από Βασίλη Σάιτ (epimytheas)
Αυτός ο Μάρτης του 1244 στην Νότια Γαλλία, δεν είχε φέρει μαζί του την άνοιξη. Τα βαριά σύννεφα του πολέμου είχαν σκεπάσει τον ουρανό της Προβηγκίας και η αίσθηση της επικείμενης τραγωδίας πλανούνταν στον αέρα, τυλίγοντας με το δυσοίωνο πέπλο της κάθε ανθρώπινη ψυχή που γνώριζε αυτό που θα συνέβαινε τις επόμενες ώρες.
Ο στρατός του Σιμόν ντε Μονφόρ -πάνω από 200.000, έλεγαν οι φήμες- είχε στρατοπεδεύσει στους πρόποδες του λόφου και περίμενε να έρθει η αυγή...
Ο Δομινικανός μοναχός έκλεισε το χοντρό δερματόδετο βιβλίο με μια απότομη κίνηση που έκανε άπειρα μόρια σκόνης να χορέψουν στο χλωμό κίτρινο φώς που εξέπεμπε το μεγάλο κίτρινο κερί που βρισκόταν μπροστά του. Με μια αργή κίνηση σηκώθηκε όρθιος. Ήταν πολύ αδύνατος, το ράσο του κρεμόταν από το λιπόσαρκο κορμί του. Τα μάγουλα του σκαμμένα , η έκφραση του μυστηριώδης. Μισάνοιξε τα χείλη του σε ένα αδύναμο χαμόγελο και αυτό έκανε να φανούν τα σαπισμένα δόντια του. Στο γυμνό κρανίο του υπήρχε μια μεγάλη ουλή που ξεκινούσε από την κορυφή του κεφαλιού και κατέληγε με μια ημικυκλική τροχιά στο αριστερό αυτί του το οποίο ήταν μισό. Τα μάτια του έλαμπαν με ένα θρησκευτικό φανατισμό τον οποίο συναντούσες σχεδόν σε όλους τους Δομινικανούς μοναχούς που περιδιάβαιναν την περιοχή της Προβηγκίας στα τέλη του 12ου αιώνα.
Λεγόταν Φρανσουά ντε Μπορίλ και καταγόταν από την Αζινκούρ. Είχε περιουσία κάποτε, αλλά από όταν έλαβε μέρος στις Σταυροφορίες, είχε αφήσει τα κτήματα του στα χέρια ανάξιων ανθρώπων και αυτά είχαν ρημάξει και λεηλατηθεί πρίν καν φτάσει στους Άγιους Τόπους. Δεν έμαθε τίποτα, παρά μόνο σαν γύρισε πίσω, πληγωμένος στο κρανίο από το σπαθί ενός Αιγύπτιου στρατιώτη στην πολιορκία της Τρίπολης. Μάζεψε κάποια ελάχιστα λεφτά που του απέμεναν και τράβηξε κατά την Ισπανία που είχε κάποιους συγγενείς στην πόλη Παλένθια.Αυτοί τον δέχτηκαν για λίγο χρονικό διάστημα, αλλά εκείνη την εποχή δεν μπορούσαν να τον βοηθήσουν, μιας και τα οικονομικά τους δεν ήταν ιδιαίτερα ανθηρά. Έτσι, κατέληξε στους δρόμους της Παλένθια, να ζητιανεύει για ένα ξεροκόμματο. Εκεί αντίκρυσε για πρώτη φορά τον Δομίνικο ντε Γκουσμάν. Τον ακολουθούσαν πλήθος πιστών, άντρες και γυναίκες, μουσκεμένοι μέχρι το κόκαλο. Ο Δομίνικος περπατούσε μπροστά, το βλέμμα του ήταν αστραφτερό, η όψη του ασκητική, όμως φαινόταν να κοιτάζει κάπου πέρα από αυτό τον κόσμο. Ψηλός, ευθυτενής, αλύγιστος ,έμοιαζε σαν οψιδιανός, εκείνο το σκληρό μαύρο ηφαιστειακό υλικό. Άγγιξε τον ώμο του Φρανσουά και την καρδιά του. Από εκείνη την ημέρα έγινε ακόλουθος του. Μαζί μπήκαν στην Ρώμη, να χαιρετήσουν τον καινούριο Πάπα, μαζί ταξίδεψαν σε ερημιές, σε μεγάλες πόλεις.Και τώρα συνέχιζε το έργο του πνευματικού του πατέρα. Είχε μια αποστολή σε αυτό εδώ το μέρος, την αιρετική Πορβηγκία, αλλά δεν ήξερε κατά πόσον ήταν ικανός να την αναλάβει. Έπρεπε όμως, για το καλό της Εκκλησίας να το κάνει...
