Διαβάζω Βαθυς ονειρευτης από τα Fantasy Archives της Fantasy Gate! Bookmark and Share


από Παναγιώτη Κρυφονίδα

Το αιμάτινο υγρό κατέβαινε τραγουδώντας κάποιο παλιό τραγουδάκι. Κάνοντας το εσωτερικό του κορμιού μου να ποτιστεί από την θεϊκή μελωδία και τα μάτια μου να μισοκλείσουν, κοιτώντας αστέρια που είχαν μόλις ανατείλει και θάμπανε γοητευτικά καθισμένα δίπλα στο σεληνόφως του γεμάτου φεγγαριού. Και νόμιζες πως κάποιο πλάσμα με σκοτεινά φτερά και συννεφώδες πρόσωπο θα ερχότανε από τον Ωρίωνα, για να σου μιλήσει για τα μαγικά ταξίδια των πλοίων των Κάλειος. Να σου περιγράψει το ηλιοβασίλεμα των πέντε ήλιων στο πλανήτη Ιχτίον και να σου τραγουδήσει τα απλά τραγούδια των τροβαδούρων πέρα στο γαλαξία της Ανδρομέδας. Και κάθε τόσο να σου ζητάει απ’ αυτό το λαχταριστό αιμάτινο υγρό για να μπορέσει να συνεχίσει, για να το καταπιεί με μια τόσο συμπαθητική βουλιμία, ώστε να μη χρειαστεί να στο ξαναζητήσει.

Το αιμάτινο υγρό κατέβαινε γοργά, γνωστά πλέον μονοπάτια. Παρασέρνοντας στο μελωδικό διάβα του πέτρες και σκόνη. Και το κορμί μου να πλανιέται σα τα πλοία των Κάλειος, κρατώντας σφιχτά τη κουπαστή καθώς το πλοίο τους διασχίζει θάλασσες φτιαγμένες από σκόνη αστεριών και πιο σπάνια από το γνωστό μας σεληνόφως. Και έτσι ατενίζοντας τον άπειρο χρόνο και χώρο, νιώθοντας τον ηλιακό άνεμο να μου ψιθυρίζει μυστικά στα αυτιά, άρχισα να περιπλανιέμαι με τους Κάλειος δαμάζοντας τις περίεργες θάλασσες, που αυτοί εκατομμύρια χρόνια έχουν συνηθίσει μα ποτέ δεν έχουν πάψει να αγαπούν και να επιζητούν.

Δέσαμε στο λιμάνι του πλανήτη των Διάφανων Ανθρώπων και τους είδα στις προβλήτες και απόλαυσα την διαφάνεια των σαν γυάλινων κορμιών τους και θαύμασα τα διάφανα ρούχα που τη κρύβανε. Δοκίμασα το λαμπερό σαν νερό κρασί τους και μίλησα μαζί τους για πράγματα, που ποτέ δεν είχα ξαναμιλήσει, ούτε που θα ξαναμιλήσω ποτέ ξανά. Γιατί το κρασί τους σου δίνει τη δυνατότητα να καταλαβαίνεις τον άλλο που σου μιλάει σε οποιαδήποτε γλώσσα και με οποιονδήποτε τρόπο και σου χαρίζει απλόχερα μια διαύγεια παράξενη, που μέσα από τον γραπτό λόγο δεν μπορείς να φανερώσεις. Γι’ αυτό προτού αποχαιρετίσουμε τη χώρα των Διάφανων Ανθρώπων τους ζήτησα ένα φλασκί από το διάφανο κρασί τους, παρόλο που το αμπάρι του πλοίου είχε γεμίσει από αυτό. Γιατί λησμόνησα να σας πω, πως οι Κάλειος για εκατομμύρια χρόνια υπήρξαν έμποροι κι ακόμα αρμενίζουν με χάρη πάνω σε μαγικά κύματα, που αυτοί μόνο ξέρουν ποια κατεύθυνση θα πάρουν και σε ποια αμμουδιά θα ξεψυχήσουν.

Κι έτσι όταν ο χλωμός ήλιος τους είχε πια ανατείλει, τα πανιά σηκώθηκαν με ένα πρόσταγμα στην αρχαία γλώσσα του σύμπαντος. Τη γλώσσα των Κάλειος. Και καθώς το πλοίο έβγαινε στα ανοιχτά, πελώριες λάμψεις φάνηκαν από τη στεριά και ο καπετάνιος μου εξήγησε ότι πελώριοι καθρέφτες είχαν παραταχθεί για να μας βοηθήσουν να βρούμε το δρόμο μας. Τεράστια τιμή για τα πλοία που ξαποσταίνουν στα λιμάνια των Διάφανων Ανθρώπων. Μετά από λίγο το πλοίο υψώθηκε πλέοντας πια σε θάλασσα καμωμένη από φεγγαραχτίδες, πλεγμένες από τα τρία φεγγάρια του πλανήτη.

Το φως των αστεριών φούσκωνε τα παράξενα πανιά του πλοίου μας. Αν και ήξερα ότι εκμεταλλευότανε όλα τα γνωστά φαινόμενα του σύμπαντος και τους γνωστούς νόμους για να κινηθεί μέσα στη κενότητα, γνώριζα πως κανείς δεν κατείχε μέχρι τότε την γνώση για να κατανοήσει πλήρως την ιδιαιτερότητα του εμπορικού στόλου των Κάλειος. Αλλά αυτό ήταν το μυστικό των γενεών των Κάλειος και αν κάπως αποκαλύφθηκε ποτέ, ποτέ δε φτιάχτηκαν πλοία παρόμοια, μήτε άξια σύγκρισης. Τα πλοία συνέχισαν να πλέουν με του ίδιους αφέντες, περήφανους θαλασσινούς και οι κάτοικοι των λιμανιών που τους υποδέχονταν τους χαιρετάγανε με περηφάνια και όταν το πανί τους αρχίζει να ξεχωρίζει στον ορίζοντα και όταν αρχίζει να ξεθωριάζει στο λυκόφως. Γιατί τα πλοία των Κάλειος φεύγουνε πάντα με το λυκόφως. Κανένας δε ξέρει γιατί και λέγεται πως κανένας δε θα μάθει. Κι εγώ δεν έμαθα κάτι παραπάνω στο πλοίο που ταξίδευα. Ούτε τη παραμικρή υπόνοια ή υποψία και παρ’ όλες τις τεράστιες ποσότητες διάφανου κρασιού που καταναλώνουνε.

