Διαβάζω Το θηραμα και ο θηρευτης από τα Fantasy Archives της Fantasy Gate! Bookmark and Share


από Φαέθορ Πέτρου

«ΑΣΕ ΜΕΕΕ...», ούρλιαξε και έφυγε τρέχοντας σαν μανιακός μες στο σκοτάδι.
«Όμηρε, στάσου», φώναξα με δύναμη, αλλά η μόνη απάντηση που πήρα ήταν οι παφλασμοί των βημάτων του στα βρομόνερα του υπονόμου.
Δεν μπορώ να καταλάβω τι έκανα, για να δεχτώ τέτοια αντίδραση. Δε θα καθήσω, όμως, να χαζολογήσω για τα γιατί και τα πώς. Άρχισα να τρέχω στο σκοτάδι.

Τα πόδια του πρέπει να είχαν βγάλει φτερά, γιατί είχε εξαφανιστεί από το ορατό μου πεδίο. Ατρόμητη συνέχισα να τρέχω στον υπόνομο με 100% αυξημένη την ακοή μου, ώστε να ακούω τα βήματα του και να μην τα μπερδεύω με τα δικά μου. Τα μάτια μου κοιτούσαν συνέχεια μπροστά, χωρίς να παρεκκλίνουν καθόλου δεξιά και αριστερά. Παρόλα αυτά, παρατήρησα χιλιάδες άχρηστες εικόνες, λες και οι βολβοί των ματιών μου μπορούσαν να καταγράψουν και να αναλύσουν καρέ-καρέ πράγματα που κάτω από άλλες συνθήκες ούτε που θα πρόσεχα. Συνέλαβα επ’ αυτοφώρω δυο αρουραίους να τσακώνονται για μια φέτα πρασινοκόκκινης ντομάτας, είδα μια νυχτερίδα να γλείφει τα κόκκινα νύχια της -προφανώς μετά από ένα καλό γεύμα, λίγη βαρβαρότητα δε βλάπτει. Μια κατσαρίδα να έχει παγώσει στη θέση της κάπου προς τα δεξιά μου· φαίνεται δεν περίμενε ότι σήμερα θα είχε στίβο μετά λημμάτων. Πιο πέρα δύο άλλες κατσαρίδες να παίζουν με τις κεραίες τους -βλέπετε, οι δορυφόροι δεν πιάνουν κάτω από τη γη.
Πρέπει να είχαν περάσει γύρω στα 5 λεπτά και εξακόσια μέτρα υπονόμου, τώρα πια, και οι παραστάσεις παρέμεναν οι ίδιες. Λιθόστρωτος δρόμος με χιλιάδες εξογκώματα, σε σημείο να χαίρομαι που δεν φόρεσα τα αγαπημένα μου μονόπατα, με λίγο νερό να κυλάει ακριβώς στο κέντρο του, που δεν ξεπερνούσε τα δέκα εκατοστά. Τοίχοι από τόνους τσιμέντο με περιέβαλαν που θύμιζαν μπουντρούμια φυλακών, χιλιάδες ραγίσματα που προέρχονταν από τις καλές εποχές των υπονόμων -αλλά και από σεισμούς- πρόσδιδαν στο τοπίο το μεγαλείο της απόλυτης παρακμής και τέλος, ένα καταθλιπτικό αραχνιασμένο ταβάνι που έκανε τον μαυρισμένο ουρανό του χειμώνα να μοιάζει με αυγουστιάτικη λιακάδα.
...και ο Όμηρος, σαν τον Ερμή τον Θεό των αρχαίων Ελλήνων, να προπορεύεται.

Έφτασα επιτέλους στο τέλος αυτού του μονότονου διαδρόμου και σταμάτησα να αφουγκραστώ τον χώρο γύρω μου. Βρισκόμουν μπροστά από μια τετράγωνη λίμνη σκατού και ό, τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς, που έφτανε τα δέκα με δώδεκα μέτρα μήκος και πλάτος. Όσο για το βάθος, προσωπικά δεν είμαι διατεθειμένη να καθήσω να το ανακαλύψω. Προστατευόταν από μια μπάρα των τριάντα εκατοστών περίπου, που βρισκόταν περιμετρικά γύρω της στο ένα μέτρο ύψος -προφανώς για να μην πέσει κανένας... Όμηρος και ανακαλύψει το βάθος της! Η αρχιτεκτονική της μου θύμισε πολύ τις πισίνες των πολυτελών ξενοδοχείων. Στις όχθες της ανέβαιναν κλιμακωτά σκαλοπάτια με ύψος γύρω στο μισό μέτρο, ώστε ο κάθε λουόμενος να μπορεί να απολαμβάνει τη θέα παίρνοντας ένα απεριτίφ. Η μυρωδιά που ανέδυε ήταν αφόρητη αλλά, για έναν περίεργο λόγο, δε μου καιγόταν καρφί.

Δεξιά και αριστερά μου υπήρχαν δύο έξοδοι -ή είσοδοι- που έβγαιναν σε άλλους χώρους και εγώ έπρεπε να ακολουθήσω τον έναν από τους δύο, αφήνοντας τον άλλον στην αιώνια ησυχία του. «Έβαλα» τα αυτιά μου να «χτενίσουν» το χώρο σαν τα σόναρ των υποβρυχίων. Το τρεχαλητό του Ομήρου χτύπαγε τα τύμπανα μου, αλλά οι παφλασμοί είχαν σταματήσει να ακούγονται. Άρα, είχε μπει σε ξηρό χώρο.

