από Βάσω Κ. Ηλιάδη
Ιερώνυμος Μπος: ένας ανήσυχος ζωγράφος
Ο Ιερώνυμος Μπος είναι ένας από τους πιο συναρπαστικούς και τους πιο ανησυχαστικούς Ευρωπαίους ζωγράφους του τέλους του 15ου αιώνα. Γεννήθηκε στη Βραμάνδη (στη σημερινή νότια Ολλανδία). Το «Μπος» είναι η τελευταία συλλαβή της πόλης όπου γεννήθηκε, τους Χερτόγκενμπος ή, γαλλικά, Μπουά-λε-Ντυκ. Στην Ιταλία τον ήξεραν με το εξιταλισμένο όνομα Μπόσκο ντι Μπολντούκ. Ωστόσο το πραγματικό του όνομα ήταν Βαν Άκεν, χωρίς άλλο γιατί η οικογένειά του καταγόταν από το Άαχεν, κι ας είχε εγκατασταθεί στος Χερτόγκενμπος από τα τέλη του 14ου αιώνα. Η χρονολογία της γέννησης του καλλιτέχνη δεν είναι γνωστή με ακρίβεια, υπολογίζεται όμως γύρω στα 1450. H χρονιά του θανάτου του είναι καταγραμμένη στα αρχεία της αδελφότητας που ανήκε: «Θάνατος αδελφών. Έτος 1516: Ιερώνυμος Άκεν, άλλως Μπος, διακεκριμένος ζωγράφος».
Ξέρουμε πως ο Ιερώνυμος Μπος ήταν μέλος της Αδελφότητας της Παναγίας, που στα αρχεία της έχουν βρεθεί αρκετές σίγουρες πληροφορίες. Στα 1486 ο Ιερώνυμος, γιός του Αντωνίου Βαν Άκεν έγινε δεκτός σ’ αυτή την ένωση, που τα μέλη της ήταν κουρεμένα και φορούσαν στολή από ειδικό χοντρό μάλλινο ύφασμα. Στα 1488 έγινε «εξέχον μέλος» και πήρε μέρος στο επίσημο «συμπόσιο του κύκνου» (ο κύκνος απεικονιζόταν στο έμβλημα της αδελφότητας και προσφερόταν στα γεύματα των αξιωματούχων της). Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς ο Μπος δεξιώθηκε τους συντρόφους του στα σπίτι του στην πλατεία της Αγοράς. Είχε παντρευτεί το 1478 την Άλειντ βαν ντε Μερβέννε, πλούσια αστή γεννημένη το 1453, που του έδωσε προίκα ένα εξοχικό σπίτι στο Oirschot, καμιά τριανταριά χιλιόμετρα έξω από το Χερτόγκενμπος.
Γύρω στα 1480-1481 ο Ιερώνυμος Μπος ζωγράφισε δυο πίνακες ενός τριπτύχου που το είχε αφήσει μισοτελειωμένο ο πατέρας του, Αντώνιος Βαν Άκεν. Δύο θείοι του και ο παππούς του ήταν επίσης ζωγράφοι. Στα 1493-1494 έκανε τα σχέδια για τα βιτρώ του παρεκκλησιού στον καθεδρικό ναό του Αγίου Ιωάννη, όπου, σύμφωνα μ’ έναν περιηγητή, τον Gramaye (1610), βρίσκονταν κιόλας πολλοί πίνακές του με βιβλικά θέματα. Οι πίνακες αυτοί σκόρπισαν εδώ κι εκεί μετά από μια εικονοκλαστική διαδήλωση τον Αύγουστο του 1566 και καταστράφηκαν το 1629 από τους διαμαρτυρόμενους μεταρρυθμιστές. Στα 1504 ο Μπος πήρε τριανταέξι λίβρες προκαταβολή για ένα μεγάλο πίνακα, διαστάσεων εννέα επί έντεκα πόδια «όπου πρέπει να υπάρχει η Κρίση του Θεού (Δευτέρα Παρουσία), δηλαδή ο παράδεισος και η κόλαση, που του είχε παραγγείλει να κάνει ο Άρχοντας για την ευγενέστατη ευχαρίστησή του». Ο πελάτης του αυτός ήταν ο Φίλιππος ο Ωραίος. Ξέρουμε ακόμα πως ο Μπος έπαιρνε ενεργό μέρος στη σκηνοθεσία «μυστηρίων», θεατρικών παραστάσεων που παρουσίαζε κατά παράδοση η Αδελφότητα της Παναγίας, και στην οργάνωση αρμάτων με θρησκευτικές σκηνές που ακολουθούσαν ορισμένες λιτανείες. Οι δραστηριότητές του αυτές βοήθησαν τη γόνιμη φαντασία του να εκφραστεί και άφησαν τα ίχνη τους στην τέχνη του. Στα 1516 βρέθηκε ένα έργο του («ένας μεσαίος πίνακας με τον Άγιο Αντώνιο που είναι φτιαγμένος από τον Ιερώνυμο Μπος») στην απογραφή της περιουσίας της Μαργαρίτας της Αυστρίας, που κυβερνούσε τις Κάτω Χώρες εκείνη την εποχή. Αργότερα, όταν η χώρα πέρασε στην ισπανική κυριαρχία, τα έργα του Μπος λεηλατήθηκαν. Στο μεταξύ είχε αποκτήσει πολλά ο Δον Ντιέγκο ντε Γκεβάρα. Τα κληρονόμησε ο γιός του Φίλιππος, που τα πήρε μαζί του όταν εγκαταστάθηκε στη Μαδρίτη (1535) και τους αφιέρωσε πολλές σελίδες στο βιβλίο του «Σχόλια για τη ζωγραφική» (1562). Μετά το θάνατο του Φιλίππου ντε Γκεβάρα ο Φίλιππος ο Β' της Ισπανίας αγόρασε πολλά έργα από τη συλλογή του και το 1574 έβαλε και μετέφεραν εννιά πίνακες του Μπος στο Εσκοριάλ. Μάλιστα ο Ισπανός βασιλιάς είχε τα «Εφτά Θανάσιμα Αμαρτήματα» στην κρεβατοκάμαρά του για να τον παρακινούν στην αρετή.
