Διαβάζω Η εκδικηση της Κασσανδρας από τα Fantasy Archives της Fantasy Gate! Bookmark and Share


από Ερρίκο Σμυρναίο

Η εκδίκηση της Κασσάνδρας

Την έλεγαν Κασσάνδρα. Μεγάλωσε νιώθωντας ξέχωρη απ’ το πλήθος, συναισθηματικά άτρωτη, εμβολιασμένη με ψυχικά αντισώματα που την καθιστούσαν απρόσβλητη στην κακία και το σαδισμό των ανθρώπων που στριμώχνονταν στα φριχτά και βρώμικα γκετοπροάστεια. Ζούσε με την ελπίδα πως κάποια μέρα θα κατάφερνε ν’ αποδράσει απ’ το άθλιο διαμέρισμα της, απ’ το κακόφημο στριπτιζάδικο όπου γδυνόταν μπροστά σε ξαναμμένους νεαρούς και έκφυλους παλιόγερους, απ’ τους άσχημους δρόμους, τα θωρακισμένα σούπερ-μάρκετ και τις ξεφλουδισμένες πολυκατοικίες που ξεχείλιζαν από μίσος οργή και δυστυχία.


1

Κάθε βράδυ έσφιγγε τα δόντια, ανέβαινε στην πίστα και κοιτούσε το κενό. Χόρευε στο ρυθμό μιας εκκωφαντικής μουσικής και μεταμορφωνόταν σε μια χυδαία φαντασίωση, σ’ ένα διαθέσιμο όργανο ηδονής που τ’ όργωναν εκτυφλωτικές δέσμες φωτορυθμικών λέηζερ. Την ίδια στιγμή το μυαλό της πετούσε μακρυά, στους γυάλινους πύργους και τα εκθαμβωτικά φώτα του Κέντρου που έλαμπαν μέσα στη νύχτα παραμυθένια και απλησίαστα, οχυρωμένα πίσω από αδιαπέραστα τείχη από ενισχυμένο μπετόν.
Ένα καλοκαιριάτικο βράδυ άλλαξαν όλα:
Το ημιπαράνομο στριπτιζάδικο που βρισκόταν στην παλιά παραλιακή λεωφόρο, κοντά στους υδατοφράχτες που είχαν χτιστεί όπως-όπως την εποχή που η στάθμη της θάλασσας είχε ανέβει ξαφνικά, πολλά χρόνια προτού εκείνη γεννηθεί, ήταν πήχτρα στον κόσμο.
Καθώς εκτελούσε το νούμερό της για χιλιοστή φορά, εξουθενωμένη απ’ την αφόρητη ζέστη και την υγρασία που κολλούσαν πάνω της σαν ζεσταμένες μύξες, ένιωσε κάποιον να την κοιτάζει σαν πεινασμένο αγρίμι, ένα ζευγάρι μάτια να καρφώνονται πάνω της σαν μεγεθυντικοί φακοί.
Οι κραυγές των πελατών του μαγαζιού που της φώναζαν να χορέψει ακόμα περισσότερο, να γλύψει το πάτωμα, να αυτοικανοποιηθεί πάνω στην πίστα και να παίξει με την κατακόρυφη μπάρα της από γυαλιστερό αλουμίνιο την είχαν ξεκουφάνει και τα διαπεραστικά φώτα που έπεφταν πάνω της τη ζάλιζαν, εκείνη ωστόσο δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να εντοπίσει τον καλοντυμένο και φανταχτερό κύριο με το προσεγμένο κούρεμα και τα σμιλεμένα ζυγωματικά που την κοίταζε με τόση αδημονία.
Όταν σταμάτησε να χορεύει, την κάλεσε στο τραπέζι του για ένα ποτό και εκείνη δέχτηκε με προθυμία. Αυτή ήταν η πρώτη τους συνάντηση, η πρώτη φορά που αντάλλαξαν κάποιες κουβέντες. Της είπε ότι τον έλεγαν Γιώργο και ότι ζούσε στο Κέντρο. Ύστερα από μια ώρα του έκανε έρωτα στο ρομποτικό του αυτοκίνητο που διέσχιζε με τριακόσια πενήντα χιλιόμετρα την ώρα έναν εναέριο αυτοκινητόδρομο, στη συνέχεια κατέληξαν σε κάποιο φτηνό ξενοδοχείο με συστήματα βιο-ελέγχου που ήταν αρκετά επαρχαιωμένα ώστε να της επιτρέψουν τη χρήση του κρεβατιού και του ντους και όταν ήρθε το ξημέρωμα της υποσχέθηκε πως θα ερχόταν και πάλι να τη δει.
Ήξερε πολύ καλά τι έκανε, απ’ την πρώτη στιγμή. Ήταν σαν να εκτελούσε ένα απ’ τα χορευτικά της νούμερα, μια σειρά κινήσεων που είχε προβάρει ξανά και ξανά, μέχρι αναισθησίας.
Είχε καταλάβει ότι ο Γιώργος ήταν η μεγάλη της ευκαιρία, ο άνθρωπος που θα πλήρωνε για τη γονιδιακή της αναβάθμιση και θα την έβγαζε μια και καλή απ’ το βόθρο των γκετοπροαστείων.