Ο Σιμόν ντε Μονφόρ ήταν ένας αμόρφωτος άνθρωπος. Δεν ήξερε ανάγνωση ή γραφή. Όταν δέχονταν σημαντικά μηνύματα, είχε μόνο 2 επιλογές: ή να σκοτώσει τον αναγνώστη ή να τον χρυσώσει για να του βουλώσει το στόμα. Και φυσικά, δεν εγινε ποτέ γνωστός για την γενναιοδωρία του. Αγριόχοιρος των Αρδεννών, Αιμοσταγές Βόρειο Σέλας. Tα παρατσούκλια που τον ακολουθούσαν έδειχναν καθαρά την κτηνωδία του Άγγλου Κυβερνήτη της Γασκώνης. Είχε παντρευτεί την αδερφή του Ερρίκου του Γ', την ασχημούλα Ελεανόρ, για πολιτικούς λόγους και πολλοί έλεγαν πως είχε συσπειρώσει μια ομάδα ευγενών, βαρόνων και κομητών και σχεδίαζαν κάποιου είδους επανάσταση. Ο Λουδοβίκος ο ΣΤ' τον υποστήριζε κρυφά, γιατί ήθελε να απαλλαγεί από τον Ερρίκο, που αν και Βασιλιάς της Αγγλίας, είχε περισσότερα γαλλικά εδάφη στην κατοχή του από τον ίδιο τον Γάλλο βασιλιά. Οι Ναίτες Ιππότες είχαν ήδη ταχθεί με τον ντε Μονφόρ και ένα επίλεκτο σώμα τους βρίσκονταν υπό τις διαταγές του. Οι Τεύτονες απλά παρακολουθούσαν τις εξελίξεις και σίγουρα θα έπαιρναν το μέρος όποιου θα τους προσέφερε τα περισσότερα. Ο ίδιος ο ντε Μονφόρ είχε δεχτεί να πάρει μέρος στην πολιορκία κατά των Αλβιγήνων για να εξασφαλίσει την συμμαχία του Πάπα στα μεγαλεπήβολα σχέδια του. Και τώρα πολεμούσε αυτόν τον δόλιο, τον αιρετικό, τον κόμη Ραϊμόν ΣΤ' της Τουλούζης, έναν ιππότη που στο όνομα του έπινε νερό ολόκληρη η Μασσαλία και η Προβηγκία μαζί. Οταν μπήκε ο Ραϊμόν στην Μασσαλία, καβάλα στο άλογο του, ο κόσμος τον υποδέχτηκε με επιφωνήματα ενθουσιασμού και του ορκίστηκε υποταγή. Αυτό εκνεύρισε αφάνταστα τον Λουδοβίκο, που έβλεπε το κίνημα των Αλβιγήνων να έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις μέσα στην επικράτεια του και να απειλεί την εξουσία του, όπως και οι διδαχές των Καθαρών απειλούσαν την κυριαρχία της Εκκλησίας.
Ο Πάπας, αυτός ο άγιος άνθρωπος, έλεγαν πως προβάριζε μυστικά την Σινδόνη που φυλασσόταν στην Λατεράνα. Όμως, ο χιτώνας του έπεφτε μεγάλος, ο Χριστός ήταν ψηλότερος από τον ίδιο. Ήθελέ να παρουσιαστεί στους πιστούς σαν ο νέος Πέτρος. Ή ακόμα καλύτερα σαν νέος Μεσσίας. Έλεγε μάλιστα πως αυτός αντλούσε την εξουσία του κατευθείαν από τον Κύριο κι όχι διαμέσου του Άγιου Πέτρου. Δεν ήταν καθόλου ταπεινός άνθρωπος, ούτε ταπεινή ήταν η καταγωγή του. Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας ήταν, Κόμης και ο ίδιος. "Ιταλός μπάσταρδος" όπως αρεσκόταν να λέει η Αγιοσύνη του. Του άρεσαν όλες οι απολαύσεις της ζωής και ποτέ δεν του έλειψαν όσο καιρό ήταν δούλος του Θεού. Φιλόδοξος και σκληρός, δεν άφηνε κανένα καρδινάλιο "λακέ", όπως συνήθιζε να λέει, να τον επηρεάσει. Και τελευταία, είχε αρχίσει να ανησυχεί με τις εξελίξεις στην Προβηγκία. Οι αιρετικοί εκεί είχαν προσελκύσει,με τις διδαχές και την φιλοσοφία τους, ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι των πιστών της Καθολικής Εκκλησίας και ένιωθε τον χρυσοποίκιλτο θρόνο του να κλυδωνίζεται. Επιπλέον υπήρχαν ανησυχητικές φήμες για το περιεχόμενο του θησαυρού των Καθαρών, που τόσο γενναία υπερασπίζονταν οι Αλβιγήνοι. Αν αυτά που ακούγονταν ήταν αλήθεια, τότε κινδύνευε όλη η Χριστιανική πίστη κι όχι μόνο η Καθολική Εκκλησία. Έπρεπε να συνασπίσει όλους τους θρόνους της Ευρώπης εναντίον τους, ναι, ακόμα κι αυτόν, τον Όθωνα, τον αγροίκο Βαυαρό Βασιλιά. Σκεφτικός, τράβηξε το κορδόνι που βρίσκονταν δίπλα από τον θρόνο του.
Μια καταδίκη θα υπογραφόταν, και μάλιστα με αίμα...