Την τέχνη του Μπος την είχαν λοιπόν τότε σε πολύ μεγάλη εκτίμηση. Το δείχνουν και οι αμέτρητες επαναλήψεις των αγαπημένων θεμάτων του εκπληκτικού αυτού «τεχνίτη διαβόλων» στη φλαμανδική τέχνη, από τον Πέτρο Χόνς ως τον Γιαν ντε Κοκ, τον Μπρέγκελ και τη λεγεώνα των ανωνύμων οπαδών και μιμητών του. Ο φίλος του Άλαρτ ντε Χάμεελ, αρχιτέκτονας και χαράκτης, βοήθησε πολύ στη διάδοση του έργου του ζωγράφου φτιάχνοντας χαρακτικές αναπαραγωγές πολλών πινάκων του. Σήμερα σώζονται δύο χαλκογραφίες του από έργα του Μπος: ο «Πολιορκημένος Ελέφας» και η «Δευτέρα Παρουσία».
«Στην αναπαράσταση αλλόκοτων οραμάτων και φοβερών και τρομερών ονείρων στάθηκε αληθινά μοναδικός και Θεϊκός.»
Τζιοβάνι Πάολο Λομάτσο
Ο Μπος, ιδιόρρυθμος ως άνθρωπος και ως ζωγράφος, χρησιμοποιεί ανορθόδοξους κώδικες εικονογράφησης, κάνοντας μια βουτιά στην άβυσσο του ανθρώπινου υποσυνείδητου, βγάζοντας στα έργα του έναν υπερβατικό ρεαλισμό, οποίος σοκάρει με τον τρόπο που ανασύρονται ο κρυμμένοι εφιάλτες μας.
Ο τρομακτικός και συνάμα μαγευτικός κόσμος του Ιερώνυμου Μπος είναι θεμελιωμένος σε φόβους κι ελπίδες, σε αγωνίες και προλήψεις της εποχής του. Είναι γεμάτος από ένα πλήθος έμμονες ιδέες και σύμβολα διαβολικά, μυστικά, αλχημικά και σεξουαλικά. Με τον ίδιο αυτό τρόπο που αντιμετωπίζει τα κοσμικά θέματα, αντιμετωπίζει και τα θρησκευτικά θέματα, κάνοντας αυτό που δεν έκανε κανένας ζωγράφος της εποχής του, να προβάλλει μέσα από τα Πάθη του Χριστού, όχι τη Θεία αλλά την ανθρώπινη διάσταση, με όλη την αγριότητα, την ωμότητα και την παραφροσύνη που τον διέκρινε και τον διακρίνει.
Τον κόσμο αυτό τον διαφεντεύει η Κόλαση με τις ορθάνοιχτες πύλες, ο Σατανάς, ο κύριός της, με τις λεγεώνες του και την καταραμένη χλωρίδα και πανίδα, ο τρόμος του θανάτου και του τέλους του κόσμου: το θέμα της Δευτέρας Παρουσίας είναι στερεότυπα, κι -ακόμα και στα τρίπτυχα που έχουν αλλιώτικο θέμα- τα πλαϊνά φύλλα αντιπαραθέτουν την Κόλαση στον Παράδεισο. Οι πίνακες του Μπος, ολοζώντανοι κι απειλητικοί, ιστορούν ένα σύμπαν αναστατωμένο, ασυνάρτητο, κυριευμένο απ’ το πνεύμα του Πονηρού, απ’ την καυτή αίσθηση της αμαρτίας. Ανατριχιαστικές μεταμορφώσεις και ανοσιουργήματα γίνονται μπροστά στα μάτια μας. Η τάξη των πραγμάτων κλονίζεται συθέμελα, πελώρια φρούτα σκάζουν και συνοδείες τεράτων περνάνε ανάμεσα από ροδαλά γυμνά πλάσματα. Μακριά οι ανταύγειες της πυρκαϊάς θυμίζουν τις φλόγες της Κόλασης, χωρίς ωστόσο να ταράζουν τα γαλήνια τοπία, τα μακρινά γαλάζια και τους ουρανούς με τα φανταστικά ψάρια και τα πρωτόφαντα καράβια.
