Διαβάζω Καποτε στο Νεο Μεξικο από τα Fantasy Archives της Fantasy Gate! Bookmark and Share


από Στράτο Κ. (Abuno)


Καποτε στο Νεο Μεξικο


"Φέρτε μου το κεφάλι του! Ένα εκατομμύριο φωτόνια σε όποιον φέρει το κεφάλι του!" Φώναξε ο Αρχηγός, αφού τινάχθηκε όρθιος χτυπώντας τη γροθιά του στο μεταλλικό τραπέζι. Είχε γίνει έξαλλος. Πάλι καλά που δεν ξέσπασε στο Φόρκι που του έφερε τα νέα. Είχε συμβεί κάτι παρόμοιο στο παρελθόν. Μια φορά ένα Φόρκι του είχε αναγγείλει τον θάνατο ενός πολύ καλού του συμβούλου και ο Αρχηγός το πυροβόλησε εξ επαφής. Τα Φόρκι ήταν οι γηγενείς κάτοικοι του πλανήτη. Όντα φιλήσυχα και ειρηνικά. Στην όψη ήταν μικροκαμωμένα και στρουμπουλά. Αυτή τη φορά τα νέα μάλλον ήταν τόσο δυσάρεστα που, ευτυχώς για το Φόρκι, το μυαλό του Αρχηγού θόλωσε τόσο, ώστε αδιαφόρησε πλήρως για το κακόμοιρο γκρι πλασματάκι που βρισκόταν μπροστά του και που τώρα σιγά-σιγά οπισθοχωρούσε με υποκλίσεις. Τα νέα που του έφερε γραμμένα στην ηλεκτρονική ταμπλέτα, ήταν πραγματικά άσχημα και απ’ ότι φαινόταν θα μπαίναμε όλοι σε περιπέτειες. Η τεράστια πετρόκτιστη αίθουσα άδειασε σε λίγα μόλις λεπτά. Άπαντες ξεκίνησαν για το κυνήγι του επικηρυγμένου. Μόνο οι πολύ κοντινοί του κόλακες έμειναν δίπλα στον Αρχηγό προσπαθώντας να τον ηρεμήσουν. 
Βγήκα έξω μαζί με τους υπόλοιπους. Είχα αρκετό καιρό να αναπνεύσω φρέσκο αέρα, μιας και με είχαν στην απομόνωση για μια ηθική ατασθαλία που είχα κάνει. Και με έβγαλαν τώρα, για λόγους που μόλις άρχισα να καταλαβαίνω. Αφού άναψα το στριμμένο από πριν τσιγάρο, καβάλησα το τρίτροχο μηχανάκι μου και κίνησα για την πόλη. Ίσως εκεί να έβρισκα χρήσιμες πληροφορίες. Το ποσό εξάλλου που υποσχέθηκε ο Αρχηγός, δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητο. Και τα χρειαζόμουν πολύ αυτά τα γαμημένα φωτόνια, θα μπορούσα με αυτά να φύγω από αυτόν τον άθλιο πλανήτη και να δω επιτέλους τι θα κάνω με τη ζωή μου. 

