από Νίκο Παπαμιχαήλ (skio)
Όταν οι Δίδυμοι Ήλιοι έδυσαν την τελευταία μέρα του Έτους των Αναταραχών, ένα παράδοξο φαινόμενο έκανε την εμφάνιση του για πρώτη φορά στον ουρανό. Το παρατήρησαν για πρώτη φορά στη μακρινή Θουρία, όταν ξεπρόβαλλε πάνω από τις κορυφές των Χάλκινων Ορέων. Έπειτα το είδαν οι παράφρονες αστρονόμοι του Βασιλείου του Άββωνος κι αμέσως χώθηκαν σκυφτοί στις σκονισμένες βιβλιοθήκες τους, τριγυρισμένοι από αρχαίους τόμους και αλλόκοτα όργανα, αποφασισμένοι να ξεκλειδώσουν τα μυστικά του. Και τέλος, όλοι οι κάτοικοι αυτού του απελπισμένου κόσμου έγιναν μάρτυρες αυτής της φρικτής παρέκκλισης από τους νόμους της φύσης, αυτού του αλλόκοτου συμβάντος, που κουβαλούσε μαζί του οιωνούς καταστροφής και απόγνωσης. Κι οι προσευχές τους στους Θεούς πλήθυναν, μα Αυτοί απλά αδιαφορούσαν.
Ψηλά στο στερέωμα, ανάμεσα στους αστερισμούς τους Γίγαντα και του αέναα συστρεφόμενου Όφεως, ένα άλλο λαμπρότερο άστρο, ένας μικρός τρίτος ήλιος ανέτειλε, ρίχνοντας ένα αρρωστιάρικο κίτρινο φως στη γη των ανθρώπων. Φλογερός την ημέρα και παγωμένος τη νύχτα, ο ήλιος εκείνος έστελνε τις ακτίνες του κατευθείαν μέσα στις καρδιές των ανθρώπων, διαπερνώντας τους πέρα για πέρα και τρέφοντας τους πιο αρχέγονους φόβους που τους έτρωγαν σα σκουλήκια από τη γέννηση τους. Έλεγαν πως κάτω από το φως του περπατούσαν όλες οι απαίσιες φυλές των μύθων, ανίκητες και ανελέητες, όλα εκείνα τα αποτρόπαια όντα και τέρατα που μισούν τους ανθρώπους και δηλητηριάζουν τις ζωές τους από την αρχή του Χρόνου. Κι άνθρωποι ήξεραν πως ο ήλιος αυτός ήταν ένας ζοφερός προάγγελος καταστροφών και οδύνης.
Ήταν τότε που απλώθηκε στη γη η Σιωπή. Τα πουλιά έπαψαν να κελαηδούν, ο άνεμος κατακάθισε εξαντλημένος και οι ποταμοί στέρεψαν. Μόνος ήχος σ’ αυτή την αβάσταχτη ησυχία ήταν πια οι θρήνοι και οι προσευχές των ανθρώπων, καθώς ήξεραν πως η εποχή τους είχε τελειώσει. Ακόμα και αυτές οι θεόρατες Μηχανές των ανθρώπων, που οι θνητοί λάτρευαν σαν παράξενες μεταλλικές θεότητες, έπαψαν να λειτουργούν. Μάλιστα αυτές ήταν που σιώπησαν πριν από οτιδήποτε άλλο.
Οι άνθρωποι άρχισαν να πεθαίνουν. Να σβήνουν. Δεν φαινόταν να υπήρχε αιτία για τη λήθη που απλωνόταν σα φάντασμα. Τις ημέρες τριγύριζαν στους δρόμους, σαν ίσκιοι, άσαρκοι, με τα μέλη τους να σαπίζουν σταδιακά, βυθισμένοι μέσα στην απόγνωση και τη σήψη. Κάποιοι προσπάθησαν να αποδράσουν. Μέσα σε γιγάντια σκάφη ξεκίνησαν για να βρουν μια άλλη πατρίδα, κάπου μακριά στα άστρα. Δεν ήξεραν που πηγαίνουν. Ίσως όδευαν για κόσμους πέρα από το γαλαξία ή αναζητούσαν τη μυθική εκείνη Γαία, μακρινή πατρίδα των ανθρώπων όπως μας έλεγαν επί αιώνες οι σοφοί.