Πήγα κατευθείαν και πέρασα την αριστερή έξοδο, η οποία κατέληγε σε έναν ανάλογο διάδρομο με αυτόν που είχα έρθει ως εδώ. Καλυπτόταν, σχεδόν όλος, από στάσιμο νερό και έτσι αμέσως τον απέρριψα.
Πέρασα πάλι πίσω στη σκατολίμνη, η οποία συνέχιζε να είναι ατάραχη με ό,τι συνέβαινε γύρω της, και μπήκα στη δεξιά είσοδο με μια νέα πρόκληση να εμφανίζεται μπροστά μου. Ο διάδρομος που βρισκόμουν τώρα ήταν όλος λιθόστρωτος, από το πάτωμα και τους τοίχους έως την οροφή. Μάλλον βρέθηκα στον δρόμο για τον σκατοπαράδεισο -ΜΕΓΑΛΗ ΜΟΥ ΤΙΜΗ! Εκτεινόταν δεξιά κι αριστερά το ίδιο για όσο μπορούσα να δω. Έπρεπε, λοιπόν, για άλλη μια φορά μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα να λειτουργήσω τα «σόναρ». Τα έθεσα σε λειτουργία και μου «εμφάνισαν» την ένδειξη «δεξιά». Έχοντας, πια, τυφλή εμπιστοσύνη σ’ αυτά, δε χρονοτρίβησα άλλο και έφυγα ψάχνοντας τον Όμηρο. Ποιος θα το φανταζόταν άραγε αυτό πριν δώδεκα ώρες, όπου όλα συνωμοτούσαν για το καλύτερο.

Κάθε Πέμπτη, πηγαίνω από τράπεζα σε τράπεζα για να «συγυρίζω» τις δουλειές της εταιρίας μου. Όλα αυτά τα πήγαινε-έλα τα κάνω με τα πόδια, δυστυχώς -για αμάξι ούτε λόγος να γίνεται· ακόμα θα δούλευα. Έτσι και σήμερα είχα βγει να σεργιανίσω το κέντρο της πόλης. Μόλις τελείωσα από όλες αυτές τις δουλειές έτρεξα κατευθείαν στο γραφείο μου, κάθησα στην αναπαυτική καρεκλίτσα μου, πέταξα και τις αρίδες μου επάνω στο γραφείο, αφού είχα ξαποστείλει τις γόβες μου πρωτίστως και άραξα «αναπολώντας» τις προηγούμενες ώρες με ένα χαμόγελο στα χείλη, που πέρασαν όλα αυτά στο παρελθόν. Πλέον το μόνο που έπαιζε στο μυαλό μου ήταν «άντε να περάσει και η Παρασκευή, να έρθει το Σαββατοκύριακο να ξεφύγω από όλες αυτές τις βλακείες».

Κοιτούσα το ταβάνι όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Πρώτη σκέψη «ποιος βλάκας είναι τώρα;». Κατέβασα αναγκαστικά τα πόδια μου γιατί αλλιώς, όσο και αν καυχιέμαι για το καλογυμνασμένο μου σώμα, δεν υπήρχε περίπτωση να πιάσω το ακουστικό του τηλεφώνου που βρισκόταν μισό μέτρο πιο κάτω από εκεί που ακουμπούσαν τα πόδια μου στο γραφείο. Μάζεψα τα πόδια μου κάτω από την καρέκλα, πιάστηκα με τα χέρια από τις άκρες του γραφείου και τραβήχτηκα προς αυτό. Άπλωσα το χέρι μου και σήκωσα το ακουστικό.

«Εμπρός» είπα.
«Βενετία εσύ;»
«Ναι», απάντησα λίγο απότομα, μιας και είχα τσαντιστεί που μου διακόπτανε την ωραία μου στιγμή.
«Ο Όμηρος είμαι που συναντηθήκαμε προχτές στο στάδιο. Ο παλιός σου συμμαθητής».

Βλέπετε κάθε Τρίτη και Σάββατο το είχα νόμο στον εαυτό μου να πηγαίνω στο Εθνικό Στάδιο και να κάνω οτιδήποτε είναι δυνατόν για να παραμείνει το σώμα μου ως έχει. Την Τρίτη που μας πέρασε, λοιπόν, όπως έκανα την αποθεραπεία μου, αφού ολοκλήρωσα με πλήρη επιτυχία το πρόγραμμα μου, με πλησίασε ένας συνομήλικος μου. Με ρώτησε για μια άσκηση που είχα κάνει πιο πριν. Τον κοίταξα σαν χαμένη, γιατί όταν κάνεις καμάκι, υποτίθεται ότι λες κάτι έξυπνο και όχι κάτι τόσο ηλίθιο. Εκεί που ήμουν έτοιμη να τον περιλούσω με τα κλασσικά επίθετα-βρισιές που χρησιμοποιούν οι γυναίκες, άρχισε να χαμογελάει και, μα το Θεό, αυτό το χαμόγελο το είχε μόνο ένας στον κόσμο. Ο Όμηρος απ’ το Λύκειο.
Ο Όμηρος, που όλες οι συμμαθήτριες μου και μη -μεταξύ τους και εγώ- ήταν ερωτευμένες μαζί του, αλλά καμιά δεν του το ‘λεγε.
Ο Όμηρος, που όλες πίστευαν -κι εγώ μαζί- ότι ήταν πολύ λίγες γι’ αυτόν, με αποτέλεσμα να τον αποφεύγουν μόνο και μόνο για να μη βρεθούν θνητές.
Ο Όμηρος, που περιτριγυρισμένος -ή μάλλον παρατημένος- από τις καλλονές του Λυκείου, αναγκαζόταν να την πέφτει -αν είναι ποτέ δυνατόν για τον Όμηρο!- σε όλα τα μπάζα του σχολείου.
Αυτός ήταν, λοιπόν, που αυτή την ώρα στεκόταν απέναντι μου και μου χάριζε εκείνο το χαμόγελο που θα έριχνε και τη Μέγαιρα.

Αφού συνήλθα από το σοκ, κάτσαμε και χαζολογήσαμε για τα χρόνια στο Λύκειο και τα χρόνια στο Πανεπιστήμιο -ήμασταν τυχεροί να περάσουμε σε κάποιο, έστω και σε διαφορετικό. Συνεχίσαμε για τα χρόνια των σπουδών μας που ακολούθησαν. Μιλήσαμε για τις δουλειές μας -αυτός δούλευε μαζί με τον πατέρα του ως πολιτικός μηχανικός- για τις οικογενειακές και άλλου τύπου σχέσεις, και «κλείσαμε» σχεδόν δύο ώρες. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα, ώστε να βρεθούμε μέσα στην εβδομάδα ξανά και καληνύχτισε ο ένας τον άλλον.

