Διαβάζω Το Δωματιο 314 από τα Fantasy Archives της Fantasy Gate! Bookmark and Share


To Δωματιο 314


από Δημήτρη Αναστασίου (xontro mpizeli)

«Έτοιμος για σήμερα, Ανδρέα;» 
«Εγώ πάντα είμαι έτοιμος, φίλτατε! Για εσάς δε ξέρω!» 
 «Μη λες ανοησίες… Αφού το ξέρεις ότι περιμέναμε πώς και πώς να έρθει επιτέλους η σημερινή ημέρα!» 
«Ωραία λοιπόν, μάγκες. Ραντεβού στο γνωστό σημείο στις έντεκα ακριβώς. Μη ξεχάσετε να φέρετε μαζί σας αυτά που συμφωνήσαμε, εντάξει;» 
«Μείνε ήσυχος, φίλε. Όλα είναι έτοιμα για απόψε. Τα λέμε εκεί».  
Ο Ανδρέας σηκώθηκε από τη θέση του καθώς στην επόμενη στάση που θα έκανε το σχολικό λεωφορείο έπρεπε να κατέβει. Ο Στέφανος και ο Κύριλλος κατεβαίνουν πάντα μαζί, τρεις στάσεις μετά. Άλλωστε, μένουν στο ίδιο σπίτι μιας και έχουν τους ίδιους γονείς. Ο Στέφανος είναι μεγαλύτερος του Κύριλλου κατά δύο χρόνια και ο πρώτος είναι συμμαθητής με τον Ανδρέα στην Τρίτη γυμνασίου. Ο Κύριλλος πηγαίνει στην πρώτη, όμως και οι τρεις τους είναι μαθητές στο ίδιο ιδιωτικό σχολείο. Εκτός του ότι πηγαινοέρχονται καθημερινά στο σχολείο με το σχολικό λεωφορείο που τους παραλαμβάνει κάθε πρωί και τους αφήνει πίσω στο ίδιο σημείο κάθε απόγευμα, συνήθως μετά τις 3μ.μ., είναι και αχώριστοι φίλοι. Βλέπονται και κάνουν παρέα σχεδόν καθημερινά, επτά ημέρες την εβδομάδα, όλο σχεδόν το χρόνο, όχι μόνο εντός αλλά και εκτός σχολείου. 
Εκείνη την Παρασκευή είχαν κανονίσει κάτι διαφορετικό, κάτι πρωτότυπο και ξεχωριστό για τους εαυτούς τους. Το ραντεβού είχε προγραμματιστεί για τις έντεκα το βράδυ, σε ένα απόμακρο μικρό πάρκο κάπου ανάμεσα στα σπίτια τους. Ο Ανδρέας έφθασε ένα τέταρτο πριν την προκαθορισμένη ώρα ενώ τα δύο αδέρφια φθάσανε ακριβώς στην ώρα τους. 
«Καλώς τους! Εγγλέζοι στο ραντεβού σας, μ’ αρέσει!», τους καλωσόρισε με ένα διάπλατο χαμόγελο ο Ανδρέας. 
«Όλα εντάξει; Πανέτοιμοι για την αποψινή νύχτα;» 
«Πανέτοιμοι!», είπαν σχεδόν ταυτόχρονα τα αδέρφια. 
«Ωραία! Χαίρομαι που φαίνεστε τόσο πολύ ενθουσιώδεις και πωρωμένοι! Ελπίζω, μόνο, όταν επιστρέψουμε να μην μας έχει φύγει η... μαγκιά». 
Οι τρεις φίλοι ξεκίνησαν για την «αποστολή» τους. Έτσι είχαν ονομάσει το εγχείρημα που θέλανε να κάνουν εκείνη τη νύχτα. Η ιδέα να επισκεφθούν το παλιό και εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο, που βρίσκεται λίγα τετράγωνα μακριά από το παρκάκι που συναντήθηκαν, προήλθε από τον Ανδρέα, αρκετές βδομάδες πριν, όταν ένα βράδυ είχε καλέσει τα δύο αδέρφια στο σπίτι του για να δούνε ταινία. 
«Θυμάστε τον τύπο που επισκέφθηκε ολομόναχος εκείνη την απομονωμένη έπαυλη με σκοπό να αποδείξει στο μεσιτικό γραφείο που εργαζόταν ότι δεν είναι στοιχειωμένη και ότι μπορεί να την πουλήσει;», ρώτησε ο Ανδρέας τα αδέρφια καθώς προχωρούσαν χωρίς να το έχουν καταλάβει με γοργό βήμα προς τον προορισμό τους. 
