Διαβάζω Η φωτια του Εαρεντηλ από τα Fantasy Archives της Fantasy Gate! Bookmark and Share


από Ερρίκο Σμυρναίο

Η φωτιά του Εαρεντήλ

Το γλέντι είχε ανάψει για τα καλά όταν ο Χονόρι πρόσεξε για πρώτη φορά τη μικροκαμωμένη κοπέλα. Ήταν καθισμένη στην απέναντι πλευρά της σάλας του καπηλειού, δίπλα σ’ ένα τεράστιο βαρέλι με μπύρα που έφτανε μέχρι το ταβάνι και τον κοιτούσε. Το βλέμμα της ήταν σταθερό και τα μάτια της τον κάρφωναν σαν δίδυμα στιλέτα.
Ήταν αναμφισβήτητα όμορφη, με μακριά καστανά μαλλιά που έπεφταν στους ώμους της σαν αστραφτερός καταρράκτης. Το πρόσωπό της είχε λεπτά και αρμονικά χαρακτηριστικά. Κάτω απ’ το πλούσιο φως των πυρσών που έκαιγαν στους τοίχους της αίθουσας, φαίνονταν πολύ νέα και ευάλωτη. Φορούσε τ’ απέρριτα και σεμνά ρούχα μιας απλής υπηρέτριας, ωστόσο το έμπειρο μάτι του Χονόρι πρόσεξε αμέσως τον χαριτωμένο τρόπο με τον οποίο εκτελούσε την κάθε της κίνηση, σαν μια καλλιτέχνιδα που ακολουθούσε τα ιερά βήματα κάποιου τελετουργικού χορού.
Την είδε να γυρίζει την κάνουλα του βαρελιού και να γεμίζει μια μεγάλη κανάτα με δροσερή ξανθοκάστανη μπύρα. Στη συνέχεια, έδωσε την κανάτα σε μια δεύτερη κοπέλα που άρχισε να περιφέρεται από τραπέζι σε τραπέζι και να γεμίζει τα ποτήρια των μεθυσμένων γλεντζέδων που γέμιζαν το καπηλειό.
Ο Χονόρι αναστέναξε βαθιά. Η ζωή του είχε γίνει πολύ όμορφη. Από την ημέρα που είχε βρει τη σωστή απάντηση στο γρίφο που του είχε θέσει ο κυβερνήτης του Ινκάλ, ο άρχοντας Εαρεντήλ, οι κάτοικοι της Κάχλα τον είχαν ανακηρύξει σ’ εθνικό τους ήρωα. Αμέτρητα γεύματα, συμπόσια και ολονύχτια γλέντια διοργανώνονταν για χάρη του και αλλεπάλληλα κεράσματα, καλοσωρίσματα και συγχαρητήρια τον περίμεναν όπου κι αν πήγαινε. Όποτε κυκλοφορούσε στους κοσμοπλημμυρισμένους δρόμους της πόλης ο κόσμος μαζεύονταν γύρω του και ζητωκραύγαζε ενθουσιασμένος ενώ πανέμορφες γυναίκες που έσκυβαν απ’ τα μπαλκόνια και τα χαγιάτια πετρόχτιστων αρχοντικών, του πετούσαν κατακόκκινα τριαντάφυλλα και αρωματισμένα μαντίλια που έκρυβαν πονηρά ραβασάκια και προσκλήσεις για ιδιαίτερες συναντήσεις σε μισοφωτισμένα μπουντουάρ και σκιερές κρεβατοκάμαρες.
Ένα πράγμα τον στεναχωρούσε μόνο, ένα γεγονός που δεν μπορούσε ν’ αγνοήσει: το Ινκάλ δεν είχε εγκαταλείψει τον ουρανό της Κάχλα. Κρέμονταν ακόμα από πάνω της σαν πελώριο σύννεφο και η σκιά του βύθιζε τα οικοδομικά της τετράγωνα σ’ ένα αφύσικο σκοτάδι.
- «Μην ανησυχείς» του είχε πει ο Έπαφος την τρίτη μέρα της γιορτής, όταν είχε καταφέρει να τον ξεμοναχιάσει και να του εκμυστηρευτεί τους φόβους του. «Θέλει δε θέλει θα φύγει, τι άλλο μπορεί να κάνει δηλαδή;»
Ο Χονόρι δεν ένιωσε καθόλου ικανοποιημένος απ’ αυτήν την απάντηση. Ευχήθηκε να βρίσκονταν κοντά του ο Θέρσος, ο μικρόσωμος και πανέξυπνος έφορος της βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου της Λαβυρένθας που τους είχε βοηθήσει να κλέψουν τ’ αυγά των δράκων απ’ την έρημο.
Ο Θέρσος όμως είχε προτιμήσει να επιστρέψει στη Λαβυρένθα απ’ την πρώτη κιόλας μέρα των εορτασμών, αποφασισμένος να ολοκληρώσει το σύγγραμμα που έγγραφε σχετικά με τους δράκους, τη συμπεριφορά τους και τις αναπαραγωγικές τελετουργίες τους.
Ο Θοργκ, ο αχώριστος σύντροφός του, που είχε ήδη καταφέρει να χάσει όλα του τα λεφτά κατά τη διάρκεια ενός οργίου οινοποσίας και χαρτοπαιξίας σε κάποιο κακόφημο καπηλειό της πόλης, τον είχε ακολουθήσει με σκοπό να δοκιμάσει την τύχη του ως σωματοφύλακας στη δούλεψη κάποιου πλούσιου έμπορου της Λαβυρένθας.
Ο Έπαφος και ο Σάλεκ είχαν αντίθετα παραμείνει στην Κάχλα και κάθονταν αυτή τη στιγμή δίπλα του, σε δύο βελούδινα ανάκλιντρα. Μασούλαγαν μία-μία τις ρώγες ενός τσαμπιού από σταφύλι που μια ημίγυμνη εταίρα έχωνε στα στόματά τους εναλλάξ.
Ο Χονόρι άρχισε να ζαλίζεται. Ο συνδυασμός της μπύρας που γέμιζε το στομάχι του, της διαπεραστικής μουσικής που τον ξεκούφαινε και της ζέστης που επικρατούσε στην αίθουσα του καπηλειού, είχε αρχίσει να τον καταβάλλει. Έψαξε με τα μάτια του την όμορφη κοπέλα, αλλά εκείνη είχε γίνει άφαντη.
Και τότε ακούστηκε η πρώτη μακρινή έκρηξη που έκανε τους τοίχους και το δάπεδο του καπηλειού να τρεμουλιάσουν αφύσικα.


Το τριήμερο που πέρασε μακριά απ’ το σχολείο δεν του φάνηκε καθόλου δυσάρεστο. Το ακριβώς αντίθετο μάλιστα. Αντί να βασανίζεται από τύψεις για τις τρεις μέρες της αποβολής με τις οποίες τον είχε τιμωρήσει ο Γυμνασιάρχης, ο Παύλος ένιωθε υπέροχα.
Είχε βέβαια σοβαρούς λόγους να αισθάνεται έτσι. Καταρχήν, μετά το βρωμόξυλο που είχε ρίξει στο Θωμά, ήταν σίγουρο πως δε θα τολμούσε να τον ενοχλήσει ποτέ ξανά. Επίσης, η συμπεριφορά των γονιών του είχε αλλάξει ως δια μαγείας. Είχαν πάψει να τσακώνονται όλη την ώρα και του έδιναν μεγαλύτερη σημασία, τον αντιμετώπιζαν σαν ένα ώριμο άτομο και όχι σαν ένα μικρό παιδί που έπρεπε ν’ αναθρέψουν. Για παράδειγμα, είχε πάει με τον πατέρα του στον κινηματογράφο, για πρώτη φορά ύστερα από πάρα πολύ καιρό, και στην επιστροφή είχαν συζητήσει για ένα σωρό ενδιαφέροντα πράγματα, για την ταινία που είχαν δει μαζί, για τα μελλοντικά του σχέδια και για τη ζωή γενικότερα, σαν να ήταν ίσοι μεταξύ τους, σαν δύο ενήλικες. Στη συνέχεια είχε βοηθήσει τη μητέρα του στο καθάρισμα του σπιτιού και στα ψώνια και εκείνη, για να του το ανταποδώσει, του είχε μαγειρέψει το αγαπημένο του φαγητό.
Η ζωή του έμοιαζε να έχει μπει σε μια καλύτερη τροχιά και το πιο ωραίο ήταν πως αυτό συνέβαινε χάρη στις δικές του προσπάθειες. Αυτή η σκέψη και μόνο τον έκανε να νιώθει διπλά ευχαριστημένος και περήφανος για τον εαυτό του.
Την τέταρτη μέρα, όταν επέστρεψε στο σχολείο, τα πράγματα ήταν και εκεί πολύ καλύτερα απ’ ό,τι περίμενε. Η συμπεριφορά των συμμαθητών του είχε αλλάξει καθώς το γεγονός πως είχε φάει τρεις μέρες αποβολή τον περιέβαλλε με μια παράξενη αίγλη ηρωισμού. Ακόμα πιο ευχάριστο ήταν το γεγονός πως ο Θωμάς δεν εμφανίστηκε στο μάθημα και οι φίλοι του ούτε καν διανοήθηκαν να τον ενοχλήσουν. Του έριξαν απλώς κάποιες πλάγιες ματιές και ψιθύρισαν μεταξύ τους συνομωτικά. Ο Παύλος μόρφασε περιφρονητικά προς το μέρος τους και εκείνοι απέφυγαν το βλέμμα του λες και τον φοβόντουσαν. Στο διάλειμμα οι φίλοι του μαζεύτηκαν γύρω του σαν να μην έτρεχε τίποτα και μόνο η καθηγήτρια της φιλολογίας, αυτή που προσπαθούσε πάντα να τον βοηθάει και να τον προστατεύει από τις επιθέσεις του Θωμά, τον είχε κοιτάξει παραξενεμένη αλλά καθόλου αποδοκιμαστικά. Αντίθετα, στο βλέμμα της διέκρινε κάτι σαν έκπληξη και ευχαρίστηση, σαν να έβλεπε μια πολύ θετική αλλαγή πάνω του.


Όταν τελείωσε και η τελευταία ώρα των μαθημάτων, είχε σκοτεινιάσει. Ο Παύλος απέμεινε μόνος στην τάξη καθώς έπρεπε να αντιγράψει κάποιες σημειώσεις πάνω στην ύλη που είχε χάσει τις τελευταίες τρεις μέρες.
Η καθηγήτρια των αρχαίων τον είχε βάλει να της υποσχεθεί πως θα έκλεινε τα φώτα και την πόρτα όταν έφευγε και ύστερα τον είχε αφήσει μόνο. Ύστερα από λίγο, όταν ο ρυθμικός κρότος των τακουνιών της που χτυπούσαν στο δάπεδο έσβησε στην απόσταση, μια βαριά σιωπή απλώθηκε μέσα στην άδεια σχολική αίθουσα.
Ο Παύλος συνέχισε να αντιγράφει ανενόχλητος τις σημειώσεις του όταν άκουσε στο διάδρομο έξω απ’ την τάξη κάτι που έμοιαζε με μακρόσυρτο ξύσιμο, σαν κάποιος να έσερνε τα χέρια του πάνω στους τοίχους.
Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε προς τη μεριά της πόρτας. Ποιος θα μπορούσε να είναι τέτοια ώρα; Απόλυτη σιγή διαδέχτηκε το ερώτημα του. Από πολύ μακριά άκουσε το βουητό των αυτοκινήτων που διέσχιζαν τους δρόμους της πόλης ενώ μακρινά κορναρίσματα και μαρσαρίσματα από μοτοσυκλέτες δημιουργούσαν ένα είδος ηχητικού υπόβαθρου που υπογράμμιζε περισσότερο αντί να ραγίζει τη σιωπή που τον περιέβαλλε.
Στη συνέχεια το ξύσιμο ακούστηκε και πάλι, πιο μακρόσυρτο αυτή τη φορά. Θα ‘λεγε κανείς πως όποιος κι αν ήταν αυτός που έξυνε τους τοίχους, πλησίαζε προς το μέρος του. Μια αόριστη αίσθηση φόβου τον έκανε να σταματήσει το γράψιμο για τα καλά και να εστιάσει την προσοχή του στην πόρτα της τάξης που είχε απομείνει μισάνοιχτη.
Ένιωσε ξαφνικά πως ο ήχος αυτός δεν ήταν τυχαίος, πως αποσκοπούσε στο να του τραβήξει την προσοχή.
Εκείνη τη στιγμή το ξύσιμο σταμάτησε και η σιωπή ξανακρεμάστηκε γύρω του σαν βαριά κουβέρτα. Κατάλαβε τότε πως όποιος και αν ήταν αυτός που έσερνε τα χέρια του πάνω στους τοίχους του διαδρόμου, ήξερε πως είχε μείνει μόνος του στην τάξη και προσπαθούσε να τον τρομάξει.
Ένα συναίσθημα που ήταν παρόμοιο με το θυμό και την αηδία που τον είχε κατακλύσει όταν είχε αντιμετωπίσει τον Θωμά στην πλατεία, έδιωξε μακριά το φόβο που είχε αρχίσει ν’ αναδεύεται μέσα του σαν ναρκωμένο φίδι. Σηκώθηκε όρθιος, άρπαξε τον χάρακα που βρίσκονταν πάνω στην έδρα και κραδαίνοντάς τον σαν σπαθί, περπάτησε με αργά και απειλητικά βήματα μέχρι την μισόκλειστη πόρτα.
Όταν στάθηκε μπροστά της, έμεινε ακίνητος και κράτησε την αναπνοή του μήπως και ακούσει τίποτα περισσότερο. Όμως κανένας θόρυβος δε ράγισε τη σιωπή που απλωνόταν στο διάδρομο πίσω απ’ την πόρτα. Στη συνέχεια άνοιξε την πόρτα με μια κλωτσιά, με σκοπό να αιφνιδιάσει τον ηλίθιο που προσπαθούσε να τον φοβίσει. Το μόνο που αντίκρισε ωστόσο ήταν ένα πυκνό σκοτάδι. Τα φώτα της τάξης ζωγράφισαν ένα λευκό παραλληλόγραμο στα πόδια του και η σκιά του απλώθηκε γωνιώδης και μακρόστενη μπροστά του.
Εκείνη τη στιγμή συνέβη κάτι που τον έκανε να σκιρτήσει ξαφνιασμένος. Τα φώτα της τάξης έσβησαν. Ο Παύλος έσφιξε το χάρακα τόσο πολύ που οι κλειδώσεις των χεριών του άσπρισαν. Κάποιος είχε κατεβάσει το γενικό διακόπτη της ΔΕΗ. Αυτό δεν ήταν κάτι το δύσκολο εφόσον όλοι ήξεραν που βρίσκονταν οι πίνακες με τις ασφάλειες που τροφοδοτούσαν με ρεύμα τον κάθε όροφο του σχολείου –σε κάτι μεταλλικά ντουλάπια στην αρχή της κάθε σκάλας που ήταν εντοιχισμένα στους τοίχους αλλά που πολύ εύκολα μπορούσε να τ’ ανοίξει κανείς. Μια φορά και έναν καιρό μάλιστα είχε γίνει επιδημία αυτό το πράγμα, ν’ ανοίγονται τα ντουλάπια δηλαδή και να κατεβαίνουν οι διακόπτες για να σταματάνε τα μαθήματα, μέχρι που ο γυμνασιάρχης το πήρε χαμπάρι και άρχισε να μοιράζει αποβολές με τη σέσουλα οπότε η μόδα πέρασε ως δια μαγείας.
Ο Παύλος έτριξε τα δόντια του απειλητικά. Ο ήχος ακούστηκε αρκετά δυσοίωνος μέσα στο σκοτάδι και ενδεχομένως τρομακτικός. Τουλάχιστον ευχήθηκε να είχε αυτό το αποτέλεσμα.
Κρατώντας πάντα τον χάρακα μπροστά του σαν σπάθα, ξαναμπήκε στην τάξη, μάζεψε τα βιβλία και τα τετράδια που είχε αφήσει πάνω στο θρανίο και τα έβαλε στην σάκα του. Μετά, αφού πέρασε τα λουριά της σάκας στους ώμους του, βγήκε απ’ τη σχολική αίθουσα και άρχισε να διασχίζει με αργά και προσεκτικά βήματα το διάδρομο, προς την κατεύθυνση της σκάλας που έβγαζε στο ισόγειο και στο προαύλιο του σχολείου.
Τα μάτια του προσαρμόστηκαν γρήγορα στο σκοτάδι. Η μαυρίλα που γέμιζε το διάδρομο μεταμορφώθηκε σ’ ένα γκρίζο ημίφως μέσα στο οποίο ξεχώριζαν αχνά τα λευκά σκαλοπάτια που ξεκινούσαν απ’ την απέναντι άκρη του. Τα φώτα των γύρω κτιρίων έβαφαν τον ουρανό με μια πορτοκαλί ανταύγεια που τρύπωνε μέσα στο κτίριο και απάλυνε το σκοτάδι που φώλιαζε στο εσωτερικό του.
Ο Παύλος στάθηκε μπροστά στο πρώτο σκαλοπάτι και ετοιμάστηκε να το δρασκελίσει όταν δύο πράγματα συνέβησαν ταυτόχρονα: το κινητό του άρχισε να χτυπάει ενώ ο ήχος γοργών βημάτων που πλησίαζαν ήχησαν ρυθμικά πίσω απ’ την πλάτη του. Άρχισε να ψαχουλεύει την τσέπη του μπουφάν του για να βγάλει το κινητό του τηλέφωνο η οθόνη του οποίου είχε μεταμορφωθεί σ’ ένα φωτεινό άσπρο τετράγωνο όπου αναβόσβηνε η λέξη «ΣΠΙΤΙ».
Την ίδια στιγμή έστριψε το κεφάλι και το σώμα του για ν’ αντιμετωπίσει τον απρόσκλητο επισκέπτη που έτρεχε προς το μέρος του αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Κάποιος τον χτύπησε δυνατά στο στήθος και τον έσπρωξε προς τα πίσω. Ο Παύλος τινάχτηκε στον αέρα σαν πάνινη κούκλα και αιωρήθηκε στο κενό, πάνω απ’ τη σκάλα. Μετά από αυτό ολόκληρος ο κόσμος μπήκε σε αργή κίνηση. Στο φως του κινητού που άρχισε να στριφογυρίζει μπροστά του λες και αιωρούταν στο διαστημικό κενό σε συνθήκες έλλειψης βαρύτητας, αντίκρισε το πρόσωπο του Θωμά που τον κοίταζε κατακόκκινος και καταϊδρωμένος. Το στόμα του παραμορφώνονταν από ένα διαβολικό χαμόγελο που έμοιαζε να το χωρίζει στα δύο.
Και τότε άκουσε έναν παράξενο ήχο που έμοιαζε με μακρινή βροντή. Ένιωσε το κορμί του να πέφτει. Γύρω του απλώθηκε μια παράξενη σιωπή. Μέσα απ’ τον ωκεανό της λήθης και της αναισθησίας που ανέβαινε σαν παλιρροϊκό κύμα για να τον καταπιεί, του φάνηκε πως μια δεύτερη βροντή ηχούσε στο σκοτάδι, σαν κύμβαλο που αντιλαλούσε κρυμμένο στην ανήλιαγη απεραντοσύνη κάποιας ανεξερεύνητης ζούγκλας.


