από Γρηγόρη Δημητρογιάννη
Ένα Τελευταίο Ταξίδι
Έτρεχα. Δίχως σταματημό. Προς άγνωστη κατεύθυνση και για άγνωστο λόγο. Όλο και πιο γρήγορα. Αν βέβαια αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τρέξιμο. Τα πάντα περνούσαν δίπλα μου και σφύριζαν καθώς τα προσπερνούσα με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Δεν ένιωθα κούραση ούτε είχα λαχανιάσει. Αλλά αυτή η αίσθηση… Ένιωθα ζωντανή την κάθε σταγόνα αίματος, να κάνει αισθητή την παρουσία της στις φλέβες μου, και να χτυπάει με αυξανόμενο ρυθμό λες και μου υπενθύμιζε ότι ο χρόνος κυλούσε ολοένα και πιο γρήγορα. Ο αέρας δεν μου ήταν εμπόδιο ούτε μου προκαλούσε αντίσταση στον παρανοϊκό αγώνα δρόμου που είχα λάβει μέρος, εγώ
ενάντια στο παρελθόν, την ιστορία. Αντίθετα μου έδινε περισσότερη ώθηση.
Όσα μπορούσα να ξεχωρίσω από τα πράγματα που περνούσαν δίπλα μου – και δεν χάνονταν μέσα στο παρανοϊκό ντελίριο χρωμάτων, εικόνων, ήχων, αναμνήσεων και συναισθημάτων – ήταν αλλοπρόσαλλες εικόνες και άγνωστες μορφές παραμορφωμένες, καθώς σύρθηκαν βίαια από τη νοσηρή φαντασία κάποιου ψυχικά διαταραγμένου καλλιτέχνη. Το μόνο που μου υπενθύμιζε ότι δεν ονειρεύομαι ήταν το αδιάκοπα αυξανόμενο σε ρυθμό και ένταση χτυποκάρδι που δεν μπορούσα παρά μόνο να το ακολουθήσω, υπνωτισμένα και δουλικά. Πλέον όμως θα ήταν πολύ λίγο να το χαρακτηρίσω μόνο χτυποκάρδι. Ήταν πολύ περισσότερο σαν να ακούω χιλιάδες τύμπανα να παίζουν συγχρονισμένα και ασύγχρονα μαζί ένα ψυχεδελικό πομπώδες εμβατήριο που προμήνυε βιβλικές καταστροφές και ανείπωτα κακόβουλα βασανιστήρια.
Προσπάθησα να κοιτάξω τον ουρανό, βλέποντας μόνο κάποιες νεφελώδεις μορφές να με προσπερνούν χαμογελώντας χαιρέκακα. Σαν να γνώριζαν κάτι για το οποίο είχα πλήρη άγνοια. Κάτι τρομακτικό συνέβαινε, ήμουν σίγουρος πέρα από κάθε αμφιβολία. Τρομακτικό και τελεσίδικο. Και εγώ κατευθυνόμουν προς αυτό. Τα πόδια μου λες και δε πατούσαν στη γη, έβρισκαν αντίσταση στον αέρα, o οποίος με ωθούσε πολύ μακρύτερα από κει που θα μπορούσα να φτάσω με μια μεγάλη δρασκελιά. Κάθε ανάσα μου με έκαιγε. Κάθε μυρωδιά, μου ξυπνούσε πικρόχολες αναμνήσεις που με κόπο είχα θάψει στο λήθαργο του υποσυνειδήτου μου. Κάθε
ανοιγόκλεισμα των ματιών μου, με έφερνε πίσω, σε σκηνές του παρελθόντος, αναβιώνοντας περιστατικά, όντας θεατής της ίδιας μου της ζωής. Αυτό ήταν; Ξαναζούσα τη ζωή μου, καθώς αυτή περνούσε μπροστά από τα μάτια μου σαν μια κακόγουστη ταινία;
Προσπαθούσα να καταλάβω τόση ώρα τι ήταν αυτό το εκτυφλωτικό φως που αναβόσβηνε με τεράστια συχνότητα και έκανε τα μάτια μου να δακρύζουν. Φως και έπειτα σκοτάδι. Και έπειτα πάλι φως και πάλι από την αρχή. Κάποια στιγμή όμως πρόσεξα κάτι μέσα στην όλη αυτή ονειρική ψυχεδέλεια! Κάτι που με έκανε να ανατριχιάσω και να αναλογιστώ την εξωφρενικά τρελή κατάσταση στην οποία βρισκόμουν... Στο Σκοτάδι φεγγάρι... Στο Φως ήλιος.