Μετά από εφτά Μεγάλους Ύπνους είχαμε φτάσει κοντά στις ακτές της πιο εμπορικής πόλης του πλανήτη Ιχτίον. Τα κτίρια φεγγοβολούσαν κιτρινοπράσινα και επιβλητικοί πύργοι, στενοί και πανύψηλοι με τις πολεμίστρες να χάνονται σε τεράστιο ύψος και συχνά στεφανωμένες από σύννεφα, δίνανε στην πόλη μια ξεχωριστή εικόνα από τα άλλα εμπορικά λιμάνια. Οι πέντε μικροί ήλιοι του πλανήτη είχαν ήδη υψωθεί και παρατηρούσαν τη πόλη που απλόχερα σε μια σιωπηλή και μεγαλοπρεπή συνεργασία, της είχαν χαρίσει τη ζωή.

Οι κάτοικοι ψηλοί με μακριές κελεμπίες και τα γυμνά μαβιά τους πόδια να στηρίζουν το αδύνατο κορμί τους πάνω στη χρυσή άμμο της χώρας τους. Το κεφάλι τους θύμιζε κεφάλι από αλογάκι της Παναγιάς, μα η ματιά τους, πρόδιδε σοφία και ειλικρίνεια. Και αναρωτήθηκα αν υπήρχαν όντως ράτσες, που εκπροσωπούν το καλό ή απλώς είναι επίτευγμα μαχροχρόνιας πνευματικής εξέλιξης. Μα σύμφωνα με τα λεγόμενα των Κάλειος ήταν όντως μια ειρηνική και ευγενική φυλή του γαλαξία από τότε που επισκεφτήκανε για πρώτη φορά το πλανήτη. Πράγμα που συνέβη πριν εκατομμύρια γήινα έτη.

Δεν απέμεινα παρά να θαυμάζω από το πλοίο τη συνεχή κίνηση στη πολιτεία και ιδιαίτερα στο λιμάνι. Ταυτόχρονα εξίσταμαι τους τιτάνιους πύργους, που η χρήση τους ήταν αινιγματική ακόμα και για τους Κάλειους, που είχαν εμπορικές σχέσεις με τα πλάσματα για τόσους αιώνες. Ήξερα όμως ότι σε αυτό το ταξίδι οι περισσότερες ερωτήσεις μου θα έμεναν αναπάντητες. Και δεν έκανα τίποτα άλλο παρά να ονειροπολώ και να υποθέτω.

Παρόλο που μπορούσα να κατέβω από το πλοίο και να επισκεφτώ τη πόλη εκτός από τους πύργους, που η είσοδος επιτρεπόταν μόνο σε μια ομάδα των κατοίκων, που πρέπει να ήταν οι ιερείς της φυλής, δεν το έκανα. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν οι πύργοι και ένας από αυτούς ήταν πολύ κοντά στο λιμάνι για να μπορέσω να τον παρατηρήσω όσο χρειαζόταν για να ικανοποιηθεί μονομερώς η ανθρώπινη περιέργειά μου.

Άρχισα να προσέχω ότι οι ήλιοι είχαν ήδη ξεκινήσει τη βουτιά τους για τη νύχτα του Ίχτιον. Ο ένας δίπλα στον άλλο, λίγο πιο δεξιά, λίγο πιο αριστερά, λίγο πιο πάνω, λίγο πιο κάτω, σα μια άταχτη αθόρυβη παρέλαση. Ένα ατημέλητο σχήμα στον ουρανό που παρ’ όλα αυτά σου άρεσε να το κοιτάς και να το περιεργάζεσαι μέσα από ειδικά κιάλια με σκούρους φακούς. Οι κάβοι λύθηκαν.

«Απιτρίντρι!», φώναξε ο καπετάνιος και τα πανιά σηκώθηκαν μαζεύοντας τις ανάσες των ανέμων μέσα στην περίεργη αγκαλιά τους. Το φαντασμαγορικό ηλιοβασίλεμα είχε ήδη αρχίσει κι οι ήλιοι έμοιαζαν σαν μικρά παιδιά που μόλις ανακάλυψαν κάποιες μπογιές σε κάποια παλέτα και είχαν αρχίσει να πλάθουν χρώματα. Ιδιοφυή παιδιά, γόνοι θεών που δημιουργούσαν μπροστά στα μάτια μου καινούργια χρώματα, ανταύγειες, που δεν είχα ξαναδεί. Και απόμεινα με το στόμα ανοιχτό με τα μάτια μου γουρλωμένα, να προσπαθούν να χορτάσουν το παιχνίδι των χρωμάτων και του φάσματος. Λες και χίλια πρίσματα είχαν συγκεντρωθεί σε όλο το μήκος και πλάτος του ουρανού και φώναζαν, ούρλιαζαν, γελούσαν, έκλαιγαν, ψιθύριζαν, μιλούσαν με τον δικό τους μοναδικό τρόπο. Και όλα σιγά, σιγά ξεθώριασαν σαν σε όνειρο αποκτώντας την θαμπάδα των αναμνήσεων και το καράβι άρχισε να ανεβαίνει σε μία αστροαχτίδα αφού ο Ίχτιον στερείται φεγγαριών.