- «Τι ήταν αυτό;»
- «Τι ήταν τι πράγμα;»
Ο Σάλεκ και ο Έπαφος τον κοίταξαν παραξενεμένοι. Η εταίρα σταμάτησε να τους ταΐζει και απέμεινε ακίνητη, με το τσαμπί στο χέρι.
- «Κάτι σαν έκρηξη! Δεν το ακούσατε;» τους ξαναρώτησε ο Χονόρι.
Προτού προλάβουν να του απαντήσουν, μια δεύτερη βροντή που ήταν πολύ πιο κοντινή και δυνατή από την προηγούμενη, αντιλάλησε γύρω τους. Οι τοίχοι του καπηλειού ταλαντεύτηκαν και έτριξαν σαν χαρτί που τσαλακώνεται ενώ οι καντήλες που κρέμονταν πάνω απ’ τα κεφάλια τους άρχισαν να ταλαντεύονται πέρα-δώθε.
Οι μουσικοί σταμάτησαν να παίζουν. Κατέβασαν τα μουσικά τους όργανα και κοίταξαν γύρω τους τρομαγμένοι. Οι θαμώνες του καπηλειού μιμήθηκαν το παράδειγμά τους και μια παράταιρη σιωπή απλώθηκε στο εσωτερικό της χαμηλοτάβανης σάλας.
Μια τρίτη έκρηξη ακολούθησε τις δυο προηγούμενες. Ήταν τόσο δυνατή που ολόκληρο το κτίριο τραντάχτηκε συθέμελα. Ένα πήλινο λαγήνι έπεσε από κάποιο τραπέζι και διαλύθηκε σε χίλια κομμάτια. Απ’ το ταβάνι ξεκόλλησαν μικρά κομμάτια σοβά που έπεσαν πάνω στο κεφάλι και τους ώμους του Χονόρι σαν μια βροχή από αλεύρι.
- «Γρήγορα, ελάτε να δείτε τι γίνεται έξω! Το Ινκάλ! Το Ινκάλ μας επιτίθεται!» Ένας παχουλός και λαχανιασμένος άνθρωπος εμφανίστηκε στην εξώπορτα του καπηλειού. Κρατούσε το στήθος του απ’ τη μεριά της καρδιάς και έμοιαζε έτοιμος να πάθει συγκοπή.
Το πανδοχείο τραντάχτηκε και πάλι. Μια χορωδία τρομαγμένων κραυγών ξέσπασε γύρω απ’ τον Χονόρι. Στη συνέχεια επικράτησε πραγματικό πανδαιμόνιο καθώς ο πανικός εξαπλώνονταν μέσα στην αίθουσα σαν φωτιά σε πυριτιδαποθήκη. Πελάτες και σερβιτόρες, εταίρες και χορεύτριες, πετάχτηκαν όρθιοι και όλοι μαζί, σαν ένα σώμα, προσπάθησαν να βγουν μεμιάς απ’ την πόρτα. Ο λαχανιασμένος άνθρωπος σπρώχτηκε στο πλάι και κατέρρευσε δίπλα στα βαρέλια με την μπύρα σαν αχυρένιο ανδρείκελο. Τραπέζια, καθίσματα και ανάκλιντρα αναποδογυρίστηκαν, παρασυρμένα λες απ’ την ορμή ενός ανεμοστρόβιλου και οι πέτρινες πλάκες που κάλυπταν το δάπεδο του καπηλειού γέμισαν με χυμένα κρασιά και αφρισμένες μπύρες. Όσοι υπήρξαν τόσο άτυχοι ώστε να γλυστρήσουν πάνω τους και να πέσουν κατάχαμα τσαλαπατήθηκαν ανελέητα απ’ τους αλλόφρονες συνανθρώπους τους.
Ο Χονόρι άρπαξε απ’ τους ώμους τον Έπαφο και τον Σάλεκ και τους φώναξε με όλη του τη δύναμη:
- «Μείνετε ακίνητοι! Περιμένετε μέχρι να φύγουν όλοι αλλιώς θα τσαλαπατηθούμε σαν τα ζώα!»
Η αίθουσα άδειασε μέσα σε χρονικό διάστημα δευτερολέπτων. Μια παράξενη σιωπή κρεμάστηκε για λίγο γύρω τους. Μετά, ένας μακρινός αχός άγγιξε τ’ αυτιά τους, ένας θρηνητικός ήχος που έκανε την καρδιά του Χονόρι να παγώσει. Οι οιμωγές χιλιάδων ανθρώπων που έκλαιγαν και φώναζαν παγιδευμένοι στα δίχτυα κάποιας ασύλληπτης τραγωδίας.
Με το που άκουσαν αυτόν τον ήχο, ο Σάλεκ και ο Έπαφος ξέφυγαν απ’ τα χέρια του και χύμηξαν στην πόρτα σαν δαιμονισμένοι, δρασκελίζοντας αναποδογυρισμένα έπιπλα, σπασμένα πιάτα και στραπατσαρισμένα ποτήρια. Ο Χονόρι τους ακολούθησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Η εξώπορτα του καπηλειού έβγαζε σ’ ένα φαρδύ εξώστη απ’ όπου μπορούσε κανείς να δει ολόκληρη την Κάχλα ν’ απλώνεται στα πόδια του σαν ένα τεράστιο χαλί που φωτίζονταν από αμέτρητα μικροσκοπικά φώτα.
Ένα απίστευτο θέαμα ξεδιπλώνονταν τώρα μπροστά τους. Είδαν αργοκίνητες τουλίπες φλογερού καπνού να υψώνονται πάνω απ’ τα πυκνοκατοικημένα οικοδομικά τετράγωνα της πόλης σαν πύρινα λουλούδια που άνοιγαν αργά τα πέταλά τους προς τον σκοτεινό ουρανό. Το στρογγυλό φεγγάρι που κρεμόταν πάνω απ’ τον ανατολικό ορίζοντα είχε αποκτήσει ένα απαίσιο κόκκινο χρώμα ενώ μια μυρωδιά καμένου ξύλου γέμιζε την ατμόσφαιρα.
Πάνω απ’ τα κεφάλια τους το Ινκάλ κινούνταν αργά και μεγαλόπρεπα, ίδιο με σύννεφο καταιγίδας που το σπρώχνουν δυσοίωνοι αέρηδες. Κατά μήκος της περιφέρειας του λαμπύριζαν κάτι χρυσοκόκκινες σπίθες που ξεκολλούσαν κάθε τόσο και έπεφταν πάνω στην πόλη σαν εκτυφλωτικοί μετεωρίτες, αφήνοντας πίσω τους φωτεινές ουρές. Έσκαγαν πάνω σε κτίρια δρόμους και πλατείες σκορπώντας τον θάνατο και την καταστροφή. Ο Χονόρι είδε οροφές κτιρίων να τινάζονται στον αέρα, τοίχους σπιτιών να εκρήγνυνται σαν παραφουσκωμένα μπαλόνια και πέτρινους πύργους να καταρρέουν πάνω σε στενούς δρόμους που είχαν πλημμυρίσει από ένα πυκνό πλήθος αλλόφρονων ανθρώπων που έτρεχαν εδώ κι εκεί σαν τρομαγμένα μυρμήγκια. Μπροστά στα μάτια τους εξώστες και μπαλκόνια τυλίγονταν στις φλόγες ενώ πολύχρωμα παράθυρα θρυμματίζονταν σαν παραζεσταμένες φιάλες με οινόπνευμα. Ήταν μια εξελισσόμενη σφαγή, ένα θέαμα που έκανε την καρδιά του να χτυπήσει δυνατά και τις γροθιές του να σφιχτούν ανήμπορα.
- «Έλα μαζί μου αν θέλεις να μείνεις ζωντανός απόψε!» του φώναξε μια γυναικεία φωνή.
Ο Χονόρι γύρισε το κεφάλι του και αντίκρισε τη νεαρή κοπέλα που είχε προσέξει προηγουμένως στο καπηλειό. Το πρόσωπό της διαγράφονταν σοβαρό και αποφασισμένο κάτω απ’ το κόκκινο φως της πυρκαγιάς που είχε αρχίσει να καταπίνει την πόλη. Τα μάτια της τον κοιτούσαν φορτισμένα με μια παράξενη δύναμη.
Το Ινκάλ συνέχισε να κινείται, προς το μέρος τους αυτή τη φορά. Μια καινούργια ριπή φλογερών μετεωριτών συντρίφτηκε πάνω στην πόλη σκορπώντας ένα ακόμα κύμα θανάτου και καταστροφής. Αυτή τη φορά οι εκκωφαντικές εκρήξεις ήχησαν πολύ πιο κοντά στον εξώστη ενώ ένα κύμα καυτού αέρα ανακάτεψε τα μακριά μαλλιά της κοπέλας που τον κοίταζε ακίνητη, περιμένοντας την απάντησή του.
- «Ποια είναι αυτή;» τον ρώτησε ο Σάλεκ. «Καμιά παλιά γνωριμία;»
Ο Χονόρι εξακολουθούσε να κοιτάζει την κοπέλα γοητευμένος. Το πρόσωπό της κάτι του θύμιζε αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι ακριβώς.
Η περισυλλογή του διακόπηκε απότομα απ’ το χέρι του Έπαφου που του έδωσε μια δυνατή και αρκετά επώδυνη σκουντιά.
- «Αφεντικό, πρέπει να κάνουμε κάτι!» του φώναξε για να ακουστεί πάνω απ’ τον πανζουρλισμό των εκρήξεων. «Αλλιώς μας βλέπω να κοιτάμε τα ραδίκια ανάποδα!»
Ο Χονόρι ξέφυγε απ’ το μαγικό ξόρκι που τον κρατούσε ακινητοποιημένο και κοίταξε τον Έπαφο που το πρόσωπό του γυάλιζε ιδρωμένο στο κόκκινο φως της πυρκαγιάς.
- «Έχεις δίκιο» του είπε. «Πρέπει να βρούμε κάποια κρυψώνα, τώρα που προλαβαίνουμε ακόμα!»
Μια γρήγορη ματιά στάθηκε αρκετή για ν’ ανακαλύψει πως στον εξώστη είχε απομείνει μονάχα αυτός ο ίδιος, ο Σάλεκ, ο Έπαφος και η παράξενη κοπέλα.
- «Λοιπόν, θα έρθετε μαζί μου ή όχι;» τους ξαναρώτησε εκείνη κοιτάζοντάς τους έναν-έναν με τη σειρά.
- «Φαίνεται να ξέρει τι κάνει!» του είπε ο Σάλεκ που χοροπηδούσε απ’ το ένα πόδι στο άλλο σαν ανυπόμονος πελαργός.
- «Οδήγησε μας σε κάποιο καταφύγιο!» της είπε ο Χονόρι και εκείνη, σβέλτη σαν αστραπή, ξαναμπήκε τρέχοντας στο άδειο εσωτερικό του καπηλείου και τους έκανε ένα επιτακτικό νεύμα να την ακολουθήσουν.
Ο Χονόρι έριξε μια τελευταία ματιά στον ουρανό. Το ιπτάμενο νησί βρίσκονταν πλέον ακριβώς πάνω απ’ το κεφάλι του. Κατά μήκος της περιφέρειας του λαμπύριζε ένα καινούργιο κύμα μετεωριτών που από στιγμή σε στιγμή θα εξαπολύονταν πάνω στην ανυπεράσπιστη Κάχλα.
Δίχως να καθυστερήσει στιγμή περισσότερο, δρασκέλισε το κατώφλι του καπηλειού και ακολούθησε την κοπέλα που είχε ήδη ανοίξει μια μικρή πόρτα που κρύβονταν πίσω απ’ τα βαρέλια με τις μπύρες.
Πίσω απ’ την πόρτα ξεκινούσε μια σειρά από στενά και απότομα σκαλοπάτια που κατηφόριζαν στο σκοτάδι. Μόλις ο Σάλεκ και ο Έπαφος άρχισαν να κατεβαίνουν τα σκαλιά, ο Χονόρι έκλεισε πίσω του την πόρτα όχι όμως προτού ακούσει το σφύριγμα της καινούργιας ριπής των μετεωριτών που εξαπέλυε το Ινκάλ. Άρχισε να κατεβαίνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε τα στενά σκαλοπάτια όταν μια εκκωφαντική έκρηξη και ένα τρομακτικό τράνταγμα τον έκαναν να χάσει την ισορροπία του και να κατρακυλήσει αβοήθητος μέσα στο αδιαπέραστο σκοτάδι.
Η καρδιά του σταμάτησε να χτυπάει και ο χρόνος φάνηκε να παγώνει. Ο Παύλος έσφιξε τα δόντια του περιμένοντας τη μοιραία πρόσκρουση με τα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Αντί γι’ αυτό όμως μια βαθιά σιωπή και ένα αδιαπέραστο σκοτάδι τον τύλιξαν αστραπιαία πλέκοντας γύρω του κάτι σαν χοντρή κουβέρτα. Σιωπή και σκοτάδι και μια αίσθηση αιώρησης που δεν έλεγε να περάσει.
Μα τι συνέβαινε τέλος πάντων;
- «Δεν θα πεθάνεις απόψε!» ψιθύρισε απαλά μια φωνή μέσα στο κεφάλι του.
- «Ποιος είσαι; Κάποιος φύλακας άγγελος;» θέλησε να μάθει ο Παύλος. Η φωνή του ακούστηκε ολοκάθαρη αλλά χωρίς να παράγει καμία ηχώ ή αντίλαλο, λες και έσβηνε ακαριαία μέσα στο κενό που τον περιέβαλλε. Ήταν μια πρωτόγνωρη και κάπως ασφυκτική αίσθηση.
- «Όχι ακριβώς...» ήταν η απάντηση της παράξενης εκείνης φωνής. «Ας πούμε ότι είμαι κάποιος που σε προσέχει.»
- «Τι μου συμβαίνει, πού βρίσκομαι;» τη ρώτησε και πάλι.
- «Έχεις παρεισφρύσει σ’ ένα ενδιάμεσο στάδιο, κάπου ανάμεσα στο χρόνο που χρειάζεται για να ολοκληρωθεί μια σκέψη και ν’ ανακληθεί μια ανάμνηση.»
- «Εσύ το έκανες αυτό;»
- «Ναι, βέβαια.»
- «Γιατί;»
- «Γιατί χρειάζομαι τη βοήθειά σου στον ίδιο βαθμό που εσύ χρειάζεσαι τη δική μου!»
- «Και τι θέλεις να κάνω για να σε βοηθήσω;»
- «Προς το παρόν θέλω να μου έχεις εμπιστοσύνη» του εξήγησε η φωνή. «Θέλω να χαλαρώσεις και να παρακολουθήσεις πολύ προσεκτικά όλα αυτά που έχω να σου δείξω!»