Ήταν καταμεσήμερο όταν έφτασα στο Νέο Μεξικό και οι δυο από τους τρεις ήλιους που ήταν στον ουρανό, ήταν αρκετοί για να κάνουν το σκονισμένο χώμα να ζεματάει και τον αέρα να βράζει. Παράτησα τη μηχανή και κατευθύνθηκα στο Άγριο Ρόδο, το πιο πολυσύχναστο και κακόφημο σαλούν της πόλης. Η ατμόσφαιρα ήταν πνιγμένη στον καπνό και η μουσική έπαιζε τόσο δυνατά που έπρεπε να φωνάξεις για να ακουστείς. Στα τραπέζια κάποιοι έπαιζαν πόκερ, ενώ οι περισσότεροι από αυτούς έπιναν μπύρες και τεκίλες νέας γενιάς, που πιστέψτε με, δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτα από αυτές της Γης. Γυναίκες λικνίζονταν μεθυσμένες στον ρυθμό και ζητούσαν αντρική συντροφιά με αντάλλαγμα λίγο κερασμένο αλκοόλ. Τα Φόρκι, απλά γυρνούσαν ανάμεσα στους ανθρώπους προσπαθώντας να κάνουν τη δουλεία τους. Που και που, όλο και κάποιος μαλάκας τα κλωτσούσε ή τα έσπρωχνε απλά για επίδειξη δύναμης και μετά ακολουθούσαν δυνατά γέλια και τσουγκρίσματα ξύλινων και μεταλλικών ποτηριών. 
Ο Αρχηγός σπάνια επισκεπτόταν πια την πόλη. Έτσι και αλλιώς στην ουσία, όλοι για αυτόν δουλεύανε. Έστελνε κάθε μήνα τους εισπράκτορες και αυτοί του έφερναν πίσω τα περισσότερα κέρδη. Η όλη ανταλλαγή γινόταν σε φωτόνια. Αυτό ήταν το νόμισμα της Νέας Γης. 
Πήγα και έκατσα στο μπαρ. Έστριψα τσιγάρο και παρήγγειλα μπύρα και τεκίλα. Αφού το άναψα, έκανα νόημα στον μπάρμαν να πλησιάσει. Του έδειξα τη φωτογραφία που μοιράστηκε σε όλους κατά την έξοδο μας από την έπαυλη του Αρχηγού. "Ξέρεις αυτόν τον άντρα;" τον ρώτησα. Ο μπάρμαν ήταν γνωστό καθίκι. Γυμνασμένος τύπος με τατουάζ στα χέρια του και σκουλαρίκια σχεδόν σε όποιο σημείο προεξείχε από το πρόσωπό του. Στην πιάτσα ήταν γνωστός με το όνομα Γουέηβερ. Έσφιξε τα μάτια του, "Ποιος ρωτάει;" μου είπε φυσώντας τον καπνό μέσα στη μούρη μου. "Ένας καλός, παλιός του φίλος" του απάντησα και του ανταπέδωσα την κίνηση με τον καπνό. "Μπάτσος είσαι;" με ρώτησε και γέμισε το ποτήρι του με τεκίλα. Κουνώντας το κεφάλι μου αρνητικά, ήπια την τεκίλα μου μονομιάς και του έδωσα το ποτήρι να το ξαναγεμίσει. Ήταν πραγματικά καλή αυτή η γαμημένη τεκίλα. "Πότε τον είδες τελευταία φορά;" τον ρώτησα. "Ο Χουάν ντελ Πούδα έχει να φανεί εδώ, πάνω από δυο μήνες. Ίσως αυτή η τσούλα ξέρει περισσότερα." Μου είπε δείχνοντας μου, μια μελαχρινή πιτσιρίκα στην άλλη άκρη του μπαρ. Περνώντας την κάρτα μου από το μηχάνημα που βρισκόταν μπροστά μου, του έδωσα είκοσι φωτόνια, ήπια την τεκίλα μου και αφού πήρα την μπύρα μου στο χέρι πήγα να μιλήσω στο θηλυκό. "Γεια σου κούκλα, να κεράσω μια τεκίλα;" Γύρισε και με κοίταξε μουδιασμένα. "Όπως βλέπεις, πίνω με τον παίδαρο δίπλα." Σήκωσα ελαφρώς το κεφάλι μου και πίσω από τον ώμο της είδα έναν ογκώδη άντρα να την πασπατεύει. "Δεν άκουσες ρε μαλάκα; Η κοπέλα πίνει με τον παίδαρο." Μου είπε ο τύπος με συρτή φωνή. Αν κάτι μισώ σε αυτόν τον κόσμο, είναι η ειρωνεία. Σήκωσα τα χέρια, σαν να ζητούσα συγνώμη και έκανα να φύγω. Με μια αστραπιαία κίνηση του έφερα την μπύρα στο κεφάλι και αυτός έπεσε αιμόφυρτος κάτω από την καρέκλα. Όπως ήταν φυσικό κανείς δεν έδωσε σημασία. Έπιασα την νεαρή κοπέλα από τον καρπό και την έσυρα σε μια γωνιά του σαλούν. Καθίσαμε πάνω στον σκονισμένο καναπέ και παρήγγειλα σ’ ένα Φόρκι δυο ποτά ακόμα. Μετά της έδειξα τη φωτογραφία. "Ψάχνω αυτόν τον άντρα. Ξέρω ότι ήσασταν μαζί πριν λίγο καιρό. Έχεις καμιά ιδέα για το που μπορεί να είναι;" 
"Αυτός είναι ο Χουάν Ντελ Πούδα! Αυτός ο άντρας είναι νεκρός." 
"Είσαι σίγουρη;"
"Ήμουν εκεί όταν έγινε." 
"Τότε ίσως μπορείς να μου πεις που βρίσκεται το πτώμα." 
"Το θάψανε. Στην κοιλάδα των κάκτων." 
"Σήκω, θα με πας εκεί." Αφού κατεβάσαμε τα ποτά, βγήκαμε έξω από το μπαρ και καβαλήσαμε τη μηχανή αφήνοντας πίσω μας μόνο σκόνη. 
Στον δρόμο προσπαθούσα να σκεφτώ αν είχε κάποιο λόγο αυτή η γκόμενα να μου πει ψέματα. Δεν μπόρεσα να καταλήξω πουθενά. Καθόταν ακριβώς πίσω μου, καθώς διασχίζαμε την έρημο και η ανάσα της γλιστρούσε στον λαιμό μου. Τα χέρια της αγκάλιαζαν την μέση μου πάνω από το δερμάτινο μπουφάν που φορούσα. Είχα καιρό να πάω με γυναίκα. Σταμάτησα τη μηχανή ακαριαία. Την κατέβασα και άρχισα να τη γδύνω με βία. Στην αρχή αντιστάθηκε, αλλά σε λίγο τα βογκητά της δήλωναν μόνο πόθο και ηδονή…
Σε λίγα λεπτά έστριβα ήδη το τσιγάρο μου κάτω από τη σκιά ενός τεράστιου, κόκκινου κάκτου. Αυτή προσπαθούσε να βάλει τα ρούχα της. "Πώς σε λένε;" τη ρώτησα με το τσιγάρο στο στόμα. "Ζαννέτα, εσένα;" 
"Μπορείς να με φωνάζεις Λέιμον." Της είπα και καβάλησα τη μηχανή. "Ανέβα!" Καθώς διασχίζαμε την καυτή έρημο πρόσεξα στα δεξιά μου έναν καταυλισμό Φόρκι. 
"Θα κάνουμε μια στάση", είπα στην Ζαννέτα γυρνώντας το κεφάλι μου. Αυτά τα γκριζωπά πλασματάκια μου ήταν πολύ συμπαθή. Ήταν οι ιθαγενείς κάτοικοι του πλανήτη και έπρεπε όλοι εμείς να τους δείχναμε σεβασμό. Τώρα βέβαια που το σκέφτομαι, ποτέ δεν δείξαμε σεβασμό ούτε καν στην ίδια μας τη ράτσα. Τα Φόρκι, ήταν καλοκάγαθα όντα. Μας δέχτηκαν με αγάπη, μας εξυπηρέτησαν και όπως σχεδόν πάντα κάνουμε εμείς οι άνθρωποι σε αυτές τις περιπτώσεις, τα εκμεταλλευτήκαμε με τον χειρότερο τρόπο. Μα ακόμα και έτσι, τα Φόρκι ποτέ δεν μας προκάλεσαν κανένα κακό, ούτε ποτέ χρησιμοποίησαν βία εναντίον μας, όχι ότι θα μπορούσαν κιόλας άλλωστε. Είναι αδύναμα και μικροκαμωμένα όντα. Προσωπικά, δεν είχα ποτέ κανένα πρόβλημα μαζί τους. 
"Θα περάσουμε τη νύχτα εδώ." Η Ζαννέτα με κοίταξε περίεργα. Ήξερα ότι ήμουν ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους που συμπαθούσαν τα Φόρκι. Στήριξα τη μηχανή σε έναν καυτό, κιτρινωπό τοίχο και μαζί με τη Ζαννέτα κινήσαμε για το κέντρο του καταυλισμού. Τα Φόρκι άρχισαν να μαζεύονται γύρω μας προσπαθώντας να μας εξυπηρετήσουν. Ήξεραν να γράφουν στη γλώσσα μας αλλά όχι να την μιλούν. Γι’ αυτό δεν έφταιγε κάποια διανοητική καθυστέρηση, απλά η ανατομία της γλώσσας τους δεν είχε αυτές τις δυνατότητες. Ένα από τα Φόρκι που σε λίγο μας περιτριγύριζαν, μου έδωσε μια ηλεκτρονική ταμπλέτα η οποία έγραφε: "Τι μπορούμε να κάνουμε για εσάς Άνθρωπε;" Πήρα αμέσως την ταμπλέτα στα χέρια μου και απάντησα. "Θα θέλαμε ένα δωμάτιο να περάσουμε τη νύχτα." Αυτή τη φορά δεν μου έδωσε τη ταμπλέτα πίσω, παρά μου έκανε νόημα να το ακολουθήσω. Έπιασα τη νεαρή μου παρτενέρ από το χέρι και πήγαμε πίσω από το χαριτωμένο Φόρκι. Οι δυο ήλιοι, ο ένας μετά τον άλλον, σε λίγο θα βασίλευαν πίσω από τον ορίζοντα της ερήμου. Οι νύκτες, αν και κρατούσαν λίγες μόνο ώρες, ήταν αρκετά κρύες σε αυτόν τον κόσμο. Το δωμάτιο που μας έδειξε το Φόρκι, ήταν ότι έπρεπε. Με μια ευγενική κίνηση του χεριού μου, του πήρα τη ταμπλέτα από τα χέρια. Έβγαλα την κάρτα μου και του "πέρασα" 30 φωτόνια. Μετά έγραψα "Μπορούμε να έχουμε ένα μπουκάλι τεκίλα;" και του το έδειξα. Το μικρόσωμο πλάσμα χαμογέλασε με τον τρόπο του και μου έκανε νόημα να περιμένω. Σε λίγα λεπτά ήταν πίσω με ένα γεμάτο μπουκάλι κίτρινη, παγωμένη τεκίλα. Στην πραγματικότητα, τα Φόρκι δεν χρειαζόντουσαν φωτόνια. Τα χρησιμοποιούσαν μόνο στις συναλλαγές τους με εμάς, για να αγοράζουν πράγματα που μας ικανοποιούν. 
Σε περίπου μια ώρα, η τεκίλα είχε τελειώσει. Εγώ και η Ζαννέτα πηδηχτήκαμε σαν τα σκυλιά και το πρωί μας βρήκε αγκαλιασμένους στο κρεβάτι. Σε λίγο σηκώθηκα. Πρώτη κίνηση, λίγο νερό στα μούτρα μου. "Πώς έχω γίνει έτσι;" σκέφτομαι, κοιτάζοντας τον θαμπό καθρέφτη. "Έχω αρχίσει να γερνάω. Γαμώ τη Νέα Γη και όλο το γαλαξία. Η ζωή μου περνάει σαν αστραπή και εγώ κυνηγάω το κεφάλι ενός πεθαμένου μαλάκα." Χρειαζόμουν καφέ επειγόντως. Για καλή μου τύχη, το Φόρκι είχε φροντίσει και γι’ αυτό. Ρουφάω μια γουλιά, ανάβω τσιγάρο και χαϊδεύω με τα μάτια μου το γυμνό σώμα της Ζαννέτας, ονειροπολώντας μια άλλη ζωή. Σαν να το ένιωσε, εκείνη τη στιγμή άλλαξε πλευρό τεντώνοντας λίγο τα χέρια της. Η ποιητική αυτή εικόνα διακόπηκε με βία, όταν η πόρτα του δωματίου άνοιξε με ορμή από ένα δυνατό χτύπημα. Δυο μαυροφορεμένοι άντρες μπήκαν μέσα με πιστόλια στα χέρια. Η Ζαννέτα τινάχθηκε καλύπτοντας το κορμί της με το σεντόνι ενώ εγώ απλά γύρισα το κεφάλι μου προς το μέρος τους. Μας είχαν αιφνιδιάσει. Αν μας ήθελαν νεκρούς, θα το είχαν ήδη επιτύχει. "Κύριοι, δεν νομίζω ότι τα πιστόλια είναι απαραίτητα, έχουμε και μια γυναίκα στην παρέα." Τους είπα, με όσο πιο άνετο ύφος μπορούσα. Μετά από δυο πυροβολισμούς, το σεντόνι της Ζαννέτας είχε πλημμυρίσει στο αίμα. "Είχαμε, γυναίκα στην παρέα." Μου απάντησε ο πιο κοντός από αυτούς. Εμένα ήθελαν. 