«Φυσικά. Μόνο που… όχι μόνο δεν κατάφερε να το αποδείξει, αλλά αν θυμάσαι, ο ίδιος δεν είχε και πολύ… ευτυχή κατάληξη!», απάντησε αμέσως ο Κύριλλος, δίνοντας περισσότερο έμφαση στην τύχη του πρωταγωνιστή, προφανώς για να επιστήσει έμμεσα και τη δική τους προσοχή για το υπόλοιπο της βραδιάς. 
Κατά τη διάρκεια της διαδρομής τους, ο Ανδρέας άρχισε να εξιστορεί την ιστορία του ξενοδοχείου στα δύο αδέρφια: «Το Παράδεισος υποδέχθηκε τους πρώτους του επισκέπτες πριν πολλές δεκαετίες. Λειτούργησε με μεγάλη επιτυχία για περίπου 65 χρόνια, μέχρι το θάνατο του ιδιοκτήτη του, Ηλία Ντινάκη. Αργότερα, πέρασε στα χέρια του δήμου και κατ’ επέκταση της πολιτείας που, όπως καταλαβαίνετε, ευθύνονται για τη σημερινή του εικόνα. Δεν συντήρησαν ούτε ανακαίνισαν ποτέ το ιστορικό αυτό κτίριο. Ούτε καν μπήκαν στον κόπο να το κατεδαφίσουν, όπως έκαναν σε τόσα άλλα σπουδαία αρχιτεκτονικά αριστουργήματα!» 
«Ωραία όλα αυτά, Αντρίκο, και πράγματι κρίμα για την ατυχή κατάληξη του ξενοδοχείου, αλλά… πιστεύεις ότι θα ανακαλύψουμε σήμερα εκεί, όλα αυτά για τα οποία μιλήσαμε τις προάλλες;» τον διέκοψε απότομα ο Στέφανος. 
«Φυσικά! Θέλω να πω… φυσικά και το πιστεύω! Αλλιώς δε θα υπήρχε λόγος να πάμε εκεί σήμερα!», απάντησε με ένα ζωγραφιστό ενθουσιασμό στο πρόσωπό του ο Ανδρέας, καθώς οι τρεις φίλοι είχαν σχεδόν φθάσει στον προορισμό τους. 
«Εγώ δε ξέρω τι θα συναντήσουμε, ή τι θα ήθελα να συναντήσουμε εκεί πέρα, αλλά σίγουρα το μόνο που ξέρω είναι ότι ήδη έχω αρχίσει να γουστάρω πολύ τη σημερινή βραδιά! Ελπίζω όταν γυρίσουμε αργότερα σπίτι να μη γυρίσουμε με… άδεια χέρια!», πετάχτηκε γεμάτος χαρά και ανυπομονησία ο μικρότερος της παρέας. 
Μετά από λίγα λεπτά, οι τρεις έφηβοι έφθασαν στον προορισμό τους. Μπροστά τους ακριβώς βρισκόταν το Παράδεισος. Από τα δεξιά του υπάρχει ένας ανηφορικός δρόμος που οδηγεί σε μερικά απομακρυσμένα σπίτια, από τα αριστερά του μερικά σκαλοπάτια που οδηγούν σε μία μικρή έκταση πράσινου με μερικούς θάμνους και από πίσω ένα μικρό δρομάκι, ίσα που χωράει να περάσει ένας άνθρωπος, που ενώνει το χώρο του πρασίνου με τον ανηφορικό δρόμο. 
Ο Ανδρέας, ο Στέφανος και ο Κύριλλος στάθηκαν για λίγα λεπτά απέναντι από την κεντρική είσοδο του κτιρίου, παρατηρώντας με προσοχή τα σπασμένα παντζούρια των παραθύρων του, τα μισογκρεμισμένα μπαλκόνια των δωματίων του, την καλοδιατηρημένη σκεπή από κεραμίδια με την πετρόχτιστη καπνοδόχο και, φυσικά, την μεγαλοπρεπή σιδερένια κεντρική πόρτα που σε λίγα δευτερόλεπτα θα προσπαθούσαν να ανοίξουν για να μπούνε μέσα. 
«Τι λέτε, ξεκινάμε;», ακούστηκαν πρώτα τα λόγια του Ανδρέα που έσπασαν την ολιγόλεπτη σιωπή τους. «Είστε έτοιμοι;». 
«Έτοιμοι», ακούστηκαν τα δύο αδέρφια να λένε σχεδόν ταυτόχρονα. «Και τα μάτια μας δεκατέσσερα, εντάξει;», πρόσθεσε αυτόματα ο Στέφανος. 
