Διαβάζω Συγκοινωνουντα δοχεια από τα Fantasy Archives της Fantasy Gate! Bookmark and Share


από Ερρίκο Σμυρναίο

- «Προσέξτε, έρχεται κι άλλος!» κραύγασε ο Θέρσος.

Τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας μόλις και πρόλαβαν να πέσουν καταγής καθώς η φολιδωτή κοιλιά του δράκου περνούσε ξυστά πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Η πυρακτωμένη ανάσα του τέρατος καψάλισε τα πρόσωπά τους ενώ τα τεράστια φτερά του ξεσήκωσαν ένα δυνατό άνεμο που ανακάτεψε τα μαλλιά τους και τους έκανε να γαντζωθούν σφιχτά πάνω στις επάλξεις του ερειπωμένου πύργου.

Ο δράκος κέρδισε και πάλι ύψος. Τα δερμάτινα φτερά του κροτάλισαν εκκωφαντικά και σκόρπισαν έναν ηχηρό γδούπο που έμοιαζε με τη βροντή μιας καταιγίδας.

Μέσα στο απαλό φως του σούρουπου που είχε πάρει τη θέση του απογεύματος, οι ιριδίζουσες φολίδες του πλάσματος άστραψαν σαν πολυεδρικά διαμάντια. Η μακρυά ουρά του, που κατέληγε σε μια ρομβοειδή ακίδα, μαστίγωσε τα πλευρά του πύργου και το στενόμακρο κεφάλι του, το στολισμένο με μακρυά κέρατα και κοφτερά αγκάθια, οσμίστηκε τον αέρα επιφυλακτικά.

Μια εκτυφλωτική φλόγα εξαπολύθηκε μέσα απ’ τα ρουθούνια του φτερωτού ερπετού και ένα εύθραυστο τόξο από καπνό που έμοιαζε με μαυροκόκκινη δαντέλα ξετυλίχτηκε πίσω του. Ο δράκος ανυψώθηκε προς το σκουρογάλαζο στερέωμα και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε μεταμορφωθεί σε μια μικροσκοπική σπίθα που ταξίδευε γοργά σαν πεφταστέρι, σπινθηροβολώντας καταμεσής της ουράνιας αβύσσου.

- «Κοιτάξτε, μπαίνει κι αυτός στον κύκλο της φωτιάς!»

Ο Θέρσος έδειξε με το δάχτυλο ένα συγκεκριμένο σημείο τ’ ουρανού όπου αιωρούταν κάτι που έμοιαζε με πελώριο φωτεινό κρίκο. Ο δράκος χύμηξε κατά ’κεί και συγχωνεύτηκε με το ουράνιο εκείνο δαχτυλίδι.

- «Λέτε να μας είδε;» αναρωτήθηκε ο Έπαφος. Η φωνή του έτρεμε και είχε βραχνιάσει.
- «Αν μας είχε δει, η φλόγα του θα μας είχε ήδη αποτεφρώσει. Ευτυχώς οι δράκοι δε βλέπουν πολύ καλά όταν πέφτει το σκοτάδι και επιπλέον αυτή την περίοδο είναι πολύ απασχολημένοι με τις αναπαραγωγικές τους ιεροτελεστίες ώστε να ενδιαφέρονται για οτιδήποτε άλλο» τον καθησύχασε ο Θέρσος.
- «Καλά όλα αυτά αλλά τ’ αυγά, πώς θα τα βρούμε;» Η βαριά φωνή του Θοργκ, του οποίου η γενιά βαστούσε από κάποια μεγαλόσωμη και βαρβαρική φυλή του Βορρά, διέκοψε άκομψα τη λόγια εκείνη συζήτηση.

- «Σε καμιά δεκαριά μέρες από σήμερα οι θηλυκές θα ’ρθουν να γεννήσουν εδώ, στα ερείπια της πόλης», του απάντησε ο Θέρσος με δασκαλίστικο ύφος. «Μόλις γίνει αυτό, θα καλύψουν τ’ αυγά τους με άμμο και θα φύγουν. Τότε, θα βρούμε την ευκαιρία να κλέψουμε λίγα.»

- «Συγγνώμη για τη διακοπή» πετάχτηκε ο Σάλεκ, «αλλά δε θα ήταν πιο λογικό λοιπόν να έρθουμε εδώ μετά από καμιά δεκαριά μέρες όπως λες, όταν όλοι οι δράκοι θα έχουν φύγει και δε θα κινδυνεύουμε να γίνουμε ψητοί από στιγμή σε στιγμή;»

Τα μάτια του κοιτούσαν δεξιά και αριστερά πανικόβλητα, σαν τρομαγμένα ζωάκια ενώ το αδύνατο πρόσωπό του γυάλιζε καταϊδρωμένο. Ήταν ολοφάνερο πως βρισκόταν στα πρόθυρα νευρικής κατάπτωσης.

- «Φοβάμαι πως όχι» του απάντησε ασυγκίνητος ο Θέρσος. «Βλέπεις, οι θηλυκές, μόλις γεννήσουν, κρύβουν τόσο καλά τ’ αυγά τους που είναι αδύνατον να τα βρει κανείς όσο καλά κι αν ψάξει. Επιπλέον, όταν γονιμοποιούνται οι δράκαινες γίνονται πολύ προσεκτικές και μόλις αντιληφθούν κάποιον εισβολέα, τον καίνε αμέσως. Όπως καταλαβαίνεις, η μοναδική μέρα που προσφέρεται για να τρυπώσουμε μέσα στην πόλη είναι η σημερινή!»

Ο Σάλεκ σώπασε μουτρωμένος. Δεν ήταν ν’ απορεί κανείς που φαινόταν τόσο έξω απ’ τα νερά του, σκέφτηκε ο Χονόρι, το πέμπτο και τελευταίο μέλος της παρέας. Το γεγονός πως είχε υποχρεωθεί να περάσει έναν ολόκληρο μήνα μακρυά από τη θάλασσα είχε αρχίσει να τον πειράζει στα νεύρα.

- «Τι κάνουν τώρα;» ρώτησε ο Έπαφος τον Θέρσο κοιτάζοντας ψηλά στον ουρανό.
Ο τελευταίος έβγαλε από την τσέπη της σκονισμένης καζάκας που φορούσε ένα μακρύ κανοκυάλι.
- «Για να δούμε....» μουρμούρισε. Τοποθέτησε το κανοκυάλι μπροστά απ’ το δεξί του μάτι και πρόσθεσε: «Α! Νομίζω πως ξεκίνησαν κιόλας!»
Η φωνή του άρχισε να πάλλεται μ’ ενθουσιασμό: «Κοιτάξτε τι κάνουν! Δυο-δυο μαζί, ένας αρσενικός και μια θηλυκιά, βγαίνουν απ’ τον κύκλο και συναντιόνται στο κέντρο του. Εκεί, αγκαλιάζονται σφιχτά και πέφτουν προς το έδαφος σαν βολίδες. Μέχρι να ολοκληρώσουν την πτώση τους, η θηλυκιά θα έχει γονιμοποιηθεί και θα χωριστούν, αποφεύγοντας τη συντριβή τους την τελευταία στιγμή!» Ο Χονόρι παρατηρούσε αμίλητος τον Θέρσο που εξακολουθούσε να κρατάει το κανοκυάλι κολλημένο πάνω στο δεξί του μάτι. Ο ασπρομάλλης γέροντας ήταν το μοναδικό μέλος της ομάδας του οποίου τα κίνητρα ήταν κάπως πιο ευγενικά από αυτά των υπολοίπων. Με την ιδιότητά του ως πρεσβύτερου έφορου της βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου της Λαβυρένθας, δεν είχε κάνει όλο αυτό το ταξίδι μόνο και μόνο για να κλέψει τ’ αυγά των δράκων και να τα μοσχοπουλήσει στο Ινκάλ. Ήθελε να μάθει περισσότερα γι’ αυτούς και να κληροδοτήσει τις γνώσεις του στις επόμενες γενιές.
- «Σώπα καλέ! Και τι γίνεται αν του γέρο-δράκου δεν του σηκώνεται με τίποτα;»

- «Μα, αυτός είναι ο λόγος που τ’ αρσενικά πέρασαν όλη την ημέρα κάνοντας ακροβατικές επιδείξεις στον αέρα. Για να εντυπωσιάσουν τα θηλυκά που τώρα, που στο τέλος της ημέρας, διαλέγουν τους πιο υγιείς και γόνιμους δράκους» του απάντησε ο Θέρσος που δεν φαινόταν να δίνει σημασία στην ειρωνική χροιά που χρωμάτιζε τη φωνή του Έπαφου.

Ο Θοργκ είχε διαφορετική γνώμη. Άρπαξε τον Έπαφο από το λαιμό, τον σήκωσε στον αέρα και τον ταρακούνησε βάναυσα.

- «Κομμένες οι πλάκες με τον Θέρσο, μπήκες;»

Ο Έπαφος βιάστηκε να νεύσει καταφατικά καθώς το πρόσωπό του είχε ήδη αρχίσει να μελανιάζει.

Ο Θοργκ και ο Θέρσος συνδέονταν με μια στενή φιλία που δεν φαίνονταν να επηρρεάζεται καθόλου απ’ το γεγονός πως ήταν τόσο διαφορετικοί ο ένας από τον άλλο. Ενώ ο Θέρσος ήταν ένας μικρόσωμος ηλικιωμένος άνδρας με λαμπερά μάτια, υπερκινητικός και πολυδιαβασμένος, που έδινε την εντύπωση πως ζούσε σ’ ένα δικό του κόσμο που ήταν φτιαγμένος από βιβλία και μεγάλες ιδέες, ο Θοργκ ήταν ένας μεγαλόσωμος τριχωτός βάρβαρος, ένα σκληροτράχηλο άτομο που είχε ανδρωθεί στους βρώμικους και επικίνδυνους δρόμους της Κάχλα. Το λεξιλόγιό του μετά βίας έφτανε τις εκατόν πενήντα λέξεις και τα ενδιαφέροντά του περιορίζονταν στο να τρώει και να πίνει σε κακόφημα καπηλειά, να δέρνει κόσμο και να κυκλοφορεί με μεθυσμένες πόρνες.
Κι όμως, αυτοί οι δύο, ο αεροπαρμένος λόγιος και το απόβρασμα του υποκόσμου, είχαν γίνει αχώριστοι.
Ο Χονόρι ξανακοίταξε το πύρινο δαχτυλίδι που σχημάτιζαν οι δράκοι καθώς πετούσαν ο ένας πίσω από τον άλλο σε ύψος δέκα χιλιάδων μέτρων. Πότε-πότε δύο από αυτούς αποκόπτονταν από την περιφέρεια του κύκλου και συναντιόνταν στο κέντρο του. Μόλις συνέβαινε αυτό, έπεφταν προς το έδαφος σφιχταγκαλιασμένοι, αφήνοντας πίσω τους δύο μακρυές γλώσσες φωτιάς που τους έκαναν να μοιάζουν με μετεωρίτες. Την τελευταία στιγμή, εκεί που έλεγε κανείς πως πάει, θα συντριβούν στο έδαφος, αποχωρίζονταν, διέγραφαν δύο ανοιχτά τόξα στον αέρα και επέστρεφαν πίσω στο φωτεινό δαχτυλίδι.

Αυτή η διαδακασία θα επαναλαμβάνονταν ξανά και ξανά, όλη τη νύχτα.

Ο Χονόρι, που δεν είχε κανοκυάλι για να παρακολουθήσει το θέαμα από κοντά, γρήγορα βαρέθηκε. Έπαψε να κοιτάζει τον ουρανό και σάρωσε με το βλέμμα του τις κυματιστές αμμοθίνες της ερήμου που απλώνονταν γύρω απ’ τον ερειπωμένο πύργο που είχαν επιλέξει ως παρατηρητήριο.

