από Κυριάκο Χαλκόπουλο
Στη Γιορτή
Θα πρέπει να με συγχωρήσετε που γελάω ακόμα νευρικά, και τώρα που αρχίζω να γράφω αυτές τις σελίδες. Θα αποτελέσουν την αναφορά μου σε εσάς όσων γνωρίζω για την υπόθεση που σας απασχολεί. Μου είναι όμως αδύνατο, δεν το ελέγχω, να πάψω να σταματήσω αυτό το γέλιο, όσο δυσοίωνο και αν σας φαίνεται, όσο και αν με κοιτάτε με ορθάνοικτα μάτια και με μία λυπημένη έκφραση.
Όχι, δεν είμαι τρελός. Απλώς αυτή είναι η αντίδραση μου σε αυτό που είδα πριν από λίγη ώρα, και κυρίως σε μια σκηνή. Όχι συνολικά σε αυτό που έγινε, εκτός αν συμπυκνώθηκε στη σκέψη μου όλο αυτό σε εκείνην, κάτι που δεν το αποκλείω, αλλά δε μπορώ και να μελετήσω περισσότερο αυτό το θέμα.
Έτσι θα συνεχίζω να γελώ με αυτόν τον τρόπο, ίσως ακόμα και ενώ θα σας έχω παραδώσει τις σελίδες ολοκληρωμένες, και τότε μπορεί και εσείς να νοιώσετε κάτι, όχι όπως εγώ, αλλά λιγότερο έντονα, από το τρόμο αυτής της εικόνας, που ήταν όμως ανάμεικτος και με κάτι άλλο.
Το όνομα και το επίθετό μου είναι γνωστά. Κατάγομαι από την Ελλάδα, και συγκεκριμένα την πόλη της Θεσσαλονίκης. Οι σπουδές μου έχουν το αποκαλυμμένο αντικείμενό τους, και ξεκίνησαν πριν από δύο μήνες. Κατά συνέπεια αυτός είναι ο πρώτος χρόνος που περνώ στην Αγγλία, σε αυτό το πανεπιστήμιο, στο φρικτό ψύχος αυτής της χώρας στα βάθη του ατέλειωτου Φθινοπώρου.
Και, πραγματικά, δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσα να πω για τον εαυτό μου. Κατά συνέπεια θα προτιμήσω να μην αναφερθώ άλλο σε αυτό το κομμάτι, αναμένοντας ίσως κάποιες συγκεκριμένες ερωτήσεις σας αφού θα έχετε διαβάσει το κείμενό μου.
Το άλλο άτομο που κυρίως μας αφορά σε αυτή την καταγραφή είναι, βέβαια, ο ομοεθνής συμφοιτητής μου. Με αυτόν γνωρίστηκα ολότελα τυχαία, έξω από τη γραμματεία του κλάδου μου. Τον είδα να κοιτάζει κάποια καρφιτσωμένα έγγραφα στον τοίχο, είκασα ότι θα μπορούσε, λόγω της φυσιογνωμίας του, να είναι έλληνας, και τον ρώτησα στα αγγλικά αν ίσχυε αυτό. Λαμβάνοντας την καταφατική απάντηση στα ελληνικά είχε ουσιαστικά ξεκινήσει η φιλία μας.
Για την προσωπικότητά του δε γνωρίζω τι θα μπορούσα να σημειώσω. Γι αυτό και απλώς θα καταγράψω τη δική μου συνειδητή εντύπωση, όσο και αν πλέον κατανοώ ότι αυτή ήταν φρικτά ελλιπής.
Οπότε θα υποστηρίξω ότι είχα τη γνώμη για εκείνον ότι ήταν ένας νεαρός με έντονα συναισθήματα, κάτι που φαινόταν από τον τόνο της φωνής του, αλλά και από το επίμονο βλέμμα του, που έμοιαζε σχεδόν να περιέχει και κάτι ασυνήθιστο. Από την αρχή νομίζω ότι είκασα ότι κοιτούσε με μίσος γύρω του, αλλά αυτό σίγουρα ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα λόγια του απέναντί μου. Έχω λόγους να πιστεύω ότι με σεβόταν, και δε θέλω να εικάσω εδώ το λόγο για τον οποίο ίσχυε αυτό. Μπορώ μόνο να συμπεράνω πως γενικά πίστευα ότι του είχα κάνει την εντύπωση ενός ιδιαίτερα ευφυούς ανθρώπου, ίσως λόγω του αντικειμένου των σπουδών μου, για τις οποίες ενδιαφερόταν τότε ακόμα να ξεχωρίσει κάποια μαθήματα που θα ήθελε να παρακολουθήσει, παρόλο που ο κλάδος του ήταν άλλος.
