από Γρηγόρη Δημητρογιάννη
Τα κομμάτια μιας πένας
Έκλαιγε... Καθώς το λιγοστό κερί γιγάντωνε τη σκιά του. Μια σκιά που δε μπορούσε πλέον να σηκώνει. Έκλαιγε... Και τα δάκρυά του νότιζαν το χαρτί. Τι κρίμα που δε μπορούσε να γράψει άλλο. Τι κρίμα που δεν είχε άλλο χαρτί. Κρύωνε...
Και οι σκουριασμένοι μεντεσέδες στο παράθυρο στρίγκλιζαν χλευάζοντας τον. Κρύωνε και έκλεισε το παράθυρο. Γέλασε κλαίγοντας. Μακάρι να είχε ακόμα τζάμι το παράθυρο. Παρόλα αυτά το έκλεισε γιατί μπορεί να τον ζέσταινε η ιδέα ότι ήταν κλειστό. Γέλασε άλλη μια φορά. Με τις πιο θλιμμένες φάλτσες νότες. Τελικά κάνει ο άνθρωπος τα όνειρα ή τα όνειρα τον άνθρωπο;
Προσπάθησε να στεγνώσει με την ανάσα του το τελευταίο του χαρτί, με την ανέλπιδη προσπάθεια να αφήσει την ψυχή του σε αυτό. Σκίστηκε. Μια νωπή τσαλακωμένη τρύπα είχε πάρει τη θέση των τελευταίων του σκέψεων. Κι όμως συνέχισε να πιέζει με δύναμη την πένα στο παγερό ξύλο. του τραπεζιού. Τουλάχιστον αυτό δε μπορούσε να σκιστεί. Και με τη σκέψη αυτή πίεσε δυνατότερα. Έσπασε. Η πένα έσπασε, και από τη μύτη της χυνόταν μελάνι στο ξύλο, σε αυτά που προσπαθούσε να αποτυπώσει. Έμεινε να κοιτάζει ανέκφραστος την καταστροφή. Οι τελευταίες του σκέψεις είχαν πνιγεί βουβά, σε ένα αδηφάγο, μαύρο και πηχτό χείμαρρο από μελάνι. Ο κόμπος στο λαιμό του πραγματικά του έδινε την αίσθηση ότι δε μπορούσε να πονέσει πιο πολύ. Με τα μάτια μούσκεμα, ορθάνοικτα και ανέκφραστα, πηρέ τα δυο κομμάτια της πένας στα χεριά του. Αυτό ηταν. Την εφερε στο στομα του και με σαλιο προσπαθησε να την κολλησει. Χωρις αποτέλεσμα. Μελάνι μπήκε στο στόμα του, κι όμως η πικρή μεταλλική γεύση του μελανιού τον άφησε απαθή και αδιάφορο.
Αυτό ήταν...
Έκλαιγε με λυγμούς. Τέρμα πια το γράψιμο για αυτόν. Με μια κίνηση παρόμοια με ετοιμοθάνατου, πέρασε τα χέρια του πάνω από το τραπέζι προσπαθώντας να το σκουπίσει, φωνάζοντας άναρθρα σαν πληγωμένο ζώο. Ίσως το μελάνι να μην είχε στεγνώσει ακόμα. Ίσως. Είχε όμως στεγνώσει. Τόσο λίγο για να βάψει τα χεριά του με αυτό και τόσο πολύ ώστε να βάψει τις σκέψεις του μαύρες.
Για πάντα...
Αυτό ήταν...
