Διαβάζω Στις τρεις μετα τα μεσανυχτα από τα Fantasy Archives της Fantasy Gate! Bookmark and Share


από Ερρίκο Σμυρναίο


Τα μάτια μου άνοιξαν στο σκοτάδι. Ένιωσα μια ένταση στον αέρα, τη βεβαιότητα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Άλλαξα πλευρό και κοίταξα τους δείκτες του ρολογιού που φωσφόριζαν πάνω στο κομοδίνο. Η ώρα ήταν τρεις το πρωί. Ήξερα πως ονειρευόμουν. Ένιωθα πως κατά κάποιο τρόπο είχα εισβάλλει στο βασίλειο κάποιου αλλόκοτου εφιάλτη. Σηκώθηκα όρθιος, πλησίασα το παράθυρο και τράβηξα στο πλάι τις κουρτίνες, χωρίς ν’ ανάψω το φως. Το γνώριμο πρόσωπό της γειτονιάς ξεδιπλώθηκε μπροστά μου σαν μισοφωτισμένος πίνακας ζωγραφικής.
Τα κίτρινα φώτα της ΔΕΗ έκαναν την άσφαλτο του άδειου δρόμου να γυαλίζει ενώ οι προσόψεις των γύρω πολυκατοικιών υψώνονταν σκοτεινές και σφραγισμένες δίπλα στα έρημα πεζοδρόμια. Τα κλαδιά του δέντρου που φύτρωνε δίπλα στο φανάρι της γωνίας άπλωναν παράξενες σκιές πάνω σε δεκάδες παρκαρισμένα αυτοκίνητα.
Το διάχυτο φως, χλωμό και ασθενικό σαν ξεπλυμένο, πρόσθετε μια δυσοίωνη πινελιά στην εικόνα που συνέθεταν οι γύρω πολυκατοικίες, τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, το φανάρι και ο κάδος των απορριμάτων που στέκονταν δίπλα του.
Ένα μαύρο λεωφορείο ξεπρόβαλλε απ’ τη στροφή του δρόμου. Η όψη του είχε κάτι το εξωπραγματικό. Κινούταν εντελώς αθόρυβα, τα φώτα του ήταν σβηστά ενώ τα παράθυρά του έμοιαζαν να είναι καλυμμένα από μια μαύρη μεμβράνη που δεν άφηνε να φανεί τίποτα απ’ το εσωτερικό του.
Το λεωφορείο σταμάτησε μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας μου. Αυτό ήταν από μόνο του πολύ παράξενο αφού δεν υπήρχε καμία στάση εκεί πέρα.
Ένα σούρσιμο ήχησε μέσα στη νυχτερινή σιωπή. Κοίταξα αλαφιασμένος πάνω απ’ τον ώμο μου.
Το φως του μικρού διαδρόμου που ξεκινούσε πίσω από την κλειστή πόρτα της κρεβατοκάμαρας ήταν αναμμένο. Κάποιος έσερνε αργά τα βήματά του εκεί πέρα.
Απομακρύνθηκα απ’ το παράθυρο και πλησίασα την πόρτα. Χίλιες-μύριες πιθανότητες πέρασαν απ’ το μυαλό μου, ότι μπορεί να είχαν μπει κλέφτες στο σπίτι ή ότι κάποιο μεγάλο ποντίκι εξερευνούσε το διάδρομο που έβγαζε στο χωλ.
Όταν άνοιξα την πόρτα, ανακάλυψα πως το φως του μικρού γλόμπου που κρέμονταν απ’ το γύψινο ταβάνι του διαδρόμου ήταν ανεξήγητα αδύναμο, σαν να είχε μειωθεί η τάση του ρεύματος. Μια γυναίκα που έμοιαζε με τη μητέρα μου περπατούσε αργά προς την εξώπορτα που βρίσκονταν στο τέλος του διαδρόμου. Φορούσε άσπρες πιτζάμες και τα μαλλιά της ήταν δεμένα κότσο πίσω απ’ το κεφάλι της. Μια μαύρη τούφα ξέφευγε απ’ το σφιχτό δέσιμό τους και κρέμονταν άτονα στο σβέρκο της.
Ο αέρας είχε την υγρή εκείνη ψύχρα που νιώθει κανείς όταν μπαίνει σε μια σπηλιά ενώ μια αίσθηση επικείμενης καταστροφής πλανιόταν στην ατμόσφαιρα.
Την πλησίασα και την άγγιξα στον ώμο. Εκείνη γύρισε το κεφάλι της και με κοίταξε. Το πρόσωπό της χαράχτηκε άψυχο κάτω απ’ το ασθενικό φως του διαδρόμου, σκαμμένο και ανέκφραστο, ενώ τα μάτια της έμοιαζαν με δίδυμες σφαίρες από μαύρο γυαλί που γυάλιζαν άδειες από κάθε ίχνος ζωής.
- «Μαμά, γιατί σηκώθηκες τέτοια ώρα;» τη ρώτησα. «Έλα να ξαπλώσεις!»
- «Πρέπει να πάρω το λεωφορείο» μου απάντησε εκείνη. «Τέτοια ώρα περνάει.»
