Διαβάζω Sudden Death από τα Fantasy Archives της Fantasy Gate! Bookmark and Share


από Δημήτρη Κανελλόπουλο (moonglum)

Sudden Death

Η απογευματινή προπόνηση στο Χάμπντον Παρκ είχε από ώρα τελειώσει. Ο Κέβιν Τσάιτγουότερ, μάνατζερ της Μίλμπερυ Γιουνάιτεντ, ατένιζε σκεφτικός το έρημο στάδιο, κάτω από έναν μουντό, βρετανικό ουρανό, που ανταποκρινόταν πλήρως στη ψυχολογική του διάθεση εκείνη τη στιγμή. Το ψιλόβροχο που συνοδευόταν από μια, περιορισμένου μεγέθους, μολυβένια ομίχλη δεν φαινόταν να τον απασχολεί. Ο ίδιος ήταν αιχμάλωτος στις άσχημες σκέψεις και τα προσωπικά αδιέξοδα που γεννούσε η πορεία του συλλόγου που υπηρετούσε τα δώδεκα τελευταία χρόνια, ενός συλλόγου που είχε κατρακυλήσει από τα σαλόνια της μεγάλης κατηγορίας στις χαμηλότερες επαγγελματικές κατηγορίες της χώρας, βαδίζοντας με αργά, αλλά σταθερά βήματα από την καταξίωση στην ανυποληψία.

Κάθε γωνιά του γηπέδου έκρυβε τη δική της μικρή ιστορία. Η αψιδωτή είσοδος από την οποία εξέρχονταν οι παίκτες στον αγωνιστικό χώρο, χαρακτηριστικό γνώρισμα της περιόδου κατασκευής του σταδίου, έστεκε αγέρωχη, παρά τις φθορές του χρόνου που απειλούσαν να μειώσουν την μεγαλοπρέπειά της. Η εμφάνιση των παικτών της Μίλμπερυ συνοδευόταν από έντονο ενθουσιασμό στις τάξεις των οπαδών της ομάδας: όλοι σηκώνονταν όρθιοι για να χειροκροτήσουν τους ποδοσφαιριστές με τις ασπρόμαυρες εμφανίσεις, που απαντούσαν στις εκδηλώσεις λατρείας του κόσμου υψώνοντας τα χέρια τους προς τον ουρανό. Κατά τη διάρκεια του αγώνα οι μάχες που δινόντουσαν ήταν ομηρικές, οι φάσεις διαδέχονταν η μία την άλλη. Όμως, σπάνιες ήταν οι φορές που η πλάστιγγα της νίκης δεν έγερνε υπέρ της γηπεδούχου ομάδας: το νικητήριο γκολ, εκείνη η μαγική λέξη που αποτελεί την πεμπτουσία του αθλήματος του ποδοσφαίρου, συνήθως έβρισκε τον τρόπο να περνά τη διαχωριστική γραμμή της απέναντι εστίας και να αναπαυτεί στα δίχτυα του, ανήμπορου να αντιδράσει, αντίπαλου τερματοφύλακα.

Δυστυχώς, η εποχή της επιτυχίας είχε περάσει πια. Εδώ και καιρό η αγωνιστική πορεία του συλλόγου δεν ικανοποιούσε τις απαιτήσεις των οπαδών, δεν δικαίωνε τις προσδοκίες τους. Το ένδοξο παρελθόν είχε παραδώσει τη σκυτάλη σ’ ένα ζοφερό παρόν, ντυμένο με το σκοτεινό μανδύα ενός αβέβαιου μέλλοντος. Οι εκδηλώσεις δυσαρέσκειας και αποδοκιμασίας ήταν φανερές. Οι κριτικές από τον τοπικό τύπο ήταν ιδιαίτερα καυστικές. Ο Πάτρικ Τζόουνς, βασικός αρθρογράφος των αθλητικών σελίδων των Μίλμπερυ Τάιμς, είχε χαρακτηρίσει τον Τσάιτγουότερ σαν “ξοφλημένο μάνατζερ με παρωχημένες μεθόδους και αντιλήψεις, που έπρεπε να αποσυρθεί για το συμφέρον του συλλόγου”. Οι απόψεις του Τζόουνς έβρισκαν απήχηση σ' ένα μεγάλο κομμάτι των οπαδών της Γιουνάιτεντ, ενώ και ο Τομ Γκρέηβς, αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της ομάδας, είχε εκμυστηρευτεί στον Τσάιτγουότερ πως το κλίμα ήταν αρκετά βαρύ. “Η καρέκλα σου τρίζει, Κέβιν”, ήταν η χαρακτηριστική του ατάκα, λόγια που φανέρωναν πως το ενδεχόμενο της απόλυσης συγκέντρωνε τις περισσότερες πιθανότητες για τον έμπειρο μάνατζερ. Πλέον έπρεπε να ληφθούν δραστικές αποφάσεις, που θα σηματοδοτούσαν την μεγάλη αλλαγή, την άνοδο στις υψηλές θέσεις της βαθμολογίας, την αγωνιστική ανάταση.

