από Σώζο Μιχαήλ
Samael's Requiem
Προοίμιο
Ίσως όλα αυτά να συνέβησαν ή πρόκειται να συμβούν σε κάποιο σημείο της γραμμής που έχει χαράξει ο χρόνος κατά την αέναη πορεία του στο άπειρο. Ίσως την στιγμή που διαβάζεις την παράγραφο αυτή, σε κάποιο άλλο κόσμο, οπού δράκοι υψιπετούν στους αιθέρες και η σκιά έχει δική της ζωή και βούληση, ο Σαμαέλ να γίνεται μαρτυράς της μεγαλύτερης μάχης που ο κόσμος του έχει δει, ίσως να εκπαιδεύεται σε ένα στρατόπεδο όπου οι κατώτερης τάξης άνθρωποι, σαν τον ίδιο, να μην είναι αποδεκτοί, ίσως να πολεμά μάταια σκιές που το παρελθόν του όρθωσε για να του κρύψει το μέλλον, ίσως να πεθαίνει βλέποντας πως έχασε τη ζωή του πολεμώντας για ψεύτικα ιδανικά, και να αναζητάει λύτρωση, επανορθώνοντας για μια ζωή αμαρτίας με μια μονό ηρωική πράξη.
Ίσως, βέβαια όλα αυτά να μην συνέβησαν και ούτε να συμβούν ποτέ, καταδικασμένα να μείνουν για πάντα φυλακισμένα στις σελίδες ενός χειρογράφου το οποίο θα κιτρινίσει πεταμένο σε μια ξεχασμένη γωνιά του παλιού δωματίου του συγγραφέα του, και τελικά θα καταστραφεί, παίρνοντας μαζί του, στο ανυπόστατο βασίλειο της λήθης, την ιστορία του βάρδου που άλλαξε το πεπρωμένο του κόσμου.
Κεφάλαιο 1.1
Το πρόσωπο της Δάφνης φεγγοβολούσε σαν από λευκό μάρμαρο κάτω από τις αχτίδες του δύοντος ηλίου. Σέρνοντας τα δάχτυλά του από το μέτωπο στο δεξί της μάγουλο και έπειτα ακόμα πιο κάτω, στο πηγούνι της, ο Σαμαέλ θαύμασε τις τελείες αναλογίες του πλάσματος που ξάπλωνε μαζί του στην βάση του γέρικου εκείνου δέντρου, οπού η αγάπη τους γεννήθηκε και μεγάλωσε. Ο ξηρός αέρας φύσηξε και έκανε τα φύλλα να θροΐζουν απαλά, φέρνοντας του στα ρουθούνια την ζαλιστική μυρωδιά της Δάφνης ανακατεμένη με την ευωδία των εκατοντάδων λουλουδιών που στόλιζαν το πράσινο χαλί γύρω τους.
Το χωριό τους απλωνόταν χαριτωμένο στην βάση του λόφου στον οποίον βρίσκονταν, σφύζοντας από ζωή. Ο Σαμαέλ μπορούσε να ξεχωρίσει το σπίτι του, και, λίγο πιο πέρα, το σπίτι της Δάφνης, κάπως ψηλότερο, μα λιτό και απέριττο σαν όλα τα αλλά. Μια ομάδα παιδιών, με ηλικία τη μισή του Σαμαέλ, χάζευαν το ζευγάρι από ένα μπαλκόνι που έβλεπε στο λόφο και κάθε τόσο ξεσπούσαν σε περιπαικτικά γέλια. Χαμογελώντας ο Σαμαέλ θυμήθηκε την παιδική του ηλικία, όταν έκανε το ίδιο στον αδελφό του τον Φίλιππο, κάθε φορά που ο τελευταίος καθόταν κάτω από το ίδιο γέρικο δέντρο μαζί με την μέλλουσα του σύζυγο.
Όταν ο Φίλιππος επιστρατεύτηκε στην υπηρεσία του βασιλιά Ένδωρ, όλα άλλαξαν. Ο Σαμαέλ πήρε την θέση του Φιλίππου στην οικογένειά του και στην κλειστή κοινωνία του Άρανχεντ σαν ο μεγάλος υιός των Ντάντε, με όλα τα προνόμια και τις υποχρεώσεις που περικλείει μια τέτοια δέσμευση. Λίγους μήνες αργότερα, ένας αγγελιαφόρος έφερε το νέο που έντυσε ολόκληρο το χωριό στα μαύρα, συντρίβοντας τον Σαμαέλ και επισκιάζοντας το χαρμόσυνο γεγονός της εγκυμοσύνης της Δάφνης και τον γάμο των δυο νέων.