Μέσα απ’ την κίτρινη άμμο ξεπρόβαλαν τα γκριζωπά ερείπια μιας πανάρχαιας πόλης. Υπήρχε κάτι στη διάταξη αυτών των χαλασμάτων που τον ανησυχούσε. Απλώνονταν γύρω απ’ τον πύργο σχηματίζοντας σπείρες και μαιάνδρους που μπέρδευαν το μάτι και έμοιαζαν ν’ ακολουθούν μια λογική που δεν ήταν ανθρώπινη. Αναρωτήθηκε τι σόι άνθρωποι να είχαν ζήσει εκεί, όταν η πόλη ήταν ακόμα ζωντανή.

Η αλήθεια είναι πως κανείς δεν ήξερε το παραμικρό γι’ αυτήν την έρημη πόλη και τους εξαφανισμένους κατοίκους της. Σύμφωνα πάντως με τους πανάρχαιους μύθους που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα στα σοκάκια και στα καπηλειά των πόλεων της Ανατολής, ήταν οι δράκοι που την είχαν καταστρέψει, ίσως γιατί είχαν επιλέξει την έρημο ως τον τόπο εκκόλαψης των αυγών τους.

Αθελά του αναρρίγησε. Είχε αρχίσει να κάνει κρύο. Ο ουρανός φεγγοβολούσε στολισμένος με μυριάδες πολύχρωμους αστερισμούς. Οι αμέτρητοι κόκκοι των σιωπηλών αμμόλοφων σκορπούσαν τώρα μια παράξενη φωσφορική λάμψη.

Ο Χονόρι ξάπλωσε σε μια γωνιά, τυλίχτηκε με την ταξιδιωτική του κουβέρτα και πριν περάσουν περισσότερα από λίγα λεπτά της ώρας, είχε βυθιστεί σ’ ένα βαθύ ύπνο.


Ο Παύλος έπαψε να ονειροπολεί και έριξε μια ματιά στην σελίδα τριάντα πέντε του βιβλίου της Γεωγραφίας, προσπαθώντας ν’ αγνοήσει τις φωνές των γονιών του που είχαν στήσει ένα γερό καυγά στην κουζίνα. Αντίκρυσε μια ολοσέλιδη φωτογραφία της γήινης σφαίρας με φόντο το διαστημικό κενό. Αιωρούταν στρογγυλή και γαλαζοπράσινη, στολισμένη με καφετιές κηλίδες στα σημεία όπου βρίσκονταν οι ήπειροι και πασπαλισμένη με κατάλευκα σύννεφα που σχημάτιζαν ημιδιάφανες σπείρες. Αναρωτήθηκε πώς θα φαινόταν η επιφάνεια της Γης απ’ το διάστημα ύστερα από έναν πυρηνικό πόλεμο. Μάλλον γκρίζα και μαύρη και γεμάτη με καφέ σύννεφα εκτός απ’ τα σημεία όπου θα είχαν πέσει οι βόμβες. Αυτά θα έλαμπαν κατακόκκινα. Στις ειδήσεις είχαν πει πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί στο κοντινό μέλλον, ένας πυρηνικός πόλεμος δηλαδή, καθώς ολοένα και περισσότερα κράτη προσπαθούσαν ν’ αποκτήσουν την ατομική βόμβα. Οι γονείς του είχαν ξεχάσει την τηλεόραση της κουζίνας αναμμένη, με αποτέλεσμα οι άγριες φωνές τους να μπερδεύονται με τις φωνές των ανθρώπων που τσακώνονταν στην εκπομπή που έδειχνε εκείνη τη στιγμή. Ήταν απ’ αυτά τα προγράμματα που άρεσαν τόσο πολύ στη μητέρα του, όπου διάφοροι καθημερινοί άνθρωποι έλεγαν την ιστορία της ζωής τους και ζητούσαν συμβουλές και βοήθεια. Αυτή τη φορά στον καναπέ του στούντιο καθόταν μια χοντρή και κακοντυμένη γυναίκα που ισχυριζόταν πως ο άντρας της την είχε παρατήσει με τρία άρρωστα παιδιά και πως δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Ο άντρας της είχε πάρει τηλέφωνο στο σταθμό για να τη βρίσει και τώρα τσακώνονταν στον αέρα. Ο Παύλος είχε παρατηρήσει πως αν και κάθε βδομάδα παρουσιάζονταν στην εκπομπή καινούργιοι άνθρωποι με διαφορετικά προβλήμαπα ο καθένας, πάντοτε η συζήτηση κατέληγε σε καυγά. Οι γονείς του αντίθετα τσακώνονταν κάθε φορά για την ίδια μόνο αιτία.
Ο πατέρας του φώναζε για τα υπερβολικά έξοδα που είχε το σπίτι και κατηγορούσε τη γυναίκα του γι’ αυτό το γεγονός. Εκείνη ισχυρίζονταν πως δεν τη σέβονταν καθόλου παρά τις θυσίες που είχε κάνει για το σπιτικό τους και πως αν τα κατάφερνε καλύτερα στις δουλειές του δε θα ήταν αναγκασμένοι να μετρούν ως και το τελευταίο ευρώ. Τελικά ο πατέρας του βγήκε από το σπίτι βροντώντας πίσω του την εξώπορτα ενώ η μητέρα του άρχισε να μαζεύει τα πιάτα με κινήσεις τόσο βίαιες ώστε ο Παύλος ν’ απορεί για το γεγονός πώς δεν τα είχε ήδη σπάσει όλα.

Αναστέναξε με ανακούφιση. Παρά το γεγονός πως η τηλεόραση εξακολουθούσε να παίζει στη διαπασών, τώρα το σπίτι ήταν κάπως πιο ήσυχο και μπορούσε να συγκεντρωθεί με μεγαλύτερη ευκολία στο διάβασμά του. Αύριο μάλλον θα έπεφτε διαγώνισμα στα μαθηματικά, ένα μάθημα στο οποίο ήταν πολύ αδύνατος και έπρεπε να διαβάσει καλά αν δεν ήθελε να πέσει πάλι κάτω απ’ τη βάση.

Ξαφνικά του φάνηκε πως το δωμάτιό του είχε γίνει πολύ μικρό και πως οι λευκοί τοίχοι με τα πόστερ και τις φωτογραφίες από τα περιοδικά που του άρεσε ν’ αγοράζει, έκλειναν γύρω του απειλητικά.

Χρειαζόταν λίγο καθαρό αέρα. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα και βγήκε στη μικρή βεράντα που απλωνόταν πίσω της. Είχε ήδη νυχτώσει, τα πρώτα αστέρια μόλις και φαίνονταν στον ουρανό, μισοσβησμένα απ’ τα φώτα των γειτονικών πολυκατοικιών που σκορπούσαν γύρω του μια διάχυτη ηλεκτρική ανταύγεια. Ένα ελικόπτερο βρυχήθηκε πετώντας πάνω απ’ το σπίτι. Τα παράθυρα πίσω από την πλάτη του έτριξαν. Πέντε ορόφους πιο χαμηλά, η λεωφόρος ξεχείλιζε από αργοκίνητα αυτοκίνητα που γέμιζαν την ατμόσφαιρα με το βουητό των μηχανών τους, με κορναρίσματα και με την οσμή της καψαλισμένης βενζίνης. Ανακάλυψε πως οι γαρδένιες που φύτρωναν στις γλάστρες του μπαλκονιού ήταν κάπως μαραμένες. Υποσχέθηκε στον εαυτό του να τις ποτίσει προτού πέσει για ύπνο. Αλλά τώρα έπρεπε να ετοιμαστεί για να πάει στ’ Αγγλικά του αν δεν ήθελε να φτάσει εκεί αργοποργημένος. Άρπαξε τα βιβλία του και βγήκε απ’ το σπίτι τρέχοντας σαν δαιμονισμένος. Καθώς κατέβαινε πέντε-πέντε τα στριφογυριστά σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην έξοδο της πολυκατοικίας, ευχήθηκε οι σκάλες να μην τελείωναν ποτέ, να οδηγούσαν στην άλλη μεριά της γης, μακριά απ’ το διαμέρισμα και την τηλεόραση μέσα απ’ την οποία κραύγαζε υστερικά η χωρισμένη γυναίκα με τα τρία άρρωστα παιδιά.



- «Εδώ είμαστε. Κάντε ησυχία τώρα!»

Ακολουθώντας το παράδειγμα του Θέρσου, λούφαξαν πίσω απ’ τα σωριασμένα υπολλείματα ενός γκρίζου οβελίσκου. Ευτυχώς η παχιά άμμος έπνιγε τον ήχο των βημάτων τους. Η δράκαινα δεν τους είχε καταλάβει. Ο Χονόρι αποτόλμησε να ρίξει μια κλεφτή ματιά πάνω απ’ τον λαξευμένο βράχο που τον έκρυβε, αγνοώντας τα φρενιασμένα νοήματα που του έκανε ο Θέρσος για να τον μεταπείσει.

Αντίκρυσε ένα μεγάλο και ρηχό κοίλωμα μέσα στο οποίο βρίσκονταν συσπειρωμένη μια πελώρια φτερωτή σαύρα, το μήκος της οποίας από την ουρά μέχρι το κεφάλι έφτανε τα είκοσι πέντε μέτρα. Το πλάσμα εκείνο έσκαβε το αμμώδες έδαφος με τα μπροστινά πόδια του που ήταν εξοπλισμένα με πελώρια γαμψά νύχια.

Με τα πίσω πόδια του, που ήταν πολύ πιο μεγάλα και μυώδη από τα μπροστινά, απομάκρυνε το σκαμμένο έδαφος ενώ τα δερμάτινα φτερά του παρέμεναν μισοανοιγμένα σαν πελώριες ομπρέλες. Το κερασφόρο κεφάλι του, το καλυμμένο με κεράτινες πλάκες, σταμάτησε ξαφνικά να οσμίζεται το έδαφος και στράφηκε προς το μέρος του. Ο Χονόρι κοκάλωσε τρομοκρατημένος. Του φάνηκε πως τα σχιστά μάτια της πελώριας σαύρας καρφώθηκαν πάνω του γεμάτα ενδιαφέρον. Έμοιαζαν με υγρά σμαράγδια στα βάθη των οποίων έλαμπε η φλόγα μιας νοημοσύνης που δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο.

Ο ήλιος βρίσκονταν στο ζενίθ της τροχιάς του και οι ακτίνες του έπεφταν κάθετες πάνω στο άνυδρο πρόσωπο της ερήμου. Κάτω απ’ αυτό το αμείλικτο φως η δράκαινα φεγγοβολούσε σαν πύρινο πουλί καθώς οι χρυσοπράσινες φολίδες που κάλυπταν το κορμί της άστραφταν με μια εκτυφλωτική λάμψη. Ο Χονόρι δεν τόλμησε να κάνει την παραμικρή κίνηση καθώς θυμήθηκε κάτι που του είχε πει ο Θέρσος· οι δράκοι δε βλέπουν πολύ καλά από κοντά, αλλά μπορούν με μεγάλη ευκολία να ανιχνεύσουν την παραμικρή κίνηση.

Πέρασε ένα ολόκληρο λεπτό που γι’ αυτόν έμοιαζε με αιωνιότητα. Τελικά η δράκαινα έπαψε να τον κοιτάζει και ξανάρχισε να σκάβει την άμμο. Εκείνος ξανακρύφτηκε μισοτυφλωμένος.

- «Τρελάθηκες τελείως;» μουρμούρισε ο Θέρσος μέσα στ’ αυτί του, «έτσι και σ’ έπαιρνε είδηση θα γινόμασταν όλοι μακαρίτες!»

Ο Χονόρι προτίμησε να μην του απαντήσει. Η δράκαινα έπαψε κάποτε να σκάβει και η σιωπή απλώθηκε και πάλι πάνω απ’ τα γκρίζα ερείπια της πόλης. Οι μοναδικοί θόρυβοι που ακούγονταν τώρα ήταν το μουρμουρητό του ανέμου και η βαριά ανάσα του τέρατος που είχε κουλουριαστεί στο κέντρο της τρύπας που έσκαβε όλη αυτή την ώρα. Ο Χονόρι αναρωτήθηκε τι θα γίνονταν αν το αεράκι που φυσούσε άλλαζε ξαφνικά κατεύθυνση και μετέφερε τη μυρωδιά τους προς τη μεριά του δράκου. «Θα μας μυριζόταν τότε» ανέλαβε να του απαντήσει το ίδιο του το μυαλό, «και θα μας έκανε μια χαψιά!»

