Διαβάζω Ο νεος βασιλιας από τα Fantasy Archives της Fantasy Gate! Bookmark and Share


από Κατελή Βίγκλα


Ο νέος βασιλιάς


Ο γερμανός τουρίστας βρήκε την ευκαιρία να ρωτήσει την ξεναγό εμπρός στα ερείπια μίας αρχαίας εκκλησίας: «ποια χρονολογία χτίστηκε;» «Μάλλον κατά τον 4ο ή 5ο αι.», του απάντησε. Μετά από λίγο ο ίδιος ξαναρώτησε: «και πότε καταστράφηκε;» «Ήταν ήδη κατεστραμμένη στα μέσα του 7ου αι.», ήταν η απάντηση. Το γκρουπ τουριστών προχωρούσε αργά, ακολουθώντας την ξεναγό, σαν ένα κοπάδι ήρεμα και λογικά πρόβατα. Σε λίγο στάθηκαν και πάλι. Κοιτούσαν τώρα εμπρός σε μία σαρκοφάγο. «Εδώ» είπε, «θάφτηκε μάλλον ένας μεγαλόσωμος βάρβαρος. Η χριστιανική πόλη καταστράφηκε από άγνωστη αιτία. Ίσως από πυρκαγιά, από σεισμό ή, το πιο πιθανό, λόγω της επιδρομής των βαρβάρων, σλαβικών φύλων που κατήλθαν από το βορρά. Έκτοτε ελάχιστα ίχνη ζωής απαντώνται στο χώρο αυτό».

Ο άνθρωπος που απηύθυνε προηγουμένως τις ερωτήσεις, δεν είχε πάνω του κάτι ιδιαίτερο, ώστε να ξεχωρίζει από τους άλλους τουρίστες. Το παρουσιαστικό του υποδήλωνε ακαθόριστη κοινωνική και μορφωτική κατάσταση. Ονομαζόταν Ιωνάθαν Γκράντ και ήταν συνταξιούχος, με κοιλίτσα και άσπρα μαλλιά. Τα καφέ σάνταλα του ήταν καινούργια, ενώ κρατούσε μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή. Πριν από λίγο είχε αγοράσει τον αρχαιολογικό οδηγό του μουσείου, τον οποίο συμβουλευόταν κατά διαστήματα. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ξενάγησης είχε απευθύνει στη ξεναγό τουλάχιστον δέκα ερωτήσεις. Αυτή, αν και νεαρή, έμοιαζε πεπειραμένη. Στην αρχή τον κοίταξε με περιέργεια, αλλά σιγά-σιγά μάλλον έδειξε αδιαφορία, απαντώντας ωστόσο στις ερωτήσεις του όσο πιο σωστά μπορούσε και με μεγάλη ακρίβεια. Στο κάτω-κάτω αυτή ήταν η δουλειά της. Είχε γνωρίσει αρκετούς σαν τον Ιωνάθαν. Επρόκειτο κατά πλειονότητα για συνταξιούχους, χωρίς στενούς οικογενειακούς δεσμούς, που ήθελαν να βιώσουν όσο μπορούσαν πιο ζωντανά την εμπειρία της ξενάγησης.

Στο μεταξύ ο γερμανός τουρίστας άρχισε να απομακρύνεται από το γκρουπ. Στην αρχή πήγε λίγο πιο πέρα για να δει έναν κίονα. Στάθηκε απέναντί του και παρατηρούσε το κιονόκρανο και τις χρωματικές γραμμώσεις του μαρμάρου. Γνώριζε ότι στην περιοχή που βρισκόταν, υπήρχε μια επάλληλη σειρά από αρχαία στρώματα. Από τα βάθη της προϊστορίας ο χώρος αυτός κατοικούνταν μέχρι τη μεσαιωνική περίοδο. Εδώ είχαν ζήσει οι άνθρωποι της νεολιθικής εποχής, κυνηγοί και συλλέκτες καρπών, πριν έρθουν να εγκατασταθούν μόνιμα, ασχολούμενοι με το ψάρεμα και τις καλλιέργειες. Εδώ τιμώνταν η Δήμητρα, η μητέρα της Προσερπίνας, σύμβολα και οι δύο της αναγέννησης της φύσης. Εδώ πάλι λατρεύτηκε και ο Αμνός του Θεού που σταυρώθηκε και πέθανε, πριν αναστηθεί, όπως και η φύση, κατά παρόμοιο τρόπο με άλλες αρχαίες θεότητες, όπως ο Όσιρις, ο Διόνυσος, ο Άδωνις και ο Άττης. Του άρεσε αυτός ο συγκρητισμός των θεοτήτων. Έδινε μία εύλογη απάντηση σε πολλά μικρά και βασανιστικά ερωτήματα, αν και την ίδια στιγμή άφηνε ακάλυπτα ή μετέωρα, άλλα, περισσότερο μεγάλα και καίρια. 