Ο Τσάιτγουότερ διέσχισε με αργά βήματα το διάδρομο που οδηγούσε στο γραφείο του, δίπλα στα αποδυτήρια των γηπεδούχων. Στους τοίχους κρέμονταν λάβαρα, αφίσες και κάδρα με εικόνες από την ιστορία του συλλόγου, κειμήλια που αντίκριζε καθημερινά εδώ και χρόνια : Το καταστατικό ίδρυσης από το 1898, η ενδεκάδα πριν την πρώτη επίσημη αναμέτρηση με τους Νάιτον Ρόβερς, οι εκδηλώσεις των φανατικών οπαδών στη θύρα 11 του Χάμπντον Παρκ, πριν από κάποιο σημαντικό παιχνίδι. Όμως, απ’ όλες τις εικόνες, υπήρχε κάποια που απολάμβανε ξεχωριστή προσοχή, αφού απεικόνιζε τη σημαντικότερη στιγμή στην ιστορία του συλλόγου: την κατάκτηση του εθνικού πρωταθλήματος το 1985. Τη στιγμή που ο τότε αρχηγός της ομάδας, Φιλ Μπάκμαν, υψώνει το τρόπαιο του πρωταθλητή στον ουρανό του Χάμπντον Παρκ.

Φιλ Μπάκμαν: ένα όνομα-θρύλος στην ιστορία της Μίλμπερυ. Μια ηγετική φυσιογνωμία που επιβαλλόταν και ενέπνεε σεβασμό σε συμπαίκτες και αντιπάλους. Η φανέλα με το 9, ένας επιθετικός μεγάλης κλάσης που τρομοκρατούσε τις αντίπαλες άμυνες, φορτώνοντας με γκολ τα αντίπαλα δίχτυα. Ο άνθρωπος που χάρισε με δικό του τέρμα τον τίτλο του πρωταθλητή στην Μίλμπερυ, σ’ εκείνο τον τελικό πρωταθλήματος της 17ης Μαΐου του 1985, απέναντι στην Τάουνκαστλ. Μια μυθική και συνάμα τραγική φιγούρα, αφού λίγες μέρες μετά τον τελικό έχασε τη ζωή του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, σκορπώντας το θρήνο σ’ ολόκληρη την πόλη. Μετά τον άδικο χαμό του Μπάκμαν πολλά πράγματα άλλαξαν, συνέβησαν γεγονότα που σημάδεψαν αρνητικά την πορεία του συλλόγου, που δεν κατόρθωσε από τότε να ξαναφτάσει ψηλά. Αυτό που έμεινε ήταν η λάμψη ενός μύθου που δεν έσβησε ποτέ με το πέρασμα του χρόνου, ένα αστέρι που χάραξε τη δική του πορεία στον ουρανό της δόξας.