Απ’ τον πυθμένα του ρηχού λάκκου ακούστηκε ένας περίεργος ρουφηχτός ήχος. Έμοιαζε με τον υγρό θόρυβο που κάνει μια βεντούζα όταν αποκολλάται από τη βρεγμένη επιφάνεια μιας μπανιέρας. Ο Χονόρι προσπάθησε να φανταστεί τα σταχτοκίτρινα αυγά της δράκαινας να βγαίνουν μέσα απ’ το άνοιγμα που υπήρχε ανάμεσα από τα πίσω πόδια της και να κατρακυλάνε υγρά και μαλακά ακόμα στη ζεστή άμμο. Ήταν ένα θέαμα που κανένας άνθρωπος δεν είχε κατορθώσει ν΄αντικρύσει. Για μια στιγμή κυριεύτηκε από την επιθυμία να συρθεί μέχρι το χείλος του κοιλώματος και να ρίξει μια ματιά στο εσωτερικό του αλλά μια προειδοποιητική ματιά του Θέρσου, συνδυασμένη με τα χοντρά δάχτυλα του Θοργκ που σχημάτισαν μια πελώρια γροθιά μπροστά στο πρόσωπό του, στάθηκαν αρκετά για να τον μεταπείσουν.
Ο ρουφηχτός ήχος σταμάτησε και στη συνέχεια η δράκαινα σκαρφάλωσε έξω απ’ το λάκκο και άρχισε να τον ξαναγεμίζει σπρώχνοντας τα χώματα με τα πίσω πόδια της. Προτού περάσουν περισσότερα από πέντε λεπτά, ο λάκκος είχε γεμίσει εντελώς. Η δράκαινα λείανε με την ουρά της την επιφάνεια της άμμου τόσο επιδέξια ώστε κανείς να μην μπορεί να φανταστεί πως υπήρχε κάτι θαμμένο εκεί πέρα.
Το πελώριο πλάσμα άνοιξε τα φτερά του και τινάχτηκε μ’ ένα φοβερό σάλτο στον αέρα. Αφού ολοκλήρωσε μερικές αναγνωριστικές βόλτες, πέταξε μακρυά αφήνοντας τους πέντε τυχοδιώκτες μόνους.

Εκείνοι άφησαν επιτέλους έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Ο κίνδυνος είχε περάσει. Το μόνο που είχαν να κάνουν τώρα ήταν να ξεθάψουν τα νεογέννητα αυγά.

- «Το βράδυ θα ξεκινήσουμε το σκάψιμο» τους είπε ο Θέρσος μέσα απ’ την τρύπα όπου είχε κρυφτεί.

- «Και γιατί δηλαδή να περιμένουμε μέχρι το βράδυ;» γκρίνιαξε ο Σάλεκ μουτρωμένα.

Ο Χονόρι, όπως και όλοι οι υπόλοιποι, ανακάλυψε πως συμμερίζονταν απόλυτα τα συναισθήματα του Σάλεκ. Επί δέκα ατελείωτες μέρες σέρνονταν ανάμεσα στα πανάρχαια ερείπια σαν τα ποντίκια, διακινδυνεύοντας αναπάσα στιγμή να τους πάρουν χαμπάρι οι αδηφάγοι δράκοι. Και τώρα που βρίσκονταν τόσο κοντά στον πολυπόθητο στόχο, έπρεπε λέει να περιμένουν μέχρι να βραδιάσει.

- «Γιατί μέχρι τότε όλοι οι δράκοι και οι δράκαινες θα έχουν φύγει απ’ την έρημο. Τότε θα μπορέσουμε να τελειώσουμε τη δουλειά με την ησυχία μας» ήταν η αποστομωτική, όπως πάντα, απάντηση του Θέρσου.



Μέσα στην αίθουσα του Γ2 τμήματος της τρίτης γυμνασίου επικρατούσε απόλυτη ησυχία καθώς είκοσι επτά μαθητές κάθονταν στα θρανία τους με τα κεφάλια σκυμμένα πάνω από ισάριθμα λευκά χαρτιά. Ήταν η ώρα των μαθηματικών και είχε πέσει διαγώνισμα.

O Παύλος έριξε μια ματιά στις ερωτήσεις του διαγωνίσματος που ο καθηγητής είχε γράψει με άσπρη κιμωλία στον πράσινο πίνακα και άρχισε ν’ απαντάει διστακτικά στην πρώτη από αυτές. Τα προβλήματα ήταν τέσσερα και ο καθηγητής είχε πει πως έπρεπε να απαντήσουν στα τρία. Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα σκέψης συμπέρανε πως με λίγη τύχη θα κατάφερνε να τα βγάλει πέρα με τα δύο πρώτα και ίσως και με το τρίτο, αν βέβαια το είχε καταλάβει σωστά.

- «Ε, φύτουλα!»
Πίσω του κάθονταν ο Θωμάς, ένα μεγαλόσωμο ξανθό και γεροδεμένο παιδί που ανήκε στη χαρακτηριστική εκείνη κατηγορία των νταήδων που βρίσκει κανείς σε κάθε σχολική αίθουσα.
Οι περισσότεροι συμμαθητές του ένιωθαν φόβο όταν τον αντίκρυζαν, γιατί ο Θωμάς δε δίσταζε να τους πλακώνει στο ξύλο με το παραμικρό, αψηφώντας τους πάντες, ακόμα και τους πιο αυστηρούς καθηγητές. Είχε ήδη μείνει στην ίδια τάξη κάμποσες φορές και ήταν γνωστό πως έπινε και ξενυχτούσε κάθε βράδι σε διάφορα μπαρ όπου, σύμφωνα με τις σχετικές φήμες που κυκλοφορούσαν στο σχολείο, παραλίγο να μαχαιρώσει κάποιον σ’ έναν καυγά.

Τον τελευταίο καιρό ο Θωμάς είχε αρχίσει να τον ενοχλεί συστηματικά, να κάνει ειρωνικά σχόλια όποτε περνούσε μπροστά του στα διαλλείματα και να του πετάει τυλιγμένα χαρτιά στη μέση του μαθήματος. Οι περισσότεροι καθηγητές προτιμούσαν να κάνουν τα στραβά μάτια, ίσως γιατί ακόμα και εκείνοι φοβόντουσαν την ανεξέλεγκτη συμπεριφορά του Θωμά, εκτός από την καθηγήτρια της φιλολογίας που συμπαθούσε τον Παύλο και προσπαθούσε να τον βοηθήσει.

- «Σου μιλάω ρε, δεν ακούς;»

Ο Παύλος σταμάτησε να γράφει.

- «Τι θες;»

- «Κάνε το χαρτί σου στο πλάι για να βλέπω τι γράφεις αλλιώς θα σε λιανίσω στο διάλειμμα, μπήκες;»

Ο Παύλος μπήκε στον πειρασμό να τον διαολοστείλει, να σηκωθεί όρθιος και να ξεσηκώσει όλο τον κόσμο μια και αρκετά είχε ήδη υποφέρει από το Θωμά, αλλά καθώς το βλέμμα του έπεφτε στην πλάτη του καθηγητή που κοιτούσε εκείνη τη στιγμή το μαυροπίνακα, κατάλαβε πως οποιαδήποτε αντίδραση εκ μέρους του θα ήταν ανώφελη. Ο μαθηματικός, ένας πλαδαρός μεσήλικας, μόνο σεβασμό δεν ενέπνεε στους μαθητές του καθώς είχε ένα κουσούρι που τους έκανε να γελάνε πίσω από την πλάτη το· το στόμα του παραμορφωνόταν πότε-πότε από ένα νευρικό σπασμό που έμοιαζε με παγωμένο χαμόγελο. Ντυνόταν μονίμως στα γκρι και όποτε είχε τα νεύρα του χτυπούσε την έδρα με το χάρακα σα μανιακός για να επιβάλει την τάξη.

Η σχολική αίθουσα με τα βρώμικα παράθυρα, τον πράσινο πίνακα που στην ουσία ήταν ένα τετράγωνο βαμμένο στο γυμνό τοίχο και το άσχημο λευκοκίτρινο φως από τις λάμπες φθορισμού που έκανε τα νεαρά πρόσωπα των συμμαθητών του να μοιάζουν με ξεβρασμένα πτώματα, του φάνηκε εκείνη τη στιγμή τρομερά άσχημη και απωθητική, σαν θάλαμος νεκροτομείου.

Έσπρωξε το χαρτί του στο πλάι για να βλέπει ο Θωμάς και έγειρε την πλάτη του προς τα εμπρός για να τον διευκολύνει ακόμα περισσότερο. Εκείνος ωστόσο τον σκούντηξε βάναυσα στον ώμο και του είπε:

- «Τι γράφεις εκεί, στο τέλος της πρώτης ερώτησης;»

Ο Παύλος ετοιμάστηκε να του απαντήσει όταν ένα βαρύ χέρι έπεσε στον ώμο του.
- «Σηκωθείτε και οι δύο όρθιοι!» Ήταν ο καθηγητής. Τους είχε πιάσει στα πράσα. Ο Παύλος σηκώθηκε μηχανικά ενώ ο Θωμάς, εντελώς θρασύς ως συνήθως, έμεινε καθιστός. Άρχισε να λέει ένα τυπικό «μα κύριε....» με φωνή που ήταν επίτηδες τραβηγμένη και ειρωνική.
- «Πολύ καλά» του απάντησε ο μαθηματικός, «αφού δε σηκώνεσαι όρθιος, στο τέλος της ώρας θα έρθετε και οι δύο μαζί μου στο γραφείο για να ξεκαθαρίσουμε το ζήτημα με τον διευθυντή.»
Στη συνέχεια πήρε τις κόλλες του Παύλου και του Θωμά και τις έσκισε στα τέσσερα. Ο Παύλος ξανακάθισε στην καρέκλα του χωρίς να βγάλει τσιμουδιά και άρχισε να κοιτάζει τυφλά τον πίνακα. Οι ειρωνικές ματιές των συμμαθητών του καρφώθηκαν πάνω στο πετσί του καυτερές σαν εστίες μεγενθυτικών φακών. Μια παράξενη αίσθηση παγωνιάς άρχισε να απλώνεται σιγά-σιγά στο πρόσωπό του.


Η Κάχλα ήταν χτισμένη πάνω στις απότομες πλαγιές ενός κωνικού λόφου. Στο ψηλότερο σημείο της ξεχώριζαν οι ερειπωμένοι πύργοι και οι ξεδοντιασμένες επάλξεις ενός παμπάλαιου κάστρου. Ανάμεσα απ’ τα πέτρινα σπιτικά της ξετυλίγονταν πλακοστρωμένα δρομάκια που οδηγούσαν σε σκοτεινές αυλές, σε γέφυρες και εξώστες που κατέληγαν σε αψιδωτά περάσματα και σκιερά καπηλειά. Οι λεπτοσκαλισμένες πόρτες των σπιτιών της και τα μικρά αγάλματα που στόλιζαν τα σταυροδρόμια της έλαμπαν στον ήλιο σαν στιλπνά κομψοτεχνήματα από ελεφαντόδοντο, ενώ τη νύχτα οι δάδες και τα λυχνάρια που φώτιζαν τα σοκάκια και τ’ αμέτρητα παράθυρα της, τρεμόσβηναν στο σκοτάδι κάνοντάς την να σπινθηροβολεί ολόκληρη, σαν επίγειος γαλαξίας.