Πήρε την πένα με τα δυο του τρεμάμενα χεριά και την κοιτούσε σαν να έχασε τον άνθρωπο του. Την έσφιξε στο στήθος του. Σχεδόν την αγκάλιασε. Τη θρήνησε. Με τις τελευταίες του δυνάμεις και ό,τι κουράγιο του είχε απομείνει, ανέβηκε στο τραπέζι. Άνοιξε το παράθυρο. Ο κρύος αέρας του στέγνωνε τα δάκρυα όμως εκείνα συνέχισαν να βγαίνουν πεισματικά. Είδε ένα φεγγάρι ανέκφραστο. Ένα φεγγάρι παγωμένο. Διάφορες σκέψεις περνούσαν τώρα από το μυαλό του. Προσπάθησε να θυμηθεί όμορφες στιγμές, γαλήνιες και ξέγνοιαστες. Μάταια όμως. Δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε μια. Μόνο το κρύο ξύλινο και νοτισμένο από την υγρασία πάτωμα της σοφίτας. Μόνο το απύθμενο σκοτάδι στο οποίο πνιγόταν κάθε βράδυ το δωμάτιο όταν έσβηνε το κερί…
Με τα μάτια κλειστά προσπάθησε να ταξιδέψει σε κόσμους ζεστούς, σε κόσμους όπου η ομορφιά και τα χρώματα επικρατούν της θλίψης και της σκοτεινιάς. Δε μπορούσε όμως να το κάνει χωρίς την πένα του να τον οδηγεί. Χωρίς την πένα του να οδηγεί το μυαλό του σε μαγικούς λαβυρίνθους πέρα από το χαρτί και τη σοφίτα. Δίχως αυτήν ήταν ανήμπορος, νεκρός. Άνοιξε τα μάτια του. Το φεγγάρι ήταν εκεί. Ο μοναδικός μάρτυρας. Μακάρι να μπορούσε να το αγγίξει. Άπλωσε το χέρι. Ένα βήμα στο κενό ήταν πλέον αυτό που τον χώριζε από τον απρόσωπο θάνατο.
Αυτό ήταν....
Ήρθε το τέλος.
Έπεφτε… και κοιτούσε τα γεμάτα μελάνι χέρια του όλος απορία. Κι όμως θα έπαιρνε όρκο ότι ήταν τόσο κοντά για να το φτάσει…
Γιατί άλλωστε όλα ήταν τόσο εκθαμβωτικά φωτεινά μια τέτοια νύχτα; Ένιωθε ένα παράξενο συναίσθημα ανακούφισης και γαλήνης. Πολύ σύντομα όλα θα τέλειωναν. Αυτό που τον πλήγωνε όμως πραγματικά ήταν πως δε θα μπορούσε να ξαναγράψει. Πως δε θα είχε πια την πένα του συντροφιά, παρέα στις παγερές νύχτες στη σοφίτα, να του ζεσταίνει τις σκέψεις και να τις ταξιδεύει σε μέρη παρθένα και απάτητα. Έσφιξε στο στήθος του τα κομμάτια της και την έκλαψε ακόμα μια φορά…
Έπεσε…
Περαστικοί μαζεύτηκαν γύρω του. Τι ωραία. Επιτέλους κάποιος του έδωσε σημασία. Τι κρίμα που δεν ήταν εκεί όμως να το δει. Τι κρίμα που δεν ήταν εκεί να ακούσει να τον θρηνούν αδιάφορα οι ψίθυροι τους. Ποιος από αυτούς μπορούσε να ξέρει τι πραγματικά ήταν; Ποιος από αυτούς μπορούσε να δει στην ψυχή του, τί στα αλήθεια έκρυβε; Μάλλον κανείς. Για αυτούς ήταν απλά ένας ρακένδυτος αυτόχειρας. Τίποτα άλλο, τίποτα παραπάνω. Όμως ένα αγόρι κάτι πρόσεξε. Κάτι κρατούσε στα χέρια του κλείνοντας το σε μια ανέκφραστη παγωμένη αγκαλιά. Η πένα. Την κρατούσε σφικτά με τα δυο του χεριά, με μάτια ανοιχτά και κενά. Άψυχα. Το αγόρι έκανε να πάει προς τα εκείνον όμως το τράβηξε η μητέρα του χωρίς δεύτερη σκέψη. Το αγόρι περίμενε να γυρίσει και να το κοιτάξει. Περίμενε να του δείξει τι ήταν αυτό που κρατούσε με τόσο πάθος. Αλλά εκείνος συνέχιζε να κοιτάει τον συννεφιασμένο νυχτερινό ουρανό. Το αγοράκι απομακρυνόταν καθώς το τραβούσε η μητέρα του. Θα έπαιρνε όρκο όμως ότι είδε μια σταγόνα να κυλάει από το μάτι του. Η μητέρα του όμως δε ήθελε να ακούσει κουβέντα όταν της τράβηξε το χέρι για να της το πει. Και έτσι, απομακρύνθηκαν.
