εξαιτίας του ειδεχθούς εγκλήματος αλλά επειδή ένιωθαν πως κάτι εξαιρετικά κακόβουλο και δόλιο εξακολουθούσε να έρπει ανάμεσα στις φυλλωσιές και στο σκοτάδι, ένα Κακό πέρα από κάθε λογική αντίληψη και έξω από κάθε περιγραφή, που με φθονερά μάτια κοίταζε τον έξω κόσμο, καραδοκώντας για τα επόμενα θύματά του. Όμως κανείς πλέον, εκτός από τους αστυνομικούς δεν πλησίαζε το πάρκο και οι περαστικοί απέφευγαν να περάσουν από τη Βασιλίσσης Όλγας τόσο την ημέρα όσο και τη νύχτα κυρίως. Οι λιγότερο ψύχραιμοι αστυνομικοί ορκίζονταν, με κάτασπρο πρόσωπο και με φωνή που έτρεμε, ότι άκουγαν έναν συριγμό και κλαδιά να σπάνε, κάποιοι άλλοι μιλούσαν για βρυχηθμό και για κόκκινα μάτια που κοιτούσαν πίσω από κορμούς και φύλλα, ενώ κάποιοι περισσότερο υστερικοί προφανώς, έλεγαν ότι κάθε στιγμή το πάρκο άλλαζε μορφή και ποτέ δεν έμοιαζε το ίδιο με πριν. Συμπλήρωναν πως, με την άκρη του ματιού, έβλεπαν μια σκοτεινή φιγούρα, που έμοιαζε σαν να φορούσε μακρύ μανδύα ή ράσο με κουκούλα, να περπατάει αργά μέσα στα δρομάκια, με βαρύ, σχεδόν μεγαλόπρεπο βηματισμό.

Οι ανώτεροί τους δεν έδωσαν καμία σημασία σε τέτοιες αναφορές, μόνο ενίσχυσαν τις περιπολίες και διέταξαν να γίνεται άμεση σύλληψη και προσαγωγή στο αστυνομικό τμήμα οποιουδήποτε περπατούσε μέσα στο δάσος τις νυχτερινές ώρες ή και κατά τις πρωινές, εφόσον δεν είχε μαζί του αστυνομική ταυτότητα. Μπορεί οι κεφαλές της αστυνομίας να μην έδιναν σημασία σε όλες εκείνες τις αναφορές, ο αστυνόμος Θ., όμως, τις λάμβανε σοβαρά υπόψη. Μεγαλωμένος σε ένα χωριό της Θράκης, είχε από μικρός εξοικειωθεί με τις προλήψεις και παραδόσεις του λαού και είχε μάθει να πιστεύει στην ύπαρξη ενός σκοτεινού κόσμου που έστεκε δίπλα από τον κόσμο των ανθρώπων. Ως αστυνομικός δεν μπορούσε να συμπεριλάβει τις μαρτυρίες σε επίσημη αναφορά, ως άνθρωπος όμως ήταν πολύ προβληματισμένος και –όχι και πολύ βαθιά μέσα του– τις πίστευε. Ήταν άντρας του καθήκοντος, αγαπούσε τη δουλειά του και ήθελε να δώσει ένα τέλος σε όλο αυτό, τόσο για τα παιδιά του όσο και για τα παιδιά όλου του κόσμου. Γνώριζε όμως ότι το τέλος δεν θα δινόταν με τα συμβατικά αστυνομικά μέτρα, γιατί ο εχθρός, όσο και αν δεν είχε ακόμα καταλάβει ποιος ήταν, ήξερε καλά πως δεν ανήκε σε αυτόν εδώ τον κόσμο.

