από Νίκο Σουβατζή (Otanis)
Η Φωτογραφία
Το ρολόι που σήμανε μεσάνυχτα τον έβγαλε απ' τις σκέψεις του. Τον τελευταίο καιρό περνούσε όλη του τη μέρα πάνω στην πολυθρόνα με μια φωτογραφία στο χέρι. Ήταν μια ασπρόμαυρη φωτογραφία που απεικόνιζε έναν όμορφο, νεαρό άντρα με ναυτικό καπέλο. Το χαμόγελό του τού ήταν πολύ οικείο, αλλά όσο κι αν προσπαθούσε δε μπορούσε με τίποτα να θυμηθεί ποιος θα μπορούσε να είναι.
Κοίταξε τη φωτογραφία απελπισμένος.
-Ποιος είσαι; Γιατί μπήκες στη ζωή μου; αναφώνησε χωρίς φυσικά να περιμένει απάντηση.
Όλα ξεκίνησαν πριν δυο μήνες. Στον ύπνο του. Ήταν λέει σε κάποιο λιμάνι. Γύρω του ακούγονταν φωνές σε όλες τις γλώσσες και πηγαινοέρχονταν άνθρωποι κάθε εθνικότητας. Σταμάτησε μπροστά σε ένα πλοίο. Το όνομά του Marseille. Έξω απ' το πλοίο στεκόταν ένας νεαρός ναύτης. Φαινόταν χαρούμενος, ίσως αυτό να ήταν το πρώτο του ταξίδι και ήταν ενθουσιασμένος για τους μακρινούς τόπους που θα γνώριζε και τις συναρπαστικές περιπέτειες που θα συναντούσε. Φορούσε ένα μπλε, χοντρό ζιβάγκο και ναυτικό καπέλο. Χαμογελούσε παρατηρώντας το πολύβουο πλήθος.
Το πρωί σηκώθηκε με μια αίσθηση γλυκιάς μελαγχολίας και νοσταλγίας. Ίσως αυτός ο χαρούμενος, νεαρός ναύτης του θύμιζε τα δικά του χαμένα νεανικά όνειρα. Από μικρός ήθελε να γίνει ναυτικός. Τρύπωνε στα καφενεία του λιμανιού και άκουγε συνεπαρμένος τους ναυτικούς να διηγούνται ιστορίες για μακρινά λιμάνια, εξωτικούς τόπους και παράξενους ανθρώπους. Το βράδυ διάβαζε βιβλία που αφηγούνταν ναυτικές περιπέτειες και ένιωθε ότι έμπαινε κι αυτός μέσα στην ιστορία. Περίμενε ανυπόμονα να μεγαλώσει για να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα.
Μια μάνα όμως που έχει χάσει άντρα και αδελφό σε ναυάγιο δε θα άφηνε ποτέ το μονάκριβο γιο της να γίνει ναυτικός. Στην αρχή με το καλό, μετά με το άγριο, στο τέλος εκβιαστικά τού το ξεκαθάρισε. "Ή η θάλασσα ή εγώ". Την αγαπούσε τη μάνα του, έτσι αναγκάστηκε να απαρνηθεί τη θάλασσα. Σπούδασε οικονομικά, βρήκε δουλειά σαν λογιστής και σιγά - σιγά συμβιβάστηκε με την ιδέα ότι θα παρέμενε για όλη του τη ζωή στεριανός. Τώρα, τριάντα χρόνια κοντά από τότε που εγκατέλειψε το όνειρό του, το πιο μακρινό ταξίδι που έκανε ήταν μέχρι το εξοχικό του κάθε καλοκαίρι.
Πήρε το λεύκωμα με τα ιστιοφόρα απ' τη βιβλιοθήκη, κάθισε στην πολυθρόνα και άρχισε να το ξεφυλλίζει. Το χτεσινό όνειρο είχε ανασύρει απ' τη μνήμη του τα χαμένα όνειρα της νιότης του. Ποιος θα του το 'λεγε τότε ότι θα κατέληγε σε μια πολυθρόνα να ξεφυλλίζει βιβλία σαν παιδί, γιατί δεν τόλμησε να ζήσει τη ζωή του όπως ήθελε; Λίγο η νοσταλγία, λίγο οι φωτογραφίες του βιβλίου που τον γέμιζαν πίκρα, λίγο το προχωρημένο της ώρας, τον πήρε ο ύπνος στην πολυθρόνα.
