Διαβάζω Samael's Requiem II από τα Fantasy Archives της Fantasy Gate! Bookmark and Share


από Σώζο Μιχαήλ

Samael's Requiem - Κεφάλαιο 2


Κεφάλαιο 2.1

Όνειρα, όμορφα μα άμορφα όνειρα…

Όλα τα χρώματα που μπορεί να διανοηθεί ο νους, να διαδέχονται το ένα το άλλο χωρίς να χάνουν τη συνοχή τους, σαν ένα τρέχον ποτάμι στο οποίο συγκεντρώθηκε όλη η ελπίδα των ανθρώπων για τον κόσμο τους. Σαν μια ματιά στις φλέβες του ίδιου του Δημιουργού.

Έπειτα το χρώμα να σκουραίνει και να χάνει τη ζωντάνια του, να επιβραδύνεται και να αρχίζει να σχηματίζει συγκεκριμένες εικόνες, διαδεχόμενες η μια την άλλη, σαν ρέον μωσαϊκό. Άλλοτε να σχηματίζει πρόσωπα και άλλοτε σκηνές.

Ο Σαμαέλ συνειδητοποίησε ξαφνικά την ίδια του την παρουσία στο χώρο όπου βρισκόταν. Ασώματος, άυλος, απλά δεχόμενος τις εικόνες που το όνειρο του πρόβαλε, όπως γινόταν πάντα με τα όνειρά του.

Οι εικόνες που έβλεπε ήταν μια αναδρομή στην ζωή του, σκηνές που άλλαζαν με αργούς ρυθμούς, σαν την προβολή των έργων ενός μεγάλου καλλιτέχνη. Τη μια στιγμή έβλεπε να τον κρατά ο Φίλιππος, την άλλη να κείτεται στο κρεβάτι με πυρετό, έπειτα να παίζει το περίχορδο του Άρανχεντ στη γιορτή της Λυκαυγής, να ξιφομαχεί φιλικά με φίλους του, να αναγνωρίζει τον έρωτά του για την Δάφνη, να βλέπει τον Φίλιππο να φεύγει έφιππος…

Ξαφνικά, η τελευταία εικόνα πάγωσε και τα χρώματα χάθηκαν. Απέμεινε το περίγραμμα του Φιλίππου και του αλόγου του, σαν χαραγμένο σε πέτρα. Η καρδιά του Σαμαέλ δέχτηκε ψυχρολουσία.

Ακολούθως, η εικόνα άρχισε να ραγίζει αρχίζοντας από τις τέσσερις πλευρές της και προχωρώντας στο εσωτερικό. Το στομάχι του σφίχτηκε…

Το ράγισμα έφτασε στο κέντρο.

Το κεφάλι ενός πορφυρού δράκου διαπέρασε την εικόνα σπάζοντάς την σε χίλια κομμάτια και όρμησε στον Σαμαέλ. Ο δράκος άνοιξε το στόμα του και ο Σαμαέλ βρέθηκε στο σκοτάδι, σφαδάζοντας.

Ξύπνησε ουρλιάζοντας.

Βρισκόταν σε ένα ξύλινο δωμάτιο που μύριζε παράξενα, και δίπλα του στεκόταν μια γυναίκα που φαινόταν να είναι νοσοκόμα, κοιτάζοντάς τον με ανήσυχο βλέμμα και προσπαθώντας να τον ηρεμήσει με λόγια τα οποία ο Σαμαέλ δεν μπορούσε να ακούσει μέσα από τα ουρλιαχτά του. Η γυναίκα του έδωσε ένα ηχηρό χαστούκι και μόνο έτσι ηρέμησε. Έμεινε ξαπλωμένος, εισπνέοντας με θόρυβο. Η γυναίκα δεν μίλησε ξανά.

