από Ελένη Μερκούρη
Αιώνες τώρα περιδιάβαινε την γη χωρίς σκοπό, μέχρι που τον ανακάλυψε όταν έφτασε στην φωτεινή γαία. Εκεί ο ήλιος έλαμπε εκτυφλωτικά, ο ουρανός και η θάλασσα είχαν το ίδιο ακτινοβόλο γαλάζιο χρώμα, το χώμα πάντα εύφορο έδινε γεννήματα, με την ίδια γενναιοδωρία που οι κάτοικοί της πρόσφεραν φιλοξενία. Η νεοαποκτηθείσα του λαχταρά για ζωή είχε όνομα. Την έλεγαν Κυρήνη.
Κανείς δεν ήταν τόσο καλός και ταυτόχρονα τόσο σκληρός μαζί του όσο εκείνη, αλλά ήταν σίγουρος πως αυτή η φλογερή γυναίκα θα γινόταν δική του. Η Κυρήνη ήταν μοναδική, λαμπερή σαν τα ουράνια σώματα, γεμάτη μυστήριο σαν την νύχτα, σαν κι αυτόν. Έμοιαζαν τόσο πολύ που δεν μπορούσαν παρά να είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον. Μέχρι να την γνωρίσει ήταν πεπεισμένος πως ήταν καταραμένος. Όμως μόλις αντίκρισε την λυγερή μορφή της να λικνίζεται, σε ένα εσωτερικό ρυθμό, μες στην καρδιά της νύχτας, λουσμένη από το φως της πανσελήνου κατάλαβε πως όλοι οι θεοί τον είχαν ευλογήσει οδηγώντας τα βήματα του σε εκείνη. Ποιος καλύτερος σύντροφος για έναν απέθαντο από μια μάγισσα;
Η Κυρήνη του είχε δώσει άσυλο στον οίκο της και του είχε στρώσει να κοιμηθεί στο κρεβάτι της, αλλά από το στρώμα της ως την καρδιά της, όπως ανακάλυψε και ο ίδιος, υπήρχε μεγάλη απόσταση. Ήταν διατεθειμένος να κάνει τα πάντα μέχρι να την κατακτήσει, είχε όλο το χρόνο μπροστά του και θα τον χρησιμοποιούσε για να την δαμάσει. Είχε ορίσει σωστά τις προτεραιότητες του, αφού κέρδιζε ολοκληρωτικά την καρδιά της θα της πρόσφερε την αιωνιότητα. Έπρεπε να ανακαλύψει τον σωστό τρόπο για να οδηγήσει την Κυρήνη στην αγάπη. Ήταν αρκετές οι φορές που σκέφτηκε να της μιλήσει για τα δικά του αισθήματα, μα πάντα σταματούσε. Βαθιά μέσα του γνώριζε πως αυτή η γυναίκα όσο εύκολα είχε γίνει η σωτηρία του, τόσο εύκολα μπορούσε να μετατραπεί στον χαμό του.
Στους τρεις σεληνιακούς κύκλους που βρισκόταν κοντά της είχε μάθει πως κατευθύνει το ισχυρό της χαρακτήρα όταν χρειαζόταν. Ήταν φανερό πως εκείνη έτρεφε αισθήματα γι' αυτόν αλλά η απόσταση που έπρεπε να καλύψει εξακολουθούσε να είναι μεγάλη. Είχε διαισθανθεί μια αλλαγή στην μάγισσα Ήξερε πως μέσα της έδινε μια μάχη που τελικά θα έχανε. Η αλήθεια είναι ότι εκείνος είχε την δύναμη να την κάνει να τον ερωτευτεί, μα ήθελε να είναι ολωσδιόλου δική της η απόφαση. Η επιλογή της θα έπρεπε να είναι απόλυτα νηφάλια. Εκείνος δεν ήταν ένας απλός άνδρας όπως και η Κυρήνη δεν ήταν μια απλή γυναίκα.
