από Ερρίκο Σμυρναίο
1
- «Αλέξανδρε, έχω κάτι να σου πω!»
O Αλέξης σταμάτησε να εξολοθρεύει τους εξωγήινους που χοροπηδούσαν σαν υπερκινητικές ακρίδες στη λαμπερή οθόνη του υπολογιστή του και κοίταξε τον πατέρα του αμίλητος, περιμένοντας τη συνέχεια.
- «Αυτό το καλοκαίρι δε θα πάμε στην Κρήτη.»
- «Και πού θα πάμε τότε;»
- «Στο χωριό μου, στην ορεινή Αρκαδία.» Η έκπληξη που χαράχτηκε στο πρόσωπο του Αλέξη έσπρωξε τον πατέρα του να προσθέσει: «Είναι πολύ ωραία εκεί πάνω, θα δεις. Τελείως διαφορετικά απ’ ότι νομίζεις. Και επιτέλους, είναι πια καιρός να γνωρίσεις την ιδιαίτερη πατρίδα σου, το μέρος όπου γεννήθηκες, δε νομίζεις;»
Ο Αλέξης έγνεψε καταφατικά και ξαναβυθίστηκε στον ψηφιακό κόσμο της πολύχρωμης οθόνης του. Πολύ λίγο τον ενδιέφερε που θα περνούσε φέτος το καλοκαίρι. Στο κάτω-κάτω, τόσα χρόνια που πήγαιναν στην Κρήτη, δεν είχε καταφέρει να κάνει ούτε ένα φίλο της προκοπής. Τι σημασία είχε λοιπόν το πού θα περνούσε τις καλοκαιρινές του διακοπές αυτή τη φορά;
2
Άνοιξε τα μάτια του μέσα στο σκοτάδι κυριευμένος από ένα αλλόκοτο συναίσθημα ανησυχίας. Το βλέμμα του καρφώθηκε στο γυμνό τοίχο της κάμαρας, εκεί όπου το φως του φεγγαριού που μόλις είχε ανατείλει, ζωγράφιζε ένα λαμπερό τετράγωνο, ακριβώς δίπλα στην πόρτα.
Ολόκληρος ο κόσμος έμοιαζε να κοιμάται βυθισμένος στην αγκαλιά της νύχτας. Γρύλοι και τριζόνια τραγουδούσαν ακούραστα έξω απ’ το σκοτεινό δωμάτιο ενώ μοναχικά νυχτοπούλια καλούσαν το ένα τ’ άλλο με βραχνά σκουξίματα και παραπονιάρικες κραυγές. Κι όμως, μια παράξενη ένταση γέμιζε τον αέρα, κάτι σαν αόρατο θυμίαμα που κρέμονταν γύρω του σχηματίζοντας άυλα πλοκάμια που αναδεύονταν γεμάτα προσμονή. Ένα ανεξήγητο συναίσθημα φόβου αργοκύλισε στις φλέβες του σα ναρκωμένο φίδι. Η καρδιά του γοργοχτύπησε αναστατωμένη.
Ανακάθισε στο κρεβάτι και έδιωξε και τα τελευταία υπολείμματα του ύπνου που σέρνονταν ακόμα στις άκρες του μυαλού του. Έκανε κρύο, ίσως εξαιτίας του μεγάλου υψόμετρου όπου ήταν χτισμένο το χωριό. Κατά τα άλλα, όλα έμοιαζαν φυσιολογικά. Κι όμως, η παράξενη εκείνη αίσθηση δεν έλεγε να υποχωρήσει, η βεβαιότητα πως κάτι δεν πήγαινε καλά και πως μια κρυφή απειλή καραδοκούσε κάπου στο σκοτάδι. Τέντωσε τ’ αυτιά του προσπαθώντας ν’ ακούσει κάτι περισσότερο απ’ το νυχτερινό τραγούδι του δάσους που περικύκλωνε το χωριό, οτιδήποτε που θα δικαιολογούσε το ενοχλητικό εκείνο συναίσθημα της ανησυχίας που αρνιόταν να τον αφήσει.
Κάποια στιγμή εγκατέλειψε την προσπάθεια. Έσπρωξε στο πλάι τις βαριές κουβέρτες του κρεβατιού με το σιδερένιο σκελετό και τα παλιομοδίτικα σκαλίσματα, σηκώθηκε όρθιος και στάθηκε μπροστά στο μοναδικό παράθυρο της κάμαρας. Το μυστηριακό τοπίο που ξεδιπλώνονταν πέρα απ’ το τετράγωνο παράθυρο λίγο θύμιζε το γραφικό συνοικισμό που είχε αντικρίσει το ίδιο εκείνο απόγευμα.
Όταν είχε βγει από τ’ αμάξι, ζαλισμένος και κουρασμένος από το πολύωρο ταξίδι και τις ατέλειωτες στροφές του δρόμου, ο καλοκαιριάτικος ουρανός απλωνόταν λαμπερός και κιτρινοκόκκινος πάνω απ’ το κεφάλι του ενώ οι ράχες των γύρω βουνών διαγράφονταν βιολετιές και γαλάζιες, οι κορφές τους φωτισμένες από τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου που έδυε. Πέτρινα σπίτια με παλιομοδίτικα παντζούρια και ξύλινες πόρτες που ήταν στολισμένες με μπρούτζινα ρόπτρα και αψιδωτά υπέρθυρα υψώνονταν γύρω του. Οι στέγες τους καλύπτονταν από γκριζοπράσινα κεραμίδια που είχαν χορταριάσει με τα χρόνια. Πετρόχτιστες καμινάδες ξεφύτρωναν εδώ κι εκεί, υδρορροές που είχαν πρασινίσει και ραγισμένα αετώματα. Αυτό που τον είχε γοητεύσει ιδιαίτερα όμως ήταν τα μικρά χαγιάτια που κρέμονταν πάνω απ’ τα στενά δρομάκια του χωριού και οι στρογγυλές γλάστρες που στόλιζαν τα κατώφλια και τα παράθυρα των σπιτιών του. Εκεί κοντά είχε ανακαλύψει και μια κυκλική πλατεία. Την περικύκλωναν μεγάλα διώροφα σπίτια καθώς και μια μικρή εκκλησία. Στο κέντρο της πλατείας κελάρυζαν πέντε πέτρινες βρύσες που ήταν σκαλισμένες κατά τρόπο τέτοιο ώστε να μοιάζουν με κεφάλια λύκων. Ένας θεόρατος πλάτανος φύτρωνε δίπλα τους, ένα καταπληκτικό δέντρο που το πυκνό του φύλλωμα σκίαζε ολόκληρη την πλατεία ενώ μικρά παγκάκια από ξύλο βρίσκονταν τοποθετημένα γύρω απ’ το χοντρό κορμό του. Η γαλήνια ησυχία που απλωνόταν πάνω απ’ το χωριό μόλις και ράγιζε απ’ τα μακρινά βελάσματα των κατσικιών που έβοσκαν κρυμμένα στις πλαγιές των γύρω βουνών και απ’ τον ασημένιο ήχο των μικρών κουδουνιών που κρέμονταν στους λαιμούς τους.
Ήταν ένας τόπος που έμοιαζε ξεχασμένος απ’ τον χρόνο. Η εντύπωση του αυτή δυνάμωσε ακόμα περισσότερο όταν ανακάλυψε πως τα περισσότερα σπίτια δεν είχαν ηλεκτρικό ρεύμα, ούτε καν τηλέφωνο. Το βράδυ οι κάτοικοί τους άναβαν λαδοφάναρα και κεριά για να κρατάνε το σκοτάδι μακρυά.
Μετά ο πατέρας του τον είχε συστήσει σ’ έναν ασπρομάλλη γέροντα με μαύρα και πολύ διαπεραστικά μάτια που τους είχε υποδεχτεί μ’ ένα πλατύ χαμόγελο. Ήταν ο παππούς του. Μοιράζονταν μάλιστα και το ίδιο όνομα. Στη συνέχεια είχαν καθίσει να φάνε σ' ένα μεγάλο δωμάτιο που καταλάμβανε σχεδόν ολόκληρο το ισόγειο του σπιτιού που θα τους φιλοξενούσε για τις επόμενες δύο βδομάδες.
Τώρα, βυθισμένο στο σκοτάδι της νύχτας, το χωριό έμοιαζε σιωπηλό και παράξενα άδειο, σαν να ήταν στοιχειωμένο. Απέναντί του, στο ίδιο ύψος με το παράθυρο, μια πέτρινη στέγη διαγράφονταν στο φεγγαρόφωτο. Τρεισήμισι μόλις μέτρα πιο χαμηλά, ένα στενό και ανηφορικό δρομάκι κατέληγε στα τελευταία σπίτια του χωριού. Εκεί πέρα μεταμορφωνόταν σ’ ένα χορταριασμένο μονοπάτι που χάνονταν ανάμεσα στα δέντρα ενός πυκνού δάσους.
Οι διάφανες σπείρες μιας αραιής ομίχλης σέρνονταν γύρω απ’ τους πέτρινους τοίχους των γύρω σπιτιών και πάνω απ’ τα χορταριασμένα κεραμίδια τους. Σύμφωνα με τους φωτεινούς δείκτες του ρολογιού του η νύχτα πλησίαζε στο τέλος της.
Ξαφνικά είδε κάτι παράξενο: Η εξώθυρα του απέναντι σπιτιού άνοιξε μια στάλα και ένας άνθρωπος έκανε την εμφάνισή του. Του φάνηκε πως φορούσε κάτι σαν μακρύ ράσο που κατέληγε σε μια φαρδιά κουκούλα η οποία σκέπαζε ολόκληρο το κεφάλι του. Ο αινιγματικός εκείνος οδοιπόρος άρχισε ν’ ανηφορίζει με βιασύνη το στενό σοκάκι που τελείωνε στις παρυφές του δάσους έως ότου χάθηκε ανάμεσα στα πέπλα της φωτεινής ομίχλης που στροβιλίζονταν γύρω του νωχελικά.
Ποιος να ήταν και πού να πήγαινε τέτοια ώρα;
Ύστερα από λίγο ο Αλέξης, που είχε στο μεταξύ αρχίσει να τρέμει απ’ το κρύο, βαρέθηκε να περιμένει την επιστροφή του παράξενου νυχτοπερπατητή. Ετοιμάστηκε να ξαναχωθεί κάτω απ’ τις κουβέρτες του κρεβατιού όταν ο ρυθμικός ήχος βαριών βημάτων που ανέβαιναν ένα-ένα τα ξύλινα σκαλοπάτια της σκάλας που ξεκινούσε απ’ το ισόγειο του σπιτιού, άγγιξε τ’ αυτιά του. Τα βήματα αυτά δεν ήταν ούτε της μητέρας, ούτε του πατέρα του. Η σκέψη αυτή, καθώς και ο παράξενος φόβος που ξύπνησε μέσα του, τον έκαναν να κουκουλωθεί με τις κουβέρτες σαν να ήταν μωρό και να κρύψει το κεφάλι του κάτω απ’ τα βαριά σκεπάσματα. Τα βαριά βήματα σταμάτησαν πίσω ακριβώς απ’ την πόρτα της κάμαρας και για μια στιγμή, που του φάνηκε αιώνας ολόκληρος, άκουσε το πόμολο της πόρτας να γυρίζει αργά-αργά καθώς ο άγνωστος επισκέπτης ετοιμάζονταν να την ανοίξει.
Στη συνέχεια μια μαύρη σκιά απλώθηκε γύρω απ' το κρεβάτι και η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά αλλά προτού προλάβει να κάνει το παραμικρό, βυθίστηκε σ' ένα βαθύ λήθαργο που έμοιαζε με λιποθυμία.
3
Το ζωηρό τραγούδι ενός κότσυφα που κελαηδούσε έξω απ’ το παράθυρο και το λαμπερό φως του ήλιου που πλημμύριζε τη μικρή κάμαρα ήταν τα πρώτα πράγματα που άκουσε και είδε όταν ξύπνησε το επόμενο πρωί.
Πέταξε από πάνω του τα σκεπάσματα του κρεβατιού και σηκώθηκε όρθιος. Ένιωθε ευδιάθετος και πεινασμένος. Το σπίτι ήταν σιωπηλό και δροσερό ενώ το φως του πρωινού χάραζε πολύπλοκα αραβουργήματα πάνω στα σκονισμένα τζάμια του παράθυρου. Μια έντονη μυρωδιά φρεσκοκομμένου ξύλου και ψημένου ψωμιού αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα αυξάνοντας ακόμα περισσότερο την πείνα του.
Ντύθηκε στα γρήγορα και βγήκε απ’ το δωμάτιο με σκοπό να καταβροχθίσει το πλούσιο πρωινό που σίγουρα τον περίμενε στην κουζίνα. Η ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο ισόγειο του σπιτιού του φάνηκε παμπάλαια τώρα που την έβλεπε με το φως της ημέρας. Ήταν φτιαγμένη από χοντροκομμένα κομμάτια σκουρόχρωμου ξύλου που ενώνονταν μεταξύ τους με χοντρά μαύρα καρφιά.
Καθώς κατέβαινε ένα-ένα τα φαρδιά σκαλοπάτια της που έτριζαν κάτω απ’ το βάρος του, η ανάμνηση των χθεσινοβραδινών συμβάντων αντιλάλησε στις σκέψεις του φορτισμένη με μια παράξενη ενέργεια. Ωστόσο, τα συναισθήματα του έντονου φόβου και της περιέργειας που τον είχαν κατακλύσει τότε του φάνηκαν ξαφνικά γελοία, τώρα που ο ήλιος φώτιζε τον κόσμο και μια καινούργια μέρα είχε ξημερώσει.
Στην κουζίνα του σπιτιού βρήκε τους γονείς του. Ήταν ήδη καθισμένοι στο τραπέζι και έτρωγαν με όρεξη. Τον καλημέρισαν χαρωπά.
- «Πού είναι ο παππούς;» τους ρώτησε. Στο μεταξύ είχε ήδη αρχίσει να πίνει ένα ποτήρι με ζεστό γάλα και σοκολάτα.
- «Βγήκε για λίγο αλλά όπου να 'ναι θα γυρίσει» του απάντησε η μητέρα του. «Και τότε θα τον γνωρίσεις καλύτερα.»