Πρώτα ο Ανδρέας και σε απόσταση μισού μέτρου τα δύο αδέρφια, εκκίνησαν για να μπούνε μέσα στο ξενοδοχείο. Ο Ανδρέας έφθασε πρώτος μπροστά από την τεράστια για αυτόν -αλλά και για κάθε άνθρωπο- πόρτα. 
«Το ύψος της πρέπει να ξεπερνάει τα τρία μέτρα!», προσπάθησε να ψιθυρίσει ο Ανδρέας προς τα δύο αδέρφια, αλλά δεν τα κατάφερε. «Απορώ για ποιο λόγο κατασκεύασαν τόσο επιβλητική αυτή την πόρτα! Λες και επρόκειτο να φιλοξενηθούν τίποτα γίγαντες στο ξενοδοχείο!», σχολίασε ο Ανδρέας, αγγίζοντας με τα χέρια του την πόρτα. 
«Πρέπει να είναι και πολύ βαριά, έτσι;», ρώτησε ο Κύριλλος, προσθέτοντας: «Και τώρα τι κάνουμε; Πώς θα μπούμε μέσα;». 
«Στέφανε, ξέρεις τι πρέπει να κάνεις πιστεύω», του είπε με ένα πλατύ χαμόγελο ο Ανδρέας. 
Εκείνη τη στιγμή, ο Στέφανος έβγαλε από την τσάντα του ένα μεγάλο εργαλείο, σα μεγάλη πένσα, και το έδωσε στον Ανδρέα. Ο δεύτερος χωρίς δεύτερη σκέψη, κράτησε με τα δύο του χέρια τις λαβές από το εργαλείο, το άνοιξε διάπλατα και τοποθέτησε την άκρη του στη χοντρή αλυσίδα που ήταν περασμένη ανάμεσα στα δύο χερούλια της πόρτας. Μετά από συνεχόμενες προσπάθειες και καταβάλλοντας πολύ δύναμη, κατάφερε να σπάσει την αλυσίδα. Αμέσως, έριξε ένα πονηρό χαμόγελο στα δύο αδέρφια και, χωρίς να πει τίποτα, έσπρωξε με όλη του τη δύναμη το αριστερό φύλλο της πόρτας, χωρίς να καταφέρει να το μετακινήσει ούτε για λίγα χιλιοστά. Η ανίκητη σκουριά και η χρόνια ακινησία της πόρτας είχαν σαν αποτέλεσμα να παραμείνουν κολλημένα τα δύο φύλλα της πόρτας με το έδαφος. Τα δύο αδέρφια τοποθέτησαν αμέσως τα χέρια τους δίπλα σε αυτά του Ανδρέα και έσπρωξαν με όλη τους τη δύναμη όλοι μαζί ταυτόχρονα, ξανά και ξανά, ώσπου τελικά κατάφεραν να ανοίξουν μερικά εκατοστά την πόρτα προς τα μέσα. 
Πρώτα ο Ανδρέας, μετά ο Στέφανος και στο τέλος ο Κύριλλος, μπήκανε μέσα και σταματήσανε, χαζεύοντας και παρατηρώντας γύρω τους το εσωτερικό του κτιρίου. Στεκόντουσαν στην είσοδο του ξενοδοχείου, στο χώρο υποδοχής ή αλλιώς φουαγιέ. Ευθεία μπροστά τους υπήρχε μία μεγαλοπρεπής σκάλα, με σκαλιστά μπράτσα, που στένευε καθώς κατέληγε στον πρώτο όροφο. Δεξιά τους βρισκόταν ο ξύλινος πάγκος, περίπου στο ύψος τους, που ξεχώριζε το τμήμα του προσωπικού από το υπόλοιπο φουαγιέ, ενώ αριστερά τους υπήρχαν δύο κλειστές πόρτες που πιθανόν από πίσω τους κρύβουν δύο χαλασμένους ανελκυστήρες. 
Οι δείκτες του ρολογιού που βρισκόταν πάνω από τον πάγκο της υποδοχής ήταν σταματημένοι δείχνοντας ώρα 8:23. 
«Κοιτάξτε εκεί πέρα. Το ρολόι δείχνει 8:23. Φαίνεται ότι συμφωνεί με το θρύλο! Ξεκινάμε εξαιρετικά, συμφωνείτε;», παρατήρησε ο Ανδρέας δείχνοντας με το δάκτυλό του το ρολόι. 
Ο Στέφανος και ο Κύριλλος δεν αντέδρασαν στο σχόλιο του Ανδρέα, αλλά συνέχισαν να κοιτάζουν με το ίδιο αχανές βλέμμα την εσωτερική διακόσμηση και αρχιτεκτονική του ξενοδοχείου. 
