Διαβάζω Μια αληθινη ιστορια τρομου από τα Fantasy Archives της Fantasy Gate! Bookmark and Share


από Puck

Πάνε πολλά χρόνια από τότε. Βρισκόμουν, θυμάμαι, μαζί με άλλες 30 βασανισμένες ψυχές, σ’ ένα απαίσιο δωμάτιο. Ένα άρρωστο νοσοκομειακό λευκό και κάτι-που-πριν-από-χρόνια-ήταν-μάλλον-μπεζ ήταν τα χρώματα στους τοίχους του. Σ’ έναν απ’ αυτούς, βρισκόταν ένα μεγάλο παραλληλόγραμμο κομμάτι ξύλου βαμμένο σκούρο, το οποίο έδινε έναν ακόμη αποκρουστικό τόνο στο όλο σκηνικό, καθώς θύμιζε κηλίδα μελανώματος σε δέρμα βορειο-Ευρωπαίου.
Καθόμασταν στοιχισμένοι ανά δύο σε άβολες ξύλινες καρέκλες, έχοντας μπροστά μας έναν μικρό ξύλινο πάγκο. Όλα στηρίζονταν σε μεταλλικά πόδια. Είχαμε διαπράξει το μέγιστο έγκλημα του να γεννηθούμε και γι’ αυτό είχαμε καταδικαστεί σε 12ετή φυλάκιση. Όσοι ήταν «αλάνια» στη διαγωγή, θα έτρωγαν άλλα 4-6 χρόνια. Βέβαια δεν ήταν ακριβώς φυλάκιση· «Περιοριστικοί Όροι» θα ταίριαζε καλύτερα. Μοιάζαμε με χούλιγκαν που έπρεπε να παρουσιάζονται στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής κάθε φορά που η ομάδα τους έπαιζε εντός έδρας. Η διαφορά βρισκόταν στο ότι η δική μας «ομάδα» ήταν ο καλός καιρός, ο χαβαλές, οι συζητήσεις και η ονειροπόληση με τους φίλους καθώς και η σύσφιξη σχέσεων με το αντίθετο φύλο.

Στα κόμικς, οι φυλακισμένοι συνήθως σπάνε πέτρες. Το δικό μας «έργο» ήταν να παρακολουθούμε καθημερινά, είτε με άμεση επαφή είτε μέσω βιβλίων, τους «συντονιστές». Αυτοί, ήταν τύποι που είχαν αναλάβει το δύσκολο έργο του συντονισμού του μυαλού μας με τις ισχύουσες κοινωνικές κι επιστημονικές απόψεις και να μας προετοιμάσουν έτσι ώστε να δεχτούμε ομαλά μέσα μας τη μέγιστη ελευθερία: «Είμαι ελεύθερος να κάνω ό,τι θέλουν».

Μέσω των παραθύρων –ευτυχώς υπήρχαν– παρατηρούσα τον καιρό. Ήταν ένα κλασικό ανοιξιάτικο προς καλοκαιρινό πρωινό. Γαλάζιος, πεντακάθαρος ουρανός μ’ έναν χρυσό και ζεστό ήλιο να τον στολίζει. Αυτό, δυσκόλευε ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Το τελευταίο πράγμα που ήθελα εκείνη τη στιγμή ήταν ν’ ακούσω κάτι για την ύλη και τους νόμους που τη διέπουν, όπως ήταν προγραμματισμένο.

Ο συγκεκριμένος συντονιστής μου προκαλούσε, άθελά του, τον γέλωτα. Είχε ένα μακρύ, ευρυμέτωπο πρόσωπο μ’ έντονα χαρακτηριστικά –σχεδόν αποστεωμένος– ενώ άφθονα μούσια και λίγα μαλλιά στο πίσω μέρος του κεφαλιού, ολοκλήρωναν αυτό το έργο τέχνης. Όταν μπήκε στο δωμάτιο, «είδα» να μπαίνει μαζί του μια κακόβουλη έρπουσα σκιά. Το βλέμμα του είχε κάτι το μη-ανθρώπινο ενώ η φωνή του όταν μας είπε «καλημέρα» μου φάνηκε περισσότερο τερατώδης παρά φυσιολογική. Δεν έδωσα σημασία, καθώς θεώρησα ότι όλα οφείλονταν στην έντονη μπυροποσία της προηγούμενης νύχτας. Παρ’ όλ’ αυτά, κάτι μέσα μου μού ψιθύριζε πως όλα θα πήγαιναν στραβά.
Πράγματι, ο συντονιστής έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του τον «δήμιο». Ήταν ένα μικρό σημειωματάριο που το είχαμε ονομάσει έτσι διότι ήταν μαύρο σαν την κουκούλα του εκτελεστή και είχε τη δυνατότητα να παρατείνει τη βασική 12ετή φυλάκιση για άλλο ένα ή και περισσότερα έτη. Μέσα του ήταν γραμμένα τα ονόματά μας. Ο συντονιστής διάλεγε μερικά, συνήθως τρία ανά φορά, και ζητούσε από τους άτυχους/-ες να πουν το ποίημα έτσι όπως το ‘χει γράψει ο ποιητής. Θυμήθηκα, πως το τέλος εκείνου του χρόνου φυλάκισης πλησίαζε, κι αυτός θα ‘πρεπε να ‘χει μια σαφή εικόνα της «προόδου» μας.