Κοίταξε γύρω του. Το δωμάτιο ήταν μεγάλο σε μήκος και στα δεξιά του υπήρχαν ακόμη αρκετά άδεια κρεβάτια. Το δικό του ήταν δίπλα ακριβώς από την πόρτα του δωματίου, η οποία άνοιξε με φόρα μόλις την κοίταξε. Από το σκοτεινό άνοιγμα ξεπρόβαλε ένας μεσήλικας με κοντή γενειάδα και σπινθηροβόλα πράσινα μάτια, ντυμένος με ένα σκουροπράσινο μανδύα πάνω από ένα λευκό πουκάμισο λερωμένο με ξεραμένα αίματα και ένα φαρδύ καφέ παντελόνι. Κάθισε δίπλα στον Σαμαέλ κοιτάζοντάς τον επίμονα. Ο Σαμαέλ σηκώθηκε ελαφρά στηριζόμενος στους αγκώνες του, ανταποδίδοντας το βλέμμα.

‘Είμαι θεραπευτής και είσαι στον Καβαλάρη των Ανέμων, ενός από τα πλοία του βασιλικού στόλου’ είπε με βαθιά φωνή ο άντρας. ‘Με λένε Φρέντριχ.’

‘Σαμαέλ Ντάντε’ απάντησε με βιασύνη αυτός. ‘Πού είναι όλοι;’

Ο Φρέντριχ δίστασε για λίγο, έπειτα απάντησε ‘Ήσουν ο μόνος επιζών από την επίθεση. Όσοι άλλοι βρέθηκαν ζωντανοί, πέθαναν κατά τη μεταφορά τους στο πλοίο. Δεν ήταν και πολλοί, γιατί η επίθεση από δράκους δεν αφήνει και πολλά σημάδια ζωής. Εσύ βρέθηκες κάτω από μεγάλες ποσότητες χώματος, δίπλα από ένα κρατήρα μπάλας κανονιού. Το ότι δεν ήσουν εύκολα ορατός σε έσωσε και θα πρέπει να είσαι ευγνώμων για αυτό.’

Ο Σαμαέλ έμεινε ακίνητος, σαν κεραυνόπληκτος. Προσπάθησε να καταπιεί αυτά που του έλεγε ο Φρέντριχ. Οι γονείς του, η αδελφή του, η Δάφνη και το μωρό που κυοφορούσε, το δικό του παιδί, όλα είχαν χαθεί. Όλα όσα αποτελούσαν τη ζωή του έγιναν βορά δράκων. Τα μάτια του υγράθηκαν για μια στιγμή μόνο. Έπειτα έκλεισαν για να συγκρατήσουν τα δάκρυά του.

Όταν άνοιξαν, δεν υπήρχε ίχνος θλίψης ή δακρύων μέσα τους. Κοίταξε τον Φρέντριχ.

‘Που πηγαίνουμε τώρα;’

‘Θα φτάσουμε στο Άβγκαρντ σε 2 νύχτες, αν δεν συναντήσουμε άλλα περιστατικά…’

‘Ο πόλεμος...θα ξαναρχίσει;’ Ρώτησε ο Σαμαέλ κοιτώντας μπροστά

Ο Φρέντριχ έχασε τα λόγια του για λίγο.

‘Το κρίνω πολύ πιθανό.’ απάντησε τελικά. ‘Ίσως θα πρέπει να ρωτήσεις τον Βασιλιά, όταν τον δεις.’

‘Θα δω τον βασιλιά;’

‘Ναι. Θα θέλει πολύ να ακούσει την ιστορία σου.’


Κεφάλαιο 2.2

Κάλπαζε, όλο κάλπαζε… Είχε λαχανιάσει μα η κατάσταση στην οποία βρισκόταν δεν του επέτρεπε να σταματήσει. Περνούσε ξυστά δίπλα από δέντρα, θάμνους και ρίζες, στρίβοντας σε τυχαία σημεία, ώστε να το χάσουν. Τελικά, σταμάτησε εξουθενωμένο και κοίταξε γύρω του. Μέσα από το λαχάνιασμα του, δεν άκουσε το τρίξιμο του τόξου, την ταλάντωση της χορδής, το σύντομο σφύριγμα του βέλους.