Η Μέρα και η Νύχτα!
Και όμως η μέρα και η νύχτα διαρκούσαν μόλις κάποια κλάσματα του δευτερόλεπτου! Μόλις και μετά βίας μπόρεσα να πιάσω την αόριστη μορφή του φεγγαριού και του ήλιου στον ορίζοντα. Τι μου συνέβαινε ; Δεν περίμενα βέβαια να βρω κάποια απάντηση στο ερώτημα μου αλλά συνέχιζα να αναρωτιέμαι για να υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι όντως αυτό συμβαίνει. Όντως υπάρχω.
Παρόλο που όλο μου το σώμα βρισκόταν σε πλήρη διέγερση και κίνηση δε
είχα απολύτως κανέναν έλεγχο. Εγκεφαλικά είχα παραλύσει. Υπήρχα και κινούμουν μοιρολατρικά. Μακάρι αυτό το ταξίδι να είχε κάποιο τέλος, μακάρι να κατέληγε κάπου. Μακάρι να μην ήμουν αιώνια καταδικασμένος σε αυτό το αχαλίνωτο τρέξιμο.
Πόσες μέρες είχαν περάσει άραγε αφού διαρκούσαν τόσο λίγο; Πόσες ακόμα
πρόκειται να περάσουν έτσι ακριβώς χωρίς καμία εξέλιξη; Ίσως αυτό να είναι τελικά
η αιωνιότητα. Η στασιμότητα.
Καθώς κινούμουν μέσα στο χρόνο, μέσα στο χώρο, σε συναισθήματα, σε σκέψεις δικές μου αλλά και ξένες καθώς βυθιζόμουν ολοένα και περισσότερο στη δίνη του χρόνου και του πραγματικού, ένιωθα να πνίγομαι. Μπορούσα να ενωθώ με τον αέρα να ανασάνω την πνοή του, να δω το βυθό του πιο απύθμενου ωκεανού κοιτώντας από τα μάτια των κυμάτων του. Μπορούσα να είμαι οποιοδήποτε μόριο της πιο πύρινης φωτιάς, ο κάθε κόκκος άμμου. Μπορούσα να κάνω τις πιο άγιες σκέψεις και τις πιο νοσηρές. Τις πιο βλάσφημες. Μπορούσα να εκραγώ ανά πάσα στιγμή από την συναισθηματική φόρτιση. Αλλά για κάποιο λόγο συνέχισα να τρέχω προς το άγνωστο με συμμάχους τα στοιχειά της φύσης και αντίπαλο τον χρόνο και τις πληγές του. Είχα πάψει να αντιστέκομαι πλέον και άφηνα αυτήν την πηγαία έκσταση να με ταξιδεύει. Δεν ήξερα όμως τι ήταν πιο τρομακτικό. Το Ταξίδι η Προορισμός;
Κοιτούσα μπροστά ο αέρας με τύφλωνε και μετά βίας μπορούσα να δω γύρω μου. Συνέχιζα να τρέχω. Κάλυψα με το χέρι μου τα μάτια μου για να καταφέρω να ξεχωρίσω τι βρισκόταν μπροστά μου. Πέρα από την αρρωστημένη εναλλαγή μέρας και νύχτας που με περιέβαλλε, μπροστά μου, βαθιά στο τοπίο που ζωγραφιζόταν γκροτέσκα, ο ορίζοντας όλο και σκούραινε. Και αλλά αινίγματα. Και άλλες ερωτήσεις πάντα αναπάντητες. Τι σήμαινε αυτό το νέο σχηματιζόμενο σκοτάδι; Μάλλον θα το ανακάλυπτα αργά η γρήγορα. Αυτές οι έννοιες είχαν τόσο πολύ μπερδευτεί πλέον, που δε έβρισκα το λόγο να τις χρησιμοποιώ. Ο ορίζοντας
σκούραινε, το σκότος πλησίαζε, απλωνόταν απειλητικότερο από κάθε παιδικό εφιάλτη. Ολοένα και μεγαλύτερο. Καθώς το πλησίαζα κατάλαβα ότι δεν ήταν σκοτάδι ακριβώς. Αλλά η απόλυτη αχρωμία, η πλήρης απουσία χρωμάτων, ένα απέραντο τίποτα, ένα αέναο κενό! Έφτανα στο Τέλος του Κόσμου!