Βρέθηκε πάλι στο ίδιο λιμάνι, μπροστά στο ίδιο πλοίο. Ο νεαρός ναύτης ήταν πάλι εκεί. Χαμογελούσε και πάλι, αλλά αυτή τη φορά τον κοιτούσε επίμονα σαν να ήθελε κάτι να τού πει. Τον ρώτησε ποιος είναι και τι θέλει, αλλά πριν πάρει απάντηση ξύπνησε.
Ήξερε ότι στην οικογένειά του, πέρα απ' τον πατέρα του και το θείο του που πλήρωσαν με τη ζωή τους την αγάπη τους για τη θάλασσα, δεν υπήρχαν άλλοι ναυτικοί. Επομένως, ήταν σχεδόν απίθανο ο ναύτης του ονείρου του να ήταν κάποιος μακρινός, έστω, πρόγονός του. Από μικρός κοίταζε με τις ώρες φωτογραφίες της οικογένειάς του και ρωτούσε συνεχώς τη μάνα του και τους άλλους συγγενείς για τα άγνωστα πρόσωπα που έβλεπε. Επομένως, δεν υπήρχε περίπτωση να είχε δει το ναύτη σε κάποια φωτογραφία και να μην το θυμόταν. Ίσως όμως το πρόσωπο να μην είχε ιδιαίτερη σημασία και το μήνυμα του ονείρου να βρισκόταν στο όνομα του πλοίου. Marseille. Πήρε στα χέρια του τα ναυτικά φυλλάδια του πατέρα του και του θείου απ' το ντουλάπι που τα είχε κρύψει. Τα διάβασε προσεκτικά. Κανένας απ' τους δυο τους δεν είχε μπαρκάρει ποτέ με πλοίο μ' αυτό το όνομα.
Το όνειρο συνεχίστηκε για πολύ καιρό ακόμα. Ίδιο κι απαράλλαχτο. Το ίδιο λιμάνι, το ίδιο πλοίο, ο ίδιος ναύτης. Κάθε φορά τον κοιτούσε επίμονα με το διαπεραστικό του βλέμμα σαν να ήθελε κάτι να του πει, κάθε φορά τον ρωτούσε ποιος είναι και τι θέλει και πριν πάρει απάντηση πεταγόταν ιδρωμένος απ' το κρεβάτι. Ένα απόγευμα θέλοντας να ξεχάσει το όνειρο που τον βασάνιζε χάζευε παλιές καρτ - ποστάλ σε μια αντικερί. Όταν βρέθηκε μπροστά σε μια φωτογραφία πάγωσε. Ήταν ο ναύτης που ερχόταν τα βράδυα στον ύπνο του. Η φωτογραφία δεν έγραφε όνομα παρά μόνο μια ημερομηνία. 28 - 3 -1920. Πλήρωσε βιαστικά, έβαλε τη φωτογραφία στο χαρτοφύλακα και έφυγε.
Απ' την αγωνία του δε μπόρεσε να κλείσει μάτι. Δε μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο πέρα απ' τη φωτογραφία και το μυστηριώδη νεαρό που απεικόνιζε. Με το πρώτο φως της ημέρας ξεκίνησε έναν άκαρπο κύκλο συναντήσεων με συγγενείς και οικογενειακούς φίλους. Κανένας δεν ήξερε τον χαμογελαστό ναύτη της φωτογραφίας. Αργά το βράδυ έφτασε στο σπίτι εξαντλημένος και έπεσε αμέσως για ύπνο. Βρέθηκε πάλι στο ίδιο λιμάνι, μπροστά στο ίδιο πλοίο. Ο ναύτης έξω απ' το πλοίο με το ίδιο χαμόγελο να προσπαθεί χωρίς αποτέλεσμα να επικοινωνήσει μαζί του. Αυτό το σκηνικό επαναλήφθηκε για πολλά βράδυα. Ένα βράδυ πριν πέσει για ύπνο είχε ένα προαίσθημα πως απόψε κάτι σημαντικό θα συμβεί. Πως το μαρτύριό του έφτανε στο τέλος του. Αυτή τη φορά ήταν αποφασισμένος. Το όνειρο δε θα τέλειωνε αν δεν έπαιρνε τις απαντήσεις που ζητούσε. Όταν αποκοιμήθηκε και βρέθηκε στον κόσμο των ονείρων στάθηκε αποφασιστικά απέναντι στο ναύτη.
-Ποιος είσαι; Τι θέλεις; τον ρώτησε σχεδόν με απόγνωση.