Ο κόσμος αυτός ήταν χωρίς άλλο ορθάνοιχτος για τους συγκαιρινούς του καλλιτέχνη, αν κρίνουμε από τη μεγάλη παραγωγικότητα του Μπος -που παρά πολλά έργα του έχουν χαθεί- κι από τον αριθμό των μιμητών του. Σε νεότερες όμως εποχές ήταν πολύ πιο δύσκολο να τον πλησιάσουν και να τον «αποκρυπτογραφήσουν». Οι άνθρωποι νιώθουν έντονα την ανάγκη να ερμηνεύουν τα σύμβολα, να καταλαβαίνουν πέρα για πέρα τις προθέσεις του δημιουργού: αυτός είναι ο λόγος που εμπόδιζε για καιρό την αποτίμηση των έργων του Μπος από καθαρά καλλιτεχνική άποψη. Στα 1889 όταν ο Καρλ Γιούστι -από τους πρώτους σύγχρονους κριτικούς που ασχολήθηκαν διεξοδικά με τον καλλιτέχνη- μίλησε στην Ισπανία για τη ζωγραφική του, τόνισε κιόλας πως ο «οραματιστής» Μπος είναι πρώτα απ’ όλα ζωγράφος, και τι ζωγράφος!!
Η προτίμηση της εποχής του για το ανώμαλο, το γκροτέκο, το τερατόμορφο, ήταν ολοφάνερη και στις ονομαστές θεατρικές παραστάσεις της βουργουνδικής αυλής, όπως φαίνεται στο βιβλίο του Χουϊτσίνγκα «Φθινόπωρο του Μεσαίωνα»: πάνω σε ένα πανύψηλο πύργο, κατσίκες και γαϊδούρια τραγουδάνε και λύκοι παίζουν φλάουτο. Από το στόμα ενός δράκοντα βγαίνουν πουλιά. Σαράντα πρόσωπα κατρακυλάνε απ’ την κοιλιά μιας φάλαινας... όλα αυτά μοιάζουν σαν εικόνες του ίδιου του Ιερώνυμου Μπος, που η φαντασία του έβρισκε «τροφή» και στο καθημερινό θέαμα των σακάτηδων και των ζητιάνων στους δρόμους.
Η κριτική δεν κατάφερε να αποδείξει την ύπαρξη πειστικών προδρόμων του ύφους του Μπος που είναι ακόμα σφραγισμένο απ’ το γοτθικό πνεύμα και συνάμα καινούργιο. Γενικές μόνο αναφορές έγιναν στη σχολή της Αμβέρσας, στον Γκέερτεν τοτ σιτ Γιαντς και σ’ άλλους. Ο Σαρλ ντε Τολναί υποστήριξε ότι υπάρχουν σχέσεις ανάμεσα στα έργα του Μπος και τις τοιχογραφίες του καθεδρικού ναού τους Χερτόγκενμπος, με τον επαρχιώτικο κομψό και αναιμικό γοτθικό ρυθμό. Άλλοι πάλι διέκριναν επιδράσεις ανατολίτικης ή αλεξανδρινής τέχνης. Μα η ζωγραφική του Μπος είναι πρωτότυπη και μοναδική. Στη Βραβάντη, ανάμεσα στο 15ο και 16ο αιώνα, είδε το φως μια από τις πιο πλούσιες σε φαντασία εικαστικές δημιουργίες όλων των εποχών.
Δεν είναι πάντα εύκολη η χρονολογική κατάταξη των λίγων έργων του Μπος που σώζονται. Μερικά, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, είναι από τα νεανικά χρόνια του ζωγράφου, όπως τα «Εφτά θανάσιμα αμαρτήματα» που είχε ο Φίλιππος Β' της Ισπανίας στο δωμάτιό του ή η «Εκτομή του λίθου της Τρέλας» και ο διασκεδαστικός «Ταχυδακτυλουργός» του Σαίν-Ζερμαίν-αν-Λαι, που θυμίζουν σκηνές πανηγυριού ή λαϊκού θεάτρου.