Η φωνή της ακούστηκε άτονη και καταθλιπτική. Μια αίσθηση παραίτησης και κούρασης την τύλιγε σαν αόρατος μανδύας.
Με την άκρη του ματιού μου έπιασα μια κίνηση πίσω απ’ τον ώμο της. Έκανα μια κίνηση για να δω καλύτερα και μόλις και πρόλαβα να διακρίνω κάτι σαν μαυριδερή σιλουέτα με απροσδιόριστο σχήμα να χώνεται πίσω απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα του μπάνιου. Ένας τρελός φόβος με κατέλαβε. Την έπιασα απ’ το χέρι και της είπα:
- «Δεν έχεις να πας πουθενά! Θα κάτσεις εδώ, μαζί μου, μέχρι να ξημερώσει!»
Το διαπεραστικό και μονότονο κουδούνισμα του ξυπνητηριού με ξύπνησε απότομα. Η ώρα ήταν έξι και μισή το πρωί, το γκρίζο φως της αυγής έμπαινε απ’ το παράθυρο και έπρεπε να σηκωθώ για να πάω στη δουλειά μου. Αναστέναξα βαθιά με μια προειδοποίηση ανακούφιση. Ήταν απλώς ένα άσχημο όνειρο, τίποτα περισσότερο.
Η μέρα κύλησε με τη χαρακτηριστική εκείνη κακή διάθεση που νιώθει κανείς όταν έχει κοιμηθεί άσχημα. Το απόγευμα, όταν επισκέφθηκα τη μητέρα μου στο νοσοκομείο όπου νοσηλεύονταν εδώ και ένα μήνα με σπασμένο πόδι, η ανάμνηση του παράξενου εφιάλτη ξανάρθε στο μυαλό μου με αφύσικη καθαρότητα.
«Ίσως το όνειρο να ήταν προφητικό» σκέφτηκα τότε. «Μια προειδοποίηση για κάτι που πρόκειται να της συμβεί.»
Προσπάθησα να καθησυχάσω τον εαυτό μου με τη σκέψη πως σε μια βδομάδα το πολύ έπαιρνε εξιτήριο και πως η υγεία της, αν εξαιρούσε κανείς το κάταγμα που είχε υποστεί, ήταν άψογη. Καθώς όμως την έβλεπα ξαπλωμένη στο νοσοκομειακό κρεβάτι, να μιλάει μανιωδώς στο κινητό της τηλέφωνο, μου φάνηκε κακοδιάθετη και καταπονημένη.
- «Τι συμβαίνει;» τη ρώτησα μόλις τελείωσε το τηλεφώνημα. «Μήπως δε νιώθεις καλά;»
- «Μια χαρά είμαι!» μου απάντησε αφήνοντας το τηλέφωνο στην άκρη. «Απλώς μου την έχει δώσει εδώ μέσα!»
- «Μήπως έχεις παράπονα με την αποκλειστική; Ευχαρίστως να σου κάνω εγώ παρέα τα βράδια αν θέλεις!»
- «Ούτε να το σκέφτεσαι!» μου είπε με ύφος που δε σήκωνε αντιρρήσεις. «Εσύ έχεις τη δουλειά σου τώρα. Έτσι και αρχίσεις να ξενυχτάς εδώ πέρα κάθε βράδυ σε βλέπω κι εσένα στο νοσοκομείο. Είμαστε σύμφωνοι;»
Συμφώνησα μαζί της απρόθυμα και της έδωσα ένα φιλί στο μάγουλο. Ήταν ο μοναδικός συγγενής που είχα στον κόσμο. Ευτυχώς ο τραυματισμός στο πόδι δεν την είχε αλλάξει καθόλου. Εξακολουθούσε να είναι δυναμική και σταράτη στα λόγια, εντελώς διαφορετική από τη θλιβερή φιγούρα του απαίσιου εκείνου εφιάλτη.
Το ίδιο εκείνο βράδυ ωστόσο το κακό εκείνο όνειρο μ’ επισκέφθηκε και πάλι. Άνοιξα τα μάτια μου και ανακάλυψα πως το ξυπνητήρι έδειχνε τρεις και πέντε.
Το μαύρο λεωφορείο βρίσκονταν σταματημένο έξω απ’ την πολυκατοικία και ο διάδρομος πίσω από την πόρτα της κάμαράς μου ήταν παγωμένος και πλημμυρισμένος απ’ το ίδιο άσχημο φως.
Η ασπροντυμένη μορφή βρίσκονταν πιο κοντά στην εξώπορτα ενώ η φριχτή αίσθηση πως κάτι κακόβουλο με παρακολουθούσε μέσα απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα του μπάνιου απλώνονταν σα διαβρωτικό μίασμα στον ακίνητο αέρα.
Όπως και την προηγούμενη φορά, την άγγιξα στον ώμο, εκείνη στράφηκε προς το μέρος μου και αντίκρισα το ανέκφραστο πρόσωπό της. Ο αέρας της θλίψης και της παραίτησης που την τύλιγε με χτύπησε σαν γροθιά στο στομάχι, κατάφερα ωστόσο να την απομακρύνω απ’ την εξώπορτα και απ’ το μαύρο λεωφορείο που την περίμενε έξω, στον έρημο δρόμο.