Ο ξαφνικός οξύς πόνος στο λαιμό του τον ανάγκασε να τρέξει ξανά, μα μετά από ελάχιστη απόσταση σωριάστηκε στο έδαφος, μη μπορώντας να αναπνεύσει. Στο πλάι του εμφανίστηκε ένας μεγαλόσωμος άντρας, που στο χέρι του κρατούσε μια κυρτή λεπίδα. Γονάτισε και σήκωσε το χέρι που κρατούσε το μαχαίρι και αυτό άστραψε στο σεληνόφως. Το αγριογούρουνο δεν πρόβαλε αντίσταση.

Ο άντρας σκούπισε το μαχαίρι πάνω στο τρίχωμα του ζώου και το έβαλε στη θήκη του.

‘Άρια!’ φώναξε και η φωνή του ταξίδεψε σε όλο το δάσος.

‘Εδώ είμαι.’ αποκρίθηκε μια φωνή πίσω του. ‘Δεν χρειάζεται να ξυπνήσεις όποιο θεριό ζει σε αυτό το δάσος.’

‘Πρέπει να είμαι σίγουρος πως είσαι ασφαλής. Εξάλλου, το να ξυπνήσουν όλα τα θεριά του δάσους το ανέλαβε ο φίλος σου.’ είπε και σήκωσε το ζώο στους ώμους του.

‘Σκάσε, Βίνσεντ. Δεν χρειάζομαι τη βοήθειά σου για να επιβιώσω.’ είπε η Άρια, καθώς οι δυο έπαιρναν το δρόμο για την κατασκήνωση τους.

‘Ο Ντόριαν άλλα λέει’

‘Ο Ντόριαν τα παραλέει. Θα με προστάτευε ακόμη και αν ήμουν ο αρχηγός των δράκων.’

Ένα ουρλιαχτό άγριου ζώου ακούστηκε κάπου μακριά τους.

‘Μα και οι δράκοι τραυματίζονται. Και πεθαίνουν.’ αποκρίθηκε ο Βίνσεντ. Κοίταξε το λεπτό σώμα της Άριας από πάνω ως κάτω και πρόσθεσε: ‘Έτσι και αλλιώς είσαι πολύ πιο εύθραυστη από ένα δράκο. Φοβάμαι μην φυσήξει αέρας και σε πάρει μαζί του.’

Η Άρια γύρισε αστραπιαία και κλότσησε τον Βίνσεντ στην πλάτη.

‘Είσαι και παρορμητική. Θα πρέπει να είναι τρελός κανείς για να σε αφήσει να περιπλανιέσαι μόνη.’

‘Αν δεν κουβαλούσες το γεύμα μου στην πλάτη σου, θα σε προκαλούσα σε ένα γρήγορο αγώνα.’ είπε η Άρια.

‘Και αν ήσουν τουλάχιστον η μισή μου σε ύψος, εγώ θα δεχόμουν.’ γέλασε ο Βίνσεντ.

‘Δεν είσαι και τόσο ψηλός.’

Ο βρυχηθμός του θηρίου πλησίαζε.

‘Το ξέρω. Απλώς εσύ είσαι κοντή.’ Αυτή την φορά η κλοτσιά τον πέτυχε στα πισινά.

‘Θα αναθέσω στον Ντόριαν το μαγείρεμα ώσπου να λογαριαστούμε εμείς οι δυο.’ είπε στον Βίνσεντ. Ο θόρυβος διακόπηκε.

‘Κατά φωνή’

‘Τι ενν…’

Ο Βίνσεντ της ένεψε να σωπάσει.