2

Ένας ολόκληρος μήνας πέρασε από τότε.
Ξυπόλητη, φορώντας μια ρόμπα από συνθετικό μετάξι, κρατούσε στα χέρια της ένα διάφανο ποτήρι από κρυσταλλική σιλικόνη και ατένιζε το αστικό πανόραμα της Πόλης που ξεδιπλωνόταν έξω απ’ το παράθυρο του δέκατου πέμπτου ορόφου κάποιου αστραφτερού ουρανοξύστη.
Τα περίτεχνα κτίρια που υψώνονταν φωταγωγημένα και πανύψηλα μέσα στη νύχτα, μουσκεμένα απ’ το απαλό ψιλόβροχο που έπεφτε αδιάκοπα από το πρωί, οι απλόχωρες πλατείες με τα μεταλλαγμένα δέντρα που δεν φυλλορροούσαν ποτέ, οι πλακόστρωτοι πεζόδρομοι και οι ολοστρόγγυλες λιμνούλες από φιλτραρισμένο νερό που σπινθηροβολούσαν κάτω από εναέριες γέφυρες και ανισόπεδες διαβάσεις, ήταν η γη της επαγγελίας, το όνειρο που είχε γίνει επιτέλους πραγματικότητα.
Πίσω απ’ τα γυάλινα κτίρια και πέρα απ’ τις κατάφυτες πλατείες ξετυλιγόταν το Τείχος, μια άχαρη γραμμή από ενισχυμένο τσιμέντο που χώριζε τις λαμπερές και πολύχρωμες εκτάσεις του Κέντρου από τ’ απαίσια και άναρχα γκετοπροάστεια, εκεί όπου ζούσαν οι φτωχοί, αυτοί που αδυνατούσαν ν’ αγοράσουν τ’ αναβαθμισμένα γονιδια και τους γενετικά τροποποιημένους ρετροιούς που θα τους έκαναν έξυπνους υγιείς και χρήσιμους για τις ανάγκες του καινούργιου αιώνα που πλησίαζε.
Εκείνη όμως είχε ξεφύγει οριστικά από εκεί.
Ένα πολυτελέστατο σαλόνι όπου κυριαρχούσαν απαλά χρώματα και μελετημένοι φωτισμοί την περιέβαλλε σαν μια ζεστή αγκαλιά ενώ το κοκταίηλ από πραγματικό αλκοόλ που άφριζε μέσα στο ποτήρι που κρατούσε, έμοιαζε να την καλοσωρίζει στην καινούργια ζωή που απλωνόταν μπροστά της.
Ένιωθε πως πετούσε στα ύψη, σαν ένα υπερηχητικό αεροσκάφος που διασχίζει την ιονόσφαιρα λουσμένο στο λαμπρό φως ενός μεταμεσονύχτιου ήλιου.
Ο Γιώργος, ύστερα από έναν ολόκληρο μήνα βιαστικών συνευρέσεων σε μικρά ξενοδοχεία και ανώνυμους ξενώνες, της είχε ζητήσει επιτέλους να συγκατοικίσουν στο διαμέρισμά του. Η φωνή του είχε ακουστεί τρεμουλιαστή και γεμάτη παράσιτα απ’ τα ηχεία του βιντεοτηλέφωνου που στόλιζαν τους τοίχους του σαλονιού ενώ το πρόσωπό του γυάλιζε κόκκινο και καταιδρωμένο μέσα στην κομψή οθόνη του που λαμπύριζε σαν λεπτεπίλεπτο γλυπτό. Πίσω απ’ τους ώμους του διέκρινε τους ογκώδεις ουρανοξύστες του Κουβέιτ ν’ αστράφτουν εκτυφλωτικοί κάτω από τον απογευματινό ήλιο της Σαουδικής Αραβίας.
Όταν η επικοινωνία τους έλαβε τέλος και η οθόνη του βιντεοτηλέφωνου απέκτησε το συνηθισμένο απαλό γκρίζο χρώμα της, ένιωσε την ανάγκη να γιορτάσει.
Σηκώθηκε όρθια, ντύθηκε, βγήκε απ’ το διαμέρισμα και πέρασε τις υπόλοιπες έξι ώρες εξερευνώντας τους υγρούς πεζόδρομους της πόλης που μια φορά και έναν καιρό φάνταζε στα μάτια της σαν ένα απόρθητο κάστρο. Παρατηρούσε εκστατική τους καλοντυμένους διαβάτες που από’ δω και πέρα θα μοιράζονταν τους δρόμους και τα πάρκα της μαζί της, τα υπέροχα καταστήματα, τα εξεζητημένα κτίρια και τα πολύχρωμα φώτα που την περικύκλωναν από παντού.
Ήταν ευτυχισμένη.
Όταν αποφάσισε επιτέλους να ξαναγυρίσει στο υπέροχο διαμέρισμα του Γιώργου, τα μαλλιά της κρέμονταν σαν βρεγμένα φύκια πάνω στους ώμους της και τα όμορφα ρούχα που φορούσε κολλούσαν στο κορμί της σαν μια μουλιασμένη μεμβράνη από λεπτή ζελατίνη.

3

Το διαμέρισμα ήταν κατασκότεινο και σιωπηλό αλλά εκείνη ούτε που νοιάστηκε να πει στα φώτα του ν’ ανάψουν. Έβγαλε το πανωφόρι και τα παπούτσια της στο χωλ και περπάτησε ξυπόλητη μέχρι το μπάνιο. Ξαφνικά διέκρινε μια σκοτεινή σιλουέτα να κάθεται ακίνητη σ’ έναν από τους καναπέδες του σαλονιού και να την κοιτάζει βουβή σαν οπτασία.
Αναπήδησε τρομαγμένη αλλά γρήγορα ηρέμησε. Ήταν ο Γιώργος.
-«Μα καλά,» τον ρώτησε, «όταν μου τηλεφώνησες το απόγευμα απ’ το Κουβέιτ, γιατί δεν μου είπες ότι είπες ότι θα’ σαι εδώ το βράδυ για να σε περιμένω;»
-«Πήρα το υπερηχητικό τζετ για να σου κάνω έκπληξη,» ήταν η απάντησή που της έδωσε. Η φωνή του της φάνηκε παράξενη, βαριά ψυχρή και άψυχη, σαν να ξεπηδούσε μέσα από έναν λαιμό που ήταν κατασκευασμένος από παγωμένο μέταλλο.
Προτού προλάβει να κάνει την παραμικρή κίνηση ο Γιώργος πετάχτηκε όρθιος ξαφνικά, χύμηξε πάνω της σαν πεινασμένο θηρίο και άρχισε να την γρονθοκοπάει με λύσσα, στο πρόσωπο και στο στομάχι.
Όταν κουράστηκε να τη σακατεύει, στάθηκε βαριανασαίνοντας από πάνω της και την κοίταξε με τέτοιο μίσος και αηδία που εκείνη, καθώς έτρεμε και αιμορραγούσε ακατάσχετα απ’ το στόμα και τη μύτη και πάλευε ν’ αναπνεύσει κουλουριασμένη γύρω απ’ τα πόδια του, έθαψε το κεφάλι της κάτω απ’ τα χέρια της για να προστατευτεί απ’ τη φλογερή του οργή. Το πρόσωπό του ήταν μελανιασμένο απ’ το θυμό, τα μάτια του πετούσαν αστραπές και οι φλέβες του λαιμού του φούσκωναν σαν πρησμένα φίδια. Της ξεκαθάρισε πως έτσι και επιχειρούσε ξανά να πάει οπουδήποτε χωρίς την άδειά του θα τη σκότωνε, πως του ανήκε, πως την είχε αγοράσει, τελεία και παύλα.
Είχε δίκιο φυσικά. Ακόμα και εκείνη τη στιγμή, καθώς βυθιζόταν γοργά σ’ έναν στρόβιλο σπλαχνικής αναισθησίας, ήξερε ότι έλεγε την αλήθεια. Όντως του ανήκε, ψυχή και σώματι. Αυτός της είχε βγάλει την καινούργια γεννετική της ταυτότητα, την άδεια κυκλοφορίας στο Κέντρο, αυτός έλεγχε τον τραπεζικό της λογαριασμό το ποινικό της μητρώο και το ιατροφαρμακευτικό της συμβόλαιο. Μια και μόνο λέξη του αρκούσε για να τη στείλει στα σωφρονιστικά στρατόπεδα της Βόρειας Αφρικής με την κατηγορία της απόπειρας εξαπάτησης της Παγκόσμιας Τράπεζας Προσωπικών Δεδομένων.
Πέρασε τους επόμενους τρεις μήνες σε μια κλινική ψυχοσωματικής αποκατάστασης, κάπου στις Αμερικανικές Άνδεις, φωλιασμένη σ’ ένα ζεστό κουκούλι αντικαταθλιπτικών κοκταίηλ, ανηλγητικών οπιούχων και υποκατάστατων σερατονίνης έως ότου ένα δειλινό, καθώς περιφερόταν άσκοπα στον κήπο της κλινικής και παρακολουθούσε τον ήλιο να σβήνει πίσω από χιονισμένες βουνοκορφές και απόκρημνα φαράγγια, κάτι σκίρτησε μέσα της, κάτι που την έκανε ν’ αναδυθεί και πάλι στον κόσμο της πεζής πραγματικότητας. Για πρώτη φορά μετά από πάρα πολύ καιρό κατάφερε να σκεφτεί και πάλι καθαρά, να θυμηθεί ποιά ήταν και τι ακριβώς της είχε συμβεί.
Ήταν μια παράξενη στιγμή. Γύρω της ρομπότ-κηπουροί που έμοιαζαν με χρωμιωμένα καβούρια και πολύχρωμες σαρανταποδαρούσες περιφέρονταν στον κήπο και ξερίζωναν αγριόχορτα, κλάδευαν ατίθασα χρυσάνθεμα και κούρευαν το παχύ χορτάρι ενώ ένας ψυχρός άνεμος που κατέβαινε απ’ τα βουνά ανακάτευε τα μαλλιά της και έφερνε στα ρουθούνια της το άρωμα της νύχτας που πλησίαζε.
Και τότε αποφάσισε να καταστρώσει ένα σχέδιο εκδίκησης. Αλλά χρειάστηκε να περιμένει για τρία ατέλειωτα χρόνια προτού της δοθεί η ευκαιρία να το πραγματοποιήσει.

