Διαβάζω Το κοκκινο φως από τα Fantasy Archives της Fantasy Gate! Bookmark and Share


από Ερρίκο Σμυρναίο

Το κόκκινο φως

Όταν κατάφερα να δω τον Δημήτρη η περιέργειά μου είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της. Λογικό ήταν. Με όλα αυτά που είχα δει και διαβάσει στην τηλεόραση και στις εφημερίδες, οι οποίες ύστερα από πέντε ολόκληρες μέρες εξακολουθούσαν ν’ αναφέρονται στο «ολοκαύτωμα της βίλας των οργίων» –έτσι είχαν αποφασίσει να χαρακτηρίσουν το όλο γεγονός– δεν ήταν ν’ απορεί κανείς που τα κίνητρά μου ήταν κάτι παραπάνω από ένα αθώο και ανιδιοτελές ενδιαφέρον!
Οι γονείς του έμοιαζαν να έχουν γεράσει δέκα ολόκληρα χρόνια από τότε που τους είχα συναντήσει για τελευταία φορά. Βρίσκονταν και αυτοί στο νοσοκομείο. Μου είπαν πως ο ίδιος ο Δημήτρης είχε ζητήσει να μου μιλήσει ιδιαιτέρως και μάλιστα με μεγάλη επιμονή.
Όταν μείναμε μόνοι στο λευκοβαμμένο δωμάτιο όπου κοιμόνταν κάθε βράδυ, μια αμήχανη σιωπή κρεμάστηκε ανάμεσά μας. Εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία να του ρίξω μια πιο προσεκτική ματιά. Φαίνονταν ακόμα χλωμός και καταπονημένος· αυτό που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ωστόσο ήταν η παράξενη λάμψη που φώλιαζε μέσα στα μάτια του, μια συνεχής έκφραση τρελού φόβου που ποτέ δεν έσβηνε εντελώς. Οι γονείς του πάντως με είχαν πληροφορήσει πως αν και είχε υποστεί βαριά αναπνευστική δηλητηρίαση, τώρα πήγαινε πολύ καλά. Αύριο, το πολύ μεθαύριο, θα έπαιρνε εξιτήριο απ’ το νοσοκομείο και θα πήγαινε σπίτι του.
- «Μια χαρά σε βλέπω» του είπα για να του φτιάξω τη διάθεση. «Οι δικοί σου μου είπαν πως όπου να ’ναι βγαίνεις!»
Ο Δημήτρης και εγώ είμαστε φίλοι απ’ το Γυμνάσιο. Η φιλία μας όμως είχε χαλαρώσει από τότε που είχαμε επιλέξει διαφορετικές κατευθύνσεις στο Λύκειο κυρίως γιατί δεν είχαμε πια αρκετό χρόνο για να συναντιόμαστε όπως παλιότερα.
Αναρωτήθηκα νοερά τι στο καλό ήθελε να μου πει, τι ήταν τόσο σημαντικό ώστε να μην μπορεί να περιμένει μέχρι αύριο που θα πήγαινε σπίτι του.
Στα πόδια του κρεβατιού υπήρχε μια μικρή τηλεόραση. Ήταν αναμμένη αλλά εκείνος είχε κατεβάσει τον ήχο στο μηδέν.
Εκείνη τη στιγμή είχε κάποιο δελτίο ειδήσεων. Στην επίπεδη οθόνη της παρήλαυναν κάποιες απόψεις της βίλας όπου είχε συμβεί το κακό. Μετά τη φωτιά δεν είχε απομείνει τίποτα περισσότερο από μαυρισμένα ερείπια.
- «Βλέπεις;» μου είπε ο Δημήτρης κακόκεφα. «Ακόμα μ’ αυτό το θέμα ασχολούνται! Το τι μαλακίες έχω ακούσει μέχρι τώρα δεν περιγράφεται! Και η πλάκα είναι πως όποτε προσπαθώ να τους πω τι πραγματικά έγινε κανείς δε με πιστεύει! Νομίζουν πως είχα παραισθήσεις!»
- «Γιατί δεν σε πιστεύουν όμως;»
- «Εδώ που τα λέμε, δεν τους αδικώ. Έτσι και κάτσεις και δεις αντικειμενικά το όλο ζήτημα, όντως αυτά που έχω να πω ακούγονται εντελώς τρελά!»
- «Δηλαδή;»
- «Γι’ αυτό σε κουβάλησα εδώ πέρα» συνέχισε ο Δημήτρης αγνοώντας την ερώτηση μου αλλά καταφέρνοντας ταυτόχρονα να μου απαντήσει. «Για να σου τα πω και σένα μήπως κι εσύ τουλάχιστον φανείς πιο ανοιχτόμυαλος.»
- «Τι εννοείς όταν λες πιο ανοιχτόμυαλος;» τον ρώτησα καχύποπτα. Ο τρόπος που είχε τονίσει αυτή τη λέξη δε μου είχε αρέσει ιδιαίτερα.
Εκείνος έκλεισε την τηλεόραση με το τηλεκοντρόλ και στη συνέχεια, προτού ξανανοίξει το στόμα του, έριξε μια κάπως αμήχανη ματιά στην πόρτα του θαλάμου η οποία εξακολουθούσε να παραμένει κλειστή.
- «Να…» μου είπε «ξέρω πως αγοράζεις όλα αυτά τα περιοδικά που ασχολούνται με μεταφυσικά φαινόμενα και ανεξήγητα περιστατικά και σκέφτηκα πως μπορεί να σ’ ενδιέφερε να ακούσεις μια ιστορία που οι περισσότεροι άνθρωποι θα έβρισκαν απίστευτη. Έχω ανάγκη να με πιστέψεις κάποιος, με καταλαβαίνεις;»
- «Ωραία, σε ακούω» του απάντησα καθησυχαστικά καθώς βολευόμουν σε μια πλαστική καρέκλα που ήταν τοποθετημένη κοντά στο προσκέφαλό του.
Ο Δημήτρης με κοίταξε αναποφάσιστος για λίγα δευτερόλεπτα, τακτοποιήθηκε καλύτερα στο κρεβάτι του, πήρε μια βαθιά αναπνοή και άρχισε να μιλάει.
- «Εκείνο το βράδυ είχα πάρει στροφές ανάποδες. Ήθελα να δοκιμάσω τα πάντα, να ζήσω κάτι ξεχωριστό, κάτι που θα μ’ έκανε να ξεχάσω μια και καλή τις μέρες και τις νύχτες του διαβάσματος και του άγχους των τελευταίων έξι μηνών, καθώς η περίοδος των πανελλαδικών εξετάσεων όλο και πλησίαζε μέσα στην αβεβαιότητα που δημιουργούσαν οι επικείμενες αλλαγές του τρόπου εισαγωγής στα πανεπιστήμια και οι εξαγγελίες των καθηγητών για απεργίες. Τους τελευταίους έξι μήνες ένιωθα πως η ζωή μου εγκλωβιζόταν ολοένα και περισσότερο ανάμεσα σε πυκνογραμμένες σελίδες βαρετών βιβλίων που έπρεπε ν’ αποστηθίσω. Υπήρχαν αναρίθμητα ανώμαλα ρήματα και συντακτικές αναλύσεις που ήμουν υποχρεωμένος να επαναλαμβάνω ξανά και ξανά με την ελπίδα πως στην κρίσιμη στιγμή δε θα ξεχνούσα το παραμικρό και πως η συσσωρευμένη κούραση τόσων εβδομάδων δε θα επηρρέαζε την απόδοσή μου μέσα στην εξεταστική αίθουσα. Καταλαβαίνεις σε τι κατάσταση ήμουν;»
Καταλάβαινα πολύ καλά. Εξάλλου, και εγώ είχα περάσει τα ίδια.
- «Εννοείται πως είχα να βγω από το Πάσχα» συνέχισε την αφήγησή του ο Δημήτρης χωρίς να περιμένει ν’ ακούσει την απάντησή μου. «Και πως ακόμα και η τηλεόραση είχε μετατραπεί σε μια χρονοβόρα πολυτέλεια που δε μου επιτρεπόταν πλέον ν’ απολαύσω.»
Κάνοντας μια δεύτερη παύση, ήπιε λίγο νερό από ένα πλαστικό ποτήρι που βρίσκονταν σ’ ένα κομοδίνο στα δεξιά του κρεβατιού.
- «Οι εξετάσεις είχαν επιτέλους τελειώσει» ξανάρχισε να μου λέει «και πίστευα πως είχα γράψει καλά. Ωστόσο και αυτό το γεγονός λίγο μετρούσε εκείνο το βράδυ. Το μόνο που είχε σημασία ήταν πως απόψε δε θα ξενυχτούσα πάνω από ένα βιβλίο μ’ ένα φλιτζάνι καφέ στο χέρι και δύο ασπιρίνες στο συρτάρι του γραφείου μου και πώς όταν τελικά κατάφερνα να κοιμηθώ, ίσως δεν ξανάβλεπα τον εφιάλτη εκείνο που σχεδόν κάθε βράδυ μου χαλούσε τον ύπνο.»
- «Για περίμενε» τον διέκοψα. «Για ποιόν εφιάλτη μου μιλάς τώρα;»
- «Τους τρεις τελευταίους μήνες κάθε φορά που μ’ έπαιρνε ο ύπνος έβλεπα πως περπατούσα σε κάποιο χωράφι, μέσα σ’ ένα πηχτό σκοτάδι και πως γύρω μου κάτι απειλητικές παρουσίες προσπαθούσαν να μ’ αρπάξουν. Ξαφνικά ξεπηδούσε μπροστά μου ένα εκτυφλωτικό κόκκινο φως, κάτι σαν αστραπή που είχε την άλικη απόχρωση του φρέσκου αίματος. Μου έδινε την αίσθηση πως ήταν ένα σήμα κινδύνου, μια προειδοποίηση για κάποιον όλεθρο που έπρεπε πάση θυσία να αποφύγω.»
- «Μάλιστα...» μουρμούρισα εντυπωσιασμένος απ’ το πάθος που χρωμάτιζε τη φωνή του.
- «Εκείνο το βράδυ, αν θυμάσαι, τα δελτία ειδήσεων μετέδιδαν συνεχώς πλάνα απ’ τη μεγάλη πυρκαγιά που κατάκαιγε την Πάρνηθα και το τελευταίο δάσος που είχε απομείνει γύρω απ’ την Αθήνα. Όλοι μιλούσαν για μια ανυπολόγιστη οικολογική καταστροφή που θα επηρρέαζε το κλίμα του λεκανοπέδιου για πολλά χρόνια. Επίσης, αν θυμάσαι, εδώ και δέκα μέρες η θερμοκρασία δεν έλεγε να πέσει κάτω απ’ τους σαράντα βαθμούς κελσίου ενώ ολόκληρη η Αθήνα βρώμαγε κάπνα και καμένο ξύλο.»
Του είπα πως έτσι ήταν, πως έτσι ακριβώς είχαν τα πράγματα.
- «Εκείνο το βράδυ η Ιωάννα μου πρότεινε να βγούμε για clubbing. Τη θυμάσαι καθόλου;»
Του απάντησα πως την είχα δει μερικές φορές. Ήταν μια όμορφη κοπέλα, ψηλή λεπτή και μελαχρινή, που ήθελε να γίνει σεναριογράφος ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων.
- «Της άρεσε ξέρεις να παίζουμε παράξενα διανοητικά παιχνίδια όποτε συναντιόμασταν» συνέχισε την αφήγησή του ο Δημήτρης. «Κάποιες φορές λέγαμε στον εαυτό μας πως ήμασταν εξωγήινοι και πως είχαμε έρθει να μελετήσουμε τον παράξενο πολιτισμό των ανθρώπων, άλλες φορές πάλι φανταζόμασταν πως ήμασταν μυστικοί πράκτορες που σκοπό είχαν να εκτελέσουν κάποια απόρρητη αποστολή. Πολλές φορές, καθώς περπατάγαμε στο δρόμο, εντοπίζαμε κάποιον άσχετο περαστικό και σκαρφιζόμαστε ένα σωρό φανταστικές ιστορίες σχετικά με το άτομο του. Στη συνέχεια τον παρακολουθούσαμε για να δούμε σε ποιο βαθμό αυτά που έκανε επαλήθευαν τα σενάρια που είχαμε φτιάξει μεταξύ μας.»
- «Ωραίο ακούγεται σαν ιδέα» σχολίασα ενθαρρυντικά.
- «Τις περισσότερες και τις καλύτερες ιδέες τις είχε φυσικά η Ιωάννα. Έλεγε πως έτσι οι έξοδοί μας γίνονταν πιο ενδιαφέρουσες και, μεταξύ μας, δεν είχε και πολύ άδικο!»
- «Και τι σενάριο είχατε φτιάξει αυτή τη φορά;» τον ρώτησα μόλις σταμάτησε να μιλάει.
- «Κάναμε τους χρονοταξιδιώτες. Υποτίθεται πως είχαμε έρθει στην Αθήνα του έτους 2007 για να μελετήσουμε την καθημερινή ζωή της πόλης όπως ήταν λίγα χρόνια προτού ξεσπάσει κάποια υποθετική μελλοντική καταστροφή που θα έφερνε τα πάνω-κάτω σε ολόκληρο τον κόσμο!»
- «Δυσοίωνο μου ακούγεται σαν εύρημα…» μουρμούρισα εντυπωσιασμένος από την όλη ιδέα.