Έφυγαν...
Το κερί πάσχιζε να σκορπίσει το πενιχρό του φως στο άδειο, θλιβερό χώρο της ξύλινης σοφίτας. Περιμένοντας στωικά, έλιωνε και τσιτσίριζε καθώς δε του είχε απομείνει πολύ ζωή. Κάποια στιγμή θα χανόταν και η τελευταία σκιά που δημιουργούσε σπασμωδικά στο χώρο. Μια σκιά όμως αναδύθηκε από κάποια γωνιά στο σκοτάδι, και ένα ψυχρό ρεύμα αέρα έσβησε το κερί πριν την ώρα του.
Γύρισε...Μια σκιά περιπλανήθηκε άβουλα. Η σκιά του. Σαν κάτι να θυμόταν, σαν κάτι να του θύμιζε το άδειο δωμάτιο. Ναι, θυμόταν. Αιωρήθηκε μέχρι το γραφείο. Εκεί το μελάνι είχε πλέον πήξει. Έκανε να το αγγίξει αλλά δεν τα κατάφερε. Το χέρι του πέρασε μέσα από το γραφείο. Μακάρι να μπορούσε να κλάψει τώρα. Προσπάθησε να αγγίξει το χαρτί. Τίποτα. Προσπάθησε να κλείσει το παράθυρο. Πάλι τίποτα. Δε κρύωνε. Δε μπορούσε να κρυώσει. Ούτε να δακρύσει. Ούτε να φωνάξει. Κάποιες μακρινές, πονεμένες αναμνήσεις τον είχαν σύρει μέχρι εδώ πάνω. Δεν υπήρχε πια, περά από εκείνο το άψυχο σώμα, με τα μάτια καρφωμένα στον βραδινό ουρανό και με μια σπασμένη πένα αγκαλιά. Αυτός ήταν όλος και όλος. Το δωμάτιο ήταν άδειο και ας ήταν εκεί. Οι άγραφες σκέψεις του, τώρα στοίχειωναν το δωμάτιο. Ήθελε να μείνει εκεί για πάντα. Θα έμενε εκεί, να προσπαθεί να σηκώσει το χαρτί από το τραπέζι, να προσπαθεί να νιώσει τις χαρακιές τις πένας στο ξύλο...
Πήγε μέχρι το παράθυρο. Νάτος. Εκεί κάτω να αγκαλιάζει το μοναδικό πράγμα που κάποτε τον γέμιζε χαρά. Θα έπρεπε να νιώσει παράξενα που τα κάποτε ζωντανά του μάτια, τώρα του έριχναν ένα φευγαλέο άδειο βλέμμα.
Θα έπρεπε...Ποσό ήθελε να μπορούσε να κρατήσει την πένα του έστω και για μια ακόμη φορά. Έστω και σπασμένη. Ήξερε όμως ότι δεν μπορούσε. Έτσι, έμεινε εκεί, να στοιχειώνει τη σοφίτα. Να κοιτάζει το φεγγάρι, να φωτίζει τη μοναδική σκιά που δε μπορούσε να φωτιστεί....
* σημείωση: η εικόνα ανοίγματος του παρόντος άρθρου είναι δημιουργία του bwoman2008. ________________________________