Δεν είχε περάσει ούτε μία εβδομάδα από το φρικαλέο εκείνο έγκλημα, όταν το άλσος άρχισε όντως να αλλάζει, δικαιώνοντας ίσως όλους εκείνους τους αστυνομικούς που το είχαν προσέξει πρώτοι. Τα δέντρα άρχισαν να αρρωσταίνουν και μια παράξενη γλίτσα απλωνόταν στους κορμούς και τα κλαδιά τους. Τα λουλούδια και οι θάμνοι δεν άνθισαν, αντίθετα τα κλωνάρια τους πρήστηκαν και έσκασαν βγάζοντας ένα ιξώδες υγρό που ήταν τόσο δύσοσμο που κανείς πλέον δεν πλησίαζε το πάρκο ακόμα και σε μεγάλη απόσταση. Η ατμόσφαιρα γύρω του είχε μια εμετική αποφορά και κανένας ζωντανός οργανισμός δεν το διέσχιζε, ούτε καν περνούσε από πάνω του κάποιο πτηνό ή έντομο. Έμοιαζε σαν τάφος, ένα βδέλυγμα, μια απεχθής οπή προς τον κόσμο των δαιμόνων, από όπου έβγαιναν οι ρυπαρές, τοξικές εκπομπές των πλασμάτων της Κόλασης.

Το θέμα είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις από την πρώτη στιγμή και τα μέσα ενημέρωσης καθημερινά αναρωτιούνταν γιατί η αστυνομία δεν είχε βρει τους ένοχους του εγκλήματος, ενώ τηλεοπτικά συνεργεία και φωτογράφοι από εφημερίδες και περιοδικά διαπληκτίζονταν με τους αστυνομικούς, οι οποίοι προσπαθούσαν να τους απομακρύνουν από το χώρο του πάρκου. Ένας τηλεοπτικός σταθμός είχε κατορθώσει να μεταδώσει ένα βίντεο στο οποίο είχε αποτυπωθεί μια σκοτεινή μορφή να περιδιαβαίνει το άλσος τις νυχτερινές ώρες παρά την απαγόρευση που υπήρχε και η αστυνομία ανακοίνωσε ότι η σκοτεινή εκείνη μορφή ήταν αστυνομικός σε περιπολία αν και φυσικά μια τέτοια δικαιολογία δεν έγινε πιστευτή. Ο αστυνόμος Θ., που ήταν και ο επικεφαλής των ερευνών, στις ελάχιστες τηλεοπτικές εμφανίσεις του υπεραμύνθηκε των προσπαθειών της υπηρεσίας του, κατά βάθος όμως γνώριζε ότι οι δημοσιογράφοι είχαν δίκιο, αφού εξακολουθούσε να δηλώνει άγνοια σχετικά με τους δράστες του εγκλήματος.

Τότε μια ιδέα γεννήθηκε μέσα του, μια ιδέα που δεν ανακοίνωσε σε κανέναν. Κάλεσε μυστικά στο γραφείο του κορυφαία μέντιουμ της χώρας και ζήτησε τη συνδρομή τους. Τα περισσότερα μέντιουμ, μετά από το σχετικό διαλογισμό, έντρομα έφυγαν από το γραφείο, ζητώντας του να κλείσει την υπόθεση και να μην ασχοληθεί ξανά. Μόνο μια γηραιά κυρία φάνηκε περισσότερο ψύχραιμη αν και όχι λιγότερο φοβισμένη. Με συσπασμένους τους μυς του γέρικου προσώπου της από τον πόνο, ζήτησε ένα ποτήρι νερό και όταν ηρέμησε κάπως, διηγήθηκε στον αστυνόμο μια παράδοξη ιστορία.

