Διαβάζω Νυχτερινο δρομολογιο από τα Fantasy Archives της Fantasy Gate! Bookmark and Share


από Δημήτρη Κανελλόπουλο (moonglum)

Νυχτερινό δρομολόγιο

Ήταν ένα υγρό, χειμωνιάτικο απόγευμα του Δεκέμβρη. Ο ουρανός ήταν βαμμένος μ’ ένα βαρύ, μολυβένιο χρώμα, ενώ τα μαύρα σύννεφα που έρχονταν από το βορρά προμήνυαν βροχή. Έξω φυσούσε ένας δαιμονισμένος αέρας και το κρύο ήταν αρκετά τσουχτερό για κάποιον που είχε την ατυχή έμπνευση ή την ανάγκη να βγει έξω.

Όλα αυτά δεν τρόμαζαν καθόλου τον Μπάμπη Μωϋσιάδη που, καθισμένος στην άνετη και ζεστή καμπίνα του φορτηγού του, έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής προς τη Θεσσαλονίκη. Τον τελευταίο καιρό έκανε δρομολόγια κουβαλώντας φορτία με ξυλεία προς διάφορες βιοτεχνίες κατασκευής επίπλων της Αττικής. Μια ζωή στο τιμόνι είχε συνηθίσει την κούραση, τα αμέτρητα χιλιόμετρα, τις κακές καιρικές συνθήκες. Άλλωστε, για έναν άνθρωπο που έχει γυρίσει τη μισή Ευρώπη με φορτηγό μια διαδρομή Αθήνα-Θεσσαλονίκη ήταν ένα ευχάριστο διάλειμμα.

Ευτυχώς γι αυτόν, η ώρα κυλούσε γρήγορα. Βρισκόταν ήδη στο ύψος της Θήβας, η εθνική οδός ήταν σχεδόν άδεια και όσο δεν είχε ακόμα σκοτεινιάσει θα μπορούσε να πατήσει το γκάζι λίγο περισσότερο. Το μετεωρολογικό δελτίο ανέφερε πιθανές χιονοπτώσεις, προς το παρόν όμως η κυκλοφορία διεξαγόταν κανονικά σ’ ολόκληρο το εθνικό οδικό δίκτυο, χωρίς το παραμικρό πρόβλημα. Με βάση τους υπολογισμούς του θα έφτανε στο σπίτι λίγο μετά τα μεσάνυχτα, κάνοντας μάλιστα μια μικρή στάση στα Τέμπη. «Μόνο να μη χιονίσει κι όλα θα πάνε καλά», σκέφτηκε ανήσυχα. Είχε εγκλωβιστεί από χιονόπτωση δύο φορές στο παρελθόν και ήξερε ότι ήταν ένα αρκετά χρονοβόρο μαρτύριο.

Έξω οι πρώτες στάλες της βροχής άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους, να χορεύουν σ’ ένα τρελό ρυθμό, παρασυρόμενες από τον δυνατό αέρα. Ο Μπάμπης δυνάμωσε την ένταση του ραδιοφώνου, πλημμυρίζοντας την καμπίνα μ’ ένα ποτάμι νότες από βαριά λαϊκά τραγούδια που υμνούσαν τον έρωτα, τις προδομένες σχέσεις, τις ξεχασμένες αγάπες, την ανθρώπινη μοναξιά. Άνοιξε το παράθυρο για να μπει φρέσκος, καθαρός αέρας. Κι εκείνη τη στιγμή ήταν που αντίκρισε το αλλόκοτο θέαμα.