- «Τι σου συμβαίνει τώρα τελευταία; Είσαι καλά;»
Σήκωσα τα μάτια μου απ’ την οθόνη του υπολογιστή. Ήταν η Ελένη, μια κοπέλα που μόλις είχε έρθει να δουλέψει στο γραφείο.
- «Τι να μου συμβαίνει δηλαδή;» τη ρώτησα επιφυλακτικά.
- «Να…» προσπάθησε να μου εξηγήσει εκείνη, «φαίνεσαι πολύ κουρασμένος. Σαν να σου λείπει ύπνος. Μήπως είσαι άρρωστος;»
Η εργάσιμη μέρα είχε φτάσει στο τέλος της. Σπρωγμένος από μια ξαφνική παρόρμηση, της είπα:
- «Ναι, η αλήθεια είναι πως όντως κάτι μου συμβαίνει. Αν δεν έχεις κάτι άλλο να κάνεις, θα ‘θελες να πιούμε έναν καφέ και να το συζητήσουμε; Είναι μια παράξενη ιστορία!»
Εκείνη δέχτηκε χωρίς δεύτερη κουβέντα.
- «Υπάρχει μια λογική εξήγηση για όλα αυτά» συμπέρανε όταν σταμάτησα να μιλάω. «Έχεις αγχωθεί πολύ, αυτό είναι. Απ’ όσο ξέρω η μητέρα σου είναι ο μοναδικός κοντινός συγγενής που έχεις, έτσι δεν είναι;»
- «Έτσι είναι» της απάντησα. «Δηλαδή, έχω και μια θεία, τη δίδυμη αδελφή της μητέρας μου, αλλά αυτή ζει στο χωριό της και ζήτημα είναι αν τη βλέπω δύο φορές το χρόνο.»
- «Ε, ορίστε λοιπόν! Λίγο η δουλειά, λίγο το ατύχημα της μητέρας σου, τα νεύρα σου έχουν αρχίσει να τεντώνονται. Γι’ αυτό βλέπεις εφιάλτες κάθε βράδυ! Να δεις που απόψε θα κοιμηθείς καλύτερα, τώρα που ξέρεις την αιτία του προβλήματος!»