4

Μέσα απ’ τα οβάλ παράθυρα του πανέμορφου εστιατορίου του υποβρύχιου ξενοδοχείου «Ατλαντίδα» ξετυλιγόταν μια γενναιόδωρη θέα του κακοτράχαλου πυθμένα της ηφαιστειογενούς Καλντέρας της Σαντορίνης. Οι προβολείς του ξενοδοχείου αποκάλυπταν μια κακοτράχαλη έκταση κοφτερών βράχων απο παγωμένη λαβα που σκεπάζονταν από υπερτροφικά φύκια και χιλιοπλόκαμες ανεμώνες. Ηφαιστειακοί θερμοπίδακες και πυκνά σύννεφα από θειούχες φυσσαλίδες αναδύονταν μέσα από οδοντοτά τεκτονικά ρήγματα ενώ μεγάλα χταπόδια και δύσμορφα ψάρια που είχαν τεράστια δόντια και μάτια δυσανάλογα μεγάλα σε σχέση με τα κεφάλια τους, κολυμπούσαν έξω απ’ τα παράθυρα, μαγνητισμένα απ’ το φως των εκτυφλωτικών προβολέων.
Τα φωτομοριακά κύτταρα που κάλυπταν την οροφή το δάπεδο και τους καμπυλωτούς τοίχους του εστιατορίου άλλαζαν ασταμάτητα αποχρώσεις, ακολουθώντας το ρυθμό μιας post-industrial μουσικής που κάλυπτε το χαρούμενο κουβεντολόι των πελατών του με μια αδιαπέραστη ηχητική κουβέρτα. Ένα διακοσμητικό ενυδρείο που αιωρούταν σαν κρυστάλλινη σφαίρα κοντά στο ταβάνι, στο κέντρο της κυκλικής αίθουσας, περιστρεφόταν αργά και αθόρυβα σαν μικρός πλανήτης. Μέσα του, μεταλλαγμένα χρυσόψαρα που φωσφόριζαν σαν τροπικές μέδουσες κολυμπούσαν νωχελικά. Πανέμορφα ανδράποδα, εκλεπτυσμένα ρομπότ με άψογες επιδερμίδες και σώματα σμιλεμένα λες στο εργαστήριο κάποιου τελειομανή καλλιτέχνη της αρχαίας Ελλάδας, περιφέρονταν από τραπέζι σε τραπέζι και έπαιρναν παραγγελίες.
Η αποψινή βραδυά ήταν πολύ σημαντική. Απόψε γιορτάζονταν τα εγκαίνια της καινούργιας πτέρυγας του ξενοδοχείου τη Διεύθυνση του οποίου είχε αναλάβει ο Γιώργος. Οι καλεσμένοι της βραδυας, που είχαν έρθει απ’ τα πέρατα της υδρογείου για να παρευρεθούν στο χαρμόσυνο εκείνο γεγονός, ήταν ένας κι ένας, η αφρόκρεμα του Παγκόσμιου Τζετ-σετ: Πολιτικοί θιασώτες της Ιντερνετικής Δημοκρατίας, πρωτοποριακοί καλλιτέχνες, διευθυντές και μεγαλομέτοχοι πολυεθνικών εταιριών βιοτεχνολογίας, παγκοσμίου φήμης ηθοποιοί που εμφανίζονταν σε δημοφιλείς εικονικές σαπουνόπερες και ριζοσπάστες οικο-θεολόγοι που δημιουργούσαν αυτοσυντηρούμενους παράδεισους στις κατοικίσιμες πλέον πεδιάδες της Γροιλανδίας και σε τεχνητά σπήλαια που έσκαβαν στο υπέδαφος, πολλά χιλιόμετρα κάτω απ’ την μολυσμένη επιφάνεια του εδάφους.
Όλοι τους εξέπεμπαν τη λάμψη της επιτυχίας. Τα πανάκριβα τεχνητά γονίδια που είχαν συρράψει στους γεννετικούς κώδικες των κυττάρων τους, τους εξασφαλίζαν τέλεια υγεία, νεανική εμφάνιση και ανεξάντλητη ζωτικότητα.
Ο βαθύς ήχος ενός χάλκινου γκογκ υπερκάλυψε ξαφνικά τη ρυθμική μουσική.
Καθώς το μελωδικό βουητό του άγγιζε ένα επιβλητικό κρεσέντο, η προσοχή των καλεσμένων εστιάστηκε στο κέντρο της αίθουσας, στο χώρο του δαπέδου που απλωνόταν κάτω απ’ το σφαιρικό ενυδρείο.
Τώρα που η επίσημη τελετή και οι εορτασμοί των εγκαινίων είχαν ολοκληρωθεί και τα συνεργεία των διαδικτυακών ειδησιογραφικών πρακτορείων είχαν επιτέλους αποχωρήσει, ξεκινούσε το δεύτερο κομμάτι της βραδυάς, το πιο συναρπαστικό, αυτό που αφορούσε μόνο τους πιο εκλεκτούς πελάτες του ξενοδοχείου.
Δύο άνδρες έκαναν την εμφάνισή τους κάτω απ’ το φαντασμαγορικό ενυδρείο, δύο ισχνοί και ιδρωμένοι πρόσφυγες που είχαν δραπετεύσει απ’ τις ραδιενεργές ερήμους της Μέσης Ανατολής και οι οποίοι, ένας θεός ξέρει με ποιό τρόπο, είχαν καταφέρει να περάσουν τα μπλόκα των συνοριακών ελέγχων και να μπουν στα εδάφη της Ευρωπαικής Ομοσπονδίας. Κρατούσαν στα χέρια τους μακρυά γιαταγάνια και δερμάτινα μαστίγια και σκόπευαν να μονομαχήσουν μέχρι θανάτου. Ο νικητής θα κέρδιζε μια κάρτα παραμονής απεριόριστου χρόνου ενώ το πτώμα του χαμένου θα κατέληγε στο σύστημα ανακύκλωσης του ξενοδοχείου.
Καθώς ο ήχος του γκογκ πέθαινε σιγά-σιγά, μια βαθιά σιωπή κρεμάστηκε πάνω από την αίθουσα. Οι τοίχοι του εστιατορίου πήραν μια βαθιά άλυκη απόχρωση, τα φώτα του χαμήλωσαν και ένα ολογραφικό δαχτυλίδι κρεμάστηκε στον αέρα. Έμοιαζε με φωτεινό κύκλο που ταλαντευόταν αργά και ασταμάτητα, γύρω απ’ τους μονομάχους, οριοθετώντας το χώρο μέσα στον οποίο μπορούσαν να κινηθούν.
Οι δύο αντίπαλοι άρχισαν να γυροφέρνουν ο ένας τον άλλο επιφυλακτικά, σαν πεινασμένα θηρία ενώ οι εκλεκτοί καλεσμένοι της βραδυάς παρακολουθούσαν το θέαμα με κομμένη την ανάσα, χωρίς να βγάζουν τσιμουδιά.
Η μονομαχία ξεκίνησε. Το πορφυρό ημίφως που φώτιζε το εστιατόριο μεταμόρφωσε τα πρόσωπα των θεατών σε αιματοβαμμένες μάσκες. Το μοναδικό σημείο όπου το φως παρέμεινε δυνατό ήταν στο εσωτερικό του αιωρούμενου δακτυλίου. Εκεί πέρα, τα ιδρωμένα κορμιά των αντιπάλων έλαμπαν σαν λευκά αγάλματα, ανάγλυφα, νευρώδη και υποσιτισμένα ενώ κάθε φορά που μια μαχαιριά χαράκωνε τις πλάτες, το στήθος ή τα μπράτσα τους, οι θεατές ξεφώνιζαν ενθουσιασμένοι.
Η Κασσάνδρα εστίασε το βλέμμα της στη στρογγυλή γυάλα του ενυδρείου με τα φωσφωρικά ψάρια που κολυμπούσαν αδιάφορα και βαριστημένα σαν τρισδιάστατες προβολές σε κάποιο ολογραφικό screen-saver και αφού άφησε να περάσει λίγη ώρα, σηκώθηκε όρθια, διέσχισε την σκοτεινιασμένη αίθουσα και κατευθύνθηκε προς τους ανελκυστήρες που έβγαζαν στο χαμηλότερο επίπεδο του ξενοδοχείου, εκεί όπου βρισκόταν οι σουίτες.
Δεν μπήκε καν στον κόπο να ρίξει μια κλεφτή ματιά πάνω απ’ τον ώμο της. Ήξερε ότι ο Γιώργος την κάρφωνε ήδη με το βλέμμα του, έξοργισμένος απ’ το γεγονός ότι έφευγε από το εστιατόριο χωρίς να του ζητήσει την άδεια.
Μπορούσε να μαντέψει τις σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό του χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία:
Είχε παρακούσει στις εντολές του και με την πρώτη ευκαιρία θα την έκανε να το πληρώσει ακριβά.