Του είπε ότι πολύ πριν γεννηθεί το γένος των ανθρώπων, υπήρχε η Ανόσια Τριάδα, τρεις θεότητες μοχθηρές και κακόβουλες, που μετά τον πόλεμο με τις θεότητες του Φωτός, έφυγαν μακριά, σε κόσμους σκοτεινούς, έξω από το χώρο και το χρόνο. Η Τριάδα αποτελούνταν από τον Κεμ Άναχ, τον ύψιστο Θεό, τη μητέρα του την Καρανάθ και τον πατέρα Γκεντν Γκαλλέι, που αντιπροσώπευε το Χάος και την άλογη τάξη. Όταν γεννήθηκαν οι πρώτοι άνθρωποι, οι θεοί του Σκότους τους πλησίασαν και τους δίδαξαν τη λατρεία τους, δίνοντάς τους δώρα στα οποία δεν μπορούσαν ως πρωτόγονοι να αντισταθούν. Του είπε ακόμα ότι οι πρωτόγονοι τους είχαν απεικονίσει στις βραχογραφίες τους, μέσα από μορφές παράδοξες, που οι αρχαιολόγοι είχαν θεωρήσει ότι δεν αντιπροσώπευαν τίποτε άλλο από μια ανιμιστική τάση των πρωτόγονων ανθρώπων να προσωποποιούν τα στοιχεία της φύσης. Η λατρεία των σκοτεινών θεών συνεχίστηκε χωρίς διακοπή τους αιώνες και τις χιλιετίες που ακολούθησαν, καλυμμένη κάτω από το πέπλο της λατρείας δήθεν χθόνιων θεοτήτων, ενώ στους κλασικούς χρόνους ταυτίστηκε με τη λατρεία της Εκάτης, τουλάχιστον στον εσώτερο κύκλο μύησης –ενώ δεν είναι ακόμα ξεκαθαρισμένο αν η λατρεία των Καβείριων θεοτήτων ήταν στην πραγματικότητα η λατρεία της Ανόσιας Τριάδας. Αυτό δε συνέβη μόνο στον ελληνικό πολιτισμό αλλά η γηραιά κυρία εστίασε σε αυτόν μιας και ενδιέφερε περισσότερο. Είπε όμως και άλλα σημαντικά και περισσότερο ανησυχητικά πράγματα. Στη λεωφόρο Βασιλίσσης Αμαλίας, οι εργασίες του Μετρό είχαν αποκαλύψει έναν αρχαίο ναό της Εκάτης, τον οποίο ποτέ δεν ανακοίνωσαν δημοσίως. Μέσα εκεί είχαν ανακαλύψει τοιχογραφίες και αντικείμενα τεχνοτροπίας εντελώς ξένης προς την ελληνική εκείνης της εποχής αλλά είχαν κυκλοφορήσει και άλλες φήμες, σκοτεινότερες και πολύ περισσότερο ανησυχητικές. Οι φήμες έλεγαν ότι οι ιερείς που τελούσαν τη σκοτεινή εκείνη λατρεία και που έμεναν κρυφοί στα μάτια των αμύητων, ήταν πλάσματα όχι μεγαλύτερα από ένα μέτρο σε ύψος, ντυμένα με ένα μανδύα που κάλυπτε το πρόσωπό τους. Οι αρχαίοι πίστευαν πως δεν είχαν καθόλου κρανίο, έβλεπαν μόνο τα κόκκινα μάτια τους στο σκοτάδι και ήταν κάτοχοι μεγάλων μαγικών και όχι μόνο γνώσεων. Έλεγαν πως είχαν έρθει από μακρινά αστέρια που δεν φαίνονται στον ουρανό, από έναν τεράστιο μαύρο πλανήτη με κούφιο εσωτερικό, μέσα στο οποίο ένα γιγαντιαίο οχυρό-πόλη στεκόταν και κάτω από τις προσταγές του Κεμ Άναχ ύφαινε τα δαιμονικά του σχέδια για όλες τις σφαίρες της ύπαρξης.

Μέσα στους ναούς της Εκάτης, δήθεν, λάτρευαν τους θεούς τους μέσα από τρομερές νεκρομαντείες και εκτελούσαν επονείδιστες θεουργίες, κατά τις οποίες καλούσαν τη δύναμη του Γκεντν Γκαλλέι να εισέλθει σε άψυχα αντικείμενα ενώ με άλλες ακατανόμαστες τελετουργίες μπορούσαν να επιμηκύνουν τη ζωή τους σε ασύλληπτα από τον άνθρωπο όρια και να γίνουν σχεδόν αθάνατοι.