- «Να σου πω όμως κάτι;» μου απάντησε ο Δημήτρης. «Σαν ιδέα ταίριαζε με το πνεύμα της βραδιάς. Κρατούσα θυμάμαι την Ιωάννα απ’ το χέρι και περπατούσαμε σ’ ένα πεζόδρομο που βγάζει απ’ τη Γλυφάδα στην παραλιακή. Έκανε πολύ ζέστη και ο αέρας μύριζε αρμύρα και καμένο ξύλο καθώς η Πάρνηθα εξακολουθούσε να καίγεται. Ήταν μια άσχημη οσμή που άγγιζε τα ρουθούνια μας ανακατεμένη με γυναικεία αρώματα, με αποσμητικά σώματος και με τη χημική οσμή της βενζίνης που φιλτράρονταν μέσα απ’ τους παραζεσταμένους καταλύτες των εκατοντάδων αυτοκινήτων που κινούνταν με βήμα σημειωτόν γύρω μας. Τα κίτρινα φώτα της λεωφόρου, οι πολύχρωμες βιτρίνες και οι φωτεινές επιγραφές των γύρω καταστημάτων, οι τεράστιες πινακίδες από νέον που ορθώνονταν η μια δίπλα στην άλλη και διαφήμιζαν νυχτερινά κέντρα, σκυλάδικα, χορευτάδικα και κλαμπ δημιουργούσαν ένα καλειδοσκοπικό στρόβιλο χρωμάτων που μου έφερε στο νου τις οργιαστικές νύχτες που θα πρέπει να ζούσαν οι κάτοικοι της Πομπηίας λίγο προτού εκραγεί ο Βεζούβιος. Ο πεζόδρομος ξεχείλιζε από κόσμο ενώ παντού γύρω μας βλέπαμε ιδρωμένα και κατακόκκινα πρόσωπα. Υπήρχε μια διάχυτη αίσθηση παρακμής και ασυδοσίας στην ατμόσφαιρα. Όλες οι γυναίκες ήταν ντυμένες προκλητικά, σύμφωνα με την τελευταία λέξη της μόδας. Το βλέμμα μου έπεφτε συνεχώς πάνω σε γυμνούς ώμους και κοιλιές, σε περιποιημένα πόδια που στηρίζονταν πάνω σε ψηλοτάκουνα γοβάκια και αστραφτερά πέδιλα, σε κολλητά παντελόνια μικροσκοπικά μίνι και μακιγιαρισμένα πρόσωπα που άχνιζαν μέσα στη ζέστη. Σχεδόν όλοι οι νεαροί φορούσαν στενά μπλουζάκια και εξίσου στενά παντελόνια που τόνιζαν τα φουσκωμένα μπράτσα τα πόδια και τους γυμνασμένους κοιλιακούς τους ενώ οι μεγαλύτεροι σε ηλικία περαστικοί επιδείκνυαν με περηφάνεια τ’ ακριβά τους ρούχα, τ’ ακόμα πιο ακριβά αυτοκίνητά τους, τα τελευταίας τεχνολογίας κινητά και τα χρυσαφένια ρολόγια που στόλιζαν τους ηλιοκαμμένους καρπούς τους. Το αεικίνητο εκείνο πλήθος κυκλοφορούσε γύρω μας με ύφος μπλαζέ και βαριεστημένο ενώ ένας συνεχής ορυμαγδός που ξεπηδούσε μέσα απ’ τα ηχεία δεκάδων σταματημένων αυτοκινήτων πλημμύριζε τον ζεστό και ακίνητο αέρα.»
Ο Δημήτρης έκανε μια παύση για να πιει μια δεύτερη γουλιά νερό. Εγώ απέμεινα να τον κοιτάζω σιωπηλός, συνεπαρμένος από τη ζωντάνια με την οποία περιέγραφε την ατμόσφαιρα της καλοκαιριάτικης εκείνης νύχτας.
- «Η Ιωάννα είχε ήδη σχεδιάσει στο μυαλό της το πρόγραμμα της βραδιάς» ξανάρχισε να μου λέει ο Δημήτρης. «Η πρώτη μας στάση θα ήταν σ’ ένα καινούργιο μαγαζί που λέγονταν «Ιππόδρομος» και θεωρούταν πολύ trendy. Αφού υποστήκαμε τον έλεγχο των μπρατσαράδων που έκαναν πόρτα και που μας έκριναν κατάλληλους για το μαγαζί τους, περάσαμε ένα ζευγάρι γυάλινες πόρτες μπροστά απ’ τις οποίες συνωστίζονταν ένα πλήθος ανυπόμονου νεαρόκοσμου και στη συνέχεια κατεβήκαμε μια σκάλα. Μόλις κατεβήκαμε τα πέντε πρώτα σκαλοπάτια της μπροστά μας απλώθηκε μια πραγματική ανθρωποθάλασσα που αναδεύονταν ρυθμικά κάτω απ’ τα παλλόμενα και στροβιλιστά φώτα ενός πολύχρωμου γαλαξία από φωτορυθμικά λέιζερ.»
- «Έχω πάει σ’ αυτό το μαγαζί» δήλωσα προκειμένου να τον παροτρύνω να συντομεύει με τις περιγραφές και να μπει στο ζουμί της υπόθεσης. «Είναι πολύ καλό!»
Εκείνος δε φάνηκε να δίνει σημασία στα λόγια μου.
- «Η μουσική που ξεπηδούσε απ’ τα πελώρια ηχεία που κρέμονταν πάνω απ’ τα κεφάλια μας ήταν τόσο δυνατή ώστε να ξεπερνάει τα όρια της ακοής και να μετατρέπεται σ’ ένα άυλο ρεύμα ενέργειας που έπνιγε τα πάντα στη διάβα της, σε μια δόνηση που έκανε το στομάχι και τους κροτάφους μας να πάλλονται λες και τα χτυπούσε ένα αόρατο αλλά τεράστιο σφυρί από λάστιχο.
Η Ιωάννα, κρατώντας με πάντα απ’ το χέρι, κατευθύνθηκε προς το μπαρ ελισσόμενη επιδέξια ανάμεσα από αμέτρητα λικνιζόμενα κορμιά και εισπράττοντας μια ποικιλία βιαστικών ματιών η έκφραση των οποίων κυμαίνονταν από την ενοχλημένη περιέργεια έως το φευγαλέο ενδιαφέρον. Δίπλα στο μπαρ ορθώνονταν ένας πελώριος καθρέφτης χωρίς κορνίζα που δημιουργούσε μια ψευδαίσθηση επιπλέον χώρου. Στ’ απατηλά του βάθη καθρεφτίζονταν εκατοντάδες συνομήλικοί μας οι οποίοι, ακολουθώντας τις τρέχουσες επιταγές της μόδας, φορούσαν σχεδόν όλοι άσπρα κολλητά μπλουζάκια με τριγωνικό λαιμό, στενά τζιν παντελόνια και μαύρα εντομοειδή γυαλιά. Έριξα μια ματιά στο είδωλό μου προσπαθώντας να διαπιστώσω κατά πόσο ταίριαζαν τα ρούχα μου με το περιβάλλον. Ντυμένος μ’ ένα χακί στρατιωτικό παντελόνι, αθλητικά παπούτσια και μια φαρδιά μαύρη μπλούζα που καλυπτόταν από μπροστά με μια εικονογράφηση του Enki Bilal, κατέληξα στο συμπέρασμα πως, όσον αφορά την εμφάνιση τουλάχιστον, δεν περνούσα για εντελώς ξενέρωτος.»
- «Έλα να σου γνωρίσω ένα φίλο μου!» μου πρότεινε τότε η Ιωάννα. «Μόλις και μπόρεσα ν’ ακούσω τη φωνή της αν και εκείνη σχεδόν ακουμπούσε το στόμα της στο αυτί μου και μιλούσε όσο πιο δυνατά μπορούσε. Γύρισα ξαφνιασμένος προς το μέρος της και είδα έναν μπάρμαν να με κοιτάζει επίμονα. Δε θα έπρεπε να ήταν παραπάνω από 25 ετών, είχε κοντοκουρεμένο μαύρο κεφάλι και μεσογειακά χαρακτηριστικά. Στ’ αυτιά και στη μύτη του είχε περασμένα χάλκινα σκουλαρίκια και φορούσε ένα λευκό πουκάμισο που ήταν ανοιχτό στο λαιμό. Του ανταπέδωσα το βλέμμα και στη συνέχεια γύρισα προς την Ιωάννα.
- «Αυτός είναι;» κατάφερα να της φωνάξω. «Είναι φίλος σου ή φίλος-φίλος;»
Η Ιωάννα γέλασε δυνατά. Αυτό ήταν ένα κομμάτι της συνθηματικής διαλέκτου που είχαμε δημιουργήσει οι δυο μας. «Φίλος-φίλος» σήμαινε σχέση.
- «Πρώην φίλος-φίλος και τώρα φίλος» μου διευκρίνισε. «Τον λένε Γιώργο και θέλω να γνωριστείτε!»
«Δύο ώρες αργότερα, καθισμένος δίπλα στο Γιώργο που εκτελούσε χρέη οδηγού, ένιωθα σαν να βρισκόμουν στο επίκεντρο μιας καταιγίδας πυρακτωμένων μετεωριτών που ορμούσαν καταπάνω μας, μας προσπερνούσαν αστραπιαία και έσβηναν πίσω απ’ το αυτοκίνητο σφυρίζοντας διαπεραστικά. Ο ζεστός αέρας με χτυπούσε στο πρόσωπο και έκανε τα μαλλιά μου ν’ ανεμίζουν άγρια καθώς η δερμάτινη οροφή του αυτοκινήτου ήταν τραβηγμένη προς τα πίσω και πάνω απ’ τα κεφάλια μας, πέρα απ’ τα κίτρινα φώτα της Αττικής οδού, απλώνονταν το άμορφο σκοτάδι της καλοκαιριάτικης νύχτας.
Απ’ το ραδιόφωνο ξεχύνονταν ένα γρήγορο κομμάτι μουσικής electronica. Η Ιωάννα είχε απλωθεί στα πίσω καθίσματα, το κεφάλι της έγερνε προς τα πίσω και το πρόσωπό της ήταν στραμμένο στον ουρανό. Έδειχνε να απολαμβάνει το σκληρό χάδι του αέρα στο λαιμό και στα μαλλιά της. Οι κάπως διεσταλμένες κόρες των ματιών της με οδήγησαν στο συμπέρασμα πως μάλλον είχε κατεβάσει και κάποιο αμφεταμινούχο χαπάκι εκτός απ’ τη βότκα που την είχε κεράσει ο Γιώργος. Γέλασα δυνατά καθώς τα τέσσερα σφηνάκια που είχα ήδη πιει στο κλαμπ έκαναν τους κροτάφους μου να πάλλονται στο ρυθμό της ξέφρενης μουσικής που έβγαινε απ’ τα ηχεία του αυτοκινήτου.
Κάποια στιγμή αφήσαμε πίσω μας τα φώτα της λεωφόρου. Μπροστά μας απλώθηκε μια μεταμεσονύχτια μαυρίλα. Οι φωτεινοί κύκλοι των προβολέων του αυτοκινήτου αποκάλυπταν δύο οβάλ κομμάτια ασφάλτου που έμοιαζαν με μακρόστενες, θολές και γκριζοπράσινες κηλίδες που τρεμόπαιζαν μπροστά απ’ τον προφυλακτήρα του αυτοκινήτου ενώ πέρα μακριά, στα δεξιά μας, το κόκκινο φως της πυρκαγιάς που αποτέφρωνε την Πάρνηθα οριοθετούσε έναν αόρατο ορίζοντα. Ήταν σαν να είχαμε εισχωρήσει στο σκοτεινό σύμπαν κάποιας ταινίας του David Lynch, στo “Lost Highway” ας πούμε ή στο “Mullholand drive.”
Κάποια στιγμή ο Γιώργος έκλεισε το ραδιόφωνο και έκοψε ταχύτητα.
- «Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε η Ιωάννα νυσταγμένα απ’ το πίσω κάθισμα.
- «Θα σας πάω στο σπίτι ενός φίλου μου που απόψε κάνει πάρτυ. Θα δείτε, θα περάσουμε καλά» της απάντησε εκείνος.
Εγώ δεν είπα τίποτα. Τον άφησα να στρίψει σε μια ασφαλτοστρωμένη πάροδο που ακολουθούσε μιαν ανηφορική κλίση. Παρατήρησα πως τώρα περνούσαμε δίπλα από έρημα χωράφια και οικόπεδα που έμοιαζαν κατασκότεινα και νεκρά κάτω απ’ το αχνό φως των άστρων.
Ο Γιώργος σταμάτησε το αυτοκίνητο δίπλα σ’ ένα σύδεντρο καχεκτικών πεύκων. Λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα υψώνονταν ένα μεγάλο διόροφο σπίτι που έλαμπε κατάφωτο. Η νυχτερινή σιγαλιά που απλώνονταν γύρω μας σα ζεστή κουβέρτα έμοιαζε με μια άδεια ακτή που πάνω της έσπαγαν μουγκρίζοντας υπόκουφα τα μακρινά κύματα της μουσικής που ξεπηδούσαν μέσα απ’ τα κλειστά παράθυρα και τις μπαλκονόπορτες του σπιτιού. Ένας μοναχικός γρύλος μας τραγουδούσε μονότονα από κάποιο κοντινό πεύκο ενώ η μηχανή του αυτοκινήτου που άρχισε να κρυώνει κροτάλιζε απαλά και άρρυθμα. Η αψιά οσμή ενός σύννεφου σκόνης κατακάθισε αθόρυβα γύρω μας.
Έριξα μια πλάγια ματιά στο Γιώργο. Δεν ξέρω αν έφταιγαν τα σφηνάκια που είχα κατεβάσει στο κλαμπ αλλά κάτω απ’ την κιτρινοπράσινη ανταύγεια των φωτεινών ενδείξεων που περικύκλωναν το τιμόνι του αυτοκινήτου, το πρόσωπό μού μου φάνηκε πολύ παράξενο ξαφνικά, ανέκφραστο σα γύψινη μάσκα.