Στον πίνακα της Φραγκφούρτης «Ίδε ο Άνθρωπος» ξαναβρίσκουμε το ίδιο πνεύμα, τη θεατρική πλευρά, που την επισήμανε ο Μαρσέλ Μπριόν και που πρέπει να τη συσχετίσουμε με τη σκηνοθετική δραστηριότητα του Μπος στα μυστήρια. Στο πίσω πλάνο του «Γάμου της Κανά» εμφανίζεται ο μάγος και μια σειρά σύμβολα. Από εδώ και πέρα η μαγεία θα παίξει αποφασιστικό ρόλο στην τέχνη του Μπος. Το «Πλοίο των Τρελών» είναι μια καπριτσιόζικη φανταστική σκηνή με φανερές τις εκλεπτυσμένες προτιμήσεις του ζωγράφου για τα χρώματα. Οι κηλίδες του φωτός αντανακλούν πάνω στην πράσινη μεταξωτή φορεσιά του παλιάτσου που έχει κουρνιάσει σ’ ένα κλαρί πάνω απ’ τον αλλόκοτο όμιλο. Ο καλλιτέχνης σατιρίζει τον καλόγερο και την καλόγρια στην προσπάθειά τους να δαγκώσουν τη γαλέτα που αιωρείται στο ρυθμό της βάρκας. Τα μισοφέγγαρα που σχηματίζει η λεπτή υφασμάτινη ταινία και η κουκουβάγια στο φύλλωμα του δένδρου μαρτυρούν την παρουσία της αίρεσης.
Στην ίδια εποχή περίπου χρονολογείται και το πρώτο μεγάλο του τρίπτυχο, το «Κάρο με το άχυρο». Στο κέντρο, πάνω απ’ το καρότσι, εμφανίζεται ο Χριστός της Έσχατης Κρίσης δείχνοντας τις πληγές του. Πέρα μακριά ένα θαυμάσιο γαλανό τοπίο, που προαναγγέλλει τον Ιωακείμ Πατινίρ. Ο αριστερός πίνακας απεικονίζει τον επίγειο Παράδεισο με το προπατορικό αμάρτημα και την πτώση του Αδάμ και της Εύας. Στο πίσω πλάνο, ψηλά, βουίζει το σμήνος των επαναστατημένων αγγέλων -καταραμένη εντομολογία- που πέφτουν απ’ τα κοκκινωπά σύννεφα. Ο δεξιός πίνακας ιστορεί την Κόλαση με τα μαρτύρια των καταδικασμένων και τα μαύρα της ερείπια, με μια πυρκαϊά στο βάθος. Στο μεσαίο πίνακα ένα επιθετικό πλήθος προσπαθεί να σταματήσει το κάρο και να φτάσει την ομάδα που βρίσκεται πάνω στο άχυρο. Βίαιοι, οπλισμένοι με μαχαίρια, με γάντζους, με δίκρανα, οι άνθρωποι παρασέρνονται από το κάρο και συντρίβονται κάτω από τις ρόδες του. Το κάρο προχωρεί αμείλικτα, καθώς το σέρνουν μεταμφιεσμένοι που τους μαστιγώνει ένα πελιδνό τέρας. Πίσω ακολουθεί η επίσημη πομπή των μεγάλων του κόσμου: ο πάπας, ο αυτοκράτορας, οι πρίγκιπες καβάλα στ’ άλογά τους. Όλοι τους πηγαίνουν προς την Κόλαση. Η εικόνα θυμίζει μεσαιωνικό μακάβριο χορό. Στο πρώτο πλάνο βλέπουμε έναν ξεριζωτή δοντιών, έναν τυφλό που τον οδηγεί ένα αγοράκι, έναν καλό γέρο και καλόγριες που βάζουν άχυρο σ’ ένα σακί. Στην κορυφή του σωρού με το άχυρο δύο ζευγάρια (μουσικοί κι ερωτευμένοι) βρίσκονται ανάμεσα σ’ έναν άγγελο κι έναν δαίμονα. Το έργο έχει ανοιχτά και ζωηρά χρώματα. Η ζωηρότητά του γοητεύει το βλέμμα και καλεί σε μια αναλυτική αποκρυπτογράφηση των λεπτομερειών, που δεν αφαιρούν τίποτε απ’ τη φωτεινή μνημειακότητα του συνόλου.
Το μεγάλο τρίπτυχο με τους «Πειρασμούς του Αγίου Αντωνίου» το χαρακτηρίζει η ενότητα του χώρου. Μια πυρκαϊά σκεπάζει ένα μέρος του ουρανού με φλόγες και καπνούς. Φτερωτά τέρατα μεταφέρουν τον τυραννισμένο Άγιο. Στο κάτω μέρος- σύμφωνα με το «Χρυσό Θρύλο» του Γιάκοπο ντα Βορατζινε, μια απ’ τις κυριότερες πηγές για τη ζωή του Αγίου Αντωνίου- βλέπουμε τον Άγιο, αποκαμωμένο απ’ την επίθεση του Πονηρού, καθώς τον οδηγούν μισοπεθαμένο στο σπίτι του δυο σύντροφοί του κι ένας λαϊκός (που ορισμένοι υποστηρίζουν πως έχει τη μορφή του ζωγράφου): η ομάδα αυτή είναι εκπληκτική. Ο μεσαίος πίνακας του τρίπτυχου είναι γεμάτος αποκρουστικά τέρατα. Ο μάγος με το ψηλό καπέλο και τον πορφυρό μανδύα δίνει το σύνθημα για το πανδαιμόνιο. Η μαύρη λειτο υργία και η παρωδία της Θείας Κοινωνίας γίνονται γύρω στον Άγιο Αντώνιο, στα ερείπια ενός πολύπλοκου κτιρίου, που έχει στο βάθος ένα βωμό με τον Εσταυρωμένο.