Παραδομένος στην απόγνωση, ένας άνθρωπος στριφογύριζε στο κρεβάτι του εκείνες τις νύχτες του κόσμου, χωρίς ελπίδα ή στήριγμα. Ένας απλός, ασήμαντος άνθρωπος που ευχόταν το κρεβάτι εκείνο να γινόταν το νεκροκρέβατό του. Η οικογένεια του δεν υπήρχε πια. Χάθηκαν στη λήθη μαζί με τόσους άλλους, θύματα της Σιωπής. Οι φίλοι του το ίδιο, όπως και οι γείτονες του. Κάθε πρωί –τουλάχιστον όταν νόμιζε πως ήταν πρωί, καθώς είχε πλέον χάσει την αίσθηση του χρόνου– έβγαινε έξω και κοιτούσε γύρω, για να δει μια γειτονιά έρημη, νεκρή. Δεν υπήρχαν πτώματα. Οι νεκροί απλά χάνονταν, ξεθώριαζαν και στη θέση τους έμενε μόνο η θολή τους ανάμνηση να βασανίζει τους ζωντανούς που έμεναν πίσω απορημένοι, μέχρι που έσβηνε κι αυτή και χανόταν πίσω από τη Σιωπή…
Ένα βράδυ, πάνω σε μια αχνή φωτεινή ακτίνα, ο Ατρέας αιωρήθηκε πάνω από το κρεβάτι του όπου είχε αποφασίσει να παραμείνει μέχρι η Σιωπή να πάρει και τη δική του ψυχή. Πάνω σ' εκείνη την φωτεινή ακτίνα ο Ατρέας ανήλθε αιωρούμενος σε σφαίρες ανώτερες, σε πατρίδες Θεών και Δαιμόνων, σε άδειους Παραδείσους και απατηλές Κολάσεις. Μα περισσότερο απ' όλα, η ακτίνα αυτή τον οδηγούσε στον μικρό τρίτο ήλιο που σιγά-σιγά ανέτειλε πάνω από τις μακρινές ομιχλώδεις οροσειρές του Νότου.
Το ταξίδι του κράτησε μόνο μερικά δευτερόλεπτα. Και την ίδια στιγμή αμέτρητους αιώνες. Μέσα στο μυαλό του πέρασαν όλες οι Εποχές που είχε επιβιώσει αυτός ο μικρός πλανήτης, κάθε αλλαγή, εξέλιξη, αρχή και τέλος που τα ασήμαντα όντα του είδαν να εκτυλίσσονται. Και έγινε ο ίδιος παρατηρητής αυτής της εξέλιξης λες και ο ίδιος δεν υπήρξε ποτέ μέρος της και είχε απλά ξεπηδήσει μέσα από το πρωταρχικό χάος των απαρχών του Σύμπαντος αυθόρμητα, με ένα και μοναδικό σκοπό: αυτή την άνοδο στον μικρό ήλιο των Θεών.
Βρέθηκε να κοιτάζει τον τρίτο ήλιο σχεδόν κατάματα, τόσο που τα μάτια του άρχισαν να πονούν. Από αυτή την απόσταση φαινόταν κολοσσιαίος και το φως του ήταν ψυχρό, νεκρό, κι όμως έμοιαζε να κλείνει μέσα του μια ενέργεια που όμοιά της ο κόσμος δεν είχε ξαναδεί.
Η ακτίνα τράβηξε το Ατρέα ακόμα πιο κοντά στο φως, μέχρι που ένιωσε να το διαπερνά σα πέπλο. Πίσω του δεν υπήρχε κάποιος ήλιος, ούτε κάποιο άστρο, μόνο μια τεράστια μαύρη γυαλιστερή σφαίρα… η κατοικία των Θεών.