Εκείνη τη νύχτα έκανε κρύο και έβρεχε δυνατά. Οι δρόμοι της πόλης ελίσσονταν έρημοι και σκοτεινοί κάτω απ’ το κάστρο ενώ τα νερά της βροχής κελάρυζαν μονότονα πάνω στις γερτές στέγες και στα πλακόστρωτα των αυλών της. Ο Χονόρι και η παρέα του είχαν βρει καταφύγιο σ’ ένα κοσμοπλημμυρισμένο καπηλειό. Ο αέρας γύρω τους τρανταζόταν από ξέφρενα χαχανητά και αστεία μεθυσμένων θαμώνων ενώ μια διάχυτη κάπνα που αιωρούταν κοντά στο αψιδωτό ταβάνι ύφαινε αχνά φωτοστέφανα γύρω απ’ τις φλόγες των πυρσών και των κεριών που ήταν στερεωμένα σε βρώμικους τοίχους και λιγδιασμένα τραπέζια. Στο τζάκι τριζοβολούσε μια λαμπερή φωτιά ενώ πάνω στο μοναδικό άδειο τραπέζι του καπηλειού λικνιζόταν αδιάφορα μια γυμνή χορεύτρια, ακολουθώντας τον αργό ρυθμό της φλογέρας που έπαιζε ένας τυφλός μουσικός που καθόταν κοντά της. Μερικοί απ’ τους πελάτες παρακολουθούσαν σιωπηλοί το χορό της κοπέλας, οι περισσότεροι όμως ήταν σκυμμένοι πάνω απ’ τα χοντροφτιαγμένα τραπέζια τους και τρωγόπιναν αδιάφοροι. Στο καπηλειό αυτό τους είχε οδηγήσει ο Θόργκ ο οποίος τους είχε διαβεβαιώσει πως ήταν ένα «πολύ φιλικό και ήρεμο στέκι.»

- «Έμαθες τίποτα;»
Ο Έπαφος σταμάτησε να καταβροχθίζει το γουρουνόπουλό του, σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τον Θοργκ. - «Λένε πως το Ινκάλ θα εμφανιστεί αύριο. Φυσικά τίποτα δεν είναι σίγουρο, αλλά τέτοια εποχή είναι που έρχονται συνήθως οι άρχοντες για να εισπράξουν το φόρο υποτέλειας που τους προσφέρει η Κάχλα.»
- «Τότε καλό είναι να προετοιμαστούμε,» δήλωσε ο Σάλεκ που είχε ήδη αδειάσει δύο λαγήνια με μπύρα και γλυκοκοίταζε ένα τρίτο. «Μη χάσουμε τέτοια ευκαιρία!»
- «Τι ευκαιρία δηλαδή;» Ξαφνιασμένοι από την αναπάντεχη εκείνη παρέμβαση, γύρισαν και οι πέντε τα κεφάλια τους προς το μέρος το άγνωστου άνδρα που τους είχε μιλήσει από ένα διπλανό τραπέζι. Αντίκρυσαν ένα χοντροφτιαγμένο και μελαμψό άτομο το πρόσωπο του οποίου κρύβονταν πίσω από μια φθαρμένη δερμάτινη μάσκα.
- «Ποιος είσαι εσύ;» τον ρώτησε απότομα ο Χονόρι, ενοχλημένος από τον κοροϊδευτικό τόνο της φωνής του.

- «Ο γεράκος από ’δω με γνώρισε ήδη» του απάντησε ο παράξενος μασκοφόρος απλώνοντας ταυτόχρονα το χέρι του για να ξεσκονίσει ειρωνικά τον ώμο του Θέρσου.
Εκείνος είχε χλομιάσει και κοίταζε το μισοάδειο πιάτο του σφίγγοντας τα δόντια του νευρικά.
- «Αφού ο γερο-Θέρσος δεν έχει την καλοσύνη να μας συστήσει» συνέχισε ο μασκοφόρος, επιτρέψτε μου να σας πληροφορήσω πως με λένε Γεσού και πως είμαι ένας πολύ παλιός του γνώριμος!»

Το χέρι του απλώθηκε με αστραπιαία ταχύτητα γύρω απ’ τα μακριά μαλλιά του Θέρσου αλλά πριν προλάβει να σφίξει τα δάχτυλά του, ο Θοργκ τον είχε ήδη αρπάξει από το λαιμό και τον είχε σηκώσει ψηλά στον αέρα.

Ο Χονόρι έμεινε άναυδος από το θέαμα. Παρόλο που ο άγνωστος άνδρας ήταν μεγαλόσωμος και βαρύς και είχε την κοψιά ενός πολεμιστή, ο Θοργκ δεν έμοιαζε να κουράζεται καθόλου απ’ την προσπάθεια που κατέβαλε. Τον κρατούσε στον αέρα σαν αμπελουργός που εξετάζει με προσοχή ένα τσαμπί σταφύλια στο φως του ήλιου.

- «Ποιο είναι αυτό το νούμερο;» ρώτησε ο Θοργκ τον Θέρσο εξακολουθώντας να κρατάει τον Γεσού δυο σπιθαμές πιο ψηλά απ’ το δάπεδο του καπηλειού.

- «Είναι ένας αισχρός κλέφτης» μουρμούρισε ο Θέρσος ξύνοντας νευρικά το ψαρό του κεφάλι. «Όποτε εμφανίζεται μπροστά μου, μου κλέβει και από κάτι και μετά το μοσχοπουλάει για λογαριασμό του. Προφανώς άκουσε για τ’ αυγά που κουβαλάμε.»

Οι δεκάδες πελάτες του καπηλειού που παρακολουθούσαν βουβοί το θέαμα, σχημάτισαν έναν μεγάλο κύκλο γύρω τους σίγουροι πως από στιγμή σε στιγμή θα ξεσπούσε κάποιος διασκεδαστικός καυγάς.

- «Δεν φαντάζομαι να ήρθε μόνος του εδώ μέσα!» σχολίασε ο Σάλεκ κοιτάζοντας με νηφάλιο ύφος τον κρεμασμένο Γεσού. «Θα πρέπει να έχει φέρει και τους φίλους του για το γλέντι!»
Ο Έπαφος, που κάθονταν ακόμα μπροστά από το τραπέζι μασουλώντας ένα κοψίδι γουρουνόπουλου, πρόσθεσε με τη σειρά του:
- «Συμφωνώ!»

Η επαλήθευση του συλλογισμού του Σάλεκ υπήρξε άμεση. Μέσα απ’ το πλήθος των στριμωγμένων και σιωπηλών θαμώνων του καπηλειού πετάχτηκαν δέκα οπλισμένοι άνθρωποι οι οποίοι έπεσαν πάνω στον Θοργκ. Εκείνος πέταξε με τη σειρά του πάνω τους το σώμα του Γεσού ρίχνοντας τρεις απ’ αυτούς καταγής. Οι υπόλοιποι επτά όμως έβγαλαν μέσα απ’ τις φαρδιές πουκαμίσες τους κάτι μακρυά και γυριστά μαχαίρια. Ο Σάλεκ, ο Χονόρι και ο Έπαφος σχημάτισαν έναν προστατευτικό κλοιό γύρω απ’ τον Θοργκ, ενώ ο Θέρσος περιορίστηκε στο να σφίξει πάνω στο στήθος του το μεγάλο σακίδιο μέσα στο οποίο φύλαγε τ’ αυγά των δράκων και να κρυφτεί κάτω από ένα τραπέζι.

Μέσα στο καπηλειό ξέσπασε ένα πραγματικό πανδαιμόνιο καθώς τραπέζια, καρέκλες κηροπήγια, λαγήνια και ποτήρια άρχισαν να εκτοξεύονται προς όλες τις κατευθύνσεις, ενώ οι κοφτερές λεπίδες αυτών που τους είχαν επιτεθεί χάραζαν θανατηφόρες τροχιές στον θολωμένο αέρα. Ο Χονόρι και οι σύντροφοί του προσπάθησαν ν’ αμυνθούν όπως-όπως, χρησιμοποιώντας τα μικρά μαχαίρια με τα οποία μόλις πριν από λίγα λεπτά έτρωγαν το φαγητό τους, εκτός βέβαια από τον Θοργκ ο οποίος άρπαξε ένα τραπέζι και άρχισε να το στριφογυρίζει στον αέρα σαν πελώριο ρόπαλο. Κάποιος ούρλιαξε υστερικά και ένα κύμα πανικού εξαπλώθηκε σα φωτιά μέσα στο πλήθος, καθώς οι μισοί από τους θεατές της σύρραξης, βλέποντας εκείνη την απροσδόκητη εξέλιξη, προσπάθησαν να βγουν μεμιάς απ’ την αίθουσα ενώ οι άλλοι μισοί, που ήταν και οι πιο θερμόαιμοι, αποφάσισαν να πάρουν μέρος στον καυγά επιλέγοντας αυθαίρετα στρατόπεδο. Το εσωτερικό του καπηλειού μεταμορφώθηκε σε μια μεγάλη αρένα όπου σωροί ιδρωμένων σωμάτων άρχισαν να παλεύουν μανιασμένα συντρίβοντας στο διάβα τους τραπέζια, καρέκλες και διάφορα πιατικά.

Ο Χονόρι είδε τον Γεσού να σηκώνεται στα πόδια του και να προσπαθεί ν’ αρπάξει το σακίδιο που έσφιγγε στο στήθος του ο Θέρσος. Έκανε να κινηθεί προς το μέρος του αλλά εκείνη τη στιγμή πετάχτηκε μπροστά του ένας μεθυσμένος πολεμιστής που άρχισε να τον χτυπάει κατακέφαλα μ’ ένα σπασμένο μπουκάλι. Μέχρι να τον βγάλει από τη μέση χρησιμοποιώντας μια πολεμική λαβή που είχε μάθει στην Ανατολή, ο Γεσού είχε καταφέρει να αρπάξει το σακίδιο και να φτάσει στην έξοδο του καπηλειού απ’ όπου χασκογέλασε ειρωνικά κραδαίνοντας το ψηλά πάνω απ’ το κεφάλι του. Ο Χονόρι έτριξε τα δόντια του με λύσσα. Αυτό δε θα περνούσε έτσι. Χύμηξε πίσω από τον Γεσού και άρχισε να τον κυνηγάει μέσα στους υγρούς και θολούς δρόμους της πόλης, καθώς η βροχή εξακολουθούσε να πέφτει γύρω του πυκνή και παγωμένη.



Το γραφείο του Γυμνασιάρχη ήταν ένας χώρος όπου ο Παύλος δεν είχε χρειαστεί να μπει ποτέ μέχρι τώρα. Αποτελούταν από μια βιβλιοθήκη που ήταν φορτωμένη με τυλιγμένους χάρτες, γκρίζους καταλόγους ντοσιέ και βιβλία, ένα γραφείο που έμοιαζε με σχολική έδρα και μια εικόνα του Ιησού Χριστού που κρέμονταν στο λευκό τοίχο πίσω απ’ το γραφείο. Στα δεξιά και στ’ αριστερά του υπήρχαν από δύο πλαστικές καρέκλες. Πίσω απ’ το γραφείο κάθονταν ο ίδιος ο Γυμνασιάρχης, ένας άνδρας με γκρίζα μαλλιά και παχιά μουστάκια. Μια σκούρα κρεατοελιά φύτρωνε στο ξυρισμένο πηγούνι του.

- «Λοιπόν, έχουμε και λέμε» τους είπε κοιτάζοντάς τους επιτιμητικά, «αποφάσισα να καλέσω στο σχολείο τους γονείς σας για να τους ενημερώσω για την ανάρμοστη συμπεριφορά σας.» Αφού έξυσε σκεπτικά την κρεατοελιά του, πρόσθεσε: «Αποφάσισα επίσης να σας αποβάλλω για τρεις μέρες απ’ το σχολείο έτσι ώστε το πάθημά σας να γίνει μάθημα στους υπόλοιπους. Το έχουμε πει ξανά και ξανά πως η αντιγραφή στην ώρα του διαγωνίσματος απαγορεύεται. Γι’ αυτό το λόγο σας στέλνουν οι γονείς σας στο σχολείο άλλωστε. Για να μάθετε πέντε πράγματα και όχι για να κοροϊδεύετε τους συμμαθητές σας που έχουν το φιλότιμο να διαβάζουν και τους καθηγητές σας που ξενυχτάνε για να διορθώσουν τα γραπτά σας!»
- «Δε θα βρείτε τους γονείς μου στο σπίτι!» του είπε ο Θωμάς.
- «Γιατί, πού είναι τέτοια ώρα;» τον ρώτησε ο Γυμνασιάρχης ρίχνοντάς του μια λοξή και ελάχιστα φιλική ματιά.