5

Όταν μπήκε στη σουίτα τους το πρόσωπό του είχε μαυρίσει απ’ το θυμό, όπως εκείνο το βράδυ που την είχε χτυπήσει για πρώτη φορά. Εκείνη προσπάθησε να διατηρήσει την ψυχραιμία της και να τον κοιτάξει κατάματα αν και ο σφυγμός της είχε ήδη αρχίσει να χοροπηδάει σπασμωδικά. Είδε να σιγοκαίει στο βλέμμα του μια κτηνώδης έξαψη και κατάλαβε ότι το θέαμα των αιμόφυρτων μονομάχων στο εστιατόριο τον είχε ερεθίσει ακόμα περισσότερο.
Η Κασσάνδρα έμεινε ακίνητη, κουλουριασμένη στο κρεβάτι με τα χέρια της τυλιγμένα γύρω από ένα μεγάλο μαξιλάρι. Αναρωτήθηκε πόσο πετυχημένη να ήταν η προσπάθεια που κατέβαλε να φαίνεται τρομαγμένη και αβοήθητη καθώς έπρεπε να τον κάνει να πιστέψει ότι ήταν το άβουλο θύμα του, η παντοτινή του ιδιοκτησία. Η σιγουριά που θα του προκαλούσε αυτή η διαπίστωση ήταν απαραίτητη για την ολοκληρωση του σχεδίου της.
Και όντως, η παθητική της συμπεριφορά και το τρομαγμένο της βλέμμα είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Αντί να χυμήξει πάνω της και ν’ αρχίσει να τη χτυπάει σαν λυσσασμένος, χαμογέλασε. Ήταν μια άσχημη γκριμάτσα που έμοιαζε περισσότερο με άγριο μορφασμό καθώς απολάμβανε το θρίαμβό του και την προοπτική ενός χορταστικού ξυλοδαρμού.
Και τότε αντίκρυσε για πρώτη φορά το μπουκάλι με το λευκό κρασί που η Κασσάνδρα είχε αφήσει σκόπιμα πάνω σ’ ένα τραπεζάκι, κοντά στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας, σε σημείο τέτοιο ώστε να του είναι πολύ εύκολο να το πιάσει στα χέρια του.
Όπερ και εγένετο. Έγλυψε τα χείλη του, άρπαξε το μπουκάλι και γέμισε ένα ποτήρι μέχρι πάνω. Στη συνέχεια, έφερε το ποτήρι που κρατούσε στο στόμα του και κατέβασε το κρασί μονορούφι.
Ένα άγριο συναίσθημα θριάμβου άστραψε στην ψυχή της Κασσάνδρας. Επιτέλους τα είχε καταφέρει, η συνθετική νευροτοξίνη που είχε αδειάσει μέσα στο μπουκάλι θ’ άρχιζε να παραλύει το νευρικό του σύστημα μέσα σε χρονικό διάστημα δευτερολέπτων.
Ο Γιώργος ήταν καταδικασμένος.
Μόλις τον είδε να προσπαθεί να βγάλει τη ζώνη του για να οργώσει το κορμί της με σκληρές καμιτσικιές, σηκώθηκε όρθια και τον πλησίασε με αργές και νωχελικές κινήσεις. Εκείνος άνοιξε τα μάτια του διάπλατα και σήκωσε το χέρι του ψηλά για να τη χαστουκίσει αλλά ξαφνικά ταλαντεύτηκε, έχασε την ισορροπία του και σωριάστηκε στα χέρια της αβοήθητος, λες και κάθε κόκκαλο του κορμιού του είχε μετατραπεί σε εύκαμπτη πλαστελίνη. Η Κασσάνδρα τον κράτησε τρυφερά στην αγκαλιά της, τον ξάπλωσε στο κρεβάτι, πήρε το άδειο ποτήρι απ’ τα παράλυτα δάχτυλά του και κάθισε δίπλα του, κοιτάζοντάς τον αμίλητη.
Το στόμα του συσπάστηκε ανήμπορα. Δεν είχε καν προλάβει να μιλήσει. Προσπάθησε να μαντέψει τις σκέψεις που περνούσαν απ’ το μυαλό του καθώς το σώμα του μούδιαζε ολόκληρο, η γλώσσα του μεταμορφωνόταν σ’ ένα κομμάτι από φουσκωμένο λάστιχο και το δέρμα του μυρμήγκιαζε λες και του είχαν κάνει ένεση νοβοκαίνης. Στη συνέχεια έσκυψε από πάνω του σαν ερινύα, σαν αρχέγονος άγγελος του θανάτου. Είδε τα μάτια του να στριφογυρνούν ανήμπορα και τρομαγμένα μέσα στις κόγχες τους ενώ η νευροτοξίνη εξαπλωνόταν όλο και περισσότερο μέσα στο κυκλοφοριακό του σύστημα και διαπότιζε κάθε φλέβα και αρτηρία και κάθε τριχοειδές αγγείο. Έπαιξε για μια στιγμή με την παρόρμηση να τον πλακώσει στο ξύλο, να τον βασανίσει με τον ίδιο τρόπο που τη σακάτευε κάθε φορά που τον έπιαναν τα μπουρίνια του, αλλά για να ολοκληρώσει το έργο της μ’ επιτυχία ήξερε πως δεν έπρεπε ν’ αφήσει πίσω της κανένα ορατό σημάδι σωματικής βίας. Ο θάνατός του έπρεπε να φανεί φυσικός. Η νευροτοξίνη θ’ αποδομούνταν στο αίμα του τη στιγμή που η καρδιά του θα σταματούσε να χτυπάει και ο ιατροδικαστής που θα εξέταζε το πτώμα θ’ απέδιδε το θάνατό του σε φυσικά αίτια, κατά πάσα πιθανότητα σ’ αιφνίδια ανακοπή που προκλήθηκε απ’ το υπερβολικό άγχος και την υπερκόπωση.
-«Έχεις κουραστεί πολύ μωρό μου,» μουρμούρισε στις κάμερες του συστήματος ασφάλειας του ξενοδοχείου που κατέγραφαν την κάθε τους κίνηση μέσα στην ευρύχωρη κάμαρα, «ξάπλωσε λιγάκι και όταν νιώσεις καλύτερα, θα μπορέσεις να ξαναγυρίσεις στους καλεσμένους σου! Εγώ θα σ’ αφήσω τώρα γιατί θέλω ν’ ανέβω στην επιφάνεια και ν’ απολαύσω το ξημέρωμα. Έχω ακούσει ότι είναι μια μαγευτική εμπειρία!»
Η φωνή της ακούστηκε γλυκιά και αισθησιακή μέσα στην κλιματιζόμενη σιωπή της κρεβατοκάμαρας, ζεσταμένη απ’ τη θριαμβευτική χαρά που την κατέκλυζε και έκανε το κάθε κύτταρο του σώματός της να πάλλεται εκστατικά.
Επιτέλους, ο Γιώργος πέθαινε και ποτέ ξανά δεν θα βρισκόταν υποχρεωμένη να υποκύψει στις σαδιστικές του φαντασιώσεις.
Του έκλεισε τρυφερά τα μάτια, κόλλησε τα χείλη της στο μέτωπό του και σηκώθηκε όρθια. Στη συνέχεια πήρε το μπουκάλι με το φονικό κρασί και βγήκε απ’ το δωμάτιο κλείνοντας πίσω της τα φώτα.