Μια καταπακτή άνοιξε μπροστά του και τον κατάπιε σα στόμα τέρατος και έτσι αιωρούμενος βρέθηκε σε μια μικρή σφαιρική αίθουσα κι έπειτα σε μια σειρά παράδοξων διαδρόμων που τον ρουφούσαν σαν τα έντερα του τέρατος βαθύτερα μέσα του. Είδε για λίγο τον εαυτό του να ίπταται πάνω από ένα κοκκινωπό φως που ανέδιδε μια απόκοσμη ζεστασιά και μια οσμή καυσίμου σαν αυτό που έδινε ζωή στις κολοσσιαίες μεταλλικές μηχανές των ανθρώπων. Ήταν το φως αυτό που κινούσε το πελώριο σκάφος, που το κρατούσε στον ουρανό και το ταξίδευε μέσα στο Σύμπαν, στο Χρόνο και στις αμέτρητες Διαστάσεις.
Μπροστά του απλωνόταν ένας ευθύς διάδρομος καμωμένος από σκούρο μέταλλο. Ένα παράξενο κιτρινογάλαζο φως έφεγγε κάτω από το δάπεδο. Την άκρη του δεν την έβλεπε. Ούτε και τίποτα στα δεξιά ή αριστερά του, μέσα από το πηχτό σκοτάδι.
Ο Ατρέας άρχισε να περπατά κατά μήκος αυτού του διαδρόμου όταν μια παράξενη αίσθηση, σταλμένη λες απ' το υπερπέραν, τον διαπέρασε σε βαθμό που το κορμί του σείστηκε στιγμιαία μέσα στο μυστηριώδες φως του διαδρόμου. Κι ενώ ένα τέτοιο συναίσθημα θα έπρεπε να τον τρομοκρατήσει, εντούτοις αυτός ένιωσε την ανάγκη να προχωρήσει, να μάθει, να γνωρίσει πιο απόκοσμο πλάσμα καραδοκούσε στο τέλος του διαδρόμου, ικανό να προβάλλει μια τόσο ισχυρή αίσθηση που νόμιζες πως θα μπορούσε να σε σκοτώσει ακαριαία.
Δεν είχε κάνει ούτε δέκα βήματα –χωρίς να ήταν και σίγουρος, μιας και ένιωθε περισσότερο να αιωρείται παρά να βαδίζει– όταν ανακάλυψε την ολοκληρωμένη εικόνα του χώρου. Ο διάδρομος διέσχιζε μια αίθουσα –πρώτα βυθισμένη στο σκοτάδι, αόρατη, τώρα λουσμένη σε ένα αχνό φως– τόσο μεγάλη που δεν ήταν σε θέση να διακρίνει τα όρια της ούτε πάνω ούτε γύρω του. Δεξιά και αριστερά του, μεγάλοι γυάλινοι κύλινδροι γεμάτοι υγρό υψώνονταν όσο το μπόι δυο ανθρώπων. Το φως της αίθουσας έπαιρνε μια πρασινωπή απόχρωση καθώς διαθλούταν μέσα από αυτούς, μια απόχρωση που προκαλούσε στον Ατρέα εμετό. "'Ιχώρ", σκέφτηκε, "το αίμα των Θεών…"
Μέσα τους, βυθισμένα σ' εκείνο το αηδιαστικό ζουμί βρίσκονταν πλάσματα αποτρόπαια, γλιστερά και τραχιά, πλάσματα γνωστά και άγνωστα, κάθε μορφή ζωής που υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρξει πάνω σ' αυτόν τον ταλαιπωρημένο πλανήτη στους αμέτρητους αιώνες. Τα δημιουργήματα των Θεών.
Ο διάδρομος καταλήγει τώρα σε μια σκοτεινή αίθουσα με σφαιρικό σχήμα, μικρότερη από την προηγούμενη ώστε ο Ατρέας μπορεί πλέον να δει τα όρια της. Ένα αχνό φως έμοιαζε να αιωρούταν στο κέντρο της και σε μεγάλο ύψος, κι όταν τα μάτια του Ατρέα άρχιζαν να συνηθίζουν είδε πως τα τοιχώματα της σφαίρας ήταν διαφανή κι από μέσα τους διαθλούνταν το φως εκατομμυρίων άστρων, ένα ολόκληρο Σύμπαν λουσμένο στο φως τους. Ο διάδρομος όπου πατούσε ήταν το μόνο αδιαφανές τμήμα της αίθουσας και μέσα σε όλη αυτή τη διαφάνεια, ο Ατρέας ένιωσε να αιωρείται πάνω από ένα απύθμενο κενό, χαμένος μέσα στο διάστημα μεταξύ των κόσμων.