Πόσο πολύ ήθελα να κάνω μεταβολή και να συνεχίσω να τρέχω από την άλλη. Είχα την εντύπωση όμως πως και να γύριζα θα με έβρισκε πάλι η θα το έβρισκα εγώ. Αυτό το άβουλο ατέρμονο κενό μου έσφιγγε την καρδιά! Μαύρο, Άψυχο, Άχρωμο! Το έφτασα. Το είδα. Το ένιωσα. Διαχύθηκε μέσα μου. Σαν να με άδειασε από κάτι ζωντανό. Και λίγες στιγμές μετά συνειδητοποίησα τι είχε συμβεί. Είχα κάνει βουτιά στο κενό. Με τα χέρια ανοιχτά και το κεφάλι μπροστά, όρμησα. Και εκείνο με κατάπιε καρτερικά και βουλιμικά. Πλέον δε συνέβαινε τίποτα. Απλά έπεφτα. Άδειος, κενός, ακίνητος είχα γίνει ένα με τον άψυχο δικαστή μου. Με το κεφάλι προς τα πάνω βυθιζόμουν όλο και πιο μέσα στο ατελείωτο μαύρο. Και αυτό στο οποίο
υποτίθεται ότι έτρεχα και ανέπνεα και ζούσα ιλιγγιωδώς, τώρα έμοιαζε με μια αμυδρή κουκίδα φωτός που έχανε τη λάμψη της. ‘Όπως ένα αστέρι που πεθαίνει.
Ένιωθα ακίνητος, δεν υπήρχε αέρας και κανένα ίχνος ζωής γύρω μου. Ο μόνος λόγος που πίστευα ότι ήμουν ακόμα σε κίνηση ήταν κάποιες ακαθόριστες μορφές, κάποιες τεράστιες μάζες, οι οποίες σφύριζαν στα αυτιά μου προσπερνώντας με και που με αρκετή φαντασία θα μπορούσαν να ήταν πλανήτες. Πλανήτες;..................
Τελικά ίσως να είχα κάνει βουτιά στο σύμπαν, στο δίχως αρχή και τέλος κυρίαρχο σύμπαν. Αυτό είναι γελοίο! Όλα αυτά είναι απλά γελοία, τρελά και παρανοϊκά! Ήθελα τόσο πολύ να γελάσω δυνατά να πω στον εαυτό μου να ξυπνήσει από τον εφιάλτη, αλλά λίγο δύσκολο. Ίσως το μόνο που θα κατάφερνα θα ήταν να πέσω σε βαθύ λήθαργο, διότι συνειδητοποιούσα κάθε στιγμή που περνούσε ότι ήμουν ξύπνιος και ότι αυτή ήταν μια ψυχεδελική, παράλογα λογική, πραγματικότητα!