Η Ελένη έπεσε έξω στις προβλέψεις της. Το ίδιο βράδυ ο εφιάλτης επαναλήφθηκε με εντυπωσιακή ακρίβεια. Αυτή τη φορά όμως το ρολόι έδειχνε τρεις και δέκα. Ο διάδρομος το σπιτιού ήταν σιωπηλός και άδειος ενώ η εξώπορτα έχασκε ορθάνοιχτη. Τα βήματα της μητέρα μου θρόιζαν απόμακρα καθώς κατέβαινε ένα-ένα τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο ισόγειο της πολυκατοικίας.
Ανατρίχιασα στη σκέψη πως ίσως δεν την προλάβαινα. Πετάχτηκα όρθιος, κατέβηκα τρέχοντας τα σκαλοπάτια της σπειροειδούς σκάλας και την έφτασα τη στιγμή που ήταν έτοιμη ν’ ανοίξει την πόρτα της εισόδου και να βγει στο δρόμο όπου το μαύρο λεωφορείο την περίμενε σιωπηλό και ακίνητο.
Τη σταμάτησα κι αυτή τη φορά και την άκουσα να λέει τα ίδια καταθλιπτικά λόγια. Καθώς όμως αρχίσαμε ν’ ανεβαίνουμε μαζί τη σκάλα, συνέβει κάτι καινούργιο× ακούστηκε ένας βαρύς βηματισμός, σαν κάτι να κατέβαινε τα σκαλοπάτια ένα-ένα, αργά και αποφασιστικά.
Σταθήκαμε και οι δυο μας ακίνητοι, η μητέρα μου άβουλη και κατατονική σαν υπνοβάτης, εγώ να τρέμω ολόκληρος στη σκέψη πως αυτό το κάτι που κατέβαινε τα σκαλοπάτια μας πλησίαζε ολοένα και περισσότερο. Τα δάχτυλά μου σφίχτηκαν σπασμωδικά γύρω απ’ το χέρι της που ήταν κρύο και άκαμπτο σα σιδερένιο.
Εκείνη τη στιγμή, ένας παγωμένος άνεμος ξεπήδησε πίσω απ’ τη στροφή της σκάλας και μαζί του εμφανίστηκε και κάτι άλλο, κάτι μαύρο και τρομερό. Το φως της σκάλας έσβησε τη στιγμή που κάτι βαρύ και τεράστιο έπεφτε ορμητικά πάνω στο στήθος μου.
Ξύπνησα απότομα, βαριανασαίνοντας και μουσκεμένος από ένα κύμα παγωμένου ιδρώτα. Ένιωθα άρρωστος. Το κεφάλι μου πονούσε και το δωμάτιο γύριζε σαν σβούρα. Η ώρα ήταν επτά και μισή το πρωί. Το λευκό φως ενός φθινοπωρινού πρωινού έκανε τα μάτια μου να τσούξουν.
Και τότε χτύπησε το κουδούνι. Ο καμπανιστός ήχος του μου φάνηκε παράξενα εχθρικός, σχεδόν χαιρέκακος. Σηκώθηκα όρθιος και βγήκα απ’ την κρεβατοκάμαρα περπατώντας σαν μεθυσμένος.
Ο διάδρομος που έβγαζε στην εξώπορτα ήταν σιωπηλός και κρύος. Ο απόηχος του χθεσινοβραδινού ονείρου αντιλάλησε στο μυαλό μου σαν κρυστάλλινο σήμαντρο. Κοντοστάθηκα μπροστά στην εξώπορτα. Ποιος να ήταν τέτοια ώρα; Πήρα μια βαθιά αναπνοή. Ο εφιάλτης με είχε επηρρεάσει πολύ περισσότερο απ’ όσο ήθελα να παραδεχτώ. Αλλά τώρα είχε ξημερώσει, βρισκόμουν στην Αθήνα, στο τυπικό διαμέρισμα μιας τυπικής πολυκατοικίας, μιας απόλυτα άχρωμης γειτονιάς. Δεν μπορούσε να υπάρχει τίποτα το μοχθηρό ή το απόκοσμο πίσω απ’ αυτή την πόρτα.
Την ξεκλείδωσα διστακτικά. Δύο δυνατά χέρια σφίχτηκαν γύρω μου ενώ ένας χείμαρρος πολυλογίας με ξεκούφανε στην κυριολεξία.
- «Παιδάκι μου, τι κάνεις; Πώς είναι η μαμά σου; Γιατί δε μου είπατε τίποτα τόσο καιρό; Πω-πω, χάλια φαίνεσαι, για να σε δω, μα εσύ έχεις πυρετό, αμ’ το ‘λεγα ‘γω, ο άνδρας χρειάζεται μια γυναίκα πλάι του για να ζήσει, αλλιώς δε γίνεται τίποτα.» κτλ. κτλ.