Εκείνο το βράδυ της Τρίτης, ούτε εγώ δεν ξέρω πώς κατάφερα να κοιμηθώ. Όλη την ώρα σκεφτόμουν τη συνάντηση στο στάδιο και κάτι που μου είπε με μορφή σπόντας μεταξύ πολλών άλλων. Ήταν μόνος για πολύ καιρό γιατί δεν είχε βρει την κατάλληλη γυναίκα που θα τον έκανε να νιώσει άντρας. Αυτή η δήλωση ήταν το κερασάκι στην τούρτα. Δεν ήθελα τίποτε άλλο στη ζωή μου... μόνο τον Όμηρο!

«Ο Όμηρος...», ψέλλισα.
«Ναι ο Όμηρος», απάντησε εκείνος, επιβεβαιώνοντας το φόβο μου.
«Κοίτα, ξέρω πως... σίγουρα πήρα σε ακατάλληλη στιγμή...».
«Όχι καθόλου», πετάχτηκα.
«Εντάξει λοιπόν, αφού δεν ενοχλώ».
«Έλα ρε Όμηρε, τώρα...». του είπα με φωνή ναζιάρικη, «... γιατί να ενοχλείς μια εργαζόμενη γυναίκα;», και άρχισα να γελάω σιγανά, φοβούμενη μήπως παρεξηγήσει τα λόγια μου.

Ακούστηκε ένα γελάκι, ίδιο με το δικό μου, από την άλλη γραμμή και τον φαντάστηκα να κάθεται σε μια τεράστια δερμάτινη πολυθρόνα με το ακουστικό στο χέρι και να κοιτάζει έναν αυθεντικό πίνακα, ίσως του Βαν Γκονγκ, χαμογελώντας με το ανεπανάληπτο χαμόγελο του.
«Εργαζόμενη γυναίκα;», ρώτησε με έναν κρυφό αστεϊσμό μέσα του.
«Πείτε μου εργαζόμενε άντρα», απάντησα σε σοβαρό τόνο, συνεχίζοντας το αστείο του.
«Τι θα λέγατε να πάμε...»

Η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπάει. Ο χρόνος έπαψε να κυλάει. Το μυαλό μου ζαλίστηκε. Τα μάτια μου έκλεισαν και αρνήθηκαν να ανοίξουν. Τα αυτιά μου βούλωσαν στο άκουσμα αυτών των λέξεων. Ο Όμηρος μου ζητούσε να βγούμε. Από την Τρίτη το απόγευμα μέχρι σήμερα, είχα ονειρευτεί και φανταστεί αυτό το τηλεφώνημα χιλιάδες φορές, με χιλιάδες παραλλαγές. Είχα προβάρει άπειρες ατάκες, και όμως, τούτη τη στιγμή, με έβρισκε εντελώς απροετοίμαστη.
«Λοιπόν τι λες;», ακούστηκε η φωνή του.
Όση ώρα εγώ πάθαινα το πρώτο «εγκεφαλικό» της ζωής μου, αυτός μου μιλούσε και μου ανέλυε το πλάνο δράσης. Φυσικά δεν άκουσα τίποτα.
«Συγνώμη, αλλά δεν άκουσα τίποτα από όλα αυτά που μου είπες, εξαιτίας μιας εξάτμισης που περνούσε απ’ έξω», του είπα, αποφεύγοντας να του αναφέρω το εγκεφαλικό που έπαθα πριν.
«Α, δεκτή η συγνώμη σας εργαζόμενη γυναίκα», απάντησε εκείνος και άρχισε να επαναλαμβάνει αυτά που δεν είχα ακούσει. Το σχέδιο δράσης είχε ως εξής: κατά τις 8 μ.μ. θα συναντιόμασταν στην πλατεία Κ., θα πηγαίναμε να δειπνήσουμε στο Α. -εστιατόριο πολλών αστέρων, αστερισμών και τα λοιπά- και κατόπιν για ένα ποτό στο Δ.

Αποχαιρετιστήκαμε και δώσαμε ραντεβού για τις 8 μ.μ. Το όνειρο μου γινόταν πραγματικότητα, θα δειπνούσα με έναν όμορφο... μα τι λέω... με έναν θεό και μετά... ό,τι ήθελε προκύψει. Δε με ένοιαζε αν θα γινόμουν πόρνη πολυτελείας για ένα βράδυ, αλλά γι’ αυτόν τον άντρα ας γινόμουν μόνο πόρνη, άνευ αποδοχών και κάθε βράδυ.

Τώρα πώς μια τόσο ευοίωνη μέρα καταλήγει τόσο άσχημα, δεν μπορώ να καταλάβω. Όταν πήγα το μεσημέρι στο σπίτι σκεφτόμουν ότι τέτοια ώρα θα με κυνηγάει για να με ρίξει στο κρεβάτι. Που να φανταστώ ότι την ίδια ώρα θα τον κυνηγάω, κυριολεκτικά, μέσα σ’ αυτούς τους άθλιους υπονόμους.
Σταμάτησα να σκέφτομαι και έβαλα το μυαλό μου να προσηλωθεί στο «κυνήγι» μου, γιατί αρκετά είχα αποπροσανατολιστεί από την τωρινή μου κατάσταση.

Τα βήματα μου ηχούσαν περίεργα τώρα πια. Είχαν χάσει τον βαρύ ήχο στην αρχή του σκατοπαραδείσου, αποκτώντας «αέρα» ανοιχτού χώρου, όπου ο ήχος διαχέεται στο χώρο σαν τα πυρηνικά μανιτάρια. Κοίταξα δεξιά και αριστερά με φευγαλέες ματιές και συνειδητοποίησα ότι, ενώ πριν οι τοίχοι γύρω μου ήταν τουλάχιστον ενάμιση μέτρο μακριά, τώρα βρίσκονταν, άνετα θα μπορούσα να πω, στα τρία μέτρα με μικρή κλίση προς τα πίσω μου. Φαίνεται ότι ο διάδρομος αυτός είχε αρχιτεκτονική κώνου, όπου εγώ κινιόμουν προς τη βάση του.

