Ο Άγιος με τα Νύχια
απομνημονεύματα σε τρίτο πρόσωπο και σε τέσσερις ανάσες
από Έφη Brenthis
~
Η Βασίλισσα καλεί τον Άγιο στα ιδιαίτερα διαμερίσματα κάθε φορά που θέλει να κόψει τα μαλλιά της. Αυτό συμβαίνει συνήθως πέντε φορές την ημέρα. Ο Άγιος ανεβασμένος σε ένα σκαμνί που του επιτρέπει να αποκτά ύψος μεγαλύτερο του θρόνου χρησιμοποιεί μια σκουριασμένη φαλτσέτα και κόβει σύρριζα στο δέρμα όποια υποψία τρίχας τολμά να εμφανιστεί στο απόλυτα λείο κεφάλι της εκλεκτής μητέρας όλων. Στη συνέχεια τα μέλη του βοηθητικού προσωπικού εκδιώκονται από το δωμάτιο και ο Άγιος μένει μόνος με την ευγενή παρουσία της. Τότε η μεγαλειότητά της κατεβάζει απαλά τις ανάλαφρες κουρτίνες των βλεφάρων της και απολαμβάνει την ιδιαίτερη μεταχείριση από τις απολήξεις των δακτύλων του Αγίου. Τα δέκα του νύχια, χωρίς καθόλου να βιάζονται, διατρέχουν εραλδικά το ντελικάτο κρανίο της εξοχότητάς της, φέρνοντας εις πέρας μία από τις ιερότερες των αποστολών: ανανεώνουν τις δέκα ουλές της. Η προφητεία λέει: Το πρωινό που οι δέκα ουλές θα έχουν επουλωθεί, η Βασίλισσα θα παραχωρήσει το στέμμα στο πρώτο νεογέννητο κορίτσι του κάστρου και ο Άγιος θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσει δέκα φορές μια τανάλια για να σώσει την υπόλοιπη ζωή του.
~
Στα φορέματα του Αγίου τα μανίκια κρέμονται πάντα άδεια.
Όσοι τον έχουν δει να λούζεται γυμνός στο ποτάμι λένε ότι ρίχνει τρεις σκιές, μία μόνη της, και δύο δίδυμες.
Στο σπίτι του οι πόρτες δεν έχουν πόμολα και αν κάποιος ανίδεος δοκιμάσει να τον ασπαστεί με προτεταγμένο για χειραψία τον καρπό, θα υποστεί ακαριαία επίθεση φιλιού στο στόμα. Στην αυλή του καλλιεργεί έναν γιγάντιο κάκτο. Χρησιμοποιεί τα τεράστια αγκάθια σαν κρεμάστρες για τα δαχτυλίδια της συλλογής του. Όταν επισκέφτηκε τα μέρη του ένα καραβάνι, οι καμηλιέρηδες του φίλησαν τα πόδια και εκμυστηρεύτηκαν έκθαμβοι ότι ο στολισμένος κάκτος άστραφτε κάτω από τον ήλιο μέχρι τα βάθη της ερήμου.
Ο Άγιος φοβάται τις λάμες και κάθε εργαλείο ακονίσματος γι' αυτό όλα τα μαχαίρια του έχουν αχρηστευτεί από καιρό.
~
Ένα πρωινό επισκέφτηκε το δάσος. Ψάχνοντας για φωλιές από δρυοκολάπτες συνάντησε ένα πρωτοφανές δέντρο. Τα κλαδιά του στεφάνωναν όλο το μήκος του κορμού σαν τροχιές δορυφόρων προς κάθε κατεύθυνση ακουμπώντας οριακά το χώμα, τα φύλλα του ήταν μικρά, παλλόμενα και γυαλιστερά ενώ γύρω του απλωνόταν ένα κυκλικό κενό όπως μια αόρατη σκιά. Μια τέλεια ημιδιάφανη σφαίρα. Δεν αντιστάθηκε. Άνοιξε δίοδο, εισχώρησε στο εσωτερικό και αγκάλιασε σφιχτά τον άξονά της. Δε γνώριζε ότι τα δέντρα επιτρέπουν την ασφυξία του σώματός τους μόνο από αναρριχητικά φυτά. Το δέντρο τιμώρησε τον Άγιο τυλίγοντας τις ρίζες του ξανά και ξανά γύρω από τους αστραγάλους του. Έτσι βρέθηκε για πάντα αιχμαλωτισμένος στο τύλιγμα αυτό και πλέον ακινητεί αιώνια. Εκεί κοντά, αυτό που ακούνε οι άνθρωποι όταν η νύχτα πυκνώνει ανάμεσά τους τόσο ώστε να νιώθουν τυφλοί, άλλοι το λένε φωνή της σιωπής και άλλοι νύχια μακριά που γρατζουνάνε ξύλο.
* σημείωση: αυτή η ιστορία αφιερώνεται, κάπως όψιμα, στον Αργύρη Χιόνη που πέθανε ανήμερα τα Χριστούγεννα πριν δύο χρόνια.
________________________________