Ξύπνησα μέσα σε ένα μισοσκότεινο δωμάτιο με τρομερούς πόνους στο κεφάλι. Το φως των ήλιων έμπαινε στο χώρο από τις χαραμάδες που υπήρχαν ανάμεσα στους ασβεστόλιθους, φανερώνοντας την σκονισμένη ατμόσφαιρα. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη εκεί μέσα. Θυμήθηκα την Ζαννέτα. Αυτά τα καθάρματα τη σκότωσαν. Και ήταν η μόνη που ήξερε που βρισκόταν το πτώμα του Χουάν Ντελ Πούδα. "Γάμησέ τα!" σκέφτηκα, "και τώρα τι κάνουμε;" Το δωμάτιο που βρισκόμουν ήταν κυκλικό και μέσα του υπήρχαν μόνο λίγα πεταμένα δέματα από στάχυα. Κοίταξα την οροφή, απείχε περίπου δυο μέτρα και ήταν ψηλή με κωνική σκεπή. Σαν να βρισκόμουν μέσα σε ανεμόμυλο. Πόρτα δεν υπήρχε πουθενά γύρω μου, αλλά μπόρεσα να διακρίνω στο εσωτερικό της στέγης ένα μικρό παράθυρο. Ίσως από εκεί να με πέταξαν εδώ μέσα. Άρχισα να σκαρφαλώνω πατώντας στα εξογκώματα των ασβεστόλιθων και σε κάτι ξύλινα δοκάρια που βρίσκονταν ανάμεσά τους. Όταν έφτασα, σήκωσα αργά το κεφάλι μου μέχρι τα μάτια μου να μπορέσουν να δουν έξω. 

Αυτό που αντίκρισα ήταν μια απέραντη έρημος. Λίγοι κατακόκκινοι κάκτοι ήταν διασκορπισμένοι αραιά και οι ήλιοι κατέκαιγαν την ψιλή άμμο. "Εεεεϊ! Είναι κανείς εδώ;" Φώναξα δυνατά. Καμία ανταπόκριση. Σφίγγοντας τα μάτια μου μπόρεσα να διακρίνω δυο μαύρα σημεία και κόκκινο χρώμα στο χώμα, εκατοντάδες μέτρα μακριά μου. Έβγαλα τους αγκώνες μου από το μικρό άνοιγμα και σύρθηκα έξω. Βρέθηκα πάνω στην σκεπή και ισορροπώντας έκανα τρία βήματα. Στο τέταρτο γλίστρησα και έπεσα με την πλάτη στην καυτή γη. Αφού βλαστήμησα τη τύχη μου, έκανα μια γύρα περιμετρικά του κτίσματος που πριν λίγο βρισκόμουν μέσα. Έρημος μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι. Προχώρησα αργά προς τα δυο μαύρα σημεία που είδα από ψηλά. Όταν έφτασα κοντά, αντίκρισα με φρίκη δυο ακέφαλα σώματα ντυμένα στα μαύρα. και γύρω τους, ξεραμένο από τη ζέστη αίμα. Ήμουν σίγουρος ότι άνηκαν στους δυο τύπους που σκότωσαν τη Ζαννέτα και που με έφεραν εδώ. Έψαξα για τα κεφάλια τους. Τίποτα. Γύρισα πίσω και ψαχούλεψα τις τσέπες των ρούχων τους. Το θέαμα και η μυρωδιά ήταν απαίσια. Στην εσωτερική τσέπη του ενός βρήκα τη φωτογραφία του Χουάν Ντελ Πούδα. "Τώρα κατάλαβα..." και αυτοί αυτόν έψαχναν και μάλλον νόμιζαν ότι εγώ θα τους οδηγούσα. Βρήκα πάνω τους και ένα πιστόλι. Το έζωσα στη ζώνη μου. Πάσχιζα να καταλάβω τι συνέβη όσο εγώ ήμουν πεταμένος στο μικρό κυλινδρικό κτίσμα και δεν μπορούσα να καταλήξω πουθενά. Ποιος τους αποκεφάλισε και γιατί; Ένα ήταν σίγουρο, ότι αυτός που έκανε αυτή την αποτρόπαια πράξη δεν είχε πάρει είδηση ότι εγώ ήμουν εκεί κοντά, αλλιώς λογικά, θα είχα και εγώ την ίδια τύχη. Τριγύρω υπήρχαν κηλίδες αίματος που διέγραφαν μια πορεία στο κιτρινωπό χώμα, που οδηγούσε μακριά από τα πτώματα. Μια σκοτεινή επιθυμία, αλλά και η αναζήτηση μιας λογικής απάντησης με έσπρωξαν στο ακολουθήσω τα αίματα. 