Εκείνος ατάραχος έβγαλε απ' την τσέπη του παλτού του ένα άδειο πακέτο από τσιγάρα, έσκισε ένα κομμάτι απ' το ασημόχαρτο και έγραψε πάνω μια διεύθυνση. Πριν προλάβει να τη διαβάσει, ξύπνησε. Ήταν τόσο κοντά στο να λύσει το μυστήριο που τού 'χε στοιχειώσει τη ζωή και την τελευταία στιγμή έχασε την απάντηση μέσα απ' τα χέρια του. Όταν συνειδητοποίησε τη θέση στην οποία βρισκόταν, ξέσπασε σε λυγμούς. Γιατί να βασανίζεται με τέτοιο τρόπο; Όταν ηρέμησε και σηκώθηκε απ' το κρεβάτι διαπίστωσε έκπληκτος ότι το χαρτάκι με τη διεύθυνση ήταν πάνω στο κομοδίνο του.
Rue de Napoleon, Marseille.
Χωρίς να χάσει καιρό έκλεισε τηλεφωνικά ένα αεροπορικό εισητήριο για τη Μασσαλία και το απόγευμα ήταν εκεί. Όταν έφτασε στη διεύθυνση που έγραφε το σημείωμα βρέθηκε απογοητευμένος μπροστά σε μια πολυκατοικία που δεν πρέπει να ήταν πάνω από δέκα ετών. Σκέφτηκε ότι δε θα ξεμπέρδευε εύκολα μ' αυτή την ιστορία. Απ' τις σκέψεις του τον έβγαλε ένας ηλικιωμένος κάτοικος που έβγαινε εκείνη την ώρα απ' την πολυκατοικία. Δυστυχώς όμως δε μπορούσε να τον βοηθήσει. Είχε μετακομίσει μόλις πριν δυο χρόνια και δεν ήξερε τίποτα για το κτίριο που βρισκόταν πριν εκεί. Τον συμβούλευσε να ρωτήσει τον ιδιοκτήτη του διπλανού bistro. Το συγκεκριμένο bistro βρισκόταν εκεί πάνω από τριάντα χρόνια και ο ιδιοκτήτης του σίγουρα θα ήξερε καλά τη γειτονιά. Μπήκε μέσα, κάθισε σ' ένα τραπέζι, άναψε τσιγάρο και περίμενε με αγωνία να έρθει ο μεσόκοπος ιδιοκτήτης να πάρει παραγγελία.
Ήρθε και στάθηκε μπροστά στο τραπέζι του κοιτώντας τον διερευνητικά.
-Παρακαλώ.
-Ένα τσάι με κονιάκ.
-Τουρίστας; ρώτησε αδιάφορα ο ιδιοκτήτης
-Ναι, απάντησε μη έχοντας τι άλλο να πει. Όχι, ακριβώς... συμπλήρωσε διστακτικά.
-Πρώτη φορά στην πόλη μας.
-Ναι.
Ο ιδιοκτήτης έφυγε και επέστρεψε σε λίγα λεπτά με το τσάι.
-Θα ήθελα να σας ρωτήσω σχετικά με το σπίτι που βρισκόταν στη θέση της πολυκατοικίας δίπλα.
Μπήκε κατευθείαν στο θέμα
-Για ποιο λόγο ενδιαφέρεσαι; ρώτησε κάπως καχύποπτα ο ιδιοκτήτης
-Ας πούμε ότι έχω προσωπικούς λόγους
-Ας είναι, απάντησε ο ιδιοκτήτης. Στο κάτω - κάτω δεν τον αφορούσε το θέμα ούτε είχε τίποτα να κρύψει. Άρχισε λοιπόν την αφήγησή του.