Μαζί του κυρίως συζητούσα για τις εντυπώσεις μου από την Αγγλία, το εχθρικό περιβάλλον, όπως μου έμοιαζε, τη στάση των άγγλων απέναντί μου και απέναντί του. Παρόλο που περάσαμε αρκετές ώρες μαζί, δε μπορώ πλέον να υποστηρίξω ότι η φιλία μας ήταν στενή, και από τη δική μου πλευρά ήταν κατ αρχήν τελείως συνειδητό ότι αναζητούσα ένα προοίμιο στην κοινωνικοποίησή μου εδώ με την σχέση μαζί του, και στη συνέχεια απογοητεύθηκα αρκετά που αποκαλύφθηκε ότι και εκείνος ήταν μια πολύ κλειστή φύση, αφού αυτό σήμαινε αναπόφευκτα και πως αυτή η σχέση δεν θα δημιουργούσε καμία άλλη προοπτική για εμένα.
Ωστόσο συνέχιζα να συναντιέμαι μαζί του, κυρίως λόγω κάποιων αποτυχημένων προσπαθειών να συνάψω δεσμούς με κάποιους γηγενείς αυτής της βόρειας χώρας.
Όμως μια στιγμή με έκανε να μετατρέψω την άτονη απάθειά μου απέναντί του, σε αληθινό φόβο για εκείνον, και την ίδια στιγμή αποφάσισα ότι θα έπρεπε να πάψω να τον συναναστρέφομαι.
Αυτή η στιγμή ήρθε το αποψινό απόγευμα.
Ήμουν στο δωμάτιό του, ψηλά στην εστία. Το ίδιο βράδυ, όπως γνωρίζετε, θα οργανωνόταν μία γιορτή σε εκείνο το μέρος της εστίας, και ήθελα να παραστώ και εγώ.
Στο δωμάτιό του μιλήσαμε για αρκετή ώρα, και η σκέψη μου ήταν πάντοτε στη γιορτή. Όμως κάποια στιγμή, ενώ ως τότε κοιτούσε με το γνωστό του αέναα ενοχλημένο ύφος, τα μάτια του έμοιασαν να αποκτούν μια άλλη όψη. Μου έριξε ένα βλέμμα σχεδόν φιλικό, και αμέσως, ενώ τον παρατηρούσα για λίγο αφηρημένα λόγω της έκπληξής μου από αυτή τη μεταστροφή, μου επεσήμανε ότι είχε κάτι ιδιαίτερο να μου δείξει.
Είχε ταξιδέψει στο Λονδίνο, πριν από λίγη ώρα μόνο είχε επιστρέψει με το τρένο από την Λίβερπουλ στρίτ. Εκεί είχε αγοράσει κάτι, το έψαξε για ώρα, αλλά τελικά, προς τεράστια ικανοποίησή του, το βρήκε, και τώρα ήταν εδώ, έτοιμο να μου το επιδείξει.
Κατευθύνθηκε προς το γραφείο, και εκεί, σπρώχνοντας το λιγάκι, αποκάλυψε κάτι στο οποίο στιγμιαία αντανακλάστηκε το φως στο δωμάτιο, αν και ακόμα είχα προλάβει από αυτό να δω μόνο εκείνη τη λάμψη. Γονάτισε μπροστά του, για να το πιάσει από κάποιο κατώτερό του σημείο. Έμοιαζε περισσότερο με ένα εξαιρετικά μακρόστενο, κατάλευκο κομμάτι γυαλιού. Όμως, έπειτα από λίγο, το τράβηξε ξαφνικά από εκείνο το σημείο που αναζητούσε στο σκοτάδι πίσω από το γραφείο, και ορθώνοντάς το μπροστά μου έγινε φανερό ότι ήταν ένα σπαθί.