Περπατούσα για ώρες χωρίς να αντικρίσω τίποτα πέρα από κάκτους. Οι ήλιοι άρχισαν να κατηφορίζουν, για να δύσουν σε λίγο ο ένας μετά τον άλλον, φέρνοντας δια της απουσίας τους, την κρύα νύχτα. Κούμπωσα το μπουφάν μου και συνέχισα να περπατώ κάτω από τον έναστρο ουρανό. Σε λίγο, είδα μπροστά μου να ανοίγεται ένα φαράγγι, ένα πανύψηλο στενό φαράγγι. Τα χνάρια αίματος οδηγούσαν εκεί. Δεξιά και αριστερά υψώνονταν πελώρια βουνά φτιαγμένα από σκληρή πέτρα. Απρόσιτα και απόκρημνα. Προχώρησα μέσα στο στενό πέρασμα. Ο αέρας εκεί μέσα ήταν πιο ζεστός και έμοιαζε να ψιθυρίζει στα αυτιά μου λόγια απόκοσμα και σκοτεινά. Ένιωθα σα να μπαίνω στο στόμα ενός τεράστιου δράκου και η ανάσα του να με τυλίγει, καθώς περπατούσα με αργά βήματα κοιτάζοντας γύρω μου φοβισμένα. Βρισκόμουν στην καρδιά της νύχτας, ίσως και στην καρδιά της ερήμου. Σε κάποια στιγμή άκουσα έναν φοβερό κρότο πίσω μου. Γύρισα αμέσως και είδα έναν βράχο που μόλις είχε πέσει στη μέση του φαραγγιού, αφήνοντας μόνο ένα μικρό άνοιγμα, που όμως ήταν πολύ στενό για να χωρέσω. Υπέθεσα ότι ξεκόλλησε από κάποια κορυφή αν και φάνηκε σα να πέφτει απ’ τον ουρανό. Το σίγουρο ήταν ότι ο δρόμος του γυρισμού, ήταν πια κλειστός για μένα. Τώρα πια, είχα μόνο μια επιλογή πορείας και αυτή ήταν προς τα μπροστά. Συνέχισα να περπατώ για αρκετή ώρα ακόμη, μη βλέποντας το φαράγγι να τελειώνει ή να ανοίγει και τότε αντίκρισα μέσα στο σκοτάδι, κάτω από το αχνό φως των άστρων, μια παράξενη μορφή ακριβώς απέναντί μου, στη μέση του μονοπατιού. Ήταν ένας τεράστιος όγκος που έφτανε κοντά τα έξι μέτρα σε ύψος. Μπόρεσα να διακρίνω ένα σώμα καθισμένο στα τέσσερα και δυο μεγάλα μάτια που έλαμπαν στο σκοτάδι. Απείχα περίπου είκοσι μέτρα από αυτό, όταν είδα δυο πελώρια φτερά να ανοίγουν από τις ωμοπλάτες του και να φτερουγίζουν σηκώνοντας σκόνη σε όλο το στενό. Δεν προσπάθησε να πετάξει, παρά μόνο σηκώθηκε στα δυο του, τριχωτά πόδια και έβγαλε μια απαίσια, άναρθρη κραυγή που με έκανε να κοκαλώσω. Έπειτα έριξε με φόρα τα μπροστινά του πόδια πάλι στο έδαφος και μάζεψε τα φτερά του κτυπώντας τα. Τι θέαμα κι αυτό! Βρισκόμουν μπροστά σε ένα τέρας! 