Ο Χονόρι βόγγηξε σιγανά. Ολόκληρο το κορμί του πονούσε αφόρητα, σα να τον είχε μαυρίσει στο ξύλο μια λεγεώνα ειδικά εκπαιδευμένων μπράβων.
- «Νομίζω πως συνέρχεται αρχόντισσά μου» δήλωσε μια βραχνή φωνή.
Άνοιξε τα μάτια του επιφυλακτικά αλλά δεν αντίκρισε τίποτα περισσότερο από πηχτό σκοτάδι. Επόμενο ήταν, αφού το κεφάλι του σκεπάζονταν από μια βαριά κουκούλα που μύριζε παλιό μαλλί και μούχλα.
Κάποιος τράβηξε την κουκούλα και ο Χονόρι τυφλώθηκε απ’ το εκθαμβωτικό φως ενός πυρσού που έκαιγε κοντά στο πρόσωπό του, τόσο κοντά που η μύτη του άρχισε να τσουρουφλίζεται. Έκανε μια αντανακλαστική κίνηση προς τα πίσω και η δάδα απομακρύνθηκε λιγάκι.
- «Επιτέλους!» δήλωσε μια γυναικεία αυτή τη φορά φωνή.
Έκανε μια δεύτερη απόπειρα ν’ ανοίξει τα μάτια του. Αυτή τη φορά τα κατάφερε καλύτερα. Ανακάλυψε πως βρίσκονταν στο κέντρο μιας ευρύχωρης αίθουσας που φωτίζονταν απ’ τις φλόγες των κεριών και των λαμπάδων που κρατούσαν στα χέρια τους ένα πλήθος σιωπηλών ανθρώπων που είχαν μαζευτεί γύρω του. Τον κοιτούσαν χωρίς να κινούνται καθόλου. Είδε πως φορούσαν κουρελιασμένα ρούχα και περίτεχνες μάσκες από επιχρυσωμένο χαρτόνι και πολύχρωμα υφάσματα που έκρυβαν τα πρόσωπά τους.
Πίσω τους, γυμνά τοιχώματα από χοντροκομμένους πέτρινους ογκόλιθους ενώνονταν ψηλά πάνω απ’ το κεφάλι του, σχηματίζοντας έναν οξύκορφο θόλο.
Έκανε κρύο. Μια αίσθηση διαπεραστικής υγρασίας τον έκανε να ριγήσει. Κατάλαβε πως ο χώρος εκείνος ήταν υπόγειος. Οι άνθρωποι που στέκονταν γύρω του και τον κοιτούσαν του φάνηκαν πολύ απειλητικοί, σαν μια λεγεώνα κακόβουλων φαντασμάτων.
Το δεύτερο πράγμα που ανακάλυψε ήταν πως κάθονταν σε μια σκληρή και άβολη καρέκλα από ξύλο η οποία ήταν εξοπλισμένη με σιδερένιους κρίκους που σφίγγονταν γύρω απ’ τους αστράγαλους και τους καρπούς των χεριών του.
Ο Χονόρι εστίασε το βλέμμα του στη νεαρή γυναίκα που στέκονταν όρθια μπροστά του. Τον κοιτούσε ψυχρά, σαν να εξέταζε κάποιο αβοήθητο πειραματόζωο. Ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που δε φορούσε μάσκα. Το πρόσωπό της διαγράφονταν λεπτοκαμωμένο και δυναμικό μέσα στο διάχυτο φως των κεριών και των λαμπάδων, το χάλκινο δέρμα της τεντωνόταν πάνω σε ψηλά ζυγωματικά και τα μάτια της άστραφταν κατάμαυρα, σαν τροχισμένες λεπίδες από αστραφτερό οψιδιανό.
Ένας μορφασμός έκπληξης χαράχτηκε στο πρόσωπό του. Η κοπέλα δεν ήταν άλλη απ’ τη μικροκαμωμένη σερβιτόρα που τον είχε οδηγήσει στις υπόγειες σκάλες λίγο πριν σκάσουν πάνω στα κεφάλια τους οι βόμβες του Ινκάλ.
Τώρα βέβαια, έτσι όπως στέκονταν μπροστά του στητή και περήφανη, ντυμένη με πολυτελή αν και ξεθωριασμένα ρούχα από γυαλιστερό μετάξι, ελάχιστα θύμιζε την ντροπαλή σερβιτόρα του καπηλειού. Και τότε θυμήθηκε και κάτι άλλο· όταν είχε έρθει για πρώτη φορά στην Κάχλα, λίγο προτού συναντήσει τον Θέρσο που του είχε προτείνει να ηγηθεί της ομάδας των τολμηρών που θα έκλεβαν τ’ αυγά των δράκων απ’ την έρημο, είχε κάνει μια βόλτα στην αγορά της πόλης για ν’ αγοράσει τίποτα ρούχα μια και το μόνο που είχε μαζί του ήταν μια ταλαιπωρημένη πολεμική στολή που φορούσε μέρα-νύχτα εδώ και κάτι βδομάδες. Στη σκονισμένη βιτρίνα ενός μικρού καταστήματος που πουλούσε αντίκες είχε αντικρύσει ένα πορτρέτο που του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση, μια ελαιογραφία που απεικόνιζε με μεγάλη μαεστρία το όμορφο και θεληματικό πρόσωπο μιας νεαρής κοπέλας που φορούσε ένα περίτεχνο στέμμα. Ο καταστηματάρχης που μυρίστηκε αμέσως το ενδιαφέρον του, του είχε εξηγήσει πως έβλεπε το πορταίτο της Σαρίνας Αντ’ Άκρουελ, της τελευταίας αρχόντισσας της Κάχλα. Η οικογένεια των Αντ’ Άκρουελ, του είχε πει, κυβερνούσε την πόλη απ’ το ερειπωμένο κάστρο που στεφάνωνε ακόμα την κορφή του λόφου που υψώνονταν στο κέντρο της, μέχρι τη στιγμή που το Ινκάλ, πριν από πενήντα χρόνια και βάλε, είχε κάνει την εμφάνισή του. Η οικογένεια είχε αρνηθεί να πληρώσει το φόρο της υποτέλειας που είχε απαιτήσει ο Εαρεντήλ με αποτέλεσμα, μια και μόνο βόμβα που εξαπολύθηκε από το ιπτάμενο νησί, να καταστρέψει ολοσχερώς το κάστρο και όσους βρίσκονταν στο εσωτερικό του.
- «Αδύνατον!» ψέλισσε ο Χονόρι. «Η γενιά των Αντ’ Άκρουελ έσβησε με την εμφάνιση του Ινκάλ!»
Τα λεπτά χείλη της κοπέλας σχημάτισαν ένα περιφρονητικό χαμόγελο.
- «Έτσι νομίζεις;» τον ρώτησε. «Λοιπόν, ατρόμητε πολεμιστή μου, απόψε ανακαλύπτεις το ακριβώς αντίθετο. Επέτρεψε μου να σου συστηθώ. Είμαι η Σαρίνα Αντ’ Άκρουελ η Γ΄, η μοναδική απόγονος της ένδοξης γενιάς των πραγματικών βασιλιάδων αυτής της πόλης! Εγώ και οι υπήκοοί μου υπάρχουμε ακόμα. Είμαστε τα παιδιά εκείνων που επέζησαν απ’ την άνανδρη επίθεση του μισητού κυβερνήτη του Ινκάλ! Ζούμε κρυμμένοι στις κατακόμβες του πατρογονικού μου κάστρου και στις σήραγγες που έχουμε σκάψει και που απλώνονται κάτω απ’ ολόκληρη την πόλη! Απόψε βρίσκεσαι εδώ πέρα για να κάνουμε μια συμφωνία, εσύ και εγώ! Απόψε, με τη βοήθειά σου, το μεγαλείο μου θ’ αναδυθεί μέσα απ΄τις στάχτες του!»
Έγειρε προς το μέρος του και ακούμπισε τα χέρια της στα δεσμά που τύλιγαν τους καρπούς του. Τα μάτια της πλησίασαν τα δικά του. Ο Χονόρι σφίχτηκε άθελά του καθώς διέκρινε τη λάμψη της τρέλας που τρεμόφεγγε μέσα στα κατάμαυρα μάτια της νεαρής γυναίκας.
- «Και τι σε κάνει να πιστεύεις πως θα κάνω το θέλημά σου;» τη ρώτησε μαζεύοντας όσο κουράγιο του είχε απομείνει.
Η Σαρίνα όρθωσε τη ράχη της, έκανε ένα βήμα προς τα πίσω και έβαλε τα γέλια.
- «Είσαι ατρόμητος και πεισματάρης βλέπω!» σχολίασε με ανάλαφρο ύφος, σαν να διασκέδαζε με την ελάχιστα φιλική απάντησή του Χονόρι, «Και εγώ το ίδιο όμως! Το πείσμα είναι που με κρατάει ζωντανή, ο όρκος που πήρα όταν ήμουν παιδί και φιλούσα το παγωμένο χέρι του ετοιμοθάνατου πατέρα μου, όταν ορκίστηκα πως η οικογένεια μας και όσοι πιστοί ακόλουθοι επέλεξαν να μείνουν μαζί μας, θα έπαυαν κάποτε να ζουν στα μπουντρούμια του κάστρου σαν τα ποντίκια και πως κάποια μέρα θ’ αποκτούσαμε και πάλι αυτό που μας ανήκει δικαιωματικά, την Κάχλα και όλα της τα πλούτη!»
- «Δεν απάντησες όμως στο ερώτημά μου» ήταν η απάντηση του Χονόρι. «Τι ακριβώς νομίζεις πως θα με κάνεις να συμφωνήσω να κάνω για σένα;»
- «Έχεις δίκιο» παραδέχτηκε η απόγονος της Σαρίνα με σκεπτικό ύφος. «Δεν σου έχω καν εξηγήσει ακόμα τι πρέπει να κάνεις! Αλλά πρώτα υπάρχει κάτι που θέλω να σου δείξω!»
Σήκωσε ψηλά τα λεπτά της χέρια και χτύπησε δύο φορές παλαμάκια.
Εκείνη η χειρονομία πυροδότησε μια φρενίτιδα δραστηριότητας μέσα στην υπόγεια αίθουσα. Μια βαριά πόρτα από σκουριασμένο σίδερο άνοιξε διάπλατα και δύο μεγαλόσωμοι και γεροδεμένοι τύποι άρπαξαν την καρέκλα του Χονόρι και τον σήκωσαν στον αέρα. Στη συνέχεια τον μετέφεραν μέσα απ’ την πόρτα και εκείνος αντίκρισε μια δεύτερη αίθουσα που ήταν μακρόστενη στο σχήμα και εξίσου ευρύχωρη και ψηλοτάβανη με την προηγούμενη.
Στο κέντρο της δεύτερης εκείνης αίθουσας υψωνόταν μια τεράστια κλεψύδρα από χοντρό γυαλί.
Ο Χονόρι ένιωσε την αναπνοή του να σταματάει. Μέσα στο κάτω μέρος της κλεψύδρας αντίκρισε τον Έπαφο και τον Σάλεκ. Ένα λεπτό ρυάκι κατάλευκης άμμου που γλιστρούσε μέσα απ’ το στενό λαιμό της κλεψύδρας είχε ήδη σχηματίσει ένα μικρό λοφίσκο γύρω απ’ τα πόδια τους. Τον κοίταξαν ανήμπορα, σαν φυλακισμένα πουλιά και στη συνέχεια άρχισαν να του κάνουν ξέφρενα νοήματα.
- «Βλέπεις;» τον ρώτησε η Σαρίνα δείχνοντάς του το τερατώδες μηχάνημα. «Η άμμος γεμίζει σιγά-σιγά το κάτω μέρος της κλεψύδρας. Όταν γεμίσει μέχρι πάνω οι φίλοι σου θα πεθάνουν από ασφυξία! Τους περιμένει ένας αρκετά απαίσιος και βασανιστικός θάνατος όπως καταλαβαίνεις!»
Η φωνή της ήχησε τόσο ψυχρή και αδιάφορη, που ο Χονόρι υποψιάστηκε πως κατά βάθος διασκέδαζε με την αγωνία των δύο φυλακισμένων ανθρώπων.
- «Ένας παραδοσιακός αποκεφαλισμός δε θα ήταν αρκετός;» τη ρώτησε. «Είναι πραγματικά απαραίτητοι αυτοί οι ανόητοι θεατρινισμοί;»
- «Και βέβαια είναι!» του απάντησε η νεαρή κοπέλα. «Ένα από τα πράγματα που διδάχτηκα από την οικογένειά μου είναι ότι οι άνθρωποι αποδίδουν καλύτερα όταν βρίσκονται κάτω από πίεση. Αν σου έδινα μια απλή προθεσμία μπορεί και να παράκουγες τις διαταγές μου. Αυτή η εικόνα ωστόσο θα εντυπωθεί ανεξίτηλα στο μυαλό σου και επομένως θα σε ωθήσει να προσπαθήσεις ακόμα περισσότερο να ολοκληρώσεις την αποστολή που θα σκοπεύω να σου αναθέσω! Επίσης, έχε υπόψη σου πως στους υπηκόους μου αρέσει να παρακολουθούν κάποιο γαργαλιστικό θέαμα κάθε λίγο και λιγάκι, έτσι για να σπάει η μονοτονία, επομένως δε βλέπω κανένα λόγο να τους στερήσω από μια τόσο ευρηματική διασκέδαση!»


- «Αυτή η γυναίκα χρειάζεται επειγόντως ψυχιατρική βοήθεια» μουρμούρισε με δέος ο Παύλος καθώς παρακολουθούσε τα διαδραματιζόμενα με κομμένη την ανάσα. «Υπάρχουν ειδικά χάπια για την περίπτωσή της, είμαι σίγουρος!»
- «Μη μιλάς και συνέχισε να καταγράφεις στο μυαλό σου όλα όσα συμβαίνουν» του συνέστησε η ασώματη φωνή που τον συντρόφευε.
Εκείνος ανακάλυψε πως δυσκολευόταν ακόμα να ξεπεράσει το κύμα της έκπληξης που τον κατέκλυζε. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε; Από εκεί που αιωρούταν σ’ ένα κατάμαυρο κενό, σίγουρος πως από στιγμή σε στιγμή θα γίνονταν χίλια κομμάτια πάνω στις σκάλες του σχολείου του, είχε βρεθεί ξαφνικά μέσα σ’ ένα ξένο σώμα όπου παρακολουθούσε με τα μάτια και τ’ αυτιά κάποιου ξένου την εξέλιξη μιας εξωφρενικής περιπέτειας που εκτυλίσσονταν σ’ έναν παράξενο κόσμο.


- «Τι ακριβώς θέλεις από μένα;» ρώτησε ο Χονόρι την νεαρή βασανίστρια των δυο συντρόφων του.
- «Θα σου εξηγήσω αμέσως» του απάντησε εκείνη με σοβαρό και πολυάσχολο ύφος. Έκανε ένα προστακτικό νεύμα με το δεξί της χέρι και μια μεγάλη πολυθρόνα έκανε την εμφάνισή της. Ο Χονόρι πρόσεξε πως τα χέρια και η ράχη της πολυθρόνας ήταν καλυμμένα μ’ ένα ξεφτισμένο μπροκάρ ύφασμα ενώ τα πόδια της έμοιαζαν σαρακοφαγωμένα. Ωστόσο η μικροκαμωμένη κοπέλα έκατσε πάνω της αγέρωχα, με βασιλική μεγαλοπρέπεια. Οι τρεις μασκοφόροι που είχαν φέρει την πολυθρόνα έκαναν τρία βήματα προς τα πίσω και υποκλίθηκαν με σεβασμό.
- «Λοιπόν…» άρχισε να του λέει η έκπτωτη πριγκίπισσα. «Τα πράγματα έχουν ως εξής: μου προκάλεσες το ενδιαφέρον από την πρώτη στιγμή που σε είδα γιατί είσαι ο μοναδικός άνθρωπος που γνωρίζω ο οποίος έχει ολοκληρώσει δύο απίστευτους άθλους. Να κλέψει αυγά δράκων και ν’ αντιμετωπίσει νικηφόρα τον κυβερνήτη του Ινκάλ. Για τα κατορθώματά σου πληρώνει βέβαια βαρύ τίμημα ολόκληρη η Κάχλα αυτή τη στιγμή αλλά αυτό είναι κάτι που μάλλον εξυπηρετεί τα συμφέροντά μου!»
- «Δε μου είπες ακόμα τι θέλεις από μένα!» τη διέκοψε ο Χονόρι με παγερό ύφος.


Ο Παύλος θαύμασε το κουράγιο του. Ο ίδιος θα τα είχε κάνει πάνω του έτσι και βρισκόταν αντιμέτωπος μ’ αυτή την τρελή και μάλιστα αλυσοδεμένος σε κάποιο ανήλιαγο μπουντρούμι, περιτριγυρισμένος απ’ τους επίσης θεότρελους υπηκόους της και με τους συντρόφους του έτοιμους να πεθάνουν από ασφυξία μέσα σε μια τεράστια κλεψύδρα από γυαλί που γέμιζε σιγά-σιγά!