Στα εκατό περίπου μέτρα μπροστά του, επάνω στην προστατευτική νησίδα που χώριζε τα δυο ρεύματα κυκλοφορίας, στεκόταν ένας μαυροντυμένος άνδρας. Ο Μπάμπης ελάττωσε ταχύτητα και έστρεψε τη ματιά του προς τ’ αριστερά, ώστε να αποτυπώσει καλύτερα τα χαρακτηριστικά του. Δεν συγκράτησε κάτι το ιδιαίτερο απ’ αυτόν, αλλά είχε την αίσθηση ότι ο μυστηριώδης άνδρας τον είχε παρατηρήσει μ’ ένα απόκοσμο, παγερό βλέμμα. «Ποιος ξέρει τι διάολο γυρεύει αυτός ο τύπος μέσα στην ερημιά, στη μέση της εθνικής οδού», αναρωτήθηκε προβληματισμένος. «Αν θέλει ν’ αυτοκτονήσει, πάντως, έκανε την ιδανική επιλογή. Με τις ταχύτητες που πιάνουν τα αυτοκίνητα όλο και κάποιο θα τον παρασύρει», συμπλήρωσε την προηγούμενη σκέψη του. Αύξησε και πάλι ταχύτητα, αφήνοντας πίσω του τις σκέψεις για τρελούς που, για τον οποιονδήποτε λόγο, τριγύριζαν στη μέση της εθνικής οδού.

Το φορτηγό συνέχισε σταθερά την πορεία του, καταπίνοντας αδιαμαρτύρητα ακόμα μερικές δεκάδες χιλιόμετρα πάνω στην υγρή άσφαλτο. Σιγά σιγά σουρούπωνε και οι εικόνες που περνούσαν απ’ τα μάτια του Μπάμπη τυλίγονταν μ’ ένα μαύρο πέπλο: οι καλλιεργήσιμες και χέρσες πεδινές εκτάσεις, οι θαμνώδεις λοφοπλαγιές, η θάλασσα στο πλάι, όλα παραχωρούσαν τη θέση τους στο μαύρο σκοτάδι. Πλέον ο δρόμος φωτιζόταν από τους προβολείς των διερχόμενων οχημάτων, σαν μικρές πυγολαμπίδες που αυλάκωναν το οδόστρωμα.

Περνώντας έξω απ’ τη Λαμία σταμάτησε σ’ ένα πρατήριο να γεμίσει το ρεζερβουάρ. Κατέβηκε για να ξεπιαστεί και να χαλαρώσουν οι μύες του σώματός του, αλλά το τσουχτερό κρύο του υπενθύμισε πως δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα. Χαιρέτησε τον υπάλληλο και ξαναμπήκε τουρτουρίζοντας στην καμπίνα του φορτηγού του. Έβαλε γρήγορα μπρος και έστριψε για να βγει στην εθνική οδό. Εκεί που άρχιζε η δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας τα φώτα έπεσαν πάνω σε μια σκοτεινή φιγούρα, σαν σκιά. Πλησιάζοντας περισσότερο συνειδητοποίησε ότι ήταν άνθρωπος, ένας άνδρας με μαύρα ρούχα, που είχε σηκώσει το χέρι ψηλά, κάνοντάς του νόημα να σταματήσει. Η πρώτη σκέψη που του ήρθε στο μυαλό ήταν τα λόγια της γυναίκας του, «συμβαίνουν διάφορα, πρόσεχε τα ωτοστόπ, ποιους ανεβάζεις στα αυτοκίνητο, να μην πάθουμε καμιά συμφορά», του έλεγε πριν από κάθε ταξίδι. Όμως ο Μπάμπης σταμάτησε. Δεν συνήθιζε να παίρνει αγνώστους από το δρόμο, αλλά εκείνος ο άνδρας είχε τραβήξει το βλέμμα του σαν μαγνήτης. Σαν να του είχε επιβληθεί, με κάποιο περίεργο τρόπο.

Ο μαυροντυμένος άνδρας κατευθύνθηκε προς την πόρτα του συνοδηγού, έπιασε το χερούλι και ανέβηκε στο σκαλοπάτι που βρίσκεται κάτω από την πόρτα. Ο Μπάμπης κατέβασε το παράθυρο. Ένιωσε ένα ρίγος να του διαπερνά ολόκληρο το κορμί, τα μέλη του να μουδιάζουν, όχι από τον ψυχρό αέρα εκείνης της χειμωνιάτικης βραδιάς, αλλά από το παγωμένο βλέμμα που του χάρισε ο ξένος.

-«Φιλαράκι για πού το ‘βαλες; Θέλεις να σε πετάξω κάπου», ρώτησε ο Μπάμπης με τη βαριά προφορά που χαρακτήριζε την ομιλία του, προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία του. Δεν ήθελε να δείξει στον άγνωστο άνδρα ότι τον φοβόταν.