Ήταν μια Σφίγγα! "Γαμώ την Πίστη μου, μια Σφίγγα!" Ένα ξεχασμένο τερατούργημα της δημιουργίας. Είχα διαβάσει κάποτε για αυτή τη καταραμένη μυθολογική γενιά τεράτων. Είχαν εξαφανιστεί από την Παλιά Γη πολλές χιλιάδες χρόνια πριν αφήσουμε εκείνο τον πλανήτη. "Πώς είναι δυνατόν;! Τι δουλειά έχει ένα τέτοιο πλάσμα εδώ;!" συλλογιζόμουν σιωπηλά, καθώς το απαίσιο ζώο απέναντί μου στεκόταν ακίνητο και με κοιτούσε. Το κεφάλι του ήταν περίπου ίσο με όλο μου το σώμα, και είχε γυναικεία χαρακτηριστικά, με κοφτερά δόντια που προεξείχαν από τα λεπτά χείλη. Το σώμα του ήταν λιονταρίσιο, με πλούσιο λευκόχρυσο τρίχωμα και κατέληγε σε ογκώδη πόδια με γαμψά νύχια. Δυο απέραντα φτερά θαρρείς βγαλμένα από κάποιον τεράστιο αετό, πετάγονταν από τις ρίζες των πλευρών του και δίπλωναν στη ράχη του, καθώς η μακριά ουρά του χόρευε σαν υπερφυσική κόμπρα πάνω από το ξερό χώμα. Το λιγοστό ασημένιο φως έπεφτε πάνω στην αποκρουστική μορφή, προσδίδοντας της μια κολασμένη αίγλη που το έκανε να μοιάζει με αρχαία θεότητα που περίμενε το θυσιαστήριο θύμα της. Και τότε μίλησε. Μίλησε με ανθρώπινη φωνή. 
"ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙΣ ΘΝΗΤΕ;" Μου είπε, και η φωνή του ήταν απόκοσμη και ερμαφρόδιτη. Βραχνή και συνάμα καθαρή σαν μέταλλο. Έβγαζε από μέσα της μια ηρεμία και μια αρμονία θεϊκή. Κοιτάζοντάς το τέρας με τρόμο, απάντησα με τρεμάμενη, αλλά δυνατή φωνή. "Ναι, θα περάσω." Αυτό που ακολούθησε δεν περιγράφεται εύκολα με λόγια. Μετά την απάντησή μου, το τέρας τέντωσε τον λαιμό του και παραμορφώθηκε ακατάληπτα. Το στόμα του άνοιξε διάπλατα και από μέσα του φανέρωσε μια σειρά τριγωνικών δοντιών και μια γλώσσα διχαλωτή που κουνιόταν πέρα δώθε με σπαστικές, ατέρμονες κινήσεις, βγάζοντας μια κραυγή θαρρείς από την κόλαση. Τα μάτια του γούρλωσαν και το φως που τα έκανε να λάμπουν χάθηκε, αφήνοντας πίσω του δυο κατάμαυρες τρύπες έτοιμες να ξεράσουν όλες τις κατάρες του κόσμου. Πισωπάτησα και έπεσα στο έδαφος. Έμεινα αμίλητος. Σε λίγο το τέρας συνέχισε. "ΘΑ ΣΟΥ ΠΩ ΈΝΑΝ ΓΡΙΦΟ ΘΝΗΤΕ ΑΝ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΩΣΤΑ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΟΙΧΤΟΣ ΓΙΑ ΣΕΝΑ. ΑΝ ΟΧΙ ΘΑ ΠΑΡΩ ΤΟ ΚΕΦΆΛΙ ΣΟΥ ΚΑΙ ΘΑ ΠΕΤΑΞΩ ΤΟ ΣΩΜΑ ΣΟΥ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΗΡΘΕ. ΓΙΑΤΙ ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ Ο ΘΕΟΣ-ΦΥΛΑΚΑΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ. ΔΕΝ ΘΑ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΜΙΑ ΕΡΩΤΗΣΗ ΚΑΙ ΘΑ ΔΩΣΕΙΣ ΜΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΑΠΑΝΤΗΣΗ. Ο ΧΡΟΝΟΣ ΣΟΥ ΘΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ ΜΕ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ." Η φωνή του ήταν αγέρωχη και ακουγόταν από ψηλά σαν σήμαντρο, μιλώντας μια γλώσσα χρησμική. Ήταν σταθερή και άχρωμη, σαν τη φωνή ενός ρομπότ. Ενός αρχαίου ρομπότ. Παραδόξως, στο νου μου ήρθε η Ζαννέτα και η ιστορία του Χουάν Ντελ Πούδα. Πόσο ασήμαντα έμοιαζαν τώρα όλα αυτά! Τι μαλάκας που ήμουν. Μια ζωή κυνηγούσα τα γαμημένα φωτόνια. "Για να σε δω τώρα, τώρα θα σε σώσουν τα φωτόνια νομίζεις παλιομαλάκα;!" Είπα ενδόμυχα στον εαυτό μου. Δεν είχε κανένα νόημα να προσπαθήσω να ξεφύγω, ούτε να χρησιμοποιήσω το όπλο μου. Στεκόμουν μπροστά σε αυτό το θηρίο ανήμπορος, σαν το σκουλήκι στα νύχια της τίγρης. Μπορούσε να με αφανίσει οποτεδήποτε το επιθυμούσε. Χωρίς κόστος, χωρίς ποτέ κανείς να το μάθει. Ποτέ! Και όμως… αντ’ αυτού, μου προτείνει μια δοκιμασία, έναν πνευματικό άθλο που πρέπει να περάσω για να σωθώ. "Τι παράξενο πλάσμα! Ποια αλλοπρόσαλλη, ποια αλλόκοτη λογική το εξουσιάζει;!" Έτσι καθώς σκεφτόμουν όλα αυτά, απλά σηκώθηκα στα δυο μου πόδια και περίμενα να ακούσω τον γρίφο... 

Τότε το τέρας με κοίταξε λαίμαργα, σαγηνευτικά. Χαμήλωσε αργά και με χάρη τον μακρύ λαιμό του και ήταν τότε, που για πρώτη φορά ένιωσα την θηλυκή του φύση . Ήταν μια γυναίκα, ίσως και μάνα! "Ναι! Αυτό πρέπει να είναι! Είναι μια μητέρα που φυλάει τα παιδιά της. Ίσως βρίσκονται κάπου εδώ γύρω." Παραφρονούσα. Κρύος ιδρώτας άρχισε να με λούζει και τα άκρα μου άρχισαν να τρέμουν. Φοβήθηκα πολύ. Ω ναι, φοβήθηκα πάρα πολύ. Μπορούσα να μυρίσω τον θάνατο που ερχόταν για μένα, μπορούσα να γυρίσω λίγο πίσω στον χρόνο και να δω το ακέφαλο σώμα μου να κείτεται άψυχο, μαζί με τις δυο κοκκινόμαυρες μάζες που πριν λίγες ώρες αντίκριζα με απορία. "Τι φρίκη θεέ μου."

Έτσι όπως πλησίασε κοντά μου, είδα πιο καθαρά. Έμοιαζε πολύ με την γνωστή Αιγυπτιακή μορφή από την αρχαία Γη. Το πρόσωπό της ήταν παράξενα όμορφο, μαγευτικά όμορφο. Άλλα το βλέμμα της μου ήταν τόσο ξένο, τόσο εφιαλτικό, που μου προκαλούσε αποστροφή και σίχαμα. Σε λίγο επανέφερε το κεφάλι της ανάμεσα στους ώμους και πήρε ξανά την αγέρωχη, θεϊκή της φύση. Έπειτα, ξεστόμισε τον γρίφο… 

"ΜΟΙΡΕΣ ΜΟΙΡΑΖΕΙ ΑΜΟΙΡΑ ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ 
 ΚΙ ΟΜΩΣ ΑΥΤΗ ΚΟΥΡΝΙΑΖΕΙ ΣΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ" 