- «Μα είναι τόσο απλό!» του απάντησε η κοπέλα. «Θέλω ν’ ανέβεις και πάλι στο Ινκάλ και να σκοτώσεις τον Εαρεντήλ!»
Ο Χονόρι έγειρε πίσω το κεφάλι του και άρχισε να γελάει τρανταχτά.
- «Έτσι απλά!» δήλωσε κοροϊδευτικά.
- «Έτσι απλά!» τον μιμήθηκε με φωνή που έσταζε δηλητήριο η Σαρίνα. «Όπως τον νίκησες και προηγουμένως έτσι θα τον νικήσεις και τώρα, αυτή τη φορά όμως τελειωτικά!» Το πρόσωπό της μετατράπηκε σε μια φριχτή μάσκα μίσους.
Τα γέλια του Χονόρι κόπηκαν με το μαχαίρι. Αν προηγουμένως η νεαρή γυναίκα του είχε δώσει την εντύπωση πως ήταν μια γραφική τρελή, η ανισόρροπη αρχηγός μιας ομάδας αξιολύπητων τρωγλοδυτών, τώρα καταλάβαινε πως αντιμετώπιζε ένα άτομο εντελώς μανιακό, που κολυμπούσε μέσα στην ερεβώδη μεγαλομανία ενός αδίστακτου δικτάτορα.
- «Ωραία!» της είπε. «Και πώς νομίζεις πως θα το πετύχω αυτό;»
Η κοπέλα σηκώθηκε όρθια και τον πλησίασε. Ο Χονόρι αναρρίγησε άθελά του αλλά τα δεσμά που τον κρατούσαν ακινητοποιημένο στην άβολη καρέκλα ήταν τόσο σφιχτά που δεν μπόρεσε να κάνει την παραμικρή κίνηση.
Η Σαρίνα έβγαλε απ’ το δάχτυλό της ένα λεπτό δαχτυλίδι. Έμοιαζε απλό στην εμφάνιση, ένα απέρριτο χρυσό στεφάνι που τυλίγονταν γύρω από μια γκρίζα πέτρα η οποία είχε το σχήμα του ρόμβου. Το πάνω μέρος της πέτρας τελείωνε σε μια μικροσκοπική ακίδα που έμοιαζε πρόσφατα τροχισμένη.
- «Η πέτρα που βλέπεις είναι πορώδης και έχει διαποτιστεί με το δηλητήριο του μαύρου σκορπιού που ζει στις τρομερές ζούγκλες της Θούγκα Ιχλ-Ιάν που απλώνεται πέρα απ’ τις παράξενες πολιτείες του Νότου. Μια σταγόνα απ’ αυτό το δηλητήριο είναι αρκετή για να σκοτώσει ακαριαία είκοσι υγιείς και γεροδεμένους άνδρες. Το δαχτυλίδι μου περιέχει το απόσταγμα αυτού του δηλητηρίου το οποίο είναι χίλιες φορές πιο ισχυρό. Με αυτό το δαχτυλίδι θα σκοτώσεις τον Εαρεντήλ!»
Πέρασε το δαχτυλίδι στο μικρό δάχτυλο του δεξιού χεριού του Χονόρι και έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. «Έχεις δώδεκα ώρες στη διάθεσή σου για να ολοκληρώσεις την αποστολή που σου ανάθεσα» τον πληροφόρησε. «Διαφορετικά, οι φίλοι σου θα πεθάνουν, αργά και βασανιστικά, όπως αρμόζει σε όλα τα έκφυλα αποβράσματα που δε συνεισφέρουν στην αποπεράτωση του δικού μας ιερού σκοπού!»


Ξημέρωσε. Το φως του ήλιου έπεσε χλωμό και αναιμικό πάνω στους έρημους δρόμους και τις πλατείες της Κάχλα. Η διαπεραστική οσμή του καμένου ξύλου βάραινε τον αέρα ενώ ένα διάχυτο σύννεφο καπνού θόλωνε τα περιγράμματα των κτιρίων και των ναών που υψώνονταν ακόμα προς τον πρωινό ουρανό. Εδώ και εκεί διάσπαρτες εστίες φωτιάς εξακολουθούσαν να καταστρέφουν ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα. Μια αλλόκοτη σιωπή κρέμονταν πάνω απ’ την πόλη.
Ο Χονόρι διέσχισε ένα έρημο πεζοδρόμιο περπατώντας με το κεφάλι σκυφτό και το πρόσωπό του καλυμμένο με μια βρώμικη μαντίλα.
Έπρεπε να περάσει απαρατήρητος. Πάνω σε τούβλινους τοίχους και ξύλινες πόρτες είχε δει χειρόγραφες προκηρύξεις που υπόσχονταν μια γενναιόδωρη αμοιβή σε όποιον πρόσφερε το κεφάλι του στους άρχοντες της πόλης που είχαν καταφύγει στο δικαστικό μέγαρο, ένα απ’ τα κτίρια που στέκονταν ακόμα όρθιο. Ήταν απίστευτο πως μέσα σε λίγες ώρες, από λατρευτός και λαοπρόβλητος ήρωας είχε μεταβληθεί σε μισητό καταζητούμενο. Οι κάτοικοι της Κάχλα, συγκλονισμένοι ακόμα απ’ τη συμφορά που τους είχε χτυπήσει, έψαχναν απεγνωσμένα να βρουν κάποιον τρόπο να εξευμενίσουν τον κυβερνήτη του Ινκάλ. Πολύ γρήγορα είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα πως η παραδειγματική τιμωρία του ανθρώπου που είχε προκαλέσει την οργή του ήταν ο καλύτερος τρόπος για να ξανακερδίσουν την εύνοια ή έστω την ανοχή του Εαρεντήλ.
Όταν έφτασε στο δικαστικό μέγαρο που υψωνόταν κοντά στους πρόποδες του λόφου που καταλάμβανε το κέντρο της πόλης, μπροστά από μια πλακόστρωτη πλατεία η οποία μέχρι χθες βούιζε σαν πολυάσχολο μελίσσι, βρέθηκε αντιμέτωπος με μια πρωτόγνωρη εικόνα ερήμωσης και καταστροφής.
Η πλατεία απλωνόταν μπροστά του σιωπηλή σαν εγκαταλελειμμένο νεκροταφείο, γεμάτη με σπασμένα καρότσια τσουρουφλισμένα πτώματα και λογής-λογής κατεστραμμένα εμπορεύματα. Το δικαστικό μέγαρο έδειχνε ανέπαφο ωστόσο και οι πολυγωνικοί πυργίσκοι του από ροδόχρωμο γρανίτη υψώνονταν ακόμα προς τον καπνισμένο ουρανό σαν ικετευτικά χέρια.
Ο Χονόρι χτύπησε το βαρύ ρόπτρο από σφυρήλατο σίδερο που κρεμόταν απ’ τη βαριά και ογκώδη πόρτα του μεγάρου και περίμενε να του ανοίξουν.


Το Ινκάλ άρχισε να κινείται και πάλι πάνω απ’ την Κάχλα. Καθώς η στρογγυλή σκιά του άγγιζε τα ερημωμένα οικοδομικά τετράγωνα και τους σιωπηλούς δρόμους της πόλης, θα ‘λεγε κανείς πως τα ίδια τα κτίρια ζάρωναν τρομαγμένα.
Το ιπτάμενο νησί ακινητοποιήθηκε τελικά πάνω απ’ το δημοτικό μέγαρο. Εκεί πέρα, πάνω στην επίπεδη στέγη του, είχε μαζευτεί μια ομάδα ανθρώπων. Ήταν οι άρχοντες της πόλης. Στο κέντρο της ομάδας, δεμένος πισθάγκωνα με χάλκινες χειροπέδες, στεκόταν όρθιος ο Χονόρι.
Η σκιά του Ινκάλ βύθισε το δημοτικό μέγαρο την πλατεία και τα γύρω κτίρια σ’ ένα βαθύ σκοτάδι.
Ξαφνικά ακούστηκε ένας περίεργος συριστικός ήχος και ο αέρας γύρω απ’ τον Χονόρι σπινθηροβόλησε φορτισμένος από κάποια παράξενη δύναμη. Αμέσως μετά άρχισε να τρέμει, σαν να τσουρουφλιζόταν απ’ τη θερμότητα κάποιας αόρατης φλόγας. Εκείνος αναρρίγησε για μια στιγμή σαν να τον διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα και στη συνέχεια υψώθηκε στον αέρα, περιτριγυρισμένος απ’ την αόρατη εκείνη φωτιά που έμοιαζε να τον περικλείει μέσα σ’ έναν άυλο θύλακα ενέργειας. Οι άρχοντες της Κάχλα έμειναν με το στόμα ανοιχτό καθώς είδαν τον Χονόρι ν’ ανυψώνεται σαν αερόστατο προς το ιπτάμενο νησί που σκοτείνιαζε τον ουρανό.


- «Αυτό το πράγμα έμοιαζε με ηλεκτροσόκ» παρατήρησε ο Παύλος καθώς έβλεπε μέσα από τα μάτια του Χονόρι το Ινκάλ να πλησιάζει προς το μέρος τους.
- «Αναγνωρίζεις τη δύναμη που κινεί το Ινκάλ;» τον ρώτησε η ασώματη φωνή.
- «Ναι, έχουμε και εμείς μια παρόμοια τεχνολογία. Βέβαια, δεν έχουμε μάθει ακόμα πώς να ακυρώνουμε το νόμο της βαρύτητας αλλά ξέρουμε ήδη πως είναι κάτι που σχετίζεται με τον ηλεκτρομαγνητισμό. Αλλά τι θα συμβεί τώρα σ’ αυτόν τον άνθρωπο;»
- «Αυτή τη στιγμή ζεις τις αναμνήσεις του. Αυτό σημαίνει πως είναι ζωντανός ακόμα. Κάνε υπομονή και θα δεις!»


Τον είχαν βάλει σ’ ένα κλουβί. Δηλαδή έπρεπε να είναι κλουβί αν και δεν είχε καμία σχέση με τα κλουβιά που είχε δει μέχρι εκείνη τη στιγμή στη ζωή του. Στην ουσία τον περιέβαλλε μια μεγάλη σφαίρα από φως. Αλλά ήταν μια σφαίρα της οποίας τα πλευρά δεν μπορούσε ν’ αγγίξει γιατί κάθε φορά που προσπαθούσε να κάνει κάτι τέτοιο, μια αόρατη δύναμη τον έσπρωχνε προς τα πίσω. Επίσης, η ίδια δύναμη τον εμπόδιζε από το ν’ αγγίξει το γυαλιστερό δάπεδο που απλώνονταν κάτω απ’ τα πόδια του με αποτέλεσμα ο Χονόρι να αιωρείται στο κενό, σαν χρυσόψαρο που κολυμπούσε μέσα σ’ ένα μεγάλο μπολ από γυαλί.
Η σφαιρική εκείνη κατασκευή, αν μπορούσε να τη χαρακτηρίσει κανείς έτσι, κρέμονταν ή μάλλον αιωρούνταν κάτω απ’ την αψιδωτή οροφή μιας τεράστιας κυκλικής αίθουσας. Χρωματιστά σχέδια, ελικοειδείς γραμμές που διασταυρώνονταν μεταξύ τους και δημιουργούσαν περίπλοκες σπείρες και παράξενα συμπλέγματα που ζάλιζαν το μάτι, κάλυπταν κάθε τετραγωνικό εκατοστό του παράξενου εκείνου χώρου
Το δάπεδο της αίθουσας κατηφόριζε απαλά απ’ όλες τις πλευρές και σχημάτιζε αλλεπάλληλες σειρές από κερκίδες που έμοιαζαν με το κοίλο κάποιου υπαίθριου θεάτρου. Στο κέντρο της, στο χαμηλότερο σημείο της δηλαδή, οι κερκίδες εκείνες περικύκλωναν ένα γυαλιστερό δάπεδο που ήταν εντελώς κυκλικό στο σχήμα.
Η βαθιά σιωπή που απλωνόταν γύρω του τονιζόταν μάλλον παρά μετριαζόταν από ένα υψηλόσυχνο βουητό που γέμιζε τον αέρα και που δεν έμοιαζε να έχει κάποια συγκεκριμένη πηγή.
Σε γενικές γραμμές ο Χονόρι βρισκόταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση απ’ ό,τι είχε τολμήσει να ελπίζει. Αντί για τα βασανιστήρια και την κακοποίηση που περίμενε, αν εξαιρούσε κανείς το χτύπημα που είχε δεχτεί μόλις είχε αρχίσει να πετάει προς το Ινκάλ, δεν τον είχε πειράξει κανείς. Απλώς, κάποια στιγμή είχε προσγειωθεί στον εξώστη ενός απ’ τα κρυστάλλινα κτίρια που υψώνονταν στην πάνω μεριά του ιπτάμενου νησιού. Στη συνέχεια, ο ενεργειακός θύλακας που τον είχε μεταφέρει μέχρι εκεί πέρα είχε διαλυθεί και δύο πάνοπλοι φρουροί τον είχαν πιάσει παραμάσχαλα και τον είχαν κουβαλήσει μέσα στην παράξενη εκείνη αίθουσα. Μετά, η φωτεινή εκείνη σφαίρα είχε σχηματιστεί γύρω του, τον είχε παγιδεύσει στο εσωτερικό της και είχε ανυψωθεί μέχρι το μέσον την απόστασης που χώριζε το δάπεδο απ’ την οροφή.
Εκείνη τη στιγμή μια πόρτα γλίστρησε στο πλάι και μια λυγερή σιλουέτα έκανε την εμφάνισή της. Ο Χονόρι αντίκρισε μια ντελικάτη κοπέλα η οποία άρχισε να κατεβαίνει με ανάλαφρο βήμα τις αλλεπάλληλες σειρές των κερκίδων. Όταν έφτασε στο κέντρο της αίθουσας, σήκωσε το κεφάλι της και του έριξε μια μακρόσυρτη και πολύ προσεκτική ματιά.
Η σφαίρα άρχισε να χάνει ύψος και να κατεβαίνει προς το δάπεδο, μαζί με τον Χονόρι που αιωρούμενος οκλαδόν στο κέντρο της, σαν φακίρης σε κατάσταση υπερβατικής έκστασης, είχε παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια να επηρεάσει τις κινήσεις της.
Η σφαίρα σταμάτησε κάποια στιγμή να κατεβαίνει και ο Χονόρι άρχισε να αιωρείται στο ίδιο ύψος όπου βρισκόταν η κοπέλα η οποία εξακολουθούσε να τον κοιτάζει αμίλητη. Της ανταπέδωσε το βλέμμα με την ίδια περιέργεια που τον κοίταζε και εκείνη.
Είδε πως το δέρμα της ήταν λευκό και πεντακάθαρο και πως το πρόσωπό της είχε λεπτεπίλεπτα και γωνιώδη χαρακτηριστικά. Τα μάτια της, λοξά αμυγδαλωτά και πλαισιωμένα από ψηλά ζυγωματικά, διαγράφονταν υγρά πανέμορφα και ακτινοβόλα, όμοια με αστραφτερά κοσμήματα από ατόφιο κεχριμπάρι. Τα μαλλιά της έπεφταν πάνω στους ώμους της ολόχρυσα και κυματιστά σαν αραχνούφαντος μανδύας. Μια περίτεχνη τιάρα από ασήμι και πολύτιμες πέτρες στόλιζε το μέτωπό της. Φορούσε τα χυτά και διάφανα ρούχα μιας κυρίας του Ινκάλ και το δεξί της χέρι καλυπτόταν από ένα μεταλλικό γάντι, το οποίο, όπως μάντεψε ο Χονόρι, της έδινε τη δυνατότητα να ελέγχει τις κινήσεις της σφαίρας που τον κρατούσε φυλακισμένο.
- «Σε χαιρετώ ατρόμητε πολεμιστή της Κάχλα, γενναίε Χονόρι, κλέφτη δρακο-αυγών και λύτη αρχαίων αινιγμάτων!» του είπε η μικροκαμωμένη γυναίκα.


Ο Παύλος τέντωσε τ’ αυτιά του κατάπληκτος. Αν είχε τον έλεγχο των κινήσεων του Χονόρι θ’ αναπηδούσε ξαφνιασμένος καθώς η λεπτή και κρυστάλλινη φωνή της κοπέλας ήταν ολόιδια με την ασώματη φωνή που τον είχε ανασύρει μέσα απ’ τα βάθη του σκοταδιού και της ανυπαρξίας όταν ο Θωμάς τον είχε σπρώξει στη σκάλα.
«Σωστά το κατάλαβες» ήχησε η φωνή της μέσα στο μυαλό του. «Κάνε λίγη υπομονή ακόμα και όλα θα σου φανούν περισσότερο κατανοητά...».