-«Βόρεια», αποκρίθηκε ο άνδρας. Η φωνή του ήταν απόκοσμη, σπηλαιώδης, λες και δεν ανήκε σ’ αυτόν τον κόσμο. Ο Μπάμπης, σαν ένα αόρατο χέρι να καθόριζε τις κινήσεις του, άνοιξε απρόθυμα την πόρτα.

Ο άνδρας επιβιβάστηκε και κάθισε στη θέση του συνοδηγού. Ήταν ιδιαίτερα ψηλός, ηλικίας γύρω στα 45, με ατημέλητα μαύρα μαλλιά και γένια που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν. Φορούσε ένα βαρύ, μαύρο παλτό, μαύρο τζην παντελόνι και μαύρα δερμάτινα μποτάκια. Τα μάτια του είχαν ένα ανοιχτό γκρίζο χρώμα. Στα χέρια του δεν κρατούσε κάτι, και ο Μπάμπης ευχήθηκε τουλάχιστον να μην έκρυβε κάποιο όπλο μέσα στο παλτό. Ξαφνικά μια σκέψη καρφώθηκε σαν κεραυνός στο μυαλό του. Τον είχε ξαναδεί. Την ίδια μέρα, στην εθνική οδό. Ήταν ο τύπος που στεκόταν στην προστατευτική νησίδα, στη μέση του δρόμου. Ένιωσε ένα κόμπο στο λαιμό, ένα σφίξιμο στο στομάχι του, την καρδιά του να χτυπάει δυνατά στο στήθος του. Αμέσως μετάνιωσε που τον είχε αφήσει ν’ ανέβει. Όμως, τώρα ήταν πια αργά.

Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής ο ξένος κοιτούσε μπροστά, συνέχεια ευθεία, ούτε δεξιά ούτε αριστερά, λες και ο νους του βρισκόταν σε άλλη διάσταση. Ο Μπάμπης προσπάθησε να του πιάσει κουβέντα, να ανταλλάξει δυο λόγια μαζί του για να σπάσει η μονότονη και βουβή ατμόσφαιρα, αλλά δεν βρήκε ανταπόκριση. Ο συνεπιβάτης του συνέχιζε να κοιτά ευθεία, χωρίς να βγάλει μιλιά, αρνούμενος έστω να του χαρίσει αυτό το χαρακτηριστικό, ψυχρό βλέμμα. Η ώρα κυλούσε κι εκείνος παρέμενε ασάλευτος. Σκέφτηκε μήπως ο ξένος ήταν μαστουρωμένος, αλλά γρήγορα έδιωξε τη σκέψη αυτή μακριά. Ο τύπος δεν έμοιαζε σαν εκείνους τους πρεζάκηδες που ‘χε συναντήσει σε διάφορα ταξίδια του: ούτε το βλέμμα, ούτε η όλη παρουσία του πρόδιδε κάτι τέτοιο. Αυτό όμως δεν αρκούσε για να διώξει τις μαύρες σκέψεις που φώλιαζαν στο μυαλό του.

Ο Μπάμπης αποφάσισε πως έπρεπε να βρει μια λύση, ένα τρόπο να τον ξεφορτωθεί, χωρίς ο άλλος να υποπτευθεί τίποτα. Στην οθόνη του μυαλού του εμφανίστηκε η εικόνα μιας καντίνας που βρισκόταν ένα χιλιόμετρο πιο μπροστά, «μεγάλη τύχη που το θυμήθηκα τώρα», σκέφτηκε ανακουφισμένος. Το σχέδιο ήταν απλό: θα κατέβαιναν μαζί με τον ξένο για να πάρουν κάτι πρόχειρο να φάνε, θα έβρισκε μια πρόφαση για να απομακρυνθεί λίγο πιο πέρα και θα ανέβαινε γρήγορα στο φορτηγό για να φύγει μόνος του, αφήνοντάς τον στα κρύα του λουτρού. Δεν ήταν και η πιο ευγενική χειρονομία που θα μπορούσε να κάνει, αλλά τουλάχιστον έτσι θα ξόρκιζε τους φόβους του.