Το καράβι έπλεε πλέον με μεγάλη ταχύτητα μέσα στο κενό του διαστήματος. Τα άστρα πλέον είχαν φωτεινές ουρές, λες και δίπλα μας κάλπαζε μία αγέλη κομητών. Και ξαφνικά όλα ακινητοποιήθηκαν και τα άστρα χάθηκαν και απόλυτο σκοτάδι κυρίεψε τη ματιά μου. Μόνο το χλωμό πράσινο φως της λάμπας σιγόκαιγε σαν να αγκομαχούσε και έστελνε τις κουρασμένες ανάσες να σταθούν στη γυαλάδα των τζαμιών της καμπίνας του καπετάνιου. Ρώτησα τι συνέβαινε ένα ναύτη που τύχαινε να είναι κοντά μου και που μπορούσα να τον ξεχωρίσω μέσα στο σκοτάδι. Τρέχαμε πλέον με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα και μου έδειξε με το δάχτυλό του σε μια κατεύθυνση πίσω μου. Γύρισα αβέβαια και διέκρινα ένα και μοναδικό άστρο να λάμπει αχνά και μυστηριακά, σαν το μοναδικό κερί στο δωμάτιο ενός αλχημιστή.

«Ο γαλαξίας μας…», είπε ο ναύτης και εγώ ένιωσα λες και απομακρυνόμουν από τον ομφάλιο λώρο της καταγωγής μου. Αλλά το συναίσθημα αυτό με άφησε γρήγορα αφού σύντομα συνειδητοποίησα πόσο επιπόλαιο ήταν.

Ένας ψίθυρος και ένα σκούντημα με ξύπνησε από τον ελαφρύ μου ύπνο και ένα χέρι με οδήγησε στο κατάστρωμα. Δεν είχα φτάσει στη πλώρη όταν κατάλαβα ότι το σκοτάδι είχε εξασθενήσει σημαντικά, όχι επειδή είχαν ξαναεμφανιστεί τα άστρα αλλά από μια απροσδιόριστη πηγή φωτός από τη πλώρη. Όταν είχα ήδη φτάσει στη πλώρη είχα σηκώσει τα χέρια στο ύψος του στέρνου και ελαφρώς λυγισμένα και στραμμένα προς τα μπροστά ενώ το στόμα μου έχασκε ανοιχτό και ανέπνεα όσο πιο σιωπηλά μπορούσα με μεγάλες, βαριές, ανάσες. Ένιωθα τα βλέμματα των άλλων στραμμένα πάνω μου να παρατηρούν τις αντιδράσεις μου μπροστά στο θέαμα του γαλαξία που η ελλειψοειδές μορφή του απλωνόταν σαν το σώμα μιας νεράιδας με το τραγούδι που ξέρει να πλέκει μαγικά και το ακούνε μόνο τα αυτιά του γητεμένου. Το θέαμα με είχε συνεπάρει τόσο που έχασα την ισορροπία μου ώστε παραλίγο να πέσω από το πλοίο αλλά χέρια με τράβηξαν ευγενικά πίσω, σα να περίμεναν αυτήν μου την αντίδραση και με έβαλαν να κάτσω κάπου σταθερά, φροντίζοντας να μη χάνω σπιθαμή από το θέαμα που με είχε θαμπώσει. Ξαφνικά κατάλαβα ακόμα έναν λόγο που το σύμπαν μοιάζει τόσο με τη θάλασσα. Έβλεπα τα εκατοντάδες χιλιάδες αστέρια που αποτελούσαν τον γαλαξία, να κινούνται ανεπαίσθητα κάτω από τη ματιά μου. Στην πραγματικότητα, από τα αστέρια αυτά δε μπορούσες να παρατηρήσεις τη τροχιά τους, και διαφορά θα έβλεπες μονάχα από χρόνια στη θέση τους αλλά η όλη μορφή του γαλαξία και η μοναδικότητα της φύσης του, σου έδινε εντύπωση ανήλιαγης θάλασσας, μιας τεράστιας ρουφήχτρας ζωής, συνείδησης, ονείρων και φωτός. Όταν κάποια στιγμή συνήλθα κάπως, ο καπετάνιος μου εκμυστηρεύτηκε ότι το πλοίο σκοπίμως είχε πλησιάσει το γαλαξία σε τέτοια απόσταση για να μπορέσω να τον θαυμάσω με τον τρόπο που το έκανα. Σε άλλη περίπτωση θα μπορούσαν να είχαν ταξιδέψει με Σκοτεινή Ταχύτητα όλη τη διαδρομή και με την οποία θα συνεχιζόταν το ταξίδι.

Τα αστέρια ενός άλλου γαλαξία μας συντρόφευαν τώρα πια και η ζεστασιά τους μου φαινόταν το ίδιο φιλόξενη με τους ομοίους τους στους γνώριμου ουρανούς της πατρίδας μου. Όπως μου είπαν δεν ήταν παρά ο γειτονικός γαλαξίας της Ανδρομέδας, που κάποτε είχα δει με το τηλεσκόπιο ενός φίλου μου ερασιτέχνη αστρονόμου πίσω στη Γη. Και το ίδιο συναίσθημα που είχε ανοίξει τα φτερά του μέσα στο μυαλό μου όταν πρωτοαντίκρισα το γαλαξία της Ανδρομέδας, της συντρόφισσας του μυθικού Περσέα, ήρθε και πάλι εκατοντάδες φορές μεγαλύτερο και το μυαλό μου πλημμύρισε από μια θάλασσα, που σίγουρα είναι η μήτρα της πρώτης ζωής που εμφανίστηκε στο σύμπαν. Οι πρώτες θάλασσες που κατέκτησαν οι Κάλειος. Το πλανητικό σύστημα της αυτοκρατορίας των Χέιν-Σαίν-Αντρίχγκτ απλωνόταν μπροστά μας. Μια ένδοξη ιστορία πολέμων και κατακτήσεων απλωνόταν πίσω στις σελίδες της ιστορίας τους. Μια φυλή περήφανη και ευγενής. Γνωστή σε ολόκληρο το γαλαξία της Ανδρομέδας για τα κατορθώματα της κατά τις ένδοξες εκστρατείες της εναντίον εχθρών και πολέμιων, που απειλούσαν την υπόσταση της περήφανης Ανδρομέδας.