Ξαφνικά, ο Τσάιτγουότερ χλόμιασε. Το ήρεμο, απλανές βλέμμα του πρώην αρχηγού είχε μεταλλαχθεί σ’ ένα άγριο, αιμοβόρικο πρόσωπο, πλαισιωμένο μ’ ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Για μια στιγμή ένιωσε τις σκέψεις του να στροβιλίζονται στην αβεβαιότητα ενός τυφλού φόβου. Βαριές στάλες ιδρώτα πλημμύρισαν το ζαρωμένο του μέτωπο, καθώς αισθάνθηκε στον αέρα την ύπαρξη μιας απόκοσμης απειλής. Μην μπορώντας να πιστέψει στο παράδοξο θέαμα, ανοιγόκλεισε για μερικές στιγμές τα μάτια του, ψελλίζοντας κάποιες σκόρπιες λέξεις σαν προσευχή. Παρατήρησε ότι η αρχική εικόνα δεν είχε αλλάξει και το βλέμμα του Φιλ Μπάκμαν παρέμεινε ήρεμο και αινιγματικό, χωρίς να εκδηλώνει σημάδια μεταφυσικής απειλής. Χαμογέλασε αχνά, σκουπίζοντας τον ιδρώτα απ’ το μέτωπό του. Άφησε ένα μακρόσυρτο, βασανιστικό αναστεναγμό. « Η φαντασία μου καλπάζει σαν ένα τρελό, αφηνιασμένο άλογο. Μέχρι και νεκρούς ανασταίνει», σκέφτηκε σαρκαστικά.

Αποτίναξε το βλέμμα του από την εικόνα και κατευθύνθηκε προς την είσοδο του γραφείου του. Ξεκλείδωσε τη βαριά, μεταλλική πόρτα και μπήκε μέσα. Όλα ήταν όπως τα είχε αφήσει: σκόρπια χαρτιά στο μεγάλο δρύινο τραπέζι, απέναντι ο καναπές από φθαρμένο μαύρο δέρμα και οι δυο μεταλλικές καρέκλες, τον περίμεναν όπως κάθε βράδυ. Δεν άφηνε τίποτα στην τύχη, ήθελε να εκμεταλλεύεται την παραμικρή λεπτομέρεια, να τελειοποιεί τα πάντα: πρακτικές προπόνησης, συστήματα τακτικής, οικονομικά και διοικητικά ζητήματα που άπτονταν των αρμοδιοτήτων του. Δούλευε μέχρι αργά, άλλωστε δεν είχε οικογενειακές υποχρεώσεις. Ο σύλλογος ήταν το σπίτι του, η οικογένειά του, το καταφύγιο από τα προσωπικά του αδιέξοδα. Και παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε, ήταν υποχρεωμένος να τον οδηγήσει και πάλι στην πλατιά λεωφόρο της δόξας και της καταξίωσης.

Άνοιξε το μεσαίο συρτάρι του γραφείου κι έβγαλε ένα πακέτο με τα αγαπημένα του τσιγάρα, τον αχώριστο σύντροφό του στις δύσκολες στιγμές έντασης και άγχους που βίωνε τα τελευταία χρόνια. Άναψε ένα, ρούφηξε και ξεφύσηξε αργά τον καπνό, που δημιουργούσε μικρά σύννεφα ομίχλης στο κλειστό δωμάτιο. Έριξε μια ματιά στα σκόρπια έγγραφα: προτάσεις για ανανεώσεις συμβολαίων ποδοσφαιριστών, προτάσεις για νέους υπό μεταγραφή παίκτες, οικονομικοί ισολογισμοί, ο απολογισμός του τελευταίου διοικητικού συμβουλίου του συλλόγου και….

Ανάμεσα στα υπόλοιπα χαρτιά υπήρχε ένας λευκός φάκελος, χωρίς στοιχεία, αποστολέα ή παραλήπτη. Ο Τσάιτγουότερ έσκισε το φάκελο, τράβηξε από μέσα το περιεχόμενό του και το έφερε στο φως. Ένα αλλόκοτο μήνυμα τριών λέξεων, γραμμένων με κόκκινα, τρεμάμενα γράμματα: «ΗΡΘΕ ΤΟ ΤΕΛΟΣ». Και κάτω απ’ αυτά τα γράμματα, μια μακρόσυρτη, μακάβρια υπογραφή με τα αρχικά Φ.Μ. Το σημάδι ενός όντως που δεν ανήκε πια στον υλικό κόσμο των θνητών!