Όταν κατάφερα να εστιάσω το βλέμμα μου πάνω στην στρουμπουλή φιγούρα που μ’ έσφιγγε σα χταπόδι, πιστοποίησα αυτό που είχα ήδη καταλάβει. Ήταν η θεία Μάρω απ’ το χωριό. Έκανα να ψελλίσω κάτι ως απάντηση αλλά εκείνη μιλούσε και πάλι, ασυγκράτητη όπως πάντα. Φαίνεται πως είχε συνεννοηθεί με τη μητέρα μου χθες απ’ το τηλέφωνο και είχε έρθει για λίγες μέρες στην Αθήνα για να βοηθήσει την κατάσταση.
- «Η μαμά σού σου τηλεφωνούσε χθες όλη τη νύχτα για να σου πει να με περιμένεις στο σταθμό των λεωφορείων αλλά μάλλον κοιμόσουν βαριά γιατί δεν το σήκωνες! Τέλος πάντων, όλα καλά, κάτσε τώρα να σου φτιάξω ένα ζεστό και μην τολμήσεις να βγεις από το σπίτι με τα χάλια που έχεις, το κατάλαβες;»
Την άφησα να κάνει ότι θέλει για να μη με ζαλίσει περισσότερο με την πολυλογία της. Παρά την υπερδραστήρια καλοσύνη της, ή μάλλον εξαιτίας αυτής, πάντα την έβρισκα ενοχλητική. Ανακατεύονταν με όλους και με τα πάντα, είχε άποψη επί παντός επιστητού και το κουτσομπολιό ήταν η αγαπημένη της δραστηριότητα.
Αυτή τη φορά πάντως όφειλα να παραδεχτώ πως η φορτική της παρουσία ήταν εξυπηρετική. Περιορίστηκα στο να κάνω ένα σύντομο τηλεφώνημα στη δουλειά μου για να τους ενημερώσω πως ήμουν άρρωστος και πως δε θα πήγαινα στο γραφείο και στη συνέχεια ξάπλωσα υπάκουα στο κρεβάτι, τα σεντόνια του οποίου, όπως και η μαξιλαροθήκη, είχαν ήδη αλλαχτεί από την τρομερή θεία Μάρω.
Ξύπνησα μέσα στο σκοτάδι και τη σιωπή της νύχτας. Οι κουρτίνες έκρυβαν το παράθυρο με αποτέλεσμα τα κίτρινα φώτα του δρόμου να μην μπορούν να μαλακώσουν τη μαυρίλα που απλώνονταν γύρω μου.
Έκανε κρύο. Η μύτη και τα χέρια μου είχαν μουδιάσει. Κοίταξα το ξυπνητήρι. Η ώρα ήταν τρεις και τέταρτο.
Πετάχτηκα όρθιος σαν να με είχε τσιμπήσει σκορπιός. Αυτή τη φορά είχα αργήσει πολύ. Χύμηξα στο παράθυρο και τράβηξα την κουρτίνα με τόση δύναμη που εκείνη ξεριζώθηκε απ’ το κουρτινόξυλο της και σωριάστηκε καταγής. Το μαύρο λεωφορείο ήταν σταθμευμένο έξω απ’ την πολυκατοικία και μια ασπροντυμένη γυναίκα περπατούσε αργά προς τις ανοιχτές πόρτες του. Τα κίτρινα φώτα του δρόμου βύθιζαν τον έξω κόσμο μέσα σε μια κέρινη απόχρωση που μου φάνηκε απαίσια, άχρωμη και άτονη, σαν το δέρμα ενός πτώματος.
Άνοιξα το παράθυρο, έσκυψα προς τα έξω, και φώναξα:
- «Μαμά, μην μπεις σ’ αυτό το λεωφορείο, μ’ ακούς; Μην μπεις εκεί μέσα!»
Εκείνη έστρεψε το πρόσωπό της προς το μέρος μου. Μου φάνηκε πως δεν είχε καθόλου χαρακτηριστικά, πως το πρόσωπό της είχε μεταμορφωθεί σε μια απροσδιόριστη οβάλ κηλίδα.
- «Πρέπει να πάρω το λεωφορείο» μου απάντησε. «Τώρα είναι η ώρα που περνάει!»
Η φωνή της ταξίδεψε μέσα στη σιγή που απλώνονταν πάνω απ’ τη γειτονιά σαν ανάλαφρος αναστεναγμός, σα μια πνοή αέρα που ταξιδεύει ανάμεσα απ’ τα κλαδιά ενός νεκρού δέντρου. Τώρα στέκονταν μπροστά απ’ τις πόρτες του λεωφορείου που έχασκαν ορθάνοιχτες. Στο εσωτερικό του φώλιαζε ένα παράξενο σκοτάδι που έμοιαζε με απύθμενη λίμνη από μελάνι. Μέσα απ’ το λεωφορείο ξεπρόβαλλε ένα απίστευτα λευκό χέρι, ένα άσαρκο τερατούργημα ήταν μακρύ και σκελετωμένο σαν τη φτερούγα ενός πτεροδάχτυλου. Σφίχτηκε γύρω απ’ τον ώμο της και την τράβηξε προς το σκαλοπάτι της πόρτας.