«Όχι σήμερα ρε γαμώτο!», είπα στον εαυτό μου. Όμως, όταν η Τύχη δε θέλει να ρίξει πάνω σου τη χρυσή της αστερόσκονη, αλλά τη μυρωδάτη πορδούλα της, το κάνει για πολλές μέρες, όχι μόνο για μία. Κι εγώ μύριζα έντονα εκείνη την περίοδο…

Έτσι, με την ψυχολογία κατεστραμμένη, περίμενα τ’ όνομά μου.

«Γιώγος», είπε με σαρκαστικό τόνο το τέρας. Γύρισαν τα μάτια μου. Ο Γιώγος καθόταν ακριβώς πίσω μου. Τον κοίταξα με οίκτο. Είχε καμπουριάσει κι έσερνε τα πόδια του απελπισμένα προς το απαίσιο μελάνωμα, όπως του είχε υποδείξει ο συντονιστής.

«Βεσλεμές», συνέχισε ο τρισκατάρατος. Ένιωσα μια σκοτοδίνη. Ο Βεσλεμές ήταν ο διπλανός μου. Ώστε αυτό ήθελε ο ξεφτιλισμένος!! Να παίξει μαζί μου!! Να με κάνει να σαλτάρω απ’ την αγωνία!! Πρώτα ο πίσω, μετά ο διπλανός. Το ‘ξερα πως με μισεί ο ηλίθιος!! Τα μάτια του Βεσλεμέ έπαιξαν περίεργα, καθώς πάνω τους αποτυπώθηκε η Απόγνωση.

Τα χέρια του συντονιστή γύρισαν τις σελίδες του δήμιου προς την αρχή. Έφτασε στην πρώτη. Άρχισε να τσεκάρει τα ονόματα από κάτω προς τα πάνω. Όσο ανέβαινε, τόσο η μαυρίλα έτρωγε τις σάρκες μου. Ήμουν το πρώτο όνομα. Αναρριχήθηκε στην κορυφή. Με κοίταξε στα μάτια. Ήθελα να χαθώ για πάντα στους λαβύρινθους της Κούφιας Γης μα ήταν αργά.

«Αγ…» άρχισε να συλλαβίζει και η ύπαρξή μου κονιορτοποιήθηκε. «Αγιομαυρίτου».

Ήθελα να ουρλιάξω από χαρά. Να σταθώ μπροστά στην αποκριάτικη μάσκα που είχε για πρόσωπο και να του πω «πάρ’ τα ρε βλάκα!!!». Είχε διαλέξει το επόμενο όνομα απ’ το δικό μου.

Η ύπαρξή μου επανενώθηκε. Ο χρυσός ήλιος φωτοβόλησε διώχνοντας τα πυκνά σκοτάδια. Η έκφραση «η ζωή είναι ωραία» απέκτησε πάλι νόημα για τον ταλαίπωρο εαυτό μου. Ήξερα πως ο μουσάτος τρόμος από την παγωμένη χώρα της Φυσικοχημείας θα χτυπούσε ξανά. Όμως, τότε θα μ’ έβρισκε προετοιμασμένο…

* σημείωση: η εικόνα ανοίγματος του παρόντος άρθρου είναι δημιουργία του blutspender.
________________________________



    τα έχεις διαβάσει;

Βιβλία Fantasy

Διαβάσαμε & Κρίνουμε
Fantasy Archive

Μουσική Φαντασίας

Ακούσαμε & Προτείνουμε
Fantasy Archive

Visual Art - Ζωγραφική

Είδαμε & Παρουσιάζουμε
Fantasy Archive

Comics - Graphic Novels

Εικόνες & Κείμενα Φαντασίας
Fantasy Archive

Ταινίες & Σειρές Φαντασίας

Εντυπώσεις και Συναισθήματα
Fantasy Archive

Video Games

Η F Γωνιά των Gamers
Fantasy Archive