Μπορώ να θυμηθώ τι σκέφτηκα τότε. Ένοιωσα μια αποστροφή για αυτόν, που είχε ξοδέψει τόσα χρήματα για ένα αντικείμενο δίχως καμία ωφέλεια. Το σπαθί, οπωσδήποτε ένα απλό ομοίωμα, άρμοζε ως παιχνίδι για ένα μικρό παιδί, αλλά όχι για έναν δεκαοκτάχρονο. Ωστόσο για να μην τον ενοχλήσω του υποστήριξα ότι ήταν ενδιαφέρον αυτό που αγόρασε, και με έμμεσο τρόπο γύρισα τη συζήτηση αλλού, παραμένοντας για λίγη ακόμα ώρα σε εκείνο το δωμάτιο, ενώ όμως τελικά ακούστηκαν στο διάδρομο οι εύθυμες φωνές των πρώτων καλεσμένων στη γιορτή.
Σύντομα είχα βρεθεί και πάλι έξω από εκεί, και πήγα στην κουζίνα, όπου σκαρφάλωσα πάνω στον πάγκο της για να μπορώ να κοιτάω, γυρνώντας το κεφάλι μου, από το παράθυρο, κάτω, δεκάδες μέτρα κάτω όπου βρισκόταν η είσοδος του πανύψηλου αυτού κτιρίου που πολύ εύστοχα αποκαλούταν «πύργος».
Ένοιωθα όμορφα. Το μόνο που χαλούσε λιγάκι την ευτυχία μου ήταν η σκέψη ότι εκείνος ο συμφοιτητής θα έκανε την εμφάνισή του εδώ, κάτι που δεν το ανέμενα καθόλου με αδημονία, αφού αντίθετα τώρα δεν τον ήθελα καθόλου κοντά μου όσο θα προσπαθούσα να γνωριστώ με άλλο κόσμο. Και, αληθινά, τον φανταζόμουν να έρχεται δίπλα μου, μαζί με το σπαθί του, να υποδύεται τον ιππότη ή ό,τι άλλο περιείχε το κουτό παιχνίδι του, και να αποδιώχνει φυσικά με αυτή την παιδαριώδη στάση κάθε άλλο άτομο από κοντά μου.
Έτσι θυμάμαι ότι κοιτούσα ακόμα λυπημένος μπροστά μου, προς τον διάδρομο, όταν τελικά εκείνος εμφανίστηκε εκεί. Δεν μετέφερε το σπαθί, με χαιρέτησε και κούνησα και εγώ το κεφάλι. Αλλά παρόλο που δεν είχε εκείνο το αντικείμενο μαζί του και πάλι δεν άργησε να συμπεριφερθεί παράξενα. Φαινόταν ότι σταματούσε τον κάθε επισκέπτη στην εστία και τον ρωτούσε κάτι. Αυτό με παραξένεψε, αλλά το ανήγαγα ίσως σε μία αντίστροφη στάση, μια πιο ώριμη, με την οποία επιχειρούσε και εκείνος με την πλευρά του- αν και με άκομψο τρόπο- να εξοικειωθεί με εκείνους τους ανθρώπους.
Και για ώρα παρακολουθούσα νωχελικά αυτή τη βουβή φτάνοντας σε εμένα παράσταση, ώσπου τελικά συνέβη μια διαφοροποίησή της. Ένας συνομήλικός μας, μόνο λιγάκι πιο μελαμψός από εμάς, του ανταπέδωσε δυο λόγια, και ακολούθως, ξαφνικά, ο γνωστός μου τον αγκάλιασε με ένα χαμόγελο. Ο άλλος επίσης χαμογέλασε, τον ρώτησε κάτι μοιάζοντας σκεφτικός, ή κάτι είπε με αυτό το ύφος, αλλά τελικά τον ακολούθησε στο δωμάτιο, και η πόρτα πρέπει να έκλεισε πίσω τους.
Πολύ αργότερα συνέβη να σχηματίσω κάποια εικασία για το τι έγινε, και, τελικά, μόνο τη στιγμή του τρόμου το κατανόησα πλήρως, ως προς τις ιδιότητές του, ως προς την επιφανειακή του φύση τουλάχιστον.
Ένας από τους καλεσμένους, κάποιος κοντός και παχύς δανός, είχε μείνει στη μνήμη μου ως κάποιος στον οποίο επίσης είχε μιλήσει ο άλλος φοιτητής μπροστά από το δωμάτιό του, και που δεν έλαβε καμία ιδιαίτερη απόκριση από αυτόν, όχι όπως εκείνη που είχα διαπιστώσει από το μελαμψό άτομο. Και καθώς για ώρα ανεβοκατέβαζα τα πόδια μου μπροστά μου, εκδηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο τη ζωηρή μου διάθεση, παρατηρώντας σε μια στιγμή πόσο είχα αφαιρεθεί αφού η γιορτή είχε πλέον αρχίσει εδώ και ώρα και η κουζίνα, καθώς και ο διάδρομος και τα άλλα δωμάτια ήταν γεμάτα με κόσμο, σκέφτηκα να πλησιάσω εκείνον τον δανό με στόχο να αρχίσω μια συζήτηση, που την αφορμή γι αυτήν την είχα ήδη: θα τον ρωτούσα τι του είπε ο φοιτητής του ακριανού δωματίου, καθώς εκείνος περνούσε από μπροστά του.