Υπήρχε κάτι που τον φόβιζε σχετικά με την Κυρήνη. Οι δυνάμεις της υποδείκνυαν την επαφή της με σκοτεινές οντότητες και από την στιγμή που θα γινόταν αθάνατη αυτές οι δυνάμεις θα ενισχύονταν και θα πολλαπλασιάζονταν. Ήταν ήδη επιρρεπής στο σκότος και θα μπορούσε να μετατραπεί σε άκρατο λυμεώνα[1] κάτι που δεν θα επέτρεπε, όσο μαύρη κι αν ήταν η δική του ύπαρξη. Εκείνη δεν θα ήταν ικανή να του αντιταχθεί, αλλά δεν μπορούσε να πει με σιγουριά πως θα έβρισκε το σθένος να την εξόντωση στην περίπτωση αυτή. Προς το παρόν δεν ήθελε να σκέφτεται, παρά μόνο να απολαμβάνει την μόνη λύτρωση που του προσφερόταν όταν ταξίδευε στα μήκη και στα πλάτη του κορμιού της.
Η Κυρήνη στεκόταν σε μια φυσική προεξοχή του βουνού πάνω στο οποίο είχε χτίσει τον οίκο της. Κάτω από τα πόδια της ανοιγόταν ένα βαθύ βάραθρο. Ήταν το καλύτερο μέρος για να επεξεργαστεί τις σκέψεις της. Πάντα γνώριζε πως εκεί έξω στον απέραντο κόσμο υπήρχε κάποιος γι’ αυτήν και αυτό το ταίρι της επιτέλους είχε έρθει. Ποτέ δεν περίμενε κάποιον σαν τον Εταμπάρι. Ήξερε για τα απέθαντα πλάσματα, μα τα θεωρούσε μέλη μιας φυλής που είχε χαθεί στα βαθύ του παρελθόντος. Ποιος θα το έλεγε πως ένα από αυτά θα έμπαινε στην ζωή της απαιτώντας την καρδιά της; Το ότι δεν είχε συναντήσει κάποιον σαν τον αθάνατο εραστή της ξανά δεν ήταν απόδειξη για την ανυπαρξία του. Γνώριζε πολλά για το γένος του Εταμπάρι, για τους Ημεροβάτες όπως ο εραστής της και τους άλλους, τους Νυχτοπατητες ή αλλιώς βουρκόλακες, όπως αποκαλούσε ο λαός, αυτούς που είχαν δοκιμάσει το ανθρώπινο αίμα, ζούσαν από αυτό, το λάτρευαν σαν θεό τους, και σκότωναν τους θνητούς για να το αποκτήσουν. Η διαφθορά τους δεν είχε φραγμούς και η κακία τους ήταν τιτάνια.
Κάποτε, όταν η γαία ήταν ακόμη νέα, αυτοί αποσχίστηκαν από τους Ημεροβάτες και σαν κατάλαβαν πως το αίμα τους ήταν πιο γευστικό και πλούσιο από όλων των άλλων πλασμάτων άρχισαν μια φοβερή καταδίωξη που την ακολούθησε καταίσχυντη γεννοκτονία. Οι λίγοι Ημεροβάτες που επέζησαν, κατέφυγαν στις πιο απόμακρες γωνιές του πλανήτη για να μπορέσουν να αναστήσουν την γενία τους. Ένα δυσκατόρθωτο πραγματικά έργο, αφού η επιλογή του συντρόφου που θα βοηθούσε στην αναπαραγωγή απογόνων έπρεπε να γίνει σοφά. Αν ο σύντροφος ήταν επιρρεπής στο σκότος τότε αυτός και οι γόνοι του εύκολα μπορούσαν να μετατραπούν σε Νυχτοπατητές. Χωρίς να το περιμένει μια προδοτική σκέψη τρύπωσε στο μυαλό της. Κι αν τελικά ο Εταμπάρι συναντούσε στο πρόσωπο της την κατάλυση του; Δεν ήταν δυνατόν να το επιτρέψει. Υπήρχε ένα στοιχείο που πρόσφατα είχε ανακαλύψει για τον εαυτό της και δεν τολμούσε ούτε καν να το διανοηθεί, πόσο μάλλον να το παραδεχτεί.
Αυτός ο μελαχρινός, ψηλός και γεροδεμένος Ημεροβάτης κατέκτησε το σώμα και την ψυχή της οριστικά και αμετάκλητα. Όμως εκείνη η Κυρήνη, η μάγισσα είχε μελετήσει τις μαύρες δυνάμεις και ακόμη κι αν αρνούταν να τις εξασκήσει υπήρχαν κατάλοιπα τους μέσα της.
Ήταν μολυσμένη και θα περνούσε την αρρώστια και στα παιδιά τους.