Ο Φίλιππος ήταν ένα από τα πολλά θύματα του Ιερού πολέμου μεταξύ του Βασιλείου της Ιμμέλια με την Αυτοκρατορία της Προφητείας, ενός πολέμου ο οποίος βύθισε την Ιμμέλια στην φτώχεια και την μιζέρια. Εκείνη την περίοδο οι συγκρούσεις είχαν σταματήσει για κάποιο διάστημα, και έτσι για λίγο η ζωή μπορούσε να συνεχίσει χωρίς να διακόπτεται απροειδοποίητα κάθε τόσο από το ξαφνικό άγγιγμα του θανάτου.
Η ζωή συνεχίζεται… Ο Σαμαέλ επανέλαβε την φράση αυτή ξανά και ξανά από μέσα του, χτενίζοντας ταυτόχρονα τα μακριά κυματιστά μαλλιά της Δάφνης με τα δάχτυλά του. Ήταν πολύ τυχερός που το Άρανχεντ δεν είχε επηρεαστεί από την δίνη του πολέμου που μαινόταν στο εσωτερικό της χωράς.
Μια ριπή αέρα τον έκανε να ανατριχιάσει, λες και κάποιος έσερνε μια λεπίδα κατά μήκος της σπονδυλικής του στήλης. Αγνάντεψε την ανήσυχη θάλασσα, η οποία κουνούσε πέρα-δώθε τις ψαρόβαρκες που ήταν αραγμένες στην αποβάθρα του κόλπου του Άρανχεντ, σαν μάνα που νανουρίζει τα σπλάχνα της.
‘Τι συμβαίνει?’ ρώτησε η Δάφνη τον Σαμαέλ. ‘Η καρδιά σου άρχισε να χτυπά σαν τρελή.’ Τράβηξε το μάγουλό της από το στήθος του. Τα κενά, τυφλά της μάτια κοίταξαν τον Σαμαέλ, που ένιωσε ένα έντονο σφίξιμο στο στομάχι. Αυτά τα μάτια, αν και σχεδόν άχρηστα, έβλεπαν τον Σαμαέλ όπως πραγματικά ήταν, πέρα από την φθαρτή ύλη του σώματός του, μέχρι την ίδια την ουσία της ψυχής του.
‘Θυμήθηκα τον Φίλιππο’ της είπε τη μισή αλήθεια, αν και ήξερε πως η Δάφνη θα το καταλάβαινε πως κάτι της έκρυβε . Τα σύννεφα αντανακλώντας φως, εκπέμπανε έντονο πορτοκαλί που απλωνόταν παντού γύρω του, ενώ το αραιό φύλλωμα της γέρικης ιτιάς φίλτραρε τις στερνές ακτίνες του ήλιου που μελαγχολικές έχαναν σιγά-σιγά τις δυνάμεις τους.
Χάιδεψε την κοιλιά της Δάφνης σε μια προσπάθεια να διώξει κάθε σκέψη που τον βασάνιζε. Ένα τριζόνι άρχισε να θορυβεί από το διπλανό δέντρο, μια πρώτη ένδειξη πως είχε πλησιάσει η ώρα να επιστρέψουν στο χωριό.
Πλησιάζοντας τα χείλη του στα δικά της Δάφνης, της μουρμούρισε ένα σιγανό σ’αγαπώ και την φίλησε απαλά κλείνοντας τα μάτια του. Ανατρίχιασε ξανά, αφουγκραζόμενος τον άνεμο που σφύριζε, συνοδεύοντας το μοναχικό τριζόνι στο τραγούδι του. Οι θόρυβοι που χαρακτήριζαν το χωριό από την ανατολή ως την δύση του ηλίου είχαν σταματήσει. Το σκληρό γρασίδι τον γαργαλούσε.