Το πλοίο πλέον είχε χαμηλώσει τα πανιά του και πλησίαζε το πλανήτη-πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, τον Λις. Αφού είχε περάσει τον τυπικό έλεγχο, όπου για τα πλοία των Κάλειος είναι η πιο σύντομη, από το δορυφορικό, διαστημικό σταθμό, τους υποδέχτηκαν μεταλλικά ρομπότ, περίεργου σχήματος που δε φαινόταν να χρειάζονται να βαδίζουν με πόδια ή να κυλάνε πάνω σε ρόδες αλλά και πάλι σίγουρα δε βασιζότανε η κίνησή τους στην αρχή της αιώρησης και προώθησης. Προς μεγάλη μου έκπληξη όμως οι Κάλειος μου είπαν, ότι αυτοί ήταν οι κάτοικοι του Λις και η φυλή της αυτοκρατορίας των Χέιν-Σαίν-Αντρίγκχτ! Το πλοίο έπλευσε σιγά, σιγά πάνω σε μια ηλιαχτίδα του μοναδικού ζωοδότη ήλιου του πλανητικού συστήματος και προσάραξε στο τεράστιο λιμάνι της πρωτεύουσας του Λις. Παντού μπορούσες να ξεχωρίσεις μόνο αποχρώσεις μεταλλικών χρωμάτων. Οι κάτοικοί του πηγαινοερχόντουσαν και η κίνησή τους μου φαινότανε πότε αστεία, πότε μονότονη, πότε χυδαία, πότε τρομαχτική, πότε οικεία. Αυτή τη φορά δεν δίστασα να κατέβω από το καράβι, όταν ο καπετάνιος μου πρότεινε να τον συνοδεύσω στο παλάτι όπου θα συναντούσε τον υπεύθυνο εμπορίου για να του παραδώσει το φορτίο με το διάφανο κρασί. Κατεβήκαμε από το πλοίο και αρχίσαμε να περιφερόμαστε μέσα στους περίεργα φτιαγμένους δρόμους, που σίγουρα δεν ήταν φτιαγμένοι για περπάτημα. Οι ευγενικοί γεμάτοι εγκαρδιότητα κάτοικοι του Λις μας είχαν παραχωρήσει ένα ιπτάμενο όχημα για μας και ακόμα ένα για το φορτίο μας. Το να τα οδηγήσουμε στο προορισμό μας δεν ήταν καθόλου δύσκολο αφού απαιτούσαν μόνο τη σκέψη μας και έτσι δεν είχαμε ανάγκη κάποιον ιθαγενή οδηγό. παρόλο που πολλοί προσφέρθηκαν όταν επιβιβαζόμασταν στο όχημα τινάζοντας κεραίες και αορίστου χρήσης μεταλλικές προεκτάσεις του κορμιού τους και βγάζοντας πολλούς διαφορετικούς ήχους την κάθε στιγμή. Ένα συνονθύλευμα ήχων, από αυτούς που εμείς έχουμε συνηθίσει να ακούμε όταν φέρνουμε δύο οποιαδήποτε μάζας και μορφής μέταλλα σε επαφή με οποιοδήποτε τρόπο.

Σε λιγότερο από δέκα λεπτά ήμασταν στο παλάτι, αφού περάσαμε από κτίρια, που στη Γη μόνο ένας τρελός αρχιτέκτονας θα μπορούσε να σχεδιάσει και ένας ιδιοφυής χτίστης θα μπορούσε να χτίσει. Το παλάτι ήταν χτισμένο αποκλειστικά από ένα άγνωστο για μένα μέταλλο ανθεκτικότερο από το ατσάλι, αφού η εμφάνισή του πρόδιδε τις δυνατότητες και δυνάμεις του. Εγώ απέμεινα να χαζεύω τα σχέδια στους τοίχους ενώ ο καπετάνιος μιλούσε με τον υπεύθυνο εμπορίου του παλατιού. Σε κάποια στιγμή μου έκανε νεύμα καθώς είχα απομακρυνθεί λίγο αναπτύσσοντας τις σκέψεις μου κατά μήκος των τοίχων του παλατιού, που κάθε τόσο ακουμπούσα εξεταστικά και με ενδιαφέρον για να μπορέσω καλύτερα να καταλάβω τι αναπαριστούσαν τα αλλόκοτα σχέδια και ιερογλυφικά. Διέκρινα επίσης πάνω στο τοίχο γραμμένη μια σφηνοειδής γραφή με αλλόκοτους χαρακτήρες. Τη στιγμή λοιπόν που με φώναξε ο καπετάνιος κατάλαβα λίγα από αυτά που αναπαριστούσαν οι τοιχογραφίες και εννοούσαν οι επιγραφές. Μάλλον χρειάστηκε να συνηθίσει το μυαλό και η όρασή μου σε αυτόν τον πολιτισμό και να μπορέσει να κατανοήσει ελάχιστα τη γεωμετρία που διέπει τη ζωή τους. Ήταν λοιπόν αναπαραστάσεις από πολέμους. Τι άλλο θα μπορούσε να ήταν; Παρά τη τεράστια μεγέθους πολιτισμού και αντιλήψεις των πραγμάτων κάποιες νοοτροπίες παραμένουν ίδιες. Παρόλο που οι κάτοικοι του Λις ήταν ανέκαθεν πλάσματα από μέταλλο.

Ίσως το ρήμα «παραμένω» να μη μου φαίνεται σωστό σαν μια πρώτη σκέψη αλλά η ωριμότητα που σου προσφέρουν μερικά δευτερόλεπτα, σε οδηγεί τελικά να συμπεράνεις ότι είναι παραπάνω από σωστό.