6

Καθώς απομακρυνόταν απ’ τον πυθμένα της Καλντέρας, το νερό που απλωνόταν έξω απ’ τα κρυστάλλινα τοιχώματα του ανελκυστήρα έγινε πιο φωτεινό. Απέκτησε μια μουντή γκρίζα απόχρωση που άρχισε να λάμπει όλο και περισσότερο έως ότου μεταμορφώθηκε τελικά σε μια απύθμενη απεραντοσύνη απεριόριστου γαλάζιου. Η αεικίνητη επιφάνεια της θάλασσας που όλο και πλησίαζε τρεμόπαιζε σαν μια λεπτή μεμβράνη από φως που τη χώριζε από έναν κόσμο ελευθερίας, απ’ τη ζωή που πάντα λαχταρούσε. Καθώς ο κυλινδρικός θαλαμίσκος του ανελκυστήρα συνέχισε ν΄ανεβαίνει, η Κασσάνδρα ένιωσε την ανάγκη να ουρλιάξει από χαρά και να χοροπηδήσει ενθουσιασμένη μέσα στο στενό και διάφανο εσωτερικό του. Υποχρέωσε ωστόσο τον εαυτό της να παραμείνει ήρεμη και απαθής, εντελώς φλεγματική κάτω απ’ το ακοίμητο βλέμμα της κάμερας που σάρωνε το εσωτερικό του ασανσέρ.
Είδε χρυσαφένιους κόκκους από φυτοπλαγκτόν να χορεύουν μέσα στο νερό, τις σιλουέτες μικρών και μεγάλων ψαριών να σχηματίζουν πυκνά σμάρια που στροβιλίζονταν ανήσυχα και ένα κοπάδι από πολύχρωμες μέδουσες να αιωρούνται και να πάλλονται σαν ζωντανά κοσμήματα.
Μόλις ο ανελκυστήρας αναδύθηκε μέσα από τη θάλασσα και ακινητοποιήθηκε μπροστά σε κάποια απ’ τις εκατοντάδες προκυμαίες του ξενοδοχείου, οι πόρτες του έκαναν στο πλάι και εκείνη έμεινε άφωνη απ’ την ομορφιά του τοπίου που ξεδιπλώθηκε μπροστά της:
Ο ήλιος είχε ανατείλλει και η θάλασσα έλαμπε ακύμαντη, ρόδινη και χρυσαφένια κάτω απ’ τις ολόλαμπρες ακτίνες του. Ένας ανέφελος ουρανός αψιδωνόταν πάνω απ’ το κεφάλι της, σαν άσπιλος θόλος απ’ το απαλότερο γαλάζιο που είχε δει ποτέ στη ζωή της ενώ οι κόκκινοι και καφέ γκρεμοί της Σαντορίνης υψώνονταν στεφανωμένοι από κατάλευκα ξενοδοχειακά συγκροτήματα που άστραφταν πάνω τους εκτυφλωτικά, σαν να ήταν φτιαγμένα από ατόφιο φίλντισι.
Η Κασσάνδρα περπάτησε αργά μέχρι την άκρη της προκυμαίας και ετοιμάστηκε ν’ αδειάσει το περιεχόμενο του μπουκαλιού μέσα στη θάλασσα, ανάμεσα από μια σειρά από ηλιοκίνητα ταχύπλοα που ήταν αραγμένα μπροστά της, το ένα δίπλα στο άλλο, δεμένα μεταξύ τους με χοντρά σκοινιά από πολυμερισμένο πλαστικό.
Το τελευταίο ενοχοποιητικό στοιχείο του εγκλήματος που μόλις είχε διαπράξει επρόκειτο να εξαφανιστεί. Ήταν μια ιερή στιγμή. Το δροσερό αεράκι που ανακάτευε τα μαλλιά της και έκανε το λεπτό ύφασμα της βραδυνής τουαλέτας που φορούσε να κολλάει πάνω της, έφερνε μαζί του την ευωδιά της θάλασσας ενώ το φως του πρωινού την αγκάλιαζε ρόδινο και απαλό, σαν την καρδιά ενός φρέσκου τριαντάφυλλου.
Και τότε έπιασε μια κίνηση με την άκρη των ματιών της.
Η διάφανη καλύπτρα ενός ταχύπλοου άνοιξε διάπλατα και ένας ψιλόλιγνος άνδρας, ένας ξανθωπός τύπος με γωνιώδες πρόσωπο και στόμα που έμοιαζε μονίμως έτοιμο να χαμογελάσει, έκανε την εμφάνισή του.
Αναγνώρισε τον Ίαν, τον συνεργό της στη δολοφονία του Γιώργου. Ήταν ο άνθρωπος που την είχε προμηθεύσει με την θανατηφόρα νευροτοξίνη, ο ταλαντούχος αρχίατρος που είχε γνωρίσει σ’ ένα chat-room στο υπέρ-δίκτυο, που την είχε ερωτευτεί τρελά και της είχε υποσχεθεί πως μόλις τελείωναν όλα θα πήγαιναν να ζήσουν μαζί σ΄έναν από τους θολοσκέπαστους οικο-παραδείσους της Γροιλανδίας.
Απέμεινε να τον κοιτάζει ακίνητη και χαμογελαστή καθώς η καρδιά της φούσκωνε από ανάμεικτα κύματα ευγνωμοσύνης και χαράς. Εκείνος ανέβηκε στην προκυμαία και την πλησίασε γελώντας σκανταλιάρικα. Η Κασσάνδρα ετοιμάστηκε να πέσει στην αγκαλιά του, να ενώσει τα χείλη της με τα δικά του όταν ξαφνικά, πρόσεξε κάτι που την έκανε να σταματήσει ξαφνιασμένη:
Υπήρχε κάτι παράξενο μέσα στα μάτια του, μια έκφραση θυμηδίας.
Εκείνη τη στιγμή η γαλήνια σιγαλιά του πρωινού θρυμματίστηκε από ξέφρενα χειροκροτήματα.