Αναζήτησα στον καθρέφτη το πρόσωπο της Ιωάννας αλλά εκείνη είχε ήδη βγει απ’ το αυτοκίνητο και έκλεινε πίσω της την πόρτα του με δύναμη.
- «Είναι αυτός ο φίλος σου ο DJ;» ρώτησε το Γιώργο με ανυπομονησία. «Αυτός ο φραγκάτος που μου ‘λεγες;»
Ο Γιώργος, που σηκώθηκε και αυτός απ’ το κάθισμά του, διαβεβαίωσε την Ιωάννα πως αυτός ήταν. Την πήρε από το χέρι και άρχισαν να απομακρύνονται απ’ το αμάξι λες και ήταν ένα αγαπημένο ζευγαράκι. Ξαφνικά σταμάτησαν να κινούνται, γύρισαν τα κεφάλια τους προς το μέρος μου και μου είπαν:
- «Τι θα γίνει, θα ‘ρθεις μαζί μας; Ή μήπως σκοπεύεις να μείνεις εδώ όλη τη νύχτα;»
Για μια στιγμή ένιωσα να υψώνεται γύρω μου ένα καταθλιπτικό συναίσθημα μοναξιάς. Ακολουθώντας ωστόσο το παράδειγμά τους, βγήκα και εγώ απ’ το αυτοκίνητο χωρίς να τους απαντήσω. Στη συνέχεια αρχίσαμε να περπατάμε όλοι μαζί προς το σπίτι.
Στο τέλος της ασφαλτοστρωμένης παρόδου συναντήσαμε, αραδιασμένα σε σειρές, παρκαρισμένα αυτοκίνητα κάθε είδους, διθέσια σπορ και τζιπ αλλά και μεγάλα οικογενειακά στέισον βάγκον.
Η μουσική που έβγαινε απ’ το σπίτι ακουγόταν πολύ δυνατότερη τώρα που είχαμε πλησιάσει περισσότερο.
Μπροστά μας, πίσω από ένα ζευγάρι ορθάνοιχτες καγκελόπορτες, απλωνόταν ένας μεγάλος κήπος. Ήταν καλυμένος με παχύ γκαζόν και διέθετε τέσσερα συντριβάνια με πολύχρωμα φώτα, φοίνικες, και μια κυκλική πισίνα με γαλαζωπό νερό που έλαμπε σαν αναμμένη τηλεοπτική οθόνη. Πάνω στο γκαζόν και γύρω απ’ το ακύμαντο νερό της πισίνας είχαν αράξει πολλές πολυμελείς παρέες. Γύρω τους υπήρχαν πεταμένα δεκάδες τσαλακωμένα κουτάκια μπύρας και αναψυκτικών. Η φαρδιά εξώπορτα του σπιτιού υψώνονταν στο τέλος του κήπου, στην κορφή μιας καμπυλωτής σειράς από μαρμάρινα σκαλοπάτια.
- «Εδώ είμαστε» μας είπε ο Γιώργος σταματώντας μπροστά απ’ την πόρτα και χτυπώντας την με τη γροθιά του.
- «Αυτό είναι το σπίτι του;» τον ρώτησε η Ιωάννα. Η φωνή της χρωματίζονταν από ένα μείγμα περιέργειας και ενθουσιασμού.
- «Καταπληκτικό ε;» σχολίασε εκείνος. «Το ‘χει χτίσει ο πατέρας του. Του Τζέρι του αρέσει να κάνει τα πάρτυ του εδώ πέρα γιατί έχει λέει ωραία ατμόσφαιρα!»
Εγώ εξακολουθούσα να παραμένω σιωπηλός. Ανακάλυψα πως, χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο, η καρδιά μου είχε αρχίσει να γοργοχτυπάει ανήσυχη.
- «Ο πατέρας του είναι πολύ πλούσιος δηλαδή;» συνέχισε ακάθεκτη τις ερωτήσεις της η Ιωάννα.
- «Πολύ» της απάντησε ο Γιώργος. «Να σκεφτείς πως από παιδί ο Τζέρι έχει γυρίσει όλο τον κόσμο και έχει πάει στα καλύτερα σχολεία της Ευρώπης και της Αμερικής. Εγώ τον γνώρισα στο Αμβούργο πριν από δύο χρόνια, σ’ ένα φεστιβάλ μουσικής. Είναι πολύ φοβερός τύπος!»
- «Ένα σχολείο δεν του έφτανε δηλαδή;» μουρμούρισα, πιο πολύ στον εαυτό μου παρά στους άλλους δύο.
- «Μπα, δεν έχει κάτσει σε κανένα για περισσότερο από δύο με τρεις μήνες. Του τη σπάνε οι κανονισμοί βλέπεις!» μου εξήγησε με ανέμελο ύφος ο Γιώργος. Αμέσως μετά ξαναχτύπησε την πόρτα, πιο δυνατά αυτή τη φορά. «Μα τι γίνεται, κουφοί είναι όλοι εκεί μέσα;»
Τα δάχτυλα της Ιωάννας αγκάλιασαν σφιχτά το μπράτσο μου. Της έριξα μια κλεφτή ματιά και ανακάλυψα πως ένα χαζό χαμόγελο ικανοποίησης είχε απλωθεί πάνω στο μακιγιαρισμένο πρόσωπό της. Για μια στιγμή ένιωσα την παράλογη επιθυμία να την αρπάξω απ’ τους ώμους και να την ταρακουνήσω με όλη μου τη δύναμη. Δεν καταλάβαινε πως δεν γνωρίζαμε κανέναν απ’ αυτούς τους ανθρώπους; Τι δουλειά είχαμε μέσα στην άγρια νύχτα στο ξένο σπίτι;
Στο μεταξύ δεν υπήρξε καμία απάντηση στο χτύπημα του Γιώργου. Η πόρτα του σπιτιού παρέμεινε κλειστή.
– «Δεν μπορεί να μας ακούσει κανείς με όλη αυτή τη φασαρία» σχολίασα φωναχτά, «Ίσως πρέπει να φύγουμε!»
Ο Γιώργος, αφού έμεινε διστακτικός για λίγο, στράφηκε προς το μέρος μου. Όλη αυτήν την ώρα η Ιωάννα εξακολουθούσε να με κρατά σφιχτά από το χέρι.
- «Δεν υπάρχει καμία τέτοια περίπτωση» μου απάντησε ρίχνοντάς μου ένα θυμωμένο βλέμμα. «Θα κάνουμε το γύρο του σπιτιού. Ξέρω μια πίσω πόρτα!»
Αναστέναξα απογοητευμένος. Αυτό το μέρος είχε αρχίσει να μη μου αρέσει καθόλου. Άρχισα να περπατάω πίσω απ’ το Γιώργο και την Ιωάννα η οποία, χωρίς να μιλάει καθόλου τώρα, είχε πάψει να μου σφίγγει το χέρι και περπατούσε δίπλα του.
- «Για περιμένετε ένα λεπτό!» φώναξε ο Γιώργος σταματώντας ξαφνικά μπροστά μου.
Και τότε μια σκοτεινή σκιά που ξεπήδησε μέσα απ’ τους θάμνους του κήπου όρμηξε καταπάνω μας κρατώντας ένα μακρύ μαχαίρι. Εγώ και η Ιωάννα κάναμε ένα βήμα προς τα πίσω και βγάλαμε από μια τρομαγμένη κραυγή. Ο Γιώργος αντίθετα έσκασε στα γέλια.»
Ο Δημήτρης σταμάτησε να μιλάει.
- «Ποιος ήταν αυτός που σας επιτέθηκε;» τον ρώτησα με κομμένη την ανάσα.
- «Ήταν μια ηλίθια φάρσα» μου εξήγησε ο Δημήτρης χαλώντας μου όλο το σασπένς. «Τίποτα περισσότερο. Λίγα λεπτά αργότερα, φώναζα στον ηλίθιο που μας είχε κοψοχολιάσει: αστείο το λες εσύ αυτό; Επικοινωνείς; Τι νομίζεις ότι κάνεις επιτέλους;»
Στράφηκα στη συνέχεια προς το Γιώργο που γελούσε ακόμα ξεκαρδισμένος.
- «Σου φαίνεται αστείο αυτό που έγινε ε;
Όπως σου είπα ήδη ήταν μια ηλίθια φάρσα. Ο επιτηθέμενος ήταν ένας γνωστός του Γιώργου, ένα άτομο μετρίου αναστήματος, με αστείο κούρεμα και γυαλιστερά μπλε μάτια. Φορούσε μια μακριά μαύρη κάπα με κουκούλα σε στυλ Χαλογουήν που τη στιγμή που μας είχε επιτεθεί έκρυβε το πρόσωπό του.
Μια έντονη υποψία σχηματίστηκε τότε στο μυαλό μου. Υπήρχε κάτι το προσχεδιασμένο σε όλα αυτά. Η Ιωάννα πάντως, που είχε ήδη συνέλθει από την τρομάρα που είχε πάρει, γελούσε υστερικά. Τα μάτια της είχαν στρογγυλέψει και ήταν ακόμα στυλωμένα στον άγνωστο που της χαμογελούσε μ’ ένα αθώο και χαρούμενο ύφος.
- «Αν συνεχίσεις να γελάς σα βλάκας θα πλακωθούμε, στο λέω» δήλωσα στο Γιώργο που επίσης εξακολουθούσε να κακαρίζει. «Και τώρα, αν δεν έχεις αντίρρηση, θα ήθελα να φύγουμε από δω πέρα, να μπούμε στο αυτοκίνητο και να μας πας πίσω στην Αθήνα, εντάξει;»
- «Έλα ρε Δημήτρη, ξεκόλλα επιτέλους! Ένα αστείο ήταν!» μου είπε η Ιωάννα η οποία κρατούσε τώρα το Γιώργο απ’ το μπράτσο.
- «Σιγά τώρα! Μια πλάκα κάναμε και εμείς!» συμπλήρωσε ο Γιώργος κοιτώντας με μ’ ένα ειρωνικό ύφος. «Μην τα παίρνεις όλα τοις μετρητοίς!»
Ένιωσα ξαφνικά σαν το μεγαλύτερο βλάκα του κόσμου. Με κοίταζαν και οι τρεις τους γελώντας ακόμα, λες και δεν ήταν εκείνοι που είχαν άδικο.
- «Αχ αυτός ο Δημήτρης! Πάντοτε σοβαρός και μετρημένος!» δήλωσε η Ιωάννα πειραχτικά. «Που όλα τα ψιλοκοσκινίζει!»
Την κοίταξα καλά-καλά. Εκείνη τη στιγμή συνηδειτοποίησα πως στην ουσία δεν ήξερα και πολλά πράγματα γι’ αυτήν, μόνο ότι της άρεσαν οι περιπέτειες, πως είχε μια πολύ ζωηρή φαντασία και πως το όνειρο της ζωής της ήταν να βγάλει πολλά λεφτά. Μου φάνηκε ξαφνικά, λιγάκι καθυστερημένα βέβαια, πως αντίκριζα μια ξένη. Τι μπορούσα να κάνω όμως έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα;
Στο μεταξύ ο απρόσκλητος φαρσέρ άπλωσε το χέρι του προς το μέρος μου, μου ζήτησε συγγνώμη και μου συστήθηκε. Μου είπε πως λέγονταν Βασίλης και πως ήταν φίλος του Γιώργου απ’ το στρατό. Αντάλλαξα μαζί του μια χειραψία και του συστήθηκα και εγώ με τη σειρά μου. Μου φάνηκε ειλικρινά μετανιωμένος για το κακόγουστο αστείο του. Η Ιωάννα, που εξακολουθούσε να χασκογελάει, του έσφιξε κι αυτή το χέρι. Ενάντια σχεδόν στη θέλησή μου, αναγκάστηκα να παραδεχτώ πως υπήρχε κάτι το πραγματικά αστείο στην όλη σκηνή. Τρεις άνθρωποι να συστήνονται με τον πιο επίσημο τρόπο μέσα σ’ έναν μισοφωτισμένο κήπο, δίπλα σ’ ένα τεράστιο σπίτι όπου καιγόταν το πελεκούδι.
Ο Βασίλης μας πρότεινε να μπούμε μέσα για ένα ποτό. Εμείς, εγώ και η Ιωάννα δηλαδή, δεχτήκαμε την πρόσκληση του νιώθοντας καθησυχασμένοι απ’ το φιλικό τόνο της φωνής του. Τρωγόμασταν επίσης να μάθουμε τι παίζονταν στο εσωτερικό της βίλας.
Ο Βασίλης μας άνοιξε την πόρτα μ’ ένα κλειδί που κουβαλούσε μαζί του και βρεθήκαμε σ’ ένα τεράστιο σαλόνι που ήταν γεμάτο από δεκάδες ξαπλωμένους ανθρώπους. Οι περισσότεροι είχαν απλώσει την αρίδα τους πάνω στη μοκέτα που σκέπαζε το πάτωμα αλλά υπήρχαν και κάποιοι που είχαν αράξει πάνω σε κάτι πελώριους δερμάτινους καναπέδες. Ο χώρος εκείνος μόλις και φωτίζονταν από κάτι μικρές κόκκινες λάμπες που κρέμονταν απ’ τους τοίχους και το ταβάνι σχηματίζοντας γιρλάντες και φωτεινούς σταλακτίτες. Εδώ και εκεί υπήρχαν πλαστικές κολοκύθες που είχαν αναμμένα κεριά μέσα τους και έμοιαζαν με χαμογελαστά αλλά κακόβουλα πρόσωπα. Το διάχυτο κοκκινωπό ημίφως που σκορπούσαν γίνονταν ακόμα πιο μουντό απ’ τα πυκνά σύννεφα ενός αρωματικού καπνού που στροβιλίζονταν γύρω μας. Τα ρουθούνια μου τρεμόπαιξαν νευρικά καθώς αναγνώρισα τη βαριά μυρωδιά του χασίς. Από ένα στερεοφωνικό συγκρότημα με πελώρια ηχεία που καταλάμβαναν όλο σχεδόν τον ένα τοίχο του σαλονιού, ακούγονταν ένα αργό industrial κομμάτι ενώ κάπου στο βάθος, η οθόνη μιας τεράστιας τηλεόρασης πλάσμα λαμπύριζε σπασμωδικά δείχνοντας αποσπάσματα μιας συναυλίας του Marilyn Manson.