Σε λίγο, όταν είδε ότι οι φύλακες ήταν απασχολημένοι με τους υπόλοιπους τουρίστες και δεν τον είχαν προσέξει, προχώρησε λίγο ακόμη πιο μακριά. Διάβηκε ήσυχος και αμέριμνος το τσιμεντένιο μονοπάτι και ήδη είχε φτάσει σε απόσταση εκατό μέτρων από τους υπόλοιπους. Κατόπιν, δεν άργησε να εξέλθει από τον περιφραγμένο αρχαιολογικό χώρο. Απέναντι ακριβώς υπήρχε ένας άλλος χώρος, στα ριζά ενός υψηλού λόφου. Είχαν περάσει ήδη από εδώ μαζί με το γκρουπ και η ξεναγός τους είχε εξηγήσει ότι οι πρώτες οικήσεις άρχισαν από την προϊστορική εποχή ακριβώς σε αυτόν τον λόφο. Στο μεταξύ είχε περάσει αρκετή ώρα. Το σούρουπο ήδη έπεφτε σταδιακά. Απομονωμένος πλέον, δεν έβλεπε τώρα κανέναν από τους υπόλοιπους, ούτε την ξεναγό, ούτε τους φύλακες. Ήταν μόνος μέσα σε ένα καταπράσινο τοπίο. Τα αρχαία σπαράγματα, απλωμένα παντού τριγύρω, του έγνεφαν υπαινικτικά. Όσο λιγόστευε το φως του ήλιου και έπεφτε το σκοτάδι, τόσο πιο πολύ συνεπαρμένος ήταν από τη μαγεία του δειλινού. Ναι, ήταν επιτέλους στο στοιχείο του. Από μικρός του άρεσε να διαβάζει για αρχαίους πολιτισμούς, χαμένους κόσμους, παραδόσεις, έθιμα, λαούς, ευρήματα. Συχνά έπιανε τον εαυτό του να ονειρεύεται πάνω από ένα βιβλίο ιστορίας. Κάποτε το σκοτάδι κάλυψε τα περισσότερα πράγματα, και σχεδόν αμέσως το απαλό και διακριτικό φως των λαμπτήρων άναψε. Μια λεπτή ομίχλη σχηματίστηκε ξεκινώντας από χαμηλά στην πρασινάδα. Κουρασμένος όπως ήταν, κάθισε σε έναν πεσμένο και ερειπωμένο τοίχο μίας παλιάς εκκλησίας.

Πιο πολύ είχαν κεντρίσει τη φαντασία του κάποιες πληροφορίες που είχε δώσει η ξεναγός, όταν την είχε ρωτήσει για το νεκροταφείο δίπλα στην Ακρόπολη. «Συνήθως», ήταν ακριβώς τα λόγια της ξεναγού, και ο Ιωνάθαν, καυχιόταν για τη δυνατή και μακράς διάρκειας μνήμη του, «υπήρχε νεκροταφείο κοντά στην περιοχή αυτή των υπερυψωμένων προϊστορικών περιοχών, που βρίθουν στη Θεσσαλία, και ονομάζονται μαγούλες. Έτσι ακριβώς εδώ, δίπλα σε αυτόν τον λόφο, ανακαλύφτηκε νεκροταφείο, όπου υπήρχε εκτός άλλων ο τάφος του βασιλιά-αρχηγού της κοινότητας. Ο βασιλιάς θεωρούνταν ιδιαίτερης σημασίας πρόσωπο, εφόσον συγκέντρωνε τις προσδοκίες και τους φόβους του λαού του. Έτσι θεωρούνταν άθελά του υπεύθυνος για την καρποφορία ή καταστροφή των σπαρτών, για τους πετυχημένους τοκετούς των γυναικών, τις καιρικές συνθήκες, την ομαλότητα των σχέσεων ανάμεσα στα μέλη της ομάδας, την επιτυχία ή αποτυχία του κυνηγιού και των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Η αμφισημία αυτή του θεσμού της βασιλείας εκφραζόταν μέσω διάφορων ταμπού, απαγορεύσεων και τελετουργιών».