Μπροστά του ορθωνόταν μια θεόρατη μαύρη στήλη, φτιαγμένη από ένα υλικό μεταξύ μετάλλου και οψιδιανού. Πάνω της μπορούσε να δει ανάγλυφα αυλάκια που διέτρεχαν τη στήλη σ' όλο της το ύψος και σχημάτιζαν παράδοξα σχήματα και σύμβολα, ένα ολόκληρο αλφάβητο κάποιας άγνωστης, νεκρής γλώσσας δημιουργημένης από τους ίδιους τους Θεούς, τόσο αρχαίας που μόνο οι ίδιοι θυμόντουσαν και μιλούσαν πια.
Ο Ατρέας έμεινε ακίνητος να κοιτάει τη στήλη για ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Έπειτα, χωρίς προειδοποίηση, κάτι φάνηκε να κινείται πάνω της, κι η κίνηση της δεν έμοιαζε μηχανική αλλά ήταν σαν την κίνηση κάποιου ζωντανού οργανισμού, σαν ένα σκοτεινό ερπετό που σάλευε κάτω από το χλωμό φως της αίθουσας. Αμέσως, με μια κίνηση, η στήλη σκίστηκε στα δύο και από τη λεπτή σχισμή που συνεχώς πλάταινε φάνηκε ένα φως τόσο δυνατό, που ακόμα και χίλιοι ήλιοι δεν θα ήταν ικανοί να πνίξουν. Κι όμως ο Ατρέας δεν έστρεψε το βλέμμα του. Παρόλη τη δύναμη του, το φως εκείνο ήταν γλυκό και ήπιο και του έδινε μια περίεργη αίσθηση ασφάλειας και γαλήνης.
Τώρα η σχισμή, που είχε πάρει το ακανόνιστο σχήμα του κεραυνού που σχίζει την καταιγίδα, κάλυπτε σχεδόν όλο το πλάτος της στήλης. Τα δύο κομμάτια της στα οποία είχε σχιστεί, χωρίστηκαν τώρα σε μικρότερα και άρχισαν να σαλεύουν και αυτά ρυθμικά γύρω από το φως σαν πλοκάμια που χορεύουν σε κάποια απόκοσμη μουσική. Όλη η στήλη έμοιαζε τώρα σαν μια άμορφη μάζα λιωμένου μετάλλου, περιδινούμενη γύρω από ένα τεράστιο κυκλώνα αχνοπράσινου φωτός. Ο ακατανόητος όσο και γοητευτικός αυτός χορός της στήλης συνεχίστηκε για αρκετή ώρα, έως ότου η κίνηση αυτή επιβραδύνθηκε και τελικά πάγωσε ξαφνικά σε θέσεις που έκαναν τη στήλη να θυμίζει κορμό νεκρού δέντρου. Το φως δυνάμωσε ακόμα περισσότερο για μια στιγμή κι έπειτα γλύκανε και τότε ο Ατρέας ήξερε σαν από ένστικτο πως η ώρα είχε έρθει για να δει πίσω από αυτό, να γνωρίσει πια τα μυστικά εκείνου του τρίτου ήλιου, να γίνει μάρτυρας μιας αλήθειας που θα τον έσπρωχνε πέρα από τα όρια του κόσμου, γελώντας ή ουρλιάζοντας έντρομος από την απόκρυφη και αποτρόπαια γνώση.