Ακολουθώντας πάντοτε τον Βασίλη, διασχίσαμε την αποπνιχτική ατμόσφαιρα του σαλονιού και ανεβήκαμε μια φαρδιά σκάλα που έβγαζε στον πρώτο όροφο. Εκεί πέρα βρεθήκαμε σ’ ένα φαρδύ εξώστη που τερματίζονταν μπροστά σε μια πόρτα που ήταν ψηλή και αψιδωτή σαν κι αυτές που βλέπει κανείς στις παλιές εκκλησίες.
Ο Βασίλης την άνοιξε διάπλατα χωρίς να χτυπήσει και μας έμπασε στο δωμάτιο που κρύβονταν πίσω της. Και τότε αντικρίσαμε τη μεγαλύτερη κρεβατοκάμαρα που είχα δει ποτέ στη ζωή μου. Ήταν τόσο μεγάλη ώστε να καταντάει σπηλαιώδης, έτσι ώστε οι φωνές μας να δημιουργούν αμυδρούς αντίλαλους. Ένα απαλό μισοσκόταδο απλώθηκε γύρω μας καθώς το μοναδικό φως που γέμιζε εκείνο τον χώρο προέρχονταν απ’ τον κήπο και έμπαινε μέσα από ένα ζευγάρι ορθάνοιχτες μπαλκονόπορτες. Πάνω σ’ ένα king-size κρεβάτι βρίσκονταν ένας άνθρωπος.
Ο Γιώργος έκλεισε πίσω του την πόρτα και ο ήχος της μουσικής που εξακολουθούσε ν’ αντηχεί στο σαλόνι πνίγηκε στη σιωπή. Απομείναμε να κοιτάζουμε τον κοιμισμένο άνθρωπο σιωπηλοί. Ο Γιώργος πλησίασε το κρεβάτι. Εμείς τον ακολουθήσαμε και τότε παρατήρησα πως το άτομο που ξάπλωνε πάνω στο κρεβάτι ήταν εύσωμο, με ξυρισμένο κεφάλι, μπόλικα τατουάζ στα χέρια και τρυπημένα αυτιά και ρουθούνια. Τα μάτια του ήταν κλειστά και έμοιαζε να κοιμάται του καλού καιρού. Στα δάχτυλά του είχε περάσει πολλά δαχτυλίδια από καπνισμένο μέταλλο που σχημάτιζε νεκροκεφαλές, φίδια που έτρωγαν την ουρά τους και πεντάλφες. Φορούσε ένα τριμμένο μαύρο τζιν και μια αμάνικη μαύρη μπλούζα που από μπροστά είχε την εικόνα ενός φιδιού με ανθρώπινο πρόσωπο.
Δε φαίνονταν να είναι μεγαλύτερος σε ηλικία απ’ το Γιώργο, παρά το γεγονός πως ήταν αξύριστος και απεριποίητος. Φαινόταν επίσης πολύ κουρασμένος, εξαντλημένος θα έλεγε κανείς. Ήταν κατάχλωμος και μαύρα μισοφέγγαρα διαγράφονταν κάτω απ’ τα κλειστά του μάτια.
- «Αυτός είναι ο φίλος σου ο Τζέρι;» ρώτησε η Ιωάννα το Γιώργο μουρμουρίζοντάς του συνομωτικά.
- «Είδες κατάσταση; Τον πήρε ο ύπνος τον κερατά» σχολίασε αδιάφορα εκείνος. «Για κάτσε να τον σκουντήξω λιγάκι μπας και ξυπνήσει!»
Αγνοώντας τις ψιθυριστές διαμαρτυρίες μας, έκανε ν’ αρπάξει τον Τζέρι απ’ το μπράτσο.
Μια δεύτερη πόρτα που βρισκόταν απέναντι απ’ το προσκέφαλο του κρεβατιού του Τζέρι άνοιξε τότε και μια βαθιά αλλά απαλή ταυτόχρονα φωνή ράγισε τη σιωπή που απλώνονταν μέσα στην τεράστια κρεβατοκάμαρα.
- «Γιατί δεν τον αφήνεις να κοιμηθεί λιγάκι; Χρειάζεται ξεκούραση, δε βλέπεις;»
Τιναχτήκαμε όλοι μας ξαφνιασμένοι. Στρέψαμε τα βλέμματά μας προς το μέρος του νεοφερμένου και αντικρίσαμε ένα λεπτό και ψηλό άνδρα που στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας. Το δωμάτιο που απλωνόταν πίσω απ’ την πλάτη του ήταν σκοτεινό σαν τη νύχτα. Εκείνος φορούσε ένα μακρυμάνικο πουκάμισο από μαύρο μετάξι, μαύρα παντελόνια και επίσης μαύρα παπούτσια. Τα μαλλιά του ήταν πολύ σκούρα, κατάμαυρα κι αυτά, ίσια και μακριά, και έπεφταν στους ώμους του σχηματίζοντας μια πλούσια χαίτη. Το πρόσωπό του όμως ήταν πολύ λευκό, αδύνατο και εντελώς ξυρισμένο, εκτός από ένα λεπτό μουστάκι που κατέβαινε μέχρι το πηγούνι του. Μας κοίταζε πίσω από ένα ζευγάρι πολύ ντιζαϊνάτων γυαλιών ηλίου.
Ένα ζεστό ρεύμα αέρα μπήκε απ’ τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες και διέτρεξε σαν αόρατος κυματισμός τη μισοσκότεινη κρεβατοκάμαρα.
- «Ποιος είσαι εσύ;» τον ρώτησε παραξενεμένος ο Γιώργος.
- «Φίλος του Τζέρι» του απάντησε με άνεση εκείνος. «Για μένα γίνεται το πάρτυ. Εσείς, ποιοι είστε;»
Ο Βασίλης ανέλαβε να κάνει τις απαραίτητες συστάσεις.
- «Από ‘δω ο Γιώργος, ο Δημήτρης κι η Ιωάννα. Μόλις ήρθαν και αυτοί για το πάρτυ αλλά φαίνεται πως άργησαν λίγο.»
Ένιωσα τη ματιά του, που εξακολουθούσε να κρύβεται πίσω απ’ τους σκοτεινούς φακούς των γυαλιών του, να καρφώνονται πάνω στον καθένα μας σύμφωνα με τη σειρά που μας παρουσίαζε ο Βασίλης.
- «Ε, καλά, δεν πειράζει, ποτέ δεν είναι αργά στα πάρτυ του Τζέρι.» Η φωνή του είχε μια βαθιά βελούδινη ποιότητα που μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Ποτέ δεν είχα ξανακούσει παρόμοια φωνή στη ζωή μου. «Καλύτερα όμως ν’ αφήσουμε τον κακομοίρη τον Τζέρι να κοιμηθεί λιγάκι, δε συμφωνείτε και εσείς;» Λέγοντας αυτά τα λόγια, κινήθηκε στα δεξιά της πόρτας και μας έκανε νόημα να μπούμε στο δωμάτιο που άνοιγε πίσω της. Εμείς ακολουθήσαμε την προτροπή του αμίλητοι, σαν υπνωτισμένοι.
Βρεθήκαμε τότε σ’ ένα στενόμακρο δωμάτιο που ήταν το ίδιο μεγάλο με τη κρεβατοκάμαρα του Τζέρι. Αραδιασμένα εκεί μέσα υπήρχαν διάφορα όργανα γυμναστικής που ήταν ολοφάνερο πως ο παχουλός Τζέρι δε χρησιμοποιούσε ποτέ. Όλα αυτά τα είδαμε κάτω απ’ τη διάχυτη ανταύγεια που σκόρπιζαν τα φώτα του κήπου και η οποία έμπαινε μέσα από τις μεγάλες μπαλκονόπορτες που κάλυπταν όλο το ύψος και το πλάτος του ενός τοίχου. Στον αέρα πλανιόταν μια περίεργη μυρωδιά, ένα γλυκόπικρο άρωμα που εκείνη τη στιγμή δεν κατάφερα να αναγνωρίσω.
- «Θέλετε να βγούμε στο μπαλκόνι όπου είναι πιο δροσερά;» μας ρώτησε ο αυτοδιόριστος οικοδεσπότης μας.
Σκίρτησα ξαφνιασμένος καθώς ανακάλυψα πως η φωνή του είχε ηχήσει ακριβώς πίσω απ’ την πλάτη μου. Ωστόσο δεν τον είχα ακούσει να κινείται ενώ η πόρτα βρίσκονταν ήδη αρκετά μέτρα πίσω μας. Στράφηκα απότομα προς το μέρος του αλλά αυτός βρίσκονταν κιόλας μπροστά απ’ τις μπαλκονόπορτες τις οποίες και άνοιξε.
Κάτω απ’ το κιτρινωπό φως που έμπαινε απ’ έξω, πρόσεξα για πρώτη φορά πως τα δάχτυλα του, που σφίχτηκαν στιγμιαία γύρω απ’ τα πορσελάνινα χερούλια της μπαλκονόπορτας, ήταν πολύ μακριά και λεπτά. Ήταν το είδος των δαχτύλων που θα περίμενε να δει κανείς στα χέρια κάποιου ταλαντούχου πιανίστα. Οι άκρες τους κατέληγαν σε μακριά και κάτασπρα νύχια που τόνιζαν ακόμα περισσότερο αυτήν την εντύπωση. Ένα βαρύ δαχτυλίδι από χρυσάφι κοσμούσε το δείχτη του αριστερού του χεριού.
Εκείνος βγήκε στο φαρδύ μπαλκόνι που απλώνονταν πέρα απ’ τις μπαλκονόπορτες και εμείς τον ακολουθήσαμε διστακτικά. Εκεί πέρα υπήρχαν κάτι καθίσματα από μπαμπού. Είχαν ψηλή ράχη και φαρδιά μπράτσα και ήταν τοποθετημένα γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι. Πέρα απ’ τα κάγκελα του μπαλκονιού ο κήπος με τη φωτεινή πισίνα και τους πανύψηλους φοίνικες φιλοξενούσε ακόμα παρέες μεθυσμένου νεαρόκοσμου που έκαναν πλάκα μεταξύ τους και γελούσαν δυνατά καταναλώνοντας άφθονες μπύρες και άλλα οινοπνευματώδη. Πιο μακριά, πίσω απ’ την κορυφογραμμή της Πάρνηθας που διαγράφονταν κάτω απ’ το κίτρινο φως ενός ολοστρόγγυλου φεγγαριού, είχε αρχίσει να γίνεται ορατή μια παράξενη κόκκινη ανταύγεια. Ήταν η αντανάκλαση της μεγάλης πυρκαγιάς που αποτέφρωνε το βουνό. Αναρωτήθηκα αφηρημένα τι θα συνέβαινε αν η φωτιά εξαπλώνονταν κι απ’ την πλευρά του βουνού που έβλεπε προς το μέρος μας.
Στο μεταξύ βολευτήκαμε γύρω απ’ το τραπέζι. Ο μαυροντυμένος άγνωστος έκατσε ακριβώς απέναντί μου. Στα δεξιά του έκατσε ο Βασίλης, στ’ αριστερά του ο Γιώργος και δίπλα του η Ιωάννα. Πήρα μια βαθιά αναπνοή προσπαθώντας να διώξω απ’ το μυαλό μου την παράξενη αδράνεια που με είχε κυριεύσει απ’ τη στιγμή που ο περίεργος εκείνος άγνωστος είχε κάνει την εμφάνισή του. Για πρώτη φορά μου πέρασε απ’ το μυαλό η σκέψη πως όλη αυτή την ώρα ούτε καν μας είχε πει το όνομά του.
- «Ωραία είναι εδώ» σχολίασε η Ιωάννα διακόπτοντας τις νοερές παρατηρήσεις μου. «Ήσυχα και με θέα!»
Παρατήρησα πως κοιτούσε τον άγνωστο μ’ ένα ύφος συνεπαρμένης κορασίδας. Ο καθένας μπορούσε να καταλάβει πως η παρουσία του την είχε καταγοητεύσει.
- «Είσαι παλιός φίλος του Τζέρι;» τον ρώτησε ο Γιώργος.
- «Αρκετά παλιός θα έλεγα» τον πληροφόρησε ο άγνωστος. «Γνωριζόμαστε εδώ και αρκετά χρόνια, απ’ την εποχή που ο Τζέρι πήγαινε σ’ ένα εσωτερικό σχολείο στην Αγγλία. Εκεί τον πρωτογνώρισα, στο Λονδίνο.»
- «Πάντως αποκλείεται να είσαι Εγγλέζος» μπήσε στη συζήτηση και ο Βασίλης. «Τα Ελληνικά σου είναι πολύ καλά!»
- «Έλληνας είμαι» τον διαβεβαίωσε εκείνος. Ένα απαλό χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό του, αποκαλύπτονας μια σειρά κάτασπρων δοντιών. Τα χείλη του ήταν χλωμά και λεπτά σαν λεπίδες από ατσάλι.
- «Πώς σε λένε;» άρπαξα την ευκαιρία να τον ρωτήσω.
Αυτός έμεινε για λίγο σιωπηλός κοιτάζοντάς με πίσω απ’ τα μαύρα γυαλιά του που έμοιαζαν με δίδυμες λιμνούλες στερεοποιημένου σκοταδιού.
- «Άγγελο» μου είπε. «Μπορείς να με αποκαλείς Άγγελο.»
Βρήκα την απάντησή του εκνευριστική, γεμάτη επιτηδευμένη αοριστία. Ετοιμάστηκα να του πω πως η συμπεριφορά του είχε αρχίσει να μου δίνει στα νεύρα όταν εκείνος έκανε την ακόλουθη ανακοίνωση:
- «Θα πεταχτώ ένα λεπτό να βρω κάτι να πιούμε. Δεν μπορούμε να τη βγάλουμε έτσι ξεροσφύρι μέχρι το πρωί!»
Στη συνέχεια σηκώθηκε όρθιος και εξαφανίστηκε ανάμεσα απ’ τις φαρδιές μπαλκονόπορτες.