Ανοίγοντας τα μάτια του, ο νους του ανέτρεξε στις αναμνήσεις του μυστηριώδους γέροντα τον οποίο φιλοξένησε η οικογένεια του, τον καιρό που ο πόλεμος ακόμη ήταν νέος και δυνατός. Είχε πει πως η περιοχή του Άρανχεντ θα δεχόταν επίθεση, πως έπρεπε να εγκαταλειφθεί το συντομότερο δυνατόν. Κανείς όμως δεν τον πήρε στα σοβαρά, εν μέρει γιατί το φτωχό παρουσιαστικό του δεν δικαιολογούσε τις γνώσεις που κατείχε, και εν μέρει γιατί τα μάτια του είχαν μια γυαλάδα, που μόνο στους σάλους συναντάται.
O Σαμαέλ, όμως, δεν θα είχε θυμηθεί τίποτα από όσα τον είχαν διχάσει κατά την παραμονή του γέροντα, αν δεν έβλεπε την καταραμένη εκείνη ώρα μπροστά στα τα μάτια του, την ολοκληρωτική καταστροφή να πλησιάζει υπό την μορφή δυο δράκων και ενός ιπτάμενου οχήματος, που έμοιαζε με υπερμεγέθη γαλέρα.
‘Πάμε’, είπε και στάθηκε όρθιος απότομα, σηκώνοντας την Δάφνη στα χέρια του.
‘Σαμ, τι συμβαίνει?’
‘Δεχόμαστε επίθεση. Κρατήσου.’
Κεφάλαιο 1.2
Του φάνηκε σαν αιώνες, αλλά τελικά οι ασπρισμένοι τοίχοι των σπιτιών του Άρανχεντ τον περικύκλωσαν, και το φοβερό θέαμα που είχε δει χάθηκε από τα μάτια του. Με την Δάφνη πάντα στα χεριά του, όρμησε προς τα στενά που οδηγούσαν στα σπίτια των δυο τους, ενώ χοντροί κόμποι ιδρώτα κατέβαιναν από το μέτωπο του και μούσκευαν το πλακόστρωτο. Αρκετοί από τους κατοίκους του Άρανχεντ βρίσκονταν ήδη στους δρόμους και έτρεχαν προς την αντίθετη κατεύθυνση, στο μοναδικό καταφύγιο στο οποίο μπορούσαν να βρουν προστασία σε καιρό πολέμου. Το μεγάλο σπηλαίο του Αιθάνιελ, όπου ο τελευταίος σκότωσε τον ανθρωπόμορφο δράκοντα Θέριον, βρισκόταν πέρα από τον λόφο, μα αρκετά κοντά για να χρησιμοποιηθεί σαν προσωρινό κατάλυμα για τους κατοίκους του χωριού.
Η κίνηση στους δρόμους του Άρανχεντ δεν δυσκόλεψε ιδιαίτερα τον Σαμαέλ. Ήταν ο φόβος για το τι θα ακολουθούσε που έκανε το ένα του βήμα δυσκολότερο από το προηγούμενο. Ήταν το τέλος που κάλπαζε, ή μάλλον πετούσε, πλησιάζοντας το εύθραυστο χωριό, που έκοβε την ανάσα του και τρυπούσε σαν δόρυ την καρδιά του.
Καθώς έφταναν στο κατώφλι του σπιτιού της Δάφνης, ένας από τους δράκους πέταξε πάνω από τα κεφάλια τους, περνώντας ξυστά από τις στέγες των σπιτιών εκείνου του δρόμου. Οι διαπεραστικές κραυγές που ακολούθησαν τρύπησαν τα τύμπανα του Σαμαέλ και ο καπνός που υψωνόταν τώρα προς τον μαβί ουρανό έδειχναν μόνο ένα πράγμα. Οι δράκοι είχαν αρχίσει την επίθεσή τους.
Η πόρτα άνοιξε και η Κυρήνη, μητέρα της Δάφνης, ξεπροβάλλοντας από το άνοιγμα, άρπαξε τον Σαμαέλ και την Δάφνη και τους τράβηξε μέσα.
‘Κοντέψαμε να πεθάνουμε από την αγωνία.’ Τους είπε κλείνοντας την πόρτα. ‘Είστε και οι δυο καλά?’