-Αυτό το σπίτι ανήκε σε μια μεγαλοαστική οικογένεια. Ο πατέρας ήταν δικηγόρος απ' τους πιο γνωστούς της πόλης και η μάνα δασκάλα. Όπως θα πρόσεξες η πολυκατοικία είναι η μοναδική σ' αυτό το δρόμο. Όλα τα άλλα κτίρια είναι μαγαζιά. Πάντα έτσι ήταν. Το σπίτι αυτής της οικογένειας ήταν το μοναδικό και τα περισσότερα μαγαζιά της ανήκαν. Είχαν δυο παιδιά. Ένα αγόρι και ένα κορίτσι δέκα χρόνια μικρότερο. Ο πατέρας προόριζε το γιο για δικηγόρο. Απ' τη μέρα που γεννήθηκε ονειρευόταν να του αφήσει κάποια μέρα το γραφείο. Ο γιος όμως είχε άλλα όνειρα. Ήθελε να γίνει ναυτικός. Οι γονείς του φυσικά ούτε να το ακούσουν δεν ήθελαν. Έτσι μπάρκαρε μια μέρα κρυφά. Στην αρχή τον θεωρούσαν την ντροπή της οικογένειας, αλλά καθώς τον υπεραγαπούσαν δέχτηκαν σιγά - σιγά την απόφασή του. Η μόνη που τον είχε στηρίξει απ' την αρχή ήταν η αδελφή του. Τον αγαπούσε πολύ και τον θαύμαζε. Κι εκείνος της είχε μεγάλη αδυναμία. Γενικά ήταν δυο πολύ δεμένα αδέλφια. Στον πόλεμο, μια μέρα η κόρη βγήκε απ' το σπίτι για να περιμαζέψει ένα γατάκι που τριγυρνούσε στο δρόμο άρρωστο και πεινασμένο. Είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τις γάτες. Ισχυριζόταν ότι επικοινωνεί μαζί τους. Έπεσε μια βόμβα δίπλα της. Επέζησε, αλλά έμεινε για πάντα τυφλή. Αυτό το γεγονός ώθησε το γιο να βγει στο αντάρτικο να πολεμήσει τους Γερμανούς. Τον συνέλαβαν και τον εκτέλεσαν, αφού πρώτα τον υπέβαλαν σε φριχτά βασανιστήρια. Η κόρη δε μπόρεσε ποτέ να δεχτεί το θάνατο του αδελφού της. Δεν έκανε οικογένεια κι έτσι μετά το θάνατο των γονιών της έμεινε μόνη στο σπίτι. Πριν δέκα χρόνια το πούλησε κι εξαφανίστηκε. Ακούστηκε ότι πέθανε αλλά δε μπορώ να το επιβεβαιώσω.
-Αυτός ήταν ο γιος; ρώτησε αφήνοντας τη φωτογραφία πάνω στο τραπέζι
-Πού τη βρήκες αυτή τη φωτογραφία; ρώτησε με έκπληξη ο ιδιοκτήτης
-Είναι πολύ μεγάλη ιστορία. Μη σού φορτώνω τα δικά μου προβλήματα. Γεια σου και σ' ευχαριστώ για τις πληροφορίες.
Έφυγε βιαστικά. Αφού έμαθε αυτό που ήθελε δεν υπήρχε λόγος πλέον να μένει εκεί, ούτε είχε όρεξη να αφηγηθεί την απίστευτη ιστορία του σε κάποιον άγνωστο. Τριγυρνούσε στους δρόμους σαν χαμένος. Είχε μάθει επιτέλους ποιος ήταν ο άγνωστος που τάραζε τον ύπνο του. Όμως τι ήθελε απ' αυτόν και γιατί αποφάσισε να επικοινωνήσει μαζί του; Εξαντλημένος απ' τα βασανιστικά ερωτήματα έφτασε στο ξενοδοχείο. Ήθελε για λίγες ώρες να σταματήσει να σκέφτεται αυτή την ιστορία.
Κάθισε στο μπαρ του ξενοδοχείου και αφού ήπιε όσο χρειαζόταν για να ναρκώσει τις σκέψεις του, ανέβηκε στο δωμάτιό του και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Μόλις όμως τον πήρε ο ύπνος, η ιστορία που τον βασάνιζε ανασύρθηκε απ' το υποσυνείδητο. Τώρα όμως δεν έβλεπε τη συνηθισμένη σκηνή στο λιμάνι. Όλη η ζωή του άγνωστου, νεαρού ναυτικού έπαιρνε σάρκα και οστά στο όνειρό του. Στην αρχή ήταν μικρός και έπαιζε στο σαλόνι του σπιτιού. Ύστερα ήταν λίγο μεγαλύτερος και κρατούσε στην αγκαλιά του τη λίγων ημερών αδελφή του. Το όνειρο έμοιαζε πιο ζωντανό κι απ' την ίδια την πραγματικότητα. Στο όνειρο πρωταγωνιστούσε ο νεαρός άντρας της φωτογραφίας, αλλά αισθανόταν σαν να ξαναζούσε ο ίδιος περιστατικά της ζωής του. Είδε ένα σχολείο του μεσοπολέμου σαν κι αυτά που έβλεπε σε ταινίες και παλιές φωτογραφίες. Τα πρόσωπα των καθηγητών και των συμμαθητών του τού ήταν τόσο οικεία σαν να τούς ήξερε μια ζωή. Ξανάζησε τις σχολικές εκδρομές στην εξοχή, τις βόλτες με τους φίλους στο λιμάνι, τον πρώτο του έρωτα για ένα μεγαλύτερο κορίτσι που ζούσε σε μια γειτονιά κοντά στο σπίτι του, την είχε δει τυχαία στο δρόμο και από τότε δεν μπορούσε να τη βγάλει απ' το μυαλό του. Ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά καθώς ξαναπερνούσε έξω απ' το σπίτι της με την ελπίδα να τη δει στο μπαλκόνι. Μέσα στο λίγο χρόνο που διαρκεί το όνειρο, εκείνος έζησε αμέτρητες ώρες ξεροσταλιάζοντας κάτω απ' το σπίτι της, κρυμμένος πίσω από ένα μεγάλο δέντρο. Και πάνω που είχε χάσει κάθε ελπίδα να τη δει και ετοιμαζόταν να φύγει, την είδε να βγαίνει ξαφνικά. Την ακολούθησε από απόσταση έτοιμος να τολμήσει να τής εξομολογηθεί τον έρωτά του. Όταν την είδε να σκοντάφτει, δεν έχασε την ευκαιρία. Έτρεξε να τη βοηθήσει. Αφού της συστήθηκε και της είπε ότι την έχει ξαναδεί αφού μένει εκεί κοντά, πήρε το θάρρος και της έκανε ερωτική εξομολόγηση. Το ειρωνικό της γέλιο τράνταξε την ησυχία του δωματίου. Πληγωμένος απ' την απόρριψη πήγε με ένα φίλο του σε ένα καπηλειό του λιμανιού. Αφού μέθυσε γνώρισε τον έρωτα, αυτή τη φορά άψυχο, σε ένα απ' τα αμαρτωλά σπίτια της περιοχής. Τα συναισθήματα που ένιωθε ήταν τόσο δυνατά, που αυτό που ζούσε δεν ήταν πια όνειρο. Και ο νεαρός Γάλλος δεν ήταν ένας άγνωστος, αλλά ο ίδιος. Ερωτευόταν, πληγωνόταν, μεθούσε και όλα αυτά ήταν σίγουρος ότι τα έχει ξαναζήσει. Το σπίτι που έβλεπε σ' αυτόν τον κόσμο του ονείρου, το ένιωθε σαν πατρικό του. Ήξερε κάθε γωνιά του. Ένιωθε την αγάπη των ανθρώπων που ζούσαν μέσα σ' αυτό. Ξύπνησε απ' το χτεσινοβραδινό μεθύσι με βαρύ κεφάλι. Είδε την αγαπημένη του αδελφή να μπαίνει στο δωμάτιο. Την αγκάλιασε σφιχτά και ξέσπασε σε κλάματα. Για πολλή ώρα στέκονταν έτσι αγκαλιασμένοι και αμίλητοι.
Ύστερα με ένα άλμα στο χρόνο ξανάζησε την απόφασή του να γίνει ναυτικός και τη σύγκρουση με τους γονείς του. Ένιωσε το κρύο του πρωινού της αναχώρησης για το πρώτο του ταξίδι να διαπερνά το κορμί του. Τη δυσάρεστη γεύση απ' το φαγητό του πλοίου. Την κούραση απ' τη σκληρή δουλειά. Τη χαρά όταν πιάσανε το πρώτο λιμάνι. Είδε ξανά μακρινά λιμάνια, στην Κίνα, τις Ινδίες, τη Χιλή και τα ήξερε σαν την παλάμη του. Περπάτησε στους γνώριμους δρόμους τους. Και μετά ήρθε ο πόλεμος που τον άφησε ξέμπαρκο στη Μασσαλία. Η πείνα, οι κακουχίες και η τύφλωση της αδελφής του. Ένιωσε πάλι βαθιά μέσα του το μίσος για τους κατακτητές και ξαναπήρε την απόφαση να τούς πολεμήσει. Ένιωσε το θάρρος να τού ατσαλώνει την καρδιά. Άρχισε δειλά – δειλά να παίρνει μέρος σε σαμποτάζ και η ψυχραιμία και η σιγουριά αντικαθιστούσαν το φόβο. Ήξερε ότι αγωνίζεται για ένα δίκαιο κόσμο. Λίγο πριν τη σύλληψή του ήξερε ότι κάτι κακό θα συμβεί. Και όταν έγινε ήξερε πως όλα τέλειωσαν. Ο πόνος απ' τα βασανιστήρια ήταν τόσο αβάσταχτος που ξεσήκωσε με τις φωνές του όλο το ξενοδοχείο. Ένας υπάλληλος χτύπησε ανήσυχος την πόρτα, αλλά δεν κατάφερε να τον επαναφέρει στην πραγματικότητα. Το άνοιγμα της βαριάς σιδερένιας πόρτας τον έκανε να πεταχτεί απ' τον ύπνο. Είχε έρθει η ώρα της εκτέλεσης. Στάθηκε με θάρρος μπροστά στο απόσπασμα και ένιωσε μια σφαίρα να διαπερνά την καρδιά του.