Όταν ο Ιωνάθαν άκουσε τις πληροφορίες αυτές, ο νους του πήγε αμέσως στο έργο του Τζαίημς Φραίηζερ, Ο Χρυσός Κλώνος. Εκεί είχε διαβάσει για την παράδοση του προϊστορικού βασιλιά που έπρεπε να αντιμετωπίσει όλους τους ανταγωνιστές του με το σπαθί στο χέρι προστατεύοντας ένα συγκεκριμένο δέντρο. Κανείς δεν έπρεπε να κόψει ούτε ένα μονάχα κλωνάρι, διότι θα έπαιρνε έτσι το θρόνο. Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, το μοιραίο κλωνάρι ήταν ο ίδιος χρυσός κλώνος που με εντολή της Σίβυλλας απέσπασε ο Αινείας πριν φύγει για το επικίνδυνο ταξίδι του στον κάτω κόσμο. Κάποτε, στην επίσκεψή του σε ένα ευρωπαϊκό μουσείο είχε δει τον πίνακα του Ουίλιαμ Τάρνερ, του 1834, εμπνευσμένο από τον μύθο αυτό, που με τόση χάρη περιγράφεται στη Αινειάδα του Βιργίλιου. Ο πίνακας αρχικά του προκάλεσε ένα αίσθημα απώθησης. Σιγά-σιγά όμως εξοικειώθηκε μαζί του προσπαθώντας να κατανοήσει το περιεχόμενο, που ήταν ζωγραφισμένο με τόση λεπτομέρεια. Πως μπορούσε να ξεχάσει αυτόν τον πίνακα; Συχνά έφερνε στο νου του την απεικόνιση του ελαφριού κυματισμού της λίμνης, των δύο αρχαίων πόλεων που κοιμούνταν στις όχθες της, τις νωχελικές, μακρινές μορφές των μυθικών προσώπων, το τρομακτικό, αλλά γεμάτο πειρασμούς τοπίο, την πρασινάδα στην οποία ελλόχευε ένα ερπετό, το αρχαίο μέγαρο με τους κήπους που βρισκόταν σε κάθετη απότομη θέση, τους συνεχείς όχι πολύ υψηλούς λόφους στο βάθος.

Ήταν σαν να πλανιόταν στο έρημο ζωγραφισμένο τοπίο η θεότητα, προκαλώντας ένα συναίσθημα θάμβους που νόμιζε ότι παρόμοιό του ζούσε και τώρα. Πολύ αργότερα είχε ονειρευτεί τον χαμένο πατέρα του, έχοντας βαθιά επιθυμία να τον ξανασυναντήσει. Μακάρι, είχε σκεφτεί τότε, να έβρισκε ένα χρυσό κλαδί, και όπως ο Αινείας, να το δώσει ως εισιτήριο στον Χάροντα, ή όποιον άλλο του στεκόταν εμπόδιο στην κάθοδό του στον κόσμο των νεκρών• στόχος του θα ήταν να μπορέσει μια ύστατη φορά να συναντήσει τους αγαπημένους του. Είχε χάσει νωρίς τη γυναίκα του και το ένα και μοναδικό παιδί του. Έπειτα από το θάνατό τους δεν είχε ξαναπαντρευτεί. Είχε αφοσιωθεί στην εργασία του, προσπαθώντας να ξεχάσει. Κάποτε οι αναμνήσεις γίνονταν οδυνηρές και τον γέμιζαν μελαγχολία. Ωστόσο, δεν ένοιωθε εδώ και πολλά χρόνια καμία στεναχώρια. Είχε συμφιλιωθεί με ό,τι συνέβη στη ζωή του. Αφότου είχε βγει στη σύνταξη γύριζε όλα τα μουσεία του κόσμου, τους αρχαιολογικούς τόπους χωρών με μεγάλη ιστορία και διάβαζε μετά μανίας βιβλία ιστορίας και αρχαιολογίας. Προέβαλε πολύ συχνά στην ανθρώπινη γενική ιστορία τις επιθυμίες του, προσπαθώντας να εστιάσει κατά την επαφή μαζί της σε στοιχεία που θα τον συγκινούσαν.