Πολλοί προσπάθησαν να διαλύσουν αυτά τα τάγματα και ο απόηχος αυτού του αγώνα διατηρείται ακόμα στη μυθολογία. Όμως δεν ήταν εύκολη υπόθεση αν και υπήρξαν νίκες από την πλευρά των ανθρώπων, που λίγο πριν την κλασική περίοδο κατόρθωσαν και απομάκρυναν τη μικροσκοπική εκείνη φυλή μακριά από τις κατοικημένες περιοχές, στα έγκατα των βουνών. Αποκομμένοι από τις τελετουργίες τους, οι νάνοι εκείνοι άρχισαν να χάνουν μεγάλο μέρος της δύναμής τους, η οποία ωστόσο ακόμα κυμαινόταν σε εξωανθρώπινα επίπεδα. Στα έγκατα των βουνών έφτιαξαν τις κατοικίες τους και έβγαιναν σπάνια στην επιφάνεια γιατί το φως της ημέρας τους ήταν πλέον ανυπόφορο.

Ο ναός εκείνος που ανακαλύφθηκε, κρατούσε μέσα του για αιώνες ένα θαμμένο μυστικό, έναν εφιάλτη από το απώτερο παρελθόν, που η γηραιά κυρία στο γραφείο του αστυνόμου Θ. είδε με ενόραση. Μέσα στο ναό, στα βάθη της αττικής γης, ένα τέτοιο πλάσμα είχε φυλακιστεί από πολύ παλιά και, χωρίς κανείς να το θέλει, του είχε δοθεί ξανά η ευκαιρία να πατήσει στη γη των ζωντανών. Οι αρχαιολόγοι δεν αποκάλυψαν το ναό στο κοινό, τον κατέστρεψαν και εκείνον και τα αντικείμενα που βρήκαν μέσα και οι εργασίες συνεχίστηκαν καθώς οι γραμμές του Μετρό τον ισοπέδωσαν. Το πλάσμα όμως ήταν ελεύθερο, βγήκε ξανά στην επιφάνεια, κρύφτηκε στις σκιές και μόλις έπεσε η νύχτα πήρε ξανά την πραγματική του μορφή. Μην αναγνωρίζοντας το χώρο γύρω του, μιας και αιώνες είχαν περάσει, είδε μπροστά του το δάσος, χώθηκε στο σκοτάδι και είδε τα πλήθη των ανθρώπων που μέσα στις φυλλωσιές έψαχναν για παράνομο έρωτα. Μαγνητισμένο από την αρνητική σεξουαλική ενέργεια, την άφησε να εισέλθει μέσα του άπληστα και παντοδύναμο σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό, ψέλνοντας ύμνους που αιώνες είχαν να ακουστούν, επικλήσεις που ταξίδεψαν στο διαστρικό κενό με ταχύτητα μεγαλύτερη από εκείνη του φωτός και απλώθηκαν στα πόδια του Γκεντν Γκαλλέι, μέσα στον πυρακτωμένο θρόνο του, που ολόγυρα ανεβαίνουν σαν καπνός οι ψυχές που έχουν παγιδευτεί στο θέλημά του, ως θυμίαμα στην απεραντοσύνη και το κακόβουλο μεγαλείο του.