Ακολούθησα λοιπόν τον καπετάνιο και επιστρέψαμε στο πλοίο, αφού κόντευε το σούρουπο και η ώρα αναχώρησης βρισκότανε πολύ κοντά. Έτσι είδα ακόμα ένα θαύμα κι έναν πλανήτη να απομακρύνεται καθώς εμείς καβαλάγαμε τη φεγγαραχτίδα του Κιν. Του πρώτου από τα τρία φεγγάρια του Λις. Τα άλλα δύο συντροφεύανε την άλλη, πια φωτισμένη, πλευρά του πλανήτη. Και τα άστρα άρχισαν πάλι να λούζουν τα πανιά και τα μαλλιά μας και να μας στέλνουν γλυκά για ύπνο και να τους βοηθά η ανάγκη για ξεκούραση.

Η ώρα της αφύπνισης είχε περάσει από ώρα κι εγώ έπινα αχόρταγα τη θέα απολαμβάνοντας τα άστρα, που ορισμένα τρεμοσβήνανε σα να σε χαιρετούσανε ή σα να σε καλούσανε στους κόσμους που πιθανότατα φιλοξενούσανε. Μα ένα από τα πιο θαυμαστά θεάματα στο σύμπαν, δεν ήταν οι τεράστιες εκτάσεις αστεροειδών, σκορπισμένες πέτρες στο μέγεθος βουνών αλλά και πολύ μικρότερες που μπορούσαν να χωρέσουν στη χούφτα μου, που περιπλανιόντουσαν σα το φάντασμα κάποιου πρώην πλανήτη. Ούτε οι κομήτες, που σαν δελφίνια συντρόφευαν το πλοίο και με μάτια υπεροπτικά σου έριχναν μια ματιά περιέργειας και μετά βουτούσαν στη μαύρη κενότητα. Ούτε οι αχόρταγες τρύπες στο χώρο και στο χρόνο. Με το ερεβώδες μαύρο να κάθεται στο θρόνο του και να κατατρώγει την ύλη και την ενέργεια καταδυναστεύοντας το φως προκαλώντας δίνες από φωτιά καθώς καταπίνει ήλιους και δημιουργώντας δίνες από συντρίμμια ύλης καταβροχθίζοντας αχόρταγα πλανήτες με συμπαντική βουλιμία και αδηφαγία. Παρά μόνο εκείνα τα πολύμορφα σύννεφα. Μήτρες άστρων. Γεννήτορες ήλιων και ζωής που στέκονται εκεί νομίζεις από πάντα, σα σειρήνες σε προκαλούν να πας να τις αγγίξεις, να τις γευτείς και να τις ακουμπήσεις. Πολύχρωμα σύννεφα με όλη τη φαντασία του σύμπαντος να στερεύει στη μορφή τους. Ούτε εκείνοι οι φάροι φωτός που εξακοντίζουν φως όπως κάνουν οι φάλαινες το νερό στους γήινους ωκεανούς. Ούτε ο θάνατος των αστεριών, που πεθαίνει μέσα στη μεγαλοπρέπεια του φωτός υμνώντας τον άγνωστο κατασκευαστή του.

Μα οι Κάλειος μου είπαν πως δε μπορούμε να επισκεφτούμε τα εκολαπτήρια των άστρων και της ζωής όπως τη ξέρουμε, γιατί μέσα στο εσωτερικό των νεφών τους κρύβουν τέτοια ομορφιά, που χάνεις για πάντα το βλέμμα σου μέσα σε αυτά τα σύννεφα. Εγώ όμως λίγα κατάλαβα και περισσότερο μου φάνηκε σαν πρόκληση παρά σαν προειδοποίηση. Και παρατηρώντας όλα αυτά τα θαυμαστά, ευχαριστώντας τους άγνωστους θεούς, που τα νοήμονα όντα επινόησαν κι είπαν ότι αυτοί τα έφτιαξαν, φτάσαμε στη Ξένιον. Το πλανήτη που κατοικεί η μουσική, όπως μου είπαν οι Κάλειος.

Το λιμάνι που προσαράξαμε ήταν γραφικό και μικρά σπιτάκια έντυναν το φρέσκο γρασίδι. Και ένας μεγάλος ναός ήταν τοποθετημένος στα μέσα της πόλης, αφού τα σπίτια εκτεινόντουσαν πολλά εκατοντάδες μέτρα προς όλες τις κατευθύνσεις της στεριάς. Ο ναός έδειχνε το πραγματικά υψηλό επίπεδο αρχιτεκτονικής και ταυτόχρονα πολιτισμού. Τεράστιες δρύινες πόρτες σε κάθε πλευρά του, αλλά χρησιμοποιούνταν άλλες μικρότερες. Ο ναός στερούτανε από σκεπή. Η μόνη υπόνοια στέγης ήταν το τέλος των πανύψηλων τοίχων –γεμάτοι παραστάσεις και από τις δύο πλευρές– που έγερναν ελαφρώς προς τα μέσα και έδιναν ένα γοητευτικό τόνο, μα ο σκοπός τους μου εξήγησε ένας Κάλειος εξυπηρετεί καθαρά ηχητικούς σκοπούς και τότε άρχισα να αντιλαμβάνομαι και τη πνευματική μοναδικότητα αυτών των πλασμάτων, που όσο και να προχωρούσαμε βαθύτερα στη πόλη δε συναντούσαμε κανένα. Μου εξήγησαν και πάλι πως ή ώρα άφιξής μας συνέπεσε με της ώρα προσευχής τους, αν και δεν είχαν κανέναν θεό για να πιστέψουν. Όλους θα τους βρίσκαμε στο αχανές προαύλιο του ναού, που είναι ειδικά διαμορφωμένο για τέτοιου είδους εκδηλώσεις. Και όταν ρώτησα τι εννοούσαν όταν έλεγαν ότι οι Ξενιανοί προσεύχονταν, μου είπαν ότι έπαιζαν μουσική. Παρόλα αυτά εγώ δεν άκουσα ούτε μια νότα αν και είχαμε φτάσει ήδη στο εξωτερικό μέρος του ναού.