Ξύπνησε ιδρωμένος και ένιωθε ότι είχε κοιμηθεί μέρες ολόκληρες. Έτρεξε στο μπάνιο να κάνει ένα ντους να συνέλθει. Όταν έβγαλε τη φανέλα είδε στο σώμα του κάποια σημάδια που δεν υπήρχαν πριν. Μελανιές, καψίματα και στο μέρος της καρδιάς ένα σημάδι από μια πληγή που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει πότε και αν είχε κλείσει. Αντί να εκπλαγεί απ' αυτό που αντίκρισε, αντίθετα ένιωθε σαν να υπήρχαν πάντα αυτά τα σημάδια. Αφού έκανε ένα ντους, ντύθηκε και βγήκε για μια βόλτα στην πόλη. Δεν ήταν όμως η ίδια πόλη. Δεν ήταν πια εκείνη η άγνωστη πόλη που επισκεπτόταν για πρώτη φορά. Ήταν η Μασσαλία του ονείρου του. Με σίγουρα βήματα βρήκε το σπίτι της πρώτης του αγάπης, το μπαρ στο λιμάνι που έπνιξε τον πόνο του στο ποτό, τον κάβο που ήταν δεμένο, το πλοίο που τον πήρε μαζί του στο πρώτο του ταξίδι, το κτίριο που μαρτύρησε και εκτελέστηκε. Δεν ήξερε πια ποιος ήταν. Ο νεαρός της φωτογραφίας δεν ήταν πια ξένος και δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν ήταν πιο πραγματική η ζωή που είχε ζήσει ως τώρα ή αυτή που έζησε στο όνειρο.
-------------------------------
Ήταν ένα κρύο κυριακάτικο απόγευμα. Το μικρό διαμέρισμα φωτιζόταν μόνο απ' τη φωτιά στο τζάκι που έκαιγε απ' το πρωί. Σηκώθηκε, σκάλισε τις στάχτες και έβαλε ένα ακόμη ξύλο. Τον τελευταίο καιρό έβγαινε όλο και πιο σπάνια απ' το σπίτι. Μια ή δυο φορές την εβδομάδα, για να αγοράσει τα απολύτως απαραίτητα. Όταν γερνά ο άνθρωπος μένει όλο και πιο μόνος. Οι φίλοι σιγά – σιγά χάνονται και αν δεν υπάρχει οικογένεια μένει ολομόναχος στους τέσσερις τοίχους. Οι δυνάμεις που έχουν απομείνει δεν επιτρέπουν πια βόλτες και ταξίδια. Δεν υπάρχει πια και η ανάλογη διάθεση. Έτσι καθόταν μόνη στο μικρό διαμέρισμά της με μόνη παρέα τη γάτα που της ήταν πιστή τα τελευταία χρόνια.
Η ζωή ήταν πολύ άδικη μαζί της. Σε νεαρή ηλικία έχασε το φως της. Λίγο αργότερα έχασε και τον αδελφό της. Από τότε ήταν αναγκασμένη να ζει στο σκοτάδι με μόνη παρηγοριά τις αναμνήσεις. Όταν μετά από χρόνια πέθαναν οι γονείς της έμεινε μόνη στο πατρικό. Μόνη σε ένα μεγάλο, άδειο σπίτι. Το σπίτι μόνο του, χωρίς τους ανθρώπους που το έκαναν οικείο, δεν είχε για αυτήν καμία αξία. Έτσι το πούλησε και έφυγε μακρυά. Έτσι κι αλλιώς παντού ένιωθε ξένη. Καλύτερα λοιπόν σε έναν τόπο ολότελα ξένο, παρά ξένη στον ίδιο της τον τόπο.