Τρέχοντας, πάντα με οδηγό τα «μανιταρένια» βήματα του Ομήρου, συνάντησα με τη μύτη μου ένα φίλο του πάνω κόσμου· το οξυγόνο. Άρχισα να αναπνέω το λιγοστό βρώμικο οξυγόνο αυτού του διαδρόμου με βαθιές εισπνοές, μόνο και μόνο για να θυμίσω στον εαυτό μου πώς είναι να ζεις μακριά απ’ τους υπονόμους. Λες να πήγαινα όντως στον Κήπο των Σκατών και να μην το είχα πάρει χαμπάρι; Μπα δεν νομίζω.

Ξάφνου κάτι μου ερέθισε τη μύτη που ξέφευγε από τις καθιερωμένες οσμές του χώρου. Το άρωμα του Ομήρου. Ναι, σίγουρα αυτό ήταν. Δεν χωρούσε αμφιβολία.

Πρέπει να πλησιάζαμε σε έξοδο των υπονόμων, αφού λίγο ο καθαρός αέρας, το «άνοιγμα» των πλαϊνών τοίχων και η εξασθενημένη βαριά ατμόσφαιρα που επέτρεπε σε ελαφριές μυρωδιές όπως το άρωμά του, να ευωδιάσουν, συνωμοτούσαν για το συμπέρασμα μου. Επιτέλους θα έβγαινα από εδώ μέσα πάλι στον καθαρό αέρα. Θα πήγαινα κατευθείαν πίσω στο σπίτι μου, θα απολάμβανα ένα δροσερό μπάνιο και στη συνέχεια θα έσβηνα με κάθε μέσον τη σημερινή βραδιά, που κατέληξε σε παρωδία των Μόντυ Πάιθονς. Ναι αυτό θα έκανα, δε χωρούσε άλλη συζήτηση το θέμα. Δε χρειάζομαι, άλλωστε, άλλον ένα βλάκα στη ζωή μου.

Είδα ένα φως στο τέλος του τούνελ και κάτι που έμοιαζε με μεγάλο μπιμπίκι ακριβώς στο κέντρο του. «Ο Όμηρος» σκέφτηκα και ξέχασα αμέσως τα προηγούμενα λόγια μου. Έσφιξα τους μυς του κορμιού μου, άνοιξα το στόμα λίγο ακόμα για να παίρνω μεγαλύτερες αναπνοές και τα έδωσα όλα για το τελευταίο σπριντ της κούρσας.
Δεν μπορώ να το χωνέψω ότι ο βλάκας με έφερε ως εδώ, με παράτησε στα κρύα του λουτρού και σηκώθηκε κι έφυγε τρέχοντας πανικόβλητος, λες και θα του έκανα κακό. Δε θα τον αφήσω έτσι, θα του σκάσω και κανά χαστούκι του σκατόφλωρου. Έτσι, επειδή δεν ξέρει να φερθεί σε μια γυναίκα. Θα του δείξω τι πάει να πει Βενετία!

Ακούστηκε ξαφνικά ένα ουρλιαχτό που μου έκοψε την καρδιά στη μέση. Σταμάτησα να αφουγκραστώ. Ένα κλαψούρισμα που φανέρωνε αποδοχή της μοίρας ακουγόταν τώρα, ακριβώς μπροστά μου. Η ηχώ του ουρλιαχτού απομακρυνόταν πίσω μου, καθώς πάσχιζε να απελευθερωθεί απ’ τον λιθόστρωτο διάδρομο.
Το φως είχε μεγαλώσει αρκετά και η φιγούρα του Ομήρου διαγραφόταν σκιερή μέσα στα μάτια μου. Το σώμα του τρανταζόταν μπρος-πίσω από ότι μπορούσα να καταλάβω, λες και προσπαθούσε να ξεκολλήσει κάτι από τον αέρα, συνοδευόμενος από ένα μεταλλικό «γκουπ-γκουπ». Εστίασα αμέσως στο φωτεινό περίβλημα της φιγούρας και συνειδητοποίησα ότι υπήρχαν κάγκελα ακριβώς μπροστά απ’ τον Όμηρο, ο οποίος προσπαθούσε μετά μανίας να ξεκολλήσει για να βγει έξω.

«Χα!». Επιτέλους η τύχη μού μου χαμογελούσε υποχθόνια που κέρδιζε, έστω και την τελευταία στιγμή, τη μάχη της με την ατυχία και άφησα να μου ξεφύγει ένα σαρκαστικό χαμόγελο. Έφτανε, λοιπόν, η στιγμή που έπρεπε να δώσω ένα καλό μάθημα σ’ αυτόν το βλάκα, γι’ αυτά που μου έκανε. Αποφάσισα να πάψω να τρέχω, για να τον πλησιάσω με τον αέρα της νικήτριας που μου άρμοζε.

Πήρα μια τζούρα ικανοποίησης και συνέχισα να περπατάω προς αυτόν. Ήθελα να δώσω μεγαλοπρέπεια, όσο ήταν δυνατόν, στην όλη σκηνή. Αυτός εκεί να παρακαλάει και να χτυπιέται και εγώ να τον ζυγώνω με τον αυτοκρατορικό βηματισμό μου που ακουγόταν, όπως τα πέταλα των αλόγων που χτυπούν σε πέτρα. Το άκουσμα του «γκλιν-γκλιν» με θέριεψε ψυχικά και αποφάσισα να πάω ακόμα πιο αργά για να απολαύσω τη στιγμή.
Τώρα που είχα φτάσει ως εδώ έβλεπα καθαρά το χώρο πέρα από τα κάγκελα. Το φως προερχόταν από το ολόγιομο φεγγάρι που φώτιζε χαρούμενο στον έναστρο ουρανό. Ένα καταπράσινο λοφάκι διαγραφόταν μπροστά του, που πρέπει να υψωνόταν γύρω στα τρία μέτρα, απ’ ότι μπορούσα να υπολογίσω από εδώ, και εκτινόταν σε όλο το οπτικό μου πεδίο. Ένα κυπαρίσσι δέσποζε περήφανα, ακριβώς στο κέντρο του λόφου, παίρνοντας και αυτό ενεργό ρόλο στην ειρωνεία της αποψινής βραδιάς. Ανάμεσα στα κάγκελα και το λόφο, ένα ποταμάκι περνούσε κάθετα οριοθετώντας τους αρουραίους των υπονόμων με αυτούς των αγρών.