Ο Κέβιν άρχισε να ιδρώνει. Τα μακριά, αδύνατα δάχτυλά του έτρεμαν, ενώ το πρόσωπό του είχε χάσει κάθε έννοια λογικής και αυτοκυριαρχίας, έχοντας μετατραπεί σε μια μάσκα θανάσιμης αγωνίας. Ο φόβος πετάριζε στο στομάχι του, κάνοντας μικρούς κόμπους ν’ ανηφορίζουν ως το λαιμό του. Δεν ήταν μυστικιστής, ούτε άνθρωπος που πίστευε στα φαντάσματα, όμως…

Έσβησε το τσιγάρο κι έτρεξε γρήγορα στο διάδρομο των αποδυτηρίων. Το πρώτο πράγμα που ήθελε ήταν να ξορκίσει τους φόβους του, να επαληθεύσει ότι αυτό που σκεφτόταν δεν μπορεί να ήταν αλήθεια, ότι οι νεκροί δεν γυρίζουν πίσω στον πραγματικό κόσμο. Και ο Φιλ Μπάκμαν, διάολε, ήταν νεκρός από χρόνια, σ’ εκείνο το καταραμένο δυστύχημα.

Οι δυσοίωνες προβλέψεις επιβεβαιώθηκαν. Η φιγούρα του Μπάκμαν είχε εξαφανιστεί από την εικόνα, και στη θέση της είχε εμφανιστεί ένα, απροσδιόριστης προέλευσης, λευκό κενό. Λες και το κάδρο ήταν μια πύλη από τον άλλο κόσμο, από τον οποίο είχε δραπετεύσει, σπάζοντας τα δεσμά που τον κρατούσαν εκεί αιχμάλωτο, για να ξεπηδήσει στον κόσμο των ζωντανών.

Ο Τσάιτγουότερ ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Ήλπισε πως ήταν όλα μια ψευδαίσθηση, ένα μακάβριο παιχνίδι του νου. Η εικόνα αυτή τη φορά δεν άλλαξε. Αντίθετα, στο βάθος του διαδρόμου έκανε την εμφάνισή της μια ακαθόριστη, ομιχλώδης μάζα, μια σκοτεινή σκιά, να πάλλεται συνοδευόμενη από έναν στριγκό ήχο. Εκείνη τη στιγμή, πολύχρωμες εικόνες και ήχοι από το παρελθόν πλημμύρισαν τη σκέψη του: το ηλιόλουστο απόγευμα της 17ης Μαΐου του 1985, το κατάμεστο στάδιο, οι φωνές, το βαρύτιμο τρόπαιο, ο αρχηγός. Μαζεύοντας τα τελευταία απομεινάρια λογικής που του είχαν απομείνει, αποφάσισε ν’ ακολουθήσει τη σκιά, κι εκείνο το υποχθόνιο κάλεσμα, που προκαλούσε έναν ανείπωτο φόβο.

Ακολούθησε με αργά βήματα τη σκιά. Έστρεψε το κορμί του προς τα δεξιά, στην κατεύθυνση της κεντρικής αποθήκης του σταδίου. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο η πόρτα της αποθήκης ήταν ανοιχτή. Κοντοστάθηκε και πήρε μια βαριά ανάσα. Το θέαμα που αντίκρισαν τα έκπληκτα μάτια του ήταν κάτι που αδυνατούσε να συλλάβει ο κοινός ανθρώπινος νους. Το περίγραμμα μιας αιωρούμενης ανθρώπινης μορφής με αχνά χαρακτηριστικά και θαμπά χρώματα, που τρεμόπαιζε καθώς προσπαθούσε να παραμείνει σε μια ξένη προς αυτό διάσταση, σε μια διαφορετική καμπή του χωροχρόνου. Η φιγούρα του Μπάκμαν, η ασπρόμαυρη ενδυμασία του συλλόγου, η φανέλα με το 9, το περιβραχιόνιο του αρχηγού, όλα ήταν εκεί όπως εκείνη τη μέρα. Μια φιγούρα ενός ψηλού, γεροδεμένου άνδρα με ξανθά μαλλιά και εχθρικό, αποκρουστικό βλέμμα, με μάτια που καθρέφτιζαν ένα αδιόρατο, απροσδιόριστο συναίσθημα λύπης, οργής ή οίκτου. Τα χείλη του ήταν σφιγμένα σε μια ίσια γραμμή, μια έκφραση που ο Κέβιν δεν μπορούσε να αποκωδικοποιήσει. Η φιγούρα σήκωσε τα χέρια ψηλά και, αιωρούμενη, ζύγωσε προς το μέρος του.