Εγκατέλειψα το ανοιχτό παράθυρο, άνοιξα την πόρτα της κρεβατοκάμαρας και διέσχισα τρέχοντας σαν μανιακός τον διάδρομο που πλημμύριζε απ’ το βρώμικο και ετοιμοθάνατο φως του αλλόκοτου εφιάλτη. Όμως η εξώπόρτα ήταν κλειστή και η κλειδαριά της στραφτάλιζε καλυμμένη από ένα σβώλο αποκρυσταλλωμένης πάχνης. Ο διάδρομος ήταν κυριολεκτικά παγωμένος. Θα ‘λεγε κανείς πως μέσα στους γυμνούς τοίχους του κρύβονταν οι χοντρές σωληνώσεις κάποιου τεράστιου ψυγείου.
Προσπάθησα να την ανοίξω χωρίς αποτέλεσμα. Ο μηχανισμός της κλειδαριάς είχε παγώσει ενώ η επιφάνειά της καλύπτονταν σιγά-σιγά από ένα γοργά αναπτυσσόμενο στρώμα παγωμένων υδρατμών, λες και πίσω της δε βρισκόταν η στριφογυριστή σκάλα της πολυκατοικίας αλλά κάποια στέπα της Σιβηρίας.
Άκουσα την πόρτα του μπάνιου να τρίζει καθώς άνοιγε. Ούτε καν χρειάστηκε να στρέψω το βλέμμα μου προς τα εκεί για να καταλάβω πως η κακόβουλη οντότητα που μου είχε επιτεθεί το προηγούμενο βράδυ βρίσκονταν εκεί μέσα και με παρακολουθούσε.
Μια βαριά αναπνοή άρχισε να πάλλεται ρυθμικά μέσα στο σκοτάδι του μικρού μπάνιου. Ένιωσα δύο πύρινα μάτια να καρφώνονται στην πλάτη μου. Κάτι πελώριο και τριχωτό, κάτι που ήταν οπλισμένο με μακριά νύχια και δόντια άρχισε να με πλησιάζει μουλωχτά.
Άρπαξα το πόμολο της κλειδαριάς και το γύρισα με όλη μου τη δύναμη. Το στρώμα του πάγου που το περικύκλωνε θρυμματίστηκε αλλά η πόρτα δεν άνοιξε. Είχε σφηνώσει γιατί ο πάγος που είχε συσσωρευτεί στο κάτω μέρος της είχε γίνει ένα σώμα με το μάρμαρο του δαπέδου.
Τα βαριά βήματα έγιναν γρηγορότερα και κάτι που ήταν συντριπτικά βαρύ έπεσε πάνω μου και μ’ έριξε καταγής. Βρέθηκα ξαπλωμένος μπρούμητα στο παγωμένο πάτωμα ενώ μια απόλυτα παγερή ανάσα που ήταν κρύα σαν τον άνεμο ενός αλπικού χειμώνα, έκανε το πίσω μέρος του κεφαλιού και του λαιμού μου να μουδιάσουν.
Προσπάθησα να παλέψω αλλά δύο τεράστια πόδια που ήταν οπλισμένα με νύχια μεγάλα και σκληρά σαν τανάλιες με κράτησαν καρφωμένο στο πάτωμα. Κατάφερα ωστόσο να στρέψω το κεφάλι μου λίγο στο πλάι, να κοιτάξω προς τα πάνω και τότε μου φάνηκε πως είδα κάτι που έμοιαζε με τρομερό μαύρο σκυλί, μ’ ένα πελώριο τέρας που ετοιμάζονταν να με κατασπαράξει.
Φώναξα δυνατά, άνοιξα τα μάτια μου και βρέθηκα στο σκοτάδι της κρεβατοκάμαράς μου, αλλά αυτή τη φορά ήταν ένα σκοτάδι φυσιολογικό, η σιωπηλή και ψυχρή σκοτεινιά των μικρών ωρών της νύχτας. Κοίταξα το ξυπνητήρι και ανακάλυψα πως η ώρα είχε πάει τέσσερις και μισή. Πέταξα τα σεντόνια από πάνω μου, σηκώθηκα όρθιος, ντύθηκα βιαστικά και βγήκα απ’το σπίτι σαν σίφουνας. Προτού κλείσω πίσω μου την εξώπορτα, έπαιξα με την ιδέα να ξυπνήσω τη θεία Μάρω και να την πάρω μαζί μου αλλά τελικά προτίμησα να την αφήσω να συνεχίσει τον ύπνο της ανενόχλητη.