Τότε ήταν που άκουσε τη Φωνή. Όχι, μάλλον δεν ήταν στην πραγματικότητα φωνή, μα ένας παράξενος κώδικας επικοινωνίας που πήγαζε από το φως και τον διαπερνούσε σαν κύμα. Δεν ήξερε να μιλά αυτή τη γλώσσα. Την κατανοούσε όμως λες και την είχε διδαχθεί σε καιρούς αλλοτινούς, σε άλλες ζωές, σε άλλες σφαίρες και υπάρξεις, σαν να ήταν μια αχνή ανάμνηση απ' τα χρόνια της παιδικής του ηλικίας. Δεν ήταν ούτε ευχάριστη ούτε δυσάρεστη, αλλά κάτι ανάμεσα. Μια αλλόκοτη φρικιαστική κραυγή πνιγμένη μέσα σε γέλια παιδιών. Το κλάμα ενός βρέφους μέσα σε μια χορωδία ωδικών πτηνών. Η φωνή της μητέρας του πίσω από τους στερνούς ρόγχους των σκοτωμένων.
Και μέσα από τη Φωνή του αποκαλύφθηκε η Αλήθεια. Η Αιτία για την οποία βρισκόταν ενώπιον των Θεών. Ο φρικτός Προορισμός…
Ήταν εκεί για να τον δικάσουν. Οι Θεοί είχαν έρθει από τα βάθη του Σύμπαντος και τον είχαν καλέσει στο παλάτι τους, για να κρίνουν αυτόν και μαζί του όλους τους κατοίκους του απελπισμένου πλανήτη του, αν ήταν άξιοι της ύπαρξης τους. η Σιωπή ήταν δικό τους τέχνασμα. Ήταν ο προπομπός των όσων θα έρθουν, ήταν το σημάδι πως ο πλανήτης αυτός ήταν καταραμένος, πως οι άνθρωποι είχαν αγγίξει με τις πράξεις τους το όριο εκείνο που οι Θεοί είχαν ορίσει απαραβίαστο. Και ήρθαν ξανά κοντά τους, μετά από ολόκληρους αιώνες αδιαφορίας και περιφρόνησης για τα τέκνα τους, για να τους κρίνουν και να τους αφανίσουν…
Τι ήταν αυτό που εξόργισε τους Θεούς, ο Ατρέας δεν το ήξερε ακόμα. Ίσως η άκρατη πίστη στις Μηχανές, ακρογωνιαίο λίθο του πολιτισμού τους, να είχε ακουστεί σα βλασφημία στ' αυτιά των Θεών, συνηθισμένων να ακούν μόνο προσευχές και απελπισμένες κραυγές. Ίσως να ένιωσαν να απειλούνται από το αχόρταγο βλέμμα των θνητών, που τώρα στρεφόταν προς τα άστρα, λες και η γη δεν αρκούσε πια να κορέσει τη δίψα τους, με κίνδυνο να αποκαλυφθούν τα μυστικά κρησφύγετα των Θεών, κρυμμένα πίσω από το σκοτεινό πέπλο του Κενού. Και ίσως να θύμωσαν που οι άνθρωποι άρχισαν να τους ξεχνούν, και οι προσευχές σταμάτησαν… (αλήθεια, εκείνοι δεν ήταν που τους ξέχασαν πρώτοι;)
Κι ο Ατρέας ήταν ο μάρτυρας και ο κατηγορούμενος αυτής της παράλογης δίκης. Στους ώμους του σήκωνε πλέον το βάρος ολόκληρου του πλανήτη. Στο πρόσωπο του δικαζόταν τώρα όλη η ανθρωπότητα και στη δική του πίστη στηριζόταν η επιβίωση της. Αν κατάφερνε να πείσει τους Θεούς, αυτοί θα σήκωναν τη Σιωπή για πάντα από τη γη και θα απελευθέρωναν τους ανθρώπους από τον τρόμο του θανάτου που πλανιόταν πάνω τους εδώ και καιρό.
Για μια στιγμή απόλυτη ησυχία απλώθηκε στην αίθουσα. Οι Φωνές σταμάτησαν και το φως της στήλης έγινε λιγότερο έντονο, λες και ξαφνικά η Σιωπή ήρθε να στοιχειώσει ακόμα και τους ίδιους τους Θεούς και απλώθηκε σα σκιά μέσα στο παλάτι τους, απειλώντας τους, ένα θηρίο που στράφηκε ενάντια στο δημιουργό του…
Όλα αυτά ήταν ένα σημάδι… η Δίκη είχε αρχίσει.