Το θάνατο του αδελφού της δεν τον δέχτηκε ποτέ. Όχι μόνο γιατί δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι έμεινε δυο φορές τυφλή, μία που έχασε το φως των ματιών της και άλλη μία που έχασε το φως της ζωής της, αλλά και γιατί ένιωθε ότι ο αδελφός της ζει. Άλλοτε τον ένιωθε δίπλα της, άλλοτε πολύ μακρυά, αλλά πάντα ζωντανό. Υπήρχαν φορές που ξυπνώντας ένιωθε την παρουσία του μέσα στο σπίτι και άλλες φορές που ακούγοντας στο ραδιόφωνο για κάποιο πλοίο που θαλασσοδέρνεται, ένιωθε την καρδιά του αδελφού της να αγωνιά μέσα στο πλοίο και παρακαλούσε τη θάλασσα να μετριάσει την οργή της. Κάποια μελαγχολικά απογεύματα που νοσταλγούσε την αγκαλιά του, ένιωθε ένα χέρι να της χαϊδεύει τα μαλλιά και να της σκουπίζει τα δάκρυα.
Πολλά χρόνια μετά τον επίσημο θάνατό του, ένιωθε την ψυχή του να προσπαθεί να προσαρμοστεί σε ένα άλλο σώμα. Στο σώμα ενός παιδιού που μεγάλωνε σε μια άλλη χώρα. Η ψυχή του αδελφού της ήταν το ίδιο ευαίσθητη σ' αυτό το ξένο σώμα. Κάθε φορά που βασανιζόταν, πονούσε, χαιρόταν, αγωνιούσε, τα συναισθήματα αυτά ταξίδευαν χιλιάδες χιλιόμετρα για να συναντήσουν τη δική της ψυχή. Στον ύπνο της έβλεπε ένα αγόρι που δεν θύμιζε σε τίποτα τον αδελφό της και μιλούσε μια άγνωστη γλώσσα. Η λάμψη όμως στα μάτια του ήταν η ίδια με τη λάμψη που έβγαινε απ' τα μάτια του αδελφού της και φώτιζε το πατρικό τους σπίτι όταν τής μιλούσε για τα όνειρά του.
Αυτή η ψυχή η τόσο βασανισμένη δεν είχε ξεχάσει την αγάπη της για τη θάλασσα. Όποτε έβρισκε ευκαιρία βρισκόταν κοντά της. Τα κύματα που έσβηναν στην ακρογιαλιά διηγούνταν ιστορίες για μακρινά ταξίδια και περιπέτειες. Μόνο που αυτή τη φορά αυτή η βασανισμένη ψυχή αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να παραιτηθεί απ' το όνειρο μπροστά στη μητρική αδιαλλαξία.
Το απόγευμα κυλούσε ήσυχα και εκείνη καθόταν στην πολυθρόνα απέναντι απ' το τζάκι και άφηνε τη ζέστη της φωτιάς να ξυπνήσει τις αναμνήσεις της. Το τζάκι ήταν το μόνο πράγμα στο σπίτι της που θύμιζε το πατρικό της. Ήταν το μόνο που ήθελε να της θυμίζει τον τόπο απ' τον οποίο είχε αυτοεξοριστεί. Ποτέ δεν σκέφτηκε ότι η απομάκρυνση απ' τον τόπο της ίσως την απομάκρυνε απ' τον αδελφό της. Ήξερε ότι κάποια στιγμή θα τον συναντήσει. Η συνάντηση αυτή ήταν αναπόφευκτη. Τίποτα δεν μπορούσε να την εμποδίσει. Κι αυτό γιατί η αγάπη που ένιωθε για τον αδελφό της ήταν τόσο δυνατή που μπορούσε να μειώσει τις αποστάσεις και να ξεπεράσει όλα τα τα εμπόδια για να τον φέρει κοντά της. Περίμενε αυτή τη συνάντηση χωρίς να βιάζεται και χωρίς να προσπαθεί να την επισπεύσει. Ήξερε ότι θα γίνει όταν έρθει η ώρα.
Η ώρα είχε περάσει και το απόγευμα είχε παραχωρήσει τη θέση του στο βράδυ. Η γάτα ανέβηκε νωχελικά στα πόδια της. Τη χάιδεψε με αργές κινήσεις και αποκοιμήθηκε στην πολυθρόνα. Την άλλη μέρα, σαν να ήταν προετοιμασμένη από καιρό, έβαλε λίγα ρούχα σε μια βαλίτσα, έκλεισε ένα αεροπορικό εισιτήριο και αναχώρησε για τη Μασσαλία. Το απόγευμα βρισκόταν εκεί. Όταν παρέλαβε τη βαλίτσα και ξεμπέρδεψε με τις διατυπώσεις κάθισε στο καφέ του αεροδρομίου για να ξεκουραστεί λίγο απ' το ταξίδι.