Από τη σιωπή της νύχτας, μια τρομερή κραυγή έσκισε τον αέρα, τόσο κοντά τους, που η Άρια αναπήδησε. Τα δέντρα μπροστά τους λύγισαν και έσπασαν για να μπορέσει να περάσει διαμέσου τους ένα τεράστιο τριχωτό ζώο τρυπημένο από βέλη σε κάθε σημείο του σώματός του. Γύρω από τον λαιμό του ήταν περασμένο ένα χοντρό σχοινί και πάνω στην πλάτη του καθόταν ένας νεαρός άντρας, κάπως πιο μικρόσωμος από τον Βίνσεντ μα μυώδης και γραμμωμένος. Φαινόταν να το διασκεδάζει.

Το ζώο όρμησε μπροστά μόλις αντιλήφθηκε τον Βίνσεντ και την Άρια. Ο Ντόριαν τράβηξε το σχοινί δεξιά και το ζώο έστριψε και χτύπησε το μεγάλο κεφάλι του στον κορμό ενός δέντρου. Ο ίδιος πρόλαβε να κατεβεί από την πλάτη του πριν αυτό συντριβεί.

Γύρισε στους φίλους του. Ο Βίνσεντ κρατούσε το τόξο του, αλλά το βέλος είχε ήδη εκτοξευθεί. Ο Ντόριαν τράβηξε το σχοινί για να δει την όψη του ζώου. Στο σημείο μεταξύ των ματιών του, έξεχε το πίσω μέρος ενός βέλους του Βίνσεντ.

‘Επιδειξία!’ φώναξε στον Βίνσεντ χαμογελώντας.

‘Κοίτα ποιος μιλάει!’ αποκρίθηκε ο Βίνσεντ. Πλησίασαν και έδωσαν τα χέρια

‘Απλώς προσπαθούσα να το φέρω πιο κοντά στον καταυλισμό. Αντιλαμβάνεσαι πως θα ήταν αδύνατο να το κουβαλήσω μόνος μου αν το σκότωνα. Όμως μου χαλάσατε τα σχέδια.’

‘Μην κλαψουρίζεις, δεν είναι μακριά. Θα σε βοηθήσω.’

Η Άρια ξεπρόβαλε πίσω από τον Βίνσεντ και αγκάλιασε τον Ντόριαν.

‘Μην μου το ξανακάνεις αυτό.’ του είπε.

‘Πού ήσουν εσύ;’ την ρώτησε ο Βίνσεντ πριν προλάβει ο Ντόριαν να απαντήσει.

‘Θυμάσαι ένα αγριογούρουνο που έπιασες πριν πέντε λεπτά; Έπεσε πάνω στο πόδι μου.’ Πράγματι, το πόδι της ήταν μωλωπισμένο.

‘Λυπάμαι. Η μάχη μας θα πρέπει να περιμένει.’ Έκλεισε το μάτι στον Ντόριαν, που του ανταπέδωσε το βλέμμα παραξενεμένος.

‘Αυτό ήταν; Ένα αγριογούρουνο;’ Είπε περιπαικτικά ο Ντόριαν στον Βίνσεντ.

‘Δεν είναι εύκολο να κυνηγήσεις με ένα θηλυκό στα πόδια σου.’

Η τρίτη κλοτσιά τον βρήκε στον αυχένα.


Κεφάλαιο 2.3

Ο Σαμαέλ στεκόταν στην πλώρη του πλοίου, κοιτάζοντας τον ανατολή του ηλίου. Στα αριστερά του μπορούσε να διακρίνει στεριά, ημιορατή μέσα από την υγρασία στον αέρα. Ο άνεμος, δροσερός, φυσούσε ευνοϊκά και τον χτυπούσε απαλά στην πλάτη. Στα αυτιά του ηχούσαν γλυκές μελωδίες που έρχονταν από το περίχορδο στην μέση του καταστρώματος. Ο βάρδος που έπαιζε ήταν απροσδιορίστου ηλικίας και, παρόλο που του έλειπαν κάποια μαλλιά από την κορυφή της κεφαλής του, το πρόσωπό του έμοιαζε παιδικό.

Ο Σαμαέλ τον πλησίασε.