Ο λόφος του Μοντσεγκούρ δέσποζε στην περιοχή, λόγω του κάστρου που ορθωνόταν στην κορυφή του. Το είχε χτίσει ο Ραυμόνδος ντε Περίλ το 1210, ένας ντόπιος αριστοκράτης, κατόπιν αιτήσεως του επίσκοπου Γκιλαμπέρ ντε Καστρίς. Αργότερα, κατά το 1232 οι Καθαροί ζήτησαν να ζήσουν infracastrum (δλδ. μέσα στο κάστρο) και ο Ραυμόνδος δεν τους το αρνήθηκε. Μετά την εγκατάσταση τους εκεί, άρχισαν και οι οχυρωματικές διαδικασίες. Τείχη ανυψώθηκαν, πολεμίστρες χτίστηκαν, τάφροι άνοιξαν και πυργίσκοι ατένιζαν την γύρω περιοχή με επιφυλακτικότητα. Το Μοντσεγκούρ πήρε ζωή, και τα ερείπια του παλιότερου Ρωμαϊκού φρουρίου, που πάνω του χτίστηκε το κάστρο, καθαγιάστηκαν και καλύφθηκαν από νέες κατασκευές. Οι Τέλειοι έχτισαν μέσα τις δικές τους εκκλησίες, ιερά, καταλύματα και επιδόθηκαν στο θεάρεστο έργο τους, την κατήχηση των πιστών Καθαρών. Η ηγεσία του κάστρου ανατέθηκε στον γαμπρό και εξάδερφο του ντε Περίλ, τον κόμη Πιέρ-Ροζέρ ντε Μιρεπουά, έναν σκληρό άντρα με ελαστική ηθική.
Την άνοιξη του 1242, ένα γράμμα κατέφτασε μυστικά στο Μοντσεγκούρ. Προερχόταν από τον Ιππότη Ραυμόνδο ντε Αλφάρο, και έκανε γνωστό στον Πιερ-Ροζέρ πως 2 ιεροεξεταστές - λεγάτοι του Ιννοκέντιου, ο Ετιέν ντε Σεν Τιμπερύ και ο Γκιγιώμ Αρνώ, κατέλυσαν στο κάστρο της Αβινιονέτ, μιας επαρχίας ανάμεσα στην Προβηγκία και την Καρκασόν, μαζί με την μικρή συνοδεία τους και πλήθος εγγράφων. Μετά από λίγες ώρες, οι πύλες του Μοντσεγκούρ άνοιξαν και ο Πιερ-Ροζέρ, ακολουθούμενος από τους σιδερόφρακτους ιππότες του, ξεκινούσε για το ταξίδι που θα σφράγιζε την μοίρα των Καθαρών.
Εκείνη την ζεστή νύχτα της 28ης Μαΐου του 1242, μια μικρή ομάδα αντρών, βαριά οπλισμένων, γλύστρησε αθόρυβα, μέσα από το σκοτεινό δάσος της Αντιόχειας, στο φρούριο της Αβινιονέτ. Λίγο πρίν το φεγγάρι ολοκληρώσει την διαδρομή του στον έναστρο ανοιξιάτικο ουρανό, ουρλιαχτά τρόμου και επιθανάτιας αγωνίας τάραξαν την ησυχία του κάστρου. Όταν οι φωνές καταλάγιασαν, ένας άντρας βγήκε, σέρνοντας μαζί του έναν τεράστιο πέλεκυ, που έσταζε αίμα. Μια φιγούρα μετακινήθηκε μέσα από τα δέντρα και πλησίασε τον ματοβαμμένο άντρα. Η στιχομυθία που ακολουθεί είναι καταγεγραμμένη στα αρχεία των Ιεροεξεταστών της εποχής [Πηγή: Inquisition Records, Doat 22, 286b. Επίσης: Stephen O'Shea, The Perfect Heresy: The Revolutionary Life and Death of the Medieval Cathars, Vancouver: 2000.] και προέρχεται από ανώνυμο μάρτυρα της συζήτησης που την κατέθεσε στο Ιεροεξεταστικό Σώμα.
- "Όλα εντάξει" είπε ο άντρας με τον πέλεκυ.
- "Που είναι το κύπελλο μου;" ρώτησε η μαυροφορεμένη μορφή (που εικάζεται πως είναι ο Πιερ-Ροζέρ).
- "Δυστυχώς...έσπασε".
Ένα βροντερό γέλιο ξεπήδησε από τα στήθη του μαυροφορεμένου άντρα. "Και γιατί δεν το έφερες; Θα το έδενα με χρυσό και θα έπινα από αυτό όλες τις μέρες της ζωής μου".
Το "κύπελλο" ήταν το κρανίο του Γκιγιώμ Αρνώ...