Το πλάσμα δεν έκανε τίποτα εντυπωσιακές κινήσεις, όπως ατυχώς βλέπουμε στο σινεμά. Οραματίστηκε όλα εκείνα που συνέβησαν, παρακινημένο από το μίσος του για τους ανθρώπους που το είχαν εδώ και αιώνες φυλακίσει και από την αγάπη του για τον Γκεντν Γκαλλέι πρόσφερε την αιματοχυσία ως θυσία στο Θεό του. Οι δυστυχισμένοι χτυπήθηκαν από την κακόβουλη μαγεία του και πολλοί δεν πρόλαβαν καν να καταλάβουν τι συνέβαινε. Και όταν το έργο του ολοκληρώθηκε, κρύφτηκε μέσα στις σκιές, ικανοποιημένο πρόσκαιρα. Θα ξαναχτυπούσε, όμως, θα προσπαθούσε να βρει τους όμοιούς του που είχε χάσει. Άπληστα θα ρουφούσε ενέργεια για να δυναμώσει περισσότερο, γιατί παρά τη δύναμή του, εξακολουθούσε να φοβάται κατά βάθος τους ανθρώπους, μη ξεχνώντας πως εκείνοι το είχαν νικήσει και παλιά. Γιατί δεν ήταν ούτε ανίκητο ούτε άτρωτο. Αντίθετα ήταν ευάλωτο σε χτυπήματα και σε ειδικές μαγικές τεχνικές, ακόμα και στην απλούστερη τεχνική ενεργειακής άμυνας που θα μπορούσε να ασκήσει ο οποιοσδήποτε άνθρωπος διέθετε ισχυρή βούληση. Γι’ αυτόν το λόγο με τον τρόμο προσπαθούσε να παραλύσει τα θύματά του.

Ο αστυνόμος Θ. ευχαρίστησε τη γηραιά κυρία και πέρασε πολλές ώρες στο σπίτι του, χαμένος στις σκέψεις που δεν ομολογούσε σε κανέναν, προσπαθώντας να καταστρώσει ένα σχέδιο που θα έστελνε το πλάσμα πίσω στο σκοτάδι αλλά και δε θα εξέθετε τον εαυτό του και την Αστυνομία. Γι’ αυτόν το λόγο ανέφερε στους ανωτέρους του πως είχε ανώνυμες πληροφορίες, τις οποίες είχε σκοπό να αξιοποιήσει, μιας και απουσίαζε οποιοδήποτε άλλο στοιχείο. Οργάνωσε, λοιπόν, μια μεγάλη ομάδα αστυνομικών, οι οποίοι με πολιτικά ρούχα θα προσποιούνταν τους παράνομους εραστές μέσα στο άλσος και τους εφοδίασε με κρυφά μικρόφωνα προκειμένου να μπορούν χαμηλόφωνα να συνεννοούνται. Τους έδωσε λεπτομερέστατες οδηγίες για το τι θα έπρεπε να κάνουν και τους συμβούλευσε να περπατούν ανά δύο, ποτέ να μη μείνει μόνος του κάποιος, εκτός από τον ίδιο, ο οποίος ήταν και ο μόνος που γνώριζε τι ακριβώς κυνηγούσαν. Η τροχαία διακριτικά θα εμπόδιζε την κυκλοφορία των οχημάτων στους γύρω δρόμους και μια άλλη μεγάλη ομάδα αστυνομικών είχε αποκλείσει όλες τις πιθανές προσβάσεις στον ευρύτερο χώρο του Ζαππείου.

Η επιχείρηση είχε αποφασιστεί να γίνει τη νύχτα της ίδιας ημέρας που είχε συμβεί το έγκλημα, ενώ είχαν προηγηθεί αρκετές δοκιμές σε ένα άλλο άλσος, ώστε όλα να ήταν τέλεια, καθώς το παραμικρό λάθος θα μπορούσε να οδηγήσει το όλο εγχείρημα σε αποτυχία. Ο αστυνόμος Θ. μάλιστα είχε φροντίσει να προετοιμαστεί και με διάφορους άλλους τρόπους. Είχε από νωρίς το πρωί πάει στην εκκλησία για να προσευχηθεί, ενώ μέσα από άλλους, σκοτεινότερους τρόπους είχε κατορθώσει να βρει ορισμένες προσευχές που θα μπορούσαν ίσως να αντιμετωπίσουν την επίθεση του πλάσματος, εάν φυσικά αποφάσιζε να εμφανιστεί μπροστά τους. Γνώριζε καλά πια πόσο κακόβουλο πλάσμα ήταν αλλά δεν γνώριζε πόσο πονηρό ήταν και εκείνη τη νύχτα έμελε να το διαπιστώσει.