- «Γιατί δεν πας στο μεταξύ να κάνεις μια βόλτα στο χωριό;» του πρότεινε ο πατέρας του με τη σειρά του. «Πού ξέρεις, μπορεί να γνωρίσεις τίποτα παιδιά της ηλικίας σου και να κάνετε παρέα!»
Μια και δεν έβλεπε κανένα λόγο να μην ακολουθήσει αυτή τη συμβουλή, καταβρόχθισε δύο χοντρές φέτες ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα και μετά βγήκε απ’ το σπίτι. Στη συνέχεια άρχισε να κατηφορίζει τον στενό και πλακόστρωτο δρόμο που έβγαζε στην πλατεία που είχε δει την προηγούμενη μέρα και που όπως είχε ήδη καταλάβει, ήταν και η μοναδική πλατεία ολόκληρου του χωριού.
Τα σπίτια που υψώνονταν στα δεξιά και στ’ αριστερά του έριχναν τη σκιά τους πάνω στο ραγισμένο πλακόστρωτο του δρόμου κρατώντας τη ζέστη της ημέρας μακρυά. Τα ξύλινα χαγιάτια τους, με τα στενά και σκοτεινά παράθυρα, έμοιαζαν να γέρνουν από πάνω του και να τον κρυφοκοιτάζουν. Μια λεπτή λωρίδα γαλάζιου ουρανού ξετυλιγόταν ανάμεσά τους.
Ο Αλέξης περπατούσε με προσοχή πάνω στις γλιστερές πλάκες, ιδιαίτερα στα σημεία όπου το σοκάκι γινόταν πολύ κατηφορικό. Εκεί ευτυχώς υπήρχαν μικρά σκαλοπάτια που διευκόλυναν τον διαβάτη.
Ξαφνικά ένα ποδήλατο πέρασε σα σίφουνας από δίπλα του αγγίζοντάς τον σχεδόν, με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία του και να σωριαστεί καταγής.
- «Πρόσεχε ρε, στραβός είσαι;» του φώναξε ο αναβάτης του ποδηλάτου που φρενάρισε λίγο πιο κάτω. Ήταν ένα ψηλό και ηλιοκαμένο αγόρι με μακρυά ξανθά μαλλιά που είχε πάνω-κάτω τη δική του ηλικία. Ένα ειρωνικό χαμόγελο απλώνονταν πάνω στο πρόσωπό του που ήταν γεμάτο με μικρές καστανές φακίδες.
- «Και συ δε βλέπεις μπροστά σου;» ήταν η θυμωμένη απάντηση του Αλέξη που είχε ήδη σηκωθεί όρθιος.
Ο απρόσεκτος ποδηλάτης έσκασε στα γέλια.
- «Από πού είσαι;» τον ρώτησε αγνοώντας την ερώτησή του. «Σίγουρα πάντως δε μου φαίνεσαι για χωριάτης!»
Ο Αλέξης αποφάσισε να δώσει τόπο στην οργή. Έριξε μια πιο προσεκτική ματιά στο νεαρό και παρατήρησε πως η φάτσα του είχε κάτι το ξενικό. Τα μάτια του είχαν ένα ζωηρό μπλε χρώμα που τα έκανε να μοιάζουν με πλαστικά κουμπιά ενώ μια ελαφρά ανασηκωμένη μύτη του έδινε μια έκφραση ακατάδεκτης υπεροψίας.
- «Μπα, και πώς το κατάλαβες πως δεν είμαι από δω;» τον ρώτησε τελικά.
- «Από τα ρούχα σου. Οι άλλοι εδώ πέρα ζουν ακόμα στην εποχή της Ελβιέλας και της μπλουζίτσας Lacoste!»
Ο Αλέξης δεν του απάντησε. Περιορίστηκε στο να τον πλησιάσει και να περιεργαστεί το ποδήλατό του.
- «Ωραίο ποδήλατο!» του είπε ευγενικά. «Εσύ πότε ήρθες εδώ;»
- «Προχθές. Και έχω ήδη σκυλοβαρεθεί!»
- «Δεν έχει άλλα παιδιά εδώ πέρα;»
- «Και που έχει, τι να κάνω μαζί τους; Να μιλήσουμε για τις κατσίκες των μπαμπάδων τους;»
Ο Αλέξης ένιωσε αόριστα ενοχλημένος από τον υπεροπτικό τόνο της φωνής του απρόσεκτου ποδηλάτη.
- «Φαντάζομαι πως ούτε και εσύ έχεις ξανάρθει σ’ αυτό το μέρος» συμπέρανε.
- «Καλά που το κατάλαβες!» του απάντησε το αγόρι. «Μέχρι τώρα περνούσα τις διακοπές μου στην Αυστρία αλλά φέτος του πατέρα μου του κάπνισε να με κουβαλήσει στο χωριό του!»
- «Είχες τύχη βουνό και εσύ» του απάντησε ο Αλέξης διασκεδάζοντας με την όλη κατάσταση. Στο μεταξύ είχαν αρχίσει να κατηφορίζουν μαζί το πλακοστρωμένο σοκάκι που γρήγορα τους έβγαλε στη πλατεία.
- «Με λένε Ντήτερ» του συστήθηκε το παιδί.
- «Εμένα Αλέξη» του απάντησε εκείνος.
- «Πάμε σπίτι μου; Είναι αυτό εδώ» του πρότεινε ο Ντήτερ δείχνοντας με το δάχτυλό του ένα σπίτι που ήταν χτισμένο απέναντι ακριβώς από την εκκλησία. Έμοιαζε κάπως πιο περιποιημένο από τα υπόλοιπα. Στο ισόγειο υπήρχε ένα μικρό κατάστημα που πουλούσε προχθεσινές εφημερίδες και διάφορα περιοδικά καθώς και ένα κλειστό καφενείο. Ένα στενό χαγιάτι κρέμονταν πάνω ακριβώς απ’ την πρόσοψη του μαγαζιού.
Αφού ανέβηκαν μια μισοσκότεινη σκάλα, άνοιξαν την πόρτα του πρώτου ορόφου και το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ο Αλέξανδρος ήταν μια αναμμένη τηλεόραση και ένα play station.
- «Έχετε ρεύμα;» ρώτησε κατάπληκτος τον καινούργιο του φίλο.
- «Ναι, ο πατέρας μου έφερε μια γεννήτρια. Η μάνα μου του εξήγησε πως αλλιώς δε θα μ’ έστελνε με καμία κυβέρνηση εδώ πέρα και έτσι αναγκάστηκε να συμμορφωθεί. Όχι, παίζουμε!»
- «Δηλαδή η μητέρα σου δεν έχει έρθει μαζί σου;»
- «Όχι, προτίμησε να μείνει φέτος στην Αυστρία» ήταν η κάπως στυφή απάντηση του Ντήτερ.
Ο Αλέξης έμεινε μέχρι το μεσημέρι στο σπίτι του Ντήτερ βλέποντας τηλεόραση και παίζοντας με το play station. Συζήτησε μαζί του για διάφορα πράγματα και ανακάλυψε πως παρά τον υπεροπτικό του χαρακτήρα, ο Ντήτερ είχε και μερικά καλά.
Ήξερε να λέει ωραία ανέκδοτα και επιπλέον του διηγήθηκε ένα σωρό ενδιαφέρουσες ιστορίες από τη ζωή του στην Αυστρία, μια χώρα στην οποία ο ίδιος δεν είχε πάει ποτέ του και που σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ντήτερ ήταν κάτι σαν επίγειος παράδεισος. Ο πατέρας του Ντήτερ, ένας καλόκαρδος άνθρωπος, του έκανε καλή εντύπωση. Έμοιαζε πολύ στο δικό του πατέρα καθώς ήταν και αυτός πολύ μελαχροινός και γελούσε εύκολα με το παραμικρό. Στο σπίτι έμενε επίσης και μια ηλικιωμένη θεία η οποία επέμενε σώνει και καλά να τον κρατήσει για το μεσημεριανό φαγητό. Ο Αλέξης ωστόσο αρνήθηκε ευγενικά λέγοντάς της πως έπρεπε να φύγει γιατί οι γονείς του, που δεν ήξεραν πού βρίσκεται, θα είχαν ήδη ανησυχήσει από την απουσία του.
Όταν βγήκε απ’ το σπίτι ο ήλιος είχε αγγίξει το ζενίθ της τροχιάς του και ο ζεστός αέρας έτρεμε πάνω απ' τα πέτρινα δρομάκια του χωριού. Τα παράθυρα των γύρω σπιτιών ήταν κλειστά ενώ η σιγή που απλώνονταν παντού διακοπτόταν μονάχα απ’ το μονότονο κελάρυσμα του νερού που ξεπηδούσε μέσα απ’ τα σκαλισμένα στόματα των πέτρινων λυκοκεφαλών της πλατείας. Έκανε τόση ζέστη που μέχρι ν' ανηφορίσει ολόκληρο το καλντερίμι που έβγαζε στο σπίτι του, είχε ιδρώσει ολόκληρος.
Καθώς κοντοστάθηκε μπροστά απ’ την πόρτα του σπιτιού, μια παράξενη σκέψη του πέρασε από το μυαλό. Τι θα έκανε αν ολόκληρο το χωριό είχε όντως ερημώσει και αυτός ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που είχε απομείνει ζωντανός;
- «Τι στέκεσαι μπροστά απ’ την πόρτα;»
Ο Αλέξης σκίρτησε ξαφνιασμένος και γύρισε επί τόπου για ν’ αντιμετωπίσει τον άγνωστο που του είχε μιλήσει.
Ένα πελώριο μαύρο άλογο στέκονταν λίγα μόλις βήματα πίσω απ’ την πλάτη του. Ο καβαλάρης του τον κοίταζε εξεταστικά αλλά αυτός ο ίδιος, μισοθαμπωμένος καθώς ήταν απ’ το εκτυφλωτικό φως του ήλιου, χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα προτού καταφέρει ν’ αναγνωρίσει τον παππού του.
- «Ελπίζω να μην έχω αργήσει πολύ για το φαγητό» του δικαιολογήθηκε.
Ο ηλικιωμένος άνδρας ξεπέζεψε από το άλογο με μια σβέλτη κίνηση και οι μπότες του κροτάλισαν πάνω στο πλακόστρωτο του δρόμου.
- «Όχι, δεν έχεις αργήσει» του απάντησε πλησιάζοντάς τον. «Σ' αρέσει το άλογό μου;»
- «Είναι καταπληκτικό» τον διαβεβαίωσε ο Αλέξης κοιτάζοντας με θαυμασμό το μεγαλόσωμο άτι. «Πώς το λένε;»
- «Βουκεφάλα», του απάντησε ο παππούς του. «Να, μπορείς να πιάσεις τα γκέμια του αν το θες.»
Του έδωσε τα μακριά γκέμια που κρατούσε και τα δάχτυλα του Αλέξη σφίχτηκαν γύρω τους διστακτικά. Το άλογο αντέδρασε βίαια σ’ αυτή την αλλαγή. Σηκώθηκε στα πίσω πόδια του χλιμιντρίζοντας και απομακρύνθηκε απότομα λες και τον φοβόταν. Εκείνος άφησε τα γκέμια ξαφνιασμένος. Στράφηκε και πάλι προς τον παππού του με απολογητικό ύφος:
- «Δε με συμπαθεί φαίνεται. Ίσως είναι καλύτερα να πάω μέσα και να ετοιμαστώ για το φαγητό.
Ο γέροντας τον κοίταξε κατάματα και ο Αλέξης πρόσεξε πως μια παράξενη λάμψη ικανοποίησης σπινθηροβολούσε μέσα στα μαύρα βάθη των ματιών του:
- «Σύμφωνοι, θα έρθω κι εγώ σε λίγο» του απάντησε λακωνικά.
- «Παππού...» αποπειράθηκε να τον ρωτήσει ο Αλέξης παίρνοντας περισσότερο θάρρος απ’ το φιλικό τόνο της φωνής του. «Από το πρωί δεν έχω δει ούτε ένα παιδί στο χωριό, εκτός από ένα, τον Ντήτερ τον οποίο γνώρισα σήμερα και έχει έρθει εδώ από την Αυστρία. Πού είναι τα υπόλοιπα παιδιά;»
Προτού προλάβει ν' ακούσει την απάντηση, η πόρτα άνοιξε και η μητέρα του έκανε την εμφάνισή της.
- «Μα τι φασαρία είναι αυτή επιτέλους; Πατέρα, το άλογό σας έχει χαλάσει τον κόσμο, θα μπορούσατε να το ηρεμήσετε λιγάκι σας παρακαλώ;»
Ο γέροντας δεν είπε τίποτα αλλά καθώς το βλέμμα του εστιάστηκε φευγαλέα για άλλη μια φορά πάνω στον Αλέξη, εκείνος αντάλλαξε αυθόρμητα μαζί του ένα συνωμοτικό νεύμα.
- «Αν θέλεις, έλα μαζί μου μετά το φαΐ για να σου δείξω ένα μυστικό μέρος που θα σου αρέσει πολύ» του είπε. «Μπορείς να φέρεις και τον καινούργιο σου φίλο μαζί» πρόσθεσε. «Εκεί θα γνωρίσετε και άλλα παιδιά της ηλικίας σας.»
4
Το δάσος έμοιαζε με το μισοσκότεινο εσωτερικό ενός καθεδρικού ναού. Οι χοντροί κορμοί των δέντρων του υψώνονταν σαν κίονες που ο χρόνος είχε ντύσει μ' ένα βελούδινο μανδύα από σκουροπράσινα βρύα και λειχήνες. Τα κλαδιά τους σχημάτιζαν ένα πυκνό δίκτυο από ξύλινες αψίδες και υποστυλώματα που στήριζαν μια μακρινή οροφή από αμέτρητα φύλλα που αναδεύονταν ασταμάτητα κάτω απ’ το άγγιγμα μιας δροσερής αύρας. Το φως του ήλιου γλιστρούσε ασθενικό και τρεμάμενο ανάμεσά τους ζωγραφίζοντας φωτεινές κηλίδες πάνω στις αμέτρητες φτέρες που κάλυπταν το έδαφος.
Πραγματικά το δάσος έμοιαζε με ναό, αλλά μ’ ένα ναό που ήταν ζωντανός και που δονούταν απ' το ασταμάτητο τραγούδι των αναρίθμητων πουλιών που κρύβονταν στις σκιερές γωνιές του.