Ο Όμηρος, συνέχιζε να έχει την πλάτη του στραμμένη προς εμένα και να βροντοχτυπάει τα κάγκελα για να ανοίξουν. Τα παρακάλια του σε συνδυασμό με το συνεχώς αυξανόμενο κλαψούρισμα του και το «γκουπ-γκουπ» από το χτύπημα των κάγκελων στον τοίχο, ηχούσαν σαν συγκρότημα που ο καθένας έπαιζε ότι ήθελε.

Όλα αυτά, όμως, ξεκίνησαν να με τρομάζουν. Γιατί με φοβόταν τόσο πολύ που έφτανε στο σημείο να κάνει σαν μικρό παιδί που το αφήνουν μόνο του με το μπαμπούλα της ντουλάπας; Γιατί έκανε -κάναμε- τόσα χιλιόμετρα σκατόδρομου για να φτάσει εδώ πέρα, αφού μπορούσε να φύγει από εκεί που είχαμε έρθει; Γιατί τώρα που είμαι τόσο κοντά του, νιώθω πράγματα που δεν ταιριάζουν με την όλη φάση; Γιατί μου δημιουργήθηκε, έτσι ξαφνικά, η αίσθηση χαράς και ικανοποίησης που δεν μπορεί να βγει έξω; Αφού στην τελική ούτε εγώ μπορώ να βγω έξω, αν αυτός δεν μπορεί. Και αυτό το ηλίθιο το «γκλιν-γκλιν» μου έχει σπάσει τα νεύρα.
«Για στάσου ένα λεπτό. . . »

Ατσάλινο δίκτυ με κουκούλωσε αναγκάζοντας με από το βάρος του να πέσω στα τέσσερα. Γονατισμένη, καθώς ήμουν, πάλευα να ξεφύγω απ’ αυτό φωνάζοντας απεγνωσμένα στον Όμηρο «Όμηρε βοήθεια... βοήθησε με!». Είχε πάψει να κλαψουρίζει και με κοίταζε με βλέμμα αυτοϊκανοποίησης, που μόνο σε κυνηγούς άγριων θηραμάτων μπορούσες να συναντήσεις.
«Όμηρε, σταμάτα να με κοιτάς και βοήθησε με. Δε βλέπεις πού έμπλεξα;!», ούρλιαξα παλεύοντας με τα δίχτυα.
Εκείνος βάδιζε προς τα εμένα, κρύβοντας μου τη θέα του κυπαρισσιού, και αναθάρρησα νομίζοντας ότι ερχόταν να με ελευθερώσει.
«Ούρλιαξε μωρό μου όσο θέλεις. Κάνεις δεν πρόκειται να σε ακούσει σε ακτίνα χιλιομέτρων», είπε αυτάρεσκα και συνέχισε στον ίδιο τόνο, «δε ζει κανένας εδώ γύρω».

Σταμάτησε σε απόσταση ενός μέτρου και με κοίταξε μέσα στα μάτια. Με κοίταζε λες και ήμουν έκθεμα του ζωολογικού κήπου. Το βλέμμα του μου θύμισε το δικό μου την πρώτη φορά που είδα λιοντάρι από κοντά και στεκόμουν θαρραλέα γνωρίζοντας ότι το κτήνος δεν μπορεί να μου επιτεθεί. Χαμογέλασε με εκείνο το κολασμένο του χαμόγελο και αμέσως παραδόθηκα σ’ αυτό. Η πάλη με τα δίχτυα δεν οδηγούσε πουθενά και έτσι έμεινα γονατιστή και χαμένη ατενίζοντας τη μαγεία που εξέπεμπε εκείνο το πρόσωπο.

«Τι έγινε παραδίνεσαι κιόλας; Α, που είναι εκείνο το ρωμαλέο κορίτσι που γνώριζα κάποτε, που δε σταματούσε να μάχεται αν δεν κέρδιζε; Τέλος πάντων, τέλος καλό όλα καλά, που λέμε» και έγειρε πίσω για να απομακρυνθεί.

«Α για να σου πω, τι τέλος καλό όλα καλά μου τσαμπουνάς εδώ πέρα, ε;», αλλά δεν πρόλαβα να του τα χώσω όσο θα ήθελα γιατί μου έκοψε τη φόρα ο ήχος των βημάτων που έρχονταν από πίσω μου. Γύρισα το κεφάλι μου όσο μπορούσα και είδα έναν τύπο που, όπως ήμουν γονατισμένη, μου φάνηκε γνήσιος γίγαντας. Πρέπει να ξεπερνούσε τα δύο μέτρα. Είχε φαρδιές πλάτες, που τις έκρυβε μια καμπαρτίνα που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους του. Φορούσε δερμάτινα γάντια στα χέρια και κροκοδειλένια ζώνη για σπάθα στη μέση του, από αυτές που χρησιμοποιούσαν οι οδηγοί των σαφάρι. Από το πρόσωπο του μπορούσα να διακρίνω μόνο τα μάτια του που γυάλιζαν παρανοϊκά από το λιγοστό φως του φεγγαριού, καθώς το υπόλοιπο το έκρυβαν επιμελώς τα μακριά ξανθά κατσαρά του μαλλιά.

«Σωστός δολοφόνος ο τύπος», που μου θύμιζε αρκετά τον Πέρκινς απ’ το «Ψυχώ» και είμαι σίγουρη -βάζω και το χέρι μου στη φωτιά- ότι ήταν μπράβος του Ομήρου. Η παρουσία του και μόνο με έκανε να ανατριχιάσω. Τι δουλειά είχε εδώ ο μπράβος του Ομήρου; Ήταν όλο αυτό στημένο; Μάλλον ναι. Σίγουρα αυτοί οι δύο ετοιμάζονται να με πάρουν παρτούζα, αφού πλέον με είχαν του χεριού τους. Μετά από καιρό θα το θυμούνται και θα λένε «τι ωραίο πήδημα ήταν εκείνο στους υπονόμους», τρίβοντας με το χέρι τους πάνω απ’ το παντελόνι. Τα γουρούνια αυτό σχεδιάζουν να μου κάνουν! Όλα αυτά μόνο για ένα πήδημα. Αλλά άντρες... τι να περιμένει κανείς απ’ αυτούς, που έχουν δύο κεφάλια και συνήθως σκέφτεται μόνο το κάτω, χωρίς να περιέχει καθόλου μυαλό.