Ο Χονόρι μισόκλεισε τα μάτια του επιφυλακτικά καθώς διέκρινε ξεκάθαρα τη νότα της λεπτής ειρωνείας που χρωμάτιζε τη φωνή της νεαρής γυναίκας.
- «Τι μπορώ να κάνω για την εξοχότητά σας;» τη ρώτησε με σκυθρωπό ύφος.
- «Ονομάζομαι Σινάθριελ και είμαι η μοναχοκόρη του Εαρεντήλ του μέγιστου, του κυβερνήτη του Ινκάλ» του συστήθηκε η κοπέλα. «Ήρθα εδώ για να σου πω μερικά πράγματα τα οποία θα ήθελα να ακούσεις με μεγάλη προσοχή!»
- «Όπως επιθυμείτε» της απάντησε. «Εξάλλου…» πρόσθεσε με μεγαλύτερη τόλμη αυτή τη φορά, «δε νομίζω πως έχω και μεγάλα περιθώρια επιλογής!»
Η κοπέλα δεν φάνηκε να ενοχλείται από τον πικρόχολο τόνο της φωνής του. Του έστειλε αντίθετα ένα καλοσυνάτο χαμόγελο.
- «Αν δεν επιθυμείς να μιλήσεις μαζί μου, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να μου το πεις και εγώ θα σε αφήσω μόνο σου, χωρίς καμία περαιτέρω επίπτωση» του είπε.
Ο Χονόρι έμεινε σιωπηλός προσπαθώντας να καταλάβει τι ακριβώς είχε στο μυαλό της η νεαρή του επισκέπτρια. «Ποια τιμωρία μου ετοιμάζει ο πατέρας σου;» τη ρώτησε τελικά. «Τι είδους βασανιστήριο να περιμένω;»
Η Σινάθριελ τον κοίταξε με απορία.
- «Κανένα βασανιστήριο και καμία τιμωρία!» του εξήγησε. «Αυτό που σε περιμένει είναι μια μονομαχία μέχρι θανάτου!»
- «Μονομαχία!» έκανε εκείνος με απορία.
- «Ακριβώς!» τον διαβεβαίωσε εκείνη, «Όταν απάντησες μ’ επιτυχία στο αίνιγμα του Εαρεντήλ, τον ταπείνωσες γιατί τον νίκησες σε μια αναμέτρηση γνώσης και εξυπνάδας. Τώρα, προκειμένου ν’ ανακτήσει την τιμή του και το δικαίωμα να κυβερνάει το Ινκάλ πρέπει να σε νικήσει σε μια δεύτερη μονομαχία η οποία θα συνίσταται σε μια μάχη σώμα με σώμα!»
- «Γι’ αυτό το λόγο βομβάρδισε την Κάχλα και σκότωσε τόσες χιλιάδες αθώους ανθρώπους;» τη ρώτησε κατάπληκτος ο Χονόρι. «Για να υποχρεώσει τους κατοίκους της να με παραδώσουν στα χέρια του;»
- «Γι’ αυτόν τον λόγο ακριβώς!» του απάντησε η Σινάθριελ.
- «Υπάρχει κάτι που δεν καταλαβαίνω» της είπε στη συνέχεια. «Εσύ γιατί μου τα λες όλα αυτά;»
- «Γιατί θέλω να σε βοηθήσω!» ήταν η άμεση απάντηση της κόρης του Εαρεντήλ. Τα μάτια της έλαμψαν πλημμυρισμένα από ένα ξαφνικό κύμα αποφασιστικότητας.
- «Να πιστέψω ότι έπεσες θύμα της γοητείας μου;» τη ρώτησε ο Χονόρι χωρίς να το καλοσκεφτεί, σπρωγμένος απ’ την οργή που του προκαλούσε η αποκάλυψη του λόγου για τον οποίο μια ολόκληρη πόλη είχε καταστραφεί μέσα σε μια νύχτα.
Η Σινάθριελ του χαμογέλασε και πάλι, κάπως μελαγχολικά αυτή τη φορά.
- «Τα κίνητρά μου είναι πολύ πιο σοβαρά» του εξήγησε. «Και αν μου παραχωρήσεις λίγο από το χρόνο σου, έχω κάθε καλή διάθεση να σου τα παρουσιάσω!»
Στη συνέχεια έκατσε σ’ ένα από τα καθίσματα που καταλάμβαναν την πρώτη σειρά των κερκίδων της αίθουσας και περίμενε την απάντησή του.
Ο Χονόρι σταύρωσε τα πόδια του, εξακολουθώντας να αιωρείται δεκαπέντε εκατοστά πάνω απ’ το γυαλιστερό δάπεδο της αίθουσας, και της είπε:
- «Ωραία λοιπόν, σε ακούω!»
- «Θέλω να νικηθεί ο πατέρας μου στη μονομαχία του μαζί σου!» του είπε.
- «Πώς έτσι;»
- «Θέλω να νικηθεί προκειμένου ν’ αναλάβω ως η μοναδική κόρη του την διακυβέρνηση του Ινκάλ!»
- «Δε μου έχεις πει όμως τι θέλεις να κάνω εγώ!» την διέκοψε ο Χονόρι. «Τι θέλεις δηλαδή, να τον σκοτώσω;»
Η Σινάθριελ έμεινε σιωπηλή.
- «Αυτό θα το αποφασίσεις εσύ την κατάλληλη στιγμή» του απάντησε ύστερα από κάποια δευτερόλεπτα περισυλλογής.
- «Αλήθεια;» τη ρώτησε ο Χονόρι. «Και ποιος μπορεί να μου εγγυηθεί ότι θα βγω ζωντανός απ’ το Ινκάλ έτσι και σκοτώσω τον Εαρεντήλ;»
- «Εγώ!» ήταν η μονολεκτική απάντηση της Σινάθριελ.
- «Ώστε αυτό μου προσφέρεις ως αντάλλαγμα;» ήταν η επόμενη ερώτηση που της έκανε ο Χονόρι. «Τη ζωή μου για τη ζωή του πατέρα σου;».
- «Σου υπόσχομαι να σε βγάλω σώο και αβλαβή απ’ το Ινκάλ μόλις λήξει η μονομαχία και ανακηρυχθώ κυβερνήτρια του ιπτάμενου νησιού» του απάντησε εκείνη. «Είμαστε σύμφωνοι;»
- «Είμαστε σύμφωνοι!» της απάντησε ο Χονόρι παραμερίζοντας τις αμφιβολίες του.


Γύρω τους είχε σχηματιστεί ένα λευκό στρώμα ψιλής άμμου που ήδη έφτανε στο ύψος των αστραγάλων τους. Ο Έπαφος κοίταξε με αγωνία το πλήθος των μασκοφορεμένων ανθρώπων που στέκονταν γύρω απ’ την κλεψύδρα και παρακολουθούσαν το μαρτύριό τους. Η ανυπομονησία τους να τους δουν να πεθαίνουν γίνονταν ολοφάνερη απ’ τις κινήσεις τους και απ’ το γεγονός πως αντάλλασαν μεταξύ τους χρήματα, στοιχηματίζοντας πόση ώρα θα περνούσε μέχρι τη στιγμή που η άμμος της κλεψύδρας θα τους σκέπαζε ολοκληρωτικά. Ανάμεσά τους, καθισμένη στην σαρακοφαγωμένη πολυθρόνα της, τους κοιτούσε χαμογελώντας –ευχαριστημένη απ’ τις ενθουσιώδεις αντιδράσεις των υπηκόων της– η νεαρή βασίλισσα.
Η λεπτή άμμος που κυλούσε μέσα απ’ το στενό άνοιγμα της κλεψύδρας έπεφτε πάνω στα κεφάλια τους αφήνοντας ένα συριστικό ήχο.
- «Πρέπει κάτι να κάνουμε!» του φώναξε ο Σάλεκ. «Αυτοί εδώ περιμένουν πώς και πώς να μας δουν να πεθαίνουμε σαν τα ποντίκια!»
- «Έχεις δίκιο!» του απάντησε ο Έπαφος. «Πρέπει να μπλοκάρουμε αυτή την άμμο πάση θυσία!»
Έβγαλε το δερμάτινο γιλέκο του και το πάσαρε στον Σάλεκ.
- «Είσαι πιο ελαφρύς από μένα και ως ναυτικός που είσαι, έχεις καλύτερη ισορροπία» του είπε. «Ανέβα λοιπόν στους ώμους μου και προσπάθησε να βουλώσεις την τρύπα με το γιλέκο!»
Ο Σάλεκ δεν περίμενε δεύτερη πρόσκληση. Έβαλε το πόδι του πάνω στη λαβή που έφτιαξε με τα δυο του χέρια ο Έπαφος και μετά σκαρφάλωσε στους ώμους του σαν ακροβάτης. Ο Έπαφος άρχισε να παραπατάει και να βογγάει καθώς ο σύντροφός του αποδεικνυόταν μεν πιο ελαφρύς από τον ίδιο αλλά όχι και τόσο ώστε να του είναι εύκολο να τον κουβαλάει.
Σήκωσε το κεφάλι του και είδε τον Σάλεκ να προσπαθεί να χώσει το γιλέκο του μέσα στο στενό λαιμό της κλεψύδρας. Διαπίστωσε πως λίγο ακόμα και θα τα κατάφερνε. Ήδη η ροή της άμμου είχε μειωθεί.
Εκείνη τη στιγμή το έδαφος άρχισε να χορεύει κάτω απ’ τα πόδια του και ολόκληρη η κλεψύδρα κλυδωνίστηκε σαν καΐκι σε φουρτούνα. Ο Σάλεκ έχασε την ισορροπία του και γκρεμοτσακίστηκε πάνω στο παχύ στρώμα της άμμου που ήδη κάλυπτε το δάπεδο της κλεψύδρας. Ο Έπαφος έπεσε στα τέσσερα και κοίταξε γύρω του κατάπληκτος. Οι μασκοφόροι θεατές που γέμιζαν την υπόγεια αίθουσα είχαν εγκαταλείψει το ρόλο του παθητικού θεατή και κούναγαν πέρα-δώθε την κλεψύδρα πάνω στο πλαίσιο που τη στήριζε όρθια, σαν να ήταν μια τεράστια κούνια.
Και μετά, σαν να ήθελε να επικυρώσει το τέλος της αποτυχημένης τους απόπειρας ν’ αποφύγουν το θάνατο που τους πλησίαζε, το γιλέκο ξεκόλλησε απ’ το λαιμό της κλεψύδρας και έπεσε στα κεφάλια τους σαν πατσαβούρα, μαζί με μια γενναιόδωρη ποσότητα κατάλευκης άμμου.


Η αόρατη σφαίρα-φυλακή εξαϋλώθηκε. Ο Χονόρι προσγειώθηκε μάλλον άτσαλα στο κέντρο της αίθουσας, πάνω σ’ ένα ψηφιδωτό από γυαλιστερό φίλντισι και κατάμαυρο όνυχα που σχημάτιζε ένα περίπλοκο σπειροειδές σχέδιο. Γύρω του, πέρα απ’ τα όρια του ψηφιδωτού, καθισμένοι στις αλλεπάλληλες σειρές των κερκίδων, είχαν συγκεντρωθεί οι χρυσοντυμένοι και αστραφτεροί κάτοικοι του Ινκάλ οι οποίοι περίμεναν με ανυπομονησία την έναρξη της μονομαχίας.
Ο Χονόρι σηκώθηκε στα πόδια του και κοίταξε ένα-ένα τα τέλεια πρόσωπα τους ενώ ένα κύμα αποδοκιμαστικών και κοροϊδευτικών μουρμουρητών τον έλουζε σαν ψυχρό ψιλόβροχο. Ανάμεσά τους, στην πρώτη σειρά, ξεχώρισε τη Σινάθριελ η οποία του έκανε ένα ενθαρρυντικό αν και διακριτικό νεύμα.
Ωστόσο δεν είχε ψευδαισθήσεις. Ήξερε πολύ καλά πως ο κυβερνήτης του Ινκάλ, όντας ο απόγονος μιας μακροχρόνιας δυναστείας βασιλέων που διαφέντευαν έναν εξωτικό και μάλλον πανάρχαιο πολιτισμό, ήταν τόσο καλά εκπαιδευμένος σε πολεμικές τέχνες ασύλληπτης αποτελεσματικότητας που ήταν ζήτημα δευτερολέπτων το πότε θα κατάφερνε να τον τραυματίσει θανάσιμα. Δεν υπήρχε περίπτωση να τα βγάλει πέρα μαζί του, αυτός, ένας ημιβάρβαρος τυχοδιώκτης, ένα παιδί του νεαρού και πρωτόγονου ανθρώπινου είδους. Κι όμως εκείνη τη στιγμή δεν ένιωθε κανένα φόβο, μόνο την επιθυμία να παλέψει όσο πιο καλά μπορούσε και να πεθάνει στη χειρότερη περίπτωση με το κεφάλι ψηλά. Διαφορετικά θα έχανε τη μια και μοναδική ευκαιρία που του πρόσφερε η μοίρα να εκδικηθεί για λογαριασμό όλων εκείνων των αθώων ανθρώπων που είχαν χάσει τη ζωή τους εξαιτίας της απάνθρωπης λογικής του Εαρεντήλ.
Ένας υπόκουφος ήχος διέτρεξε την κατάμεστη αίθουσα, το βαθύ χτύπημα κάποιου τεράστιου γκογκ.
Ο Εαρεντήλ ξεπρόβαλλε μέσα απ’ το πλήθος των θεατών και μπήκε και αυτός με μια δρασκελιά στο χώρο του ψηφιδωτού. Φορούσε μια ολόσωμη στολή από κάποιο γυαλιστερό μαύρο υλικό που τον κάλυπτε ολόκληρο εκτός απ’ το κεφάλι και τις παλάμες των χεριών του. Τα μακριά του μαλλιά, πλούσια και αστραφτερά όπως πάντα, ήταν δεμένα σε μια μακριά κοτσίδα που έπεφτε στην πλάτη του σαν ακρωτηριασμένο φίδι. Τα μάτια του στυλώθηκαν πάνω στον Χονόρι πλημμυρισμένα από ένα μείγμα περιφρόνησης και αυτοπεποίθησης. Πλήθος ενθαρρυντικών χειροκροτημάτων και θριαμβευτικών ιαχών υποδέχτηκαν την εμφάνισή του.
Το υπόκουφο χτύπημα του τεράστιου γκογκ ήχησε για δεύτερη φορά καταπνίγοντας τις ιαχές και τα χειροκροτήματα του πλήθους. Ένα βιολετί ημίφως που θύμιζε προχωρημένο σούρουπο απλώθηκε μέσα στην αίθουσα. Μόνο στο χώρο του κυκλικού δαπέδου το φως διατήρησε την προηγούμενη λαμπρότητά του.
Ο Χονόρι περιέτρεξε με το βλέμμα του για δεύτερη φορά την αίθουσα και η ματιά του συνάντησε τα ανυπόμονα πρόσωπα των θεατών της μονομαχίας που έμοιαζαν με απροσδιόριστες οβάλ κηλίδες μέσα στο βυσσινί σκοτάδι που τα είχε αγκαλιάσει.
Είδε την Σινάθριελ να του κάνει για δεύτερη φορά ένα ανεπαίσθητο νεύμα.
Εκείνη τη στιγμή ο Εαρεντήλ έκανε ένα βήμα προς το μέρος του. Ψηλός νευρώδης και ευθυτενής καθώς ήταν, με φαρδιές πλάτες και μακριά χέρια, έμοιαζε πολύ απειλητικός, σαν δήμιος που ετοιμάζεται να θανατώσει το άπραγο θύμα του.
Ο Χονόρι έσφιξε τις γροθιές του, πήρε στάση αμυντική και ένιωσε το περίγραμμα του δαχτυλιδιού που του είχε δώσει η Σαρίνα να πιέζεται επώδυνα ανάμεσα στα δάχτυλά του. Και η αναμέτρηση ξεκίνησε.
Ο Εαρεντήλ πήδηξε σαν αίλουρος στον αέρα, τίναξε το πόδι του προς τα εμπρός και ετοιμάστηκε να καταφέρει ένα συντριπτικό χτύπημα στο στήθος του Χονόρι, όταν ξαφνικά συνέβη κάτι το πάρα πολύ παράξενο· μια βαθιά σιωπή απλώθηκε γύρω τους και ο χρόνος φάνηκε να παγώνει. Ο Εαρεντήλ έμεινε ακίνητος, σαν ιπτάμενο άγαλμα. Το πόδι του απείχε λίγα μόλις εκατοστά πιο πέρα απ’ το στήθος του Χονόρι που δεν είχε προλάβει καν να κουνηθεί απ’ τη θέση του.
- «Άκουσε με καλά τώρα» ήχησε η φωνή της Σινάθριελ μέσα στο κεφάλι του. «Αυτή τη στιγμή σου μεταδίδω τις σκέψεις μου. Επειδή μπορώ να διαβάσω το μυαλό του πατέρα μου το ίδιο εύκολα με το δικό σου, είμαι σε θέση να σου πω ακριβώς τι σκοπεύει να κάνει. Στόχος του λοιπόν είναι να σε χτυπήσει στο στήθος, να σε ρίξει κάτω και μετά να σου καταφέρει ένα συντριπτικό χτύπημα στο λαιμό που θα σου τσακίσει το λαρύγγι. Αμύνσου όπως καταλαβαίνεις!»
Ο Χονόρι δεν περίμενε δεύτερη προτροπή. Τινάχτηκε στο πλάι καθώς ο χρόνος ξανάρχιζε να ρέει κανονικά. Ο Εαρεντήλ προσγειώθηκε στο δάπεδο, μέσα σε μια χορωδία ξαφνιασμένων εισπνοών που ξέφυγαν απ’ τα στόματα των θεατών της μονομαχίας οι οποίοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν πως ο Χονόρι είχε προβλέψει με τέτοια επιτυχία την κίνησή του βασιλιά τους.
Ο Εαρεντήλ, χωρίς να χάσει ίχνος απ’ την ψυχραιμία του, στράφηκε προς το μέρος του αντιπάλου του. Εκείνος κατάφερε ν’ αποκρούσει ένα χτύπημα με τον αγκώνα του και να τινάξει τη γροθιά του μπροστά, η οποία όμως συνάντησε την ανοιχτή παλάμη του Εαρεντήλ. Και ο χρόνος σταμάτησε να κυλάει για δεύτερη φορά.
- «Τώρα σκοπεύει να παγιδεύσει τη γροθιά σου με την παλάμη του δεξιού του χεριού και μετά θα στρίψει το χέρι του έτσι ώστε να χάσεις την ισορροπία σου και να πέσεις στα γόνατα» του εξήγησε η Σινάθριελ. «Στη συνέχεια θα σε κλωτσήσει στην δεξιά σου ωμοπλάτη με τη φτέρνα του για να την εξαρθρώσει!»
- «Κατάλαβα, ευχαριστώ πολύ!» της απάντησε ο Χονόρι. Ο χρόνος απέκτησε και πάλι την κανονική του ροή, ο Εαρεντήλ έκανε να στρίψει το χέρι με το οποίο κρατούσε παγιδευμένη τη γροθιά του Χονόρι αλλά τον περίμενε μια δεύτερη έκπληξη. Ο αντίπαλος του, αντί να χάσει την ισορροπία του και να σωριαστεί καταγής, σήκωσε το δεξί του πόδι προς τα πάνω, το τέντωσε απότομα και τον χτύπησε στο πηγούνι με αποτέλεσμα να τον αναγκάσει να κάνει ένα βήμα προς τα πίσω προκειμένου να μην χάσει την ισορροπία του.
Ένα δεύτερο κύμα ξαφνιασμένων εισπνοών και επιφωνημάτων αναδύθηκε μέσα απ’ το πλήθος των θεατών της μονομαχίας.
Η τρομερή μονομαχία συνεχίστηκε με τα ίδια αποτελέσματα. Ο Χονόρι κατάφερνε κάθε φορά να ξεφεύγει ως δια μαγείας απ’ τις λαβές και τα χτυπήματα του Εαρεντήλ ο οποίος έμοιαζε να νιώθει όλο και περισσότερο εξοργισμένος από την αναποτελεσματικότητα των επιθέσεών του.
Στο τέλος μάλιστα φάνηκε να κουράζεται. Το πρόσωπό του καλύφθηκε από μια λεπτή μεμβράνη γυαλιστερού ιδρώτα ενώ το στήθος του άρχισε να ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά και γρήγορα. Στάθηκε απέναντι απ’ τον Χονόρι, στην άκρη του ψηφιδωτού, με τα πόδια του ελαφρά λυγισμένα, τα χέρια του σφιγμένα σε γροθιές και το κεφάλι χωμένο ανάμεσα στους ώμους. Ο Χονόρι μιμήθηκε τη στάση του όσο πιο καλά μπορούσε και ετοιμάστηκε για την τελική επίθεση.
Και τότε η Σινάθριελ ξαναμίλησε μέσα στο κεφάλι του.
- «Και τώρα έφτασε η στιγμή να κάνεις την αντεπίθεσή σου. Μέχρι αυτή τη στιγμή απέκρουσες μ’ επιτυχία όλα τα χτυπήματά του. Τώρα όμως ήρθε η ώρα να χτυπήσεις κι εσύ!»
Ο Χονόρι χύμηξε προς τα εμπρός και προσπάθησε να χτυπήσει τον Εαρεντήλ στο στομάχι. Εκείνος όμως είχε ήδη πηδήξει στο πλάι αλλά εκείνος, που με τη βοήθεια της Σινάθριελ ήξερε ήδη την κίνηση που σκόπευε να κάνει, άπλωσε και τα δυο του πόδια προς τα εμπρός με αποτέλεσμα ο Εαρεντήλ να σκοντάψει πάνω τους και να σωριαστεί με την κοιλιά στο πάτωμα. Προτού προλάβει να σηκωθεί όρθιος, ο Χονόρι έπεσε πάνω του, έσφιξε τα γόνατά του γύρω από τα χέρια του, τον ακινητοποίησε στο δάπεδο με το βάρος του κορμιού του και αρπάζοντάς τον απ’ τα μαλλιά, του τράβηξε το κεφάλι με όλη του τη δύναμη προς τα πίσω. Το δαχτυλίδι του κόλλησε στο μάγουλο του Εαρεντήλ, έτοιμο να τρυπήσει το δέρμα του προσώπου του και ν’ απλώσει το δηλητήριό του μέσα στο κυκλοφοριακό σύστημα του κυβερνήτη του Ινκάλ.
Και τότε η μισοσκότεινη αίθουσα με τους αμέτρητους θεατές που άρχισαν να κραυγάζουν ρυθμικά περιμένοντας την κορύφωση της αναμέτρησης, βυθίστηκε στο σκοτάδι και μια βαθιά σιωπή απλώθηκε γύρω τους.