Εδώ και μια ολόκληρη ώρα περπατούσαν κάτω απ' τις φυλλωσιές των δέντρων, χωρίς να έχουν συναντήσει κανένα ίχνος ανθρώπινης παρουσίας.
- «Πότε θα φτάσουμε επιτέλους στο μέρος που μας υποσχεθήκατε;» ρώτησε για τρίτη φορά ο Ντήτερ τον παππού του Αλέξη. Εκείνος, όπως και τις δύο προηγούμενες φορές, του απάντησε ως εξής:
- «Σε λιγάκι. Είναι λίγο μετά την επόμενη στροφή.»
Ο Ντήτερ έκανε έναν μορφασμό κατσουφιασμένης δυσπιστίας και συνέχισε να περπατάει αμίλητος. Αυτή τη φορά ωστόσο ο παππούς έλεγε την αλήθεια. Το μονοπάτι έστριβε απότομα λίγες δεκάδες βήματα πιο κάτω. Μετά, έχοντας αποκτήσει μια κατηφορική κλίση, τελείωνε μπροστά σ’ ένα μακρόστενο ξέφωτο που καλύπτονταν από χοντρές γκρίζες πλάκες. Πρασινωπά βρύα και αγριόχορτα φύτρωναν ανάμεσά τους. Στο κέντρο του πλακόστρωτου εκείνου ξέφωτου υψώνονταν ένας τετράγωνος ογκόλιθος το πάνω μέρος του οποίου ήταν εντελώς επίπεδο. Στην περιφέρεια του ήταν τοποθετημένες σε ίσες μεταξύ τους αποστάσεις στρογγυλές βάσεις από μουχλιασμένο μάρμαρο πάνω στις οποίες στηρίζονταν κάποτε ογκώδεις κολώνες που κείτονταν τώρα σωριασμένες πάνω στο χορταριασμένο έδαφος. Τα κλαδιά των πανύψηλων δέντρων έγερναν από πάνω τους βυθίζοντας τους μέσα σ’ ένα πρασινωπό ημίφως ενώ μια ασυνήθιστη σιωπή βάραινε την ατμόσφαιρα καθώς κανένα πουλί δεν κελαηδούσε εκεί γύρω και μονάχα μια ανεπαίσθητη αύρα στέναζε γύρω τους συνωμοτικά.
Ο Αλέξης κατάλαβε πως αντίκριζε τα ξεχασμένα ερείπια κάποιου αρχαίου ελληνικού ναού.
Νιώθοντας συνεπαρμένος απ’ αυτό το θέαμα, άρχισε να περπατάει πάνω στις παμπάλαιες πλάκες σαν υπνωτισμένος. Ύστερα από λίγο ανακάλυψε πως ανάμεσά τους σώζονταν ακόμα μισοσβησμένες ψηφίδες που σχημάτιζαν περίεργα σχέδια. Του φάνηκε πως ξεχώρισε στιλιζαρισμένες σιλουέτες κατάμαυρων λύκων που πάλευαν άγρια μεταξύ τους και περίεργα πρόσωπα, μισοανθρώπινα και μισοζωώδη μαζί, που τον κοιτούσαν με μάτια που παρά την κακή κατάσταση του ψηφιδωτού, εξακολουθούσαν να διαγράφονται μαύρα και απειλητικά.
- «Ώστε εδώ έρχεστε για να παίξετε μπάλα όταν δεν έχετε τι άλλο να κάνετε;» άκουσε τον Ντήτερ να ρωτάει με αδιάφορο ύφος.
Απορροφημένος καθώς ήταν απ’ τα παράξενα σχέδια που απλώνονταν κάτω από τα πόδια του, η ερώτηση του φίλου του του φάνηκε εντελώς ξεκάρφωτη και γελοία, γεμάτη με κούφια αλαζονεία και ψεύτικη επιτήδευση.
Στράφηκε προς το μέρος του για να τον παρακαλέσει να το βουλώσει επιτέλους, αλλά πριν προλάβει ν' ανοίξει το στόμα του τον είδε να χλομιάζει και να γίνεται άσπρος σαν το πανί. Την ίδια στιγμή τα δάχτυλα του παππού του σφίχτηκαν σαν τανάλιες γύρω απ’ το σβέρκο του Ντήτερ ενώ το πρόσωπό του είχε σκληρύνει και τα μάτια του είχαν γίνει κοφτερά σαν λεπίδες. Άκουσε τότε πίσω απ’ την πλάτη του ένα παράξενο ξύσιμο. Έστρεψε το βλέμμα του προς την κατεύθυνση του θορύβου και ένιωσε την καρδιά του να χάνει ένα χτύπο καθώς αντίκρισε έναν πελώριο λύκο να πηδάει ανάμεσα από δύο από τις βάσεις των γκρεμισμένων κιόνων και να προσγειώνεται απέναντί του, στην αντίπερα άκρη του πλακόστρωτου.
Του φάνηκε πελώριος, σχεδόν το ίδιο μεγαλόσωμος μ’ έναν άνθρωπο. Κάτω απ’ την παχιά γούνα του, που ήταν μαύρη και γυαλιστερή σαν τον έβενο, πανίσχυροι μύες έτρεμαν γεμάτοι ζωτικότητα ενώ μέσα απ’ το μισάνοιχτο στόμα του, το γεμάτο με κοφτερά κίτρινα δόντια, κρέμονταν μια μακρυά και κατακόκκινη γλώσσα που παλλόταν στο ρυθμό της αναπνοής του.
Ο Αλέξης ένιωσε τα γόνατά του να λύνονται και την αναπνοή του να σταματάει. Το βλέμμα του βυθίστηκε μέσα στα φωτεινά μάτια του λύκου που έλαμπαν σαν δίδυμες φλόγες μέσα στο διάχυτο ημίφως που πλημμύριζε το δάσος. Ο χρόνος σταμάτησε να κυλάει. Ξαφνικά το αγρίμι απομακρύνθηκε από κοντά του μ’ ένα φοβερό σάλτο και εξαφανίστηκε ανάμεσα απ’ τους κορμούς του δέντρων σαν αθόρυβο φάντασμα.
Και τότε, μέσα απ’ τις φυλλωσιές του πανάρχαιου δάσους, εμφανίστηκαν τα παιδιά του χωριού. Έμοιαζαν με μικρόσωμα ξωτικά και πνεύματα καθώς μαζεύονταν γύρω του και τον κοιτούσαν σιωπηλά. Μια συνωμοτική λάμψη σπινθηροβολούσε μέσα στα βάθη των μαύρων ματιών τους, σαν να συμμετείχαν όλα μαζί σε κάποιο μυστικό παιχνίδι.
5
O ήλιος είχε κρεμαστεί πρησμένος και κατακόκκινος πάνω απ’ τις βουνοκορφές που περικύκλωναν το χωριό όταν τα παιδιά μαζεύτηκαν γύρω απ’ τον παππού του Αλέξη και πήραν όλοι μαζί το δρόμο της επιστροφής. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής τους κάτω απ’ τα σκοτεινά δέντρα του δάσους γελούσαν ανέμελα και φώναζαν όλα μαζί δυνατά ενώ όταν έφτασαν στην πλατεία του χωριού, συγκεντρώθηκαν γύρω από τις πέντε βρύσες, ξεφωνίζοντας χαρούμενα σαν ένα σμάρι φλύαρων πουλιών. Στη συνέχεια, καθώς ένα βιολετί ημίφως απλώνονταν στον ουρανό και ο αέρας αποκτούσε μια σκουρόχρωμη βυσσινί απόχρωση, αποχαιρετίστηκαν βιαστικά και το κάθε παιδί τράβηξε για το σπίτι του. Προτού περάσουν περισσότερα από λίγα λεπτά της ώρας ο Αλέξης είχε μείνει μόνος στην πλατεία με τον Ντήτερ και τον παππού του.
- «Πρέπει να πάω να μιλήσω με τον παπά για λίγο» τους είπε ο γέρος. «Αν δεν βαριέστε, μπορείτε να με περιμένετε εδώ έξω.»
Στη συνέχεια ανέβηκε δυο-δυο τα σκαλοπάτια της εκκλησίας και χάθηκε στο σκοτεινό εσωτερικό της κλείνοντας πίσω του την πόρτα.
Ο Αλέξης στρογγυλοκάθισε δίπλα στον Ντήτερ ο οποίος είχε ήδη βολευτεί σ’ ένα από τα παγκάκια της πλατείας με το βλέμμα στυλωμένο στο κενό.
- «Λοιπόν, τι λες να κάνουμε αύριο;» τον ρώτησε αμέριμνα, χωρίς να δώσει σημασία στον κατσουφιασμένο μορφασμό που είχε θρονιαστεί πάνω στο πρόσωπο του φίλου του.
- «Ξέρω 'γώ; Τι θες να κάνουμε δηλαδή;»
Η φωνή του ακούστηκε εχθρική και βαριεστημένη. Ο Αλέξης προσπάθησε να διαβάσει το πρόσωπό του μέσα στο σκοτάδι που είχε απλωθεί γύρω τους χωρίς όμως να τα καταφέρει.
- «Έχεις εσύ καμία ιδέα;» τον ξαναρώτησε, πιο επιφυλακτικά αυτή τη φορά.
- «Νόμιζα πως αυτή ήταν η δική σου ειδικότητα!»
- «Μα τι έπαθες στα καλά καθούμενα;» τον ρώτησε ο Αλέξης έκπληκτος από την οργισμένη εκείνη απάντηση.
- «Τι θες να έπαθα; Πέρασα την πιο βαρετή μέρα της ζωής μου εξαιτίας σου, αυτό έπαθα!»
- «Και εγώ τι φταίω αν....»
- «Δική σου ιδέα ήταν να πάμε σ’ αυτό το ερείπιο στη μέση του πουθενά!» τον έκοψε ο Ντήτερ.
- «Άκου να σου πω» του απάντησε ο Αλέξης, εξίσου θυμωμένος τώρα. «Δεν είναι δικό μου το λάθος αν εσύ είσαι κομπλεξικός και ψηλομύτης! Γιατί έκατσες σαν το ηλίθιο όλη την ημέρα στην άκρη χωρίς να καταδεχθείς να παίξεις μαζί μας, μου λες;»
- «Ποιος είναι ο ψηλομύτης, εσύ ή εγώ;» ήταν το σαρκαστικό σχόλιο του Ντήτερ. «Εσύ ήσουν αυτός που κόλλησε σαν το στρείδι στα κωλόπαιδα χωρίς να γυρίσεις να κοιτάξεις μια φορά πίσω σου για να δεις αν περνάω καλά ή όχι! Έκανες σα να περίμενες να βρεθείς μαζί τους για όλη σου τη ζωή!»
- «Μα καλά, εσένα γιατί σε πειράζει αυτό το πράγμα;»
- «Έλα ντε! Γιατί να με πειράζει;» συνέχισε ο Ντήτερ ακάθεκτος την επίθεσή του. «Αφού στο κάτω-κάτω της γραφής είσαι και εσύ ένας απ’ αυτούς, ίδια φάρα όλοι σας, σκούροι σα γύφτοι και μ’ αυτά τα κατάμαυρα μάτια που όταν τα κοιτάζει κανείς με τίποτα δεν μπορεί να καταλάβει τι σκέφτεστε!»
- «Γούστο μας καπέλο μας και καουμποϊλίκι μας αν έχουμε μαύρα μάτια!» του φώναξε με τη σειρά του ο Αλέξης. «Δε νομίζεις πως το έχεις παραξηλώσει λιγάκι και εσύ με την κωλο-Αυστρία σου και το πόσο ωραία είναι όλα εκεί πέρα; Και ξέρεις κάτι; Μπορεί η μάνα σου να είναι Αυστριακή ή ό,τι άλλο θέλει, αλλά αυτό δε σε κάνει σε τίποτα καλύτερο από μας, μπήκες;»
Ο Ντήτερ τον κοίταξε αμίλητος μέσα από το πηχτό σκοτάδι που είχε πλέον καλύψει την πλατεία και αφού σηκώθηκε όρθιος, απομακρύνθηκε από κοντά του χωρίς να πει τίποτα περισσότερο. Καθώς τον παρακολουθούσε να διασχίζει με γοργό βήμα την πλατεία και να χάνεται πίσω από την πόρτα του σπιτιού του, ο Αλέξης ένιωσε την παράξενη παρόρμηση να τρέξει ξοπίσω του, να τον αρπάξει και να του στρίψει το λαρύγγι. Κούνησε το κεφάλι του παραξενεμένος. Τι παράξενη σκέψη ήταν αυτή που του είχε περάσει από το μυαλό;
6
Εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσε να κοιμηθεί σχεδόν καθόλου, αφενός επειδή ένιωθε πολύ ταραγμένος απ’ τις βαριές κουβέντες που είχε ανταλλάξει με τον Ντήτερ και αφετέρου γιατί τα ανατριχιαστικά ουρλιαχτά δεκάδων λύκων που είχαν μαζευτεί στα δάση γύρω απ’ το χωριό, κόντευαν να του πάρουν τ’ αυτιά. Ήταν μια απαίσια κακοφωνία που κόντεψε να του σπάσει τα νεύρα καθώς, όσο η ώρα περνούσε, ένιωθε όλο και πιο σίγουρος πως οι λύκοι πλησίαζαν ολοένα και περισσότερο. Ένα από τα ουρλιαχτά μάλιστα ακούστηκε τόσο κοντά που έμοιαζε να προέρχεται ακριβώς κάτω απ’ το παράθυρό του. Τελικά βυθίστηκε σ’ έναν σπασμωδικό και ανήσυχο ύπνο που ήταν βασανισμένος από απαίσιους εφιάλτες. Του φάνηκε πως μαζί με τα διαπεραστικά ουρλιαχτά άρχισε να ακούγεται και κάτι άλλο, ένας ρυθμικός βόμβος που πήγαζε από δεκάδες δερμάτινα ταμπούρλα που κάποιοι χτυπούσαν σαν τρελοί. Ονειρεύτηκε επίσης πως πολλές ανθρώπινες φωνές έψελναν δυνατά ακολουθώντας τον ξέφρενο ρυθμό των ταμπούρλων και πως άγριες κραυγές και οιμωγές ηχούσαν ανατριχιαστικά μέσα στη νύχτα. Είδε και κάτι άλλο ακόμα, πως ανακάθισε στο κρεβάτι του τρέμοντας ολόκληρος απ’ το διαπεραστικό κρύο και πως έξω απ’ το παράθυρο του απλωνόταν ένας ουρανός που ήταν μαύρος σαν την πίσσα. Καθισμένος στη στέγη του απέναντι σπιτιού βρίσκονταν ο μαύρος λύκος που είχε συναντήσει στο δάσος. Η σιλουέτα του διαγραφόταν πελώρια και τρομερή στο κόκκινο φως του ισχνού μισοφέγγαρου που έλαμπε πάνω απ’ τις κορφές των βουνών, ολόιδιο με κοφτερό δρεπάνι που κάποιος εκδικητικός εχθρός είχε βουτήξει στο αίμα των εχθρών του. Τα λαμπερά κίτρινα μάτια του θηρίου ήταν στυλωμένα πάνω του ενώ ένα σαρδόνιο χαμόγελο απλώνονταν στο μισάνοιχτο στόμα του. Το παράθυρο της κάμαρας ήταν ορθάνοιχτο.