- «Ο πατέρας μου είναι νυχτοφύλακας και έχει ήδη φύγει για τη δουλειά του και η μητέρα μου δεν είναι στην Αθήνα αυτές τις μέρες!»

- «Αλήθεια;» σχολίασε ειρωνικά ο Γυμνασιάρχης. «Έλα όμως που μόλις μίλησα με τον πατέρα σου στο τηλέφωνο και μου είπε πως έρχεται αμέσως!»

Ο Θωμάς περιορίστηκε στο να σκύψει το κεφάλι του.Του Παύλου του φάνηκε πως ένα ανεπαίσθητο κοκκίνισμα χρωμάτισε τα μάγουλά του.
Ο Γυμνασιάρχης στράφηκε τότε προς το μέρος του. Εκείνος ένιωσε ξαφνικά αλλόκοτα ήρεμος, σχεδόν απαθής, σα να βρίσκονταν στο κέντρο μιας πόλης η οποία επρόκειτο να χτυπηθεί από μια ατομική βόμβα. Όσο και να έτρεχε, ό,τι και να έκανε, δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής επομένως δεν υπήρχε και κανένας λόγος ν’ αντιμάχεται το αναπόφευκτο.
- «Περίμενε εδώ μέχρι να τηλεφωνήσω στους γονείς σου. Εσύ…» πρόσθεσε κοιτάζοντας το Θωμά, «μπορείς να περιμένεις απ’ έξω τον πατέρα σου.»

Ο Θωμάς βγήκε απ’ το γραφείο του γυμνασιάρχη αφήνοντας πίσω του την πόρτα μισάνοιχτη.
Ο Παύλος είδε τότε έναν μεγαλόσωμο άνδρα να μπαίνει στον προθάλαμο το γραφείου και να στέκεται μπροστά στο Θωμά. Μπροστά σε όλους τους καθηγητές που ήταν μαζεμένοι εκεί πέρα, τον χαστούκισε με όλη του τη δύναμη, αδιαφορώντας εντελώς για τις σοκαρισμένες εισπνοές τους.
- «Εμείς θα τα πούμε το βράδυ! Έχω βαρεθεί να με ξεφτιλίζεις όποτε σου τη βαρέσει!»

Ο Θωμάς έριξε στον Παύλο μια λοξή ματιά μέσα απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα. Υπήρχε μίσος και κακία μέσα σ’ αυτό το βλέμμα, λες και αυτός ήταν ο υπεύθυνος γι’ αυτό που μόλις είχε συμβεί.



Το Ινκάλ εμφανίστηκε στον ουρανό της Κάχλα με το πρώτο φως του πρωινού. Στην αρχή ήταν ένα μικροσκοπικό σημαδάκι στον ορίζοντα που μεγάλωσε σταδιακά και μετατράπηκε σε μια στρογγυλή κηλίδα η οποία απέκτησε με τη σειρά της πελώριες διαστάσεις. Η κυκλική σκιά του σκοτείνιασε τις λίμνες και τ’ αρχαία δάση που περίκλειαν την πόλη ενώ αμέτρητα πουλιά που κελαηδούσαν στη σκιά αιωνόβιων δέντρων σιώπησαν τρομαγμένα.

Ήταν ένα τεράστιο ιπτάμενο νησί που έμοιαζε στο σχήμα με αμφίκυρτο φακό από μαυριδερό γρανίτη. Ο σκουρογάλανος ουρανός που έλαμπε ολόφρεσκος και ξεπλυμένος απ’ τη χθεσινή βροχή, χάθηκε πίσω απ’ τον συντριπτικό όγκο του. Ένα πνιγηρό μισοσκόταδο απλώθηκε πάνω από την Κάχλα.

Οι κάτοικοι της πόλης βγήκαν στους δρόμους και άρχισαν να παρατηρούν το θέαμα σιωπηλοί, πλημμυρισμένοι από συναισθήματα έντονου δέους και φόβου. Ο Χονόρι κοίταζε συνοφρυωμένος την κοιλιά του Ινκάλ που γέμιζε τον ουρανό. Παράξενοι σταλακτίτες και πορώδεις κρατήρες κάλυπταν την επιφάνειά της. Έμοιαζε με το πρόσωπο μιας άγνωστης ηπείρου που κρέμονταν πάνω απ’ την πόλη σαν τερατώδης πολυέλαιος.

Το Ινκάλ, ή το ιπτάμενο νησί όπως προτιμούσαν να το αποκαλούν πολλοί άνθρωποι, ήταν ένα από τα πιο συγκλονιστικά σύμβολα της εξουσίας που είχαν εγκαθιδρύσει οι κάτοικοί του πάνω σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Καταστροφικοί βομβαρδισμοί μ’ εμπρηστικές βόμβες και αποκλεισμός της γης τους απ’ το ευεργετικό φως του ήλιου –για χρόνια ολόκληρα σε ορισμένες περιπτώσεις– ήταν η τιμωρία των πόλεων που αρνιόνταν να πληρώσουν τον καθιερωμένο φόρο υποτέλειας στους βασιλιάδες του.

Υπήρχε ωστόσο και ένα θετικό στοιχείο σ’ όλη αυτή την ιστορία: οι βασιλιάδες του Ινκάλ επέτρεπαν στους πιο τολμηρούς κατοίκους της κάθε πόλης που επισκέπτονταν ν’ ανέβουν στο νησί για μια μόνο μέρα και να τους προσφέρουν κάτι. Αν τα δώρα αυτά ήταν της αρεσκείας τους, αντάμειβαν τους θαραλλέους επισκέπτες με παράξενα τεχνουργήματα και κοσμήματα αμύθητης αξίας.

Τ’ αυγά που είχαν κλέψει από την έρημο των δράκων ήταν ένα πολύτιμο εύρημα που οι βασιλιάδες σίγουρα θα εκτιμούσαν πολύ και για τα οποία θα τους αντάμειβαν πλουσιοπάροχα. Ωστόσο, το προηγούμενο βράδυ, δεν είχε καταφέρει να τα ξαναπάρει από τον Γεσού ο οποίος του είχε ξεφύγει μέσα στη βροχή που πλημμύριζε τους δαιδαλώδεις δρόμους της Κάχλα.

Ο Χονόρι έτριξε τα δόντια του με μανία και υποσχέθηκε στον εαυτό του πως αν ξανάβρισκε μπροστά του τον Γεσού θα τον έκανε να πληρώσει πολύ ακριβά για το κακό που του είχε κάνει.

Ξαφνικά άκουσε τον Θέρσο που στέκονταν δίπλα του να λέει:

- «Όπου να’ ναι θα κατέβουν τα καλάθια.»

- «Και μας τι μας νοιάζει;» τον ρώτησε εκνευρισμένος. «Μήπως έχουμε κάτι να προσφέρουμε στους άρχοντες για να μας ανεβάσουν; Αφού αυτό το κάθαρμα ο Γεσού μας πήρε τ’ αυγά μέσα απ’ τα χέρια μας!»

-«Ε, όχι και όλα τ’ αυγά!» του απάντησε με κατεργάρικο ύφος ο Θέρσος. «Όση ώρα εσείς παλεύατε σαν τα θηρία, πρόλαβα να βγάλω κάτι απ’ το σακίδιο και να το βάλω σ’ αυτό το σακούλι.» Ταυτόχρονα μισοάνοιξε το στόμιο του σακουλιού που κρατούσε:

- «Ορίστε» είπε με καμάρι, μισοδείχνοντας το περιεχόμενό του στον κατάπληκτο Χονόρι.
Ανάμεσα στις πτυχές του σάκου κρυβόταν ένα μεγάλο κίτρινο αυγό που ήταν στολισμένο με όμορφες γκρίζες και γαλάζιες κηλίδες. Ήταν ένα αυγό δράκου.


- «Πώς μπόρεσες να μας το κάνεις αυτό; Καταλαβαίνεις πόσο ντροπιαστήκαμε μπροστά σε όλους τους καθηγητές;»

Ο πατέρας και η μητέρα του κάθονταν στο μεγάλο καναπέ του σαλονιού ενώ ο Παύλος στέκονταν όρθιος μπροστά τους κοιτάζοντας πεισματικά τις άκρες των παπουτσιών του. Πίσω απ’ την πλάτη του η τηλεόραση έδειχνε εικόνες από την Αφρική. Εκατοντάδες σκελετωμένα παιδιά κάθονταν κοντά-κοντά ανακούρκουδα, μέσα στον ήλιο, κρατώντας άδεια πλαστικά πιάτα.

- «Μπορείς σε παρακαλώ να με κοιτάζεις όταν σου μιλάω;»
Ο Παύλος σήκωσε το βλέμμα του και αντίκρυσε το θυμωμένο πρόσωπο του πατέρα του. Του φάνηκε γερασμένο και άσχημο, με σακουλιασμένα μάτια και άγριο δέρμα. Οι πόροι του ξεχώριζαν ένας-ένας σαν μικροσκοπικοί σεληνιακοί κρατήρες. - «Δεν έχεις να μου πεις τίποτα, έτσι; Εγώ σκοτώνομαι στη δουλειά όλη μέρα και εσύ με κάνεις ρεζίλι σ’ ολόκληρο το σχολείο! Παιδί μεγαλώνω ή αλήτη; Πες μου, τι καλύτερο έχουν δηλαδή οι άλλοι γονείς και δεν τραβάνε τέτοια βάσανα; Και καταρχήν, πως έμπλεξες μ’ αυτό το απροσάρμοστο, τον Θωμά ή όπως διάλο τον λένε;» - «Τάκη, άσε να του μιλήσω εγώ» επενέβει η μητέρα του η οποία είδε πως η συζήτηση έπαιρνε άσχημη τροπή.
- «Δε χρειάζομαι τη βοήθειά σου!» την έκοψε ο άνδρας της. «Ξέρω πολύ καλά πώς πρέπει να μιλήσω στον ίδιο μου το γιο!»

- «Αλήθεια;» του απάντησε εκείνη. «Ίσως τότε να του είχες μιλήσει εγκαίρως, να μην είχε καταντήσει έτσι!»
Βλέποντας πως ετοιμάζονταν να καυγαδίσουν για άλλη μια φορά, ο Παύλος ένιωσε ένα καυτό κύμα οργής να τον κατακλύζει.
- «Σταματήστε επιτέλους!» ξεφώνισε. «Καταρχήν, δεν κάνω παρέα με το Θωμά, αυτός μου είπε την ώρα του διαγωνίσματος πως αν δεν τον βοηθούσα θα με έδερνε στο διάλειμμα. Κι αν θέλετε να ξέρετε, μου κάνει τη ζωή δύσκολη εδώ και πολύ καιρό!»

Οι γονείς του έμειναν να τον κοιτάζουν σιωπηλοί, αιφνιδιασμένοι απ’ τον άγριο τόνο της φωνής του που διέφερε τόσο πολύ από τη συνηθισμένη ήπια συμπεριφορά του.

- «Και γιατί δεν είπες τίποτα τόσον καιρό στους καθηγητές σου ή σε ’μας;»

- «Οι καθηγητές δεν πολυενδιαφέρονται!» απάντησε περιφρονητικά ο Παύλος, «και αν δεν μίλησα σε ’σας είναι γιατί όλη την ώρα τσακώνεστε και δεν έχετε ποτέ καιρό να μ’ ακούσετε!»

Ένιωσε ένα χοντρό κόμπο στο λαιμό και τα μάτια του άρχισαν να καίνε. Προκειμένου να μην ξεσπάσει σε κλάματα μπροστά τους, βγήκε τρέχοντας απ’ το σαλόνι και κλειδώθηκε στο δωμάτιό του.