Στην Ρώμη, ο Πάπας χαμογελούσε ευχαριστημένος με τα νέα που του έφεραν από την Αβινιονέτ.Το σχέδιο του είχε επιτυχία και η αφορμή που γύρευε τόσον καιρό, επιτέλους του δόθηκε. Φώναξε τον άνθρωπο που τον περίμενε υπομονετικά απέξω να έρθει επειγόντως στην κάμαρη του. Αυτός μπήκε μέσα υποκλινόμενος βαθιά και ρώτησε τον άνδρα που μαγάριζε τα άμφια που φορούσε τι τον χρειάζεται. Ο Ιννοκέντιος του έδωσε έναν κίτρινο πάπυρο, με κόκκινο βουλοκέρι, σφραγισμένο από το δαχτυλίδι του και του ζήτησε να τον πάει επειγόντως στον Δομινικανό μοναχό, τον ντε Μπορίλ, που βρίσκονταν ήδη στην Προβηγκία, με μεγάλη προσοχή και μυστικότητα και να τεθεί στις διαταγές του. Έτριβε τα χέρια του με χαρά, καθώς η πόρτα έκλεινε, και καλού κακού, ύψωσε το βλέμμα πρός τον ουρανό, κάνοντας μια προσευχή από μέσα του - σε όποιον τέλος πάντων μπορεί να τον άκουγε.
Ένας άντρας στεκόταν έξω από το δωμάτιο του Δομινικανού. Το παράθυρο είχε φως. Από μέσα ακούγονταν αναστεναγμοί, βαθιοί, υπόκωφοι, σου δημιουργούσαν μια αίσθηση ανατριχίλας. Ο άντρας χτύπησε δυνατά την πόρτα, δυο, τρεις φορές. Οι περίεργοι ήχοι σταμάτησαν. Ακούστηκε ένα ελαφρό σούρσιμο και μια φωνή στριγκή, πνιγμένη θαρρείς που φώναξε: "Ποιός;" "Εμανουέλ Περέζ", ακούστηκε χαμηλόφωνα η φωνή του άντρα, "άνοιξε άνθρωπέ μου, στο όνομα του Χριστού, περνάει κόσμος από εδώ". Το σούρσιμο ξανακούστηκε, πιο κοντά τώρα, και μετά ο ήχος του σύρτη καθώς κυλούσε απαλά στο καλολαδωμένο μάνταλο.
Το περίγραμμα του γυμνού κρανίου του μοναχού φάνηκε στη μισάνοιχτη πόρτα. Κοίταξε δεξιά αριστερά, προσπαθώντας να βεβαιωθεί πως δεν υπήρχε κάποιος άλλος γύρω και μετά άνοιξε την πόρτα διάπλατα λέγοντας ψιθυριστά στον επισκέπτη του, "Πέρνα". Ο άντρας πέρασε το κατώφλι και μπήκε στο δωμάτιο. Ένα ξαφνικό κύμα παγωμένου αέρα φύσηξε στο πρόσωπο του Δομινικανού, κάνοντας τον να κλείσει απότομα την πόρτα. Το μικρό δωμάτιο έλαμπε. Καμιά δεκαριά κεριά έκαιγαν σε διάφορα σημεία του δωματίου, μπηγμένα κατευθείαν στο σκληρό χώμα. Ο Δομινικανός απομακρύνθηκε από την πόρτα και πλησίασε τον επισκέπτη του. Στο πνιγηρό φως των κεριών, ο άντρας διέκρινε τον Δομινικανό που φορούσε ένα σκληρότριχο λευκό ρούχο ριγμένο βιαστικά επάνω του. Το πρόσωπο του Δομινικανού ήταν ιδρωμένο και βασανισμένο, οι διεσταλμένες κόρες των ματιών του ήταν κατάμαυρες, τα χείλη του έτρεμαν. Θύμιζε άνθρωπο που μόλις είχε επιδοθεί σε κάποιο κρυφό πάθος. Πάνω στο προβατοτόμαρο που ήταν στρωμένο στο πάτωμα βρισκόταν ένα μαστίγιο με τρεις ουρές. Ο Δομινικανός αυτομαστιγωνόταν. Ο άντρας κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι του και άφησε έναν πάπυρο επάνω στο βαρύ ξύλινο τραπέζι. Με τρεμάμενα ακόμη χέρια, ο Φρανσουά πήρε τον φάκελο και τον άνοιξε, σπάζοντας την σφραγίδα. Αφού διάβασε για λίγα λεπτά, κάτω από το φώς του κεριού που βρίσκονταν στο τραπέζι, άφησε ένα στεναγμό και άπλωσε το κιτρινισμένο χαρτί πάνω από την μικρή φλογίτσα, αφήνοντας το να καεί, μαζί με τα δάχτυλα του. Καμία έκφραση πόνου δεν καθρεφτίστηκε στο πρόσωπο του και άθελα του ο Εμανουέλ, θαύμασε την αυτοπειθαρχία του Δομινικανού.
"Ο Άγιος Πατέρας σε έστειλε σε μένα για να με βοηθήσεις Ισπανέ. Και αυτό ακριβώς θα κάνεις. Άκου λοιπόν..."