«Άντε, τι καθόμαστε; Πάμε κατευθείαν στο δωμάτιο!», αναφώνησε ο Ανδρέας και προέτρεψε με το βλέμμα του να τον ακολουθήσουν τα δύο αδέρφια. «Προσέξτε μόνο που πατάτε! Μπορεί το ξύλο σε μερικά σημεία να είναι σάπιο ή κούφιο και να… έχουμε άλλες ιστορίες μετά», πρόσθεσε και κινήθηκε προς τη σκάλα. Τα δύο αδέρφια άρχισαν να ακολουθούν με δειλά βήματα τον «αρχηγό της αποστολής», εξακολουθώντας παράλληλα να παρατηρούνε αποσβολωμένα τον τεράστιο χώρο στον οποίο βρισκόντουσαν. 
Με μεγάλη προσοχή και αργά και σίγουρα βήματα, ο Ανδρέας ανέβηκε τη κεντρική σκάλα που οδηγεί στον πρώτο όροφο και τα δύο αδέρφια ακολούθησαν πιστά τα βήματά του, όπου πατούσε ο πρώτος, πρώτα ο Στέφανος και μετά ο μικρότερος της παρέας. 
«Ωραία, φθάσαμε στον πρώτο όροφο. Τα πηγαίνουμε πολύ καλά. Συνεχίζουμε με τον ίδιο ρυθμό και στους δύο επόμενους, εντάξει; Συνεχίστε να πατάτε όπου πατάω και εγώ, τα πάμε μία χαρά», είπε ο Ανδρέας με ήρεμη φωνή στους φίλους του, ρίχνοντας ταυτόχρονα κλεφτές ματιές στις κλειστές και μισάνοιχτες πόρτες των δωματίων που βρίσκονται στον πρώτο όροφο. 
Στρίψανε αριστερά και ανεβήκαν το ίδιο προσεχτικά τη δεύτερη σκάλα, μικρότερη σε μέγεθος, με ισομήκη σκαλοπάτια αυτή τη φορά, η οποία τους οδήγησε στο δεύτερο -πανομοιότυπο με τον πρώτο- όροφο. Χωρίς να χάσουν χρόνο, στρίψανε πάλι αριστερά και ανεβήκαν προσεκτικά στον τρίτο και τελευταίο όροφο του ξενοδοχείου.  
«Υπέροχα, σχεδόν φθάσαμε. Ας βρούμε τώρα το δωμάτιο 314», είπε σιγοψιθυρίζοντας ο Ανδρέας. 
Ξεκίνησαν τυχαία από την αριστερή μεριά του ορόφου, έτσι όπως τους οδήγησε η σκάλα, και άρχισαν να ψάχνουν για το δωμάτιο 314. Οι πρώτες δύο πόρτες δεν είχαν κάποιο διακριτικό πάνω τους, που θα τους εξηγούσε έξω από πιο δωμάτιο στεκόντουσαν. Από την επόμενη πόρτα, λίγο πάνω από τη μέση της και στο κέντρο, κρεμόταν από ένα ετοιμόρροπο καρφί μία οβάλ ετικέτα πάνω στην οποία αναγραφόταν το νούμερο 312. 
«Κοιτάξτε! Το νούμερο 312! Είμαστε κοντά!», είπε με ελαφρώς δυνατή φωνή ο Στέφανος. «Το 314 πρέπει να είναι δύο πόρτες παραδίπλα», πρόσθεσε. 
Το λίγο φως που έμπαινε στο εσωτερικό του ξενοδοχείου από τις λάμπες των γύρω δρόμων ήταν ικανό για να φωτίσει το νούμερο 314 που αναγραφόταν σε μία ακόμα οβάλ ετικέτα, καρφιτσωμένη πάνω σε μία πόρτα. 
Οι τρεις φίλοι στάθηκαν έξω ακριβώς από την πόρτα με το νούμερο 314. 
«Φθάσαμε στην πηγή, μάγκες. Είστε έτοιμοι να πιούμε και… νερό;», ρώτησε ο Ανδρέας. 
«Το ρωτάς; Άλλωστε, γι αυτό δεν ήρθαμε; Κύριλλε, είσαι έτοιμος;», απεύθυνε ο μεγαλύτερος αδερφός προς τον μικρότερο. 
«Έτοιμος. Και… ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει!», απάντησε ο Κύριλλος. 
Ο Ανδρέας έβαλε το χέρι του στο χερούλι τις πόρτας, και αφού πήρε μία βαθιά ανάσα, το τράβηξε προς τα κάτω, ανοίγοντας στη συνέχεια σιγά-σιγά την πόρτα. Πρώτα αυτός και ακολούθως τα δύο αδέρφια, μπήκαν μέσα στο δωμάτιο 314. 