«Α, Ορφέα. Μόλις έλεγα στη φίλη μας από δω, ότι ξέρει να χάνει», είπε ο Όμηρος που με προσπέρασε με απλωμένο το χέρι για να χαιρετήσει το γιγαντόσωμο άντρα.
«Όμηρε, άσε τις βλακείες και ας ξεκινήσουμε τη δουλειά, για την οποία μας πληρώνουν», απάντησε ο Ορφέας περιφρονώντας το χέρι του Ομήρου.
«Καλά ντε, πώς κάνεις έτσι; Μια πλάκα κάναμε κι εμείς, μην το παίρνεις τοις μετρητοίς», αντέτεινε ο Όμηρος χαμηλώνοντας το χέρι του.

Ο Ορφέας με κοίταζε εξονυχιστικά. Με μετρούσε σε όλες τις διαστάσεις μου λες και μου έπαιρνε μέτρα για φέρετρο. Δεν άντεχα άλλο, έπρεπε να σταματήσει αυτό το θέατρο του παραλόγου που εξελισσόταν μπροστά μου.
«Τι θα γίνει θα με απελευθερώσετε καμιά φορά ή θα κοιταζόμαστε σαν ερωτευμένα ζευγαράκια», είπα κρατώντας σταθερό το βλέμμα μου στον Ορφέα.

Ο Όμηρος, που προσπαθώντας να χαιρετήσει τον Ορφέα είχε και πάλι την πλάτη του στραμμένη σε μένα, στο άκουσμα της φωνής μου γύρισε το κεφάλι του απότομα, λες και ξαφνιάστηκε που υπήρχε και κάποιος τρίτος στην παρέα. Μου χαμογέλασε και πάλι, φαντάζομαι για να μου σπάσει τα νεύρα, γυρίζοντας το σώμα του προς τα έμενα και ήρθε να σταθεί ακριβώς μπροστά μου.

«Αχ μωρό μου, δε χρειάζεται να φωνάζεις» και κούνησε απαλά τα χέρια του πάνω-κάτω για να με καθησυχάσει.
«Μην ξεχνάς...», συνέχισε «...ότι τώρα που η ανθρωπότητα έχει το πάνω χέρι, όλα τα προβλήματα σου και τα δικά μας επίσης, θα λυθούν» και στο πρόσωπο του διαγράφτηκε το κλασσικό αλαζονικό ανδρικό ύφος.

«Για άκουσε να σου πω...», ξεκίνησα να λέω, αλλά το μυαλό μου πήρε φωτιά και κόλλησα στον πόνο που μου προκαλούσε. Έκλεισα τα μάτια. Εικόνες περνούσαν από μπροστά μου με τρελή ταχύτητα. Εικόνες παγωμένες που θύμιζαν φωτογραφίες, αλλά εξέπεμπαν ανατριχιαστικό ρεαλισμό λες και τις είχα ζήσει. Το περίγραμμα τους είχε μωβ απόχρωση τονίζοντας υπερβολικά τα πρόσωπα που υπήρχαν σε αυτά, σε διάφορες στάσεις, και το κόκκινο φόντο τους να δίνει την αίσθηση ακριβού χολιγουντιανού φιλμ.

Είδα έναν τύπο πεσμένο στα τέσσερα στο έδαφος δίπλα από ένα δέντρο, που του έλειπε το κεφάλι, και μια λίμνη αίματος. Είδα έναν τριαντάρη με ξεριζωμένο το αριστερό του χέρι, που είχε ανοίξει το στόμα του τόσο πολύ απ’ το ουρλιαχτό και τον πόνο, που έβλεπα καθαρά τον οισοφάγο του. Μια γυναίκα να κρατάει και με τα δυο της χέρια μια αιχμή στο λαιμό της, που έλουζε την άσπρη της μπλούζα με αίμα. Ήταν εμφανής η προσπάθεια της γυναίκας να κοντράρει τη ροή του αίματος, που έτρεχε ακατάπαυστα επάνω της. Τέλος, μια έφηβη που κοιτούσε προς τα μένα με μάτια γουρλωμένα και έκπληκτα λες και δεν πίστευε σε αυτό που έβλεπε μπροστά της.

Ο πόνος υποχώρησε και οι εικόνες έφυγαν μαζί του. Μετά από αυτόν τον καταιγισμό ακραίων εικόνων το μυαλό μου κατακλύστηκε από ερωτήματα. Πού στο διάβολο κολλούν αυτές οι ηλίθιες εικόνες, με αυτό που ζω αυτή τη στιγμή; Και τι ήταν όλες αυτές οι εικόνες; Πού στο καλό τις έχω δει, αφού δε βλέπω ποτέ ταινίες θρίλερ και ειδικά σπλάτερ. Γιατί ήταν τόσο ρεαλιστικές; Αλλά δε θα κάτσω να χάσω τα λογικά μου, έχω σοβαρότερα προβλήματα για να ασχοληθώ αυτή τη στιγμή, δε χρειάζεται να συμπεριληφθούν και οι φρίκες του μυαλού μου.