Οι Τέλειοι ήταν συγκεντρωμένοι στο μικρό εκκλησάκι της Αγίας Μαγδαληνής, μέσα στο Μοντσεγκούρ. Κανείς δεν μίλαγε, μόνο ατένιζαν άκαμπτοι και σκυθρωποί το μικρό χρυσοποίκιλτο σεντούκι που βρίσκονταν επάνω στην Άγια Τράπεζα. Τότε, ένας γέροντας με μακριά μαλλιά ξεχώρισε από το πλήθος των παρευρισκομένων και πλησίασε με σερνάμενα βήματα πρός το σεντούκι. Το πρόσωπο του πήρε μια έφραση πόνου και θλίψης. Στα μάτια του καθρεφτίζονταν οι φλόγες των αναμμένων δαδών που έκαιγαν γύρω από το Ιερό. Γύρισε πρός τους υπόλοιπους, ύψωσε τα χέρια και το βλέμμα του ψηλά, σε μια κίνηση καρτερικότητας και με τρεμάμενη φωνή άρχισε να ψέλνει:
"Ευλόγησον ημάς, ελέησον ημάς. Αμήν. Τιμώρησε το αμαρτωλό και φθαρτό σαρκίο μας, αλλά συγχώρησε την ψυχή μας, ότι εσύ εστίν ο Δίκαιος και ο Αιώνιος. Αμήν. Μην αποστρέφεις το βλέμμα σου από τους δούλους σου Κύριε απόψε. Αμήν. Βοήθησε μας να διαφυλάξουμε το Μυστικό σου εις τους Αιώνας των Αιώνων. Αμήν. Πατέρα Υιέ και Άγιο Πνεύμα συγχώρεσε τις αμαρτίες ημών. Τρείς φορές προσκυνούμε."
Και όλοι οι Τέλειοι γονάτισαν και ακούμπησαν τα μέτωπα τους στο παγωμένο χώμα με ευλάβεια. Αυτό το έκαναν 3 φορές.
Κατόπιν, ο γέροντας είπε:
"Ανοίξτε τώρα την πόρτα."
Η πόρτα του ναϊσκου άνοιξε και 3 άτομα εισήλθαν μέσα διστακτικά. Ήταν 2 άντρες, ιππότες, κατά πως φαίνονταν από την αμφίεση τους και μια γυναίκα, νέα, όχι παραπάνω από είκοσι χρονών, αρκετά χαριτωμένη και δροσερή. Στάθηκαν εκεί, στην είσοδο της πόρτας, μην τολμώντας να προχωρήσουν πιό πέρα. Ο γέροντας τους έκανε νόημα να μπούν μέσα. Κάνοντας μιαν ελαφρά υπόκλιση πρός το μέρος των παρευρισκομένων, προχώρησαν με σταθερά βήματα πρός την Αγία Τράπεζα που στέκονταν ο γέροντας. Το πλήθος άνοιξε επιτρέποντας τους να περάσουν, ενώ παράλληλα προσπαθούσαν να τους εμψυχώσουν με λόγια θάρρους και προσευχές. Αμήχανοι σταμάτησαν μπροστά στο Ιερό και κατόπιν, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον γονάτισαν μπροστά στον σεβάσμιο Τέλειο που τους κοίταζε με συγκατάβαση.
"Όχι παιδιά μου. Δεν είμαι εγώ αυτός που πρέπει να προσκυνάτε." είπε και γύρισε με νόημα το βλέμμα του στο χρυσό σεντούκι που άστραφτε κάτω από το άπλετο φώς των δεκάδων δαδών.
Οι νεοφερμένοι κοίταξαν με δέος το αντικείμενο που αναπαύονταν επάνω στο κόκκινο βελούδινο ύφασμα της Άγιας Τράπεζας. Ήξεραν και οι 3 τι υπήρχε μέσα στο σεντούκι και ένιωθαν το βάρος της γνώσης αυτής να τους πλακώνει βαθιά μέσα στην ψυχή τους.
"Ιδού ο θεμέλιος λίθος της πίστης μας. Το Μυστικό των Μυστικών. Ο ίδιος ο Κύριος μας το έχει εμπιστευτεί μέσω των πιστών του που έδωσαν την ίδια τους την ζωή για να το φέρουν εδώ, όπου θα ήταν ασφαλές. Όχι πιά όμως. Τώρα το βάρος πέφτει στους δικούς σας ώμους. Εσείς πρέπει να το μεταφέρετε με ασφάλεια στους αδερφούς μας Βογόμιλους επάνω στην Βουλγαρία. Είναι μια δύσκολη αποστολή, το γνωρίζετε. Θα χρειαστεί να περάσετε χίλιους κινδύνους, όμως με την βοήθεια του Θεού θα φτάσετε στον προορισμό σας. Οι ελπίδες όλων μας βρίσκονται μέσα στο σεντούκι αυτό. Οι ελπίδες της Ανθρωπότητας. Μάθετε το και οπλιστείτε με θάρρος και πίστη για να εκτελέσετε την Ιερή αποστολή σας. Δεν διαλεχτήκατε τυχαία, φρόντισε ο Κύριος να σας υποδείξει σε εμάς." Σταμάτησε και τους κοίταξε έναν έναν προσπαθώντας να διακρίνει κάποιο ψεγάδι ίσως επάνω τους. Ικανοποιημένος τελικά, μίλησε με βλέμμα που έλαμπε. "Και τώρα σηκωθείτε."