Ο Αλέξης κατάλαβε τότε πως ο λύκος ετοιμαζόταν να πηδήξει μέσα στο δωμάτιο. Πετάχτηκε όρθιος, άρπαξε το βαρύ καντηλέρι που βρισκόταν στο κομοδίνο δίπλα στο προσκεφάλι του και στάθηκε μπροστά απ’ το παράθυρο σφίγγοντάς το απειλητικά.
Το ζώο τον κοίταξε για μια στιγμή ακίνητο, σαν να τον ζύγιζε, ενώ ο Αλέξης ανατρίχιαζε σύγκορμος καθώς το βλέμμα του εστιαζόταν πάνω στα φωσφορικά μάτια του λύκου που έλαμπαν σαν αναμμένα κάρβουνα.
7
Το επόμενο πρωί ξύπνησε κουρασμένος και κακόκεφος, μ’ ένα κεφάλι που το ένιωθε βαρύ και ασήκωτο. Κοίταξε γύρω του αφηρημένα και ξαφνικά η καρδιά του έχασε ένα χτύπο. Το καντηλέρι που είχε κρατήσει στα χέρια του στον χθεσινοβραδινό εφιάλτη, βρισκόταν πεσμένο στο πάτωμα, στα πόδια του κρεβατιού.
Βγήκε από την κρεβατοκάμαρα σαν κυνηγημένος, μόνο και μόνο για ν’ ανακαλύψει ότι το σπίτι ήταν άδειο. Τα δωμάτιά του απλώνονταν σιωπηλά και μισοσκότεινα ενώ αμέτρητοι κόκκοι σκόνης αιωρούνταν στον αέρα, χορεύοντας στο φως του πρωινού. Ξαναγύρισε στην κρεβατοκάμαρά του, ντύθηκε βιαστικά, βγήκε απ’ το σπίτι και άρχισε να κατηφορίζει το πλακόστρωτο που έβγαζε στην πλατεία προσπερνώντας σκοτεινά χαγιάτια, κλειστές πόρτες και σφαλιστά παράθυρα. Μια βαριά ησυχία απλωνόταν γύρω του λες και μαζί με τους γονείς του είχαν εξαφανιστεί και όλοι οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού.
Όταν έφτασε τελικά στην πλατεία τα νεύρα του είχαν αρχίσει να τεντώνονται. Η ολοκληρωτική απουσία κάθε ανθρώπινης παρουσίας ήταν εντελώς αφύσικη. Θα έλεγε κανείς πως μια τρομερή επιδημία είχε εξολοθρεύσει τους πάντες εκτός απ’ αυτόν τον ίδιο. Ακόμα και η πόρτα της εκκλησίας ήταν κλειστή ενώ τα φύλλα του πλάτανου στο κέντρο της πλατείας κρέμονταν βουβά και άτονα πάνω απ’ τις πέτρινες βρύσες. Το νερό τους κελάρυζε εκκωφαντικά μέσα στη σιωπή.
Προσπάθησε να καθησυχάσει τον εαυτό του. Ήταν αδύνατον να είχαν σηκωθεί όλοι και να είχαν φύγει μέσα στ' άγρια μεσάνυχτα αφήνοντάς τον μόνο.
«Δεν μπορείς να το ξέρεις αυτό» ήχησε μια μικρή φωνούλα μέσα στο κεφάλι του. «Ίσως να τους έφαγαν όλους οι λύκοι χθες το βράδυ και εσύ να είσαι ο μόνος που άφησαν ζωντανό.»
Ένα δυνατό τρίξιμο έσχισε τον αέρα κάνοντάς τον να τιναχτεί τρομαγμένος. Είδε τα παντζούρια ενός παράθυρου ν’ ανοίγουν. Ένα ξανθό κεφάλι έκανε την εμφάνισή του:
- «Αλέξη, εσύ είσαι;»
Μ’ ένα κύμα λυτρωτικής ανακούφισης αναγνώρισε τη φωνή του Ντήτερ. Είχε ακουστεί ανήσυχη και απορημένη.
- «Ναι» κατάφερε να ψελλίσει. «Είσαι καλά εσύ;»
- «Μπορείς ν’ ανέβεις για λίγο;»
Ο Αλέξης δεν περίμενε δεύτερη πρόσκληση. Έσπρωξε την πόρτα του ισογείου και ανέβηκε δυο-δυο τα σκαλοπάτια που έβγαζαν στον πάνω όροφο.
Ο Ντήτερ τον περίμενε κρατώντας την πόρτα του σπιτιού του ανοιχτή.
- «Μα πού έχουν πάει όλοι;» τον άκουσε να ρωτάει.
Από την έκφραση του προσώπου του ήταν ολοφάνερο πως είχε ξεχάσει εντελώς τον χθεσινοβραδινό καβγά. Ήταν φίλοι και πάλι.
- «Δεν έχω ιδέα» του απάντησε με ειλικρίνεια καθώς έμπαινε στο σπίτι. «Ξύπνησα πριν από λίγο και βρήκα το σπίτι μου άδειο. Και το υπόλοιπο χωριό δεν πάει πίσω! Είναι σα να έχουν εξαφανιστεί όλοι!»
Ο Ντήτερ, αφού τον κοίταξε στοχαστικά, του είπε:
- «Τα ίδια κι εδώ! Αν θες να ξέρεις, νομίζω πως κάτι πολύ παράξενο συμβαίνει εδώ πέρα! Είναι κάτι που ένιωσα από την πρώτη στιγμή που ήρθα σ’ αυτό το μέρος. Και δε μου αρέσει καθόλου!»
Ο Αλέξης κάθισε δίπλα του, σ’ έναν καναπέ που βρίσκονταν μπροστά από ένα παράθυρο που έβλεπε στην πλατεία.
- «Δηλαδή;» θέλησε να μάθει.
- «Δεν μπορεί να μην τον έχεις νιώσει κι εσύ!» ήταν η κάπως ανυπόμονη απάντηση του Ντήτερ. «Πολλά περίεργα πράγματα συμβαίνουν! Όπως χθες το βράδυ για παράδειγμα! Οι δρόμοι είχαν γεμίσει με κοπάδια λύκων που έτρεχαν σαν τρελοί πάνω-κάτω και κανείς δεν έκανε τίποτα για να τους διώξει! Λες και όλοι εδώ πέρα βλέπουν τους λύκους σαν κατοικίδια!»
Ο Αλέξης ανατρίχιασε άθελά του καθώς τα λόγια του Ντήτερ επαλήθευαν την αυθεντικότητα του χθεσινοβραδινού του εφιάλτη.
- «Τι να συμβαίνει άραγε;» τον ρώτησε, «Χθες το βράδυ μου φάνηκε πως ένας λύκος είχε σκαρφαλώσει στην ταράτσα του σπιτιού που βρίσκεται απέναντι απ’ το δικό μου. Μου φάνηκε πως ετοιμάζονταν να μπει στο δωμάτιό μου μέσα απ’ το παράθυρο» ολοκλήρωσε κρατώντας με δυσκολία τη φωνή του σταθερή. «Δεν ξέρω τι έγινε τελικά γιατί νομίζω πως λιποθύμησα!»
Ο Ντήτερ τον κοίταξε σκεφτικά:
- «Ένα θα σου πω» του είπε. «Έχω παρατηρήσει πως όλοι τους εδώ πέρα έχουν ένα πολύ μεγάλο κόλλημα με τους λύκους!»
- «Τι θες να πεις;»
- «Πάρε τις βρύσες της πλατείας για παράδειγμα. Είναι σκαλισμένες έτσι ώστε να μοιάζουν με κεφάλια λύκων. Και δεν ξέρω αν έχεις μπει ποτέ στην εκκλησία αλλά σε όλες τις αγιογραφίες και στο τέμπλο υπάρχουν φιγούρες λύκων που κουλουριάζονται γύρω απ’ τα πόδια των αγίων ή βρίσκονται στην άκρη των εικόνων και τους παρατηρούν. Καταντά σπαστικό στο τέλος-τέλος!»
- «Δεν έχω μπει ακόμα στην εκκλησία» παραδέχτηκε ο Αλέξης. «Αλλά έχεις δίκιο σχετικά με τους λύκους!»
- «Υπάρχει και κάτι άλλο. Το ξέρεις πως εδώ γύρω έχουν εξαφανιστεί αρκετοί άνθρωποι τα τελευταία χρόνια; Παιδιά κυρίως!»
Ο Αλέξης δεν πρόλαβε να του απαντήσει γιατί εκείνη ακριβώς τη στιγμή οι πόρτες της εκκλησίας, στην απέναντι άκρη της πλατείας, άνοιξαν διάπλατα και ένας θορυβώδης χείμαρρος χαρούμενων ανθρώπων ξεχύθηκε από μέσα τους. Έμοιαζαν να συζητούν ανέμελα μεταξύ τους και ν' ανταλλάσσουν ευχές.
Ο Αλέξης κοίταξε τον Ντήτερ που παρακολουθούσε το θέαμα κατάπληκτος:
- «Τι θα έλεγες να μπαίναμε κρυφά στην εκκλησία απόψε και να δούμε με τα μάτια μας τι ακριβώς γίνεται εκεί μέσα;»
Ο Ντήτερ δεν του απάντησε αλλά ένα αχνό χαμόγελο απλώθηκε αργά στο πρόσωπό του.
8
Ένα κοφτερό μισοφέγγαρο που είχε το χλωμό χρώμα του λευκού κρασιού έπλεκε απαλές φωτοσκιάσεις πάνω στις προσόψεις των σπιτιών που περικύκλωναν την πλατεία. Το φύλλωμα του πλάτανου θρόιζε παράξενα και τα νερά στις λυκοπρόσωπες βρύσες κελάρυζαν ηχηρά. Ο Αλέξης στάθηκε κάτω απ’ το παράθυρο του Ντήτερ και άρχισε να το βομβαρδίζει με μικρά πετραδάκια. Μετά τις πρώτες τρεις προσπάθειες, το παράθυρο άνοιξε και το αναμαλλιασμένο κεφάλι του Ντήτερ έκανε την εμφάνισή του.
- «Έχεις τρελαθεί τελείως;» του σφύριξε. «Τι σ’ έπιασε και με πετροβολάς;»
- «Ήθελα να σιγουρευτώ πως δε σ’ έχει πάρει ο ύπνος» του εξήγησε ο Αλέξης με απολογητικό ύφος. «Δεν έχω καμία όρεξη να περιμένω όλη τη νύχτα μέσα στο σκοτάδι για να κατέβεις κάτω!»
Ο Ντήτερ δεν καταδέχτηκε καν να σχολιάσει την απάντηση του φίλου του. Το κεφάλι του ξαναχώθηκε μέσα στο παράθυρο. Ένα μόλις λεπτό αργότερα, η πόρτα του ισογείου άνοιξε και ο Ντήτερ έκανε την εμφάνισή του. Στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα μικρό λοστό.
- «Τι το θες αυτό;» τον ρώτησε χαμηλόφωνα ο Αλέξης.
- «Είναι για την πόρτα της εκκλησίας. Σε περίπτωση που είναι κλειδωμένη!»
Ο Αλέξης τον ακολούθησε αμίλητος καθώς ο Ντήτερ άρχισε να περπατάει μουλωχτά κατά μήκος της περιφέρειας της πλατείας με την πλάτη του κολλημένη στους τοίχους των γύρω κτιρίων, κατά τρόπο τέτοιο ώστε να παραμένει κρυμμένος από τυχόν αδιάκριτα βλέμματα.
Όταν έφτασαν μπροστά από την εκκλησία, ο Ντήτερ ψιθύρισε:
- «Τώρα, κάνε ό,τι κάνω!»
Στη συνέχεια, λες και ήταν κανένας κομάντο που πρωταγωνιστούσε σε κάποια πολεμική ταινία, κάλυψε τρέχοντας σκυφτός την απόσταση που τον χώριζε απ’ την πόρτα της εκκλησίας και κουλουριάστηκε κάτω απ’ την αψιδωτή είσοδο της. Ο Αλέξης τον μιμήθηκε όσο πιο καλά μπορούσε και ζάρωσε δίπλα του, κρυμμένος στις σκιές που απλώνονταν κάτω απ’ τα φυλλώματα του πλάτανου. Στο σημείο εκείνο, η υγρασία που πήγαζε από τις βρύσες άγγιζε τα πρόσωπά τους σαν υγρή ανάσα. Ο Ντήτερ σηκώθηκε όρθιος, ψηλάφισε την κλειδαριά της ξύλινης πόρτας και ανακάλυψε πως ήταν ξεκλείδωτη. Την έσπρωξε απαλά και αυτή άνοιξε πρόθυμα χωρίς να τρίξει καθόλου. Οι δυο τους χώθηκαν στο άνοιγμα που δημιουργήθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσαν και έκλεισαν πίσω τους την πόρτα με ανακούφιση.
Το εσωτερικό της εκκλησίας ήταν ένας μακρόστενος χώρος που έμοιαζε με κάθε άλλη μικρή εκκλησία της Ελλάδας. Το αχνό φως του φεγγαριού γλιστρούσε μέσα απ’ τα μικρά παράθυρα των τοίχων της και έπεφτε πάνω σε δεκάδες ξύλινα στασίδια. Εικονίσματα στόλιζαν τους τοίχους, ένα ξύλινο τέμπλο έκρυβε το ιερό και το αψιδωτό ταβάνι καλύπτονταν από πολύχρωμες αγιογραφίες..