------------------------------
Παρά την κούραση που ένιωθε δεν ήθελε με τίποτα να σταματήσει τη βόλτα του στους δρόμους της Μασσαλίας. Δεν ήξερε αν ήταν η νέα ή η παλιά του πατρίδα, την ένιωθε όμως δική του. Ήταν σαν να έχει ξαναβρεί μια παλιά του αγαπημένη και προσπαθούσε να ανακαλύψει πράγματα πάνω της που έμειναν αναλλοίωτα απ' το χρόνο. Όσο περισσότερο χανόταν στους δρόμους της Μασσαλίας, τόσο μεγάλωνε η σιγουριά του. Τώρα εξηγούνταν όλα. Η αγάπη του για τη θάλασσα και το ναυτικό επάγγελμα, η ευκολία με την οποία έμαθε γαλλικά. Αλλά δεν ήταν σίγουρος μόνο για το γεγονός ότι ο νεαρός ναυτικός που αναστάτωνε τα όνειρά του ήταν ο ίδιος, αλλά και για το ότι η αδελφή του, που το όνειρο επανέφερε την ανάμνησή της, ζει. Και όπως βρήκε τον εαυτό του έτσι θα έβρισκε και εκείνη.
Είχε πλέον εξαντληθεί απ' το περπάτημα αλλά ούτε λόγος για ύπνο. Αυτό που ζούσε εκείνη τη στιγμή δε θα τον άφηνε να κλείσει μάτι. Αποφάσισε να το γιορτάσει σε κάποιο μπαρ. Κάποια στιγμή, σχεδόν ασυναίσθητα, σταμάτησε. Έβγαλε το πακέτο απ' την τσέπη του παλτού και άναψε τσιγάρο. Πίσω απ' το σύννεφο του καπνού διέκρινε μια ανθρώπινη φιγούρα. Το ένστικτο ξαναμίλησε. Ο άνθρωπος που αχνοφαινόταν πίσω απ' τον καπνό ήταν πολύ σπουδαίος για αυτόν. Όταν διαλύθηκε ο καπνός είδε μπροστά του μια ηλικιωμένη γυναίκα που περπατούσε με δυσκολία. Έκλεισε τα μάτια και έφερε στο μυαλό του την εικόνα της αδελφής του. Όταν τα ξανάνοιξε, την είδε μπροστά του. Ήταν γερασμένη, κουρασμένη, τίποτα δεν θύμιζε εκείνο το κορίτσι που ήταν γεμάτο ζωή. Ήταν όμως σίγουρος ότι ήταν αυτή. Η κούραση εξαφανίστηκε σε μια στιγμή. Με γρήγορα βήματα και την καρδιά του να χτυπάει με τρελούς ρυθμούς την πλησίασε. Το ίδιο σίγουρη ήταν κι εκείνη. Τα μάτια της είχαν χάσει χρόνια τώρα το φως τους, όμως τα μάτια της ψυχής της δεν την γελούσαν. Η ώρα που περίμενε μια ζωή είχε φτάσει. Αυτό που συνέβαινε δεν μπορούσε να εξηγηθεί με τη λογική. Ήταν δυο ψυχές που τις ένωνε η αδελφική αγάπη και ξαναβρίσκονταν μετά από πολλά, πολλά χρόνια. Ο χρόνος σ' αυτή την ιστορία δεν έπαιζε το συνηθισμένο του ρόλο. Παρελθόν και παρόν, όνειρο και πραγματικότητα, ήταν ένα. Αγκαλιάστηκαν τόσο σφιχτά που ανέπνεαν με δυσκολία. Τα λόγια ήταν ανίκανα να εκφράσουν αυτό που ένιωθαν. Έμειναν ώρες πολλές αγκαλιασμένοι για να αναπληρώσουν τις χιλιάδες στιγμές που πέρασαν ο ένας μακρυά απ' τον άλλο. Πιάστηκαν χέρι – χέρι και προχωρούσαν στους κρύους νυχτερινούς δρόμος. Ο προορισμός ήταν αδιάφορος. Ήταν ξανά μαζί και μπροστά σ' αυτό, όλα τα άλλα είχαν δευτερεύουσα σημασία.
* σημείωση: η εικόνα ανοίγματος του παρόντος άρθρου είναι δημιουργία του diine.
________________________________