Ο Σαμαέλ την επιβεβαίωσε ότι ήταν και οι δυο αβλαβείς και της εξήγησε που ήταν και τι είδε, την ώρα που ο πατέρας της Δάφνης, ένας γεροδεμένος, μεγαλόσωμος άντρας που ασκούσε το επάγγελμα του σιδερά στο Άρανχεντ, σήκωσε την Δάφνη. Την κράτησε στα τεράστια του χέρια σαν να ήταν από γυαλί. Για ένα δευτερόλεπτο δεν ακουγόταν τίποτα.
Το έδαφος κάτω από τα πόδια τους σείστηκε, την ώρα που η κραυγή ενός δράκου, βγαλμένη από τους πιο τρελούς εφιάλτες του Σαμαέλ, διαπέρασε τα πάντα. Οι τοίχοι του σπιτιού ράγισαν και σκεύη έπεσαν με θόρυβο στο πάτωμα.
‘Φεύγουμε!’ φώναξε ο Πηνέας, και η Δάφνη κρατήθηκε πιο σφιχτά πάνω του. Όρμησε έξω, και ο Σαμαέλ με την Κυρήνη ακολούθησαν κατά πόδας, καθώς το σπίτι κατέρρεε πίσω τους.
Ξεχύθηκαν στον δρόμο, κατευθυνόμενοι προς το κέντρο του χωριού. Το σπίτι του Σαμαέλ, που βρισκόταν τρεις πόρτες μετά από εκείνο της Δάφνης, είχε τυλιχτεί στις φλόγες, και οι πύρινες γλώσσες φώτιζαν τον δρόμο. Προσπερνώντας αρκετά φλεγόμενα κτίρια σαν αυτό, έφτασαν τελικά στα όρια του χωριού, με τον λόφο να απλώνεται μπροστά τους. Από πάνω τους έκοβαν βόλτες οι δυο δράκοι, ενώ η γαλέρα ήταν πιο πίσω, συνεχίζοντας όμως την πορεία της αργά και σταθερά.
Μετά από μια στιγμή δισταγμού, όρμησαν όλοι μαζί προς την κορυφή του λόφου. Ο Σαμαέλ διέκρινε την χρυσή χαίτη της αδελφής του στην κορυφή, με αρκετές άλλες φιγούρες να την περιτριγυρίζουν, όλοι κάτω από την κάλυψη που τους προσέφεραν τα δέντρα του μικρού άλσους που άρχιζε σε εκείνο το σημείο.
Το διαπεραστικό σφύριγμα του ανέμου έκανε τον Σαμαέλ να γυρίσει προς τα πίσω, όπου ήταν οικογένεια της Δάφνης, σχεδόν χάνοντας την ισορροπία του.
Ένας από τους δράκους βούτηξε κάθετα προς την Δάφνη και την οικογένεια της, καθώς ο Σαμαέλ, που βρισκόταν λίγα μέτρα μπροστά, ούρλιαζε όπως δεν είχε ξαναουρλιάξει στη ζωή του.
Ο φρικτός ήχος του ξερνοβολήματος της κόκκινης φωτιάς του δράκου και η εκτυφλωτική λάμψη, μαζί με το ωστικό κύμα που το πλάσμα της αβύσσου δημιούργησε κατά την πορεία του, προκάλεσαν την στιγμιαία απώλεια των αισθήσεων του Σαμαέλ, κατά την οποία κατέρρευσε στο έδαφος.
Το πρώτο πράγμα που ένιωσε μόλις οι αισθήσεις του επανήλθαν ήταν η θερμότητα, που τον χτυπούσε κατά κύματα. Το δεύτερο δεν θα το ξεχνούσε ποτέ. Η κραυγή που ξέσκισε τα πνευμόνια της Δάφνης και έκανε τις τρίχες του δέρματός του να ορθωθούν, τον ώθησε να προσπαθήσει απεγνωσμένα να σταθεί στα πόδια του, χωρίς επιτυχία. Το μόνο που έβλεπε ήταν διάχυτο φως, λες και ήταν τυφλός, ενώ το κεφάλι του γύριζε σαν τρελό.