- «Το μέρος μου φαίνεται ασφαλές» δήλωσε ο Ντήτερ με ύφος εμπειρογνώμονα.
- «Θέλω να δω τα εικονίσματα και το τέμπλο. Να δω τους λύκους που μου ‘λεγες» του απάντησε ο Αλέξης.
- «Εντάξει, ακολούθησέ με.»
Ο Αλέξης ανακάλυψε πως ο Ντήτερ του είχε πει την αλήθεια. Πραγματικά, στις άκρες κάθε εικονίσματος, μισοκρυμμένες πίσω απ’ τα βράχια και τα δέντρα των στιλιζαρισμένων τοπίων τους ή κουλουριασμένες ανάμεσα στα πόδια των αγίων, ξεχώριζαν οι κατάμαυρες σιλουέτες μεγαλόσωμων λύκων. Τα λαμπερά τους μάτια έμοιαζαν να καρφώνονται πάνω του. Στο τέμπλο, ανάμεσα στα συστραμμένα αμπελόφυλλα και τους μίσχους που κάλυπταν την επιφάνειά του, έβλεπε κανείς ακόμα περισσότερους λύκους που φάνταζαν μισοζώντανοι και κακόβουλοι στο φως του φεγγαριού. Ο Αλέξης παρατήρησε και κάτι άλλο που του έκανε μεγάλη εντύπωση. Η τεχνοτροπία με την οποία ήταν ζωγραφισμένοι οι λύκοι έμοιαζε πολύ μ’ αυτή των ψηφιδωτών στο δάπεδο του αρχαίου ναού στο δάσος.
Ένα διαπεραστικό τρίξιμο ακούστηκε πίσω απ’ το βελούδινο παραπέτασμα που έκρυβε το ιερό. Το ίδιο το παραπέτασμα σάλεψε λες και κάποια χέρια ετοιμάζονταν να το παραμερίσουν. Ο Ντήτερ τον άρπαξε απ’ τον ώμο και τον έσυρε πίσω από μια σειρά από στασίδια. Το παραπέτασμα άνοιξε και δύο άνθρωποι έκαναν την εμφάνισή τους. Κάτω απ’ το αμυδρό φως του φεγγαριού ο Αλέξης αναγνώρισε τον παππού του και τον παπά του χωριού, ένα μεσόκοπο άνθρωπο με μακρυά λευκά μαλλιά και γένια. Οι δύο άνδρες διέσχισαν με αποφασιστικό βήμα την απόσταση που τους χώριζε από την έξοδο της εκκλησίας όχι όμως χωρίς να ρίξουν πρώτα μια ματιά γεμάτη σημασία προς το μέρος τους, λες και γνώριζαν ήδη πως βρίσκονταν εκεί κρυμμένοι.
Η αψιδωτή πόρτα της εκκλησίας έκλεισε πίσω τους μ’ έναν ηχηρό γδούπο.
- «Τι λες να γύρευαν νυχτιάτικα μέσα στην εκκλησία;» τον ρώτησε ο Ντήτερ κοιτάζοντάς τον μέσα στο σκοτάδι.
- «Και πώς γίνεται να μην τους έχουμε ακούσει όλη αυτή την ώρα;» ήταν η εξίσου σωστή απορία του Αλέξη.
Σπρωγμένοι από την ίδια σκέψη, πλησίασαν το παραπέτασμα που έκρυβε το ιερό και το παραμέρισαν προσεκτικά.
Αντίκρισαν έναν ημικυκλικό χώρο. Ήταν άδειος εκτός από μια Αγία Τράπεζα πάνω στην οποία βρίσκονταν ένα μπουκάλι λάδι και μερικά μισολιωμένα κεριά. Ένα ντουλάπι σε μια γωνιά ήταν μάλλον το σημείο όπου ο παπάς φύλαγε τ’ άμφιά του.
- «Δεν υπάρχει τίποτα εδώ πέρα» σχολίασε απογοητευμένος ο Ντήτερ.
- «Κοίταξε κάτι όμως» τον αντέκρουσε ο Αλέξης αγγίζοντας τα κεριά. «Τα κεριά έχουν σβηστεί πρόσφατα γιατί οι άκρες τους είναι ακόμα λιωμένες και ο αέρας μυρίζει ακόμα καμένο. Εμείς όμως δεν είδαμε κανένα φως όλη αυτή την ώρα!»
- «Τι θες να πεις;»
- «Πού λες εσύ να έκαιγαν αυτά τα κεριά που εμείς δεν μπορούσαμε να δούμε;»
Σαν ν’ απαντούσε στο ερώτημά του, ένα παγερό ρεύμα αέρα σάλεψε γύρω τους κάνοντας τις άκρες των μαλλιών τους να τρεμουλιάσουν.
- «Υπάρχει κάποιο υπόγειο πέρασμα εδώ πέρα!» του σφύριξε με ενθουσιασμό ο Ντήτερ. «Το έχω δει σε μια ταινία. «Ο Ιντιάνα Τζόουνς και ο Ναός του Τρόμου»! Έτσι το έλεγαν το έργο! Όπου υπάρχει τέτοιο αεράκι σε κλειστό χώρο σημαίνει πως υπάρχει και υπόγειο πέρασμα!»
Χωρίς να δώσει σημασία στις αντιρρήσεις του Αλέξη που προσπάθησε να του εξηγήσει πως άλλο πράγμα είναι η ζωή και άλλο ο κινηματογράφος, ο Ντήτερ άρχισε να ψάχνει γύρω-γύρω το ιερό για να βρει το μυστικό χαλκά ή οτιδήποτε άλλο τέλος πάντων χρησίμευε ως μοχλός για να λειτουργήσει ο μυστικός μηχανισμός που θα τους άνοιγε το δρόμο για το υποθετικό υπόγειο πέρασμα.
Ο Αλέξης γρήγορα βαρέθηκε να τον παρακολουθεί. Στήριξε την πλάτη του στο μικρό τραπέζι που χρησίμευε ως Αγία Τράπεζα και καθώς το χέρι του ψαχούλεψε αφηρημένα την επιφάνειά του, σκόνταψε πάνω σε μια μικρή προεξοχή που ξεφύτρωνε στο δάπεδο, δίπλα ακριβώς από τη φτέρνα του. Την πίεσε ασυναίσθητα και εκείνη φάνηκε να υποχωρεί κάτω απ’ το άγγιγμά του. Ένα τραχύ τρίξιμο ακούστηκε γύρω τους και η Αγία Τράπεζα μετακινήθηκε στο πλάι. Ο Αλέξης έχασε την ισορροπία του και παραλίγο να σωριαστεί καταγής. Έριξε μια ματιά στον Ντήτερ και ανακάλυψε πως τα μάτια του τελευταίου είχαν γουρλώσει καθώς κοίταζαν το πάτωμα.
Το τμήμα του δαπέδου που καταλαμβανόταν μέχρι τότε από το μικρό τραπέζι είχε δώσει τη θέση του σ’ ένα τετράγωνο άνοιγμα. Μια σιδερένια σκαλωσιά ξεκινούσε απ’ το χείλος του ανοίγματος και χάνονταν στα βάθη του ενώ ένα συνεχές αεράκι που έβγαινε από εκεί μέσα πλημμύριζε το εσωτερικό του ναού σαν παγερή ανάσα. Προφανώς αυτό ήταν το μυστικό πέρασμα που έψαχναν. Ο Αλέξης πλησίασε το άνοιγμα και έκανε να στηρίξει το πόδι του στην πάνω-πάνω μπάρα της σκαλωσιάς.
- «Περίμενε!» τον σταμάτησε ο Ντήτερ. «Προτού κατεβούμε εκεί κάτω πρέπει να υποσχεθούμε κάτι ο ένας στον άλλο!»
- «Τι να υποσχεθούμε δηλαδή;»
- «Δεν ξέρουμε τι θα συναντήσουμε εκεί κάτω. Πιστεύω λοιπόν πως πρέπει να ορκιστούμε πως αν μας συμβεί κάτι κακό θα βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο ακόμα και με κίνδυνο της ζωής μας!»
Ο Αλέξης τον κοίταξε αμίλητος. Το πρόσωπο του Ντήτερ γυάλιζε κατάλευκο και ιδρωμένο στο σκοτάδι ενώ τα μάτια του έλαμπαν παράξενα.
- «Εντάξει!» του είπε. «Και για να είμαστε σίγουροι πως θα τηρήσουμε την υπόσχεσή μας, θα ορκιστούμε στο ίδιο μας το αίμα!»
Ήταν ένας όρκος που του είχε μάθει το περασμένο καλοκαίρι ένας θείος του στην Κρήτη. Τρύπησε το δάχτυλό του μ’ ένα σουγιαδάκι που είχε φέρει μαζί του και είπε στο Ντήτερ να κάνει το ίδιο. Εκείνος τον μιμήθηκε αμίλητος. Στη συνέχεια πίεσε το δάχτυλό του πάνω στο δάχτυλο του Ντήτερ.
- «Τώρα το αίμα μας έχει ανακατευτεί» του είπε. «Έχουμε ένα δεσμό αίματος, οπότε είμαστε κάτι σαν αδέλφια. Από εδώ και μπρος οι ζωές μας είναι δεμένες μαζί και πρέπει να υπερασπιστούμε ο ένας τον άλλο μέχρι το θάνατο!»
Ο Ντήτερ επανέλαβε την τελευταία εκείνη φράση μ’ επίσημο ύφος.
9
Κρατώντας ο καθένας από ένα αναμμένο κερί, κατέβηκαν σιγά-σιγά τη σιδερένια σκαλωσιά. Το κίτρινο φως των κεριών τους έδωσε να καταλάβουν πως είχαν βρεθεί στο κέντρο ενός κυκλικού χώρου με κυρτά τοιχώματα. Αψιδωτά περάσματα σχημάτιζαν πανομοιότυπα ημικύκλια από πηχτό σκοτάδι που έχασκαν γύρω τους σε ίσες αποστάσεις μεταξύ τους.
- «Μάλλον είχε δίκιο η ταινία» μουρμούρισε ο Αλέξης κοιτάζοντας γύρω του εντυπωσιασμένος.
- «Ποια ταινία;»
- «Ο Ιντιάνα Τζόουνς.»
Βέβαια, στο μυστικό πέρασμα της ταινίας υπήρχαν και άλλα πράγματα, ορδές σιχαμερών κατσαρίδων και πεινασμένα τρωκτικά για παράδειγμα, που ευτυχώς έλαμπαν τώρα δια της απουσίας τους.
- «Προς τα πού πρέπει να πάμε τώρα;» αναρωτήθηκε ο Ντήτερ που προσπαθούσε να προφυλάξει τη φλόγα του κεριού του απ’ τον παγερό άνεμο που ξεχυνόταν μέσα από μια από τις κυκλικές εισόδους.
- «Λέω να μπούμε εκεί απ’ όπου έρχεται ο αέρας» του απάντησε ο Αλέξης. «Λογικά, ο αέρας θα πρέπει να έρχεται από κάποιο σημείο της επιφάνειας του εδάφους. Έτσι θα μάθουμε που βγάζει αυτό το μέρος,» συμπλήρωσε.
Πέρα απ’ το αψιδωτό στόμιο που επέλεξαν απλώνονταν ένας χαμηλοτάβανος διάδρομος. Ήταν τόσο στενός που μπορούσαν ν’ αγγίξουν τις πλευρές του με τ’ ακροδάχτυλά τους ενώ το δάπεδο κάτω απ’ τα παπούτσια τους ήταν σκληρό και στεγνό. Στους γύρω τοίχους άνοιγαν σε ίσα μεταξύ τους διαστήματα κάτι στενές κοιλότητες που έμοιαζαν με άδεια συρτάρια. Μέσα τους άσπριζαν κάποια μακρόστενα αντικείμενα. Μόλις τα φώτισαν με τα κεριά που κρατούσαν στα χέρια τους αντίκρισαν τ’ απομεινάρια ανθρώπινων σκελετών που είχαν ταφεί εκεί πέρα εδώ και πολλά χρόνια. Κατάλαβαν τότε πως βρίσκονταν μέσα σε μια κατακόμβη, σ’ έναν χώρο ταφής όπου οι τοίχοι και ίσως και το δάπεδο φιλοξενούσαν δεκάδες σωρούς παμπάλαιων οστών.
- «Φτάσαμε, νομίζω» δήλωσε ξαφνικά ο Ντήτερ. Σταμάτησε να περπατάει τόσο απότομα που λίγο έλειψε να πέσει ο Αλέξης πάνω του.
- «Φτάσαμε πού;»
Μπροστά τους ξεκινούσε μια σειρά από στενά και ανηφορικά σκαλοπάτια. Τ’ ανέβηκαν ένα-ένα και μετά αντίκρισαν ένα κυκλικό άνοιγμα που το έφραζαν τα κλαδιά και τα φύλλα μιας πυκνής συστάδας από θάμνους.
Ο Ντήτερ τα παραμέρισε με ανυπομονησία και το χλωμό φως του φεγγαριού που είχε αρχίσει να γέρνει προς την δύση του, φώτισε το πρόσωπό του.
Και τότε αντίκρισαν τα μουχλιασμένα ερείπια του αρχαίου ναού του δάσους.
Ο Ντήτερ έσβησε το κερί του, σύρθηκε έξω απ’ το κυκλικό άνοιγμα, σηκώθηκε όρθιος και πλησίασε τα όρια το χορταριασμένου πλακόστρωτου του ναού. Ο Αλέξης προτίμησε να παραμείνει καθισμένος στα χείλη του στομίου της κατακόμβης.
Έκανε κρύο. Τα κλαδιά των πελώριων δέντρων του δάσους αναδεύονταν ρυθμικά γύρω του. Μια παράξενη συμφωνία τριγμών και ξερών θροϊσμάτων ηχούσαν κακόβουλα γεμίζοντας τη σκοτεινιά του δάσους. Άθελά του ανατρίχιασε. Το μέρος αυτό του έδινε την εντύπωση πως ήταν φορτισμένο με μια δυσοίωνη ενέργεια που προσπαθούσε να εκδηλωθεί. Θα 'λεγε κανείς πως ανομολόγητες πράξεις και αποκρουστικές τελετουργίες είχαν συντελεστεί εκεί πέρα.