Το κορμί της τσάκισε από το βάρος της συνειδητοποίησης. Δεν υπήρχε πια δίλημμα, η λύση φάνταζε καθάρια σαν τον ουρανό. Έπρεπε να τον διώξει μακριά της πριν υποκύψει στην αγάπη της και χάσει κάθε ίχνος λογικής. Εκεί στην κόψη του βαράθρου πήρε την απόφαση της, μέχρι να βρει τρόπο να τον διώξει, θα έκρυβε την καρδία της από την διαπεραστική καστανή ματιά του, όσο κι αν λαχταρούσε να ανταποκριθεί στην αγάπη του. Ήταν για το καλό του και το καλό των κατοίκων του τόπου της.
«Είσαι σιωπηλή απόψε Κυρήνη». Το βλέμμα του την παρατηρούσε άγρυπνα καμία αλλαγή των διαθέσεων της δεν του ξέφευγε.
«Δεν έχω κάτι ενδιαφέρον να πω».
Πήρε το κύπελλο στα χέρια της γεύτηκε το πλούσιο σώμα του οίνου ζητώντας ένας τρόπο να καλυφθεί. Αυτός ξάπλωσε αναπαυτικά στο ανάκλιντρο και βάλθηκε να σκαλίζει διακριτικά το μυαλό της. Οι κοινοί θνητοί δεν τον καταλάβαιναν, αλλά η αγαπημένη του ήταν μυημένη σε αυτές τις τέχνες και ήθελε διαφορετική αντιμετώπιση. Συνάντησε απόλυτο κενό που φαινόταν εσκεμμένο. Παραξενεύτηκε, δεν ήταν δυνατόν να μην σκέφτεται κάτι; και άλλες φορές την είχε πιάσει αφηρημένη μα πάντα υπήρχαν κάποιες σκόρπιες ιδέες μέσα στην νόηση της. Τι προσπαθούσε να του κρύψει;
Βάθυνε την ματιά του μέσα της και η Κυρήνη πετάχτηκε ενοχλημένη.
«Τι νομίζεις ότι κάνεις Εταμπάρι;» Το βλέμμα της τον κατακεραύνωσε.
Αν επρόκειτο για άλλη περίπτωση ο Ημεροβάτης δεν θα προχωρούσε τόσο πολύ, μα όσο εκείνη έλειπε είχε αισθανθεί μια απελευθέρωση από μέρους της. Όμως η απόσταση ήταν αρκετά μεγάλη για να διαβάσει το μυαλό της και τώρα φερόταν περίεργα. Έπρεπε να μάθει και θα έκανε ότι χρειαζόταν για να εκπληρώσει το σκοπό του
«Πες μου τι σου συμβαίνει, αγαπημένη μου».
Ένιωσε την θέληση του να κάμπτει τους πέτρινους τοίχους γύρω τους. Αναθεμάτισε βουβά τον εαυτό της. Πως της είχε περάσει από το μυαλό πως μπορούσε να του κρυφτεί. Πήρε μια βαθιά εισπνοή και άφησε τον αέρα να βγεί από το στήθος της σχεδόν τελετουργικά.
«Ίσως να είναι μάταιη η προσπάθεια μου να σιωπήσω την καρδιά μου». Το διάστημα της αναμονή του ήταν τόσο μεγάλο που έμοιαζαν απίστευτα τα λόγια που εκείνη μόλις είχε ξεστομίσει.
«Εννοείς πως συμμερίζεσαι τα αισθήματα που έχω για σένα;» Η Κυρήνη κατάνευσε, όμως αυτός διέκρινε μια σκιά πόνου και φόβου στην ψυχή της,
«Μίλα μου Κυρήνη. Πες μου τι νιώθεις;»
Κάθισε δίπλα της και πήρε τα χέρια της στα δικά του.
«Δεν είμαι κατάλληλη για σένα Ημεροβάτη». Είχε ατσαλώσει το βλέμμα της και την φωνή της. Αλλά δεν στάθηκε ικανή να τον πείσει.
«Πώς είσαι τόσο σίγουρη;»
«Κοίτα ενδελεχώς στην ψυχή μου και θα καταλάβεις μελαχρινέ μου άγγελε».
Είδε, έζησε τα βιώματα της, χρόνια πριν, όταν ξεκινούσε την μελέτη της πάνω στην μαγεία, τότε που οι σκοτεινές οντότητες την είχαν πλησιάσει και της προσέφεραν τις δυνάμεις τους. Τις άγρυπνες νύχτες που μοιραζόταν με τα μιαρά πνεύματα. Την τελική της αντίσταση και οριστική τους εκδίωξη.