Στους τοίχους του κτιρίου βλέπουμε ανάγλυφα με βιβλικά θέματα («Το σταφύλι της Γης της Επαγγελίας, «Το Χρυσό Μόσχο») κι ένα θέμα ειδωλολατρικό. Δεξιά ένα άλλο κτίριο σε σχήμα κρεμμυδιού ξεφλουδίζει σε διαδοχικά στρώματα που τα στέφει η φωτιά. Αμαρτωλοί καλόγεροι και καλόγριες το έχουν ρίξει εκεί στο φαγοπότι- αλληγορία της λαιμαργίας που την ξαναβρίσκουμε στο δεξιό πίνακα. Αλλά δεν είναι δυνατό να χωρέσει σε λόγια η ηφαιστειακή έκρηξη της φαντασίας του Μπος, της τρομερά γόνιμης και πειστικής (φτάνει να τη συγκρίνουμε με τις μηχανικές επαναλήψεις των μιμητών του). Μονάχα το 1562, στη «Μανιασμένη Ρίτα» του Μπρέγκελ, θα βρούμε πάλι μια εμπνευσμένη περιγραφή σατανικών τεράτων. Πρέπει ακόμη να μιλήσουνε για την ομορφιά των χρωμάτων και για τις τόσο ιδιότυπες φόρμες, που δίνουν στις φανταστικές σκηνές έναν εκπληκτικό χαρακτήρα αλήθειας, για τη χρωματική ενότητα και για τον πλούτο των λεπτομερειών που επαναλαμβάνουν και αναπτύσσουν το θέμα. Τα αριστουργήματα του Ιερώνυμου Μπος επιβάλλονται διπλά, από τη μια μεριά με τη χρωματική τους λαμπρότητα και τη μνημειακότητά τους, από την άλλη με τη λεπτολογία των λεπτομερειών, που δεν επισκιάζουν, παρ’ όλη τους τη σημασία, τη σύνθεση.
Είναι δύσκολο ν’ αποφασίσει κανείς αν είναι πιο θελκτικό το έργο που μόλις αναλύσαμε ή το άλλο μεγάλο τρίπτυχο του Μπος, «Ο κήπος των απολαύσεων», όπου η γοητεία έχει και διφορούμενη σημασία. Τη ζωηρή αυτή έκθεση ξανθών και ροδαλών γυμνών άλλοι τη θεωρούν σαν προθάλαμο του Παραδείσου (σύμφωνα με τον Φράινγκερ δείχνει ξανακερδισμένη την αρχέτυπη ανδρόγυνη ενότητα, κατά το δόγμα των Αδαμιτών) κι άλλοι σαν προθάλαμο της Κόλασης (ο μοναχός Χοσέ ντε Σιγκουέντσα έγραψε το 1605, ότι θα ήθελε να γεμίσει ο κόσμος από αντίγραφα του έργου αυτού, για να παραδειγματίζονται οι πιστοί).