Η ομάδα των αστυνομικών ξεκίνησε την αποστολή της μπαίνοντας στο άλσος μόλις έπεσε το βαθύ σκοτάδι και με σιγανή φωνή έκαναν τις πρώτες συνεννοήσεις. Όλα γίνονταν σύμφωνα με το σχέδιο, όταν ο αστυνόμος είδε έναν άστεγο και προφανώς μεθυσμένο τύπο να μπαίνει στο δάσος και να ξαπλώνει σε ένα παγκάκι. Έξαλλος μίλησε με την ομάδα περιφρούρησης, από την προσοχή των οποίων προφανώς είχε ξεφύγει ο άστεγος. Τώρα όμως ήταν πολύ αργά για να αντιδράσουν, οπότε τον άφησαν να κοιμάται ανενόχλητος, μέσα σε ένα σωρό από σακούλες που είχε φέρει μαζί του για να λειτουργήσουν ως ένα αξιοθρήνητο στρώμα. Πέρασε περισσότερο από μία ώρα χωρίς να έχει παρατηρηθεί η παραμικρή ύποπτη κίνηση. Ο αστυνόμος, σαν το ανυπόμονο θηρίο, ακούραστα περπατούσε σε ολόκληρο το άλσος, κρυβόταν μέσα στις φυλλωσιές, κρατούσε όλες τις αισθήσεις του σε επιφυλακή. Βλαστήμησε μέσα του μια δυο φορές και αμέσως το μετάνιωσε που έβριζε τα θεία, στη βοήθεια των οποίων πρόσβλεπε.