Κεφάλαιο 1.3
Ο Σαμαέλ σηκώθηκε αργά και παραπατώντας. Τα τρεμάμενά του γόνατα ίσα που κρατούσαν το βάρος του σώματός του, μα η καρδιά του κόντευε να πεταχτεί από το στήθος του. Στεκόταν μπροστά από ένα τοίχος από φλόγες που ορθωνόταν μεταξύ του ιδίου και του κατεστραμμένου Άρανχεντ. Μέσα από τα ημιδιαφανή παιχνιδίσματα του πυρός διέκρινε με φρίκη τα περιγράμματα τριών σωμάτων που σφάδαζαν στο έδαφος, και ο πόνος που ένιωθε μέσα του δεν μπορούσε πλέον να κρύβεται, ήθελε να αποδράσει, ήθελε να βρει μια διέξοδο από το ασφυκτικά μικρό κελί του μυαλού του.
Βούτηξε στις φλόγες, καλύπτοντας την απόσταση που τον χώριζε από τα τρία σώματα με μια δρασκελιά, και άρπαξε από το χέρι της την Δάφνης. Οι πύρινες γλώσσες τον μαστίγωναν ανελέητα, αλλά δεν είχε καμία σημασία πια για τον ίδιο.
Το φλεγόμενο χέρι που άρπαξε ξαφνικά ζωντάνεψε, και πιάστηκε σφικτά από τον καρπό του. Ο πόνος ήταν ανυπόφορος, καθώς ο Σαμαέλ ένιωθε το χέρι του να λιώνει κάτω από το σφικτό κράτημα της Δάφνης, και το τράβηξε με όλη του την δύναμη για να ελευθερωθεί, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Μέσα από τις φλόγες, μπορούσε να διακρίνει το κεφάλι της Δάφνης, με τα φλεγόμενα μαλλιά της να κρύβουν το πρόσωπό της, και το κορμί της να σείεται ολόκληρο από το μόνο που της έμεινε να νιώθει, τον πόνο. Οι γονείς της είχαν ήδη εγκαταλείψει τη μάχη με τις φλόγες.
Μετά από ένα απότομο τράβηγμα, ο Σαμαέλ ελευθερώθηκε, πετάχτηκε έξω από τις φλόγες, παραπάτησε και έπεσε κάτω. Κυλίστηκε στο έδαφος για να σβήσει τη φωτιά που τσουρούφλιζε τα ρούχα του. Έπειτα σηκώστηκε και παρακολούθησε τις φλόγες να παίρνουν τη ζωή των ανθρώπων που αγαπούσε, ενώ δάκρυα κυλούσαν ακατάπαυστα από τα γαλανά του μάτια. Η μυρωδιά θειαφιού καλυπτόταν από τη μυρωδιά καμένης σάρκας… Όλα είχαν τελειώσει πια.
‘Σαμαέλ!’
Η φωνή της αδελφής του από την κορυφή του λόφου τον έφερε πίσω στην πραγματικότητα. Αν έμενε εκεί όπου στεκόταν, θα ήταν το επόμενο θύμα.
Έκανε μεταβολή και άρχισε να τρέχει, κρατώντας το καμένο του χέρι ώστε να μην έρχεται σε επαφή με το υπόλοιπό του σώμα. Έβλεπε θαμπά τις τέσσερις φιγούρες που αποτελούσαν την οικογένεια των Ντάντε να τον περιμένουν στην κορυφή, κιτρινωποί υπό το φως της φλόγας του δράκου που ο Σαμαέλ άφησε πίσω.
Τότε έγιναν δυο πράγματα. Ο δράκος προσπέρασε τον Σαμαέλ περνώντας ξυστά πάνω από το κεφάλι του, κατευθυνόμενος προς την τετράδα που ο Σαμαέλ πάσχιζε για να φτάσει, ενώ ο ήχος μιας κανονιάς, ερχόμενης από το καράβι, σίγασε τα πάντα γύρω του.
Η τελευταία εικόνα που είδε ο Σαμαέλ ήταν, παραδόξως, εξαιρετικά καθαρή και ευκρινής. Τα μάτια των Ντάντε ήταν όλα στραμμένα πάνω του, και μια σκοτεινή μορφή τεράστιου μεγέθους αιωρείτο από πάνω τους, με το στόμα ανοιχτό και τα φτερά ανοιγμένα πλατιά, λες και ήθελε να αποκλείσει κάθε ενδεχόμενο διαφυγής.
Μετά, σκοτάδι.
(συνεχίζεται...)
* σημείωση: η εικόνα ανοίγματος του παρόντος άρθρου είναι δημιουργία του bleed-the-sky.
________________________________