Ξαφνικά, ο άνδρας γύρισε προς το μέρος του. Στο πρόσωπό του ήταν αποτυπωμένη μια αινιγματική έκφραση, που έμοιαζε με ειρωνικό μειδίαμα. Ο Μπάμπης ένιωσε όλα τα αποθέματα δύναμης και ελπίδας που είχε μέσα του να στραγγίζουν, καθώς στο μυαλό του σφηνώθηκε η ιδέα ότι ο τύπος διάβασε τη σκέψη του. Είχε ακούσει για ανθρώπους που διάβαζαν τη σκέψη και ευχήθηκε ο συνταξιδιώτης του να μην ήταν ένας απ’ αυτούς.

Ευτυχώς οι φόβοι του δεν επιβεβαιώθηκαν. Ο άνδρας έβαλε το χέρι του μέσα στη δεξιά τσέπη του παλτού του κι έβγαλε ένα άσπρο, τσαλακωμένο χαρτί. Το ξετύλιξε και το άφησε στη θήκη για μικροπράγματα που υπήρχε πάνω απ’ το λεβιέ των ταχυτήτων, ανάμεσα σε άλλα έγγραφα και το δίπλωμα οδήγησης του φορτηγού.

-«Φίλε, ας κατέβουμε. Έχει μια καντίνα εδώ, να φάω κάτι γιατί οδηγώ τόσες ώρες», είπε ο Μπάμπης, όσο πιο φυσικά και ψύχραιμα μπορούσε. Ο άλλος όμως δεν έκανε καμία κίνηση. Παρέμενε όπως πριν, απαθής, να κοιτάει ευθεία μπροστά, απορροφημένος στις σκέψεις του. «Σκατά, δεν κατεβαίνει. Το σχέδιο απέτυχε», μουρμούρισε χαμηλόφωνα κατεβαίνοντας απ’ το φορτηγό.

Αγόρασε ένα τοστ και έπιασε μια θέση κάτω από τη τέντα της καντίνας για να το φάει. Στ’ αυτιά του έφτανε το άγριο βουητό του ανέμου και της βροχής, ενώ η θερμοκρασία πρέπει να είχε πέσει κάτω από το μηδέν. Καθώς έτρωγε, βασάνιζε το μυαλό του με διάφορες σκοτεινές σκέψεις. Το σχέδιο είχε αποτύχει. Μήπως έπρεπε να καλέσει την αστυνομία; «Και τι να τους πω, ότι έχω ένα πλάσμα από τον άλλο κόσμο, για να με περάσουν για τρελό»;

Αποφάσισε ν’ ανέβει πάλι στο φορτηγό. Δεν είχε άλλη επιλογή, τουλάχιστον προς το παρόν. Ανοίγοντας την πόρτα του οδηγού ένιωσε την απόλυτη αίσθηση του αιφνιδιασμού. Ο άνδρας είχε εξαφανιστεί. Αμέσως άρχισε να ψάχνει τα πράγματά του, όμως δεν έλειπε τίποτα, «άλλωστε δεν μου φαινόταν κλέφτης» σκέφτηκε. «Πώς διάολο εξαφανίστηκε έτσι, λες και άνοιξε η γη και τον κατάπιε»; Το μόνο του ίχνος ήταν αυτό το τσαλακωμένο σημείωμα. Ο Μπάμπης το πήρε στα χέρια του, για να διαπιστώσει ότι το μήνυμα που έκρυβε ήταν τόσο αλλόκοτο όσο και ο αποστολέας του.


Θ-42

Ν-13


Δυο αριθμοί και δυο γράμματα. Τι νόημα μπορεί να είχαν; Συμβόλιζαν κάτι; Μήπως ήταν κάποιες μυστικές συντεταγμένες. Δεν μπόρεσε να βγάλει άκρη.

Κατέβηκε και πάλι κάτω. Έψαξε πίσω και γύρω από το φορτηγό, χωρίς να βρει κάτι. Σκέφτηκε να ρωτήσει τον καντινιέρη μήπως είδε κάποια κίνηση ή τίποτα περίεργο που να του κίνησε την περιέργεια. Η απάντηση που πήρε τον αποστόμωσε.