(λίγα δευτερόλεπτα αργότερα…) 

 «Έτοιμος για σήμερα Ανδρέα;» 
«Ε; Τι πράγμα; Πώς είπες;!»
«Λέω, είσαι έτοιμος για απόψε; Δεν πιστεύω να έχεις ξεχάσει τι έχουμε προγραμματίσει να κάνουμε απόψε το βράδυ!». 
«Για μισό λεπτό… τι λες; Πού είμαστε; Τι κάνουμε εδώ;» 
«Χάχα! Μάλλον το μετάνιωσε, αδερφέ! Κάνει πώς δε θυμάμαι τίποτα και μας κοροϊδεύει και από πάνω! Ας είναι, δεν πειράζει! Θα πάμε μόνοι μας!» 
«Δεν το πιστεύω… Δεν το πιστεύω! Δούλεψε! Λειτουργεί!». 
Το λεωφορείο σταμάτησε. Ήταν η στάση στην οποία κατεβαίνει ο Ανδρέας. Όμως εκείνος, είχε κοκαλώσει στη θέση του και δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι έπρεπε να κατέβει. 
«Πιτσιρίκο, κοιμάσαι; Έλα, δεν έχω όλη τη μέρα μπροστά μου. Ή κατεβαίνεις τώρα ή χάνεις τη στάση σου, κατεβαίνεις σε κάποια επόμενη και γυρίζεις με τα πόδια πίσω. Δε θα το ξαναπώ», φώναξε με νευρική φωνή ο οδηγός του λεωφορείου γέρνοντας το κεφάλι του προς τα πίσω καθίσματα… 

Ήταν Παρασκευή. Εκείνη την ημέρα οι τρείς φίλοι είχαν κανονίσει να βρεθούνε στις έντεκα το βράδυ, σε ένα απόμακρο μικρό πάρκο κάπου ανάμεσα στα σπίτια τους, για να πραγματοποιήσουν την «αποστολή» τους... 

* σημείωση: η εικόνα ανοίγματος του παρόντος άρθρου είναι δημιουργία της MadameM-Stock. 
________________________________


    τα έχεις διαβάσει;

Βιβλία Fantasy

Διαβάσαμε & Κρίνουμε
Fantasy Archive

Μουσική Φαντασίας

Ακούσαμε & Προτείνουμε
Fantasy Archive

Visual Art - Ζωγραφική

Είδαμε & Παρουσιάζουμε
Fantasy Archive

Comics - Graphic Novels

Εικόνες & Κείμενα Φαντασίας
Fantasy Archive

Ταινίες & Σειρές Φαντασίας

Εντυπώσεις και Συναισθήματα
Fantasy Archive

Video Games

Η F Γωνιά των Gamers
Fantasy Archive