Η στήλη άστραψε κατακόκκινη και το μυαλό του Ατρέα πλημμύρισε από εικόνες αποτρόπαιες, σκηνές βίας και οργής, πόλεμοι, θάνατος και απελπισία. Κάθε έκφραση βιαιότητας και κτηνωδίας των κατοίκων αυτού του πλανήτη ζωντάνεψε μπροστά του και ένα συναίσθημα αηδίας τον κυρίευσε. Πως ήταν δυνατόν η ανθρώπινη ιστορία να συγκεντρώνει τόσο πολύ θυμό και τρόμο;
“ΕΝΟΧΟΣ! ΕΝΟΧΟΣ! ΕΝΟΧΟΣ!” ούρλιαξε η Φωνή μέσα στο κεφάλι του. Ο Ατρέας έπεσε στα γόνατα κρατώντας σφιχτά το κεφάλι του νομίζοντας πως ήταν έτοιμο να συνθλιβεί κάτω από την τρομερή Φωνή των Θεών.
Η στήλη τώρα πήρε μια αηδιαστική απόχρωση πράσινου και το φως της έγινε πιο ασταθές. Καινούργιες εικόνες εμφανίστηκαν, αυτή τη φορά εικόνες λαγνείας, απληστίας και παρακμής. Άνθρωποι με μόνο σκοπό τις απολαύσεις και ανείπωτες σκηνές διαφθοράς και σήψης.
“ΕΝΟΧΟΣ! ΕΝΟΧΟΣ! ΕΝΟΧΟΣ!” ούρλιαξε ξανά η Φωνή. Τα χείλη του μάτωσαν καθώς άρχισε να τα δαγκώνει με μανία στην προσπάθεια να μπλοκάρει τον πόνο που του προξενούσε η Φωνή μέσα στο μυαλό του.
Για τρίτη φορά η στήλη φωτίστηκε και αυτή τη φορά το φως ήταν κιτρινωπό και μουντό. Δεν ήρθαν όμως άλλες εικόνες. Μόνο ένα αίσθημα απελπισίας και ασύλληπτης αηδίας. Και ο Ατρέας κατάλαβε πιο ήταν τελικά το μέγιστο αμάρτημα των ανθρώπων: η αδιαφορία.
“ΕΝΟΧΟΣ! ΕΝΟΧΟΣ! ΕΝΟΧΟΣ!” η Φωνή γινόταν τώρα ακόμα πιο δυνατή. Δεν την άντεξε. Γκρεμίστηκε στο δάπεδο και σχεδόν έχασε τις αισθήσεις του. Η Φωνή συνέχισε να στριγκλίζει. “ΕΝΟΧΟΣ! ΕΝΟΧΟΣ! ΕΝΟΧΟΣ!” Σπασμοί διαπέρασαν το κορμί του.
Για μια ολόκληρη αιωνιότητα έμεινε ξαπλωμένος πάνω στον μαύρο μεταλλικό διάδρομο, με τα αστέρια να τον τριγυρίζουν. Από κάτω του ο μικρός, δυστυχής πλανήτης του σιωπούσε περιμένοντας την ετυμηγορία. Πόσοι ακόμα χάθηκαν πίσω από τη Σιωπή όση ώρα ο Ατρέας κειτόταν εκεί, δεν το ήξερε. Μα η σκέψη αυτή τον σήκωσε τελικά στα πόδια του, ενάντια στις βουλές όλων των Θεών και τον έσπρωξε προς τη φριχτή στήλη μπροστά του, που τώρα έστεκε ακίνητη και σκοτεινή. Πιέζοντας με μανία τον εαυτό του κατάφερε να απλώσει το χέρι του που τώρα έμοιαζε να ζυγίζει τόνους, και να αγγίξει το κρύο μέταλλο της. Στιγμιαία, η παλάμη του κάηκε, έπειτα πάγωσε και τελικά ηρέμησε πάνω στην τραχιά σκαλισμένη επιφάνεια που πάνω της δεν υπήρχαν μόνο σύμβολα –τώρα που την έβλεπε από κοντά– αλλά και μορφές αμέτρητων φρικτών δαιμόνων που τον κοιτούσαν με αστραφτερά μάτια.