Λέγοντας αυτά, ο γέροντας γύρισε την πλάτη στους συγκεντρωμένους και άρχισε να ψέλνει με στεντόρεια φωνή μια λειτουργία. Μετά από λίγο, ενώθηκαν και οι φωνές των υπόλοιπων Τέλειων με την δική του φωνή και σιγά σιγά ολόκληρο το εκκλησάκι άρχισε να πάλλεται από το πάθος, και μετά ολόκληρος ο πύργος και τα βράχια του λόφου έμοιαζαν να αντανακλούν τις προσευχές των πιστών...
Κάτω, στους πρόποδες του λόφου, το φωταγωγημένο στρατόπεδο των στρατευμάτων του ντε Μονφούρ έσφυζε από ζωή και κίνηση. Στρατιώτες πηγαινοέρχονταν πέρα δώθε, φωτιές αναμμένες παντού συγκέντρωναν μεγάλες παρέες που γλεντούσαν μπεκροπίνοντας ή τσακώνονταν για ανόητες αφορμές, γυναίκες και μικρά παιδιά περιφέρονταν ανάμεσα τους και τροβαδούροι προσπαθούσαν να ακουστούν κάτω από αυτόν τον τρομερό αχό, που δημιουργούσαν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων. Ένα πολύβουο μελίσσι από ανθρώπους που ήταν χαρούμενοι απόψε και το έδειχναν με κάθε τρόπο που αυτοί θεωρούσαν σωστό. Ο λόγος της ευθυμίας τους ήταν ότι επιτέλους ο πόλεμος τελείωσε και σε λίγες μέρες θα μπορούσαν να γυρίσουν πλέον στα σπίτια τους, ίσως πλούσιοι, ίσως φορτωμένοι με αξιώματα και διακρίσεις, αλλά σίγουρα ζωντανοί. Το Πάσχα πλησίαζε και θα μπορούσαν να το γιορτάσουν μαζί με τους δικούς τους, μακριά από τον πληγωμένο τούτο τόπο που έμοιαζε να συμπάσχει και να υποφέρει μαζί με τους Καθαρούς.
Στη σκηνή του ντε Μονφόρ βρίσκονταν ο Δομινικανός μοναχός και συζητούσε έντονα με τον Άγγλο Κόμη. Το πρόσωπο του φανέρωνε την έξαψη που τον διακατείχε και οι κινήσεις του ήταν ζωηρές και εκφραστικές. Ο ντε Μονφόρ όμως δεν συμμερίζονταν την δική του χαρά και στέκονταν συνοφρυωμένος, κοιτάζοντας έξω από την σκηνή, με έναν τρόπο που έδειχνε πως δεν άκουγε το παραμικρό από όσα του έλεγε ο μοναχός.
"Σου λέω άρχοντα μου, πως ο σκοπός μας τελειώνει απόψε κιόλας. Αυτό που θα συμβεί αύριο το πρωί είναι πολύ ασήμαντο μπροστά σε αυτό που θα καταφέρουμε απόψε. Πρέπει να μου δώσεις μια μικρή φρουρά να με συνοδεύσει. Ο εχθρός που θα αντιμετωπίσω μπορεί να γίνει πολύ φονικός για να προστατέψει την αποστολή του. Ο Άγιος Πατέρας θα σου είναι ευγνώμων για πάντα αν με βοηθήσεις να εκτελέσω τις διαταγές του."
Ο ντε Μονφόρ σκέφτονταν πολλά εκείνη την ώρα και λίγη σημασία έδινε σε αυτά που του αράδιαζε ο πανούργος Δομινικανός. Το μυαλό του ήταν στον Ανρύ ντε Τρουγιόν, τον επίσκοπο των καθαρών, τον πιό τέλειο από τους Τέλειους. Η αυριανή ημέρα θα σήμαινε την καταδίκη αυτού του σπάνιου ανθρώπου, μιας σεβάσμιας φιγούρας που αντανακλούσε αγιοσύνη και πραότητα. Είχαν γνωριστεί πρίν 6 μήνες περίπου, στις πρώτες διαπραγματεύσεις και τότε κατάλαβε για πρώτη φορά πόσο δίκιο είχαν οι φήμες που τον συνόδευαν. Ο ντε Τρουγιόν ήταν ένας ηλικιωμένος άνθρωπος, κάπου μετά τα 60 και είχε μόνιμα στο πρόσωπο του μια έκφραση απόλυτης ειρήνης και ευδαιμονίας, σαν όλα τα προβλήματα του κόσμου να ήταν λυμένα για αυτόν. Τα μακριά του μαλλιά και η λευκή γενειάδα του έδιναν την μορφή άγιου, αν και ο ντε Μονφόρ δεν μπορούσε να θυμηθεί ποιού ακριβώς. Τα λόγια του ακούγονταν ήρεμα, με αυτοπεποίθηση και η λευκοφορεμένη του κορμοστασιά ήταν στητή ενώ οι κινήσεις του γεμάτες χάρη, πρόδιδαν ευγενή. Είχε πιστέψει αυτόν τον άνθρωπο ο Μονφόρ, τον είχαν μαγέψει τα λόγια του και αν δεν ήταν εχθροί σίγουρα θα τον προσκαλούσε στα καταλύματα του για να περάσει την νύχτα με όλες τις ανέσεις. Είδε κάτι σε αυτό τον άνθρωπο που τον έκανε να καταλάβει γιατί ήθελε τόσο πολύ ο Πάπας να τον εξολοθρεύσει. Είχε πίστη. Ναι, αυτό ήταν. Είχε πραγματική πίστη. Κάτι που ο Ιννοκέντιος και οι παρατρεχάμενοι του είχαν απωλέσει εδώ και πολύ καιρό, αν το είχαν τελικά ποτέ.