Η πόλη του Ινκάλ ήταν πανέμορφη. Αποτελούνταν από ένα σύμπλεγμα θολωτών κτιρίων και λεπτεπίλεπτων μιναρέδων από χρυσάφι, ελεφαντόδοντο και κρύσταλλο που υψώνονταν ανάμεσα από μαρμάρινες πλατείες, τοξοτές γέφυρες, λεπτοσκαλισμένα συντριβάνια και πολύχρωμους τροπικούς κήπους. Λεπτοφτιαγμένα ψηφιδωτά και πλακόστρωτα από ροδόχρωμες πέτρες κάλυπταν τους δρόμους και τα ελικοειδή μονοπάτια της.
Το παλάτι του Εαρεντήλ του Μέγιστου, κυβερνήτη του Ινκάλ, δέσποζε στο κέντρο της πόλης. Έμοιαζε με γιγαντιαίο εξωτικό όστρακο που είχε ξεβράσει ο ωκεανός, όλο σπείρες κερατοειδείς προεξοχές και ελικοειδείς διακοσμήσεις.
Μέσα του ξεδιπλωνόταν ένας αστραφτερός λαβύρινθος από φωταγωγημένες αίθουσες και αψιδωτούς διαδρόμους. Ο ίδιος ο Εαρεντήλ, ντυμένος με μια ολόχρυση στολή, καθόταν σ’ έναν υπερυψωμένο θρόνο από κοκκινωπό κρύσταλλο στην αίθουσα υποδοχής του παλατιού του, ενώ οι αξιωματούχοι και η επίλεκτη φρουρά του τον περιστοίχιζαν από κάθε πλευρά

Γύρω-γύρω στην περιφέρεια της αίθουσας, της οποίας οι κίονες, η οροφή και το δάπεδο καλύπτονταν από πολυγωνικές πλάκες ατόφιου χρυσαφιού, κάθονταν σε αναπαυτικά καθίσματα οι άρχοντες και οι αρχόντισσες του Ινκάλ. Παρακολουθούσαν τους ανθρώπους που ένας-ένας προχωρούσαν στο κέντρο της, γονάτιζαν μπροστά στον Εαρεντήλ και επιδείκνυαν τα δώρα τους.

Εάν αυτά γίνονταν δεκτά, οι άρχοντες προχωρούσαν σε μια δημοπρασία μεταξύ τους και αυτός που θα πρόσφερε τα περισσότερα αποκτούσε το πολυπόθητο δώρο.

Καθώς ο Χονόρι περίμενε τη σειρά του μαζί με το Θέρσο και όλους τους υπόλοιπους, παρατηρούσε τα πρόσωπα των κατοίκων του Ινκάλ οι οποίοι σχολίαζαν μεταξύ τους τις προσφορές των επίγειων υπηκόων τους. Τα μάτια τους ήταν λαμπερά και λοξά, χωρίς ασπράδι, και έλαμπαν σαν υγρά κεχριμπάρια. Το δέρμα τους άστραφτε λευκό και διάφανο σαν το φίλντισι ενώ τα μαλλιά τους έπεφταν στους ώμους τους πλούσια μακρυά και ολόχρυσα και συγκρατούνταν πάνω από τα μέτωπά τους με διαμαντοστόλιστες τιάρες. Τα χαρακτηριστικά τους αυτά τους τύλιγαν μέσα σε μια απόκοσμη ομορφιά που τονίζονταν ακόμα περισσότερο από τις υπεροπτικές εκφράσεις των προσώπων τους.

Ο Έπαφος του έδωσε μια σκουντιά που διέκοψε τις παρατηρήσεις του.

- «Ξύπνα!» του σφύριξε. «Έρχεται η σειρά μας!»
Ο Χονόρι, αφού κοίταξε γύρω του με προσοχή, ρώτησε τον Έπαφο:

- «Μήπως είδες πουθενά αυτό το κάθαρμα τον Γεσού;»

- «Όχι, ούτε ίχνος του.»

Μια τρελή ελπίδα σπινθηροβόλησε μέσα του. Ίσως ο Γεσού να είχε τελικά δειλιάσει και να μην είχε ανέβει στο Ινκάλ.

Είδε τον Θέρσο να βαδίζει μέχρι το κέντρο της αίθουσας και να γονατίζει πάνω στο ολόχρυσο δάπεδο που αντανακλούσε τη μορφή του σαν μπρούτζινος καθρέφτης.

Έμοιαζε αστείος, ένας μικρόσωμος και κακοντυμένος ανθρωπάκος με μακρυά ψαρά μαλλιά και ζαρωμένο πρόσωπο πίσω απ’ το οποίο κρυβόταν ωστόσο ένα μυαλό που ήταν κοφτερό και φορτωμένο με γνώσεις.

Ο κυβερνήτης του Ινκάλ έκανε μια καταδεχτική χειρονομία με το δεξί του χέρι και του είπε:

- «Και τι έχεις να μας προσφέρεις εσύ, ανθρωπάκο;»

Ο Θέρσος άνοιξε το σακούλι που κρατούσε στα χέρια του και παρουσίασε το περιεχόμενό του.

- «Άρχοντά μου, σας προσφέρω ένα δώρο που αντάξιό του δε θα βρείτε απόψε. Είναι ένα από τ’ αυγά μιας δράκαινας που εγώ και οι σύντροφοί μου κλέψαμε από την έρημο με σκοπό να σας τα χαρίσουμε!»

- «Και πού είναι τα υπόλοιπα αυγά που κλέψατε;»

- «Αλίμονο άρχοντά μου. Χθες το βράδι ένας κλέφτης και η συμμορία του μας επιτέθηκαν και μας τα πήραν. Κατάφερα ωστόσο να περισώσω αυτό εδώ για σας.»

Η απάντηση του Θέρσου ξεσήκωσε ένα βροντερό κύμα γέλιου απ’ την ομήγυρη των κατοίκων του Ινκάλ. Ακόμα και ο Εαρεντήλ φάνηκε να διασκεδάζει.

- «Εσείς οι άνθρωποι είσαστε απίστευτοι τελικά. Κλέβετε ο ένας τον άλλο όλη την ώρα και τώρα επεκτείνατε τις δραστηριότητές σας και στα υπόλοιπα πλάσματα που μοιράζονται μαζί σας αυτόν τον κόσμο. Αλλά για πες μου κάτι γέροντα, μήπως το άτομο που σου έκλεψε όπως λες τ’ αυγά είναι αυτός εδώ;»

Έκανε μια πλατειά χειρονομία με τα χέρια του και μπροστά στον έκπληκτο Θέρσο υλοποιήθηκε ένα μεγάλο κλουβί μέσα στο οποίο καθόταν ανακούρκουδα ο Γεσού.

- «Πραγματικά, αυτός είναι άρχοντά μου» του απάντησε ο Θέρσος προσπαθώντας να κρατήσει τη φωνή του σταθερή.

- «Αυτός όμως ισχυρίζεται πως εσύ και η παρέα σου του κλέψατε ένα από τ’ αυγά που ο ίδιος είχε το θάρρος να ξεθάψει από την έρημο.»

- «Λέει ψέματα άρχοντά μου και μπορώ να το αποδείξω» του απάντησε ο Θέρσος με περισσότερη αυτοπεποίθηση αυτή τη φορά.
- «Τι θες να πεις;»
Ο Γεσού άρχισε να φωνάζει με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του μέσα απ’ το κλουβί αλλά, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, ούτε ίχνος από τη φωνή του δεν δραπέτευσε ανάμεσα απ’ τα χοντρά κάγκελα.

- «Μπορείτε να με ρωτήσετε ό,τι θέλετε σχετικά με την έρημο και τον τρόπο με τον οποίο έκλεψα τ’ αυγά και εγώ θα σας απαντήσω με κάθε ειλικρίνια» του πρότεινε ο Θέρσος. «Αν σας πω κάτι που δεν ευσταθεί, τότε θ’ αποδειχτεί ότι λέω ψέματα!»

Τα λόγια του ξεσήκωσαν ένα κύμα μουρμουρητών απ’ το πλήθος των ευγενών του Ινκάλ. Ωστόσο, ο κυβερνήτης του ιπτάμενου νησιού είχε διαφορετική άποψη.

- «Αυτός είναι ένας πολύ βαρετός τρόπος εξακρίβωσης της αλήθειας» δήλωσε με αποδοκιμαστικό ύφος. «Έχω να προτείνω κάτι καλύτερο. Αφού κάποιος από εσάς θεωρεί τον εαυτό του τόσο έξυπνο ώστε να πιστεύει ότι μπορεί να με ξεγελάσει, θα δοκιμάσω τη νοημοσύνη και των δύο σας. Αυτός που θ’ αποτύχει στη δοκιμασία θα θανατωθεί.»

Το κλουβί που κρατούσε φυλακισμένο τον Γεσού, εξαφανίστηκε. Την ίδια στιγμή, στο κέντρο της αίθουσας άνοιξε μια μεγάλη τρύπα. Ήταν ένα στρογγυλό πηγάδι με τοιχώματα που άστραφταν λεία σαν το γυαλί. Στο βάθος του μόλις και ξεχώριζαν οι στέγες και οι δρόμοι της Κάχλα. Σχημάτιζαν ένα άναρχο πολεοδομικό σύμπλεγμα που έμοιαζε με βρώμικο μωσαϊκό.

Ο Γεσού έπεσε στα γόνατα δίπλα στο Θέρσο.

- «Θα κάνω στον κάθε ένα από σας μια ερώτηση» ολοκλήρωσε το συλλογισμό του ο Εαρεντήλ. «Αυτός που θα μου απαντήσει σωστά, θα με πείσει για την ειλικρίνιά του. Ο άλλος, αυτός που θ’ αποτύχει, θα ριχτεί στο πηγάδι.»

Το πλήθος της αίθουσας ξέσπασε σε ζητωκραυγές. Ο Χονόρι κατάλαβε τότε πως όλη αυτή η σκηνή ήταν προσχεδιασμένη και πως ο κυβερνήτης του Ινκάλ δεν ενδιαφέρονταν καθόλου ν’ ανακαλύψει την αλήθεια, αφού τ’ αυγά θα γίνονταν δικά του έτσι κι αλλιώς. Προσπαθούσε απλώς να διασκεδάσει την πλήξη του.

- «Άρχοντά μου, θα ήθελα να πω και εγώ κάτι» μπήκε στη μέση ο Γεσού.

- «Σε ακούω» του απάντησε ο Εαρεντήλ, σμίγοντας τα λεπτά και χρυσαφένια φρύδια του.

- «Θα ήθελα να μη διαγωνιστώ με τον Θέρσο αλλά με κάποιον άλλο από τους συντρόφους του.»

- «Και τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα σου παραχωρήσω αυτό το προνόμιο;»

- «Άρχοντά μου, ο Θέρσος είναι ένας πανούργος και πολυδιαβασμένος άνθρωπος. Έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες ν’ απαντήσει σωστά στις ερωτήσεις σας από μένα που δεν είμαι παρά ένας αγράμματος ταξιδιώτης. Σας ικετεύω λοιπόν να μου παραχωρήσετε το προνόμιο να αναμετρηθώ με κάποιον ισάξιό μου.»

- «Έχεις κανέναν στο μυαλό σου;» τον ρώτησε ο Εαρεντήλ εντυπωσιασμένος απ’ τη λογική των επιχειρημάτων του.

- «Μάλιστα άρχοντά μου. Με την άδειά σας, θα ήθελα να αναμετρηθώ μ’ αυτόν εδώ» του απάντησε ο Γεσού δείχνοντας με το χέρι του τον Χονόρι.