Τα κεχριμπαρένια μάτια της ήταν βουρκωμένα.
«Χρειάζεσαι μια αγνή και ανέγγιχτη σύντροφο Εταμπάρι. Ένα γνήσιο τέκνο του Φωτός και εγώ αφοσιώθηκα στο Σκότος. Σε ικετεύω να φύγεις μακριά μου πριν να είναι πολύ αργά».
Αυτός την τράβηξε κοντά του και την έκλεισε στην αγκαλιά του.
«Όσα μου αποκάλυψες τα γνωρίζω εδώ και καιρό. Έχω σκεφτεί αρκετά το παρελθόν σου και ξέρω πως έχεις δίκιο, μα από εκείνο το βράδυ που σε πρωτοαντίκρισα στο άλσος κατάλαβα τι ή μάλλον ποίος κατεύθυνε τα βήματα μου και ποιές οι προθέσεις του. Εσένα διάλεξαν οι θεοί να πάρω ως σύντροφο. Ότι έγινε από τότε μέχρι σήμερα ήταν ένα σχέδιο δικό τους. Οι σκοποί τους είναι τόσο φανεροί σε μένα, όσο και σε σένα. Είτε επιζητούσαν την ευημερία μου, είτε την καταστροφή μου, αυτοί μας ένωσαν και δεν θα παρακούσω στις προσταγές τους. Μα αν αυτό σε καθησυχάζει, θα σου υποσχεθώ πως πριν προλάβεις να μετατραπείς σε Νυχτοπερπατητή, θα σε θανατώσω.»
Σκούπισε τα μάτια της με τα χείλη του.
«Μου το ορκίζεσαι; Δεν θα δείξεις έλεος ότι κι αν κάνω και πω; Μην με αφήσεις να καταδικάσω την ψυχή μου. Μην επιτρέψεις να γίνω λοιμός για τους ανθρώπους μου.»
«Ορκίζομαι στις αθάνατες ψυχές μας, και αυτές των αγέννητων παιδιών μας.»
Η προστατευτική του ματιά δεν αποχωριζόταν την γυναίκα που αγαπούσε και που σύντομα θα έφερνε στον κόσμο το πρώτο του απόγονο. Η Κυρήνη είχε αλλάξει τον εαυτό της και τον τρόπο ζωής της, ήταν μια διαφορετική γυναίκα και ο Εταμπάρι ήξερε τους λόγους της. Προσπαθούσε να προστατεύσει αυτόν και το παιδί τους από όλες τις σκοτεινές δυνάμεις που καραδοκούσαν. Ένα δύσκολο, επίπονο και κοπιαστικό έργο από το οποίο ήθελε, αλλά δεν μπορούσε να την αλαφρώσει. Σύντομα όμως όλα θα άλλαζαν και τότε θα ερχόταν η δική του σειρά να σταθεί άγρυπνος φρουρός για να διαφυλάξει την ευτυχία τους. Εκείνη ήταν πλέον στον μήνα της και μετά την γέννα αυτός θα έπρεπε να προσέχει διπλά, μιας και τα συμπτώματα θα εμφανίζονταν γρήγορα. Κάθε μέρα που ξημέρωνε περίμενε πως αυτή θα είναι η μέρα που θα αντίκριζε τον πολύαναμενόμενο απόγονο του και ατσάλωνε τον εαυτό του για την ποθητή στιγμή, αλλά τίποτα απ’ όσα είχε ζήσει ως τώρα δεν τον είχαν προετοιμάσει για ότι εκτυλίχθηκαν όταν η Κυρήνη τελικά γέννησε. Η μαία και δύο θεραπαινίδες είχαν έρθει από το Ασκληπιείο από νωρίς και έκαναν όλες τις ετοιμασίες. Του είχαν απαγορεύσει να πλησιάσει την κάμαρα της και αυτός προσπαθούσε να της δώσει κουράγιο πνευματικά, αλλά οι οδύνες απέκλειαν κάθε είδους επικοινωνία. Αξαφνα την άκουσε να ουρλιάζει και έτρεξε προς το δωμάτιο της όμως η μαία τον σταμάτησε στην θήρα και αφού τον διαβεβαίωσε πως ο τοκετός ήταν φυσιολογικός του απαγόρευσε να μπει στο δωμάτιο. Οι κραυγές της πλήθυναν και ο Εταμπάρι εκτός ότι ένιωθε παντελώς ανίκανος να την βοηθήσει, δεν άντεχε το μαρτύριο της αναμονής που σε συνδυασμό με τα ουρλιαχτά της έκανε το μαρτύριο του αβάσταχτο. Οι ώρες περνούσαν και κανείς δεν ερχόταν να τον ενημερώσει. Η αγωνία τον μαστίγωνε σαν τον άνεμο στις στέπες του Βορρά. Ο χρόνος περνούσε βάναυσα και ένιωθε να γερνά κάθε στιγμή.