-« Δεν μπορεί να είσαι εσύ, Φιλ Μπάκμαν», ούρλιαξε έντρομος ο Τσάιτγουότερ. «Είσαι νεκρός, δεν ανήκεις πλέον σ’ αυτόν τον κόσμο. Δεν υπάρχεις, είσαι μια ψευδαίσθηση, μια ουτοπία του μυαλού μου»! Έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. Ξαφνικά, η πόρτα έκλεισε πίσω του απότομα, με δύναμη. Προσπάθησε να την ανοίξει, μάταια. Με κάποιο διαβολικό τρόπο ήταν κλειδωμένη, και ο ίδιος δεν είχε καμιά διέξοδο, καμιά ελπίδα διαφυγής από το αλλόκοτο πλάσμα. Τα γουρλωμένα μάτια του εστίασαν στην θαμπή φιγούρα, που τον πλησίαζε ολοένα και περισσότερο.

«Δεν έκανα τίποτα κακό, Μπάκμαν», κλαψούρισε γοερά. Ο απόκοσμος, υπερφυσικός τρόμος είχε παραμορφώσει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. «Υπηρέτησα το σύλλογο για πολλά χρόνια. Αγωνίστηκα με όλες μου τις δυνάμεις να τον οδηγήσω ψηλά, να κερδίσω τίτλους, δόξα, να επαναλάβω τη δική σου επιτυχία, να φτάσουμε στην κορυφή. Δυστυχώς, δεν τα κατάφερα, δεν τα καταφέραμε όλοι μας. Πρέπει να καταλάβεις ότι από τότε άλλαξαν πολλά πράγματα, οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Δεν φταίω εγώ, αγωνίστηκα, έκανα ότι μπορούσα»…


Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του Κέβιν Τσάιτγουότερ. Δεν κατάφερε να ψελλίσει τίποτε άλλο. Τα αποθέματα θάρρους, αυτοκυριαρχίας και λογικής είχαν στερέψει. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει πλέον ήταν να σκεπάσει το πρόσωπό του με τα χέρια του, αναμένοντας το μοιραίο. Η τελευταία του ανάμνηση από τον κόσμο των ζωντανών ήταν ο σπηλαιώδης, υπόκωφος βρυχηθμός, ένα ανατριχιαστικό γέλιο και μια σαγηνευτική απόκοσμη φωνή που τον καλούσε να περάσει στην απέναντι πλευρά του ποταμού, στο βασίλειο των ψυχών, καθώς η ομιχλώδης μάζα γινόταν ένα με το κορμί του και ερχόταν μέσα του, διαπερνώντας κάθε πόρο του δέρματός του. «ΗΡΘΕ ΤΟ ΤΕΛΟΣ», αποκρίθηκε για πρώτη και για τελευταία φορά η φωνή. Και ύστερα, τίποτε άλλο, παρά ένα πέπλο σιωπής που είχε σκεπάσει πέρα ως πέρα τη σκοτεινή αποθήκη, την σκηνή της τελευταίας πράξης του δράματος.

................................