Σύμφωνα λοιπόν με τον αρχαίο ρωμαϊκό μύθο που θυμήθηκε τότε, όταν βρισκόταν στη βάση του λόφου, όποιος αμφισβητούσε τον προϊστορικό βασιλιά θα ερχόταν αντιμέτωπος με το ξίφος του. Μέρα-νύχτα θα έστεκε εκεί στη βάση του δέντρου επαγρυπνώντας, εφόσον κινδύνευε η ζωή και το στέμμα του. Ήταν ταυτόχρονα ιερέας και δολοφόνος, που προφυλαγόταν με προσοχή από όποιον πιθανό διεκδικητή αργά ή γρήγορα θα τον δολοφονούσε. Ο υποψήφιος για τη θέση του βασιλέα-ιερέα μπορούσε να πάρει το αξίωμα αυτό μόνο φονεύοντας τον προκάτοχό του, παραμένοντας στην αβέβαιη αυτή θέση, μέχρι να φονευτεί και ο ίδιος από κάποιον πιο δυνατό ή πιο πανούργο. Χμ. Σκέφτηκε. Ευχαρίστως θα αντιμετώπιζα αυτόν τον γέρο βασιλιά. Θα του έπαιρνα το θρόνο και τη σύζυγο. Θα γινόμουν βασιλιάς στη θέση του. Θα έκοβα αυτό το μαγικό κλωνί και θα θριάμβευα ως μόνος νικητής.

Ο χρόνος έμοιαζε να είχε σταματήσει. Απολάμβανε την ηρεμία της ώρας, όταν η φύση είχε πάρει μια περίεργη όψη. Η ξηρή και αποπνιχτική άπνοια στην ατμόσφαιρα είχε αφυδατώσει το σώμα του. Κοίταξε το στερέωμα όπου τα σύννεφα ήταν μελανά και αισθάνθηκε σαν να ακούει τον αναστεναγμό ενός παράξενου ζωντανού οργανισμού, του οποίου τα ίχνη διέκρινε παντού τριγύρω του. Είτε ήταν η φύση είτε κάτι μεγαλύτερο, οι θόρυβοι υποδήλωναν τη σταθερή και κινούμενη ζωντάνια του. Τώρα που το λυκόφως είχε χαθεί προ πολλού, η φαντασία του μπορούσε να σχηματίσει άπειρες μορφές στο σκοτάδι.

Από ώρα η κίνηση στον απέναντι δρόμο είχε γίνει πιο αραιά. Το χλωμό φως της σελήνης έλουζε τα πράγματα. Μια περίεργη ησυχία είχε απλωθεί ξαφνικά τριγύρω. Ακόμη και οι λαμπτήρες φάνηκε να ρίχνουν έναν πιο απαλό φωτισμό. Μάλιστα ένας από αυτούς, κάτω από ένα πολύ γέρικο δέντρο, αναβόσβηνε, όντας έτοιμος να καεί. Στο τέλος έσβησε τελείως. Πόσο θα ήθελε ο πανάρχαιος θρύλος να ζωντάνευε για αυτόν απόψε και ο φύλακας του δέντρου με τα άσπρα μαλλιά και το γυμνό ξίφος να έχανε από τον ίδιο τη μάχη για τη ζωή και το θρόνο. Τότε μέσα από την άχλη του ημίφωτος του φάνηκε ότι είδε μία πομπή να πλησιάζει. Το δασύλλιο έλαμπε τώρα από δεκάδες πυρσούς, ενώ ένα μουρμουρητό από προσευχές το πλημμύρισε. Μορφές που έμοιαζαν με στεφανωμένες γυναίκες παρουσιάζονταν από το βάθος του χρόνου κρατώντας λυχνάρια με έλαιο. Γαυγίσματα κυνηγετικών σκυλιών πλησίαζαν και γέλια από νεανικά στόματα ξεχύνονταν από παντού.