- «Κάποιος ήταν εδώ πριν από λίγο» του φώναξε ενθουσιασμένος ο Ντήτερ που είχε πλησιάσει τον τραπεζοειδή ογκόλιθο που βρίσκονταν στο κέντρο του ναού. «Έλα να δεις κι εσύ!»
Ο Αλέξης υπάκουσε στο κάλεσμά του με απροθυμία. Βγήκε απ’ το άνοιγμα και πλησίασε τον Ντήτερ που έσκυβε πάνω απ’ το πέτρινο τραπέζι με ζωηρό ενδιαφέρον.
Αντίκρισε ένα μικρό σωρό από σβησμένες στάχτες και αποκαΐδια.
- «Τι λες να είναι αυτό το πράγμα;» ρώτησε τον Ντήτερ παραξενεμένος.
- «Πάντως φωτιά κατασκήνωσης δεν είναι! Κάτι μου λέει πως όποιος άναψε αυτή τη φωτιά, το έκανε για να εξαφανίσει κάτι και όχι για να καθίσει γύρω της μαζί με την παρέα του και να τραγουδήσει μαζί τους προσκοπικά τραγούδια!»
Ο Αλέξης βρήκε την άποψή του αρκετά λογική.
- «Και τώρα τι κάνουμε;»
Ο Ντήτερ δεν του απάντησε. Άρχισε ν' ανακατεύει τις στάχτες μ’ ένα μακρύ ξυλαράκι και να μουρμουρίζει στον εαυτό του:
- «Μα τι στην ευχή έκαιγαν εδώ πέρα; Εδώ μέσα υπάρχει κάτι σαν καμένο κρέας και μικρά κόκαλα!»
- «Ίσως να ήθελαν να ψήσουν κάτι,» πρότεινε ο Αλέξης διστακτικά.
- «Σίγουρα πάντως το έψησαν μέχρι να γίνει κάρβουνο» τον πληροφόρησε ο φίλος του. Ο Αλέξης τον κοίταξε αμίλητος όταν ξαφνικά, το διαπεραστικό ουρλιαχτό ενός λύκου έσχισε τον νυχτερινό αέρα. Ξεπήδησε από κάπου πολύ κοντά.
Χωρίς ν' ανταλλάξουν λέξη, χωρίς να χρειαστεί καν ν’ αλληλοκοιταχτούν, έτρεξαν πίσω στο στενό άνοιγμα που οδηγούσε στην κατακόμβη. Καθώς χώνονταν μέσα του ο Αλέξης έριξε μια ματιά πίσω απ’ την πλάτη του και αντίκρισε την κατάμαυρη σιλουέτα ενός ανθρώπου. Φορούσε ένα μακρύ ράσο με κουκούλα που έκρυβε το πρόσωπό του και κρατούσε στα χέρια του ένα μακρύ και γυριστό μαχαίρι που άστραφτε απειλητικά στο φως του φεγγαριού. Τον φαντάστηκε να τους καταδιώκει και τελικά να τους κατακρεουργεί μέσα στα μουχλιασμένα σκοτάδια της κατακόμβης, ανάμεσα στα σκορπισμένα κόκαλα των ξεχασμένων νεκρών.
- «Τρέχα! Τρέχα όσο πιο γρήγορα μπορείς!» του φώναξε ο Ντήτερ μέσα στο σκοτάδι. «Θα τον καθυστερήσω εγώ!» Η φωνή του παραμορφώθηκε από δεκάδες φριχτούς αντίλαλους, λες και οι ψυχές των πεθαμένων που σάπιζαν για αιώνες ολόκληρους μέσα στην κατακόμβη κραύγαζαν κοροϊδευτικά προσπαθώντας να τους παραπλανήσουν. Μια λαχανιαστή ανάσα ήχησε λίγα μόλις βήματα ξοπίσω τους. Κάτι τον άγγιξε στην πλάτη και ο Αλέξης έβγαλε μια κραυγή τρόμου καθώς σκόνταφτε και σωριάζονταν στο δάπεδο της κατακόμβης. Το δάπεδο κατέρρευσε κάτω απ’ το βάρος του και ο ίδιος γκρεμίστηκε στο κενό. Του φάνηκε πως άκουσε τον Ντήτερ να στριγκλίζει μέσα στο σκοτάδι καθώς πάλευε με κάτι το ανήκουστο. Η φλόγα του κεριού του έσβησε και μια τερατώδη σκιά τυλίχτηκε γύρω του σαν τεράστια αμοιβάδα.
10
Το πρώτο πράγμα που κατάλαβε όταν οι αισθήσεις του άρχισαν να λειτουργούν και πάλι, ήταν η παράξενη σιωπή που απλώνονταν γύρω του. Βρισκόταν ξαπλωμένος σε κάτι που έτριζε και κονιορτοποιούταν κάτω απ’ το βάρος του. Τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού σφίχτηκαν γύρω από ένα σφαιρικό αντικείμενο που ήταν μικρό σε μέγεθος και γλιστερό στο άγγιγμα. Ήταν το κρανίο ενός μικρού παιδιού.
Βρισκόταν ξαπλωμένος πάνω σ’ ένα σωρό από παλιά κόκαλα.
Ρίγησε ασυγκράτητα. Κάτι σαν τρέλα τον κατέλαβε τότε, μια τυφλή ορμή που του χάρισε δύναμη υπεράνθρωπη. Τινάχτηκε όρθιος, πετάχτηκε έξω απ’ το λάκκο που είχε ανοίξει γύρω του και διέσχισε τρέχοντας τον υπόγειο διάδρομο που κατέληγε στην εκκλησία. Σκαρφάλωσε τη σκάλα σαν ακροβάτης, βγήκε στο ιερό και ανακάλυψε πως η εκκλησία ήταν άδεια· η πλατεία το ίδιο.
Μια μοναδική σκέψη στριφογύρισε σαν τρομαγμένη μέλισσα μέσα στο σκοτεινιασμένο του μυαλό: έπρεπε να βρει τους γονείς του, να τους μιλήσει για τη φρίκη που έκρυβε αυτό το απατηλά όμορφο χωριουδάκι και μετά θα έφευγαν όλοι μαζί, προτού γίνουν θύματα της τρέλας των δολοφονικών κατοίκων του. Άρχισε ν’ ανηφορίζει το καλντερίμι που έβγαζε στο σπίτι του τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε καθώς ένας παγωμένος ιδρώτας μούσκευε την πλάτη του.
Κοντοστάθηκε μπροστά στην πόρτα του σπιτιού. Το χάλκινο ρόπτρο που ήταν καρφωμένο πάνω της γυάλιζε παράξενα στο γκρίζο φως που χρωμάτιζε την ανατολή. Κόντευε να ξημερώσει.
Παρατήρησε για πρώτη φορά πως το ρόπτρο έμοιαζε με το κεφάλι ενός λύκου.
Σκέφτηκε να το χτυπήσει δυνατά και να τους ξεσηκώσει όλους στο πόδι αλλά μετά άλλαξε γνώμη καθώς αναλογίστηκε πως δεν έπρεπε να τραβήξει την προσοχή κανενός αν ήθελε αυτός και οι γονείς του να βγουν ζωντανοί απ’ αυτόν τον εφιάλτη
Το παπούτσι του χτύπησε πάνω σε κάτι που βρισκόταν στο τελευταίο σκαλοπάτι και το οποίο κουδούνισε ελαφρά. Έσκυψε να δει τι ήταν και αντίκρισε ένα κλειδί που κάποιος είχε αφήσει εκεί πέρα. Αυτό το γεγονός τον έκανε να νιώσει μια βαθιά ανακούφιση την οποία όμως γρήγορα διαδέχτηκε ένα κύμα φοβισμένων υποψιών. Το κλειδί είχε αφεθεί εκεί πέρα για εκείνον, επομένως κάποιος είχε αντιληφθεί την απουσία του.
Με χέρια που έτρεμαν έβαλε το κλειδί στην κλειδαρότρυπα. Το τρίξιμο που έκανε καθώς γύριζε του φάνηκε εκκωφαντικό.
Η πόρτα άνοιξε αθόρυβα. Εκείνος μπήκε στο σκοτεινό προθάλαμο που έβγαζε στην κουζίνα απ’ τη μια πλευρά και στη σάλα του ισογείου απ’ την άλλη, εκεί όπου οι γονείς του κοιμούνταν βαθιά. Άρχισε να περπατάει στα νύχια των ποδιών του, όταν ένα ξερό βήξιμο κομμάτιασε τη νυχτερινή ησυχία και μια κίτρινη λάμψη φώτισε το σκοτάδι.
Γύρισε το κεφάλι του προς την κατεύθυνση του ήχου που είχε αντιλαλήσει σαν πυροβολισμός στη σιωπή. Στο τρεμάμενο φως ενός σπίρτου αναγνώρισε το σκαμμένο πρόσωπο του παππού του ο οποίος προσπαθούσε ν’ ανάψει την πίπα του.
- «Γύρισες, επιτέλους» του είπε.
Τα μάτια του γυάλισαν σαν χάντρες στο φως του σπίρτου. Ο Αλέξης δεν του απάντησε καθώς στο μυαλό του άρχισε να σκαρώνει δεκάδες απαντήσεις που θα δικαιολογούσαν την απουσία του.
- «Δε θα σε ρωτήσω που ήσουν, γιατί το ξέρω ήδη και δε θέλω να σε υποχρεώσω να μου πεις ψέμματα» πρόσθεσε ο παππούς. Η φωνή του γέροντα ήταν ήρεμη και συγκρατημένη.
- «Πώς ξέρεις πού ήμουν;» τον ρώτησε ο Αλέξης με ξέπνοη φωνή.
- «Δεν έχει σημασία. Έτσι κι αλλιώς σε λίγο θα τα μάθαινες όλα από εμένα!»
Η φλόγα του σπίρτου έσβησε και η κουζίνα ξαναβυθίστηκε στο σκοτάδι. Ο Αλέξης δεν μπορούσε να διακρίνει τώρα τίποτα περισσότερο από μια σκοτεινή φιγούρα που έμοιαζε με αποτύπωμα μέσα στη νύχτα. Η αψιά μυρωδιά του καπνού που καίγονταν μέσα στην πίπα του παππού άγγιξε τα ρουθούνια του. Οι αχνές ακτίνες της αυγής που πλησίαζε ζωγράφιζαν ένα μουντό τετράγωνο πάνω στην κουρτίνα του παράθυρου της κουζίνας.
- «Δε σε καταλαβαίνω παππού, τι εννοείς;» τον ρώτησε με φωνή που έτρεμε.
- «Έλα να καθίσεις κοντά μου και θα σου εξηγήσω.»
Ο Αλέξης ψαχούλεψε μέσα στο σκοτάδι και έκατσε σε μια καρέκλα που ανακάλυψε. Ένιωθε σαν να είχε παραλύσει, σα να είχε παγιδευτεί στα ξόρκια ενός τρομερού μάγου.
- «Πώς σου φαίνεται το χωριό μας; Σου αρέσει;»
- «Καλό είναι» του απάντησε μηχανικά. Ένα μικρό τμήμα του μυαλού του που εξακολουθούσε να παραμένει ελεύθερο από την παραλυτική μαγεία που τον κρατούσε καθηλωμένο στο σκοτεινό δωμάτιο, άρχισε να ψιθυρίζει κάτι ακατάληπτο για κάποιον απίστευτο κίνδυνο που τον απειλούσε.
- «Δηλαδή; Πώς σε κάνει να νιώθεις;»
Άκουσε τον εαυτό του να λέει:
- «Κοίτα, μου αρέσει το τοπίο, τα δάση, τα βουνά και η ησυχία. Και τα παιδιά που γνώρισα καλά είναι. Περνάμε ωραία μαζί. Αλλά συμβαίνουν και κάποια περίεργα πράγματα που δεν ξέρω πώς με κάνουν να νιώθω.» Η φωνή του ηχούσε παράξενα μηχανική και ξεψυχισμένη. Ο παππούς του δεν φάνηκε να ενοχλείται από αυτό το γεγονός.
- «Δηλαδή;» τον ρώτησε φιλικά.
- «Χθες το βράδυ ας πούμε, άκουσα λύκους να τρέχουν στους δρόμους και κανείς σας δεν έκανε τίποτα γι' αυτό. Μάλιστα, ένας απ’ αυτούς παραλίγο να μπει στο δωμάτιό μου απ’ το παράθυρο. Και ο Ντήτερ τους είδε!»
- «Ο Ντήτερ είναι αυτό το παιδί που ήρθε από την Αυστρία;» τον ρώτησε ο γέροντας.
- «Ναι, ήμασταν και οι τρεις μαζί όταν μας πήγες στον αρχαίο ναό, θυμάσαι;»
- «Α, ναι βέβαια!» συμφώνησε μαζί του εκείνος. «Δε μου φάνηκε να καλοπέρασε εκεί πέρα!» Μια νότα ειρωνείας χρωμάτισε τη φωνή του.
- «Αυτή η ιστορία με τους λύκους τον έχει φοβίσει λιγάκι» προσπάθησε να του εξηγήσει ο Αλέξης.
- «Μα γιατί; Εσένα ας πούμε, δε σου έχουν κάνει κανένα κακό» ήταν η καθησυχαστική απάντηση του παππού.
Ο Αλέξης γέλασε νευρικά.
- «Οι λύκοι τρώνε ανθρώπους. Είναι άγρια θηρία!»
- «Το χωριό αυτό είναι πάρα πολύ παλιό» άρχισε να του λέει εκείνος ύστερα από κάποια δευτερόλεπτα σιωπής. «Ο τόπος αυτός κατοικείται από την προϊστορική εποχή. Στα πολύ αρχαία χρόνια υπήρχε εδώ κοντά ένας σπουδαίος ναός όπου λατρεύονταν μια θεά που με τον ερχομό των δώδεκα θεών ονομάστηκε Άρτεμις, η θεά του κυνηγιού. Το ιερό της ζώο ήταν ο λύκος ─το σύμβολό της αν θες, όπως η Αθηνά είχε σαν σύμβολο την κουκουβάγια και ο Ποσειδώνας το δελφίνι.»