Τότε, μια πονηρή ιδέα γεννήθηκε μέσα του. Στάθηκε στη μέση του πάρκου, έριξε μια ματιά τριγύρω του στους μεταμφιεσμένους αστυνομικούς και με μάτια στραμμένα στον ουρανό, σιγανόφωνα έψαλε «Ω Κεμ Άναχ, άνακτα και νικητά των αρχαίων, δως μοι την απόγνωσιν! Ως Καρανάθ οδυρόμενος ικέτης σου, εν μέσω της νυχτός κλαίων, έρπων, επι γονάτων Γκεντν Γκαλλέι ολοφυρόμενος, κολάζων κολαζόμενος, επι τοις μνήμασιν αλαλάζων, ως φωνή δαίμονος μεσονυκτικού, ως κολάσεως αποφορά, δέομαί Σοι Κεμ Άναχ, παράσχου μοι την Απόγνωσιν» Έψαλλε δύο, τρεις φορές τον περισσότερο γνωστό αυτό ύμνο στον Κεμ Άναχ, γνωρίζοντας ότι τα αυτιά του θεού ποτέ δεν είναι κουφά σε αυτή την επίκληση, ξέροντας ότι έτσι έλκονται τα πλάσματα του σκότους από τα σκοτεινά καταγώγια που ζουν. Ταυτόχρονα, οραματίστηκε τον εαυτό του να βρίσκεται μέσα σε μια φωτεινή σφαίρα δύναμης. Όμως, τι ήταν εκείνο που έκανε το θάμνο απέναντί του να κινείται τόσο βίαια; Η καρδιά του αστυνόμου άρχισε να χτυπάει δυνατά, καθώς για μια ακόμα φορά, με όλη την ένταση του είναι του, έψαλλε τον ανόσιο εκείνο ύμνο. Οι αισθήσεις του, δεχόμενες ερεθίσματα από μια ακατανόμαστη πηγή, βρίσκονταν σε πλήρη διέγερση, προκαλώντας σπασμούς σε ολόκληρο το σώμα του. Τα αυτιά του βούιζαν, τα μάτια του τα έβλεπαν όλα διπλά, ενώ μια εμετική αποφορά είχε απλωθεί παντού στην ατμόσφαιρα. Χειρότερο όμως από όλα και έξω από κάθε περιγραφή, ήταν η απόγνωση που είχε καλύψει την ψυχή του, ένας εκμηδενισμός της ύπαρξής του που δεν μπορεί να περιγραφεί. Σαν ρομπότ κατευθύνθηκε προς το θάμνο, ενώ παράξενοι, μεταλλικοί ήχοι ακούγονταν στα αυτιά και του τριβέλιζαν το μυαλό. Παραμέρισε τα κλαδιά με κομμένη την ανάσα αλλά δεν είδε τίποτα μπροστά του. Γυρίζοντας να φύγει, ένιωσε ένα δυνατό χτύπημα στα πόδια και έπεσε ανάσκελα στο έδαφος. Με τρόμο που έβγαινε από την ψυχή και ζωγραφιζόταν στα μάτια του, είδε δυο κόκκινα μάτια να ανάβουν στο σκοτάδι, δυο μάτια που έμοιαζαν με εκείνα μιας γάτας. Δυο κόκκινα μάτια μέσα τους καθρεφτίζονταν απύθμενα βάθη κακίας. Δυο μάτια που τον κοίταξαν και τον παρέλυσαν. Το πλάσμα ανέβηκε επάνω του καθώς εκείνος με απόγνωση, κουνώντας μόνο τους βολβούς των ματιών του προσπαθούσε να δει τους συναδέλφους του. Δεν είχε μιλιά να βγάλει, να τους ειδοποιήσει να έρθουν και να τον σώσουν, δεν είχε ψυχική δύναμη να αντιδράσει καθώς με τα μάτια του μυαλού του έβλεπε να βγαίνουν από μέσα του ρίζες φωτεινές και να τον ενώνουν με το δαιμονικό εκείνο πλάσμα. Και είδε, σαν τους χυμούς μέσα από τις ρίζες, τη ζωτική του δύναμη να μεταφέρεται μέσα από εκείνα τα φωτεινά νημάτια προς το πλάσμα. Η αναπνοή του έγινε πιο αραιή και ακανόνιστη, άρχισε να ζαλίζεται από την υπερκαπνία και από τα άκρα του άρχισε ένα μούδιασμα που σταδιακά ανέβαινε προς τα πάνω. Γνώριζε καλά ο αστυνόμος πως αυτό ήταν η προθανάτια αίσθηση και, μη μπορώντας να αντιδράσει, έκλεισε τα μάτια και η σκέψη του φτερούγισε στη γυναίκα και τα παιδιά του, λίγο πριν χαθεί κι εκείνη…

Οι αστυνομικοί, ακούγοντας μια κραυγή και έναν πυροβολισμό μέσα στο σκοτάδι, παράτησαν τα πόστα τους και έτρεξαν στην κατεύθυνση που ακούστηκε ο ήχος. Φτάνοντας εκεί και ενώ είχαν από τους ασυρμάτους ειδοποιήσει και όλους τους συναδέλφους τους, είδαν τον αστυνόμο πεσμένο στο χώμα, αιμορραγώντας στο πόδι, ενώ παραδίπλα του, ο άστεγος, κρατώντας το λαιμό του που είχε γεμίσει με αίμα, σπαρτάρησε δυο φορές και πέθανε. Ο αστυνόμος τον είχε πυροβολήσει.

Αργότερα οι αστυνομικοί αηδιασμένοι ανακάλυψαν μέσα στις δεκάδες σακούλες που είχε μαζί του μερικά κομμένα χέρια και πόδια που δεν είχαν κατορθώσει να εντοπίσουν την ημέρα του εγκλήματος, ενώ βρήκαν και αρκετά μαχαίρια και άλλα αιχμηρά αντικείμενα, με ένα από τα οποία είχε επιτεθεί στον προϊστάμενο τους, ο οποίος τους εξήγησε ότι αυτός ο άστεγος ήταν ο δολοφόνος, επειδή μισούσε όλους εκείνους τους περαστικούς που τον ενοχλούσαν στον ύπνο του χρόνια τώρα. Προφανώς ήταν ένας διαταραγμένος νους, ο οποίος μισούσε όλους όσους δεν ανταποκρίνονταν στις σεξουαλικές του ορέξεις.