Αλλά ήξερα, ότι αυτή η μουσική της σιωπής, που έντυνε τη πόλη δεν ήταν παρά ο πρόλογος των θαυμάτων της δημιουργίας, που θα γινόμουνα μάρτυρας, μια λογική συνέχεια στη μικρή μου άνετη οδύσσεια. Και οι σαν μπρούτζινες αναπαραστάσεις μιλούσανε γλυκά με λόγια μαγικά σα ξόρκια ξωτικών που μιλάνε για πράματα που η λέξη «θεϊκά», δεν μπορεί να εκφράσει τη μοναδικότητά τους. Όλες αυτές μου οι σκέψεις, πήρανε σάρκα και οστά και ντυθήκανε με τα πιο θαυμαστά ρούχα καθώς η πόρτα υποχώρησε από το ευγενικό σπρώξιμο του Κάλειου καπετάνιου. Μια μελωδία καμωμένη λες από πλάσματα ευγενικής μαγείας ήρθε και ξαπόστασε στα αυτιά μου και έκανε πιο πλούσια τα όνειρά μου και μετά νόμιζες ότι την έβλεπες να απομακρύνεται, σαν ένα πλάσμα φτιαγμένο από την ίδια ουσία, που λένε ότι γέννησε τα όνειρα.

Προχωρήσαμε μέσα στον ναό και εγώ άκουγα τη πιο ωραία προσευχή που έχει ποτέ επινοηθεί. Ένιωθα σαν ένα ποντίκι παρασυρμένο από τη μαγεία του μαγικού αυλού αλλά ο προορισμός μου δεν ήταν το ποτάμι και ο πνιγμός αλλά η ανακάλυψη και η πνευματική μου μεταμόρφωση. Οι μουσικοί στέκονταν σε διάφορα σημεία μέσα στον χώρο και με τέλεια αρμονία έκαναν τον χώρο να μοιάζει ομορφότερο, μαζί και τη κάθε σκέψη που περνούσε εκείνη τη στιγμή από το μυαλό μου, να ντύνεται με τα ωραιότερα άνθη του κήπου της ευδαιμονίας.

Κρατώντας διάφορα όργανα που άλλα θύμιζαν τον πολιτισμό από όπου ερχόμουνα και άλλα σε έκαναν να στέκεσαι και να απορείς, που τέτοια επινοήματα του μυαλού μπορούσαν να βγάλουν ήχο και μάλιστα τόσο αγνό και γεμάτο συναισθήματα. Παρακολουθούσα τους τροβαδούρους του σύμπαντος να χτυπάνε χορδές, να δίνουν ανάσες, να χτυπάνε περίεργα πλήκτρα ή άλλα αντικείμενα μεταξύ τους με έναν μοναδικό υπνωτιστικό τρόπο και αν δε μπορούσα να διακρίνω κάποια έκφραση πάνω στα σχεδόν ανθρώπινα πρόσωπά τους ήξερα ότι έκρυβαν κάποιο χαμόγελο γαλήνης και καλλιτεχνικής ωριμότητας.

Η έξαψη ήταν τόσο μεγάλη που ένιωθα να ανυψώνομαι σε ένα ανώτερο επίπεδο ύπαρξης και αντίληψης λες και μου είχε παραχωρηθεί προσωρινά μία ακόμη αίσθηση, αν και θα ορκιζόμουν ότι ήταν παραπάνω από μία. Στο τέλος ένιωθα παντελώς διαφορετικά όταν τελείωσε η παράξενη και αριστουργηματική «προσευχή» των τροβαδούρων του πλανήτη Ιχτίον, του γαλαξία της Ανδρομέδας.

Μόλις συνήλθα από τις υπνωτιστικές μελωδίες, που είχαν πια πάψει και μέσα στη απόλυτη ησυχία εύκολα καταλάβαινες ότι αυτές οι μελωδίες μπορούσαν να συναγωνιστούν την μοναδικότητα της ίδιας της σιωπής, αναζητούσα με το βλέμμα τους Κάλειος αλλά δεν υπήρχαν πουθενά. Ευθύς σηκώθηκα και με βιαστικές κινήσεις κατευθύνθηκα στη πόρτα για να πάω στο λιμάνι. Μα πολύ πριν φτάσω στη μικρή ξύλινη πόρτα που στερούσε τον έξω κόσμο από τις μαγευτικές μελωδίες, ένα χέρι με άρπαξε και με έβαλε να καθίσω σε ένα εξαιρετικά αναπαυτικό κάθισμα και βουλιάζοντας μέσα σε αυτό και στα μαξιλάρια του, ο τροβαδούρος μου πρόσφερε ένα ποτήρι διάφανο κρασί κι εγώ χωρίς κουβέντα το πλησίασα στο στόμα μου. Δεν το άφησα πάνω στο διπλανό τραπεζάκι, παρά μόνο όταν το είχα τελειώσει.

«Και τώρα μπορούμε να μιλήσουμε», είπε ο τροβαδούρος, κάνοντας με να αισθανθώ έκπληξη, μην έχοντας ακόμα συνηθίσει στις ιδιότητες του θαυμαστού ποτού. Και η φωνή του ήταν απλή και δε μαρτυρούσε τη τέχνη που εξασκούσε ένα τέτοιο πλάσμα.

«Σας ακούω», του απάντησα, προσπαθώντας να ακουστώ ήρεμος, αν και είχα σχεδόν πανικοβληθεί με την απουσία των συντρόφων μου.