-« Φίλε μου, όση ώρα ήσουν εδώ δεν κατέβηκε κανείς απ’ το φορτηγό. Στο δηλώνω κατηγορηματικά. Αν έβλεπα κάποια κίνηση θα στο έλεγα».

-«Μα πώς γίνεται να εξαφανίστηκε έτσι ξαφνικά; Αφού ήταν μέσα»!

-« Εγώ πάντως δεν είδα κανέναν. Είμαι απόλυτα σίγουρος γι αυτό. Και να σου πω την αλήθεια, ούτε όταν σταμάτησες είδα κάποιον άλλο στη καμπίνα, στη θέση του συνοδηγού. Και η απόσταση από εδώ μέχρι το φορτηγό σου είναι μικρή. Είσαι σίγουρος πώς ταξίδευες με παρέα ή μήπως τα φαντάστηκες όλα αυτά»;

Ο Μπάμπης χλόμιασε. Μα πώς είναι δυνατό όλα αυτά να ήταν γέννημα της φαντασίας του; Μήπως ο ξένος ήταν κανένα φάντασμα; Στο μυαλό του αναδύθηκαν θύμησες από τα παιδικά του χρόνια, στο πατρικό του σπίτι σ’ ένα μικρό χωριό έξω από τη Δράμα. Ιστορίες για στοιχειά, καλικάντζαρους και κάθε είδους αερικά, που του διηγούταν η γιαγιά του όταν ήταν μικρός. Εκείνος στην αρχή φοβόταν και κούρνιαζε τρομαγμένος στην αγκαλιά της, αλλά γρήγορα ξεχνούσε τους φόβους του. Φαντάσματα υπήρχαν μόνο στα παλιά χρόνια, που οι άνθρωποι ήταν δεισιδαίμονες και αμόρφωτοι. Ο ίδιος, άλλωστε, δεν είχε γίνει ποτέ μάρτυρας τέτοιων υπερφυσικών φαινομένων. Τουλάχιστον μέχρι και πριν από λίγα λεπτά…

Ανέβηκε πάλι στο φορτηγό και έβαλε μπρος. Ήθελε να φύγει όσο πιο γρήγορα γινόταν απ’ αυτό το μέρος, να διώξει μακριά τους φόβους που είχαν στοιχειώσει το νου του. Θα οδηγούσε συνεχώς μέχρι να φτάσει σπίτι, δεν υπήρχε πλέον λόγος να κάνει στάση πιο πριν. Άνοιξε πάλι το ραδιόφωνο και βρήκε ένα σταθμό με τη μουσική που του άρεσε, ό,τι έπρεπε για να χαλαρώσει.

Οι δυόμισι επόμενες ώρες της διαδρομής δεν επεφύλασσαν κάποιο απρόοπτο. Η βροχή συνέχιζε να πέφτει, αλλά ήταν αδύναμη και δε δημιουργούσε ιδιαίτερα προβλήματα στην οδήγηση. Η κίνηση των αυτοκινήτων ήταν αραιή, γεγονός που του επέτρεπε να διατηρεί μια σχετικά υψηλή ταχύτητα. Οι προβλέψεις για πιθανή χιονόπτωση, ευτυχώς για τον ίδιο, δεν επαληθεύτηκαν. Είχε διανύσει το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής, ήδη είχε περάσει την Κατερίνη, και υπολόγισε πως αν δε τύχαινε κανένα απρόοπτο, σε καμιά ώρα θα ξεκουραζόταν στην αναπαυτική πολυθρόνα του σπιτιού του.

Δυστυχώς τα απρόοπτα δεν είχαν τελειώσει. Μερικά χιλιόμετρα μετά, στη γέφυρα του ποταμού, είχε δημιουργηθεί μποτιλιάρισμα, ο δρόμος είχε κλείσει. «Ατύχημα», ήταν η πρώτη του σκέψη. Η εμπειρία του δεν τον γέλασε. Περιπολικά της τροχαίας με τους φάρους αναμμένους, ασθενοφόρα με τις σειρήνες τους να στριγκλίζουν δαιμονισμένα, οχήματα της πυροσβεστικής, φωνές, κλάματα, οδυρμοί, κόσμος να έχει πλημμυρίσει πιο πέρα το οδόστρωμα.