Τα Μέσα Ενημέρωσης έδωσαν μεγάλη δημοσιότητα στην επιτυχία της αστυνομίας και έκαναν ιδιαίτερη μνεία στο γενναίο αστυνόμο Θ. ο οποίος είχε μάλιστα τραυματιστεί ηρωικά κατά την εκτέλεση του καθήκοντός του. Έτσι, σε μια σεμνή τελετή στο αστυνομικό μέγαρο, ο αστυνόμος πήρε προαγωγή, κάτω από τα χειροκροτήματα των συναδέλφων του και από τα φώτα των τηλεοπτικών φακών που είχαν βρει το νέο τους ήρωα. Ο Αστυνόμος Θ. με ευγένεια και μετριοπάθεια έδωσε συνέντευξη αν και ήταν προφανές πως δεν ήταν καθόλου εξοικειωμένος με την όλη διαδικασία. Μάλιστα, κοίταξε πολύ παράξενα τους δημοσιογράφους με όλες εκείνες τις κάμερες και τα μικρόφωνα, γρήγορα όμως συνήθισε και έδειχνε να του αρέσει. Κάτι είχε αλλάξει επάνω του ωστόσο.

Φεύγοντας από τη δεξίωση, μπήκε σε ένα ταξί και μηχανικά έδωσε τη διεύθυνση στον οδηγό. Αμίλητος, κοιτούσε τη διαδρομή σα να μην αναγνώριζε το τοπίο γύρω του και στα αυτιά του ακούγονταν ήχοι όπως όταν ψάχνει κανείς για σταθμό στο ραδιόφωνο και γυρίζει γρήγορα τις συχνότητες. Είπε στον οδηγό να αλλάξει διαδρομή και να τον μεταφέρει στη Νέα Πεντέλη, ψηλά στο βουνό. Σε ένα ερημικό σημείο τον πλήρωσε και κατέβηκε από το ταξί, ενώ οι ήχοι στα αυτιά του συνεχίζονταν δυνατότεροι και πιο μεταλλικοί. Παράλληλα, ένας δυνατός πόνος στο στήθος τον έκανε να ξεκουμπώσει τη στολή του. Μια μεγάλη κόκκινη κηλίδα, σαν αλλεργικό αιμορραγικό εξάνθημα ήταν στη μέση του στέρνου του.

«Βρήκαμε τρόπο να είμαστε και οι δύο κερδισμένοι» είπε μια φωνή μέσα στα αυτιά του. «Τώρα εγώ δε θα χρειάζεται να κρύβομαι κι εσύ θα πάρεις όλα αυτά που πάντοτε ήθελες. Θα αρχίσεις να αλλάζεις, δε θα αργήσει αυτό. Τι ωραία το σχεδιάσαμε, πόσο έξυπνα κάναμε τον άθλιο εκείνο να είναι ο δράστης! Με τη δύναμή μου βρήκαν τα ενοχοποιητικά στοιχεία στις τσάντες του, με το χέρι σου τον σκότωσες επειδή δήθεν σε απείλησε. Θα τα πάμε πολύ καλά εμείς οι δύο, θα το δεις, αστυνόμε » είπε η μεταλλική φωνή…


________________________________



    τα έχεις διαβάσει;

Βιβλία Fantasy

Διαβάσαμε & Κρίνουμε
Fantasy Archive

Μουσική Φαντασίας

Ακούσαμε & Προτείνουμε
Fantasy Archive

Visual Art - Ζωγραφική

Είδαμε & Παρουσιάζουμε
Fantasy Archive

Comics - Graphic Novels

Εικόνες & Κείμενα Φαντασίας
Fantasy Archive

Ταινίες & Σειρές Φαντασίας

Εντυπώσεις και Συναισθήματα
Fantasy Archive

Video Games

Η F Γωνιά των Gamers
Fantasy Archive