7

Κοίταξε γύρω της αλαφιασμένη. Η προκυμαία είχε γεμίσει από κόσμο, απ’ τους ξενυχτισμένους καλεσμένους του Γιώργου που έβγαιναν μέσα απ’ τους ανελκυστήρες της αποβάθρας και στήνονταν ο ένας κοντά στον άλλο σαν υπάκουα στρατιωτάκια. Τα πρόσωπά τους έλαμπαν χαρούμενα, γεμάτα προσμονή, σαν να μοιραζόταν ένα μυστικό για το οποίο εκείνη δεν είχε ιδέα.
Στράφηκε απορημένη προς τον Ίαν αναζητώντας κάποια εξήγηση γιαυτό που συνέβαινε ενώ η καρδιά της χτυπούσε όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο δυνατά, προαισθανόμενη την τρομερή καταστροφή που την πλησίαζε αμείλικτα σαν γιγάντιο τσουνάμι.
Ο Ίαν έκανε μια θεατρική υπόκλιση, τη φίλησε στο χέρι και απομακρύνθηκε από κοντά της αφήνοντάς την μόνη, εκτεθειμένη στα βλέμματα του κεφάτου πλήθους. Τον είδε να στέκεται δίπλα στο σωλήνα ενός ασανσέρ και να χαμογελάει ασταμάτητα σαν ευτυχισμένο πιτσιρίκι. Η πόρτα του ανελκυστήρα γλύστρησε στο πλάι και μέσα από τον κυλινδρικό του θαλαμίσκο εμφανίστηκε ο Γιώργος, ζωντανός και υγιέστατος, χαρούμενος και ντυμένος με το αγαπημένο του μπεζ κοστούμι, σαν δαίμονας που επέστρεφε απ’ την κόλαση για να τη βασανίσει.
Ένα νέο κύμα χειροκροτημάτων υποδέχτηκε την θριαμβευτική του εμφάνιση. Τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν καθώς ολόκληρος ο κόσμος ταλαντευόταν γύρω της ξέφρενα, σαν μια σβούρα που ήταν έτοιμη ν’ ανατραπεί.
Ο Γιώργος άρχισε ν’ ανταλλάσει χειραψίες με τους καλεσμένους του και να χαμογελάει σαν πολιτικός που μόλις είχε ολοκληρώσει μ΄επιτυχία μια κοπιαστική προεκλογική εκστρατεία. Στη συνέχεια στράφηκε προς το μέρος της, στήλωσε τα μάτια του πάνω της και τους είπε:
-«Κυρίες και κύριοι, εδώ ολοκληρώνεται το μικρό αυτό δράμα! Στα πλαίσια της αποψινής σας ψυχαγωγίας απολαύσατε μια ιστορία που περιέχει όλα τα συστατικά μιας επιτυχημένης εικονικής σαπουνόπερας, μόνο που αυτή ήταν αληθινή! Νιώσατε τη δύναμη της υποκρισίας, της εξαπάτησης, του μίσους και της οργής. Παρακολουθήσατε την προσπάθεια μιας γυναίκας με κατακριτέο παρελθόν, γονότυπο χαμηλής ποιότητας και διεφθαρμένο χαρακτήρα, να σκοτώνει τον εύπορο σύζυγο της με τη βοήθεια ενός αφελέστατου εραστή!»
-«Μα τι συμβαίνει;» ψέλλισε ανήμπορα η Κασσάνδρα, «που είναι ο Ίαν, τι του έχεις κάνει;»
Ένα απαλό κύμα γέλιου διέτρεξε την ομήγυρη των θεατών. Ένιωσε τα βλέμματά του πλήθους που γέμιζε την αποβάθρα να την καίνε σαν μεγεθυντικοί φακοί. Ήταν σαν να γύριζε ο χρόνος πίσω και εκείνη να βρισκόταν για μια ακόμα φορά στο απαίσιο στριπτιζάδικο, στην παλιά παραλιακή λεωφόρο με τις ετοιμόρροπες πολυκατοικίες και τους βρώμικους δρόμους, την εποχή που χόρευε και γδυνόταν μπροστά σε δεκάδες αποκτηνωμένους πελάτες που την έβλεπαν σαν ένα κομμάτι κρέας.
-«Ο Ίαν, όπως τον αποκαλείς,» της εξήγησε ο Γιώργος που απολάμβανε απροκάλυπτα πλέον την απόγνωσή της, «δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας πολλά υποσχόμενος τελειόφοιτος ηθοποιός. Νομίζω ότι μετά την πειστικότατη ερμηνεία του που ολοκληρώθηκε απόψε, αξίζει να του δοθεί μια επαγγελματική ευκαιρία από κάποιον απ’ τους λαμπρούς μας καλεσμένους, δεν συμφωνείς και εσύ γλυκιά μου;»
-«Και το κρασί; Είναι ακίνδυνο;»
-«Όχι βέβαια! Το αντίθετο μάλιστα! Είναι γεμάτο με φονικότατες νευροτοξίνες όπως ήδη γνωρίζεις! Αυτό όμως που δεν θα μπορούσες να ξέρεις με κανένα τρόπο είναι ότι προτού έρθουμε στο ξενοδοχείο, φρόντισα να εμβολιαστώ με κάποιο πολυ αποτελεσματικό αντίδοτο χάρη στο οποίο, μόλις μ’ εγκατέλειψες ετοιμοθάνατο στη σουίτα μας, συνήλθα και ήρθα εδώ πάνω με τους υπέροχους καλεσμένους μας για ν’ απολαύσουμε όλοι μαζί αυτό το υπέροχο φινάλε!»