- «Πώς σας φαίνεται ο τύπος;» μας ρώτησε αμέσως μόλις έφυγε ο Βασίλης.
- «Πλάκα έχει» αποφάνθηκε ο Γιώργος με προσποιητά ψύχραιμο ύφος. «Εντελώς φευγάτος!»
- «Εμένα μ’ αρέσει» δήλωσε με σιγουριά η Ιωάννα. «Έχει κάτι το μυστηριώδες και σκοτεινό. Με εξιτάρει αυτό σ’ έναν άνδρα!»
Την κοίταξα κατάπληκτος. Ήταν η πρώτη φορά που την άκουγα να μιλάει έτσι. Το βλέμμα του Γιώργου στράφηκε αργά προς το μέρος μου. Μέσα στα μάτια του έλαμπαν η ειρωνιά και ο σαρκασμός. Κατάλαβα τότε πως με είχε αντιπαθήσει από την πρώτη στιγμή που με είχε δει, ίσως γιατί ακόμα ενδιαφέρονταν για την Ιωάννα και καταλάβαινε πως ήμασταν κάτι περισσότερο από απλοί φίλοι. Τώρα ένιωθε ικανοποίηση καθώς νόμιζε πως τα κολακευτικά λόγια της για τον ξένο είχαν πληγώσει τον εγωισμό μου. Του χαμογέλασα εγκάρδια καταφέρνωντας έτσι να τον αιφνιδιάσω.
- «Δεν ξέρω» απάντησα στην Ιωάννα με προσποιητή αδιαφορία. «Σίγουρα πάντως έχει πολύ στυλ και φαίνεται πολύ ψαγμένος τύπος! Μοιάζει με Αμερικάνο ροκ σταρ!»
Ο Γιώργος με κοίταξε μ’ ένα ύφος χαζό καθώς το βλέμμα και η απάντησή μου δεν είχαν καμία σχέση μ’ αυτό που περίμενε να δει ή να ακούσει. Εγώ έριξα με τη σειρά μου μια ερευνητική ματιά στην Ιωάννα η οποία εξακολουθούσε να χαμογελάει ηλίθια κοιτάζοντας το κενό με ένα λαμπερό και υγρό βλέμμα. Και τότε για δεύτερη φορά εκείνο το βράδυ, ένιωσα πολύ έντονα πως αντίκριζα μια ξένη, ένα άτομο για το οποίο δε γνώριζα απολύτως τίποτα. Και εδώ που τα λέμε, τι ήξερα πραγματικά για το χαρακτήρα ή την προσωπικότητα της Ιωάννας; Τίποτα το σπουδαίο, μόνο ότι της άρεσε να βγαίνει τα βράδια και να ντύνεται σύμφωνα με την τελευταία λέξη της μόδας.
- «Δεν ξέρω τι λέτε εσείς, αλλά εμένα δεν μου γεμίζει το μάτι αυτός ο τύπος!»
Η φωνή του Βασίλη ακούστηκε μουρμουριστή και κακόκεφη. Είχε καταφέρει ωστόσο να εκφράσει με λόγια την εντύπωση που στριφογύριζε μέσα και στα δικά μας κεφάλια. Υπήρχε κάτι το παράξενο σ’ αυτόν τον άνθρωπο, κάτι πέρα απ’ το ντύσιμο ή τη συμπεριφορά του, κάτι που μας έκανε να νοιώθουμε πάρα πολύ άβολά.
Απομείναμε σιωπηλοί, βυθισμένοι ο καθένας στις σκέψεις του. Κάποια στιγμή τον είδαμε να ξεπροβάλλει και πάλι ανάμεσα απ’ τις γυάλινες πόρτες του μπαλκονιού. Κρατούσε στα χέρια του έναν ασημένιο δίσκο πάνω στον οποίο υπήρχε μια κρυστάλλινη καράφα που ήταν γεμισμένη μ’ ένα σκουρόχρωμο υγρό. Τέσσερα επίσης κρυστάλλινα ποτήρια ήταν τοποθετημένα γύρω απ’ την καράφα.
Εκείνος ακούμπησε το δίσκο πάνω στο τραπέζι.
- «Εδώ είμαστε» μας πληροφόρησε χαρωπά. «Αυτό που βλέπετε είναι ένα σπανιότατο κρασί που προέρχεται απ’ τη Νότια Γαλλία. Έφερα μερικά μπουκάλια μαζί μου για τον Τζέρι. Μιλάμε για ένα φανταστικό κρασί!»
Όση ώρα έλεγε αυτά τα λόγια, γέμιζε ένα-ένα τα ποτήρια με το κρασί το οποίο είχε ένα βαθύ κόκκινο χρώμα και σκορπούσε μια βαριά και πικάντικη μυρωδιά.
- «Εσύ δουλεύεις πουθενά;» τον ρώτησε η Ιωάννα φέρνοντας με μια προσποιητά κομψή κίνηση το ποτήρι που κρατούσε στα χείλη της.
- «Όχι, όχι ακόμα» της απάντησε εκείνος ακολουθώντας το παράδειγμά της. «Προς το παρόν σπουδάζω.»
- «Τι αν επιτρέπεται;»
- «Ανθρωπολογία. Θέλω να ειδικευτώ στις μυθολογίες των πρωτόγονων λαών.»
Μια σύντομη σιωπή διαδέχτηκε τα λόγια αυτά κατά τη διάρκεια της οποίας δοκιμάσαμε όλοι μας το κρασί. Αν και το μόνο πράγμα που γνωρίζω σχετικά, όσον αφορά το καλό κρασί, είναι ότι βγαίνει απ’ τα σταφύλια, μπορώ να σε διαβεβαιώσω πως το ποτό εκείνο, το οποίο ήταν κρύο και κατακόκκινο σαν το φρέσκο αίμα, αν και βαρύ, είχε μια εκπληκτική γεύση. Με χτύπησε στο κεφάλι σχεδόν αμέσως χωρίς όμως να με κάνει να νιώσω άσχημα. Αντίθετα, μια ευχάριστη αποχαύνωση άρχισε να με τυλίγει, ένα χαλάρωμα των σκέψεων και των αισθήσεων που το συνόδευε ένα συναίσθημα ευφορίας. Κοίταξα τους υπόλοιπους και ανακάλυψα πως τα πρόσωπά τους είχαν αναψοκοκκινήσει. Κοίταξα και τον Άγγελο. Έπινε και αυτός απ’ το ποτήρι που κρατούσε ανάμεσα στα λεπτά και κατάλευκα δάχτυλα του, φαινομενικά τουλάχιστον εντελώς ανεπηρρέαστος απ’ τις ιδιότητες του κρασιού. Για μια ακόμα φορά το βλέμμα μου εστιάστηκε στα νύχια του που ήταν μακριά και κάτασπρα σαν τον αλάβαστρο. Πρόσεξα πως γύριζαν ανεπαίσθητα προς τα μέσα, σαν τα νύχια ενός αρπακτικού.
Τα μάτια του Άγγελου στηλώθηκαν πάνω μου ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε γιατί με τα γυαλιά που φορούσε ήταν αδύνατον να πει κανείς με σιγουριά. Μια δυσάρεστη αίσθηση περιέτρεξε την σπονδυλική μου στήλη.
- «Πώς σας φαίνεται;» μας ρώτησε μόλις σταματήσαμε να πίνουμε. Ένα μικρό χαμόγελο καμπύλωσε τα λεπτά και κατάχλωμα χείλη του. Τον διαβεβαιώσαμε όλοι πως το κρασί του ήταν υπέροχο.
- «Τι σ’ έκανε να στραφείς προς την ανθρωπολογία;» τον ρώτησα στη συνέχεια θέλοντας ν’ ανοίξω κάποια συζήτηση μαζί του.
- «Α!» μου απάντησε εκείνος απομακρύνοντας το ποτήρι που κρατούσε από τα χείλη του. «Όταν ήμουν μικρός, μου άρεσαν πολύ οι ιστορίες και τα παραμύθια που είχαν να κάνουν με το υπερφυσικό. Οι ιστορίες τρόμου ιδιαίτερα ασκούσαν πάνω μου μια έλξη ακαταμάχητη. Θυμάμαι πως στο σπίτι μας είχαμε ένα βιβλίο με παραμύθια απ’ όλο τον κόσμο και πως μια μέρα, καθώς το διάβαζα για χιλιοστή φορά, σκέφτηκα πως όλες αυτές οι αφηγήσεις, που προέρχονταν από τα πιο απομακρυσμένα μεταξύ τους μέρη του κόσμου, απ’ το Μεξικό, την Ιαπωνία, την Αφρική κτλ. είχαν κοινά σημεία, περιείχαν κοινά σύμβολα και εμπειρίες. Ιδιαίτερα οι περιγραφές τεράτων και άλλων μαγικών πλασμάτων ήταν τόσο όμοιες μεταξύ τους που θα ‘λεγε κανείς πως οι παραμυθάδες των εποχών εκείνων περιέγραφαν κάτι που υπήρχε στην πραγματικότητα.» Ύστερα από μια σύντομη παύση, κατά τη διάρκεια της οποίας ήπιε λίγο ακόμα απ’ το κρασί του, πρόσθεσε: «Το ξέρεις για παράδειγμα πως σε όλες τις εποχές και σε όλους τους λαούς υπάρχουν διηγήσεις για βρικόλακες, για σκοτεινά πλάσματα που ζουν αιώνια τρεφόμενα απ’ το αίμα των ζωντανών; Όταν το ανακάλυψα αυτό για πρώτη φορά ένιωσα καταγοητευμένος, νομίζοντας πως είχα ανακαλύψει ένα καταπληκτικό μυστικό.»
- «Σε καταλαβαίνω» του απάντησα «αλλά υπάρχει μια λογική εξήγηση γι’ αυτό το γεγονός. Έχει να κάνει με το συλλογικό ασυνείδητο της ανθρωπότητας. Όλοι οι μύθοι και τα παραμύθια περιέχουν σύμβολα που αντιπροσωπεύουν δυνάμεις και στοιχεία που κρύβονται μέσα στο υποσυνείδητο του κάθε ανθρώπου. Αυτός είναι ο λόγος που αυτές οι ιστορίες μας συγκινούν ακόμα και σήμερα και γι’ αυτό μας αρέσει να τις ακούμε ή να τις διαβάζουμε ή ακόμα και να τις βλέπουμε σαν ταινίες στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση.»
- «Πολύ σωστά» μου απάντησε εκείνος. «Έτσι μας είπαν στο Πανεπιστήμιο. Και σαν θεωρία μου φάνηκε αρκετά λογική όταν την άκουσα για πρώτη φορά. Το ξέρεις όμως πως μέχρι πολύ πρόσφατα, σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, για να χρησιμοποιήσω και ένα οικείο παράδειγμα, ο κόσμος πίστευε πως οι βρικόλακες υπάρχουν πραγματικά; Στην Αφρική επίσης, πολλές φυλές πιστεύουν ακόμα στην ύπαρξη τέτοιων πλασμάτων. Αυτό μου φαίνονταν ανέκαθεν πολύ παράξενο. Κατά πόσο υπάρχει κάποια λογική βάση πίσω από αυτές τις πεποιθήσεις, κάποια αντικειμενική αλήθεια αν θέλεις, αυτό είναι κάτι που πολύ θα ήθελα να το ανακαλύψω. Καταλαβαίνεις τι προσπαθώ να σου πω;»
Ήπια μια ακόμα γουλιά από το ποτήρι μου και του απάντησα πως ναι, καταλάβαινα πολύ καλά. Τα λόγια του είχαν καταφέρει να μου εξάψουν το ενδιαφέρον. Υπήρχε κάποια ομορφιά στο γεγονός πως ένας σύγχρονος άνθρωπος, και μάλιστα επιστήμονας, είχε το θάρρος να κάνει τέτοιες σκέψεις. Εξάλλου γιατί όχι; Είχα ήδη γνωρίσει αρκετούς απλούς ανθρώπους που πίστευαν στους εξωγήινους, στην Ατλαντίδα ή στη θεωρία της κούφιας γης. Αν υπήρχαν κάποια σπέρματα αλήθειας σ’ όλες αυτές τις τρελές θεωρίες, γιατί να μην υπάρχουν και στους μύθους για βρικόλακες;
- «Εγώ πιστεύω πως αυτές οι ιστορίες είναι τόσο πολύ διαδεδομένες γιατί περιέχουν την υπόσχεση της βιολογικής αθανασίας» του είπα προσπαθώντας να τον κεντρίσω ώστε να μου πει κάτι περισσότερο για τις θεωρίες του. «Θέλω να πω, ποιος δε θα ήθελε να ζει αιώνια, να μην γερνάει και να μην πεθαίνει ποτέ; Πολλοί θα καλοδέχονταν μια τέτοια πιθανότητα, ακόμα και αν αυτό σήμαινε πως θα ‘πρεπε να τρέφονται με το αίμα των συνανθρώπων τους. Όλοι φοβόμαστε το θάνατο. Δε συμφωνείς μαζί μου;»
- «Απόλυτα» ήταν η μονολεκτική απάντηση του Άγγελου. «Εξάλλου…» πρόσθεσε «αν σκεφτείς προσεκτικά το όλο ζήτημα θα καταλήξεις στο συμπέρασμα πως ολόκληρος ο πολιτισμός του ανθρώπου είναι θανατοκεντρικός.»
- «Τι θες να πεις με αυτό;» τον ρώτησα παραξενεμένος απ’ αυτά τα λόγια.