Ανάμεσα στα άλλα του φάνηκε ότι διέκρινε δίπλα στο γέρικο δέντρο μια άγρια μορφή να παραμονεύει. Η πομπή των ιερειών τον πλησίασε τώρα και η αρχιέρεια, μια νεαρή γυναίκα με μαύρα μαλλιά πιασμένα σε σχήμα κότσου, του απηύθυνε τον λόγο σε σπαστά αγγλικά: «Αγαπητέ μου, δεν είμαστε φαντάσματα του παρελθόντος αλλά άνθρωποι που πειραματιζόμαστε. Κάθε χρόνο πραγματοποιούμε παγανιστικές τελετές σε τούτο το αλσύλιο. Μπορείς εάν θέλεις είτε να συμμετέχεις ως θεατής, είτε, εάν βαστά η καρδιά σου, να λάβεις μέρος σε ένα θεατρικό δρώμενο προς τιμήν της θεάς Δήμητρας και Κόρης, όπου θα είσαι το επίκεντρο. Ανάμεσα στα άλλα περιλαμβάνονται η αναπαράσταση της αρχαίας μονομαχίας με τον φύλακα του μαγικού κλώνου και η κάθοδος στον Κάτω Κόσμο». Χωρίς καλά-καλά να το σκεφτεί, είπε «Ναι, δέχομαι να πάρω μέρος στις τελετές». Τότε, μια ιέρεια τον στεφάνωσε και του έδωσε ένα ξίφος. Οι άνθρωποι που συμμετείχαν παραμέρισαν αργά για να εμφανιστεί ο γέρος άνδρας που με γυμνό ξίφος τον προκαλούσε να μονομαχήσουν. Ο Ιωνάθαν δεν άργησε να ανταποκριθεί στην πρόκληση του υποτιθέμενου βασιλιά και άρχισε μια εικονική ξιφασκία. Ο αντίπαλος του Ιωνάθαν σε λίγο πληγώθηκε και έπεσε κάτω. Ο γερμανός γελώντας παρασύρθηκε πλέον τελείως από τα συμβαίνοντα. Σήκωσε ψηλά το ξίφος και θριαμβολόγησε. Τότε μια ιέρεια τον πλησίασε και του έδωσε ένα κλωνί από ένα φυτό με χρυσοκίτρινα φύλλα.

Νέες μορφές τώρα αντικαθιστούσαν τις προηγούμενες. Έπειτα θυμόταν ότι του έδωσαν να πιει από ένα κύπελλο και συμμετείχε σε νέο θεατρικό δρώμενο, όπου αναπαριστούσαν την κάθοδο στον Κάτω Κόσμο. Η πειστικότητα και η αληθοφάνεια των τελετών ήταν τέτοια, ώστε μπόρεσε να πιστέψει ότι βρίσκεται ανάμεσα στις ονειρικές σκιές του απαγορευμένου βασιλείου. Μην τυχόν δεν είχε και αυτός ούτε νεύρα ούτε κόκαλα αλλά ήταν ένα φάντασμα που ονειρευόταν ότι ζει, νεκρός ανάμεσα σε νεκρούς; Ανάμεσα στις φασματικές όψεις νόμισε ότι είδε τη γυναίκα και το παιδί του. Ήταν πράγματι όπως τότε πριν από τουλάχιστον 20 χρόνια. Ίδιοι και απαράλλαχτοι. Τους φώναξε με αβάσταχτα πονεμένη φωνή, προσπάθησε να σμίξει μαζί τους, αλλά χάθηκαν. Μετά είδε τον πατέρα του, να του χαμογελά μειλίχια. Η μάνα του ήρθε αργότερα. Του φάνηκε ότι του είπε, «παιδί μου συνέχισε τη ζωή σου». Αν και αισθανόταν ιδιαίτερα περίεργα, έτσι όπως συνομιλούσε με τους ηθοποιούς που υποδύονταν τα πνεύματα, τα οποία ταύτιζε με τους πεθαμένους συγγενείς του, δεν ήθελε να φύγει. Δεν ήθελε να βγει από το παιχνίδι. Του έφτανε που βρισκόταν εκεί, μακριά από τη φενάκη που ονομάζουμε ζωή, μακριά από κάθε έγνοια και ματαιοδοξία των καθημερινών ανθρώπων. Ρώτησε τους δικούς του, αν και γνώριζε ότι συνομιλεί με ηθοποιούς: «αλήθεια με ξεχάσατε;» Δεν πήρε απάντηση, μόνο παρατηρούσε τα πρόσωπά τους, οικεία και αινιγματικά ταυτόχρονα. Ήθελε να εκφράσει όση τρυφερότητα είχε αποθηκεύσει για αυτούς τόσα χρόνια.