‘Γεια σου, Σαμαέλ!’ του είπε.

‘Χαίρεται…’ αποκρίθηκε αυτός. ‘Ήδη μαθεύτηκε;’

‘Μα και βέβαια. Είσαι ο πιο πολύτιμος επιβάτης μας. Είσαι ο λόγος που όλοι εμείς ήρθαμε ως την άλλη άκρη του βασιλείου.’ Ο Σαμαέλ παρατήρησε πως ο ρυθμός του τραγουδιού επιβραδύνθηκε.

‘Είναι αλήθεια, λοιπόν;’ Ρώτησε ο Σαμαέλ.

‘Ποιο πράγμα;’ Αποκρίθηκε ο βάρδος.

‘Πως μπορείς να ελέγχεις τους ανέμους με το περίχορδο.’

‘Βέβαια. Τι άλλο θα έκανα εδώ πέρα;’ Είπε και σταμάτησε να παίζει. Στιγμές μετά ο άνεμος άρχισε να φυσάει από την αντίθετη κατεύθυνση. Ο βάρδος ξανάρχισε και η φορά του ανέμου άλλαξε ξανά. ‘Φυσικά χρειάζεται κάποιος χρόνος ώσπου να βρεις ποιος σκοπός πρέπει να παιχτεί για να φυσήξει ο συγκεκριμένος άνεμος, μα όταν το βρεις είναι εύκολο.’

Ο Σαμαέλ παρακολουθούσε σιωπηλός τον βάρδο μέσα στο περίχορδο να παίζει ένα μοτίβο που συνεχώς εξελισσόταν και ανελισσόταν, που δυνάμωνε και χαμήλωνε. Έκλεισε τα μάτια του και ένιωσε περικυκλωμένος από ένα ρεύμα μουσικής, που στην φαντασία του άλλαζε συνεχώς χρώματα, μα διατηρούσε την υφή του και την σύστασή του. Παρατηρούσε τις εναλλαγές μεταξύ μουσικών θεμάτων, ρυθμών, δυναμικής, τονικοτήτων και προσπαθούσε να βρει ένα νόημα, μια βασική αρχή που ακολουθούσε ο βάρδος. Μα κάτι τέτοιο δεν υπήρχε.

Η μουσική ήταν τόσο ρευστή που την ένοιωθε απρόσιτη, άπιαστη, σαν θεϊκή φώτιση.
Ο βάρδος τον παρακολουθούσε.

‘Ξέρεις να παίζεις;’

Ο Σαμαέλ κόμπασε.

‘Ναι, μα δεν είμαι τόσο καλός και σίγουρα δεν μπορώ να ελέγχω τους ανέμους.’

Ο βάρδος σηκώστηκε και βγήκε από το περίχορδο, δίνοντας την θέση του στον Σαμαέλ.

‘Έλα, έχουμε πολύ χρόνο μπροστά μας’

Η φωτιά έριχνε το τρεμάμενο της φως στις τρεις φιγούρες σχηματίζοντας μεγάλες σκιές γύρω τους, που απειλητικές έφταναν ως το τέλος του ξέφωτου και χτυπούσαν τα πρώτα δέντρα του δάσους. Η μυρωδιά ψημένου κρέατος εύφραινε την παρέα των τριών και το γλυκό κρασί που είχαν φέρει μαζί τους δεν μπορούσε παρά να τους ανεβάσει τη διάθεση. Ο Βίνσεντ, η Άρια και ο Ντόριαν συζητούσαν εύθυμα και κάθε τόσο ξεσπούσαν σε ηχηρά γέλια. Δεν τους τρόμαζε πια το σκοτεινό δάσος και οι κίνδυνοι που ζούσαν σε αυτό, όλοι οι φόβοι τους φαίνεται να είχαν εξαφανιστεί σαν το κρασί στα κύπελλα τους.

Δεν είχαν ιδέα ότι τους παρακολουθούσαν, μέχρι που η Άρια κοίταξε πέρα από τον Βίνσεντ και αντίκρισε ένα ζευγάρι μάτια να γυαλίζουν στο σεληνόφως.