Άξαφνα ακούστηκαν τα κλάματα του νεογνού και αμέσως μετά διαπεράστηκες κραυγές τρόμου. Η καρδιά του πάγωσε. Πριν ακόμη δει το αποτρόπαιο θέαμα, ήξερε... Οι σαδιστές θεοί τον είχαν καταδικάσει.
Έτρεξε στο κτίσμα με την ορμή της αθάνατης γενιάς του, βαστώντας το πλατύστομο σπαθί του. Οι νεαρές θεραπαινίδες πετάχτηκαν από το κτήριο έντρομες, βαμμένες με αίμα. Μπήκε στην κάμαρα. Η γριά μαία ήταν πεσμένη στο πάτωμα και το λευκό της ρούχο είχε ποτίσει από τους άλικους ζωογόνους χυμούς του κορμιού της. Και εκείνη, η λατρευτή του Κυρήνη... εκείνη κρατούσε στα αιματοβαμμένα χέρια της το άψυχο σώμα του παιδιού τους, έμοιαζε να το νανουρίζει. Η εικόνα της τον γονάτισε. Η καρδιά του σχίστηκε στα δύο.
Γνώριζε καλά τι έπρεπε να κάνει, όπως και τι είχε συμβεί. Είχε γεννηθεί με την αρρώστια του αίματος και το είχε σκοτώσει πριν χάσει ότι ανθρώπινο είχε μέσα του.
«Κυρήνη… ψυχή μου, κοίτα με…»
Οι λέξεις δεν ήθελαν να βγουν από τον λαιμό του. Τον έπνιγε ακόμη και ο αέρας που ανέπνεε. Αυτή σήκωσε αργά το κεφάλι της. Το βλέμμα της ήταν ολόμαυρο σαν το αρχέγονο σκότος. Από τα χαρακτηριστικά της είχε εξαφανιστεί κάθε γλυκύτητα, υπήρχε μόνο πόνος... για το παιδί της, για αυτόν, για την χαμένη τους αγάπη και την άφταστη ευτυχία τους.
«Μη στέκεσαι. Εταμπάρι.» Ακόμη και η φωνή της ήταν διαφορετική, σα να έβγαινε από τα βάθη του Αδη.
Έκανε ένα βήμα να γεφυρώσει την απόσταση μεταξύ τους, αλλά η Κυρήνη τραβήχτηκε.
«Μην με πλησιάζεις, αν δεν είσαι οπλισμένος. Το αίμα με καλεί. Δεν ξέρω πόσο μπορώ να συγκρατηθώ.»
Έριξε μια απελπισμένη ματιά στο πρόσωπο της. Την ικέτευε σιωπηλά..
«Ξεχνάς την υπόσχεση σου άντρα μου; Θα πισωπατήσεις και θα γίνεις επίορκος; Με καταδικάζεις να γενώ κατάρα στα κεφάλια των ανθρώπων μου;»
Ο Ημεροβάτης έσφιξε την λαβή του όπλου του. Όχι όσο κι αν ήθελε να ξεχάσει τον όρκο του δεν μπορούσε. Σαν τον υπέρλαμπρο ηλιακό δίσκο έκαιγε την μνήμη του. Το πλατύστομο σπαθί του τραγούδησε άσμα θανάτου σκίζοντας τον αιθέρα. Δεν είχε λόγια ικανά να συνοδέψουν την θανή της. Η πόρτα έκλεισε πίσω του βαριά και πένθιμα.
Μνήμα και στήλη δεν θα έχτιζε για μάνα και παιδί.
Φωτιά… μόνο φωτιά, που σαν άστρο έκανε την νύχτα μέρα...
______________
[1] Απόλυτη καταστροφή, όλεθρος, Αρμαγεδδών.
____________________________