- «Τέλεια! Και τώρα τι κάνουμε;»
Ο Έπαφος διασταύρωσε το βλέμμα του με το πανικόβλητο βλέμμα του Σάλεκ.
- «Έχεις καμία ιδέα εσύ;» τον ρώτησε.
Η στάθμη της άμμου τους αγκάλιαζε τώρα μέχρι τα γόνατα και εξακολουθούσε ν’ ανεβαίνει με αμείλικτη βραδύτητα. Καθώς ο αέρας στο εσωτερικό της κλεψύδρας γίνονταν όλο και πιο φτωχός σε οξυγόνο, μια αίσθηση σωματικής και ψυχολογικής ασφυξίας άρχισε να τους κυριεύει σιγά-σιγά.
Ο Έπαφος έκανε μια προσπάθεια να σκαρφαλώσει πάνω στο λοφίσκο της λευκής άμμου που υψωνόταν στο κέντρο της κλεψύδρας αλλά τα πόδια του βυθίστηκαν μέσα του σαν βαρίδια. Εκτός απ’ όλα αυτά, μέσα στην κλεψύδρα έκανε και φοβερή ζέστη. Έσταζε ολόκληρος απ’ τον ιδρώτα, όπως και ο Σάλεκ.
Μια σταγόνα ιδρώτα που κρεμάστηκε απ’ την άκρη της μύτης του Σάλεκ, μεγάλωσε με μέγεθος και τινάχτηκε στο κενό. Ο Έπαφος την είδε να διαγράφει μια καμπυλωτή τροχιά, να κολλάει πάνω στο γυάλινο τοίχωμα της κλεψύδρας και να σχηματίζει εκεί πέρα ένα γυαλιστερό ημισφαίριο.
Και τότε του ήρθε μια καινούργια ιδέα.
- «Να σου πω…» του είπε «από πότε έχεις να κατουρήσεις;»
- «Τι έκανε λέει;» τον ρώτησε ο Σάλεκ κοιτάζοντάς τον καλά-καλά, με γουρλωμένα μάτια, σαν να είχε μόλις τρελαθεί.
- «Μπορείς να κατουρήσεις τώρα;» τον ρώτησε και πάλι ο Έπαφος, ανεπηρέαστος από το εμβρόντητο βλέμμα του και την έκφραση της κατάπληξης που απλωνόταν στο πρόσωπό του.
- «Έχω να ξελαφρώσω από τότε που άρχισαν να πέφτουν οι βόμβες! Αν και να σου πω κάτι; Με όλα αυτά που μας συμβαίνουν θα έπρεπε να τα έχω κάνει πάνω μου χίλιες φορές μέχρι τώρα! Γιατί με ρωτάς;»
- «Γιατί νομίζω πως ήρθε η ώρα να τα δώσουμε όλα, και οι δύο μας. Με όλη αυτή τη μπύρα που κατεβάσαμε στο καπηλειό θα πρέπει να έχουμε μαζέψει πολύ πράγμα!»
- «Τι, εδώ μέσα;» τον ρώτησε ο Σάλεκ εμβρόντητος.
- «Μα φυσικά!» του απάντησε ο Έπαφος. «Για να κάνουμε την άμμο να κολλήσει στα τοιχώματα της κλεψύδρας, οπότε κανείς από δαύτους δε θα μπορεί να δει τι γίνεται στο εσωτερικό της!»
- «Και τι μ’ αυτό;»
- «Κοίτα…» προσπάθησε να του εξηγήσει ο Έπαφος με διδακτικό ύφος, λες και μιλούσε σε κάποιο μικρό και πεισματάρικο παιδί. «Αυτοί εκεί έξω έχουν μαζευτεί για να μας παρακολουθήσουν να πεθαίνουμε. Αν τους χαλάσουμε το θέαμα, τότε θα υποχρεωθούν να σταματήσουν την κλεψύδρα και να σκεφτούν κάποιον άλλο τρόπο για να μας εκτελέσουν. Στο μεταξύ κερδίζουμε λίγο χρόνο!»
Ο Σάλεκ το σκέφτηκε για ένα δευτερόλεπτο, και μετά, χωρίς να φέρει περαιτέρω αντιρρήσεις, ξεκούμπωσε το παντελόνι του και άρχισε να καταβρέχει γύρω-γύρω και πάνω-κάτω τα γυάλινα τοιχώματα της κλεψύδρας. Το έκπληκτο και αηδιασμένο βλέμμα της νεαρής παλαβιάρας που κάθονταν ακόμα στο θρόνο της και τον κοίταζε σα χαζή ήταν η καλύτερη ανταμοιβή που θα μπορούσε ποτέ του να ζητήσει για την προσπάθειά του. Ο Έπαφος απ’ τη δική του μεριά έκανε ακριβώς το ίδιο πράγμα. Και ναι, μετά απ’ όλη αυτή τη μπύρα που είχε κατεβάσει στο καπηλειό, δε δυσκολεύτηκε καθόλου να καταβρέξει τα τοιχώματα της κλεψύδρας πατόκορφα!
Μόλις ολοκλήρωσαν την καλαίσθητη εκείνη δραστηριότητα, άρχισαν να φτυαρίζουν την άμμο πάνω στα τοιχώματα. Οι λεπτοί και κάτασπροι κόκκοι της κόλλησαν πάνω στο βρεγμένο γυαλί και προτού περάσει πολύ ώρα η υπόγεια αίθουσα, το πλήθος των μασκοφόρων θεατών και η αιφνιδιασμένη βασίλισσά τους κρύφτηκαν πίσω από ένα λεπτό παραπέτασμα λευκού χρώματος.
- «Ωραία, και τώρα τι κάνουμε;» ρώτησε ο Σάλεκ τον Έπαφο καθώς μέσα απ’ το λαιμό της κλεψύδρας η άμμος εξακολουθούσε να πέφτει πάνω στα κεφάλια τους σαν κατάλευκο ψιλόβροχο.
- «Τώρα…» του απάντησε ο Έπαφος μ’ ένα πλατύ χαμόγελο «ανεβαίνεις και πάλι στους ώμους μου, χώνεις το γιλέκο στην τρύπα και περιμένουμε να δούμε τι θα κάνουν αυτοί οι ηλίθιοι εκεί έξω!»


Ο Χονόρι ανοιγόκλεισε τα μάτια του και ανακάλυψε πως γύρω του απλώνονταν το εσωτερικό ενός δωματίου με σοβαντισμένους τοίχους. Το βλέμμα του έπεσε πάνω σ’ ένα στενό κρεβάτι, μια παραφορτωμένη βιβλιοθήκη και ένα γραφείο. Πάνω στο γραφείο υπήρχαν στοιβαγμένα διάφορα βιβλία με πολύχρωμα εξώφυλλα. Ένα κάθισμα που στηρίζονταν σ’ ένα μεταλλικό τρίποδο, στο κάτω μέρος του οποίου υπήρχαν μικρές ρόδες, συμπλήρωνε την επίπλωση του δωμάτιου. Στους ασπροβαμμένους τοίχους κρέμονταν μεγάλες ζωγραφιές που απεικόνιζαν παράξενες μηχανές και αλλόκοτα ντυμένους ανθρώπους. Το πάτωμα καλυπτόταν από ένα σκούρο μπλε χαλί. Στα δεξιά του μια γυάλινη πόρτα έβγαζε σ’ ένα μικρό μπαλκόνι.
Ένας διάχυτος βόμβος γέμιζε τον αέρα, μια ασταμάτητη φασαρία που έμοιαζε να έρχεται απ’ έξω, πέρα απ’ την κλειστή γυάλινη πόρτα.
Άπλωσε το χέρι του, άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο μπαλκόνι. Αντίκρισε ογκώδη κτίρια, κάτι πολυόροφες και άχαρες κατασκευές που υψώνονταν η μια δίπλα στην άλλη. Μακρόστενοι εξώστες, οι περισσότεροι από τους οποίους καλύπτονταν με βρώμικες τέντες, σχημάτιζαν αλλεπάλληλες σειρές που καταλάμβαναν τις προσόψεις τους από πάνω μέχρι κάτω. Πέντε ορόφους πιο χαμηλά ξεδιπλωνόταν ένας πολυσύχναστος δρόμος όπου αμέτρητες άμαξες που έμοιαζαν να είναι φτιαγμένες από γυαλί και μέταλλο έτρεχαν πάνω-κάτω από μόνες τους, χωρίς να τις σέρνουν άλογα ή άλλα ζώα. Είχε σουρουπώσει και ο ουρανός απλώνονταν βιολετής και σκοτεινός πάνω απ’ το κεφάλι του. Του φάνηκε πως μια ανεπαίσθητη οσμή που έμοιαζε με καψαλισμένο λάδι και πολυκαιρισμένο λάστιχο μαζί, πλανιόταν στον αέρα.
Αν και το καινούργιο αυτό περιβάλλον του ήταν εντελώς άγνωστο, είχε την παράξενη εντύπωση πως κάπου το είχε ξαναδεί. Κουνώντας το κεφάλι του με απορία, ξαναμπήκε στο δωμάτιο και ανακάλυψε πως δεν ήταν μόνος του πια.
Πάνω στο στενό κρεβάτι κάθονταν με σταυρωμένα χέρια και πόδια ένα νεαρό αγόρι που φορούσε παράξενα ρούχα. Ήταν σχετικά αδύνατο, είχε κοντά και καστανά μαλλιά και τα μάτια του, αν και έξυπνα, έμοιαζαν εκείνη τη στιγμή κάπως φοβισμένα.
- «Γεια σου!» του είπε το αγόρι. «Εσύ πρέπει να είσαι ο Χονόρι. Εμένα με λένε Παύλο και αυτό είναι το σπίτι μου. Μήπως μπορείς να μου πεις πως βρεθήκαμε εδώ πέρα;»