Η φωνή του είχε γίνει γλυκερή και αηδιαστική. ΄Έκανε να κινηθεί προς το μέρος της αλλά η Κασσάνδρα πισωπάτησε προς την άκρη της αποβάθρας και του φώναξε:
-«Μη με πλησιάζεις κτήνος! Μείνε μακρυά μου!»
Το συγκεντρωμένο πλήθος άρχιζε να μουρμουρίζει περιπαιχτικά. Η Κασσάνδρα κοίταξε τα τέλεια πρόσωπά τους και τα πανάκριβα ρούχα που φορούσαν και κατάλαβε ότι στα μάτια τους δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα δίποδο ζώο, ένα βιολογικά κατώτερο ανθρωποειδές, ένα αναλώσιμο και αδίστακτο γύναιο που έπρεπε να τιμωρηθεί για την αχρειότητά του.
-«Άκουσέ με καλή μου, αυτά τα καραγκιοζιλίκια δεν θα σε βοηθήσουν σε τίποτα,» τη διαβεβαίωσε ο Γιώργος με πιο αυστηρό ύφος αυτή τη φορά, «όπου να’ ναι θα έρθει η ασφάλεια του ξενοδοχείου για να σε συλλάβει. Σε συμβουλεύω να παραδοθείς ήρεμα. Είναι το μόνο που μπορείς να κάνεις άλλωστε!»
-«Έτσι νομίζεις;» του απάντησε εκείνη, «αυτό θα το δούμε!»
Έφερε το μπουκάλι στα χείλη της και κατάπιε λαίμαργα το εναπομείνον περιεχόμενό του. Στη συνέχεια κοίταξε το πλήθος που είχε βουβαθεί ξαφνικά, συνεπαρμένο απ’ την απρόσμενη εκείνη εξέλιξη, και γέρνωντας το σώμα της προς τα πίσω, έπεσε με την πλάτη πάνω στην κρύα επιφάνεια της θάλασσας.
Έσπρωξε το νερό με τα χέρια και τα πόδια της, όσο πιο δυνατά μπορούσε, βούτηξε κατακόρυφα και βυθίστηκε γοργά σαν μολύβδινο βαρύδι. Συνέχισε να κολυμπάει με το κεφάλι στραμμένο προς τα κάτω, όλο και πιο βαθιά, προς την κρύα άβυσσο και το υγρό σκοτάδι που καραδοκούσε στα βάθη της Καλντέρας.
Ύστερα από λίγο ένιωσε το σώμα της να μουδιάζει και τ’ άκρα της να παραλύουν καθώς η νευροτοξίνη διαπερνούσε τα τοιχώματα του στομαχιού της, μόλυνε το αίμα της και νάρκωνε το νευρικό της σύστημα.
Και τότε σταμάτησε να κινείται. Ξάπλωσε ανάσκελα μέσα στο παγωμένο νερό και κοίταξε τη λαμπερή επιφάνεια της θάλασσας που γινόταν όλο και περισσότερο μακρινή και αμυδρή, σαν ένα φωτεινό σεντόνι που ανυψωνόταν και χανόταν σ’ έναν σκοτεινό ουρανό.
Ύστερα χαμογέλασε. Άνοιξε το στόμα της και η τελευταία της πνοή βγήκε σαν ένας ασημένιος πίδακας από σπινθηροβόλες φυσσαλίδες που χύμηξαν προς τα πάνω, προς τον κόσμο του φωτός, της ζωής και του πρωινού ήλιου.
Εκείνη τη στιγμή, για πρώτη φορά στη ζωή της, ένιωσε πραγματικά ήρεμη και ασφαλής, ελεύθερη επιτέλους και μόνη, βυθισμένη σ’ένα σιωπηλό κόσμο όπου βασίλευε η γαλήνη η σιωπή και η ακινησία.
Καθώς βυθιζόταν όλο και περισσότερο και το σκοτάδι που την περικύκλωνε γινόταν όλο και πιο πυκνό, τα μάτια της έκλεισαν από μόνα τους και μια έκφραση γλυκιάς παραίτησης απλώθηκε πάνω στο πρόσωπό της.
Ήξερε πως πέθαινε, πως δεν υπήρχε σωτηρία. Αλλά αυτό ήταν κάτι που δεν την φόβιζε καθόλου. Το κορμί της, απρόσιτο επιτέλους και απρόσβλητο απ’ τα μάτια και τα χέρια των ανθρώπων, θα πλησίαζε το βυθό της Καλντέρας, θα χόρευε με τα ζεστά ρεύματα και τις θειούχες φυσσαλίδες που αναδύονταν μέσα απ’ τον ηφαιστειακό της πυθμένα ενώ τα μαλλιά της θα κυμάτιζαν σαν ένα στροβιλιζόμενο φωτοστέφανο από χρυσάφι που κανείς δεν θα μπορούσε πια να βεβηλώσει.
Και όταν όλα θα τελείωναν, εκείνη θ’ αναπαυόταν πάνω στα βελούδινα φύκια και τις μεταξένιες ανεμώνες που σχημάτιζαν κάμπους και λειβάδια μέσα στο αρχέγονο σκοτάδι της θάλασσας και μετά θα την αγκάλιαζε ο θάνατος, απαλά και στοργικά, σαν τρυφερός εραστής.