Οι άνθρωποι στην Ισπανία, χωρίς πολλά-πολλά, βάπτισαν το τρίπτυχο Λαγνεία. Κι εδώ, στον αριστερό πίνακα είναι ζωγραφισμένος ο επίγειος Παράδεισος, η Δημιουργία, με μερικούς υπαινιγμούς για την αγριάδα των ζώων. Μια κουκουβάγια κοιτάζει με πανούργο ύφος μεσ’ από μια βρύση δουλεμένη σαν σπάνιο κοράλλι. Τα βουνά στο βάθος είναι σουρεαλιστικά. Στο δεξιό πίνακα βλέπουμε τη μουσική Κόλαση, με μαρτύρια και πελώρια μουσικά όργανα (όπως η λύρα-λαούτο, σύμβολο του ερμαφροδιτισμού). Στο γκρίζο μολυβένιο φόντο της παγωμένης λίμνης διαγράφονται οι φλόγες μιας πυρκαϊάς. Στη μέση βρίσκεται ο άνθρωπος-δέντρο με το θλιμμένο πελιδνό του πρόσωπο, μυστηριακό πλάσμα, που πάνω στο στρογγυλό, επίπεδο καπέλο του έχει μια ασκομαντούρα, σύμβολο φαλλικό. Η κοιλιά του, σχεδόν ένα φυτικό αυγό, έχει μέσα της ένα καπηλειό. Η Κόλαση με τις σκοτεινές αποχρώσεις της δημιουργεί μια χτυπητή αντίθεση με το φωτεινό μεσαίο πίνακα, τον ξανθό, ροδαλό και γαλάζιο, που είναι σα γιορτή των χρωμάτων. Το ανοιχτό πράσινο, η φωτεινή ώχρα και το θαλασσί δημιουργούν μια χρωματική προοπτική. Ο πίνακας είναι γεμάτος αμέτρητους γυμνούς ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες, ξανθούς (με μερικές φιγούρες μαύρων εδώ κι εκεί), λεπτούς, με στενούς ώμους, που περπατάνε στις μύτες των ποδιών τους, σύμφωνα με τη γοτθική παράδοση. Οι περισσότεροι είναι όρθιοι, εκστατικοί και σα λίγο σαστισμένοι. Μερικοί βρίσκονται μέσα σε κρυστάλλινες σφαίρες ή σε πελώρια φρούτα. Άλλοι κάτω από γυάλινους θόλους ή ανάμεσα σε νεκρά ψάρια, κοχύλια και άλλα σεξουαλικά σύμβολα. Άλλοι πάλι δαγκώνουν με λαιμαργία τεράστια βατόμουρα (σύμβολα της σεξουαλικής ηδονής), κάτω απ’ το βλέμμα του κοκκινολαίμη, που συμβολίζει τη φιληδονία, και της αιρετικής κουκουβάγιας.
Στο δεύτερο πλάνο άλλοι γυμνοί καβάλα σε φανταστικά ζώα κάνουν μια περίεργη πομπή γύρω από τη στέρνα. Στο βάθος φαίνεται μια γαλάζια λίμνη με μια βρύση καταμεσής και γύρω-γύρω τέσσερα μεγάλα μπαρόκ κτίρια, με πύργους από κοράλλι, μάρμαρο, κρύσταλλο και αιχμές που ξεπερνάνε σε φαντασία τις κατασκευές των σουρεαλιστών. Όλα αυτά συμπληρώνουν τη γοητεία της μεγάλης αυτής σύνθεσης, που κάνει το θεατή να θαυμάζει και να σαστίζει κάπως, και που αποπνέει έναν αέρα ερωτισμού και μια διάχυτη ατμόσφαιρα φιληδονίας χωρίς καμία νοσηρότητα. Καθώς η Κόλαση του Μπος σπάνια δίνει την εντύπωση σωματικής κακουχίας, αναρωτιέται κανείς μήπως ο ασταμάτητος πολλαπλασιασμός των τεράτων που θαρρείς και γεννοβολούν στα έργα του εκφράζει μια έμμονη ιδέα, ένα άγχος του ζωγράφου. Πάντως, σε τελευταία ανάλυση, κυριαρχεί σίγουρα η ευχαρίστηση της δημιουργίας του κόσμου του, η χαρά της ζωγραφικής, η εύθυμη ζωντάνια του πνεύματος του αινιγματικού καλλιτέχνη.
Από καθαρά ζωγραφική άποψη «Το τρίπτυχο των Επιφανίων» είναι χωρίς άλλο το καλύτερο. Το απλόχωρο τοπίο του βάθους, οι πλάγιοι πίνακες με τους δωρητές που τους παρουσιάζουν οι προστάτες τους άγιοι, η μορφοπλαστική δύναμη, του δίνουν σε μια πρώτη ματιά μοναδική επισημότητα και γαλήνη. Αν όμως το κοιτάξουμε προσεχτικά, θα δούμε πως το ξανθό τοπίο το κατοικούν ανησυχαστικά πλάσματα, «σα σκουλήκια μέσα σε φρούτα»: η κεντρική σκηνή είναι το αντικείμενο της ξεδιάντροπης και κακόβουλης περιέργειας των βοσκών, που την κοιτάζουν από τη στέγη της καλύβας κι από τις τρύπες των χαλασμένων τοίχων. Στην πόρτα στηρίζεται ένα παράξενο, μισόγυμνο πρόσωπο, φορτωμένο χρυσαφικά και σύμβολα -ανεξήγητος θεατής της σκηνής. Τα δώρα των μάγων θυμίζουν βιβλικές σκηνές, προφητείες για τη Γέννηση του Χριστού. Το ίδιο και τα σκαλιστά σχέδια στη λεπτοδουλεμένη πελερίνα του Μέλχιορ. Στη σφαίρα του Βαλτάσαρ απεικονίζονται οι τρεις δυνατοί που φέρνουν νερό στο Δαυίδ (κι όχι μια ειδωλολατρική σκηνή, όπως παραδέχονται όλοι μετά τον Σάρλ ντε Τολναί). Πάνω απ’ όλα όμως μας γοητεύει η ομορφιά της λεπτομέρειας, η αριστοτεχνική λευκή φορεσιά του Βαλτάσαρ με τα σχέδια των αγκαθωτών φύλλων που στολίζουν το κολάρο και τον ώμο του.