Κούνησε το κεφάλι του να διώξει αυτές τις σκέψεις από το μυαλό του και γύρισε στον Φρανσουά. Με κουρασμένη φωνή του είπε: "Αυτό που ζητάς είναι αδύνατο Δομινικανέ. Έδωσα τον λόγο μου στον επίσκοπο τους πως την τελευταία τους νύχτα δεν θα την διαταράξω με κανένα τρόπο. Αύριο παραδίνονται στο έλεος μας και κάτι μου λέει πως αυτό είναι το τελευταίο που θα λάβουν από εμάς.Για αυτό και δεν έχω σκοπό να αθετήσω τον λόγο μου για κανένα και για τίποτα. Οπότε άδικα χάνεις τα λόγια σου μαζί μου. Μπορείς να πηγαίνεις σε παρακαλώ; Είμαι κουρασμένος και θέλω να κοιμηθώ, να κλείσω τα μάτια μου και να κοιμηθώ σαν νεκρός, δίχως να σκέφτομαι τι θα γίνει αύριο."
Ο Δομινικανός τον κοίταξε για λίγο μέσα στα μάτια και ο Μονφόρ ανατρίχιασε άθελα του προσέχοντας το φανατικό γυάλινο βλέμμα του μοναχού. Ο Φρανοσυά άνοιξε το στόμα του και με φωνή που έσταζε δηλητήριο έφτυσε μια απειλή.
"Θα το θυμηθώ αυτό το επεισόδιο Άγγλε, όταν έρθει η ώρα να διεκδικήσεις τα δικαιώματα σου στον θρόνο και ίσως τότε να βρεθείς στην άκρη μιας αγχόνης, έξω από τον Πύργο του Λονδίνου, αντί για τα πουπουλένια στρώματα του παλατιού." Και γυρνώντας περιφρονητικά την πλάτη του βγήκε έξω από την σκηνή αφήνοντας τον Μονφόρ να ατενίζει τον νυχτερινό ουρανό μελαγχολικά.
Κόντευε πιά να ξημερώσει, όταν η κρυφή βόρεια πύλη του Μοντσεγκούρ άνοιξε σιγά, χωρίς θόρυβο και τρείς σκιές γλύστρησαν έξω. Η μία από αυτές φαίνονταν καθαρά πως ανήκε σε γυναίκα, γιατί περπατούσε σκυφτά μεν, όπως και οι υπόλοιποι, αλλά είχε χάρη στις κινήσεις της. Κάποια άλογα χλιμίντρισαν κάπου κοντά και τότε και οι 4 έτρεξαν πρός το μέρος που ακούστηκαν τα χλιμιντρίσματα. Ο ένας κουβαλούσε κάτι βαρύ σε ένα δερμάτινο σακί και αυτό σέρνονταν κάτω στο χώμα όπως έτρεχε άτσαλα προσπαθώντας να φτάσει τους υπόλοιπους. Σε λίγο έφτασαν στο μέρος που υπήρχαν τα άλογα. Ήταν τρία όμορφα ζώα, δυνατά και περήφανα, άλογα μεγάλων αποστάσεων. Πλησίασαν πρός αυτά και τότε ξαφνικά ακούστηκε ένας θόρυβος από πέτρα που χτυπάει σε κάτι μεταλλικό. Τα άλογα ταράχτηκαν και όλοι τους τέθηκαν σε επιφυλακή. Σπαθιά ακούστηκαν να σέρνονται από τις μεταλλικές θήκες τους και πήραν στάση αναμονής με τα όπλα στο χέρι. Κάποιος ρώτησε σιγανά ποιός είναι εκεί. Μια σκιά καβάλα σε ένα άλογο φάνηκε να καλύπτει το φεγγάρι που βρίσκονταν πιά στην δύση του.
"Μην ανησυχείτε, είμαι φίλος κι όχι εχθρός. Με έστειλε ο ντε Μονφόρ για να σας βοηθήσω στην διαφυγή σας, όπως υποσχέθηκε. Εγώ θα σας οδηγήσω πίσω από τα στρατεύματα και τους φρουρούς, από ασφαλή περάσματα και δεν θα κινδυνέψετε καθόλου μέχρι να βγούμε από την Προβηγκία. Από κεί και πέρα, αν θέλετε με αφήνετε να έρθω μαζί σας στο υπόλοιπο ταξίδι, άν όχι, θα γυρίσω πίσω στο στρατόπεδο και ο Θεός μαζί σας."