Έπειτα κοίταξε ψηλά. Πίστευε πως σηκώνοντας το βλέμμα του θα αντίκριζε τους Θεούς να τον παρατηρούν, εξοργισμένοι και έτοιμοι να τον συντρίψουν για το θράσος του. Από πάνω του όμως υπήρχαν μόνο αστέρια που φώτιζαν το κατάμαυρο στερέωμα και στιγμιαία εκείνος σκέφτηκε πόσο όμορφα ήταν. Μόνο στιγμιαία όμως. Το λίγο κουράγιο που πήρε κοιτάζοντας τα άστρα εξανεμίστηκε ξανά καθώς συνειδητοποίησε τι πήγαινε να κάνει.
Να πάει κόντρα στους Θεούς…
Κόντρα στους Θεούς… ναι, μα πώς…;
Στήριξε τον εαυτό του πάνω στη στήλη αδιαφορώντας πλέον για τους δαίμονες της που τον κοιτούσαν με μίσος. Το σώμα του ήταν εξαντλημένο. Το πνεύμα του το ίδιο. Δάγκωσε τα χείλια του και έκλεισε για λίγες στιγμές τα μάτια του, κι έπειτα άρχισε να χτυπά όσο πιο δυνατά μπορούσε τις παλάμες του πάνω στη στήλη λες και προσπαθούσε να κάνει τους Θεούς να τον ακούσουν. “ΔΕ ΘΑ ΣΑΣ ΑΦΗΣΩ!”, ούρλιαζε. “ΠΟΙΟΙ ΕΙΣΤΕ ΠΟΥ ΘΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΤΕ ΓΙΑ ΤΙΣ ΖΩΕΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ; ΤΙ ΣΟΙ ΘΕΟΙ ΕΙΣΤΕ; ΑΔΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΣΠΛΑΧΝΟΙ! ΑΦΗΣΤΕ ΜΑΣ!” Δάκρυα ήρθαν στα μάτια του. Ήξερε πόσο μάταιο ήταν αυτό το ξέσπασμα μα, τι άλλο να έκανε; Πώς να αλλάξει τη μοίρα ενός πλανήτη που οι Θεοί είχαν αποφασίσει;
Τα χέρια του είχαν ματώσει από τα χτυπήματα. Το πρόσωπο του πλημμύρησε από τα δάκρυα και τα γόνατα του τρεκλίζανε από την εξάντληση. Κοίταξε κάτω του και είδε ένα κατακόκκινο σύννεφο, σα φωτιά –ΗΤΑΝ φωτιά– να περικυκλώνει τον μικρό πλανήτη του. Η ποινή –αφανισμός…
Έπεσε στα γόνατα. Έκλεγε τώρα σα μικρό παιδί, μάρτυρας ενός κόσμου που πέθαινε μέσα σε μια θύελλα φωτιάς. “Τι άλλο θέλετε από εμένα λοιπόν… αφήστε με να γυρίσω πίσω, να καώ κι εγώ σαν τους αδελφούς μου…”, ψιθύρισε. “Κι εγώ είμαι το ίδιο ένοχος με τους άλλους”.
Τότε θυμήθηκε. Θυμήθηκε την είσοδο του στο σκάφος των Θεών. Το κοκκινωπό φως και την οσμή του καυσίμου. Και μια παράλογη ιδέα ήρθε στο μυαλό του. Του απέμενε μόνο λιγοστή δύναμη και την σπατάλησε όλη για να σηκωθεί πάλι στα πόδια του. Κι εκεί που πίστευε πως δε θα είχε το κουράγιο να κάνει ούτε ένα βήμα, ανακάλυψε καινούργια δύναμη μέσα του, και κίνησε –έτρεξε– στον μαύρο διάδρομο, μακριά από τη μαύρη στήλη, ανάμεσα από τις εμετικές φιάλες, προς το κόκκινο φως.