Μέσα στην τεράστια συλλογή των τεράτων που δημιούργησε η φαντασία του Μπος, ένα από τα πιο ανατριχιαστικά είναι το φρικαλέο έντομο με τα χοντρά γυαλιά, με το ανθρώπινο πρόσωπο, το γέρικο και πελιδνό, που το τρομάζει ο αετός στον «Άγιο Ιωάννη στην Πάτμο». Αυτός είναι ο πιο ισορροπημένος και αρμονικός πίνακας του καλλιτέχνη, εξαίσιος στα χρώματα, απ’ το αχνό ροζ του ιματίου του Αγίου με τις γοτθικές πτυχές ως το γαλάζιο άγγελο -σε απόχρωση λαζουριού- τον κατάστικτο από φως, που δείχνει την Παναγία της Αποκαλύψεως στον ουρανό, πάνω απ’ τη γαλάζια ηρεμία του θαλασσινού τοπίου και της μακρινής πόλης με το καμπαναριό της. Στο πίσω μέρος του έργου είναι ζωγραφισμένος ένας μονόχρωμος κυκλικός πίνακας που απεικονίζει, μέσα σε μια νύχτα γεμάτη τέρατα, οχτώ σκηνές από τα Άγια Πάθη. Ένας πελεκάνος στο κέντρο συμβολίζει τη θυσία του Χριστού.
Στο παλάτι των Δόγηδων, στη Βενετία, υπάρχουν πολλοί πίνακες του Μπος. Κατά πάσα πιθανότητα τους είχε πάει εκεί ο καρδινάλιος Γκριμάνι. Ανάμεσά τους είναι και το «Τρίπτυχο των Ερημιτών». Στο μεσαίο πίνακα του τρίπτυχου, ανάμεσα στα φύλλα με τον Άγιο Αντώνιο και τον Αιγίδιο, απεικονίζεται ο Άγιος Ιερώνυμος που προσεύχεται, σ’ ένα κακοτράχαλο τοπίο. Ο Άγιος είναι γονατιστός μπροστά στον Εσταυρωμένο, που βρίσκεται πάνω σ’ ένα είδος μαρμάρινου θρόνου με ανάγλυφες βιβλικές σκηνές. Ο πίνακας είναι φορτωμένος με σύμβολα, όπως ο μικροσκοπικός άνθρωπος με το κεφάλι του χωμένο σε μια κυψέλη, ανάγλυφος πάνω στο θρόνο, ο άλλος που προσεύχεται μέσα σ’ έναν κρυστάλλινο κύλινδρο, το είδωλο που πέφτει κ.λ.π. Ένας από τους μικρούς πίνακες της Βενετίας, που ίσως και να’ ναι αντίγραφο, παριστάνει τις ψυχές που ανεβαίνουν στον Παράδεισο, καθώς τις απορροφά ένας ιλιγγιώδης στρόβιλος, μια «άβυσσος πρωταρχικού φωτός» όπως όριζε το Θεό ο μυστικιστής Ρουσμπουκ.
Μερικοί πίνακες του Μπος δεν έχουν βάθος και απεικονίζουν πρόσωπα ως τη μέση. Το θέμα τους είναι συνήθως «Ο Χριστός με τον ακάνθινο στέφανο», όπως ο πίνακας που βρίσκεται στο Λονδίνο. Σ’ αυτόν μαντεύουμε, κάτω απ’ τα διάφανα χρώματα, την προπαρασκευαστική δουλειά. Ο Βαν Μάντερ αναφέρει ότι ο Μπος ζωγράφιζε άνετα και με σιγουριά και συχνά τελείωνε τα έργα του με την πρώτη. Σχεδίαζε τη σύνθεση και ζωγράφιζε με ανάλαφρες απανωτές πινελιές. Στον πίνακα του Λονδίνου -τέσσερις κάπως αλλόκοτες μορφές περιβάλλουν τον πάσχοντα Χριστό με τα ξανθοκόκκινα μαλλιά- το αποτέλεσμα είναι μια ωραία χρωματική αρμονία.
Αντίθετα ο σκληρός πίνακας «Ο Χριστός φέρει το Σταυρό» μυρμηγκιάζει από ανθρώπους αποκτηνωμένους που κραυγάζουν γύρω από τρεις σιωπηλές μορφές τοποθετημένες σε μια διαγώνιο: την Αγία Βερονίκη, το Χριστό και τον καλό ληστή. Η Αγία Βερονίκη απεικονίζεται με χρώματα που ιριδίζουν σε μια στάση σχεδόν επιτηδευμένη. Ο Χριστός, στο κέντρο, είναι στη σκιά και κανείς δε φαίνεται να τον προσέχει. Ο καλός ληστής, υποφέροντας με τα μάτια σβησμένα, υπομένει τις συμβουλές ενός δομινικανού που τσιρίζει, ενώ ο άλλος ληστής, κάτω δεξιά, δείχνει τα δόντια του στους φρουρούς. Πρόστυχες εκφράσεις, φοβερές παραμορφώσεις και αλλοιώσεις δείχνουν ύφος ολότελα διαφορετικό απ’ το ύφος ενός μεγάλου καλλιτέχνη της εποχής εκείνης, του Λεονάρντο ντα Βίντσι.