Ανάμεσα στις μορφές που έβλεπε, άρχισαν τότε να εμφανίζονται αλλογενή τρομακτικά όντα. Είδε μεταμφιεσμένους που έμοιαζαν με Κένταυρους, με τη Σκύλλα, τους Εκατόγχειρες, τη Λερναία Ύδρα, τη Χίμαιρα, τις Γοργόνες, τις Αρπυιες και τον φοβερό Γηρυόνη. Νόμισε ότι είδε τον εαυτό του να θυσιάζει στην τρίμορφη Εκάτη. Έπειτα παρουσιάστηκε εμπρός του, πάνω σε ένα ψηλό θρόνο η βασίλισσα του κάτω κόσμου, η Προσερπίνα. Μην αντέχοντας άλλο να βλέπει ανθρώπους μεταμφιεσμένους προσπάθησε να φύγει από το παράξενο αυτό μέρος. Τότε η βασίλισσα από το θρόνο της του έγνεψε, και του είπε πως θα εξέρχοταν και πάλι μαζί από τον Κάτω Κόσμο. Του έδωσε το κλωνί που είχε χρησιμοποιήσει ως εισιτήριο, και τον ευχαρίστησε. Χάρη σε αυτόν, του είπε, θα έρθει και πάλι στη γη, ώστε αυτή να καρπίσει και οι άνθρωποι να ζήσουν χαρούμενοι. Του φάνηκε ότι το πρόσωπο της έλαμπε.

Έπειτα θυμήθηκε ότι και ο Χριστός κατήλθε στον Άδη και υποσχέθηκε τη σωτηρία. Αισθάνθηκε σαν αμνός. Όλοι σας θα αναστηθείτε, είχε υποσχεθεί στο ανθρώπινο γένος, ο υιός του ανθρώπου και του Θεού. Ίσως λοιπόν ξαναδώ τους δικούς μου ξανά κάποτε, στο τέλος των πάντων. Όταν ήλθε σε αυτήν τη σκέψη ήταν σαν να συνήλθε. Τότε λησμόνησε κάθε νοσταλγία και πίκρα. Βρέθηκε και πάλι μόνος, χωρίς πομπές και μυστικές τελετές. Εάν υπήρχαν πιο πριν κάποιοι εκεί, τώρα είχαν φύγει. Πήρε το σακίδιό του και έψαξε το μπουκάλι με το μεταλλικό νερό, για να το πιει μέχρι πάτο. Έπειτα θυμήθηκε ξαφνικά ποιος ήταν και τι έκανε και πήρε τον δρόμο της επιστροφής.