«Οι ευγενικοί Κάλειος έφυγαν από το πλανήτη πριν από ώρα, αφήνοντας σας να απολαύσετε το δώρο που σας έκαναν. Ήδη θα έχετε αντιληφθεί ότι εδώ έχει νυχτώσει και τα αστέρια σαλπάρουν για ώρα πάνω από τα μάτια μας.», η φωνή του ήταν ευγενική και καθησυχαστική.

«Συγνώμη αλλά δε σας καταλαβαίνω. Για ποιο δώρο μιλάτε;», ρώτησα όλο απορία σα το μαθητούδι όταν ρωτάει το δάσκαλο για κάτι πραγματικά ανεξήγητο αλλά γνωρίζει ότι μόνο για αυτό είναι και ακούγεται ακατανόητο.

«Οι Κάλειος δεν ήρθαν εδώ για εμπορικές συναλλαγές, άλλωστε έχουμε άφθονο διάφανο κρασί και δε χρειαζόμαστε άλλα αγαθά. Τα υπόλοιπα αναγκαία μπορούμε να τα πάρουμε από το πλανήτη μας. Το δώρο που σας κάνανε, ήταν να σας φέρουνε εδώ για να ακούσετε τη μουσική μας. Αυτό θεώρησαν δώρο οι φίλοι σας. Μα συγχωρέστε τους, που δε σας αποχαιρέτησαν και έφυγαν ξαφνικά, μα αυτή είναι μόνο μία από τις παράξενες συνήθειές τους. Ήθελαν το ταξίδι σας να τελειώσει εδώ πέρα. Τώρα εξάλλου μπορείτε να επιστρέψετε μόνος σας στη πατρίδα σας.», σε αυτά τα τελευταία του λόγια σχεδόν αναπήδησα από τη θέση μου και έβγαλα έναν όντως παράξενο θόρυβο από το στόμα μου, που έκανε πολλούς από τους τροβαδούρους να σταματήσουν τη μεταξύ τους κουβέντα και να γυρίσουν να με κοιτάξουν και μετά συνέχισαν να μιλάνε σιωπηλά.

«Σίγουρα θα αναρωτιέστε πως, αγαπητέ. Αλλά η απάντηση είναι ακριβώς πίσω από τη πλάτη σας, ή μάλλον στη πλάτη σας.», τον κοίταξα λίγο μέσα στα μάτια προσπαθώντας να βγάλω λογικό νόημα από τα λόγια του, μα το συνεχώς καθησυχαστικό χαμόγελό του με έκανε να γυρίσω το κεφάλι μου προς τα πίσω και να αντικρίσω τη πλάτη μου. Αυτή τη φορά δεν αναπήδησα από τη θέση μου αλλά σηκώθηκα τελείως με μια απότομη κίνηση και γύρισα δύο στροφές. Δύο πελώρια φτερά είχαν φυτρώσει στη πλάτη μου. Γύρισα πάλι να κοιτάξω τον τροβαδούρο και εκείνος διατηρούσε ακόμη εκείνο το χαμόγελο, που μου έδιωξε παντελώς κάθε ανησυχία και άλλες σκέψεις ήρθαν και κάθισαν μέσα στο μυαλό μου και αμέσως τον ρώτησα πως θα μάθαινα να πετάω.

«Περίμενα να ρωτήσεις πρώτα πως απέκτησες αυτά τα φτερά», μου απάντησε και εγώ συμφώνησα από μέσα μου αλλά περίμενα να μου απαντήσει ακόμα στην ερώτηση που του έκανα λες και δεν ήξερα άμα ήθελα να γνωρίζω την απάντηση.

«Η μουσική μας επιτρέπει αυτή τη μεταμόρφωση. Κι όχι μόνο στην μορφή μας. Δε μας δίνει απλά φτερά, αλλά μας χαρίζει και όλες τις ικανότητες που χρειάζεται κανείς για να πετάξει.», και μόλις τελείωσε τα λόγια του, είδα να υψώνονται από πίσω του πελώρια πολύχρωμα φτερά. Τέσσερα μέτρα το καθένα και να κινούνται ρυθμικά μπρος πίσω. Κοίταξα και τα δικά μου και είδα ότι διέφεραν αισθητά από τα δικά του. Τα χρώματα ήταν διαφορετικά και με διαφορετικό τρόπο κατανεμημένα πάνω στα πουπουλένια φτερά. Και παρατηρώντας τα καλύτερα και νιώθοντας τους μύες τους να κινούνται, συμπέρανα ότι ήταν τέσσερα ζευγάρια φτερών φτιαγμένα όχι από πούπουλα αλλά από κάποιο ονειρικό υλικό. Μα δεν τελείωσαν εκεί αυτές οι ανακαλύψεις μου αλλά μέσα από τις διαρκείς μου σκέψεις ήξερα πλέον απαντήσεις, που τις ερωτήσεις τους, ούτε καν σκεφτόμουνα πριν λίγη ώρα. Ήξερα να πετάω, ήξερα πώς να πάω στη Γη, ήξερα ποιο δρόμο θα έπαιρνα, ήξερα γιατί οι Κάλειος μου κάνανε αυτό το περίεργο και πρωτότυπο δώρο. Χαιρέτησα τους τροβαδούρους και ανοίγοντας τα φτερά μου ξεκίνησα για το ταξίδι του γυρισμού. Υψώθηκα μέσα από την ανοιχτή οροφή και με συνταξιδιώτες μου τις κοσμικές ακτίνες ξεχύθηκα στο διάστημα

Ίσως είναι ακατανόητο αλλά ήξερα ακριβώς τι μου συνέβαινε και τα πάντα ήταν οικεία αλλά ταυτόχρονα τα γευόμουνα πρώτη φορά. Τα φτερά μου ανοιγόκλειναν ρυθμικά καθώς με οδηγούσαν μέσα από τα αστέρια. Ένιωθα ότι ήταν παντοδύναμα. Η ορμή τους με έστελνε μπροστά και οι συμπαντικοί άνεμοι προσπαθούσαν να με φτάσουν. Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε η ταχύτητά μου αύξανε και έφτανε σε εντυπωσιακές ταχύτητες. Παρόλα αυτά, δεν ένιωθα τη παραμικρή ενόχληση αλλά αντιθέτως μια περίεργα ευχάριστη εφορεία. Κάποια στιγμή τα πάντα σκοτείνιασαν γύρω μου και μόνο ένα μικρό αχνό φωτάκι με καθοδηγούσε μπροστά μου. Γνώριζα από ώρα όμως ότι θα έφτανα τη Σκοτεινή Ταχύτητα. Το φως είχε αρχίσει να μεγαλώνει αισθητά και ξαφνικά χάθηκε. Ελάττωσα τη ταχύτητα και άστρα κολυμπούσανε δίπλα μου. Βρισκόμουν ήδη μέσα στο γαλαξία μου.