Ήταν μια δύσκολη μέρα για τον αστυνόμο Κόλινς, τον προϊστάμενο της αστυνομικής υπηρεσίας του Μίλμπερυ, μιας ήσυχης, μικρής, βρετανικής πόλης. Η εξέταση του πτώματος του μάνατζερ Τσάιτγουότερ από τον ιατροδικαστή δεν οδήγησε σε κάποιο συμπέρασμα. Το σώμα του μάνατζερ ήταν πολύ χλωμό, σαν να είχε στραγγιχτεί και η παραμικρή σταγόνα αίματος που υπήρχε σ’ αυτό. Τα μάτια του ήταν γουρλωμένα, έτοιμα να πεταχτούν έξω από τις κόγχες τους. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είχαν παραμορφωθεί, το δέρμα είχε ζαρώσει και συσπαστεί αφύσικα, ενώ το στόμα του έχασκε ορθάνοιχτο, αποκαλύπτοντας τη φροντισμένη οδοντοστοιχία του. Δεν βρέθηκαν ίχνη εγκληματικής ενέργειας πάνω του, και η Σήμανση δεν ανακάλυψε κάποια σαφή ένδειξη ή έστω ένα περίεργο δακτυλικό αποτύπωμα. Η μαρτυρία του φύλακα του γηπέδου, ο οποίος είχε βρει πρώτος το πτώμα και είχε τηλεφωνήσει στην αστυνομία, δεν πρόσθεσε κάτι περισσότερο στην όλη υπόθεση, μιας και η παρουσία του Τσάιτγουότερ στους χώρους αυτούς, ακόμα και μέχρι αργά το βράδυ, δεν προκαλούσε κάποια ιδιαίτερη εντύπωση, αφού ήταν κοινό μυστικό σε όλους ότι το γήπεδο αποτελούσε ουσιαστικά το δεύτερο σπίτι του. Αδυνατώντας να καταλήξουν σε μια λογική εξήγηση, ο Κόλινς σε συνεργασία με τον ιατροδικαστή έκλεισαν την υπόθεση, χαρακτηρίζοντας το θάνατο του Τσάιτγουότερ ως «θάνατο που προήλθε από οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο λόγω αυξημένης αρτηριακής πίεσης». Δεδομένων των καταχρήσεων και της ανθυγιεινής ζωής του άτυχου μάνατζερ, αποφασίστηκε ότι ένα τέτοιο πόρισμα θα έδινε μια αληθοφανή εξήγηση και θα έκλεινε την υπόθεση, χωρίς περαιτέρω προβλήματα, αναφορές και καταθέσεις.

Πριν αποχωρήσει για το τμήμα ώστε να συντάξει την τελική του αναφορά, ο αστυνόμος Κόλινς αποφάσισε να εξετάσει για τελευταία φορά το χώρο της αποθήκης, όπου βρέθηκε για τελευταία φορά το άψυχο σώμα του μάνατζερ, και τους διαδρόμους που οδηγούσαν σ’ αυτό. Η ματιά του έπεσε φευγαλέα στα κάδρα που ήταν κρεμασμένα στους τοίχους. Το ενδιαφέρον του μονοπώλησε η εικόνα με τον Φιλ Μπάκμαν να υψώνει το τρόπαιο του πρωταθλήματος, μια εικόνα ανεξίτηλα χαραγμένη στην μνήμη του, αφού την ίδια μέρα, μικρό παιδί ακόμα, βρισκόταν ως θεατής στο γήπεδο, ζώντας από κοντά την πιο ένδοξη στιγμή στην ιστορία της Μίλμπερυ. Κοίταξε βιαστικά το ρολόι του και αποφάσισε ότι ήταν ώρα να φύγει για το τμήμα. Γύρισε την πλάτη στην εικόνα και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Έτσι, δεν μπόρεσε να παρατηρήσει ποτέ εκείνη την στιγμιαία αλλαγή στο πρόσωπο της φωτογραφίας: η αγέλαστη, ήρεμη και βλοσυρή έκφραση του Φιλ Μπάκμαν είχε αντικατασταθεί, έστω και για λίγα δευτερόλεπτα, από ένα φαρδύ, σατανικό χαμόγελο…


Sudden death: Όρος που υποδηλώνει ότι σε περίπτωση παράτασης ενός ποδοσφαιρικού αγώνα, η ομάδα που σημειώνει πρώτη κάποιο τέρμα αναδεικνύεται αυτομάτως νικήτρια, χωρίς να χρειαστεί η διεξαγωγή της διαδικασίας των πέναλτι. (ΣτΣ)


________________________________



    τα έχεις διαβάσει;

Βιβλία Fantasy

Διαβάσαμε & Κρίνουμε
Fantasy Archive

Μουσική Φαντασίας

Ακούσαμε & Προτείνουμε
Fantasy Archive

Visual Art - Ζωγραφική

Είδαμε & Παρουσιάζουμε
Fantasy Archive

Comics - Graphic Novels

Εικόνες & Κείμενα Φαντασίας
Fantasy Archive

Ταινίες & Σειρές Φαντασίας

Εντυπώσεις και Συναισθήματα
Fantasy Archive

Video Games

Η F Γωνιά των Gamers
Fantasy Archive