Μπροστά του απλωνόταν τώρα ένα χάσμα γεμισμένο με την κοκκινωπή αυτή λάμψη που τώρα έφεγγε πιο δυνατά. Και μέσα του ήξερε πλέον πως εκεί κρυβόταν η δύναμη των Θεών. Η τρομερή ουσία που έτρεφε τις μηχανές τους και τα όπλα τους. Την είδε να κοχλάζει και να δημιουργεί περίεργα σχήματα μέσα της που στο μυαλό του έπαιρναν μορφές ερπετών, δρακόντων και τεράτων.
Πήρε την απόφαση. Έκανε ένα βήμα μπροστά και βρέθηκε στο κενό κι άρχισε να πέφτει αργά, προς τα κάτω. Έκλεισε τα μάτια και άφησε τον εαυτό του να βουλιάξει μέσα στο φως, να αποτεφρωθεί από τη ζέστη του…
Μια τρομακτική δόνηση συντάραξε το σκάφος. Οι Θεοί πήραν το χαιρέκακο βλέμμα τους από τον πλανήτη των ανθρώπων και το έστρεψαν προς τα μέσα, για να δουν το παλάτι τους να καταρρέει μέσα σε μια θάλασσα κόκκινου φωτός. Και ούρλιαξαν…
Χιλιάδες χρόνια μετά οι μύθοι των ανθρώπων θα πούνε πως αμέτρητοι κόσμοι καταστράφηκαν και δημιουργήθηκαν μέσα σ’ εκείνο το ουρλιαχτό. Και πως μέσα σ’ αυτό το φως που τελικά έπνιξε ακόμα και τις ίδιες τις κραυγές τους, οι Θεοί είδαν μια φιγούρα, τη σκιά ενός ανθρώπου που έκλαιγε και χαμογελούσε…
Η φωτιά αποτραβήχτηκε. Ο μικρός πλανήτης ανάσανε ξανά τον αέρα του και οι άνθρωποι βγήκαν από τις κρυψώνες τους για να δουν το μικρό τρίτο ήλιο να σβήνει. Κι όταν άκουσαν και είδαν όλες τις μηχανές τους να λειτουργούν ξανά, όλες μαζί, κατάλαβαν πως η Σιωπή είχε σηκωθεί για πάντα. Ένα τρίτο της γης είχε γίνει στάχτη από το φλογερό σύννεφο. Κι ένα τρίτο ακόμα είχε παραδοθεί εδώ και καιρό στη σήψη που είχε φέρει μαζί της η Σιωπή. Μα το τελευταίο τρίτο επέζησε, και από αυτό ξεκίνησε ένας νέος κόσμος και μια νέα ιστορία. Δεν ήταν πιο ευτυχισμένος από τον προηγούμενο και σίγουρα ούτε πιο όμορφος, μα οι άνθρωποι του νέου αυτού κόσμου κουβαλούσαν στις ψυχές τους ένα πολύτιμο μάθημα… Πως η Ελπίδα δεν πεθαίνει και όλοι αξίζουν μια ευκαιρία να λυτρωθούν από τα κρίματα τους. Κι αυτό το μάθημα το είχε χαράξει βαθιά στις καρδιές τους η φωτιά του πυρωμένου εκείνου σύννεφου, της αθάνατης ανάσας των Θεών.
Δεν πέρασε λίγος καιρός και ένα χαρμόσυνο νέο έφτασε από το Νότο, από τα ξεχασμένα βασίλεια των Αλφίων. Είπανε πως ένα μικρό λουλούδι, ένα άνθος με κατακόκκινα πέταλα άνθισε στην αυλή ενός κοινού θνητού, το πρώτο που άνθιζε από τον καιρό της Σιωπής. Και την ίδια στιγμή ένα πουλί κελάηδησε από τη φωλιά του, το πρώτο που κελαηδούσε μετά τη Σιωπή. Και έτσι η ελπίδα επέστρεψε στα μάτια των ανθρώπων. Μα κανείς δεν ήξερε πως το μικρό εκείνο κόκκινο λουλούδι είχε ένα κομματάκι από την ψυχή ενός ανθρώπου, που χάθηκε μέσα σε μια κατακόκκινη φωτιά, σε έναν αγώνα κόντρα στους ίδιους τους Θεούς…
___________________________________