Θα ορκιζόμουν πως πέρασε μια ολόκληρη αιωνιότητα προτού καταφέρω να φτάσω στο νοσοκομείο. Το ογκώδες κτίριο μου φάνηκε παράξενα σιωπηλό και άδειο. Άρχισα να διασχίζω ατελείωτους ασπροβαμμένους διαδρόμους που φωτίζονταν από λευκά ηλεκτρικά φώτα. Γύρω μου δεν υπήρχε τίποτα περισσότερο από γυμνές επιφάνειες, άδειες πλαστικές καρέκλες σε αίθουσες αναμονής, κλειστές πόρτες και γυαλισμένα πατώματα. Έκανε κρύο και ο αέρας μύριζε αντισηπτικό. Πίσω απ’ τις πόρτες των νοσοκομειακών θαλάμων κοιμούνταν άνθρωποι άρρωστοι και εξαντλημένοι. Η κούρασή τους έμοιαζε να διαχέεται στον ακίνητο αέρα και ν’ απορροφά τη ζωτικότητά του.
Πότε-πότε προσπερνούσα λευκοντυμένους νοσοκόμους και νοσοκόμες που μιλούσαν χαμηλόφωνα και μου έριχναν βιαστικές ματιές χωρίς να μου λένε τίποτα, πιστεύοντας πως αντίκριζαν έναν ακόμα άνθρωπο που ξενυχτούσε πάνω απ’ το προσκέφαλο κάποιου συγγενή του.
Έξω όμως απ’ το θάλαμο όπου βρισκόταν η μητέρα μου κάτι συνέβαινε. Το φως ήταν αναμμένο και ένας γιατρός με δύο νοσοκόμες μπαινόβγαιναν βιαστικά.
Ανακάλυψα πως δεν είχα τη δύναμη να πλησιάσω περισσότερο. Τα πόδια μου δε με κρατούσαν ενώ η καρδιά μου χτυπούσε ξέφρενα. Αναγκάστηκα να στηριχτώ στον τοίχο για να μην σωριαστώ στο πάτωμα. Τ’ αυτιά μου βούιξαν σαν ένα σμάρι από θυμωμένες μέλισσες. Όμως όχι, δεν ήταν βουητό, ήταν ένα κύμα εκνευρισμένων διαπληκτισμών που πλησίαζε γοργά προς το μέρος μου.
Μου φάνηκε πως δεν έβλεπα καλά, πως όλα είχαν θαμπώσει αλλά αν δε με γελούσαν τα μάτια μου, η μητέρα μου περπατούσε στο διάδρομο, στηριζόμενη πάνω σ’ ένα ζευγάρι πατερίτσες.
- «Μα κυρία μου, θα σας δώσουμε εξιτήριο σε τρεις μέρες! Νωρίτερα δε γίνεται, μπορεί να υπάρξουν επιπλοκές με το πόδι σας!» της έλεγε ένας γιατρός με ύφος πανικόβλητο.
- «Επιπλοκές και κουραφέξαλα γιατρέ μου» ήταν η απάντησή της. «Αν μείνω άλλη μια ώρα εδώ μέσα, τότε είναι που θα πάθω επιπλοκές. Το καταλαβαίνετε πως δεν έχω κλείσει μάτι εδώ και είκοσι μέρες; Ο ένας βήχει στον ύπνο του, ο άλλος ροχαλίζει και ο παράλλος παραμιλάει! Και βέβαια θα πάθω επιπλοκές, αλλά όχι στο πόδι μου, στα νεύρα μου θα τις πάθω!»