Αυτό ήταν. Τώρα εγώ έπρεπε να μαντέψω τι σημαίνει αυτή η ακατανόητη φράση. Σε λίγες ώρες θα ξημέρωνε. Η διορία μου ήταν μέχρι την αυγή. 
Η Σφίγγα μετά από αυτά τα παράξενα λόγια, άνοιξε πάλι τα τεράστια φτερά της και τα φτερούγισε πάνω από το χώμα. Μετά τα έκλεισε αργά και πήρε την αρχική της θέση. Η λάμψη στα μάτια της επανήλθε και έμεινε να κάθεται ακίνητη, σαν ένα αθάνατο μνημείο τρόμου. Έμοιαζε να κοιμόταν. Από το μυαλό μου πέρασε η ιδέα να την κοπανίσω, αλλά την απέρριψα αμέσως. Δεν θα είχα καμιά ελπίδα. Έτσι κάθισα κάτω και προσπάθησα να αναλύσω τον γρίφο, μήπως και καταλήξω κάπου. 
Τις επόμενες ώρες τις πέρασα μπροστά στο θηρίο. Έκανα άπειρες υποθέσεις για την επίλυση του γρίφου, που με οδήγησαν σε αναρίθμητα συμπεράσματα. Στην αρχή είχα την εντύπωση ότι η απάντηση θα ήταν κάτι το σπουδαίο, μια απρόσιτη, αλληγορική έννοια, πολυδιάστατη και δυσερμήνευτη. Μετά θυμήθηκα έναν αρχαίο θεό, που δίδαξε ταπεινότητα. Ο πατέρας μου, μου είχε μιλήσει γι’ αυτόν. "Ήταν ταπεινός και περπάτησε στη γη με αγάπη." Αυτά ήταν τα λόγια του. Και μετά συνέχισε… "Η θρησκεία όμως που του 'φορέσανε', εκφυλίστηκε γρήγορα και όπως καθετί εκφυλισμένο στη φύση, έπεσε. Μαζί με όλο τον παλιό κόσμο. Οι λαοί διψούσαν για αλλαγή. Η Παλιά Γη ήταν ένα καζάνι που έβραζε. Οι προφήτες κράζανε για το τέλος που ήταν κοντά. Και τότε, μέσα στην αναμπουμπούλα τα άστρα ήρθαν στη σωστή θέση. Ήρθαν και μας πήραν." "Πώς στο διάολο θυμήθηκα τώρα αυτά τα λόγια;! Ποιο ασυνείδητο κύτταρο ξύπνησε μέσα μου;" Παιδικές μνήμες με άρωμα ονείρου. Γρήγορα ο νους μου αλλαξοκοίταξε. 
Η ώρα περνούσε. Έπρεπε να βρω μια απάντηση αλλιώς… "αλλιώς αυτός ο θηλυκός δαίμονας θα μου πάρει το κεφάλι." Προσπαθούσα με τρόμο να φανταστώ πως ακριβώς θα γίνει η πρωινή διαδικασία. "Ξημερώνει, ξυπνάει το τέρας, απαντώ και… χάνω το κεφάλι μου;! Γαμώ την τρέλα μου, που έχω μπλέξει;! Πρέπει να βρω τη λύση. Δεν έχω άλλη ελπίδα." Είχα τρομοκρατηθεί. Ένιωθα σαν τον θανατοποινίτη που περιμένει τη χαραυγή, τη τελευταία χαραυγή. Oι ώρες έμοιαζαν να μην περνάνε με τίποτα. Αυτό το βράδυ, μου φάνηκε ατελείωτο. Ατελείωτο βάσανο, μια κόλαση. "Αυτό είναι! είμαι στη κόλαση. Μόνο εκεί υπάρχουν αυτά τα θηρία. Αυτές οι καταραμένες, ανόσιες φυλές, μόνο εκεί ζουν." 

Ο ουρανός άρχισε να αποκτά φως. Ένα θαμπό, υγρό φως, άρχισε ν’ ανατέλλει από τις εσχατιές του κόσμου. Σε λίγο θα ξημέρωνε. Η απελπισία μου, με έκανε να κάτσω κάτω οκλαδόν και να ηρεμήσω. Έκλεισα τα μάτια και άρχισα να προσεύχομαι. Ασυνείδητα, πηγαία. Καθώς τα μάτια μου ήταν κλειστά, σε λίγο ένιωσα το ζεστό φως να πέφτει πάνω τους. Ο πρώτος ήλιος είχε μόλις αγγίξει τον ορίζοντα. Άκουσα τότε έναν υπόκωφο, μακρύ θόρυβο, σαν από το βάθος της γης. Χωρίς ακόμα να βλέπω, κατάλαβα ότι κάτι μεγάλο κινείται. "Η Σφίγγα ξύπνησε! Τι θα κάνω τώρα; τι απάντηση θα δώσω; Είμαι νεκρός." Ο θόρυβος μεγάλωνε, "χτυπάει τα φτερά της, και σε λίγο θα μου ξεριζώνει το κεφάλι." Και τότε, σήκωσα τα βλέφαρά μου και είδα… 
Το τέρας είχε σηκωθεί στα δυο του πισινά πόδια και στεκόταν μπροστά μου σαν θεός. Ο θόρυβος συνέχιζε ν’ ακούγεται, σαν ποδοβολητό, σαν κάποιος να τραντάζει το έδαφος. Γύρισα το κεφάλι μου πίσω και είδα το θαύμα! 

Εκατοντάδες, πολλές εκατοντάδες Φόρκι τρέχανε μανιασμένα προς το μέρος μου. Η Σφίγγα αμέσως άρχισε να σκούζει με σατανική, απαίσια φωνή και να φτεροκοπά. Χαμός επικράτησε. Τα Φόρκι πέφτανε πάνω της και προσπαθούσαν να τη ρίξουν στο έδαφος. Πήγα στην άκρη και προχώρησα ανάμεσα τους. Σα να ήρθαν να με σώσουν. Περνώντας μέσα από τη σκόνη, τα αίματα και το χάος, περπάτησα γρήγορα σκυφτός κάτω από το θηρίο και προχώρησα. Αφού απομακρύνθηκα αρκετά, γύρισα το βλέμμα μου πίσω. Και είδα τα καημένα αυτά γκρι πλασματάκια να σκοτώνονται χωρίς έλεος. Τα χτυπούσε με τα αιλουροειδή άκρα της και τα τσάκιζε στους βράχους κατά δεκάδες. Κάποια, που είχαν καταφέρει να σκαρφαλώσουν πάνω της, τα δάγκωνε και τα διαμέλιζε με την ουρά της, που ήταν ένα τεράστιο φίδι. Ενώ άλλα τα έβαζε κατευθείαν ανάμεσα στα δόντια της. Τα Φόρκι δεν είχαν καμιά ελπίδα. Σφίγγοντας τα χείλη μου συνέχισα να τρέχω για να ξεφύγω. Μόνο κάποια στιγμή γύρισα και βάζοντας τα δυο μου χέρια στο στόμα, φώναξα: "Η ΖΩΗ! ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ. Η ΖΩΗ!" Και συνέχισα να τρέχω. Δεν έμαθα ποτέ αν αυτή ήταν η σωστή απάντηση. Όπως δεν έμαθα και ποτέ, τι ήταν αυτό που έκανε όλα αυτά τα Φόρκι να βρεθούν εκείνη τη στιγμή εκεί. 
Έκανα πολλές υποθέσεις γι’ αυτό το θέμα, "είδαν το αίμα και ήρθαν να με προστατέψουν; Γνώριζαν την ύπαρξη του τέρατος; Μήπως αυτός ήταν ο πραγματικός τους εχθρός; Γι’ αυτό μας εξυπηρετούσαν;" Όλα ήταν πιθανά, αλλά δεν είχα χρόνο για τέτοιες σκέψεις, Συνέχιζα να προχωράω μέσα στο φαράγγι γρήγορα και μου ήταν άγνωστο τι άλλο θα μπορούσα να συναντήσω. Μου ήταν άγνωστο επίσης, τι θα έκανε η Σφίγγα σε περίπτωση που ξεμπέρδευε με τα Φόρκι. Ίσως ερχόταν για μένα. Αυτή η τρομερή σκέψη με έκανε να τρέξω με μανία. Σε λίγο το φαράγγι θα τελείωνε, άρχισα να βλέπω τα βράχια δίπλα μου να χαμηλώνουν και στο τέλος να αφήνουν ένα πλατύ άνοιγμα ανάμεσά τους. Βγήκα πάλι στην ανοιχτή, καυτή έρημο και είχε ξημερώσει. Απόλυτη ησυχία. Οι ήλιοι, κατέκαιγαν τα πάντα από τον ουρανό και όλα φαινόντουσαν άκρως φυσιολογικά. Κοίταξα πίσω το φαράγγι. Ένιωθα σα να είχα ξυπνήσει από όνειρο. Σαν τίποτα απ’ όλα αυτά να μην είχε συμβεί. Σα να ήταν απλά ένας εφιάλτης. Το φαράγγι έμοιαζε πια ακίνδυνο, βατό. Του γύρισα την πλάτη και συνέχισα να περπατώ προς την ίδια κατεύθυνση. Η ζέστη της ημέρας, σε λίγο έκαψε και κάθε νωπή ανάμνηση του γεγονότος. Χρειαζόμουν νερό, αλλιώς θα πέθαινα. Ήμουν στο όριο της αφυδάτωσης και της εξάντλησης. Ήταν ο τρόμος, αυτός που με κράτησε ζωντανό μέχρι τώρα. 
Συνέχισα να περπατώ σχεδόν σέρνοντας τα πόδια μου στη γη, μέχρι που δεν άντεξα άλλο, οι δυνάμεις μου με παράτησαν και έτσι κατέρρευσα στο χώμα. Η τελευταία εικόνα που είδα ήταν οι δυο ήλιοι που φλέγονταν στον ουράνιο θόλο. 