Έγειρε το κορμί της αργά στην αγκαλιά του Ντόριαν και τον φίλησε στο μάγουλο.

‘Κοίτα απέναντι…’ του ψιθύρισε.

Ο Ντόριαν σήκωσε τα μάτια του από τη φωτιά και ατένισε το δάσος για μια στιγμή. Δεν είπε κάτι, μα για μια στιγμή το πρόσωπό του πέτρωσε σε μια έκφραση που δεν έδειχνε συναίσθημα. Έπειτα γύρισε στην Άρια και της ανταπέδωσε το φιλί.

Σαν αστραπή, σηκώθηκε από τη θέση του, άρπαξε το τόξο του και ένα βέλος από την φαρέτρα του Βίνσεντ και έριξε στο σημείο που είχε δει τον κατάσκοπο. Το βέλος ταξίδεψε πάνω από τον Βίνσεντ και χάθηκε ανάμεσα στα δέντρα για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, ενώ αμέσως μετά το ίδιο βέλος επανεμφανίστηκε οδεύοντας προς τον Ντόριαν.

Ο Ντόριαν έκανε ένα γρήγορο βήμα μακριά από την Άρια και το βέλος πέρασε ξυστά δίπλα του και συνεχίζοντας την πορεία του καρφώθηκε στο πρώτο δέντρο που βρέθηκε στο δρόμο του.

Δίπλα από το δέντρο στο οποίο ήταν σφηνωμένη η σαΐτα, στεκόταν ένας άντρας που φορούσε μια απλή λευκή μάσκα στο πρόσωπο και μαύρη δερμάτινη επένδυση στο σώμα, οπλισμένος με ξίφη στην πλάτη και στη μέση. Στηριζόταν στο δέντρο λες και τους περίμενε εδώ και ώρα να τον προσέξουν, μα χάθηκε μόλις ο Ντόριαν την αντιλήφθηκε.

‘Τι ήταν αυτό;’ ρώτησε η Άρια, καθώς αγκάλιαζε τον Ντόριαν.

‘Δεν ξέρω.’ απάντησε αυτός. 'μπορεί να είναι πολλά πράγματα, αλλά υποψιάζομαι ότι ήταν ένας κατάσκοπος του εχθρού.’

‘Δεν το νομίζω. Οι κατάσκοποι ποτέ δεν κουβαλούν ξίφη μαζί τους, πόσο μάλλον να έχουν δυο-τρία ζωσμένα πάνω τους.' είπε ο Βίνσεντ. 'Θα τους στερούσε το πλεονεκτημα της ευελιξίας. Παρόλαυτα πρέπει να ειδοποιήσουμε τους άλλους στο Ρόγκσαϊρ, γιατί προφανώς ο τύπος δεν αστειεύεται. Ντόριαν, φοβάμαι πως θα πρέπει να αφήσεις το μικρό σου αναμνηστικό εδώ.’

Ο Ντόριαν κατσούφιασε.

‘Και να σκεφτείς ότι σπατάλησα μισή φαρέτρα με βέλη πάνω του.’


* σημείωση: η εικόνα ανοίγματος του παρόντος άρθρου είναι δημιουργία του el-grimlock.

________________________________



    τα έχεις διαβάσει;

Βιβλία Fantasy

Διαβάσαμε & Κρίνουμε
Fantasy Archive

Μουσική Φαντασίας

Ακούσαμε & Προτείνουμε
Fantasy Archive

Visual Art - Ζωγραφική

Είδαμε & Παρουσιάζουμε
Fantasy Archive

Comics - Graphic Novels

Εικόνες & Κείμενα Φαντασίας
Fantasy Archive

Ταινίες & Σειρές Φαντασίας

Εντυπώσεις και Συναισθήματα
Fantasy Archive

Video Games

Η F Γωνιά των Gamers
Fantasy Archive