- «Θέλω να πω πως οτιδήποτε έχει δημιουργήσει το ανθρώπινο είδος, στον τομέα της Τέχνης, της Επιστήμης και της Θρησκείας, το έχει κάνει στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει το φαινόμενο του θανάτου. Η Τέχνη ας πούμε, σκοπό έχει να ερμηνεύσει την πραγματικότητα κατά τρόπο λογικό, να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε και να αποδεχτούμε το γεγονός πως η ζωή είναι γεμάτη με πόνο και θάνατο και πως υπάρχει κάποιο νόημα πίσω από όλα αυτά, πως δεν συμβαίνουν όλα για το τίποτα. Η Επιστήμη από την άλλη προσπαθεί να κατανοήσει πως λειτουργεί ο κόσμος, τους μηχανισμούς που διέπουν την εμφάνιση και την εξέλιξη των φαινομένων του σύμπαντος με σκοπό να τα ελέγξει και τελικά να μας προστατεύσει από τις αρνητικές τους επιδράσεις. Η Επιστήμη δηλαδή έχει ως στόχο της τον έλεγχο της πραγματικότητας. Ενώ η Θρησκεία αποτελεί στην ουσία μια υπόσχεση, μια παρηγοριά, μια διαβεβαίωση πως όταν τελικά έρχεται η στιγμή του θανάτου δεν τελειώνουν όλα και πως ανταμειβόμαστε από κάποια ανώτερη δύναμη που δε μας αφήνει να πεθάνουμε, με την προϋπόθεση βέβαια πως έχουμε κάνει αυτά που η ανώτερη εκείνη δύναμη περιμένει από μας. Όπως βλέπεις λοιπόν, όλα έχουν να κάνουν με το θάνατο. Ολόκληρος ο πολιτισμός του ανθρώπου είναι μια κολοσσιαία προσπάθεια κατάργησης και αντιμετώπισης, ψυχολογικής και βιολογικής, του θανάτου.»
Συμφώνησα μαζί του, κουνώντας το κεφάλι μου καταφατικά. Ένιωσα θαυμασμό μπροστά στην ακαταμάχητη λογική του.
- «Αποφάσισες λοιπόν να γίνεις ένας κυνηγός βρικολάκων» σχολίασα, κάπως πειραχτικά βέβαια «και ποια είναι μέχρι στιγμής τα αποτελέσματα των ερευνών σου;»
Ο Άγγελος άφησε πάνω στο τραπέζι το ποτήρι που στριφογύριζε όλη αυτή την ώρα στα δάχτυλά του, και μου είπε:
- «Το κρασί τελείωσε. Κάτσε να φέρω ένα καινούργιο μπουκάλι απ’ το κελάρι και θα σου πω.»
Χωρίς να περιμένει την απάντησή μου, σηκώθηκε όρθιος και μπήκε για μια ακόμα φορά μέσα στο σπίτι. Εγώ στράφηκα προς την υπόλοιπη παρέα θέλοντας ν’ ακούσω και τις δικές τους απόψεις για τις αντιλήψεις του Άγγελου. Η καρδιά μου γοργοχτύπησε ξαφνιασμένη καθώς αντιλήφθηκα ότι τους είχε πάρει όλους ο ύπνος. Κάθονταν ο καθένας στην πολυθρόνα του αλλά τα κεφάλια τους είχαν γύρει, άλλα μπροστά και άλλα στο πλάι ενώ μια ρυθμική συγχορδία απαλών ροχαλητών ξέφευγε απ’ τα μισάνοιχτα στόματά τους. Τότε πρόσεξα και κάτι άλλο: την αφύσικη ησυχία που απλωνόταν παντού. Η μουσική απ’ το σαλόνι του ισογείου είχε σταματήσει και απ’ τον κήπο δεν ακουγόταν το παραμικρό. Σηκώθηκα όρθιος και κάλυψα την απόσταση που με χώριζε απ’ τα κάγκελα του μπαλκονιού με δύο γρήγορες δρασκελιές. Στηρίχθηκα πάνω τους και γέρνωντας προς τα εμπρός έριξα μια ματιά στον κήπο. Ένα πραγματικά απίστευτο θέαμα απλώθηκε μπροστά μου: είδα πως οι πάντες εκεί πέρα, οι πολυμελείς παρέες που ξάπλωναν στο γκαζόν γύρω απ’ την πισίνα, οι νεαροί που πηγαινοέρχονταν ανάμεσα απ’ τ’ αυτοκίνητα που ήταν παρκαρισμένα έξω απ’ τα όρια του κήπου κουβαλώντας μαζί τους κουτιά αναψυκτικών και μπίρες, όλος αυτός ο κόσμος τέλος πάντων, κοιμόταν του καλού καιρού. Κράτησα την αναπνοή μου σα μαγεμένος. Ένιωσα σα να είχα βρεθεί ξαφνικά στο κάστρο της Ωραίας Κοιμωμένης. Ένας ελαφρύς γδούπος ακούστηκε από το ισόγειο. Υποθέτοντας πως αυτόν το θόρυβο τον είχε κάνει ο Άγγελος που έψαχνε ακόμα για ένα δεύτερο μπουκάλι κρασί, σκέφτηκα να πάω να τον βρω και να του μιλήσω για το παράξενο όσο και αστείο εκείνο φαινόμενο.
Άφησα λοιπόν τους υπόλοιπους να κοιμούνται αμέριμνοι γύρω απ’ το τραπέζι και μπήκα στο σπίτι. Ο θόρυβος που έκαναν τα παπούτσια μου πάνω στο ξύλινο πάτωμα του γυμναστηρίου έμοιαζε εκκωφαντικός στη σιωπή έτσι ώστε όταν άρχισα να περπατάω επιτέλους πάνω στην παχιά μοκέτα της κρεβατοκάμαρας του Τζέρι, κοντοστάθηκα ανακουφισμένος.
Τα φώτα εκεί πέρα ήταν σβηστά αλλά απ’ τις μεγάλες μπαλκονόπορτες έμπαινε αρκετό φως ώστε ν’ απλώνεται παντού μια διάχυτη κιτρινωπή ανταύγεια, ένας απαλός φωτισμός που αν και πολύ αδύναμος για να ζωγραφίσει σκιές, ήταν ωστόσο αρκετός ώστε να αποκαλύπτει περιγράμματα και σιλουέτες. Ανακάλυψα πως ο Τζέρι κοιμόνταν ακόμα πάνω στο τεράστιο κρεβάτι του με τα κόκκινα μεταξωτά σεντόνια. Υπήρχε κάτι στην εμφάνισή του που μου φάνηκε παράξενο: φαινόταν σα να μην είχε κουνηθεί καθόλου όλο το βράδυ. Τον πλησίασα σπρωγμένος από ένα συναίσθημα περιέργειας που ήταν ανάμεικτη με μια αόριστη αίσθηση ανησυχίας. Στάθηκα θυμάμαι μπροστά απ’ το κρεβάτι και του έριξα μια πιο προσεκτική ματιά. Είδα πως το κεφάλι του είχε γυρίσει στον ώμο του κατά τρόπο πολύ άβολο και σκέφτηκα να το τακτοποιήσω στο μαξιλάρι του για να μπορέσει τουλάχιστον να συνεχίσει τον ύπνο του πιο άνετα. Καθώς απομάκρυνα απαλά το μαξιλάρι κάτω απ’ το κεφάλι του εκείνο έγειρε στο πλάι, από την αντίθετη μεριά, έτσι ώστε η δεξιά μεριά του λαιμού του να στραφεί προς το μέρος μου.
Και τότε ανακάλυψα πως δύο πανομοιότυπες μικρές τρύπες έχασκαν πάνω στη μεγάλη φλέβα του κατάχλωμου εκείνου λαιμού.»
Ο Δημήτρης έκανε μια δραματική παύση. Εγώ εξακολούθησα να τον κοιτάζω σαν χαζός χωρίς να βγάζω κουβέντα. Εδώ που τα λέμε, τι θα μπορούσα να του πω;
- «Εκείνη τη στιγμή αντιλήφθηκα πως στον αέρα πλανιόταν μια διάχυτη μυρωδιά καμένου» πρόσθεσε εκείνος. «Εξακολούθησα ωστόσο να κοιτάζω εκείνες τις μικρές τρυπούλες που έχασκαν κατάμαυρες πάνω στο κατάλευκο δέρμα του λαιμού του Τζέρι σαν απολιθωμένος.»
- «Α, ναι;» τον ρώτησα αδύναμα. Ο Δημήτρης μου έριξε ένα στοχαστικό βλέμμα.
- «Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, ένιωσα κατακλυσμένος από ένα κύμα ατόφιας παράνοιας. Ένιωσα απόλυτα βέβαιος πως η μυρωδιά εκείνη έβγαινε μέσα απ’ το κεφάλι μου το οποίο είχε βραχυκυκλωθεί στην προσπάθειά του να συλλάβει τη σημασία αυτού που αντίκριζα. Θα σου εξηγήσω αμέσως τι εννοώ. Όταν ήμουν μικρός είχα τρυπώσει με δυο φίλους μου σ’ ένα παλιό σπίτι που πιστεύαμε πως ήταν στοιχειωμένο. Είχαμε βρεθεί σ’ ένα σκονισμένο και άδειο δωμάτιο απ’ το ταβάνι του οποίου κρέμονταν ένας σβησμένος γυάλινος γλόμπος. Καθώς περπατούσαμε εκεί μέσα, ένας από τους φίλους μου είχε τη φαεινή ιδέα να φωνάξει «Κοιτάξτε! Η λάμπα χορεύει!» Πραγματικά η λάμπα κουνιόνταν πέρα-δώθε, κατά πάσα πιθανότητα σπρωγμένη από κάποιο αεράκι. Οι τρεις μας όμως, επηρρεασμένοι απ’ τις παράξενες ιστορίες που λέγονταν για εκείνο το σπίτι, δώσαμε μια εντελώς διαφορετική και πολύ πιο τρομαχτική εξήγηση στο φαινόμενο. Το μέτωπό μου μουσκεύτηκε από ένα κύμα κρύου ιδρώτα καθώς εκείνη τη στιγμή πίστεψα πως βρισκόμουν αντιμέτωπος με κάτι το απόλυτα φριχτό και αλλόκοτο, με μια δύναμη που δεν ανήκε σ’ αυτόν τον κόσμο.»
- «Καταλαβαίνω» μουρμούρισα μόνο και μόνο για να πω και εγώ κάτι.
- «Χρόνια αργότερα, σκυμμένος πάνω στο τεράστιο κρεβάτι του Τζέρι το τρομερό εκείνο συναίσθημα ξαναξυπνούσε μέσα μου και προσπαθώντας να μη λιποθυμίσω, άρχισα να τον ταρακουνάω φωνάζοντας του με όλη μου τη δύναμη να ξυπνήσει αλλά ήταν σαν να προσπαθούσα να ζωντανέψω ένα πτώμα. Το κορμί του εξακολουθούσε να παραμένει χαλαρό και κρύο κάτω απ’ τα δάχτυλά μου, το πρόσωπό του ήταν άσπρο σαν το χαρτί ενώ μαύρα μισοφέγγαρα απλώνονταν κάτω απ’ τα μάτια του δίνοντάς του μια όψη απαίσια.
Ένας απαλός θόρυβος ακούστηκε πίσω απ’ την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Εγώ πέτρωσα και στη συνέχεια, σπρωγμένος από ένα παράξενο ένστικτο που αδυνατούσα να ελέγξω, παράτησα τον Τζέρι και βγήκα τρέχοντας στο μπαλκόνι όπου ο Βασίλης, ο Γιώργος και η Γιάννα κοιμόνταν ακόμα του καλού καιρού.
Εκεί ανακάλυψα πως η Πάρνηθα καιγόταν ολόκληρη καθώς η φωτιά είχε ξεπεράσει την κορυφογραμμή της και κατέβαινε γοργά την πλαγιά που έβλεπε προς το σπίτι. Έμοιαζε με ενεργοποιημένο ηφαίστειο, έλαμπε καλυμμένη απ’ άκρη σ’ άκρη με κόκκινες και κίτρινες φλόγες που αναδεύονταν μανιασμένες, σπρωγμένες από έναν καυτό άνεμο που έπνεε προς το μέρος μας. Πυκνά σύννεφα καπνού κάλυπταν τον ουρανό ενώ το ολοστρόγγυλο φεγγάρι έπλεε ανάμεσά τους σκοτεινό και κατακόκκινο σαν ματωμένο μάτι.»
- «Όμορφο θέαμα» δε νομίζεις; Το τέλειο ντεκόρ για την κλιμάκωση μιας τραγωδίας!»
Τινάχτηκα σαν να με είχε τσιμπήσει σφήκα. Ο Άγγελος, ή μάλλον το πλάσμα που ισχυρίζονταν πως ονομάζονταν έτσι, έστεκε ανάμεσα απ’ τις μπαλκονόπορτες. Τα μαλλιά του ανέμιζαν μακριά και κατάμαυρα γύρω απ’ το αδύνατο πρόσωπό του, σπρωγμένα απ’ τον ζεστό άνεμο που γεννούσε η πυρκαγιά αλλά αυτό ήταν κάτι που πρόσεξα πολύ αργότερα, γιατί ο Άγγελος είχε βγάλει τα μαύρα γυαλιά που φορούσε όλο το βράδυ και για πρώτη φορά μπορούσα να δω τα μάτια του, τα μάτια εκείνα που φυλάκιζαν μέσα στις κόγχες τους την πύρινη λάμψη της φωτιάς. Έλαμπαν σαν αναμμένα κάρβουνα, εξέπεμπαν ένα απίστευτο φως που τα έκανε να μοιάζουν με ηλεκτρικούς λαμπτήρες.»
- «Φοβάσαι» είπε η εξωπραγματικά ατάραχη εκείνη φωνή από βελούδο. «Αλλά αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό. Οι άνθρωποι φοβούνται αυτό που δεν ξέρουν και δεν καταλαβαίνουν.»