Για ακόμα μια φορά ξύπνησα μέσα σε ένα άγνωστο δωμάτιο. Ήμουν ξαπλωμένος σε ένα διπλό κρεβάτι και έξω είχε βραδιάσει. Ένιωθα το σώμα μου κατάκοπο. Σχεδόν παράλυτο. Τότε είδα μια γυναίκα να με πλησιάζει και να μου ακουμπά ένα βρεγμένο πανί στο μέτωπο. Κατέβαλα μεγάλη προσπάθεια, έστω και για να αρθρώσω μερικές λέξεις."Που βρίσκομαι; Ποια είσαι εσύ;" ψέλλισα στη νεαρή κοπέλα. "Βρίσκεσαι στον ξενώνα του Αρχηγού, και εγώ είμαι η Μαριέλλα Χόρχες, η νοσοκόμα σου. Χρειάζεσαι ξεκούραση." Μου απάντησε στραγγίζοντας το βρεγμένο πανί σε μια μικρή λεκάνη που βρισκόταν στο κομοδίνο δίπλα μου. Βρήκα δύναμη για μια ερώτηση ακόμα. "Που με βρήκατε;" Ακουμπώντας το βρεγμένο πανί στα χείλη μου και μετά πάλι στο μέτωπο μου, η γυναίκα απάντησε. "Όσοι πήγαν να βρουν τον Χουάν ντελ Πούδα, εξαφανίστηκαν. Κανείς δεν γύρισε πίσω. Ο Αρχηγός αποφάσισε να δει τι συμβαίνει. Έτσι τα τσιράκια του αμολήθηκαν στην έρημο. Και από αυτούς ακόμα, ελάχιστοι γύρισαν πίσω. Ο μόνος που βρήκαν με το κεφάλι στη θέση του, ήσουν εσύ." Μετά από αυτά τα λόγια, τα βλέφαρά μου έκλεισαν και ο ύπνος ήρθε γλυκός, βαρύς, δίχως όνειρα… 

Ξύπνησα ήρεμα, χορτάτος από ύπνο και διαπίστωσα ότι ήμουν μόνος στο δωμάτιο αυτή τη φορά. Είχε ξημερώσει. Δεν είχα ιδέα πόσες ώρες ή μέρες είχαν περάσει. Ήπια ολόκληρη την κανάτα με το νερό, που βρισκόταν δίπλα μου και έκανα να σηκωθώ. Τα κατάφερα, είχα αναρρώσει. Ντύθηκα γρήγορα και βγήκα από το δωμάτιο. Βρέθηκα σε έναν μακρύ, σκοτεινό διάδρομο και προχώρησα προς τη κατεύθυνση με το περισσότερο φως. Όταν πια βρέθηκα σε ανοιχτό χώρο, κατάλαβα που βρισκόμουν. Ήμουν πίσω, στην έπαυλη του Αρχηγού. "Εϊ! Εσύ!" Άκουσα μια φωνή. "Έλα μαζί μας." Ήταν δυο ηλιοκαμένοι άντρες, γνωστές φάτσες, τσιράκια του Μεγάλου. "Που θα πάμε;" τους ρώτησα. "Σε θέλει ο Αρχηγός", μου απάντησαν και μου έκαναν νόημα να τους ακολουθήσω. Σε λίγο βρισκόμουν στην πετρόκτιστη αίθουσα που είχαν αρχίσει όλα. Κάθισα σε μια καρέκλα και περίμενα, ακολουθώντας τις οδηγίες των δυο αντρών. Η μεγάλη ξύλινη πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο Αρχηγός. Με ένα του νεύμα, έδιωξε όλους όσους παρευρισκόντουσαν εκεί. Ώσπου μείναμε μόνοι μας, εγώ και αυτός. 
Καθόταν αμίλητος με ένα τεράστιο, σβησμένο πούρο στο στόμα και με κοιτούσε καχύποπτα και ανυπόμονα, με μάτια που διψάνε για απαντήσεις. "Λοιπόν;" Είπε με την βαριά, βραχνή του φωνή. "Τι έγινε σε εκείνη την έρημο;" Ψαχούλεψα τις τσέπες μου και έπιασα τον καπνό μου. Έστριψα ένα τσιγάρο και το έβαλα στο στόμα μου. Ο Αρχηγός έμοιαζε να κρέμεται απ’ τα χείλη μου, καθώς σηκώθηκα όρθιος και τον πλησίασα. Το βλέμμα του ήταν βλοσυρό. "Υπάρχει φωτιά;" τον ρώτησα με το τσιγάρο στο στόμα. Χωρίς να μιλήσει, άναψε ένα από τα σπίρτα που βρισκόταν μπροστά του και μου το άναψε. Με το ίδιο σπίρτο άναψε και το πούρο του. Ξεφύσησα τον καπνό προς τα πάνω και άρχισα να γυροφέρνω λέγοντάς του την ιστορία… 