Τότε έστρεψα το κεφάλι μου και είδα νεφελώματα να με καλούν με την άηχη χρωματιστή φωνή τους. Θυμήθηκα τους υπαινιγμούς των Κάλειος και οι καινούργιες μου γνώσεις από το τραγούδι των τροβαδούρων της Ανδρομέδας δεν πρόσθεταν κάτι αποθαρρυντικό για την επίσκεψη των νεφελωμάτων. Έτσι χωρίς καμία παραπάνω σκέψη έστρεψα τα φτερά μου στη κατάλληλη γωνία και βούτηξα μέσα στις αχανείς εκτάσεις των διαστημικών νεφών. Η ομορφιά ήταν αστείρευτη και τόσο πλούσια που νόμιζες ότι αν καθόσουν λίγο ακόμα θα ήταν λες και θα είχες φάει το λωτό της λησμονιάς και θα έμενες να περιπλανιέσαι αιώνια μέσα στα αγαπημένα σου χρώματα και ανταύγειες, μέχρι να πεθάνεις και να γίνεις και εσύ σκόνη, μια απειροελάχιστη προέκταση αυτού του θαύματος. Και αυτή μου η σκέψη με τρόμαξε γιατί με έκανε να οδηγηθώ σε καινούργιες μακάβριες σκέψεις. Και τα φτερά μου αμέσως κουνήθηκαν απότομα και τα νέφη έτρεξαν να φύγουν από δίπλα μου και εγώ τα έσχιζα, μέχρι που βγήκα μέσα από το νεφελώδες όνειρο μα αισθάνθηκα ένα πόνο και μια πικρία, που τα αποχωρίστηκα τόσο γρήγορα. Και συνέχισα το ταξίδι προς τη Γη.

Όμως κάτι ανησυχητικό παρατήρησα τώρα στη συνέχεια του ταξιδιού μου. Όλα φαίνονταν τώρα διαφορετικά. Πιο θολά από παλιά. Από την επίσκεψή μου στο νεφέλωμα και μετά, τα πάντα είχαν χάσει τη λάμψη τους ακόμα και ένα διπλό σύστημα ήλιων που πέρασα αρκετά κοντά τους και τα φτερά μου εκμεταλλεύτηκαν τους ηλιακούς ανέμους τους, ήτανε θαμπός. Και τότε θυμήθηκα τη παράξενη προειδοποίηση των Κάλειος και κατάλαβα. Είχα απολαύσει ένα από τα πιο φαντασμαγορικά θεάματα, πετώντας μέσα στο νεφέλωμα και τώρα όλα τα άλλα είχαν χάσει την ομορφιά τους, που μέχρι πρόσφατα αναδύανε. Τα θνητά μου μάτια δεν τα είχαν αντέξει, και για αυτό οι γνώσεις των τροβαδούρων δε με βοήθησαν. Μα ποτέ δε μετάνιωσα για αυτή τη τωρινή μου θαμπάδα. Γιατί είδα το ποθητό τέλειο και θα το ξαναζητούσα.

Όλες μου οι σκέψεις όμως με αφήσανε και άλλες σχεδόν ξεχασμένες με έκαναν να αισθανθώ αισθήματα λες και τα γνώριζα για πρώτη φορά. Λες και αντίκριζα το φως του ήλιου πρώτη φορά. Λες και τα πνευμόνια μου καίγανε από τη κατάποση της πρώτης πνοής. Η μάνα Γη με καλωσόριζε με τα φιλόξενα χρώματά της και τα σύννεφά της, μου έκαναν νεύμα να τη συναντήσω. Βούτηξα μέσα στην ατμόσφαιρα και ξαναγνώρισα αεράκια και ανέμους από την αρχή. Και τα φτερά μου τα γνώριζαν πρώτη φορά.

Πήγα κατευθείαν στην αγαπημένη πόλη και ξαπόστασα σε ένα κάγκελο ενός μπαλκονιού σα πουλί, με τα φτερά να γέρνουν στη πλάτη παρατηρώντας λες το νεόκτιστο βασίλειο μου, που έβαλα να φτιάξουν όπως το είχα δει στα όνειρα μιας άλλης ζωής.

Και όταν γύρισα το βλέμμα να δω που είχα κάτσει, είδα κάποιον να στέκεται πίσω μου και στο κάθε χέρι κρατούσε από ένα ποτήρι γεμάτο από αυτό το αγαπημένο αιμάτινο ποτό και άπλωσα το χέρι να το πάρω.

______________________________


    τα έχεις διαβάσει;

Βιβλία Fantasy

Διαβάσαμε & Κρίνουμε
Fantasy Archive

Μουσική Φαντασίας

Ακούσαμε & Προτείνουμε
Fantasy Archive

Visual Art - Ζωγραφική

Είδαμε & Παρουσιάζουμε
Fantasy Archive

Comics - Graphic Novels

Εικόνες & Κείμενα Φαντασίας
Fantasy Archive

Ταινίες & Σειρές Φαντασίας

Εντυπώσεις και Συναισθήματα
Fantasy Archive

Video Games

Η F Γωνιά των Gamers
Fantasy Archive