Άνοιξα τα μάτια. Τώρα το φεγγάρι βρισκόταν ακριβώς πάνω από το δέντρο και φώτιζε με το σκοτεινό του μουντό φως ακόμα πιο πολύ τις παραστάσεις γύρω μου. Η σκιά του δέντρου είχε φτάσει τα κάγκελα του υπονόμου κρύβοντας ολοσχερώς το ποταμάκι που βρισκόταν ακριβώς από κάτω του. Οι σκιές των κάγκελων είχα πέσει ακριβώς επάνω μου, αφού ήμασταν εγώ, τα κάγκελα και το φεγγάρι σε μια ευθεία. Αυτό με εξόργισε πολύ. Δε φτάνει που είχα τα δίχτυα επάνω μου έπρεπε να έχω, έστω και νοητικά, και τα κάγκελα; Να μην αναφέρω και τους βλάκες δίπλα μου. Αλήθεια αυτοί που βρίσκονταν; -δεν τους έβλεπα. Συνειδητοποίησα ότι στην πάλη μου με τις εικόνες είχα στρίψει το κεφάλι δεξιά, ενώ αυτοί παρέμεναν σταθεροί στις θέσεις τους, με αποτέλεσμα να μην τους έχω στο ορατό μου πεδίο. Έστριψα και πάλι το κεφάλι προς τα αριστερά αδειάζοντας το μυαλό μου από κάθε σκέψη και έμεινα να παρατηρήσω τη συζήτηση τους.

«Μας κοιτάει», είπε ο Ορφέας κρατώντας κάτι μακρύ που γυάλιζε στο χέρι του.
«Άσε να κοιτάει», απάντησε ο Όμηρος «ή απεχθάνεσαι και τους ματάκηδες, μέσα σε όλες τις άλλες παραξενιές σου;»
Κοίταξα καλά το αντικείμενο που κρατούσε ο Ορφέας στο χέρι του και το αναγνώρισα. Πάγωσα.

«Για μια στιγμή, τι πάτε να κάνετε με αυτή τη σπάθα;», ρώτησα.
«Λες να την αποκεφαλίσουμε ή να της ξεριζώσουμε την καρδιά;», είπε ο Όμηρος αγνοώντας την ερώτηση μου εντελώς.
«Τι είναι αυτά που λες ρε Όμηρε;! Γνωρίζεις ότι το πρωτόκολλο είναι σαφές σε αυτές τις περιπτώσεις» είπε ο Ορφέας και σταμάτησε για να δει αν κατάλαβε ο Όμηρος τι του έλεγε. Αφού παρέλαβε ένα ονειροπόλο βλέμμα από αυτόν συνέχισε «Ραντίζουμε με αγιασμό. Κατόπιν κομματιάζουμε το πλάσμα και θάβουμε τα κομμάτια χιλιόμετρα μακριά το ένα από το άλλο, ώστε να μην υπάρξει πιθανότητα επανασύνδεσης και αναβίωσης. Φαντάζομαι δε θα ήθελες στην επόμενη πανσέληνο να τη βρεις μπροστά σου. Έτσι δεν είναι;»
«Θεός φυλάξει, τι λες τώρα!», απάντησε ο Όμηρος με ένα ίχνος αποστροφής να ξεπηδάει απ’ τη φωνή του.
«Χα χα! Αστείο. Ωραία πλάκα παιδιά. Εντάξει με τρομάξατε πολύ. Ου, χέστηκα επάνω μου. Αλλά καιρός να σοβαρευτούμε τώρα. Αρκετά τράβηξε το σκηνικό. Ήρθε η ώρα να πέσουν οι μάσκες και να πάμε όλοι σπίτια μας, σώοι και αβλαβείς».

Αλλά κανένας από τους δύο δε μου έδωσε σημασία. Ήταν προσηλωμένοι και οι δύο με αυτά που κρατάγανε στα χέρια το· ο Ορφέας με τη σπάθα του και ο Όμηρος με ένα μπουκαλάκι. Πέτρωσα. Ήταν όντως σχιζοφρενείς, αν ετοιμάζονταν να μου κάνουν αυτά που έλεγαν πριν. Όχι, δε θα τους αφήσω! Όχι! Πρέπει να παλέψω για τη σωτηρία μου.

Ο Όμηρος έβγαλε το καπάκι του μπουκαλιού και το πέταξε κάτω. Τα μάτια του έβγαζαν φλόγες και ένα μακάβριο γέλιο έβγαινε απ’ τα χείλη του. Άρχισε να πετάει το περιεχόμενο του μπουκαλιού επάνω μου.

«Όμηρε σταμάτα! Τι κάνεις; Θα σε πάνε φυλακή», ούρλιαξα καθώς ο υποτιθέμενος αγιασμός ερχόταν σε επαφή με το σώμα μου.
«Το ξέρω γλυκιά μου, το ξέρω...», είπε με κατανόηση και συνέχισε στον ίδιο τόνο, «...μια γκόμενα σαν κι εσένα να πεθαίνει με τέτοιο τρόπο».
«Άντε πηδήξου, σκατοαδερφή! Τολμάς να με ειρωνεύεσαι;!» κραύγασα εξαπολύοντας χιλιάδες σάλια προς το δίχτυ.

Τίναξε και την τελευταία σταγόνα πάνω μου και πέταξε το μπουκάλι κάτω για να βρει το ταίρι του, που είχε μείνει αρκετή ώρα χωρίς αυτό.
Ο αγιασμός είχε περίεργη επίδραση επάνω μου. Ένοιωθα ότι οι σάρκες μου φλέγονταν από μια αόρατη φωτιά, που έκαιγε μόνο για μένα και για κανέναν άλλο στον κόσμο. Καπνός αναδυόταν απ’ το κορμί μου. Τον έβλεπα να περνά μπροστά στα μάτια μου με όλη εκείνη την ανεμελιά που τον διακρίνει. Ο πανικός μου χτύπησε -αν δεν είχε χτυπήσει ήδη- κόκκινο. Το καθίκι μου πέταξε οξύ και όχι αγιασμό, όπως έλεγε το πρωτόκολλο. Άμα τον πιάσω αυτόν τον άχρηστο θα του βάλω το πρωτόκολλο εκεί που ξέρει! Κάτσε να δεις τι θα πάθει αν ξεφύγω απ’ αυτή την παγίδα.

Έβαλα όλη τη δύναμη μου να σηκωθώ, παραβλέποντας τον πόνο του καψίματος, και να σηκώσω το σιδερένιο πλέγμα αλλά τίποτα. Τα γόνατα μου μείνανε κολλημένα στο έδαφος, το ίδιο και το σώμα μου στη στάση που ήταν τόση ώρα.