Όταν έφτασε στην πλατεία της πόλης είδε ακόμη το λεωφορείο με το οποίο είχε έρθει να περιμένει, σταθμευμένο. Δεν ήταν κανείς μέσα. Σκέφτηκε λίγο και αφού ρώτησε κάποιον περαστικό, κατευθύνθηκε προς ένα κεντρικό ξενοδοχείο της περιοχής. Εκεί πράγματι όλο το γκρουπ τουριστών καθόταν σε μερικά τραπέζια απολαμβάνοντας τερψιλαρύγγιους θαλασσινούς μεζέδες. Πήρε μια καρέκλα και κάθισε στο τραπέζι όπου βρισκόταν η νέα ξεναγός. Κάποιοι τον χαιρέτησαν και η ξεναγός προσποιήθηκε ότι τον μαλώνει: «Πού ήσασταν κύριε Ιωνάθαν; Νομίσαμε ότι σας χάσαμε». «Πουθενά απλώς τριγύριζα πέρα-δώθε», απάντησε. Σε λίγο, αφού τίμησε δεόντως του νόστιμους μεζέδες, είδε απέναντί του έναν άνθρωπο που του θύμιζε κάτι. Προσπάθησε να θυμηθεί που τον γνώριζε και πράγματι εάν του προσέθετες γένια και περισσότερα μαλλιά, έμοιαζε με τον βασιλιά του δάσους. Μια κοπέλα τον πλησίασε χωρίς να καταλάβει από πού ήρθε. Ήταν η αρχιέρεια ντυμένη τώρα με μπλουτζίν και γαλάζιο t-shirt. Τέλος, στρέφοντας το κεφάλι είδε να περνά μια γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας με λαμπερό πρόσωπο. Θυμήθηκε ότι την είχε δει πριν από μερικές ώρες, όταν ήταν Περσεφόνη πάνω σε ένα θρόνο.

Δίπλα του καθόταν μια γαλλίδα τουρίστρια. Κοιτώντας τον, παρατήρησε ότι δίπλα του είχε αφημένο ένα κλαδί από φυτό. «Ω! τι ωραία, που βρήκατε γκυ. Ξέρετε εμείς το χρησιμοποιούμε το χειμώνα για την Εορτή των Χριστουγέννων. Αλλά αυτό είναι αειθαλές». Η κυρία ρίχνοντας μια πιο προσεχτική ματιά στο γκυ του Ιωνάθαν, λίγο πριν αυτός το βάλει γρήγορα στο σακίδιό του, παρατήρησε ότι τα φύλλα του έλαμπαν. Μάλλον θα είναι λόγω της αντανάκλασης του έντονου φωτισμού της λάμπας, σκέφτηκε και έστρεψε το βλέμμα.

Έπειτα από το φαγοπότι ο Ιωνάθαν έπεσε για ύπνο στο δωμάτιο, το οποίο μοιράστηκε με έναν άλλο τουρίστα. Το άλλο πρωί, όταν ξύπνησε, δεν ήξερε εάν όσα θυμόταν από το προηγούμενο βράδυ ήταν αλήθεια ή όνειρο. Τελικά επιβιβάστηκε στο λεωφορείο με προορισμό το αεροδρόμιο. Φτάνοντας εκεί, περίμενε μαζί με τους άλλους να πάρει την πτήση του για τη Γερμανία, η οποία θα αργούσε κάποιες ώρες. Η ασφάλεια όμως του αεροδρομίου είχε ειδοποιηθεί να κάνει έλεγχο ιδιαίτερα στους τουρίστες που έρχονταν από την περιοχή την οποία είχε επισκεφτεί το γκρουπ του Ιωνάθαν. Ο υπάλληλος λοιπόν ανοίγοντας τον σάκο του Ιωνάθαν βρήκε μέσα σε αυτόν το κλαδί από γκυ. Κατά περίεργο τρόπο τα φύλλα του φυτού ήταν πράγματι επιχρυσωμένα. Αμέσως ο Ιωνάθαν Γκράντ συνελήφθη με την κατηγορία της αρχαιοκαπηλίας. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ο Ιωνάθαν επέμενε ότι είχε βιώσει μια αναπαράσταση του μύθου του Χρυσού Κλώνου, όπως περιγραφόταν στις αρχαίες πηγές. Επρόκειτο, τους είπε, για μια συνηθισμένη αναβίωση που γίνεται στην περιοχή και τους περιέγραψε τι είχε ζήσει την προηγούμενη νύχτα. Κατά τη διάρκεια του δρώμενου, επισήμανε, του είχαν δώσει το χρυσό κλώνο, για τον οποίο δεν είχε καν συνειδητοποιήσει εάν ήταν επίχρυσος ή αρχαίο αντικείμενο.