- «Γι’ αυτό στο πάτωμα του ναού που πήγαμε υπάρχουν ζωγραφισμένοι λύκοι;» τον ρώτησε ο Αλέξης με μια ξαφνική έκλαμψη διορατικότητας.
- «Ακριβώς!» ήταν η επιδοκιμαστική απάντηση του παππού. «Κάθε χρόνο, τη νύχτα της δέκατης πέμπτης Αυγούστου που έχει πανσέληνο, οι άνθρωποι εκείνης της εποχής έκαναν μια γιορτή για να τιμήσουν τη θεά.»
- «Σε λίγες μέρες έχουμε δεκαπενταύγουστο» δήλωσε ο Αλέξης. «Τι γιορτή ήταν αυτή;» ρώτησε αμέσως μετά.
- «Ήταν μια τελετή κατά την οποία η θεά αποφάσιζε αν τα παιδιά των πιστών της ήταν άξια για να τη λατρέψουν. Αυτό γινόταν όταν τα παιδιά έφταναν στην ηλικία των δεκατριών ετών.»
- «Όπως εγώ ας πούμε» σχολίασε ο Αλέξης.
- «Ακριβώς, όπως εσύ και ο φίλος σου ο Ντήτερ.»
- «Και τι τελετή ήταν αυτή;»
- «Η θεά έκανε δεκτό το παιδί που θα μπορούσε να σκοτώσει για χάρη της. Φυσικά είχε ήδη φροντίσει να του δείξει την εύνοιά της με διάφορους τρόπους.»
- «Τι τρόπους δηλαδή;»
- «Με διάφορα προφητικά όνειρα και σημαδιακά περιστατικά. Τέτοια πράγματα.»
«Έλα...» του πρότεινε. «Πιες από αυτό το τσάι που σου έχω ετοιμάσει και θα σου πω τι γινόταν στη συνέχεια!»
Μέσα στη μαυρίλα που είχε ξεθωριάσει κάπως καθώς το γκρίζο φως της αυγής τον κρυφοκοίταζε μέσα απ’ τα κλειστά παράθυρα της κουζίνας, είδε τον παππού του να σηκώνεται όρθιος και να ακουμπάει μπροστά του, πάνω στο ξύλινο τραπέζι που βρισκόταν ανάμεσά τους, ένα ρηχό κύπελλο.
Ένα λεπτό άρωμα άγγιξε τα ρουθούνια του. Ο Αλέξης ήπιε μια γουλιά από το τσάι και μόρφασε καθώς ανακάλυψε πως είχε μια γεύση που ήταν ασυνήθιστα γλυκιά και δυνατή.
- «Σου τα λέω όλα αυτά γιατί εσύ έχεις όλα τα σημάδια πάνω σου» συνέχισε ο γέροντας με μια φωνή που ακουγόταν τώρα βαριά και σοβαρή. «...Ο φόβος που έδειξε ο Βουκεφάλας όταν τον πλησίασες, η συνάντησή σου με το λύκο στο ναό της Θεάς, το χρώμα των ματιών σου, το ότι δε φοβήθηκες να μπεις στην εκκλησία και να ψάξεις τις κατακόμβες, όλα αυτά δείχνουν πως η Θεά σε θέλει κοντά της!»
Ο γέροντας σηκώθηκε όρθιος και έκανε να τον πλησιάσει. Ο Αλέξης πετάχτηκε όρθιος και πισωπάτησε παλεύοντας μανιασμένα ενάντια στα παραλυτικά δίχτυα της φρίκης που τον τύλιξαν ξαφνικά καθώς άρχιζε επιτέλους να καταλαβαίνει.
- «Τι είναι αυτά που μου λες; Τι συμβαίνει εδώ πέρα;»
- «Αλέξανδρε, αυτό που σου λέω είναι πως η αρχαία λατρεία ζει ακόμα και πως ανήκουμε όλοι στη Θεά! Εκείνη μας προστατεύει μέσα στους αιώνες και εμείς, για να της δείξουμε την ευγνωμοσύνη μας, θυσιάζουμε κάθε επτά χρόνια στο όνομά της ένα παιδί!»
Ο Αλέξης έκανε ένα ακόμα βήμα προς τα πίσω καθώς τα λόγια του παππού του τον έκαναν να παγώσει.
- «Μη με πλησιάζεις!» φώναξε. «Το τσάι έχει κάποιο φάρμακο μέσα του έτσι δεν είναι;» πρόσθεσε καθώς τα πόδια του άρχισαν ξαφνικά να μουδιάζουν. «Πού είναι ο πατέρας μου; Θέλω να του μιλήσω, τώρα!»
Τα πόδια του δεν τον κρατούσαν πια. Έκανε ένα βήμα προς την πόρτα αλλά εκείνη άνοιξε μόνη της αποκαλύπτοντας τις μορφές των γονιών του οι οποίοι κρατούσαν ο καθένας από ένα κερί.
Ο Αλέξης, με μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, κατάφερε να σωριαστεί πόδια τους. Είχε μουδιάσει ολόκληρος τώρα, τόσο πολύ που δυσκολευόταν να κουνήσει ακόμα και τα χείλη του.
- «Ευτυχώς το βότανο έδρασε γρήγορα» είπε ο πατέρας του στον παππού του.
- «Ναι, λίγο ακόμα και θα είναι εντελώς αναίσθητος» του απάντησε εκείνος.
Καθώς ολόκληρος ο κόσμος άρχισε να στριφογυρίζει, το βλέμμα του καρφώθηκε ικετευτικά στο πρόσωπο της μητέρας του. Τα μάτια της γυάλισαν σαν πετράδια στο φως το κεριού που κρατούσε, ψυχρά και αποφασισμένα.
- «Ηρέμησε Αλέξανδρε» την άκουσε να του λέει. «Άκου τον παππού σου, αυτά που σου λέει είναι για το καλό όλων μας!»
Στη συνέχεια βυθίστηκε σα βαρίδι μέσα σ’ έναν κατάμαυρο λάκκο ανυπαρξίας.
11
Του φάνηκε πως εκατομμύρια μαύρες και χνουδωτές μέλισσες αναδεύονταν ασταμάτητα και στροβιλίζονταν γύρω του γεμίζοντας τον ζεστό αέρα με το βούισμα των βελούδινων φτερών τους. Όχι, ήταν το κεφάλι του που βούιζε έτσι. Σκέψεις άρχισαν να ρέουν μέσα του, παράξενα καθαρές, σαν κρυστάλλινες σταγόνες που έσταζαν απ’ τους σταλακτίτες κάποιου πανάρχαιου παγετώνα.
Τα μάτια του ανοιγόκλεισαν σπασμωδικά, τυφλωμένα από ένα διαπεραστικό ασημένιο φως. Χρειάστηκε να τ’ ανοιγοκλείσει πολλές φορές προτού καταλάβει πως τον τύφλωνε το φως της Πανσέληνου. Έλαμπε έξω απ’ το παράθυρο της κάμαράς του σαν ένας άσπιλος σβόλος από κατάλευκο χιόνι. Ανακάθισε νιώθοντας μουδιασμένος ακόμα και αδύναμος. Το φεγγάρι ήταν ψηλά στον ουρανό. Και ήταν ολόκληρο. Αυτό σήμαινε πως είχε κοιμηθεί για αρκετά εικοσιτετράωρα και πως τώρα, πάνω απ’ το χωριό, είχε απλωθεί η νύχτα του δεκαπενταύγουστου. Οι ασημένιες ακτίνες της Σελήνης άπλωναν ένα μαργαριταρένιο σύννεφο μέσα στο δωμάτιο που έσβηνε τις σκιές.
Ένα σύρσιμο και μια λαχανιαστή ανάσα ακούστηκαν στα πόδια του κρεβατιού. Κοίταξε κατά ‘κει και αντίκρισε το κεφάλι ενός λύκου που τον κοίταζε με μάτια που έλαμπαν σαν φλογερά κεχριμπάρια.
Έκανε να πεταχτεί απ’ το κρεβάτι αλλά προτού προλάβει να κουνηθεί, ο λύκος είχε ήδη σκαρφαλώσει πάνω του και έσκυβε πάνω απ’ το πρόσωπό του. Η μουσούδα του τον άγγιξε ερευνητικά ενώ τα μακρυά πόδια του που κατέληγαν σε κοφτερά νύχια, τον πίεζαν στο στήθος σαν βαρίδια.
Άρχισε να αναπνέει βαριά, με δυσκολία, χωρίς όμως να τολμήσει να σαλέψει. Ο λύκος άνοιξε το στόμα του και μια μακρυά και καυτή γλώσσα έγλυψε το πρόσωπο του.
Μετά, λες και υπάκουε σε κάποια αόρατη εντολή, το τρομερό ζώο πήδηξε στο πάτωμα και στη συνέχεια, μ’ ένα καταπληκτικό σάλτο, βρέθηκε πάνω στο περβάζι του παράθυρου. Του έριξε ένα τελευταίο βλέμμα και χάθηκε πηδώντας στη στέγη του απέναντι σπιτιού, γρήγορο και αθόρυβο σαν ρευστός υδράργυρος.
Ο Αλέξης έμεινε μόνος.
Μια μοναδική σκέψη σχηματίστηκε σαν πύρινο ιδεόγραμμα στο μυαλό του. Έπρεπε να φύγει, να ξεφύγει απ’ τους γονείς του, τους λύκους και όλους τους άλλους μανιακούς που θυσίαζαν παιδιά στ’ όνομα κάποιας αρχαίας θεάς.
Καταβάλλοντας μια προσπάθεια που του φάνηκε υπεράνθρωπη, κατάφερε να σηκωθεί όρθιος. Ανακάλυψε πως έτρεμε ολόκληρος σαν να είχε πυρετό. Κατάφερε ωστόσο να ντυθεί και να περπατήσει στις μύτες των ποδιών του μέχρι την πόρτα. Την άνοιξε με χίλιες προφυλάξεις αλλά στο μικρό διάδρομο που απλωνόταν πίσω της συνάντησε μονάχα τη σιωπή και το σκοτάδι. Το σπίτι ήταν άδειο και έρημο. Έλειπαν όλοι. Κατά πάσα πιθανότητα είχαν μαζευτεί και πάλι στον ερειπωμένο ναό τους.
Κατέβηκε τη σκάλα, άνοιξε την εξώπορτα και βγήκε στο σοκάκι που ξετυλίγονταν έξω απ’ το σπίτι. Ήταν επίσης άδειο και σιωπηλό. Οι πέτρες που το κάλυπταν έλαμπαν παράξενα στο φως του φεγγαριού ενώ ο δίσκος της Σελήνης που είχε φτάσει στο ζενίθ, πλημμύριζε τον ουρανό με μια εκθαμβωτική λάμψη που έσβηνε το φως των άστρων. Ο ακίνητος αέρας έλαμπε εκτυφλωτικά κάτω από έναν ουρανό που άστραφτε σαν ένα πελώριο κύπελλο από γυαλιστερό ασήμι. Η πανσέληνος ήταν τόσο λαμπερή που γινόταν δύσκολο να την κοιτάζει κανείς κατάματα για πολύ ώρα. Οι πετρόχτιστοι τοίχοι των γύρω σπιτιών έμοιαζαν με τα λαξευμένα κομμάτια ενός σταχτόχρωμου παγετώνα ενώ ο πλακόστρωτος δρόμος που απλώνονταν ανάμεσά τους, λαμπύριζε σαν την κρυσταλλιασμένη επιφάνεια ενός παγωμένου ποταμού που περίμενε μια άνοιξη που δεν επρόκειτο να έρθει ποτέ.
Άρχισε να κατηφορίζει το σοκάκι περπατώντας αργά-αργά και προσεκτικά, αποφασισμένος να μην κάνει τον παραμικρό θόρυβο. Εξακολουθούσε να κατακλύζεται από τρομερά ρίγη που τώρα όμως δεν οφείλονταν τόσο στην επίδραση του υπνωτικού που του είχαν χορηγήσει όσο στο θανάσιμο φόβο που τον έσφιγγε σαν δόκανο.
Όταν έφτασε στην πλατεία, στάθηκε μπροστά στο σπίτι του Ντήτερ. Ήταν έρημο και σιωπηλό όπως όλα τα υπόλοιπα. Τα παράθυρά του έχασκαν ορθάνοιχτα και κατάμαυρα σαν τα στόμια απύθμενων πηγαδιών. Ανέβηκε δυο-δυο τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στον πάνω όροφο, έσπρωξε την πόρτα και μπήκε μέσα στο δωμάτιο που βρισκόταν πίσω της. Το λαμπερό φεγγαρόφωτο που ξεχύνονταν απ’ τα τετράγωνα παράθυρα ζωγράφιζε στο εσωτερικό του ένα γωνιώδες ψηφιδωτό μαυρόασπρων φωτοσκιάσεων. Εξερεύνησε ένα-ένα όλα τα δωμάτια του σπιτιού και ανακάλυψε άδεια κρεβάτια, μια κουζίνα γεμάτη με τρόφιμα και ντουλάπια βαρυφορτωμένα με κονσέρβες.
Τελευταίο άφησε το δωμάτιο του Ντήτερ που ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι μια και μόνο σ’ αυτό τα παράθυρα ήταν κλειστά. Άνοιξε την πόρτα κρατώντας την αναπνοή του και αντίκρισε ένα χώρο που ήταν άδειος και σιωπηλός όπως το υπόλοιπο σπίτι. Το φως του φεγγαριού άπλωσε ένα λευκό παραλληλόγραμμο πάνω στο ξύλινο δάπεδο.
Υπήρχε εκεί μέσα ένα κρεβάτι που ήταν ξέστρωτο και ανακατεμένο.
Ο Ντήτερ. Οι γονείς του ήταν και αυτοί μέλη της αρχαίας λατρείας.