Όταν όμως τον ρώτησα πήρα μια απάντηση πολύ διαφορετική από εκείνη που περίμενα, και ένοιωσα κάτι παγωμένο να κυλά μέσα μου. Μου αποκάλυψε εκείνος ο ξένος πως ο άλλος τον είχε ρωτήσει αν ήταν τούρκος, και ο ίδιος συστήθηκε ως κάποιος εκείνης της εθνότητας.
Τι σήμαινε αυτό; Στην πραγματικότητα μου ήρθε αμέσως στο μυαλό μια εξήγηση, αλλά ήταν τόσο ηλίθια που σκέφτηκα πως απλά δε μπορούσε να είναι αληθινή. Από την άλλη θυμήθηκα τη φιλική και σχεδόν ενθουσιώδη- τόσο αταίριαστη και ασυνήθιστη γι αυτόν- έκφραση του γνωστού μου στο διάδρομο. Ορίστε, λοιπόν, τι σκέφτηκα ότι γινόταν:
Ήθελε να τραβήξει στο δωμάτιό του κάποιον τουρκικής καταγωγής, και φυσικά εκεί θα πρέπει να είχε ετοιμάσει κάποιο μικρό παιχνίδι μίσους σε βάρος του. Θα σχεδίαζε μάλλον να του αποκαλύψει ότι δεν ήταν καθόλου ένας τούρκος, αλλά αντίθετα ένας έλληνας, ένας εχθρός του τούρκικου στοιχείου. Ακολούθως θα του έδειχνε το ομοίωμα του σπαθιού, με στόχο να τον τρομάξει. Ίσως και να τον περιέπαιζε μαστιγώνοντας τον μια φορά με αυτό.
Σκέφτηκα πάντως ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να ξεφύγουν από τον έλεγχό του, αν αυτό σχεδίαζε. Ποιος ξέρει πώς μπορεί να αντιδράσει κάποιος άλλος, αν τον φοβίσουν ή τον ατιμάσουν; Αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι ελάχιστα με ένοιαζε η τύχη του γνωστού μου, και περισσότερο λυπόμουν που τώρα το δωμάτιό του νοούταν ως κάποιο μέρος τελείως εδραιωμένο στη σκέψη μου σαν μια εστία ενόχλησης. Απλά δε μπορούσα να το απωθήσω από τη σκέψη μου, για να επικεντρωθώ επιτέλους στη γιορτή, και στις δυνατότητες που είχα σε αυτήν.
Και αυτό σκεφτόμουν, ενοχλημένος, σχεδόν θυμωμένος, και αποφασισμένος τελικά να κατέβω από τον πάγκο ώστε να πάω στην άκρη του διαδρόμου, στην αντιδιαμετρική πλευρά της εστίας από εκείνη όπου βρισκόταν το δωμάτιο του άλλου φοιτητή, και εκεί τουλάχιστον να μιλήσω σε κάποιο άλλο άτομο.
Καθώς όμως περπατούσα αληθινά προς τα εκεί, άκουσα μια πόρτα να ανοίγει πίσω μου, μέσα στις δυνατές φωνές των άλλων, τις ατέλειωτες συζητήσεις της ευθυμίας. «Ας μην είναι η πόρτα εκείνου» σκεφτόμουν και επαναλάμβανα μέσα μου. Έκανα έτσι δύο βήματα ακόμα, στο τρίτο βήμα όμως άκουσα το όνομά μου. Έκανα ωστόσο και τέταρτο βήμα, συλλογιζόμενος ότι θα γινόταν να θεωρήσει ότι απλώς δεν τον είχα ακούσει. Πάλι ακούστηκε το όνομά μου, πιο δυνατά. Στο πέμπτο βήμα κάτι ακούμπησε όμως στην πλάτη μου, σα να είχε εκσφενδονιστεί προς αυτήν, και ακολούθως έπεσε στο πάτωμα. Τώρα δε μπορούσα παρά να σταματήσω, για να δω τι τρέλα είχε κάνει πάλι εκείνος ο γελοίος, όπως τον ονόμασα μέσα μου.