Κατέβηκε και ο ίδιος να δει τι συμβαίνει. Ένα λεωφορείο είχε χάσει τον έλεγχο και είχε πέσει στο ποτάμι, καταστρέφοντας τα προστατευτικά κιγκλιδώματα στο πλάι της γέφυρας. Ένα συνεργείο της πυροσβεστικής καθάριζε το δρόμο από τα συντρίμμια και τα λάδια που είχαν χυθεί, ενώ φορεία με τραυματίες και νεκρούς πηγαινοέρχονταν προς τα ασθενοφόρα. Απ’ ότι έμαθε, ρωτώντας έναν αστυνομικό, το ατύχημα είχε συμβεί πριν από περίπου είκοσι λεπτά. Ο απολογισμός ήταν τραγικός: δεκατρείς άνθρωποι είχαν ανασυρθεί νεκροί από τις λαμαρίνες του λεωφορείου και τα νερά του ποταμού, ενώ δεκάδες ήταν και οι τραυματίες, άλλοι βαριά και άλλοι ελαφρά.

Η αστυνομία έκανε συνεχώς προσπάθειες να εξασφαλίσει την ομαλή ροή της κυκλοφορίας των οχημάτων, διατηρώντας το ένα ρεύμα κυκλοφορίας ανοικτό και επιτρέποντας εκ περιτροπής τη διέλευση. Υπακούοντας στις εντολές των αστυνομικών, ο κόσμος άρχισε να απομακρύνεται. Ο Μπάμπης διέσχισε την μικρή απόσταση που τον χώριζε από το φορτηγό του, όταν ξαφνικά στην απέναντι πλευρά του δρόμου διέκρινε την πλάτη ενός ψηλού, μαυροντυμένου ανθρώπου να κινείται μέσα στο πλήθος. Έστρεψε το κεφάλι του προς το μέρος του, έτσι ώστε να τον παρατηρήσει καλύτερα. Μόλις έφτασε στο ίδιο ύψος και τον προσπέρασε, ο Μπάμπης χλόμιασε. Ήταν αυτός! Ο μυστηριώδης μαυροντυμένος άνδρας, που εμφανιζόταν και εξαφανιζόταν αστραπιαία, ανύποπτα, με τη χάρη ενός φαντάσματος.

Ο άνδρας τον αντιλήφθηκε αμέσως. Τα γκρίζα μάτια του είχαν καρφωθεί πάνω στα έντρομα μάτια του Μπάμπη, που κόντευαν να πεταχτούν έξω από τις κόγχες τους. Στο πρόσωπό του είχε ζωγραφιστεί ένα σατανικό χαμόγελο, που έκανε το αίμα του να παγώσει. Αμέσως ο άνδρας σήκωσε το χέρι του προς την κατεύθυνση της πράσινης πινακίδας δίπλα στην εθνική οδό που έδειχνε τις χιλιομετρικές αποστάσεις.


ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 42


Ο Μπάμπης κοίταξε απορημένος την πινακίδα, αδυνατώντας να συνειδητοποιήσει το μυστικό που κρυβόταν πίσω απ’ όλα αυτά. Γύρισε το κεφάλι προς την κατεύθυνση που βρισκόταν ο άνδρας, αλλά εκείνος είχε εξαφανιστεί. Ξαφνικά, μια λάμψη φώτισε το μυαλό του, αποκαλύπτοντας το μέγεθος της φρικτής αλήθειας. Το μυστηριώδες σημείωμα του άνδρα… Θ-42, Ν-13. Θεσσαλονίκη 42, Νεκροί 13! Ο αριθμός των ανθρώπων που ανασύρθηκαν νεκροί από το τροχαίο ήταν δεκατρείς, έτσι του είχε πει ο αστυνομικός. Θ-42, Ν-13, δεν ήταν συντεταγμένες, δεν ήταν κάποιος απόκρυφος μυστικός συμβολισμός, ήταν απλά η αλήθεια, ένας προάγγελος θανάτου. Ένα ατύχημα που, ενώ είχε συμβεί μόλις μισή ώρα νωρίτερα, ο μαυροντυμένος άνδρας, εκείνος ο καταραμένος προφήτης του θανάτου, το γνώριζε ώρες πριν!