"Ο Χουάν ντελ Πούδα είναι ζωντανός. Ξέρει ότι τον κυνηγάς και έχει κρυφτεί στο φαράγγι της κοιλάδας των κάκτων, στην έρημο. Μάλιστα έχει μαζί του και κάποιους συντρόφους, καθώς και φοβερό οπλισμό. Όποιος πλησιάζει τον σκοτώνουν με ενέδρες και του κόβουν το κεφάλι. Μετά πετάνε το σώμα του στην έρημο για επίδειξη δύναμης και κυριαρχίας." Ο Αρχηγός με παρακολουθούσε με μεγάλη προσοχή και έμοιαζε να θυμώνει ανεπαίσθητα. "Εγώ, γνωρίζω τον Χουάν ντελ Πούδα από παλιά. Έτσι, μπήκα μέσα στο φαράγγι και τον φώναξα. Αυτός ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα και μου χάρισε τη ζωή με έναν όρο. Να γυρίσω πίσω σε εσένα και να σου πω αυτά τα λόγια: Ο Χουάν ντελ Πούδα σε προκαλεί σε μάχη. Θέλει να διεκδικήσει την εξουσία του Νέου Μεξικού. Μου είπε ότι σε περιμένει εκεί απόψε το βράδυ. Στο φαράγγι." Τα μάτια του Αρχηγού άστραψαν. "Μετά με πέταξε στην έρημο και με βρήκατε εσείς." 
"Τον μπάσταρδο, τον παλιοπουτάνας γιο! Θα τον αφανίσω από τον χάρτη, κανείς δεν τα βάζει με τον Αρχηγό!" Πλησίασα στο γραφείο του και σβήνοντας το τσιγάρο μου στο τασάκι, τον κοίταξα στα μάτια, "Αυτό ακριβώς του είπα και εγώ Αρχηγέ. Θα πρέπει να είναι πολύ αφελής για να τα βάλει μαζί σου. Πρέπει να δεχτείς την πρόκληση. Πρέπει να τον σκοτώσεις." Το είχα παρατραβήξει. Ο Αρχηγός σηκώθηκε όρθιος και χτύπησε το χέρι του στο μεταλλικό τραπέζι. "Ξέρω πολύ καλά τι πρέπει να κάνω!" είπε και μου έδειξε την έξοδο. "Η αμοιβή ισχύει, έτσι δεν είναι Αρχηγέ;" Τον ρώτησα με ύφος μικρού παιδιού. "Η αμοιβή ήταν για το κεφάλι του! Θα πάρεις τα μισά." Μου απάντησε και πέταξε στο τραπέζι μια κάρτα των πεντακοσίων χιλιάδων φωτονίων. Κάνοντας μια μικρή υπόκλιση με το κεφάλι μου, πήρα την κάρτα και έφυγα από την αίθουσα. Καβάλησα μια από τις τρίκυκλες μηχανές που ήταν αραδιασμένες στην αυλή και κίνησα για την πόλη του Νέου Μεξικού. 

Παράτησα τη μηχανή σε μια γωνιά και μπήκα στο Άγριο Ρόδο. Το ίδιο, γνώριμο σκηνικό. Σαν τίποτα να μην είχε συμβεί, οι μπύρες πηγαινοερχόντουσαν, η μουσική σου έπαιρνε τα αυτιά, γυναίκες λικνίζονταν και τα Φόρκι προσπαθούσαν να εξυπηρετήσουν τον κόσμο, ανάμεσα σε βρισιές, σπρωξίματα και τρανταχτά γέλια. Πήγα κάθισα στο μπαρ και παρήγγειλα μπύρα και τεκίλα. Ήθελα να μεθύσω. Κάθισα για ώρες και έπινα, μέχρι που βράδιασε. Τότε, πήρα το ποτό στα χέρια και σχεδόν τρεκλίζοντας βγήκα έξω από το μπαρ για να κάνω ένα τσιγάρο στον καθαρό αέρα. Κάθισα στο χώμα με την πλάτη στον τοίχο και το άναψα. Ήταν πανέμορφη η νύχτα. Πριν τελειώσω το τσιγάρο μου, είδα το πολυτελές όχημα του Αρχηγού να περνά μέσα από την πόλη. Ήταν ένα ασημένιο, εξάτροχο αυτοκίνητο χωρίς οροφή. Ήταν μόνος του στο τιμόνι και περνούσε αργά από μπροστά μου. Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν. Τότε σήκωσα το ποτήρι μου και το ύψωσα φωνάζοντας με μεθυσμένη χροιά, "Viva la Victoria!" Ο Αρχηγός με είδε, αλλά δεν ξέρω αν με αναγνώρισε και δεν έδωσε σημασία. Συνέχισε την πορεία του προς το φαράγγι. Έσβησα το τσιγάρο στο χώμα και ξαναμπήκα στο μπαρ. "Κέρνα όλο το μαγαζί! Τεκίλες για όλους! Τεκίλες και για τα Φόρκι! Για όλα τα Φόρκι!" Ο Γουέηβερ με κοίταξε με έκπληξη και απορία, σουφρώνοντας τα φρύδια του. "Ποιος πληρώνει;" φώναξε δυνατά. Τότε του πέταξα στο μπαρ την "αμοιβή" μου. Σε λίγα λεπτά, όλο το μπαρ είχε γίνει ένα κουβάρι. Τσάμπα πιοτό! Για πρώτη φορά έβλεπα τα Φόρκι ανάμεσα στους ανθρώπους σαν ίσα προς αυτούς. Να γελάνε και να πίνουν, να αγκαλιάζονται και να χορεύουν. Ήταν υπέροχο θέαμα. Έτσι πήγε ολόκληρη η νύχτα.

Το πρωί μας βρήκε όλους κοιμισμένους μέσα στο μπαρ, σε άθλια κατάσταση. Φόρκι και άνθρωποι είχαν γίνει ένα. Και τότε άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ένας λαχανιασμένος τύπος φωνάζοντας: 

"Ο Αρχηγός είναι νεκρός! Το ακέφαλο σώμα του κείτεται στην έρημο! Ο Αρχηγός είναι νεκρός!" Αμέσως άνοιξα τα μάτια μου. Ένιωθα ακόμα μεθυσμένος. Ο τύπος επανέλαβε δυνατά αρκετές φορές μέχρι να το ακούσουν όλοι: "Ο Αρχηγός είναι νεκρός! Ο Αρχηγός είναι νεκρός!" 

Τότε σηκώθηκα και είπα δυνατά, "Ας πιούμε σε αυτό λοιπόν!" 
Χέρια και πόδια άρχισαν να τεντώνουν από το πάτωμα και κάποιοι άρχισαν αμέσως να σηκώνονται. 
Μια καινούργια μέρα ξημέρωσε στο Νέο Μεξικό. 

* σημείωση: η εικόνα ανοίγματος του παρόντος άρθρου είναι δημιουργία της kimjew. ________________________________


    τα έχεις διαβάσει;

Βιβλία Fantasy

Διαβάσαμε & Κρίνουμε
Fantasy Archive

Μουσική Φαντασίας

Ακούσαμε & Προτείνουμε
Fantasy Archive

Visual Art - Ζωγραφική

Είδαμε & Παρουσιάζουμε
Fantasy Archive

Comics - Graphic Novels

Εικόνες & Κείμενα Φαντασίας
Fantasy Archive

Ταινίες & Σειρές Φαντασίας

Εντυπώσεις και Συναισθήματα
Fantasy Archive

Video Games

Η F Γωνιά των Gamers
Fantasy Archive