Μια ώρα αργότερα μπαίναμε στο σπίτι μας γελαστοί και ευτυχισμένοι, ο καθένας για τους δικούς του λόγους.
Αν και δεν είχε ξημερώσει ακόμα, το μικρό μας διαμέρισμα μου φάνηκε πανέμορφο, φωτεινό και χαρούμενο, ασφαλές κάτω απ’ την καταλυτική πεζότητα του ηλεκτρικού φωτός.
- «Πάμε να ξυπνήσουμε την θεία Μάρω;» τη ρώτησα αφού τη βοήθησα να καθίσει στον καναπέ του σαλονιού. «Θα χαρεί πολύ να σε δει!»
Εκείνη συμφώνησε απρόθυμα. Δεν ήθελε να ξυπνήσει την αδελφή της αλλά επηρεασμένη απ’ τη χαρούμενη διάθεση μου αποφάσισε να μη μου χαλάσει το χατίρι.
Μπήκα στην κρεβατοκάμαρα και άναψα το φως.
Η Θεία Μάρω ήταν ξαπλωμένη στο πλευρό της, με την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος μου. Φορούσε άσπρες πιτζάμες και τα μαλλιά της ήταν δεμένα κότσο πίσω από το κεφάλι της. Μια μαύρη τούφα που ξέφευγε απ’ το δέσιμο κρέμονταν χαλαρά στο σβέρκο της. Έμοιαζε παράξενα άτονη, σαν μια μπούκλα από μαυρισμένο σύρμα. Κατά περίεργο τρόπο, ήταν αυτό το μικρό γεγονός που μ’ έκανε να καταλάβω πως κάτι δεν πήγαινε καλά.
Περπατώντας στις μύτες των ποδιών μου, έφερα βόλτα το κρεβάτι και την κοίταξα καταπρόσωπο. Το πρόσωπό της ήταν χλωμό, σχεδόν άσπρο, σκαμμένο και άτονο. Τα μάτια της με κοίταζαν ανοιχτά και ακίνητα. Έμοιαζαν με μαύρες χάντρες μέσα στις οποίες δεν φώλιαζε τίποτα περισσότερο από ένα απύθμενο σκοτάδι.
Ήταν νεκρή. Και ήταν πραγματικά εκπληκτικό το πόσο πολύ έμοιαζε εκείνη τη στιγμή με την ασπροντυμένη γυναίκα που προσπαθούσα μέσα στους εφιάλτες μου, εδώ και τόσες πολλές νύχτες, να εμποδίσω να φύγει απ’ το σπίτι και να επιβιβαστεί σ’ εκείνο το σιωπηλό μαύρο λεωφορείο.

* σημείωση: η εικόνα ανοίγματος του παρόντος άρθρου είναι δημιουργία του Dream-traveler.
________________________________



    τα έχεις διαβάσει;

Βιβλία Fantasy

Διαβάσαμε & Κρίνουμε
Fantasy Archive

Μουσική Φαντασίας

Ακούσαμε & Προτείνουμε
Fantasy Archive

Visual Art - Ζωγραφική

Είδαμε & Παρουσιάζουμε
Fantasy Archive

Comics - Graphic Novels

Εικόνες & Κείμενα Φαντασίας
Fantasy Archive

Ταινίες & Σειρές Φαντασίας

Εντυπώσεις και Συναισθήματα
Fantasy Archive

Video Games

Η F Γωνιά των Gamers
Fantasy Archive