Γυρνώντας όμως, είδα στο πάτωμα ένα μαυριδερό αντικείμενο που δεν μπορούσα να καταλάβω τι είναι. Νόμιζα ότι και άλλοι άνθρωποι το κοιτούσαν, ή πως κάποια κεφάλια είχαν χαμηλώσει προς αυτό, ή χαμήλωναν εξαιρετικά αργά. Όσο εγώ το κοιτούσα, τόσο ένοιωθα να βυθίζομαι σε κάποια άγνωστη περιπλάνηση στη σκέψη μου, καθώς για κάποιον αλλόκοτο λόγο δε μπορούσα να αντιληφθώ καθόλου τι υποτίθεται ότι ήταν. Ένα ταριχευμένο χέρι; Με αυτό έμοιαζε περισσότερο. Κάποια δυνατή κραυγή ακούστηκε, και κάποιος είπε τη λέξη «χέρι». Και τότε, σε μια στιγμή, έκανα μια σκέψη στην οποία οφείλεται η γέννηση του νευρικού μου αυτού γέλιου, που και τώρα ακούτε. Ότι μαύρο χέρι είχε και εκείνος ο τούρκος, και ότι ο συμφοιτητής μου είχε επιδείξει ένα σπαθί, που θα μπορούσε να είναι και αληθινό.
Ωστόσο, αγαπητοί κύριοι, πρέπει να σας διευκρινίσω ότι το γέλιο μου δεν οφείλεται σε αυτή την τρομερή ανακάλυψη. Αυτό καθώς το είχα και φεύγοντας, τρέχοντας αληθινά στις σκάλες, κάτω στους άλλους ορόφους, έπειτα στην αυλή, μέσα στη νυκτερινή παγωνιά, κάτω στο πράσινο γρασίδι όπου ξάπλωσα τρομάζοντας ένα κατάλευκο κουνέλι που κούρνιαζε εκεί πριν από εμένα. Αυτό καθώς εκείνη τη στιγμή ακόμα ήταν εικασίες μόνο όλα αυτά. Εικασία ήταν ότι είχε συμβεί κάτι τρομερό. Θα μπορούσε, όπως είχε ένα ομοίωμα σπαθιού, να έχει και ένα ομοίωμα χεριού. Θα μπορούσε- αν και λιγότερο πιθανό- ο τούρκος φοιτητής- αν ήταν όντως τούρκος- να είχε συνεννοηθεί μαζί του για να οργανώσουν αυτό το φρικαλέο αλλά σε αυτή την περίπτωση άκακο αστείο.
Τότε δεν ήξερα τι να πιστέψω. Και νομίζω ότι το γέλιο μου εκεί γεννήθηκε, σε αυτές τις συνθήκες της απουσίας μιας διεξόδου για την ανακάλυψη της αλήθειας.
Ω, έπειτα φυσικά έγινε και η σκέψη πως αν όντως το σπαθί και το χέρι ήταν αληθινά τότε θα μπορούσα και εγώ να είχα κινδυνεύσει από εκείνον τον συμφοιτητή. Αυτή η σκέψη πρέπει σίγουρα να τόνωσε το γέλιο μου.
Αλλά φαίνεται πως, αντίθετα στις ελπίδες μου, αυτό το γέλιο δε θα εξαλειφθεί με αυτό το κείμενο, με αυτή την αναφορά. Το νοιώθω να γίνεται όλο και πιο δυνατό. Το νοιώθω σχεδόν να με πνίγει. Δε μπορώ σχεδόν να ανασάνω άλλο. Δε μπορώ να σκεφτώ, μήπως, μήπως αληθινά με αυτό το γέλιο θα ήθελα να αποτραβηχτώ όσο το δυνατόν περισσότερο γίνεται σε μια αίσθηση ότι όλα ήταν ένα αστείο, ακόμα και τώρα, φεύγοντας έτσι τόσο μακριά από την πηγή μιας κατασκότεινης ασκήμιας της ζωής που συνάντησα σε αυτή την αφιλόξενη χώρα, βγαλμένης όμως από τα σπλάχνα της δικής μου;
* σημείωση: η εικόνα ανοίγματος του παρόντος άρθρου είναι δημιουργία του MiaLeePhotography. ________________________________