8

Ο Γιώργος κοίταξε σκεπτικά την επιφάνεια του νερού που άφριζε ακόμα γύρω απ’ το σημείο όπου είχε βουτήξει η Κασσάνδρα. -«Πότε προβλέπεις ότι θα τη μαζέψουν τα σωστικά συνεργεία;» ρώτησε τον νεαρό υπάλληλό του που στεκόταν δίπλα του και κοίταζε και αυτός τη θάλασσα. -«Σε πέντε λεπτά το πολύ, προτού ολοκληρωθεί η διαδικασία του κλινικού θανάτου. Την έχουν ήδη εντοπίσει. Με το καινούργιο σύστημα καρδιοαγγειακής ανάνηψης που αγοράσατε θα έχει συνέλθει εντελώς σε καμιά ώρα το πολύ.» -«Πολύ καλά,» του απάντησε ο Γιώργος, «όταν ξυπνήσει θέλω να με ειδοποιήσετε αμέσως!» -«Σε ποιό κελί να τη βάλουμε μέχρι να έρθει η αστυνομία;» τον ρώτησε ο νεαρός. Ο Γιώργος, προτού του απαντήσει, του έριξε ένα παγερό βλέμμα: -«Σε κανένα,» δήλωσε, «και ούτε λέξη στην αστυνομία για ότι έγινε απόψε εδώ πέρα! Όλοι νομίζουν ότι παίξαμε θέατρο, εγώ, ο αρχάριος ηθοποιός που χρυσοπλήρωσα και η Κασσάνδρα, η οποία έδωσε κατά τη γνώμη τους μια αξιομνημόνευτη παράσταση. Έτσι θα το χειριστούμε. Εξάλλου, η Κασσάνδρα είναι ιδιοκτησία μου, το καλύτερο παιχνίδι που είχα ποτέ. Κάνει τη ζωή μου ενδιαφέρουσα. Όταν συνέλθει θα τη στείλω σε κάποια καλή ψυχιατρική κλινική όπου θα σκανάρουν τις αναμνήσεις της, θα καταστρέψουν τ’ άχρηστα κομμάτια και θα εμφυτεύσουν καινούργια βιώματα. Μόλις ξανασταθεί στα πόδια της θα σκεφτώ κάποιο καινούργιο σενάριο για να την απασχολήσω, κάτι πιο ακραίο, κάτι που αυτή τη φορά θα περιλαμβάνει περισσότερο σασπένς, σίγουρα πάντως μπόλικο σεξ, βία και...χμ..., τι θα’ λεγες και για ένα θεαματικό κυνηγητό στην έρημο;


________________________________



    τα έχεις διαβάσει;

Βιβλία Fantasy

Διαβάσαμε & Κρίνουμε
Fantasy Archive

Μουσική Φαντασίας

Ακούσαμε & Προτείνουμε
Fantasy Archive

Visual Art - Ζωγραφική

Είδαμε & Παρουσιάζουμε
Fantasy Archive

Comics - Graphic Novels

Εικόνες & Κείμενα Φαντασίας
Fantasy Archive

Ταινίες & Σειρές Φαντασίας

Εντυπώσεις και Συναισθήματα
Fantasy Archive

Video Games

Η F Γωνιά των Gamers
Fantasy Archive