Για μια στιγμή του πέρασε απ’ το μυαλό του η ιδέα να μιλήσει στην αστυνομία. Αλλά και τι να τους έλεγε; «Θα με περάσουν για τρελό», σκέφτηκε απελπισμένα. Ακόμα και το σημείωμα, η μοναδική απτή απόδειξη της ύπαρξης του σκοτεινού άνδρα, είχε χαθεί. Ήταν κι εκείνο το περιστατικό στην καντίνα, που ο καντινιέρης δεν είχε προσέξει τίποτα. «Μήπως, όντως, όλα αυτά ανήκουν στη φαντασία μου»; Ένιωθε την τρέλα να του χτυπάει την πόρτα του μυαλού του.

Επιβιβάστηκε γρήγορα στο φορτηγό και ξεκίνησε για τον προορισμό του. «Υπομονή», σκέφτηκε, «και όλα θα ξεχαστούν, σαν ένα κακό όνειρο». Έκανε το σταυρό του και ψέλλισε μια γρήγορη προσευχή. Δεν ήταν ιδιαίτερα θρήσκος, αλλά εκείνο το βράδυ έπρεπε να αναθεωρήσει πολλές από τις απόψεις του. Ειδικά εκείνες που αφορούσαν πνεύματα και υπερφυσικά φαινόμενα. Σκέφτηκε πως ένας αγιασμός στο φορτηγό από τον παπά της ενορίας του ήταν απαραίτητος. Θα έδιωχνε την αύρα του κακού, που συνόδευε την παρουσία του μυστηριώδη συνταξιδιώτη του.

Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τις σκέψεις του, μια σκιά πετάχτηκε από το διάζωμα που χώριζε την εθνική οδό στα δυο ρεύματα κυκλοφορίας. Ο Μπάμπης πάτησε απότομα το φρένο και γύρισε το τιμόνι προς τα δεξιά, ώστε να αποφύγει τη σύγκρουση. Η ενστικτώδης αυτή κίνηση τον έκανε να χάσει τον έλεγχο του οχήματός του πάνω στο υγρό οδόστρωμα. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, πριν το πλάγιο μέρος του φορτηγού συγκρουστεί με την προστατευτική μπάρα στα δεξιά του δρόμου, έκοψε απότομα το τιμόνι προς την αντίθετη κατεύθυνση, αφήνοντας το πόδι του απ’ το φρένο. Η σύγκρουση είχε αποτραπεί και για καλή του τύχη από πίσω δεν ερχόταν κάποιο άλλο αυτοκίνητο. Μόλις είχε γλιτώσει από του χάρου τα δόντια.

Ο Μπάμπης ακινητοποίησε στην άκρη το φορτηγό και άναψε τους μεγάλους προβολείς για να δει τι ήταν αυτό που παραλίγο να τον βγάλει έξω από το δρόμο. Δεν ένιωσε έκπληξη όταν αντίκρισε για άλλη μια φορά τη φιγούρα του μαυροντυμένου άνδρα να στέκεται στην άκρη του δρόμου, να του γνέφει και να τον χαιρετά. Ήταν σίγουρος πως κάποτε θα τον ξανάβλεπε.

*σημείωση: η εικόνα ανοίγματος του παρόντος άρθρου είναι δημιουργία του Framboizerotic.
________________________________


    τα έχεις διαβάσει;

Βιβλία Fantasy

Διαβάσαμε & Κρίνουμε
Fantasy Archive

Μουσική Φαντασίας

Ακούσαμε & Προτείνουμε
Fantasy Archive

Visual Art - Ζωγραφική

Είδαμε & Παρουσιάζουμε
Fantasy Archive

Comics - Graphic Novels

Εικόνες & Κείμενα Φαντασίας
Fantasy Archive

Ταινίες & Σειρές Φαντασίας

Εντυπώσεις και Συναισθήματα
Fantasy Archive

Video Games

Η F Γωνιά των Gamers
Fantasy Archive