Τα είπε αυτά βιαστικά και τους έκανε νόημα να ανέβουν επάνω στα άλογα τους όσο γίνεται πιό γρήγορα. Αν και επιφυλακτικά, έβαλαν τα σπαθιά τους στην θέση τους οι υπόλοιποι και ανέβηκαν σβέλτα επάνω στα άλογα. Ο απεσταλμένος του ντε Μονφόρ χαμογέλασε και σπηρούνισε το άλογο του για να κατέβει τον απότομο λόφο. Οι άλλοι κοιτάχτηκαν για λίγο μεταξύ τους, και μετά σπηρούνισαν κι αυτοί τα δικά τους και τον ακολούθησαν, ενώ η μέρα είχε αρχίσει ήδη να χαράζει...
Το επόμενο πρωί η πυρά είχε ήδη στηθεί και ανάψει. Οι φλόγες ξεπετάγονταν μέσα από αυτήν σφυρίζοντας, ανεμίζοντας τα πύρινα πλοκάμια τους έτοιμες να αρπάξουν ότι υπήρχε γύρω και να το καταβροχθίσουν στην καυτή αγκαλιά τους. Ο λάκκος έμοιαζε να καταδύεται βαθιά μέσα στην κόλαση, ενώ οι Καθαροί είχαν συγκεντρωθεί όλοι σε μια σειρά γύρω από αυτόν. Κοίταζαν εκστασιασμένοι την τεράστια φωτιά, ενώ οι σπίθες έπεφταν πανω τους, στα ρούχα τους, στο δέρμα τους, στα μαλλιά τους, με ένα τσιριχτό ήχο. Παρόλα αυτά, δεν ένιωθαν πόνο, δεν ένιωθαν τίποτα. Το βλέμμα τους είχε την ηρεμία του μελλοθάνατου, μιάς και τέτοιοι ήταν. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, ηλικωμένοι, όλοι τους με ένα λευκό ρούχο, σύμβολο της πίστης τους και ξυπόλυτοι, καρτερούσαν υπομονετικά τον θάνατο που φαίνεται πως τους ζύγωνε με τρομερές προθέσεις. Λίγα μέτρα πιό πέρα, ο Δομινικανός ανέκρινε μερικούς από αυτούς και που και που τους χτύπαγε με μίσος.
"Αιρετικοί! Όλοι θα πεθάνετε! Και κανείς δεν γλυτώνει τις ψυχές σας. Αυτές οι φλόγες θα σας καίνε αιώνια, θα λιώνουν το κορμί και την ψυχή σας και εσείς θα ουρλιάζετε γεμάτοι απόγνωση και πόνο μέσα από τα βάθη της Κόλασης, Κύριος δεν θα σας ρίξει ούτε ένα βλέμμα συμπόνοιας. Και θα είστε αιώνια καταραμένοι, η Ιστορία θα σας διαγράψει και η άιρεση σας θα σβήσει και θα σκορπιστεί σαν τις στάχτες σας στον άνεμο. Όλοι στην πυρά! Ούτε ένας αιρετικός ζωντανός. Αυτός ο τόπος θα εξαγνιστεί μια και καλή."
Αυτά είπε και έσπρωξε έναν άντρα πρός την πυρά που μαστίγωνε τον αέρα πεινασμένη. Ο αιρετικός στάθηκε γαλήνιος μπροστά από τον φλογισμένο λάκκο και είπε μόνο μια φράση:
"Μελβίλ από το Τρουά" και πήδηξε μέσα στον λάκκο.
Λίγα χιλιόμετρα παραπέρα 4 καβαλάρηδες σταμάτησαν τον καλπασμό τους και οσμίστηκαν τον αέρα. Η μυρωδιά καμένης σάρκας έφτανε στις μύτες τους και τους έκανε να μορφάσουν αηδιασμένοι. Ένα νέφος μαύρου καπνού υψωνόταν στον ουρανό και όλοι υποπτεύονταν από τι είχε δημιουργηθεί. Μια σκέψη τους πλάκωσε την καρδιά και στάθηκαν εκεί, αμίλητοι για λίγο, προσευχόμενοι από μέσα τους για τις ψυχές αυτών που είχαν αφήσει πίσω τους. Μια βαριά σιωπή έπεσε ανάμεσα τους κι ακόμη και τα άλογα σταμάτησαν να ρουθουνίζουν και έσκυψαν το κεφάλι, πρός το νοτισμένο ανοιξιάτικο έδαφος της Προβηγκίας. Για λίγο δεν μίλησε κανείς. Μετά, ο άνθρωπος του Μονφόρ έσπασε την σιωπή.
"Ξέχασα να σας συστηθώ σύντροφοι. Με λένε Εμανουέλ Περέζ" είπε και χαμογέλασε πλατιά.
Σπηρούνισε το άλογο του και πάλι παίρνοντας τον δρόμο μέσα από την ανοιχτή πεδιάδα. Οι υπόλοιποι γύρισαν να κοιτάξουν πρός την κατεύθυνση από όπου ήρθαν. Πίσω τους, το κάστρο έμοιαζε να λαμποκοπάει από την αντανάκλαση της μεγάλης φωτιάς που είχε ανάψει στους πρόποδες του. Ο ήλιος σηκωνόταν αργά πίσω από τις κορυφές του και αυτή φαίνονταν πως θα ήταν μια υπέροχη ανοιξιάτικη ημέρα...
Μια παιδική φωνή γέμισε τον αέρα:
"Εμίλ από την Καρκασόν..."
_________________________________