«Άντε πιάσ’ τη να τελειώνουμε», είπε ο Ορφέας.
«Είσαι τρελός που θα κάτσω εγώ να πιάσω αυτό το πράμα!», είπε ο Όμηρος με απέχθεια.
«Μην αρχίζεις της βλακείες τώρα...», βρυχήθηκε ο Ορφέας «...πρέπει να κάνουμε πολλές δουλειές μέχρι το τέλος της νύχτας».
«Α, δε θα κάνω εγώ τη δύσκολη δουλεία συνέχεια και εσύ να μου έρχεσαι, να μου πετσοκόβεις και να σηκώνεσαι να φεύγεις σαν κύριος έτσι;», είπε ο Όμηρος σε έντονο ύφος.
«Ρε κράτα την να την αποκεφαλίσω, να σηκωθούμε να φύγουμε από εδώ μέσα», συνέχισε ο Ορφέας στον ίδιο τόνο.
«Δεν καταλαβαίνεις ότι αν αστοχήσω και απελευθερωθεί αυτό το πλάσμα την κάτσαμε τη βάρκα;» είπε ο Ορφέας.
«Αν αστοχήσεις…» πετάχτηκε ο Όμηρος.
«Κάτι που δεν έχει γίνει ποτέ ως σήμερα, επειδή πάντα έχω κάποιον να κρατάει το κεφάλι του πλάσματος σταθερό», απάντησε ο Ορφέας με ύφος σοβαρό.
«Γι’ αυτό, επειδή δεν έχω καμία απολύτως όρεξη να γίνει μακελειό απόψε, κράτα το να τελειώνουμε επιτέλους» και σήκωσε τη σπάθα του ψηλά πάνω απ’ το κεφάλι μου.
«Και είσαι σίγουρος ότι θα το διαπεράσεις το δίχτυ;» είπε ο Όμηρος πειραχτικά.
«Εκατό τοις εκατό, όπως κόβει το διαμάντι το γυαλί», απάντησε ο Ορφέας με τόνο που δε σήκωνε άλλη συζήτηση.
«Ε αυτό πάει πολύ! Κάθε αστείο έχει και τα όρια του, αλλά εσείς δεν έχετε όρια», είπα μην έχοντας να πω τίποτε άλλο. Έσκασα ένα χαμόγελο κοιτάζοντας τους για να κατευνάσω τα τσιτωμένα νεύρα τους, αλλά και τα δικά μου που το είχαν περισσότερο ανάγκη.
Είχα μάθει από την τηλεόραση, ότι όταν αντιμετωπίζεις τρελούς πρέπει να πηγαίνεις με τα νερά τους. Έτσι τους δημιουργείς την εντύπωση ότι είναι μια χαρά. Ότι δε συμβαίνει τίποτα και αν συμβαίνει, αυτοί δε φέρουν καμία ευθύνη. Το μυαλό μου δούλευε αστραπιαία. Ο Ορφέας ετοιμαζόταν να μου κόψει το κεφάλι και ο Όμηρος κινιόταν με στόχο να με ακινητοποιήσει. Πρέπει να τους πω κάτι για να αποπροσανατολιστούν απ’ το έργο τους. Τι όμως; Τι θα τους κάνει να σταματήσουν, ώστε να μου δώσουν παράταση ζωής;

Ο Όμηρος έπιασε το κεφάλι μου και με τα δυο του χέρια, περνώντας τα δάχτυλα του μέσα στα μαλλιά μου για σιγουριά.
«Που λέτε παιδιά αύριο θα κάνει ωραίο καιρό. Έτσι άκουσα στο ράδιο.»
Ήταν η μεγαλύτερη βλακεία που είχα πει ποτέ στη ζωή μου. Και η τελευταία.
Η σπάθα κατέβηκε...




Από άρθρο τοπικής εφημερίδας:

«... εχθές αργά το βράδυ η αστυνομία σε συνεργασία με την υπηρεσία προστασίας άγριων ζώων κατάφερε να πιάσει το δολοφονικό θηρίο που «λυμαινόταν» το αλσύλλιο του ιστορικού κάστρου της πόλης μας. Σύμφωνα με πληροφορίες το ζώο μεταφέρθηκε στον βασιλικό ζωολογικό κήπο και στη συνέχεια θα σταλεί σε κάποια χώρα που θα τηρεί τις απαραίτητες κλιματολογικές συνθήκες που χρειάζονται για την επιβίωση του. Κανένας όμως, αρμόδιος φορέας δε μας ενημέρωσε για την ταυτότητα του ζώου, που κατακρεούργησε τους τελευταίους μήνες οκτώ συνανθρώπους μας. Ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες αναφέρουν για ένα σπάνιο είδος λύκου που ξέφυγε από τσίρκο και βρήκε καταφύγιο στους υπονόμους του κάστρου. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, τις δηλώσεις τους ιατροδικαστή Λ. που έκανε λόγο εμμέσως για ζώο με μεγάλους κυνόδοντες και υπερβολικά μεγάλη μασέλα. Τα ερωτήματα που υπάρχουν γι’ αυτή την υπόθεση είναι αρκετά όπως: α) γιατί η αστυνομία και όλοι αυτοί που μπλέχτηκαν σ’ αυτό το κυνηγητό κρατούν το στόμα τους κλειστό όταν είναι να δώσουν πληροφορίες για την ταυτότητα του ζώου; β) Γιατί δεν κοινοποιούν τη μέθοδο που ακολούθησαν για να γίνει η σύλληψη αυτή πραγματικότητα; Δεν έχουν δικαίωμα οι οικογένειες των θυμάτων να γνωρίζουν;...»

__________________________________


    τα έχεις διαβάσει;

Βιβλία Fantasy

Διαβάσαμε & Κρίνουμε
Fantasy Archive

Μουσική Φαντασίας

Ακούσαμε & Προτείνουμε
Fantasy Archive

Visual Art - Ζωγραφική

Είδαμε & Παρουσιάζουμε
Fantasy Archive

Comics - Graphic Novels

Εικόνες & Κείμενα Φαντασίας
Fantasy Archive

Ταινίες & Σειρές Φαντασίας

Εντυπώσεις και Συναισθήματα
Fantasy Archive

Video Games

Η F Γωνιά των Gamers
Fantasy Archive