O διάχυτος βόμβος και τα κορναρίσματα των αυτοκινήτων που έτρεχαν στη λεωφόρο έκανε τον αέρα να τρέμει γύρω του βασανισμένα. Ο Παύλος υπέφερε με αδιαφορία αυτόν τον καταιγισμό των διαπεραστικών ήχων που αν και τον βομβάρδιζαν απ’ όλες τις πλευρές σαν τις ορμητικές σταγόνες μια άϋλης καταιγίδας, δεν κατάφερναν ωστόσο να τον εκνευρίσουν. Ο ήλιος του μεσημεριού που πυρπολούσε το κομμάτι τ’ ουρανού που άφηναν ελεύθερο οι απρόσωποι όγκοι των γύρω πολυκατοικιών, διαπότιζε με μια ενοχλητική αίσθηση θερμότητας τη μπλούζα που φορούσε, ενώ ένας ζεστός άνεμος ανακάτευε τα μαλλιά του. Σταγόνες ιδρώτα άρχισαν να κυλάνε στο μέτωπο, στην πλάτη και στις μασχάλες του καθώς τα δάχτυλά του, που σφίγγονταν γύρω από τις φορτωμένες σακούλες του σούπερ-μάρκετ που κουβαλούσε, είχαν αρχίσει να πονάνε. Αποφάσισε να κόψει δρόμο μέσα από μια πλακοστρωμένη πλατεία που βρισκόταν εκεί κοντά, το κέντρο της οποίας στολιζόταν από ένα μικρό συντριβάνι. Γύρω-γύρω απ’ την πλατεία οι δημοτικές αρχές είχαν φυτέψει πολλές καταπράσινες λεύκες που με τα χρόνια είχαν ψηλώσει και σκίαζαν το γύρω χώρο. Ο ελαφρύς άνεμος που φυσούσε από το πρωί έκανε το φύλλωμά τους να τρέμει ενώ το αφρισμένο νερό του συντριβανιού παρήγαγε ένα βουητό που με λίγη φαντασία μπορούσε να πει κανείς πως θύμιζε το μουγκρητό ενός άγριου καταρράκτη.

- «Ε, βλήτο, τι κάνεις εκεί πέρα;»
Σήκωσε τα μάτια του ξαφνιασμένος. Ανάμεσα απ’ τους κορμούς των δέντρων εμφανίστηκε ο Θωμάς μαζί με τρία άλλα παιδιά που φορούσαν μαύρα μπλουζάκια και σκισμένα μπλου-τζήν.
- «Χάζεψες ρε; Γιατί δε μιλάς;»

Ο Θωμάς άρχισε να περπατάει προς το μέρος του συνοδευόμενος από τους τρεις φίλους του. Μια απλή σκέψη στριφογύρισε στο κεφάλι του τρομοκρατημένου Παύλου. Ακόμα και αν το έβαζε στα πόδια, ο Θωμάς και οι άλλοι τρεις θα τον προλάβαιναν. Δεν μπορούσε να τους ξεφύγει.

- «Νομίζεις πως θα μου γλυτώσεις; Με τη βλακεία που σε δέρνει μ’ έκανες να φάω αποβολή. Τώρα όμως που σε πετυχαίνω μόνο σου, θα μου το πληρώσεις!»

Ο Παύλος άφησε τις σακούλες που κρατούσε στα χέρια του να πέσουν καταγής με αποτέλεσμα το περιεχόμενό τους να σκορπιστεί πάνω στα πλακάκια της πλατείας. Οι φίλοι του Θωμά άρχισαν να γελάνε. Ήταν ένας άσχημος ήχος που έκανε τον Παύλο να κάνει ένα βήμα προς τα πίσω από ένστικτο.

Εκείνοι γέλασαν ακόμα περισσότερο. Άρχισαν να περπατάνε γύρω του αργά και επιδεικτικά, απολαμβάνοντας το ρόλο του ισχυρού.
Η πλατεία εξακολουθούσε να παραμένει άδεια. Κανείς δεν επρόκειτο να τον βοηθήσει. Ο Θωμάς στήθηκε μπροστά του και τον έφτυσε κατάμουτρα. Μέσα στα μάτια του φώλιαζε κάτι περισσότερο απ’ τη συνηθισμένη προκλητικότητα και περιφρόνηση. Υπήρχε και μια σπίθα μίσους.
Ο Παύλος σκούπισε το πρόσωπό του με χέρια που έτρεμαν και κοίταξε το Θωμά κατάματα.

- «Ικανοποιήθηκες τώρα;» Η φωνή του ακούστηκε στριγκή και αδύναμη, γελοία ακόμα και στα δικά του αυτιά.

- «Όχι, δεν ικανοποιήθηκα» του απάντησε ο Θωμάς μιμούμενος κοροϊδευτικά τον τόνο της φωνής του. «Πρώτα θα σε σαπίσω στο ξύλο και μετά θα ικανοποιηθώ!» Οι φίλοι του άρχισαν να τον παροτρύνουν με φωνές και σπρωξίματα να πραγματοποιήσει την απειλή του.

Ο Θωμάς τον έριξε καταγής με μια ξαφνική σπρωξιά.
Το κεφάλι του Παύλου συγκρούστηκε με το πλακόστρωτο της πλατείας και τότε συνέβει κάτι πολύ παράξενο: του φάνηκε πως το μυαλό του χωρίστηκε σε δύο διαφορετικά κομμάτια. Το ένα από τα δύο αυτά κομμάτια εξακολουθούσε να είναι ο τρομοκρατημένος και ηττοπαθής Παύλος που είχε μάθει· πριν κάνει το παραμικρό, να το σκέφτεται και να το ξανασκέφτεται χίλιες φορές. Το άλλο κομμάτι ωστόσο, αυτό που ανέλαβε τον έλεγχο του κορμιού του, ανήκε σ’ έναν ατρόμητο και πεπειραμένο πολεμιστή που ήξερε πολύ καλά πως ο μόνος τρόπος για να νικήσει κανείς τους φόβους του είναι να τους ξεριζώνει τη στιγμή που γεννιούνται. Πετάχτηκε όρθιος με μια μονοκόμματη αλλά σβέλτη κίνηση που έκανε τον Θωμά και την παρέα του να οπισθοχωρήσουν ξαφνιασμένοι. Τα χέρια του σφίχτηκαν σε γροθιές και πριν καλά-καλά καταλάβει και ο ίδιος τι κάνει, μια παράξενη εικόνα άστραψε μπροστά του, το πρόσωπο ενός μεθυσμένου άνδρα που του επιτίθονταν μέσα στη θολή ατμόσφαιρα μιας χαμηλοτάβανης ταβέρνας όπου είχε ξεσπάσει ένας φοβερός καυγάς.
Στα μάτια του μεθυσμένου που κρατούσε ένα σπασμένο μπουκάλι έλαμπε η ίδια ακριβώς έκφραση της κτηνωδίας, της αλαζονικής αυτοπεποίθησης και της σιχαμερής ευχαρίστησης που θρονιάζονταν πάνω στο πρόσωπο του Θωμά. Μόνο που ο καινούργιος Παύλος ήξερε πολύ καλά τι έπρεπε να κάνει. Έσκυψε απότομα αποφεύγοντας τη γροθιά του αντιπάλου του και στη συνέχεια του έκανε ένα περίπλοκο κεφαλοκλείδωμα που τον έστειλε να καταρρεύσει μπροστά του σαν σακί με πατάτες. Με δύο καλά υπολογισμένα χτυπήματα τον αφόπλισε και στη συνέχεια στρογγυλοκάθισε πάνω στο στήθος του, ακινητοποιώντας τον ολοκληρωτικά.

Ο κόσμος ξαναστερεοποιήθηκε γύρω του και ο Παύλος ανακάλυψε πως είχε βάλει κάτω τον Θωμά ο οποίος τον κοίταζε με μια έκφραση τρομαγμένης κατάπληξης. Οι τρεις φίλοι του το είχαν βάλει στα πόδια ενώ δύο βήματα πιο πέρα, ένας ανοιγμένος σουγιάς άστραφτε στον ήλιο. Ανακάλυψε επίσης πως και ο ίδιος έτρεμε ολόκληρος, όχι από φόβο αλλά από ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα θριάμβου.
- «Άκουσε με καλά» του είπε οδηγημένος από την παράξενη εκείνη εναλλακτική προσωπικότητα που εξακολουθούσε να κυλάει σα φωτιά στις φλέβες του. «Ο μόνος που φταίει για την αποβολή που φάγαμε είσαι εσύ! Και ξέρεις κάτι; Δεν μ’ ενδιαφέρει τι προβλήματα αντιμετωπίζεις στο σπίτι σου αλλά ένα θα σου πω. Αν ξαναπροσπαθήσεις να ξεσπάσεις πάνω μου θα σου σπάσω ένα-ένα όλα σου τα κόκκαλα! Το κατάλαβες;»
Ο Θωμάς του έκανε ένα καταφατικό νεύμα χωρίς να βγάλει μιλιά. Στα μάτια του φώλιαζε τώρα ένας παραλυτικός φόβος καθώς ο τόνος της φωνής του Παύλου και η τρομερή έκφραση που είχε απλωθεί πάνω στο πρόσωπό του ήταν κάτι που δεν είχε αντικρύσει ποτέ ξανά στη ζωή του.

- «Τώρα, θα σηκωθώ όρθιος και θα φύγω από ’δω πέρα κι αν δοκιμάσεις εσύ ή τα φιλαράκια σου να μ’ εμποδίσετε, θα βλαστημήσετε την ώρα και τη στιγμή που γεννηθήκατε. Αυτό που σου λέω!»

Στα μάτια του Θωμά διάβασε τη βουβή αποδοχή και μαζί με αυτή και κάτι άλλο, κάτι που για πρώτη φορά έβλεπε στα μάτια ενός άλλου ανθρώπου, έναν τρομαγμένο σεβασμό. Σηκώθηκε όρθιος και έφυγε από την πλατεία κρατώντας το κεφάλι του ψηλά, χωρίς καν να καταδεχτεί να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του. Ο αέρας ανέμισε τα μαλλιά του και του φάνηκε ξαφνικά υπέροχος, σπινθηροβόλος, φρέσκος και πικάντικος, σαν τον αφρό του πιο εκλεκτού κρασιού που έχει φτιαχτεί ποτε σ’ αυτόν τον κόσμο.



- «Ο αντίπαλός σου απέτυχε ν’ απαντήσει στην ερώτηση» είπε ο Εαρεντήλ στρέφοντας το πρόσωπό του στον Χονόρι. «Αν αποτύχεις και εσύ, θα τιμωρηθείς το ίδιο παραδειγματικά και τ’ αυγά θα κρατηθούν στο Ινκάλ ως μνημεία της αξιοθρήνητης προσπάθειάς σας να μας ξεγελάσετε!»