Ωστόσο, οι αστυνομικοί επέμεναν να του ζητούν εξηγήσεις για το που βρήκε το χρυσό κλωνί. Ο Ιωνάθαν επαναλάμβανε την ιστορία του. Τότε τον άφησαν για λίγο, ώστε να επαληθεύσουν την ιστορία του. Μετά από μια ώρα του είπαν ότι, αφού ερεύνησαν το θέμα, οι δημοτικές αρχές και η εφορεία αρχαιοτήτων της περιοχής δεν γνώριζαν σχετικά με καμία αναβίωση ή παγανιστικές τελετές που τελούνταν εκεί. Οι αστυνομικοί σκέφτηκαν τότε ότι, είτε ο Ιωνάθαν τους έλεγε παραμύθια προσπαθώντας να καλύψει και να δικαιολογήσει την πράξη του, είτε έλεγε αλήθεια και κάποιοι επιτήδειοι τον χρησιμοποιούσαν ως ακούσιο μεταφορέα για την εξαγωγή αρχαίων αντικειμένων. Ο Ιωνάθαν συνέχισε, ωστόσο, να επαναλαμβάνει την ιστορία για τον Βασιλιά του Δάσους σαν να την πίστευε. Οι σκέψεις που περνούσαν από το νου του ήταν πως, εάν επρόκειτο για ένα πραγματικά χρυσό κλωνί αυτό που του δόθηκε και μάλιστα αρχαίο τεχνούργημα, η εμπειρία του δεν ήταν μια απλή αναπαράσταση. Ο Ιωνάθαν βέβαια δεν απέκλειε την περίπτωση της σκοπιμότητας ενός παιχνιδιού εις βάρος του, μία φάρσα ή μία απάτη. Ωστόσο, τώρα αντί να εγκαταλείψει τα παράξενα οράματά του για τον βασιλιά του δάσους, άρχισε να πιστεύει ότι όλα αυτά που είχε βιώσει δεν μπορούσαν να ήταν φάρσα. Έμοιαζαν τόσο αληθινά. Και από ότι θυμόταν ήταν τόσοι οι άνθρωποι που συμμετείχαν ή έτσι του φάνηκε τουλάχιστον, ώστε του φαινόταν απίθανο να επρόκειτο για σκηνοθεσία με στόχο την εξαπάτησή του. Τελικά με τον ένα ή άλλο τρόπο είχε πράγματι αντιμετωπίσει τον βασιλιά του δάσους και τον είχε νικήσει. Εάν το κλωνί είναι αρχαίο, δεν αποκλείεται να πρόκειται για τον αυθεντικό χρυσό κλώνο, τον οποίο αναφέρει ο Βιργίλιος στην Αινειάδα του και, είτε στον μύθο, είτε στην αναπαράσταση, ο νέος βασιλιάς του Δάσους ήταν πια αδιαφιλονίκητα αυτός.


* σημείωση 1: ο πίνακας ανοίγματος του παρόντος άρθρου αποτελεί δημιουργία του ρομαντικού ζωγράφου 
J. M. W. Turner.
   σημείωση 2: για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον συγγραφέα του διηγήματος επισκεφτείτε τον προσωπικό του δικτυακό τόπο: http://katelisviglas.com/
________________________________


    τα έχεις διαβάσει;

Βιβλία Fantasy

Διαβάσαμε & Κρίνουμε
Fantasy Archive

Μουσική Φαντασίας

Ακούσαμε & Προτείνουμε
Fantasy Archive

Visual Art - Ζωγραφική

Είδαμε & Παρουσιάζουμε
Fantasy Archive

Comics - Graphic Novels

Εικόνες & Κείμενα Φαντασίας
Fantasy Archive

Ταινίες & Σειρές Φαντασίας

Εντυπώσεις και Συναισθήματα
Fantasy Archive

Video Games

Η F Γωνιά των Gamers
Fantasy Archive