Στον κυκλικό πίνακα με το οκταγωνικό πλαίσιο «ο Άσωτος Υιός», που είναι σχεδόν μονόχρωμος -μόλις διακρίνονται λίγες φωτεινές ρόδινες πινελιές-, ο Μπος ξαναδουλεύει το ίδιο θέμα που είχε ιστορήσει στο πίσω μέρος του «Κάρου με το άχυρο’. Κουρελιασμένος, αποκαμωμένος, φορτωμένος μ’ ένα καλάθι, ένας άνθρωπος απομακρύνεται απ’ το σπίτι της αμαρτωλής ζωής. Τα γουρούνια με τα αχόρταγα μουσούδια τους χωμένα στη σκάφη, μαρτυρούν ότι πρόκειται για την ευαγγελική παραβολή. Άλλοι κριτικοί όμως υποστηρίζουν ότι πρόκειται για μια αλληγορία, ελεύθερης βούλησης.
Ο μικρός «Πειρασμός του Αγίου Αντωνίου», του Μουσείου του Πράντο, απεικονίζει τον ερημίτη να κάθεται ανακούρκουδα στην κουφάλα ενός δένδρου (που μοιάζει με την κοιλιά του ανθρώπου-δέντρου). Δίπλα του κάθεται ένα γουρουνάκι, ήσυχα και σκέφτεται. Ανάμεσα απ’ τα κλαδιά, στο βάθος, φαίνεται ένα απλόχωρο τοπίο. Όλα φαίνονται να υποβάλλουν τη στοχαστική ηρεμία και γαλήνη. Μα ο κόσμος αυτός βρίσκεται στα χέρια του Πονηρού και τρίζει απειλητικά: στο κεφάλι του γουρουνιού ετοιμάζεται να πέσει το ραβδί ενός τέρατος σύνθετου από ένα πύργο με επάλξεις, ένα χωνί κι ένα κεφάλι πουλιού με ράμφος. Ένα χέρι ξεπροβάλλει από το ήσυχο νερό. Ένα άλλο κραδαίνει ένα μαχαίρι. Η στάμνα αναποδογυρίζει. Η γαλήνη δεν είναι παρά εφήμερη ψευδαίσθηση: το Χριστιανό τον απειλούν και τον τριγυρίζουν δαίμονες «όπως τον κολυμβητή το νερό». Σωστά έλεγε ο μοναχός Χοσέ ντε Σιγκουένσα πως, ενώ οι άλλοι ζωγράφοι παρουσίαζαν τον άνθρωπο όπως είναι εξωτερικά, ο Μπος είχε το θάρρος να τον ζωγραφίσει όπως είναι εσωτερικά. Και μάλιστα ο καλλιτέχνης έφερε συνάμα την πάλη αυτή του καλού και του κακού στο επίπεδο της ποίησης, σ’ ένα έργο απ’ τα πιο συναρπαστικά της ευρωπαϊκής ζωγραφικής.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
1. Οι Μεγάλοι ζωγράφοι από τον Giotto στην Αναγέννηση (εκδόσεις Μέλισσα)
2. (Sites στο Internet: www.cgi.di.uoa.gr, www.i-m-patron.gr (Ξενοφών Παπαευθυμίου, Τα θεία Πάθη στο έργο του Ιερώνυμου Μπος. - Τμήμα Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Αθηνών: Ιερώνυμος Μπος).
3. Εγκυκλοπαίδεια Παιδεία (Μεγάλοι Ζωγράφοι)
4. Πινακοθήκη: Άνθρωπος και Αναγέννηση
5. Χρύσανθος Χρήστου, Η ευρωπαική ζωγραφική του 15ου αιώνα.
Βάσω Κ. Ηλιάδη (Παιδοψυχολόγος-Ζωγράφος)
Η Βάσω Κ. Ηλιάδη γεννήθηκε στα Τρίκαλα Θεσσαλίας το 1972. Σπούδασε στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Φιλοσοφία, Παιδαγωγική, Ψυχολογία και Ιστορία της Τέχνης. Παρακολούθησε σεμινάριο επαγγελματικής κατάρτισης για τη συντήρηση έργων τέχνης και έκανε μουσικές σπουδές κλασσικού πιάνου, θεωρητικών και βυζαντινής μουσικής. Ασχολείται με τη ζωγραφική και την ποίηση από το 1996.
________________________________