Ο Χονόρι, που στέκονταν μόνος στο κέντρο της χρυσοστόλιστης αίθουσας, δίπλα στο απύθμενο πηγάδι που μόλις είχε καταπιεί τον Γεσού, κοίταξε τον κυβερνήτη του Ινκάλ κατάματα.
- «Σύμφωνοι» μουρμούρισε κουνώντας ταυτόχρονα το κεφάλι του καταφατικά.
- «Θα ξαναθέσω το ερώτημα μια φορά ακόμα, μόνο και μόνο για να σε διευκολύνω» πρόσθεσε με περιφρονητική ψυχρότητα ο Εαρεντήλ.
Στη συνέχεια άρχισε ν’ απαγγέλει με μεγαλόπρεπο ρυθμό:
- «Θέλω να μου πεις πως ονομάζεται αυτή η σφαίρα που έχει επιφάνεια επίπεδη, που τίποτα δεν την κρατάει μα πουθενά δεν πέφτει, που η σκιά της φέρνει τη νύχτα όταν η κόρη της δεν φέγγει στον ουρανό. Είναι η μητέρα κάθε ζωής, η πνοή της γεννάει τα σύννεφα και πάνω της, την κάθε σύντομη στιγμή, χιλιάδες σκέψεις γεννιούνται και πεθαίνουν!»
Ο Χονόρι έμεινε σιωπηλός. Μέσα απ’ το πηγάδι, αναδύονταν ένα κρύο ρεύμα αέρα που έμοιαζε να τον προκαλεί σαρκαστικά.
Για μια στιγμή κυριεύτηκε από ένα συναίσθημα βαθιάς αποθάρρυνσης, από τη συντριπτική βεβαιότητα πως δε θα τα έβγαζε πέρα. Αυτό ήταν κάτι που δεν είχε ξανανιώσει στη ζωή του, αυτή η οργισμένη πικρία ενάντια στην ασχήμια ενός σκοτεινού κόσμου που προσπαθούσε να τον εκμηδενίσει. Ήταν μια σκέψη που του προκαλούσε μια αίσθηση ασφυξίας. Μια εικόνα άστραψε τότε στο μυαλό του, ένα μικρό δωμάτιο που λουζόταν στο πλούσιο κιτρινωπό φως που έβγαινε από μια γυάλινη σταγόνα που κρεμόταν μ’ ένα άσπρο κορδόνι από ένα ταβάνι. Στους λευκούς τοίχους του δωματίου κρέμονταν παράξενες ζωγραφιές ανθρώπων και μηχανών. Εκείνος καθόταν μπροστά από ένα μικρό τραπέζι ενώ στα δεξιά του άνοιγε μια συρταρωτή πόρτα από γυαλί που έβγαζε σ’ ένα μικρό μπαλκόνι.
Από κάπου κοντά ξεπηδούσαν οι οργισμένες φωνές ανθρώπων που καυγάδιζαν. Ένιωσε μια βαθιά επιθυμία να ξεφύγει από ’κει μέσα και να γευτεί τη συναρπαστική πραγματικότητα μιας άλλης ζωής, της ΔΙΚΗΣ του ζωής. Μπροστά του, πάνω στο τραπέζι, υπήρχε ένα ανοιχτό βιβλίο. Ολόκληρη η σελίδα στη οποία ήταν ανοιγμένο καταλαμβάνονταν από την εικόνα ενός ουράνιου σώματος που ήταν στρογγυλό και λαμπερό σαν το φεγγάρι.

- «Λοιπόν; Ποια είναι η απάντησή σου στην ερώτησή μου;»

Ο Χονόρι προσγειώθηκε ανώμαλα στην αμείλικτη πραγματικότητα της αίθουσας του θρόνου του Ινκάλ και της δοκιμασίας που έπρεπε να ξεπεράσει.
- «Είναι η Γη» απάντησε χωρίς και ο ίδιος να καταλαβαίνει καλά-καλά τι ήταν αυτό που έλεγε. «Μια σφαίρα που κρέμεται στο κενό και που όταν βρίσκεσαι πάνω της νομίζεις ότι είναι επίπεδη. Η Μητέρα όλων μας.»
Τα κεχριμπαρένια μάτια του Εαρεντήλ άνοιξαν διάπλατα και πλημμύρισαν από μια τρομερή έκπληξη που ταίριαζε απόλυτα με τη χορωδία των κραυγών και των επιφωνημάτων που άρχισαν να ξεπηδούν από τα στόματα των υπόλοιπων αρχόντων του Ινκάλ.

Ο Χονόρι κατάλαβε τότε πως είχε λύσει το αίνιγμα με επιτυχία.



Οι γονείς του κάθονταν στο καθιστικό και τον κοίταζαν σιωπηλοί. Έμοιαζαν παράξενα στεναχωρημένοι και κάπως μαζεμένοι.

- «Θα θέλαμε να μιλήσουμε μαζί σου απόψε, αν το θέλεις κι εσύ» του είπε ο πατέρας του.

Ο Παύλος παραξενεύτηκε από τον τόνο της φωνής του που ήταν μαλακός και διστακτικός.
- «Σας ακούω και τώρα» του απάντησε καθώς καθόταν δίπλα τους σε μια πολυθρόνα. Τα δάχτυλα της μητέρας του άρχισαν να στριφογυρίζουν νευρικά καθώς πήρε αυτή το λόγο.
- «Εγώ και ο πατέρας σου είχαμε μια σοβαρή συζήτηση πριν από λίγο» του είπε κοιτάζοντάς τον στα μάτια. «Συμφωνήσαμε πως η συμπεριφορά μας δεν είναι η σωστή και πως σ’ έχουμε παραμελήσει. Θέλω να πω πως τώρα τελευταία, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε μεταξύ μας, μας απασχόλησαν περισσότερο από ό,τι θα έπρεπε με αποτέλεσμα να μη σε προσέχουμε αρκετά.»

- «Πιστεύουμε πως αυτό που συνέβει στο σχολείο σου δε θα είχε συμβεί αν είχαμε κάτσει να συζητήσουμε όλοι μαζί τα προβλήματα που αντιμετωπίζεις με τον συμμαθητή σου. Αλλά ήμασταν πολύ απασχολημένοι με τους καυγάδες μας για να σου δώσουμε την προσοχή που σου αρμόζει» συμπλήρωσε ο πατέρας του.

- «Συγγνώμη, αλλά γιατί μου τα λέτε τώρα όλα αυτά;» τους ρώτησε ο Παύλος παραξενεμένος από το γεγονός πως κάθε λίγο και λιγάκι ο ένας συμπλήρωνε τα λόγια του άλλου λέγοντας τελικά το ίδιο πράγμα.

- «Γιατί θέλουμε να σου πούμε πως αποφασίσαμε να προσπαθήσουμε να κάνουμε όλοι μαζί μια καινούργια αρχή και να μάθουμε ν’ ακούμε ο ένας τον άλλο. Από ’δω κι εμπρός σου υποσχόμαστε πως δε θα καυγαδίζουμε με το παραμικρό αν μας υποσχεθείς και εσύ πως θα μας μιλάς για οτιδήποτε σε απασχολεί και σε κάνει να νιώθεις άσχημα.»

- «Εντάξει, σας το υπόσχομαι» τους διαβεβαίωσε ο Παύλος. Στη συνέχεια τους χαμογέλασε, σηκώθηκε όρθιος και πήγε να κλειστεί στο δωμάτιό του. Το πρόσωπό του παρέμεινε ως συνήθως ήρεμο και ευγενικό, αλλά ο ίδιος μέσα του πετούσε.

Ξάπλωσε στο κρεβάτι του και χαμογέλασε στο ταβάνι θριαμβευτικά. Ένιωσε σαν ένας νικητής, σαν ένας άνθρωπος που είχε δικαιωθεί από την πραγματικότητα.



- «Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πώς βρήκες τη σωστή απάντηση τόσο εύκολα» του είπε ο Θέρσος με θαυμασμό.

Ξαπλωμένοι πάνω σε βελούδινα ανάκλιντρα, ο Χονόρι και η παρέα του απολάμβαναν τις υπηρεσίες του πιο πολυτελούς ξενοδοχείου της Κάχλα καθώς τα χρυσαφικά και οι πολύτιμοι λίθοι που τους είχαν χαρίσει οι άρχοντες του Ινκάλ τους είχαν μετατρέψει από τη μια στιγμή στην άλλη στους πλουσιότερους ανθρώπους της πόλης. Ο Χονόρι ήπιε μια γουλιά κρασί από το χρυσοστόλιστο ποτήρι που κρατούσε με το δεξί του χέρι και κοίταξε τον Θέρσο σκεφτικά.
- «Δεν ξέρω πώς, απλώς ήξερα τη σωστή απάντηση» του είπε. «Γεννήθηκε μέσα στο μυαλό μου από μόνη της!» - «Έτσι απλά;» τον ρώτησε ο Έπαφος ο οποίος ξεκοκκάλιζε ένα μπούτι καλοψημένου κοτόπουλου.
- «Όχι ακριβώς» προσπάθησε να του εξηγήσει ο Χονόρι. «Μου φάνηκε σα να ονειρευόμουν με ανοιχτά τα μάτια!»

- «Πώς δηλαδή;» Αυτή τη φορά εκείνος που έκανε την ερώτηση ήταν ο Σάλεκ ο οποίος κάπνιζε μια πίπα που έβγαζε ναρκωτικές αναθυμιάσεις.

- «Να σας πω» αποπειράθηκε για άλλη μια φορά να τους εξηγήσει ο Χονόρι. «Η αλήθεια είναι πως από τότε που πήγαμε στην πόλη της ερήμου για να κλέψουμε τ’ αυγά, βλέπω παράξενα όνειρα κάθε βράδυ. Στα όνειρα αυτά ζω σε μια τεράστια πόλη. Στον ουρανό της πετάνε πελώρια σιδερένια πουλιά. Στους δρόμους της τρέχουν σαν δαιμονισμένα κάτι σιδερένια κάρα που κινούνται χωρίς άλογα και μουγκρίζουν. Επίσης βρωμάνε και βγάζουν καπνούς. Είναι πολύ επικίνδυνα.»

- «Γιατί είναι επικίνδυνα;» ακούστηκε και η φωνή του Θοργκ ο οποίος είχε βρει τα λόγια του Χονόρι τόσο ενδιαφέροντα ώστε να σταματήσει για λίγο να καταβροχθίζει ένα βουνό καλοψημένων χουρμάδων.

- «Γιατί όλο και κάποιοι κάτοικοι της πόλης τραυματίζονται και σκοτώνονται από αυτά κάθε μέρα.»

- «Μα τι σόι άνθρωποι είναι αυτοί τέλος πάντων;» τον ξαναρώτησε ο Θοργκ που έμοιαζε να έχει ξεχάσει προς το παρόν τους χουρμάδες του.

- «Στα όνειρά μου» συνέχισε την αφήγησή του ο Χονόρι, «ζουν σε μικρά γύψινα δωμάτια, μέσα σε τεράστια κτίρια με πολλά πατώματα. Όταν δεν δουλεύουν, περνάνε την ώρα τους κοιτάζοντας κάτι μαύρα κουτιά που μιλάνε και δείχνουν κινούμενες εικόνες.»

- «Τι εικόνες δηλαδή;»

- «Σκοτωμούς κυρίως, καταστροφές και καυγάδες. Τους αρέσει πολύ να βλέπουν αυτά τα πράγματα.»

- «Ναι, ε;»

-«Εδώ που τα λέμε, δεν έχουν και κάτι άλλο να κάνουν. Η πόλη που ζουν είναι πολύ βρώμικη και άσχημη.»

- «Και γιατί δεν σηκώνονται να φύγουν τότε;» Ο Θοργκ φαίνονταν βαθιά προβληματισμένος από αυτά που άκουγε.

- «Ξέρω ’γω; Ίσως γιατί δεν έχουν πού αλλού να πάνε» του απάντησε ο Χονόρι.

- «Ησυχάστε» επενέβει εκείνη τη στιγμή ο Θέρσος για να τους ηρεμήσει. «Αποκλείεται να υπάρχει κάποια αλήθεια σ’ αυτούς τους εφιάλτες. Είναι από τη φύση τους τελείως παράλογοι. Εξάλλου, οι θεοί του πεπρωμένου δε θα επέτρεπαν ποτέ να υπάρξει πουθενά μια τέτοια τρέλα, σε κανέναν κόσμο του σύμπαντος!»

Και τότε, τυλιγμένοι μέσα στο αιώνιο σκοτάδι τους, οι θεοί του πεπρωμένου χαμογέλασαν συγκαταβατικά...


___________________



Η παραπάνω ιστορία συνεχίζεται με το διήγημα "
Η φωτιά του Εαρεντήλ". Μπορείτε να διαβάσετε το δεύτερο μέρος πατώντας εδώ.

* σημείωση: η εικόνα ανοίγματος του παρόντος άρθρου είναι δημιουργία του eic.

________________________________


    τα έχεις διαβάσει;

Βιβλία Fantasy

Διαβάσαμε & Κρίνουμε
Fantasy Archive

Μουσική Φαντασίας

Ακούσαμε & Προτείνουμε
Fantasy Archive

Visual Art - Ζωγραφική

Είδαμε & Παρουσιάζουμε
Fantasy Archive

Comics - Graphic Novels

Εικόνες & Κείμενα Φαντασίας
Fantasy Archive

Ταινίες & Σειρές Φαντασίας

Εντυπώσεις και Συναισθήματα
Fantasy Archive

Video Games

Η F Γωνιά των Gamers
Fantasy Archive