Τα αστρικά παραμορφωμένα σώματα συνέχιζαν να με προσπερνούν, το ένα μετά το άλλο, σε μια βουβή, θλιβερή παρέλαση, λες και το σύμπαν ήταν κατακόρυφο. Δεν μπορούσα άλλο να έχω την πλάτη μου στραμμένη προς τα εκεί που κατευθυνόμουν. Αν και ένιωθα ότι το ταξίδι πλησίαζε στο τέλος του, ήθελα να κοιτάξω. Προσπάθησα να γυρίσω. Αλλά οι μύες δε υπάκουσαν στην εντολή του εγκέφαλου μου. Λες και το πυκνό τίποτα τριγύρω μου με είχε παραλύσει, λες και το ταξίδι έφτανε όντως στο πολυπόθητο τέλος του. Μάλλον αυτή η ατονία. Αυτή η αδυναμία. Αυτή η νιρβάνα στην οποία είχα άβουλα εισέλθει, ίσως να το προμήνυαν. Τα μάτια μου έκλειναν και ένιωθα τις αισθήσεις μου να με εγκαταλείπουν. Είχα τρομοκρατηθεί. Και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να κοιτάζω το ατελείωτο κενό που απλωνόταν γύρω μου. Και όμως έπρεπε να κοιτάξω. Έπρεπε. Προσπάθησα να ηρεμήσω, να συγκεντρώσω ότι δυνάμεις είχα και να γυρίσω. Το σώμα μου μούδιασε. Ανατρίχιασα νιώθοντας την κάθε μου τρίχα να γίνεται πέτρα. Τα κατάφερα! Κοιτούσα προς τα κάτω. Είχα γυρίσει.
Και άλλο μυστήριο. Το μόνο που μπορούσα να ξεχωρίσω ήταν μια πολύ ισχνή φωτεινή τελεία στο βάθος, σαν μια ατέλεια στο απόλυτα άχρωμο σύμπαν. Οι πλανήτες είχαν πάψει να με προσπερνούν, είχαν πάψει να υπάρχουν. Ίσως να τους είχα προσπεράσει όλους. Τι να πω; Ίσως να είχα αρχίσει να τρελαίνομαι. Να μια πολύ λογική και εύκολη απάντηση!
Η τελεία. Είχα την εντύπωση ότι μεγάλωνε. Αργά, αλλά μεγάλωνε. Για κάποιο λόγο μέσα από τόσα χρόνια απόστασης που μας χώριζαν ένιωσα ότι ήταν ζωντανή. Την έβλεπα που λαμπύριζε. Και ναι. Μεγάλωνε. Την πλησίαζα. Άρα κάπου οδηγεί όλο αυτό. Επιτέλους. Μακάρι αυτή να είναι η λύτρωση. Κάπου οδηγεί. Άρα αυτό το αέναο κενό έχει τέλος; Μα πως; Ίσως όχι, αλλά οι θνητοί μπορεί να μη είναι ικανοί να δεχτούν και να αντέξουν με τις περιορισμένες γνώσεις τους, ότι το σύμπαν είναι ‘κάτι’ αδημιούργητο, ατέρμονο, αέναο, άψυχο, χωρίς αρχή και τέλος, ώστε να μπορούν να το ζήσουν σε όλο του το μεγαλείο! Έτσι ούτε και έγω. Για αυτό φτάνω στο τέλος. Στο τέλος του ταξιδιού μου.
Έχει πλησιάσει αρκετά. Το νιώθω να με καλεί. Με υπνωτίζει σαν να μου παίρνει σιγά τη κάθε μου πνοή. Μετά βίας μπορώ να κρατήσω ανοιχτά τα μάτια μου. Να διατηρήσω τις αισθήσεις μου ζωντανές. Είναι σαγηνευτικό, σχεδόν μοιραίο. Μάλλον έτσι έπρεπε να γίνει. Έτσι έπρεπε να τελειώσει.
Έχει λάβει πλέον τιτάνιες διαστάσεις. Ίσως να είναι κάποιος πλανήτης ή αστέρι. Το φως του είναι το λιγότερο εκτυφλωτικό αλλά για κάποιο λόγο δε θέλω να κλείσω τα μάτια μου. Και δε μπορώ. Το κοιτάω υπνωτισμένα και το περιμένω καρτερικά. Το νιώθω να πλησιάζει. Το ταξίδι μου φτάνει το τέλος του, επιτέλους.
Το αγγίζω! Απλά τέλειο. Ζεστό και οικείο. Μεγαλειώδες και μοιρολατρικό... Μελαγχολικό και τόσο θλιβερό. Το τέλος.
Μέσα στο Φως...όλα έσβησαν...
Χάθηκα...
* σημείωση: η εικόνα ανοίγματος του παρόντος άρθρου είναι δημιουργία του mute-nOface.
________________________________