Ο Παύλος περιεργάστηκε με το βλέμμα του τον Χονόρι νοιώθοντας βαθύτατα εντυπωσιασμένος. Ντυμένος με τα εφαρμοστά δερμάτινα ρούχα ενός πολεμιστή, με τα μακριά μαύρα μαλλιά του δεμένα σε αλογοουρά, μεγαλόσωμος και μυώδης σαν ρωμαίος μονομάχος, έμοιαζε να έχει ξεπηδήσει μέσα απ’ το ηλεκτρονικό σύμπαν κάποιας παιχνιδομηχανής ή από τις σελίδες κάποιου μυθιστορήματος ηρωικής φαντασίας. Έδειχνε εν ολίγοις εντελώς αταίριαστος με το πεζό περιβάλλον της μικρής του κρεβατοκάμαρας. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν και τα κατάμαυρα και κάπως σχιστά μάτια του Χονόρι κοίταξαν διερευνητικά τα καστανά μάτια του Παύλου.
- «Έχω ξαναβρεθεί εδώ πέρα» του είπε με σιγουριά.
- «Μπορεί και να ‘ναι έτσι!» του απάντησε ο Παύλος.
Ο Χονόρι ξανακοίταξε τη μπαλκονόπορτα που έβγαζε στο στενό μπαλκόνι. «Τα θυμάμαι όλα αυτά!» ξαναμουρμούρισε. «Αλλά δεν μπορώ να καταλάβω πώς μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο!».
- «Γιατί, νομίζεις πως καταλαβαίνω εγώ;»
- «Επιτρέψτε μου να λύσω εγώ τις απορίες σας!» τους είπε μια καινούργια φωνή.
Ο Παύλος και ο Χονόρι στράφηκαν προς το μέρος της και αντίκρισαν την Σινάθριελ η οποία έγερνε στον παραστάτη της πόρτας που έβγαζε στο υπόλοιπο σπίτι. Έμοιαζε με λαμπερή νεράιδα που για κάποιο άγνωστο λόγο είχε αποφασίσει να επισκεφτεί εκείνο το συνηθισμένο και κάπως στενάχωρο υπνοδωμάτιο.
Η Σινάθριελ μπήκε στο δωμάτιο και βολεύτηκε στο κάθισμα που βρίσκονταν μπροστά απ’ το γραφείο του Παύλου. Στη συνέχεια τους χαμογέλασε καλοσυνάτα.
- «Φυσικά, όπως έχετε ήδη υποψιαστεί και οι δύο σας, αυτή τη στιγμή δε βρίσκεστε εδώ πέρα, μέσα σ’ αυτήν την κάμαρα, τουλάχιστον όχι στην πραγματικότητα!»
- «Και πού βρισκόμαστε στ’ αλήθεια;» τη ρώτησε ο Χονόρι.
- «Μέσα στο μυαλό μου» του απάντησε εκείνη. «Ή, για να είμαι περισσότερο ακριβής, σε μια νοητική αναπαράσταση που δημιούργησα βασισμένη στις αναμνήσεις του νεαρού μας φίλου του Παύλου.»
- «Ναι, αλλά πού βρισκόμαστε στην πραγματικότητα;» την ξαναρώτησε ο Χονόρι.
- «Εσύ…» του εξήγησε η Σινάθριελ «βρίσκεσαι στο Ινκάλ και ετοιμάζεσαι να σκοτώσεις τον πατέρα μου με το δηλητηριασμένο δαχτυλίδι που σου έδωσε η Σαρίνα. Εσύ…» συνέχισε στρέφοντας το βλέμμα της στον Παύλο «βρίσκεσαι στο σχολείο σου και πέφτεις από τις σκάλες εξαιτίας του σπρωξίματος που σου έδωσε ο κακόβουλος εκείνος συμμαθητής σου που ονομάζεται Θωμάς.»
- «Και γιατί μας έφερες εδώ;» την ρώτησε για τρίτη φορά ο Χονόρι που είχε κάτσει στο μεταξύ πάνω στο κρεβάτι, δίπλα στον Παύλο. Το κρεβάτι βούλιαξε απ’ το βάρος του και ο Παύλος φοβήθηκε για μια στιγμή μην σπάσουν οι τάβλες που κρατούσαν το στρώμα του στη θέση του και βρεθούν και οι δυο τους στο χαλί.
- «Για να καταλάβετε τι ακριβώς συμβαίνει θα πρέπει πρώτα να σας εξηγήσω ορισμένα πράγματα» του απάντησε η Σινάθριελ η οποία άρχισε στη συνέχεια να τους λέει:
- «Όπως γνωρίζετε ήδη, είμαι τηλεπαθητική. Αυτό σημαίνει πως μπορώ να διαβάζω τις σκέψεις των ανθρώπων και να τους μεταδίδω τις δικές μου σκέψεις χωρίς την μεσολάβηση κάποιου ενδιάμεσου, υλικού μέσου. Είναι ένα χάρισμα που κληρονομείται στην οικογένεια μου, μόνο στις γυναίκες όμως, κάθε τρίτη γενιά. Η γιαγιά μου γεννήθηκε με αυτό, η γιαγιά της επίσης, και μια μέρα θα το κληρονομήσω στην εγγονή μου.»
- «Το φαντάστηκα κάτι τέτοιο, εννοώ ότι μπορεί να είσαι τηλεπαθητική» της απάντησε ο Παύλος, μόνο και μόνο για να συνεισφέρει και αυτός στη συζήτηση.
- «Όταν ο Χονόρι εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο Ινκάλ…» συνέχισε την αφήγησή της η Σινάθριελ, χωρίς να την επηρεάσει η διακοπή «και απάντησε με επιτυχία στο γρίφο που του έθεσε ο πατέρας μου, κατάλαβα πως η γνώση που διέθετε δεν ήταν δυνατόν να προέρχεται απ’ το δικό του μυαλό. Κατάλαβα επίσης πως είχε δημιουργήσει κάποιου είδους νοητικής επαφής με κάποια ξένη διάνοια. Μπορείτε να φανταστείτε την έκπληξή μου όταν κατάλαβα πως εκείνο το άλλο μυαλό ζούσε σε μια διαφορετική, αν και παράλληλη, πραγματικότητα!»
- «Μα πώς έγινε δυνατή μια τέτοια επαφή;» τη ρώτησε ο Χονόρι που όπως και ο Παύλος, την άκουγε με μεγάλη προσοχή.
- «Νομίζω πως υπεύθυνη γι’ αυτό ήταν η παραμονή σου στην έρημο» του απάντησε η Σινάθριελ. «Γνωρίζω πως στο μέρος εκείνο εδρεύουν παράξενες δυνάμεις. Λέγεται μάλιστα πως η αρχαία φυλή που άφησε πίσω της τα ερείπια της πόλης όπου γεννάνε τ’ αυγά τους οι δράκοι εξαφανίστηκε επειδή ακριβώς δεν κατάφερε να τις τιθασεύσει. Πιστεύω πως είναι ένας τόπος όπου οι κόσμοι συγκλίνουν και το πέπλο που τους χωρίζει γίνεται εξαιρετικά λεπτό!»
- «Κάτι σαν το τρίγωνο το Βερμούδων δηλαδή!» σχολίασε ο Παύλος ενθουσιασμένος με όλα αυτά τα απίστευτα πράγματα που άκουγε.
- «Δεν καταλαβαίνω σε τι ακριβώς αναφέρεσαι» του απάντησε εκείνη.«Αλλά στα αρχεία του Ινκάλ έχω εντοπίσει ορισμένες πληροφορίες που υποννοούν πως σε κάθε κόσμο υπάρχουν ορισμένα γεωγραφικά σημεία όπου μπορεί κανείς να περάσει σε κάποια άλλη πραγματικότητα. Αλλά αυτό είναι κάτι το εντελώς άσχετο με το ζήτημα για το οποίο θέλω να σας μιλήσω. Για να ξαναγυρίσουμε στο θέμα της συζήτησής μας λοιπόν, όταν εσύ Χονόρι απάντησες με επιτυχία στο ερώτημα που σου έθεσε ο πατέρας μου, κατάλαβα πως μου προσφερόταν ένας δρόμος να τον ανατρέψω και να αναλάβω εγώ την διακυβέρνηση του Ινκάλ!»
- «Ώστε γι’ αυτό γίνονται όλα αυτά;» τη ρώτησε πικρόχολα ο Χονόρι. «Για να γίνεις η βασίλισσα του Ινκάλ; Για ν’ αποκτήσεις εξουσία και δύναμη;»
- «Όχι ακριβώς» του απάντησε η Σινάθριελ. «Τα κίνητρά μου, είναι αρκετά διαφορετικά από αυτά που φαντάζεσαι. Η αλήθεια είναι πως εδώ και αρκετό καιρό διαφωνώ με τον τρόπο με τον οποίο ο πατέρας μου χειρίζεται τις σχέσεις του Ινκάλ με τα βασίλεια των ανθρώπων. Η συμπεριφορά του είναι κατά τη γνώμη μου αδικαιολόγητα σκληρή και τυραννική. Η σκληρότητα και η αλαζονία όμως οδηγούν πάντοτε στην καταστροφή και αυτό δυστυχώς είναι ένα μάθημα που δεν έχει αφομοιώσει ακόμα, παρά τα όσα μας έχουν ήδη συμβεί.»
- «Τι εννοείς;» τη ρώτησε ο Χονόρι με το ίδιο δύσπιστο ύφος που είχε χρησιμοποιήσει και προηγουμένως.
- «Το Ινκάλ έχει έρθει από έναν άλλο κόσμο» του εξήγησε η Σινάθριελ. «Είμαστε πρόσφυγες, φυγάδες, γιατί πριν από πολλά-πολλά χρόνια οι πράξεις μας ξεσήκωσαν την οργή πανίσχυρων δυνάμεων που αποφάσισαν ότι είμαστε ανεπιθύμητοι. Κι όμως, από τότε που εμφανιστήκαμε στον δικό σας κόσμο, πενήντα δικά σας χρόνια πριν, επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη με μαθηματική ακρίβεια!».
- «Και λοιπόν;»
- «Εγώ σκοπεύω να αλλάξω αυτή την κατάσταση. Αλλά αυτό μπορώ να το πετύχω μόνο αν αποφασίσεις να συνεργαστείς μαζί μου!»
- «Θέλεις δηλαδή να σκοτώσω τον Εαρεντήλ;»
- «Αυτό είναι κάτι που θα το αποφασίσεις εσύ» του απάντησε η Σινάθριελ με σκεπτικό ύφος. «Όπως σου έχω ήδη πει, ο Εαρεντήλ ντροπιάστηκε από το γεγονός πως έλυσες το αίνιγμα του και τώρα η εξουσία του πάνω στο Ινκάλ αμφισβητείται.»
Ο Χονόρι θυμήθηκε και πάλι εκείνο το γεγονός· τον εαυτό του να στέκεται ανήμπορος μπροστά στον Εαρεντήλ, δίπλα του να χάσκει το πηγάδι που περίμενε να τον καταπιεί και να τον γκρεμοτσακίσει στις ταράτσες της Κάχλα που απλώνονταν χίλια μέτρα πιο χαμηλά και μετά το παράξενο όραμα που τον είχε συγκλονίσει, την έγχρωμη εικόνα του βιβλίου που απεικόνιζε την υδρόγειο σφαίρα μέσα στο μικρό λευκό δωμάτιο με τις παράξενες ζωγραφιές στους τοίχους, εικόνες όλα αυτά μιας άλλης ζωής σ’ έναν διαφορετικό κόσμο.
- «Όπως σου έχω ήδη εξηγήσει, αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο βομβάρδισε την Κάχλα» του είπε η Σινάθριελ. «Έπρεπε οπωσδήποτε να αναμετρηθεί και πάλι μαζί σου για δεύτερη φορά, να αποκαταστήσει το κύρος του στα μάτια των υπηκόων του.»
- «Εσύ όμως γνωρίζεις για ποιο λόγο παραδόθηκα στους άρχοντες της Κάχλα, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε ο Χονόρι.
- «Ναι, φυσικά και ξέρω. Ξέρω πως δύο από τους συντρόφους σου, ο Έπαφος και ο Σάλεκ, έχουν πέσει στα χέρια μιας παρανοϊκής έκπτωτης πριγκίπισσας που απειλεί να τους θανατώσει μέσα σε λίγες ώρες αν δε σκοτώσεις τον πατέρα μου».
Ο Χονόρι απέμεινε σιωπηλός για λίγο και μετά, κοιτάζοντάς την στα μάτια της είπε:
- «Δεν σε πιστεύω! Δεν έχω καμία εμπιστοσύνη στις αγαθές σου προθέσεις! Νομίζω πως ακόμα κι αν αναλάβεις την διακυβέρνηση του Ινκάλ δεν πρόκειται ν’ αλλάξει τίποτα, γιατί είσαι και εσύ δόλια όπως όλοι οι συμπατριώτες σου, ίδια φάρα όλοι σας, κι αυτό φαίνεται απ’ τον τρόπο με τον οποίο τα μεθόδευσες όλα, το πως παγίδευσες εμένα και τον Εαρεντήλ σ’ αυτή τη θανάσιμη μονομαχία, μόνο και μόνο για ν’ ανέβεις στο θρόνο!»
Μια βαριά σιωπή κρεμάστηκε ανάμεσά τους.
Και μετά το δωμάτιο του Παύλου εξαφανίστηκε και ο Χονόρι βρέθηκε για άλλη μια φορά στην αίθουσα της μονομαχίας. Κρατούσε ακόμα ακινητοποιημένο στο δάπεδο τον Εαρεντήλ ο οποίος ανάσαινε σπασμωδικά.


- «Υπάρχει κάτι που δεν καταλαβαίνω» είπε ο Παύλος στην Σινάθριελ μόλις έμεινε μόνος μαζί της στην κρεβατοκάμαρά του. «Και αυτό είναι ο ρόλος μου σ’ όλη αυτή την ιστορία. Εφόσον μπορείς και επικοινωνείς τηλεπαθητικά με τον Χονόρι, εμένα τι με χρειάζεσαι; Γιατί μπήκες στο μυαλό μου τη στιγμή που ο Θωμάς μ’ έσπρωξε στη σκάλα και γιατί σχημάτισες αυτή την νοητική εικόνα του σπιτιού μου για να συναντηθούμε εδώ και οι τρεις;»
Η Σινάθριελ τον κοίταξε για λίγο σιωπηλή και τα εκπληκτικά εκείνα μάτια της που έμοιαζαν με δύο πανομοιότυπες σταγόνες από υγρό κεχριμπάρι, έκαναν την καρδιά του να γοργοχτυπήσει αναστατωμένη.
- «Γιατί χρειάζομαι τη βοήθειά σου » του απάντησε. «Χρειάζομαι από σένα κάτι που μόνο με τη δική σου συγκατάθεση μπορώ να πάρω.»
- «Και τι είναι αυτό το πράγμα;» τη ρώτησε ο Παύλος παραξενεμένος απ’ τον ικετευτικό τόνο της φωνής της.
- «Μια ανάμνηση» του απάντησε η Σινάθριελ. «Τίποτε άλλο, απλώς μια μικρή ανάμνηση!»
Ο Χονόρι πίεσε το δαχτυλίδι της Σαρίνα στο μάγουλο του Εαρεντήλ. Ήταν τόσο απλό, τόσο εξωφρενικά εύκολο, μια γρατζουνιά αρκούσε και ο αντίπαλος του θα πήγαινε να συναντήσει όλους εκείνους τους αθώους ανθρώπους που είχαν πεθάνει εξαιτίας του. Αλλά μετά το μυαλό του κατακλύστηκε από παράξενες εικόνες, από εικόνες καταστροφής, από εκκωφαντικές εκρήξεις και από τρομαγμένα πρόσωπα βασανισμένων προσφύγων.
Ανακάλυψε πως καθόταν σ’ έναν μαλακό καναπέ. Το σώμα του είχε αλλάξει, ήταν μικρό και αδύνατο και ντυμένο με τα πολύχρωμα ρούχα που φορούσε αυτός ο παράξενος πιτσιρικάς που είχε συναντήσει στο στενάχωρο υπνοδωμάτιο εκείνου του άλλου, του παράλληλου κόσμου.
Μπροστά του, πάνω σ’ ένα χαμηλό έπιπλο που έμοιαζε με τραπέζι, υπήρχε ένα μεγάλο μαύρο κουτί. Η μια πλευρά του κουτιού, αυτή που έβλεπε προς το μέρος του, ήταν φτιαγμένη από γυαλί. Πάνω στη γυάλινη εκείνη επιφάνεια έλαμπαν κινούμενες εικόνες. Στην αρχή αντίκρισε δύο τεράστιους πύργους που σημάδευαν σαν πελώρια δάχτυλα τον ουρανό. Από πάνω τους απλωνόταν ένας γαλάζιος και πεντακάθαρος ουρανός. Ο ένας απ’ τους πύργους είχε πιάσει φωτιά και πυκνά σύννεφα μαύρου καπνού έβγαιναν απ’ τα σωθικά του. Ξαφνικά ένα τεράστιο αντικείμενο που έμοιαζε με γιγαντιαίο μεταλλικό πουλί έπεσε πάνω στον δεύτερο πύργο προκαλώντας μια τρομακτική έκρηξη. Ύστερα τα πανύψηλα εκείνα οικοδομήματα κατέρρευσαν σαν να ήταν φτιαγμένα από τραπουλόχαρτα και σκόρπισαν γύρω τους πυκνά σύννεφα καπνού και σκόνης. Ο Χονόρι αντίκρισε ένα πλήθος ανθρώπων να τρέχουν πανικόβλητοι μακριά απ’ τον τόπο της καταστροφής, κάποιοι απ’ αυτούς ματωμένοι, κάποιοι κατατρομομαγμένοι και σκεπασμένοι από ένα παχύ στρώμα στάχτης, άλλοι να κλαίνε σαν μικρά παιδιά και να προσπαθούν ν’ απομακρυνθούν απ’ τα γκρίζα σύννεφα που απλώνονταν προς το μέρος τους σαν θανατηφόρες χιονοστιβάδες. Στη συνέχεια το γυάλινο κουτί γέμισε με εικόνες κατεστραμμένων πόλεων που ισοπεδώνονταν από εκκωφαντικές εκρήξεις, με ανθρώπους που έτρεχαν και αυτοί να σωθούν μέσα στους δρόμους κάποιας κατεστραμμένης πολιτείας. Και μετά αντίκρισε μια έρημο που τη διέσχιζε ένα καραβάνι σιδερένιων οχημάτων ενώ πλήθη κόσμου περπατούσαν αργά δίπλα τους, ταλαιπωρημένοι όλοι τους και εξουθενωμένοι. Πίσω τους ένας μαύρος ορίζοντας καταβροχθίζονταν από τεράστιες κόκκινες φλόγες.
Μια γυναικεία φωνή που έβγαινε απ’ το κουτί μιλούσε για κάποιου είδους αντίποινα, για «χειρουργικά στρατιωτικά χτυπήματα», για τυφλές επιθέσεις αυτοκτονίας, για αγεφύρωτα μίση και εμφύλιους αλληλοσπαραγμούς, για μακροχρόνιους θρησκευτικούς πολέμους, για απειλές αντιποίνων και για «την κατάρρευση της ειρηνευτικής διαδικασίας που οφείλονταν στα τυφλά χτυπήματα εξτρεμιστικών οργανώσεων και φανατικών των δύο πλευρών».
Και ξαφνικά ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Στο κάτω-κάτω δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος ο δικός του κόσμος να επαναλάβει και να υποφέρει από τα λάθη εκείνης της άλλης, της λιγότερο σοφής ανθρωπότητας.
Χαλάρωσε τη λαβή του και ο Εαρεντήλ σωριάστηκε καταγής.
- «Σου χαρίζω τη ζωή» του είπε. «Γιατί αν σε θανατώσω τώρα, ο χαμός όλων αυτών των ανθρώπων που σκότωσες χθες το βράδυ θα έχει πάει χαμένος!»
Στη συνέχεια, αγνοώντας τις ξαφνιασμένες κραυγές και τα επιφωνήματα του πλήθους που παρακολουθούσε εμβρόντητο τη σκηνή, βγήκε απ’ τα όρια του ψηφιδωτού και γονάτισε μπροστά στην Σινάθριελ.
- «Ως κόρη του Εαρεντήλ έχεις το δικαίωμα να κάνεις ό,τι θέλεις» της είπε. «Η ζωή μου βρίσκεται στα χέρια σου!»
- «Ως κόρη του κυβερνήτη του Ινκάλ, αναλαμβάνω την διακυβέρνηση του ιπτάμενου νησιού και σου χαρίζω τη ζωή!» του απάντησε η Σινάθριελ καθώς ένα παράξενο φως λαμπύριζε μέσα στα υγρά βάθη των ματιών της.