Πλησίασε, αθόρυβος σα σκιά, το τραπέζι και άγγιξε με τρυφερότητα το μελαμψό λαιμό του Γιώργου. Τα δάχτυλά του έλαμψαν κάτω απ’ το κόκκινο φως που είχε πλημμυρίσει τη νύχτα, μακριά και λεπτά σαν μίσχοι λουλουδιών, λευκά σαν τα πέταλα των κρίνων που αφήνουν οι ζωντανοί στους τάφους των νεκρών συγγενών τους.
«Αθόρυβος σα σκιά» ψιθύρισε μια μικρή φωνούλα μέσα στην παγερή έρημο στην οποία είχε μετατραπεί το μυαλό μου. «Αθόρυβος σαν τον Άγγελο του θανάτου».
Άγγελος του θανάτου, Άγγελος. Άρχισα να γελάω υστερικά καθώς η μακάβρια φάρσα που μας είχε κάνει, το τόσο ταιριαστό όνομα που χρησιμοποιούσε, αποκαλύπτονταν σ’ όλη της την μεγαλοπρέπεια. Η πλάτη μου κόλλησε πάνω στα κάγκελα του μπαλκονιού ενώ η μορφή του Άγγελου κολύμπησε παραμορφωμένη μπροστά μου, διαστρεβλωμένη από ένα κύμα δακρύων, όχι όμως προτού δω έναν μορφασμό φευγαλέας απορίας ν’ αγγίζει το κατάλευκο εκείνο πρόσωπο με το πύρινο βλέμμα.
- «Γελάς. Προσπαθείς άραγε να αντιμετωπίσεις μ’ αυτό τον τρόπο το φάντασμα του θανάτου που σε πλησιάζει;»
Έσκυψε πάνω απ’ τον εκτεθειμένο λαιμό του Γιώργου και τον φίλησε απαλά. Ένας σπασμός διέτρεξε το κοιμισμένο κορμί. Δάγκωσα τα χείλη μου για να μην ουρλιάξω.
- «Δεν μπορείς να μου ξεφύγεις» μουρμούρισε ο Άγγελος καθώς σηκωνόταν και πάλι όρθιος. «Η δύναμη που τους κρατάει κοιμισμένους, σ’ έχει παραλύσει.»
Είχε δίκιο. Ένιωθα τα μέλη μου ψυχρά και άτονα, λες και κάποιο θανάσιμο δηλητήριο κυλούσε αργά μέσα στις φλέβες μου.
- «Τα μυαλά των ανθρώπων είναι τόσο ευάλωτα» πρόσθεσε ο Άγγελος. «Επηρρεάζονται τόσο εύκολα από μια ιδέα, μια μουσική, ακόμα και από ένα χρώμα. Και γίνονται ακόμα πιο εύθραυστα όταν η μνήμη τους χάνεται.» Τα χείλη του γυάλισαν κατακόκκινα και υγρά. Έπαψε να κρατάει τον Γιώργο από τους ώμους και πλησίασε τη Γιάννα. Ο Γιώργος σωριάστηκε στο πάτωμα του μπαλκονιού σαν άψυχη κούκλα. Πάλεψα να κινηθώ, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Εξακολουθούσα να γέρνω με την πλάτη πάνω στα σιδερένια κάγκελα σαν ένα κακοφτιαγμένο σκιάχτρο που κάποιος αδέξιος αγρότης είχε παραγεμίσει με βρεγμένο άχυρο.
- «Περίμενε!» κατάφερα ν’ αρθρώσω ανάμεσα απ’ τα σφιγμένα δόντια μου. «Γιατί δεν κοιμάμαι κι εγώ σαν τους άλλους;»
Εκείνος γέλασε ανόρεχτα.
- «Μου αρέσει να κρατώ ένα απ’ τα θύματά μου ξύπνιο μέχρι την τελευταία στιγμή. Μου αρέσει βλέπεις να έχω θεατές!»
- «Θέλω να μάθω!» ξαναφώναξα. «Τι εννοείς όταν λες πως γινόμαστε πιο ευάλωτοι όταν η μνήμη μας χάνεται; Υπάρχει κάτι που έχουμε ξεχάσει;»
Η τελευταία εκείνη ερώτηση φάνηκε να κινεί το ενδιαφέρον του Άγγελου. Αντί ν’ ακουμπήσει το στόμα του πάνω στην καρωτίδα της Γιάννας, στήλωσε τα εφιαλτικά μάτια του πάνω μου και μου είπε:
- «Μα φυσικά, έχετε ξεχάσει σχεδόν τα πάντα. Σε όλο τον κόσμο. Πάντοτε κυκλοφορούσαμε ανάμεσά σας, αλλά εσείς γνωρίζατε την ύπαρξή μας. Για παράδειγμα, σε όλα τα νησιά του Αιγαίου πελάγους με επίκεντρο τη Σαντορίνη, τη Μύκονο και την Κάλυμνο, υπήρχαν θρύλοι και δοξασίες για τους ζωντανούς-νεκρούς, αντιλήψεις που δεν διέφεραν σχεδόν καθόλου από τους θρύλους των Βρικολάκων που ψιθυρίζονταν από στόμα σε στόμα για αιώνες ολόκληρους στα Καρπάθια όρη. Και όμως, μέσα σε τριάντα μόλις χρόνια ξεχάσατε τα πάντα, θάψατε τις γνώσεις χιλιετιών κάτω απ’ την ασυγκράτητη πλυμμηρίδα των πληροφοριών του σύγχρονου πολιτισμού που εισέβαλε σαν ένας χείμαρρος ασυγκράτητης ανοησίας στη ζωή σας. Και τώρα έχετε απομείνει απροστάτευτοι. Ζείτε ο ένας πάνω στον άλλο σε τεράστιες πολιτείες σαν τα μυρμήγκια και δε γνωρίζετε ούτε καν τα ονόματα των γειτόνων σας πράγμα που κάνει τα πράγματα τόσο μα τόσο πολύ εύκολα για μας.»
Σταμάτησε να μιλάει ενώ το μέτωπό του ζάρωνε σκεφτικά. Στη συνέχεια, έριξε το κεφάλι του προς τα πίσω και γέλασε τρανταχτά. Ήταν ένας ήχος απόλυτα ανατριχιαστικός, έμοιαζε με το θόρυβο που κάνει ένα σιδεροπρίονο καθώς τρώει τι σάρκες μιας σκουριασμένης σιδεροδοκού.
- «Είσαι θρασύτατος!» αναφώνησε με σαρκασμό κοιτάζοντάς με κακόβουλα, «Βρίσκεσαι στα πρόθυρα του θανάτου και όμως προσπαθείς ακόμα να επιμηκύνεις την ασήμαντη ζωούλα σου για λίγα ακόμα αξιολύπητα δευτερόλεπτα! Αλλά δε σκοπεύω να σου κάνω αυτή τη χάρη. Θα πεθάνεις πριν από την κοπέλα σου και που ξέρεις, μπορεί να την ξυπνήσω και να της πω την ιστορία της ζωής μου προτού ρουφήξω και εκείνης το αίμα μέχρι την τελευταία σταγόνα!»
Κάλυψε την απόσταση που μας χώριζε με δύο μεγάλα βήματα, απειλητικός σαν μαύρο σύννεφο. Τα μάτια του έλαμπαν ακόμα κατακόκκινα, σαν τις εκκολαπτόμενες αστραπές μιας νεογέννητης καταιγίδας. Ορθώθηκε μπροστά μου πανύψηλος και τρομακτικός ενώ οι κοφτεροί του κυνόδοντες άστραψαν στο πύρινο φως της πυρκαγιάς κάτασπροι και πελώριοι.
Ένα ζευγάρι σιδερένιων χεριών που ήταν ψυχρά σαν το χιόνι άρχισαν να γλυστράνε γύρω από τους ώμους μου και ένα περίεργο άρωμα με περικύκλωσε, μια γλυκόπικρη οσμή που ήταν παρόμοια μ’ αυτή που αιωρούταν στο δωμάτιο του άμοιρου Τζέρι.
Ήταν η μυρωδιά του αίματος που έβγαινε απ’ το στόμα του βρικόλακα το οποίο έχασκε λίγα μόλις εκατοστά μακριά απ’ το λαιμό μου.
Το μακρινό ουρλιαχτό της σειρήνας ενός πυροσβεστικού οχήματος ξύπνησε μια τρελή ελπίδα μέσα μου. Άφησα όλο μου το κορμί να πέσει προς τα πίσω και καθώς το κέντρο βάρους του σώματός μου μετατοπίζονταν, η λαβή των χεριών του χαλάρωσε. Κάνοντας μια μεγάλη τούμπα γκρεμίστηκα στο κενό, μέσα στα ζεστά και φωτεινά νερά της πισίνας του κήπου.
Άκουσα έναν εκκωφαντικό παφλασμό και ένιωσα ένα βίαιο τράνταγμα το οποίο διαδέχτηκε ένα διάπυρο και συνεχές κύμα πόνου. Η πλάτη μου συγκρούστηκε με μια σκληρή και επίπεδη επιφάνεια και τα μάτια μου άνοιξαν ενστικτωδώς, μόνο και μόνο για να τυφλωθούν από ένα διαπεραστικό λευκογάλαζο φως. Βρισκόμουν ξαπλωμένος στον πυθμένα της πισίνας, μέσα σ’ ένα στροβιλιζόμενο κύμα αφρού που μούγκριζε γύρω μου μανιασμένα. Η ταραγμένη και σπινθηροβόλα επιφάνεια του νερού έκανε και πάλι την εμφάνισή της μέσα από ένα λευκό σύννεφο βουερών φυσσαλίδων. Μου φάνηκε μακρινή, απλησίαστη, μια ασημένια μεμβράνη πίσω από την οποία απλώνονταν ένας ξένος κόσμος.
Καθώς άρχισα να αναδύομαι και πάλι, σαν πτώμα που ξεπροβάλλει μέσα απ’ το αλμυρό σκοτάδι του πελάγους, μια απλή σκέψη πέρασε απ’ το μυαλό μου: εκείνος ήταν ακόμα εκεί έξω, μπορεί μάλιστα να με περίμενε καθισμένος στο χείλος της πισίνας.
Το κεφάλι μου πετάχτηκε μέσα απ’ τα ηλεκτροφωτισμένα νερά και στη συνέχεια κολύμπησα αδέξια μέχρι την άκρη της πισίνας όπου υπήρχε μια μικρή μεταλλική σκάλα.
- «Δεν μπορείς να μου ξεφύγεις. Είναι αδύνατον. Οι προσπάθειές σου το μόνο που καταφέρνουν είναι να παρατείνουν την αγωνία σου και να αυξάνουν την απόλαυσή μου.»
Κοίταξα φρενιασμένα ολόγυρά με μάτια που είχαν δακρύσει απ’ το χλώριο της πισίνας. Αυτός βρισκόταν ακόμα στη βεράντα. Τα δάχτυλα του εξακολουθούσαν ν’ αγκαλιάζουν το μαύρο κιγκλίδωμα.
Υπερβολικά εξουθενωμένος για να μπορώ να κινηθώ, σωριάστηκα πάνω στο χορτάρι του κήπου και αναρωτήθηκα ποια θα ήταν η επόμενη κίνησή του. Θα σηκώνονταν στον αέρα και θα ορμούσε καταπάνω μου πετώντας σα νυχτερίδα, όπως συνέβαινε στις ταινίες τρόμου που έβλεπα στο DVD τα Σαββατοκύριακα;
Το ουρλιαχτό των πυροσβεστικών σειρήνων ακούγονταν πολύ πιο κοντινό τώρα. Ο αέρας γέμισε με πυκνούς καπνούς και από μια αποπνιχτική μυρωδιά καμένου ξύλου. Η πυρκαγιά πλησίαζε προς το σπίτι.
- «Δε θα προλάβεις να με πιάσεις» του φώναξα όσο πιο δυνατά μπορούσα. «Σε λίγο όλο αυτό το μέρος θα έχει πήξει από πυροσβέστες και αστυνομικούς!»
- «Μα δεν πρόκειται να σε πιάσω εγώ ο ίδιος» μου απάντησε ο βρικόλακας από το μπαλκόνι. Μια φριχτή γκριμάτσα απλώθηκε στο πρόσωπό του, μια παρωδία χαμόγελου που αποκάλυψε για μια ακόμα φορά τους κοφτερούς και λαμπερούς του κυνόδοντες.
Κάτι τυλίχτηκε γύρω από τα πόδια μου. Το κλώτσησα σπασμωδικά. Ήταν ένα χέρι και ανήκε σε κάποιον απ’ τους μεθυσμένους του κήπου που σέρνονταν προς το μέρος μου με μάτια κλειστά. Προσπαθούσε να μ’ αρπάξει ενώ μια απαίσια έκφραση πρωτόγονης πείνας παραμόρφωνε το κοιμισμένο πρόσωπό του. Οι κινήσεις του είχαν κάτι το φριχτό. Κινούνταν σπασμωδικά σαν ακρωτηριασμένο σκουλήκι.
- «Για να δούμε αν τα μυαλά που έχω υποτάξει είναι σε θέση να εκτελέσουν με επιτυχία τις διαταγές μου!»
Μια νότα σαδιστικής απόλαυσης χρωμάτισε τη φωνή του βρικόλακα. Τα πολύχρωμα φώτα και οι προβολείς της πισίνας έσβησαν και το άλικο φως της πυρκαγιάς μεταμόρφωσε τα πάντα σ’ ένα μαυροκόκκινο θέατρο σκιών. Και μέσα σ’ αυτό το εφιαλτικό περιβάλλον άρχισαν να σέρνονται προς το μέρος μου δεκάδες κοιμισμένα κορμιά, τ’ άβουλα όργανα μιας διαβολικής νοημοσύνης. Άπλωναν τα αρπακτικά τους χέρια προς το μέρος μου ενώ τα στόματά τους, που έχασκαν χαλαρά και άτονα, ανοιγόκλειναν κάνοντάς τους να μοιάζουν με ψάρια που ασφυκτιούσαν έξω απ’ το νερό.