Ο Αλέξης έπεσε στα γόνατα καθώς για πρώτη φορά τον κυρίευε ένα τρομερό κύμα απελπισίας. Ήταν μόνος του. Ο μοναδικός του φίλος είχε πέσει θύμα της φρίκης που άπλωνε τα πλοκάμια της σ’ ολόκληρο το καταραμένο εκείνο χωριό. Στο μυαλό του ξεπήδησε η εικόνα της σωρού με τις μισοσβησμένες στάχτες και τα κάρβουνα που είχαν ανακαλύψει οι δυο τους στα ερείπια του ναού. Καταλάβαινε τώρα πως ήταν τα υπολείμματα ενός θυσιασμένου ζώου. Άρχισε να παίρνει βαθιές και γρήγορες ανάσες. Δεν έπρεπε να αφήσει το σκοτάδι να τον νικήσει, έπρεπε να βρει μια λύση, να ξεφύγει. Ξανακοίταξε το κρεβάτι και είδε πως δίπλα στο βουλιαγμένο μαξιλάρι λαμπύριζε κάτι μεταλλικό. Ήταν το ρολόι που φορούσε ο Ντήτερ στο δεξί του χέρι. Παραλίγο να ξεσπάσει σε αναφιλητά. Πώς μπορούσε να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Πώς ήταν δυνατόν στον εικοστό πρώτο αιώνα με τα κινητά τηλέφωνα, το ίντερνετ, τις τηλεοράσεις και τ' αεροπλάνα να γίνονται ακόμα τέτοια πράγματα;
Ένας ελαφρύς θόρυβος ακούστηκε απ’ έξω, στην πλατεία. Ο Αλέξης σύρθηκε μέχρι το παράθυρο και κρυφοκοίταξε ανάμεσα απ’ τις τραβηγμένες κουρτίνες του. Στο κέντρο της πλατείας, μέσα στη σκιά που σχημάτιζαν τα πυκνά φυλλώματα του πλάτανου, διέκρινε μια σκοτεινή σιλουέτα και δύο λαμπερά κίτρινα σημεία.
Ήταν ο λύκος που είχε μπει στο δωμάτιό του. Τον είδε να βγαίνει απ’ τη σκιά του πλάτανου και να περπατάει μέχρι το κέντρο της πλατείας. Η μουσούδα του υψώθηκε στον ουρανό και έβγαλε ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό που αντιλάλησε σ' ολόκληρο το χωριό σαν απόκοσμη ιαχή. Στη συνέχεια, με μερικά μακρυά σάλτα, εξαφανίστηκε σ' ένα από τα στριφογυριστά σοκάκια που ξεκινούσαν ακτινωτά από την πλατεία, όχι όμως προτού ρίξει προς το μέρος του μια τελευταία πλάγια ματιά.
Ήταν ένα κάλεσμα και μια πρόκληση ταυτόχρονα.
Ο Αλέξης ένιωσε το μυαλό του ν’ αδειάζει από κάθε σκέψη. Απομακρύνθηκε από το παράθυρο, εγκατέλειψε το δωμάτιο, κατέβηκε τις σκάλες και βγήκε στην πλατεία.
12
Το μονοπάτι ξετυλίγονταν μπροστά του σαν μια λευκή κορδέλα που ελισσόταν ανάμεσα από ένα τρεμουλιαστό σύμπαν γκρίζων και μαύρων σκιών. Σιλουέτες που ήταν σκοτεινές σαν το μελάνι έτρεχαν μέσα στο γκρίζο και ασαφή λαβύρινθο που ξεδιπλώνονταν γύρω του ενώ ο αέρας πάλλονταν απ’ τις μυρωδιές και τους θορύβους του νυχτερινού δάσους, από τριξίματα και ανάσες αρπακτικών ζώων, από βιαστικά τρεχαλητά, στιγμιαία φτερουγίσματα και ξέφρενα χτυποκάρδια που πνίγονταν κάτω από αφράτα πούπουλα και παχιές γούνες.
Ο Αλέξης δε φοβόταν πια. Έτρεχε πάνω στο μονοπάτι ανάλαφρος σαν υδρατμός, προσπερνώντας τα δέντρα του δάσους που υψώνονταν πελώρια σαν σκοτεινά σύννεφα, βυθισμένα μέσα στη νύχτα που έπλεκε εβένινες δαντέλες γύρω απ’ τα αμέτρητα κλαδιά τους.
Μυστηριώδη μάτια σπινθηροβολούσαν σαν πολυεδρικά πετράδια, το χορτάρι αναδεύονταν σαν κάτι το ζωντανό κάτω απ’ τα πόδια του ενώ τα βήματα και η λαχανιαστή ανάσα του λύκου τον οδηγούσαν όλο και πιο βαθιά μέσα στο παλλόμενο σκοτάδι, όλο και πιο μακρυά απ’ τον κόσμο που μέχρι τότε αναγνώριζε σα δικό του.
Έκλεισε τα μάτια του και άφησε την ακοή και την όσφρηση να τον οδηγήσουν προς τα εμπρός, μέχρι που κάποτε το μονοπάτι τελείωσε, στη σημείο όπου ήξερε πως θα τελείωνε, μετά από μια κλειστή στροφή, μια απότομη κατηφόρα και μια πυκνή συστάδα κλαδιών πέρα απ’ τα οποία απλώνονταν το χορταριασμένο δάπεδο και οι μουχλιασμένες βάσεις των σωριασμένων κιόνων του αρχαίου ναού. Αλλά το μέρος εκείνο δεν ήταν έρημο πια. Ένα ολόκληρο πλήθος ανθρώπων που φορούσαν φαρδιά ράσα και κουκούλες είχαν μαζευτεί πάνω στο σπασμένο πλακόστρωτο. Κρατούσαν όλοι τους αναμμένους δαυλούς. Μπορούσε να μυρίσει το άρωμα του καμένου ξύλου και του ρετσινιού που αιωρούνταν μέσα στην ακίνητη ατμόσφαιρα σαν αρχέγονο θυμίαμα. Άνοιξε τα μάτια του και αντίκρισε τη λαμπερή λάμψη των πυρσών.
Το πλήθος στεκόταν ακίνητο σα στρατός αρχαίων αγαλμάτων. Ο μοναδικός ήχος που άγγιζε τ’ αυτιά του ήταν το τριζοβολητό των αναμμένων πυρσών και οι γοργές ανάσες των δεκάδων κατάμαυρων λύκων που περπατούσαν πέρα-δώθε γεμάτοι προσμονή.
Αναγνώρισε τον πατέρα και τη μητέρα του καθώς και τον πατέρα του Ντήτερ. Πιο πέρα στεκόταν ο παππούς του και ο παπάς της εκκλησίας ενώ άλλοι άνθρωποι που είχε γνωρίσει φευγαλέα, ο καφετζής του χωριού, ένας γείτονας που στα νιάτα του ήταν τσαγκάρης, τα παιδιά με τα οποία είχε παίξει στο ίδιο εκείνο σημείο, τον κοίταζαν με μάτια που έλαμπαν σαν αναμμένα κάρβουνα.
Πάνω στον τετράγωνο μονόλιθο, που ήξερε τώρα πως ήταν βωμός, βρίσκονταν ένα μακρόστενο αντικείμενο. Ήταν ένα ανθρώπινο σώμα που κείτονταν δεμένο με χοντρά σκοινιά και τυλιγμένο μ’ ένα μαύρο σεντόνι. Ήταν ο Ντήτερ που ξάπλωνε ακίνητος, βυθισμένος στη βαθιά νάρκη κάποιου μυστικού βοτάνου.
Οι χωριανοί άρχισαν να ψέλνουν ένα μονότονο τραγούδι που γλίστρησε σα φίδι μέσα στο μυαλό του και βύθισε τις αισθήσεις του σ’ έναν άλικο ωκεανό. Περπάτησε μέχρι το κέντρο της ομήγυρης και κοντοστάθηκε μπροστά στον τραπεζοειδή ογκόλιθο.
- «Ήρθες τελικά» του είπε μια βαριά φωνή. «Απάντησες στο κάλεσμα του λύκου.»
- «Ήρθα» απάντησε μονολεκτικά ο Αλέξης κοιτάζοντας το κοιμισμένο πρόσωπο του Ντήτερ που στο φως των πυρσών έμοιαζε με νεκρική μάσκα.
- «Δέσποινα της νύχτας, εσύ που μιλάς με τις κραυγές των λύκων και τρέφεσαι με αίμα, εσύ που περιπλανιέσαι στις σκιές, ανάμεσα στους τάφους, εσύ που ρουφάς τη ζωή και φέρνεις τον τρόμο στους ανθρώπους, χιλιοπρόσωπη Σελήνη, δέξου τη θυσία του παιδιού σου!» απήγγειλε τελετουργικά ο άνδρας που στέκονταν δίπλα του. «Δέξου το στην αγκαλιά σου απόψε, όταν κάνει την υπέρτατη θυσία και υφάνει μαζί σου έναν ακατάλυτο δεσμό αίματος, όταν θυσιάσει μια ανθρώπινη ζωή και γευτεί το αίμα της για να σε τιμήσει!»
Τα δάχτυλα του Αλέξη σφίχτηκαν γύρω απ’ το μακρόστενο αντικείμενο που ο άνδρας τοποθέτησε ανάμεσά τους. Ένα μαχαίρι με ασημένια λαβή.
Οι λύκοι μαζεύτηκαν γύρω του υπάκουοι σαν κουτάβια. Οι γλώσσες τους έτρεμαν ανάμεσα σε τεράστια και κοφτερά δόντια. Τα μάτια τους που λαμποκοπούσαν σαν σταγόνες πυρακτωμένου χαλκού ήταν στυλωμένα πάνω του, περιμένοντας.
- «Τα παιδιά της Θεάς θα τραφούν απόψε με ανθρώπινη σάρκα. Έφτασε η στιγμή να γίνει η θυσία απ’ το καινούργιο της τέκνο!»
Ο Αλέξης ύψωσε το μαχαίρι ψηλά πάνω απ’ το κεφάλι του. Ο ναός, οι λύκοι, το πανάρχαιο πνεύμα του τόπου τον καλούσαν. Δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής.
Ο Ντήτερ άνοιξε τα μάτια του και τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν. Οι γαλάζιες ίριδες των ματιών του τρεμόπαιξαν σαν τρομοκρατημένες πεταλούδες που πάλευαν να ελευθερωθούν απ’ τον ιστό κάποιας πεινασμένης αράχνης.
Ο Αλέξης παραλίγο να γελάσει. Ήταν όλα τόσο τέλεια σχεδιασμένα, μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια, τόσο αριστοτεχνικά, σαν αυτές τις εκπομπές που έδειχνε πότε-πότε η τηλεόραση όπου στήνονταν φάρσες εις βάρος αθώων ανθρώπων μπροστά στις κάμερες για να γελάει ο κόσμος. Έτσι κι εδώ, ήταν όλοι μέσα στο παιχνίδι, οι γονείς του, ο παππούς, τα παιδιά και όλοι οι άλλοι. Ήταν μια παγίδα, μια πελώρια και περίπλοκη παγίδα που στήνονταν με προσοχή για χρόνια ολόκληρα. Η εκκλησία με το μυστικό πέρασμα που έβγαζε στο ναό, οι κατακόμβες όπου σάπιζαν τα κόκαλα όλων αυτών που είχαν θυσιαστεί στο βωμό όπου ξάπλωνε τώρα ο Ντήτερ, ακόμα και το ίδιο το χωριό που ήταν χτισμένο σ’ έναν τόπο απ’ όπου ήταν σχεδόν ακατόρθωτο να ξεφύγει κανείς, όλα περίμεναν υπομονετικά την άφιξή του.
Μέσα στα τρομαγμένα μάτια του Ντήτερ είδε το δικό του πρόσωπο να τον κοιτάζει με απόγνωση, παγιδευμένο στα δόκανα της συνωμοσίας.
Έσφιξε το μαχαίρι και καθώς ο Ντήτερ έβγαζε μια πνιχτή κραυγή μέσα απ’ τα σκοινιά και το σεντόνι που του έκλειναν το στόμα, το κατέβασε με δύναμη, γυρίζοντάς το την τελευταία στιγμή προς τον εαυτό του. Το μαχαίρι βυθίστηκε στο στομάχι του αβίαστα σαν να χώνονταν σε ζεστό βούτυρο και καθώς άρχισε να καταρρέει αργά πάνω στο ξαπλωμένο κορμί του Ντήτερ, οι άναρθρες κραυγές του πλήθους των πιστών που γέμισαν τον αέρα και τα ξαφνιασμένα βλέμματα των λύκων ξεσήκωσαν μέσα του ένα άγριο κύμα ευχαρίστησης:
Η Θεά θ’ απολάμβανε τη θυσία της απόψε, αλλά αυτός δε θα γίνονταν σαν όλους τους άλλους, γιατί υπήρχε κάτι που κανείς τους δεν είχε υπολογίσει, κάτι που χαλούσε την τέλεια συνωμοσία που έστηναν όλα αυτά τα χρόνια:
Ήταν ένας δεσμός αίματος, η υπόσχεση που είχε ανταλλάξει με τον Ντήτερ να υπερασπίζονται ο ένας τον άλλο μέχρι το θάνατο.
13
Καθώς το αυτοκίνητο κατάπινε τα χιλιόμετρα του ασφαλτοστρωμένου δρόμου που ελίσσονταν ανάμεσα από τις πλαγιές των αγέρωχων βουνών, πανέμορφες εικόνες ξεδιπλώνονταν γύρω τους, τοπία που έμοιαζαν με ζωντανεμένες ζωγραφιές, ορεινά λιβάδια, καταπράσινες μικρές κοιλάδες και απόκρημνες βουνοκορφές. Μικρά συννεφάκια που έμοιαζαν με κατάλευκες τούφες από βαμβάκι ταξίδευαν τεμπέλικα στον βαθυγάλανο ουρανό. Η ατμόσφαιρα ήταν διάφανη σαν φρεσκοπλυμένο γυαλί και το φως του ήλιου γέμιζε τις φυλλωσιές των δέντρων με χρυσοπράσινες σκιές. Ψηλά στον ουρανό, γεράκια και άλλα φτερωτά αρπακτικά χάραζαν κύκλους στον αέρα παρακολουθώντας το αυτοκίνητο με περιέργεια.
Η μικρή Ελένη παρακολουθούσε συνεπαρμένη την εναλλαγή των υπέροχων εκείνων τοπίων. Ένα πλατύ χαμόγελο απλώνονταν στο πρόσωπό της.
Η μητέρα της τη φίλησε στο μέτωπο και της είπε:
- «Είσαι καλά κούκλα μου; Σε λίγο θα φτάσουμε στο χωριό του μπαμπά. Θα δεις, θα σου αρέσει πολύ. Θα περάσουμε πάρα πολύ όμορφα.»
Πάρα πολύ όμορφα....
________________________________