Ο Παύλος αιωρήθηκε για άλλη μια φορά μέσα στο σκοτάδι αλλά όχι για πολύ. Άνοιξε τα μάτια του και αντίκρισε το κινητό του τηλέφωνο να στριφογυρίζει στον αέρα σαν ιπτάμενη σβούρα. Το πρόσωπο του Θωμά χαμογελούσε διαβολικά πάνω απ’ το δικό του. Ο αέρας σφύριξε στ’ αυτιά του και μετά βούτηξε προς τα κάτω, εκεί όπου ήξερε πως τον περίμεναν οι μαρμάρινες σκάλες, άσπρες, με κοφτερές γωνίες, σαν σκυλόδοντα που θα του τσάκιζαν τη σπονδυλική στήλη. Έβγαλε μια κραυγή αγωνίας αλλά εκείνη τη στιγμή συνέβη κάτι το εντελώς αναπάντεχο: μια ξένη νοημοσύνη ανέλαβε αστραπιαία τον έλεγχο του σώματός του. Ένιωσε το κορμί του να κάνει μια ξαφνική κολοτούμπα στον αέρα, την πλάτη του να στρέφεται προς την οροφή, τα πόδια του να γυρίζουν προς τα κάτω, τα χέρια του ν’ απλώνονται σαν φτερά. Ξαναβρήκε ως δια μαγείας την ισορροπία του και προσγειώθηκε όρθιος πάνω στο κεφαλόσκαλο.
Έπιασε με το δεξί του χέρι το κινητό του τηλέφωνο στον αέρα και κοίταξε τον Θωμά που είχε απομείνει μ’ ανοιχτό το στόμα.
- «Λοιπόν;» τον ρώτησε. «Τι έχεις να πεις τώρα;»
Ο Θωμάς έκανε να ψελλίσει κάτι αλλά ο Παύλος, ή μάλλον αυτός που μιλούσε μέσα απ’ τον Παύλο, δεν του επέτρεψε να μιλήσει. Ανέβηκε δυο-δυο τα σκαλοπάτια, γρήγορος και σβέλτος σαν πεινασμένος αίλουρος, παρά το γεγονός πως η σχολική τσάντα που είχε ακόμα δεμένη στους ώμους του τον βάραινε σαν μολύβι, και με μια υπολογισμένη κλωτσιά τον πέτυχε στο στήθος και τον κόλλησε στον τοίχο του διαδρόμου. Μετά στάθηκε όρθιος μπροστά του και του είπε:
- «Δώσε μου τώρα ένα λόγο για να μην σε πετάξω κι εγώ απ’ τη σκάλα!»
Ο Θωμάς τον κοίταξε τρομοκρατημένος αλλά η διάνοια που είχε καταλάβει το σώμα του Παύλου εξακολουθούσε να βράζει από θυμό. Τον άρπαξε απ’ το λαιμό και έχωσε το δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο στο λαρύγγι του. Ο Θωμάς έπεσε στα γόνατα τρέμοντας ολόκληρος καθώς η πίεση που ασκούταν στον λαιμό του τον έπνιγε σιγά-σιγά.
- «Λοιπόν;» τον ρώτησε για δεύτερη φορά ο Παύλος που έσκυβε από πάνω του σαν αμείλικτος τιμωρός. «Έχεις να πεις κάτι;»
Ο Θωμάς άρχισε να ασφυκτικά και να μελανιάζει όλο και περισσότερο έως ότου ο Παύλος χαλάρωσε τη λαβή του και τον άφησε να καταρρεύσει στα πόδια του σαν μαριονέτα που της είχαν κόψει τις κλωστές που την κρατούσαν όρθια.
- «Άκουσε με καλά» του είπε. «Αν σε ξαναδώ μπροστά μου θα σε σκοτώσω, και αυτή τη φορά το εννοώ, το κατάλαβες; Θέλω να φύγεις από ‘δω, το πού θα πας δε μ’ ενδιαφέρει, αλλά αυτή είναι η τελευταία ευκαιρία που σου δίνω! Και έχε υπόψη σου και κάτι ακόμα; Σε περίπτωση που θεωρείς τον εαυτό σου άξιο να ζητάει εκδίκηση για οτιδήποτε, να ξέρεις πως ούτε καν μπορείς να διανοηθείς το πραγματικό νόημα αυτής της λέξης, έγινα κατανοητός;»
Ο Θωμάς έκανε ανήμπορα ένα καταφατικό νεύμα καθώς προσπαθούσε σπασμωδικά ν’ αναπνεύσει.
Ο Παύλος τον άφησε μόνο του. Κατέβηκε με τρεις δρασκελιές τα σκαλοπάτια και βγήκε στο προαύλιο. Καθώς κάλυπτε την απόσταση που τον χώριζε από την καγκελόπορτα του σχολείου μουρμούρισε:
- «Σ’ ευχαριστώ πολύ!»
- «Παρακαλώ, η ευχαρίστηση ήταν όλη δική μου» ήχησε μέσα στο κεφάλι του η φωνή του Χονόρι.
- «Κάνε μου μια χάρη σε παρακαλώ και μη μου προτείνεις καμία άλλη απ’ τις φοβερές ιδέες σου!» φώναξε ο Σάλεκ στον Έπαφο καθώς δεκάδες αθέατα χέρια χτυπούσαν με μανία τ’ αδιαφανή πλέον τοιχώματα της κλεψύδρας η οποία σείονταν συθέμελα.
Οι δυο τους είχαν ζαρώσει στο κέντρο της καθώς απ’ τον ήχο των χτυπημάτων που δυνάμωναν όλο και περισσότερο μπορούσαν να καταλάβουν πως τα χέρια εκείνα κρατούσαν μεταλλικά αντικείμενα με τα οποία προσπαθούσαν να σπάσουν τα γυάλινα τοιχώματα που τους περικύκλωναν. Υπήρχε οργή σ’ αυτά τα χτυπήματα, οργή και μίσος που όλο και δυνάμωναν.
- «Προσπάθησα απλώς να μας γλυτώσω» του απολογήθηκε πανικόβλητος ο Έπαφος «και πρέπει να παραδεχτείς πως καταφέραμε τουλάχιστον να βουλώσουμε την τρύπα και να σταματήσουμε την άμμο απ’ το να μας πνίξει!»
- «Πολύ σωστά!» του φώναξε ξανά ο Σάλεκ. «Δε θα μας πνίξει η άμμος, θα μας πετσοκόψουν οι απέξω που τους χαλάσαμε την παράσταση!»
Τα τοιχώματα της κλεψύδρας άρχισαν να ραγίζουν. Πάνω τους σχηματίστηκαν ομόκεντροι κύκλοι και κάθετες γραμμώσεις που θύμιζαν δίχτυα αράχνης. Ήταν ζήτημα το πότε ένα τελικό χτύπημα θα τα έκανε χίλια κομμάτια και θα τους έριχνε έρμαια στα χέρια των μανιακών μασκοφόρων.
Και τότε απλώθηκε μια παράξενη ησυχία. Τα χτυπήματα σταμάτησαν ως δια μαγείας και μια αίσθηση αναταραχής φάνηκε να στροβιλίζεται στον χώρο έξω απ’ την κλεψύδρα, κάτι που ένιωσαν περισσότερο παρά είδαν ή άκουσαν καθώς τα γυάλινα τοιχώματα που τους φυλάκιζαν ήταν αρκετά χοντρά ώστε να καταπνίγουν όλους τους ήχους του έξω κόσμου.
Και μετά η κλεψύδρα διαλύθηκε σε χίλια κομμάτια.


Η φωτεινή σφαίρα ανυψώθηκε πάνω απ’ το Ινκάλ σαν μια διάφανη σαπουνόφουσκα που πάνω στην εύθραυστη επιφάνειά της αλληλοκυνηγιόντουσαν όλα τα χρώματα της ίριδας. Ύστερα από λίγο άρχισε να πετάει ανάμεσα απ’ τα κρυστάλλινα κτίρια του ιπτάμενου νησιού που άστραφταν σαν πολυεδρικά διαμάντια στο απαλό φως του ήλιου που άγγιζε πια τη γραμμή του ορίζοντα. Ο Χονόρι παρακολουθούσε έκθαμβος το παραμυθένιο εκείνο θέαμα, καθώς ήξερε πολύ καλά πως κατά πάσα πιθανότητα δε θα ξανάβλεπε ποτέ ξανά κάτι παρόμοιο στη ζωή του.
Κάποια στιγμή η ιπτάμενη φυσαλίδα πέρασε δίπλα από έναν ψηλό πύργο που ορθώνονταν στην άκρη του Ινκάλ, κοντά στο χείλος του που έμοιαζε με κάθετο βάραθρο. Η κορφή του πύργου στεφανωνόταν από έναν κυκλικό εξώστη πάνω στον οποίο στεκόταν η λευκοντυμένη φιγούρα της λυγερόκορμης Σινάθριελ. Το πανέμορφο πρόσωπό της άστραφτε σαν μια τέλεια μάσκα από αλάβαστρο κάτω απ’ τα ρόδινα σύννεφα που ταξίδευαν στον ουρανό ενώ ο άνεμος που φυσούσε γύρω απ’ τον πύργο έκανε τα μαλλιά της ν’ αναδεύονται σαν εκθαμβωτικές φλόγες, να κυματίζουν και λάμπουν γύρω απ’ το κεφάλι της σαν ένα ολόχρυσο φωτοστέφανο που παγίδευε μέσα του το απαλό φως του ετοιμοθάνατου ήλιου. Το μακρύ φόρεμα της ανέμιζε ίδιο με νικηφόρο λάβαρο γύρω απ’ το λεπτό της κορμί που στεκόταν στητό σαν χρυσελεφάντινος κίονας στον εξώστη του πύργου.
- «Έχε γεια γενναίε πολεμιστή μου!» την άκουσε να ψιθυρίζει μέσα στο μυαλό του.
Το πρόσωπό της δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια οβάλ κηλίδα από εκείνη την απόσταση αλλά ο Χονόρι σχημάτισε μια πολύ καθαρή εικόνα των υγρών και πανέμορφων ματιών της μέσα στο μυαλό του.
Και τότε είδε κάτι σαν όραμα: Μπροστά του αναδύθηκε μια πολύ καθαρή εικόνα της Σινάθριελ να στέκεται μέρα και νύχτα πάνω σ’ αυτόν τον πύργο και να κολυμπάει ακούραστα μέσα στην ανεξάντλητη παλίρροια των σκέψεων των εκατομμυρίων κατοίκων αυτού του κόσμου που ύφαιναν ένα αόρατο πέπλο στον αέρα, πάντοτε παρούσα, πάντοτε σιωπηλή, πάντοτε πρόθυμη να στείλει ένα όμορφο όνειρο ή κάποια ενθαρρυντική σκέψη σ’ αυτούς που κυνηγημένοι απ΄το φόβο και την απελπισία, έχαναν το θάρρος τους και τη θέληση για ζωή.
Κατάλαβε τότε πως τα βασίλεια των ανθρώπων είχαν αποκτήσει τη δική τους καλή νεράιδα, μια προστάτιδα θεά που θα έδιωχνε το σκοτάδι και θ΄απάλυνε τη θλίψη που φωλιάζει στις ανθρώπινες ψυχές.
Όταν τον αποχαιρετούσε, του είχε ζητήσει μια χάρη. Τον είχε παρακαλέσει να της παραδώσει το φονικό δαχτυλίδι που του είχε δώσει η Σαρίνα και για αντάλλαγμα του είχε περάσει στο μικρό δάχτυλο του δεξιού του χεριού το δαχτυλίδι που μέχρι εκείνη τη στιγμή στόλιζε το δικό της χέρι. Ήταν ένα μικρό κομψοτέχνημα από χρυσάφι που περίκλειε μια κατακόκκινη πέτρα η οποία έλαμπε στο φως του ήλιου σαν αναμμένο κάρβουνο.
- «Όποτε βρεθείς σε δύσκολη θέση, δεν έχεις παρά να το τρίψεις δύο φορές και να με σκεφτείς και τότε εγώ θα ξέρω πως με χρειάζεσαι» του είπε «και θα σε βοηθήσω!»
Καθώς του φορούσε το δαχτυλίδι είχε ακουμπίσει τα χείλη της πάνω στα δικά του και η γεύση του στόματός της ήταν γλυκιά και χλιαρή, σαν μια σταγόνα από διάφανο μέλι.
- «Σ’ ευχαριστώ που μου έδωσες την ευκαιρία να βοηθήσω τον φίλο μου τον Παύλο» της είχε απαντήσει εκείνος.
- «Και εγώ σε ευχαριστώ που ανάμεσα στο δρόμο της συγχώρεσης και στο δρόμο της εκδίκησης, έκανες τη σωστή επιλογή» του απάντησε εκείνη.
Η σφαίρα άφησε πίσω της το Ινκάλ και άρχισε να πετάει πάνω απ’ τις στέγες και τους πύργους της Κάχλα. Κάποια στιγμή άρχισε να χάνει ύψος και να πλησιάζει το έδαφος, μια σφαίρα από διάφανο φως που κρατούσε στο εσωτερικό της μια σκουρόχρωμη ανθρώπινη φιγούρα.
- «Οι φίλοι σου είναι ασφαλείς» του είχε πει η Σινάθριελ. «Η συνομωσία της Σαρίνα απέτυχε γιατί οι άρχοντες της Κάχλα ενημερώθηκαν εγκαίρως από μένα για την επίθεση που ετοίμαζε. Αυτή τη στιγμή ο Έπαφος και ο Σάλεκ βρίσκονται πάνω στην οροφή του δικαστικού μεγάρου και σε περιμένουν!»
Καθώς η σφαίρα πλησίαζε το δικαστικό μέγαρο ο Χονόρι διέκρινε μέσα στην εκθαμβωτική φαντασμαγορία των απαλών χρωμάτων που άπλωνε στον ουρανό το υπέροχο εκείνο ηλιοβασίλεμα, δύο γνώριμες φιγούρες που τον παρακολουθούσαν ακίνητες σαν υπνωτισμένες. Ήταν ο Σάλεκ και ο Έπαφος.
Λίγα δευτερόλεπτα προτού οι μπότες του αγγίξουν την μαρμάρινη οροφή του μεγάρου, ο Χονόρι κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο του το Ινκάλ.
Και τότε, για μια και μοναδική στιγμή, ένιωσε μια αφόρητη νοσταλγία, την επιθυμία ν’ ανέβει και πάλι εκεί πάνω και να σφίξει την Σινάθριελ στην αγκαλιά του.
Ύστερα το Ινκάλ άρχισε να κινείται αργά στην αρχή και μετά όλο και γρηγορότερα, έως ότου χάθηκε στην Ανατολή.

_________________________

Η παραπάνω ιστορία αποτελεί συνέχεια του διηγήματος "Συγκοινωνούντα Δοχεία" του συγγραφέα Ερρίκου Σμυρναίου. Μπορείτε να διαβάσετε το πρώτο μέρος πατώντας εδώ.

* σημείωση: η εικόνα ανοίγματος του παρόντος άρθρου είναι δημιουργία του Aideon.

________________________________



    τα έχεις διαβάσει;

Βιβλία Fantasy

Διαβάσαμε & Κρίνουμε
Fantasy Archive

Μουσική Φαντασίας

Ακούσαμε & Προτείνουμε
Fantasy Archive

Visual Art - Ζωγραφική

Είδαμε & Παρουσιάζουμε
Fantasy Archive

Comics - Graphic Novels

Εικόνες & Κείμενα Φαντασίας
Fantasy Archive

Ταινίες & Σειρές Φαντασίας

Εντυπώσεις και Συναισθήματα
Fantasy Archive

Video Games

Η F Γωνιά των Gamers
Fantasy Archive