Κατάφερα να σηκωθώ όρθιος και παραπατώντας σα μεθυσμένος άρχισα να ελίσσομαι ανάμεσα στα σερνάμενα σώματα αποφεύγοντας τα λυγισμένα τους δάχτυλα.
Λίγο πιο πέρα απ’ τα όρια του κήπου, πίσω απ’ την ορθάνοιχτη καγκελόπορτα, ξεπήδησε ένα λαμπερό κόκκινο φως. Ήταν η ανταύγεια της φωτιάς που ήδη καταβρόχθιζε τα ξερόχορτα των οικοπέδων που απλώνονταν ανάμεσα στο σπίτι και στη λεωφόρο και έγλειφε τους προφυλακτήρες των παρκαρισμένων αυτοκινήτων.
Το κόκκινο φως. Ήταν ο εφιάλτης που έβλεπα σχεδόν κάθε βράδυ για μήνες ολόκληρους, τ’ όνειρο που προσπαθούσε να με προειδοποιήσει για το θανάσιμο κίνδυνο που άπλωνε τώρα τα πλοκάμια του για να με τυλίξει.
Κοντοστάθηκα τρομαγμένος και το πλάσμα στη βεράντα που παρακολουθούσε το θέαμα σαν ρωμαίος αυτοκράτορας που διασκεδάζει την πλήξη του σε κάποια κατάμεστη αρένα, γέλασε σαρκαστικά.
- «Και τώρα τι γίνεται; Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα που λένε. Πού θα πας τώρα;»
- «Δες με» του απάντησα αρχίζοντας και πάλι να περπατάω προς τις καγκελόπορτες που τυλίγονταν απ’ τις προελαύνουσες φλόγες της πυρκαγιάς.
Μπροστά μου ξεπήδησε κάτι σαν πύρινη λόγχη. Το σπίτι είχε περικυκλωθεί πλέον απ’ τη φωτιά. Η ζέστη είχε γίνει ανυπόφορη. Ο αέρας μούγκριζε καυτός και δηλητηριώδης. Ένιωσα τα μαλλιά μου να καίγονται. Κάτι μ’ άρπαξε απ’ τα πόδια τα οποία έμοιαζαν ανίκανα πια να κρατήσουν το βάρος μου.
Κατέρρευσα σαν άδειο σακί πάνω στο παχύ γκαζόν. Το τελευταίο πράγμα που άκουσα, καθώς τα πάντα γύρω μου βυθίζονταν στο σκοτάδι, ήταν η σαρκαστική φωνή του Άγγελου που ηχούσε μέσα στο κεφάλι μου σαν δυσοίωνη καμπάνα.
- «Χάρηκα πολύ για τη γνωριμία. Εμείς οι δύο θα τα ξαναπούμε πολύ σύντομα!»
Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι τον εαυτό μου να ξυπνάει σ’ ένα άσπρο δωμάτιο. Μια μάσκα οξυγόνου ήταν δεμένη πάνω στο πρόσωπό μου και ένας ορός έχυνε στάλα-στάλα το περιεχόμενό του στις φλέβες του δεξιού μου μπράτσου.
Αντίκρισα τα πρόσωπά των γονιών μου που ήταν χαρακωμένα από την αγωνία, ένα γιατρό και έναν αστυνομικό επιθεωρητή. Έμαθα πως ήταν η τρίτη μέρα της παραμονής μου στο νοσοκομείο. Ο γιατρός μου είπε πως είχα υποστεί μια σοβαρή αναπνευστική δηλητηρίαση. Ο αστυνομικός με πληροφόρησε πως με είχε σώσει μια ομάδα πυροσβεστών οι οποίοι είχαν φτάσει στο σπίτι τη στιγμή που οι φλόγες της πυρκαγιάς εισέβαλαν στον κήπο και απλώνονταν γύρω μου. Ήμουν ο μοναδικός επιζώντας-όλοι οι άλλοι είχαν πεθάνει. Απ’ την τηλεόραση έμαθα πως σύμφωνα με την γνωμάτευση του ιατροδικαστή που εξέτασε όσα απ’ τα πτώματα δεν είχαν απανθρακωθεί, είχαν πεθάνει όλοι απ’ τις αναθυμιάσεις της φωτιάς. Κανείς όμως δεν είπε κουβέντα για το μαυροντυμένο φίλο του Τζέρι, ούτε καν ο αστυνομικός επιθεωρητής που άκουσε με δυσπιστία την αφήγησή μου.»
Τον κοίταξα χωρίς να μπορώ να αρθρώσω λέξη. Το πρόσωπό του ήταν ξαναμμένο και η λάμψη του φόβου που τρεμόπαιζε στα μάτια του δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο.
- «Ώστε έτσι…» ψέλλισα τελικά. «Και τώρα κανείς δε θέλει να πάρει τη μαρτυρία σου στα σοβαρά. Κατάλαβα!»
- «Όχι!» φώναξε εκείνος με όλη του τη δύναμη. «Δεν έχεις καταλάβει απολύτως τίποτα! Αυτός είπε ότι θα ξανασυναντηθούμε! Κάθε βράδυ νιώθω την ανάσα του στο σβέρκο μου!»
Μου άρπαξε το χέρι με μια δύναμη που με τρόμαξε. Πάλεψα να ελευθερωθώ και όταν κατάλαβα πως δε θα τα κατάφερνα, έβαλα τις φωνές μέχρι που το δωμάτιο γέμισε με νοσοκόμους οι οποίοι τον καθήλωσαν στο κρεβάτι, ελευθέρωσαν το χέρι μου και του έκαναν μια ηρεμιστική ένεση. Ο Δημήτρης άρχισε τότε να σπαρταράει και να ουρλιάζει σαν τρελός, σα μια κολασμένη ψυχή που γκρεμίζεται στο βάραθρο κάποιας απαίσιας κόλασης. Εκείνη την στιγμή κατάλαβα πως τον είχα χάσει για πάντα, πως ο παλιός μου φίλος είχε τρελαθεί.
Βγήκα τρέχοντας από το δωμάτιο, πέταξα μια πνιγμένη συγγνώμη στους γονείς του που έσφιγγαν ο ένας στην αγκαλιά του τον άλλο και έκλαιγαν ανήμποροι και το έβαλα στα πόδια. Η τελευταία φράση που είχε ξεστομίσει ηχούσε ακόμα στο μυαλό μου καθώς έβγαινα απ’ το νοσοκομείο, αυτό που μου είχε πει προτού αρχίσει να ουρλιάζει.
- «Θέλω να γράψεις κάπου αυτά που σου είπα απόψε! Αν πραγματικά ξανάρθει αυτός εδώ, δε θέλω να πεθάνω χωρίς να μαθευτεί ποτέ τι πραγματικά έγινε! Τι λες, θα το κάνεις αυτό; Μου το υπόσχεσαι;»
Η έκφραση του προσώπου του ήταν τόσο ικετευτική που δε μου έκανε καρδιά να του αρνηθώ. Ωστόσο, πριν καν φτάσω στο σπίτι μου είχα ξεπεράσει το σοκ που μου είχε προκαλέσει η βίαιη συμπεριφορά του.
Αποφάσισα λοιπόν πως εκείνο του βράδυ τουλάχιστον δε θα έκανα τίποτα τέτοιο μια και είχα κανονίσει με την παρέα μου να πάμε σινεμά. Υποσχέθηκα πάντως στον εαυτό μου πως θα ξανασκεφτόμουν το όλο ζήτημα την επόμενη μέρα.
Μόλις το επόμενο απόγευμα η σκέψη του Δημήτρη ξαναπέρασε από το μυαλό μου καθώς παρακολουθούσα σ’ ένα δελτίο ειδήσεων ένα σύντομο ρεπορτάζ που αναφέρονταν στην απανθρωκαμένη βίλα.
«Τον δύστυχο» σκέφτηκα πλημμυρισμένος από οίκτο. «Ελπίζω κάποτε να ξεπεράσει το τραύμα που του προκάλεσε η πυρκαγιά!»
Βλέπετε, είχα ήδη βρει μια λογική εξήγηση για όλα αυτά που μου είχε πει. Επρόκειτο απλώς για τις φαντασιώσεις ενός κλονισμένου νευρικού συστήματος.
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσα μηχανικά λέγοντας ένα βαριεστημένο «ναι». Ήταν η μητέρα μου. Με φωνή σοκαρισμένη και πνιγμένη στα δάκρυα με πληροφόρησε πως το προηγούμενο βράδυ ο Δημήτρης είχε πεθάνει από ανακοπή.
Πιστεύω πως για μια στιγμή ο χρόνος σταμάτησε να κυλάει γύρω μου. Κατέβασα το ακουστικό και κοίταξα με βλέμμα απλανές το παράθυρο. Ο ήλιος κρέμονταν ήδη πάνω απ’ τις οροφές των απέναντι πολυκατοικιών σαν φωτεινό πορτοκάλι. Σε δύο ώρες το πολύ θα έπεφτε το σκοτάδι.
Βγήκα τρέχοντας απ’ το σπίτι χωρίς να έχω την παραμικρή ιδέα για το πού σκόπευα να πάω. Όταν συνήλθα ανακάλυψα πως στεκόμουν μπροστά απ’ το νοσοκομείο όπου είχε περάσει την τελευταία του νύχτα ο Δημήτρης. Ο ήλιος είχε δύσει και το κομμάτι του ουρανού που φαίνονταν ανάμεσα απ’ τα γύρω κτίρια είχε πάρει ένα άσχημο βαθυκόκκινο χρώμα. Η πρόσοψη του νοσοκομείου μου φάνηκε ξαφνικά απαίσια, πελώρια και σκοτεινή. Έμοιαζε μ’ έναν τεράστιο βαβυλωνιακό ναό όπου λατρεύονταν καταχθόνιες θεότητες, μ’ ένα αχανές και δαιδαλώδες οστεοφυλάκιο όπου καραδοκούσαν αιμοδιψή φαντάσματα που καραδοκούσαν να με κατασπαράξουν. Άρχισα να περπατάω στο πεζοδρόμιο κρατώντας το κεφάλι μου κατεβασμένο, πέρασα δίπλα από φωτισμένα περίπτερα, ελαφρά ντυμένους περαστικούς, παρκαρισμένα αυτοκίνητα και φωτισμένες βιτρίνες κλειστών καταστημάτων. Τα φώτα του δρόμου άναψαν. Αν και το σκοτάδι δεν είχε πέσει ακόμα, το φως της μέρας εξασθενούσε όλο και περισσότερο. Ένα βιολετί μισοσκόταδο είχε ήδη απλωθεί πάνω απ’ την Αθήνα.
Και τότε κυριεύτηκα από την αλλόκοτη εντύπωση πως κάποιος με παρακολουθούσε. Τρέχοντας σα να με κυνηγούσαν χίλιοι διάβολοι, κάλεσα ένα περαστικό ταξί και ορμώντας στη θέση του συνοδηγού έδωσα στον ξαφνιασμένο ταξιτζή τη διεύθυνση του σπιτιού μου. Μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας όλα είχαν γίνει σκοτεινά. Μια χλωμή πρασινωπή ανταύγεια είχε αντικαταστήσει το φως του ήλιου που μας έψηνε όλη την ημέρα.
Το σπίτι μου, μου φάνηκε υπέροχα φωτεινό, θορυβώδες και ασφαλές, καθώς οι γονείς μου μόλις με είδαν έτρεξαν προς το μέρος μου για να με παρηγορήσουν. Απέκρουσα τις απόπειρες τους να συζητήσουμε το θάνατο του Δημήτρη όσο πιο ευγενικά μπορούσα. Ήξερα πως δεν μπορούσα να τους πω τίποτα από την ιστορία που μου είχε εκμυστηρευτεί. Δε θα με πίστευαν και δεν ήθελα εξάλλου να τους εκθέσω σε κανέναν κίνδυνο.
Κλειδώθηκα στο δωμάτιό μου και παρά το γεγονός πως το κεφάλι μου έκαιγε από την υπερένταση και η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή, ήξερα πολύ καλά τι έπρεπε να κάνω. Άρχισα να γράφω αυτό το κείμενο που διαβάζετε αυτή τη στιγμή καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια να θυμηθώ όσο το δυνατόν περισσότερα απ’ αυτά που μου είχε πει ο Δημήτρης.
Τώρα η ώρα είναι τρεις τα ξημερώματα. Επιτέλους τελειώνω και ειλικρινά, νιώθω εντελώς εξουθενωμένος. Οι γονείς μου κοιμούνται του καλού καιρού. Σκέφτομαι να πάω στη κουζίνα και να πιω κανένα ποτήρι νερό.
Κάποιος χτυπάει την πόρτα.
Θα πάω να δω ποιος είναι.


* σημείωση: η εικόνα ανοίγματος του παρόντος άρθρου είναι δημιουργία του corinna-cat.

________________________________



    τα έχεις διαβάσει;

Βιβλία Fantasy

Διαβάσαμε & Κρίνουμε
Fantasy Archive

Μουσική Φαντασίας

Ακούσαμε & Προτείνουμε
Fantasy Archive

Visual Art - Ζωγραφική

Είδαμε & Παρουσιάζουμε
Fantasy Archive

Comics - Graphic Novels

Εικόνες & Κείμενα Φαντασίας
Fantasy Archive

Ταινίες & Σειρές Φαντασίας

Εντυπώσεις και Συναισθήματα
Fantasy Archive

Video Games

Η F Γωνιά των Gamers
Fantasy Archive