από Ελένη Μερκούρη
Η Ελίζα έτριβε με οινόπνευμα τα μουδιασμένα πέλματα του Μάκη, όταν εκείνος άφηνε την τελευταία του πνοή. Ο παιδικός της φίλος ήταν κατάκοιτος εδώ και δυο χρόνια περίπου, μετά από ένα γλύστρημα σε αγώνες σκι. Ο λαιμός του είχε σπάσει, είχε παραλύσει σχεδόν εντελώς και ήταν θαύμα πως συνέχισε να ζει μετά από αυτή την αεροπλανική τούμπα. Μόνο το δεξί του χέρι μπορούσε να κινεί, κι αυτό αδέξια. Η Ελίζα είχε σταθεί στο πλάϊ του, όλο αυτό το διάστημα, σαν αδελφή και σα μητέρα, μια και ο Μάκης δεν είχε γονείς ούτε άλλους συγγενείς και η λύση του ασύλου δε θα ταίριαζε καθόλου σε ένα νέο άνθρωπο, εξαιρετικά δραστήριο μέχρι την τραγική μέρα του δυστυχήματος.
Τρίβοντας λοιπόν τα άχρηστα πέλματα του φίλου της του Μάκη, κάτι που συνήθιζε να κάνει κάθε απόγευμα για να βοηθάει την τόνωση του κυκλοφορικού του, ένοιωσε σαν κάτι να κινείται, τους τένοντες να τεντώνονται, και λαχτάρησε. Μόλις ήταν έτοιμη να φωνάξει «ζήτω!» πιστεύοντας πως η ζωή ξαναγύριζε στα απονεκρωμένα μέλη. Αυτή ακριβώς η ζωή όμως, την ξεγέλασε και έφυγε μακριά αφήνοντας οριστικά ολόκληρο το σώμα εντελώς άψυχο. Το κατάλαβε δυστυχώς ένα δευτερόλεπτο αργότερα, όταν σήκωσε το βλέμμα προς το πρόσωπο του αγαπημένου της φίλου, και, παρατηρώντας το δικό του, αντίκρυσε μια παγωμένη ματιά στυλωμένη στο πουθενά.
Η αίσθηση του θανάτου που πέρασε ακριβώς δίπλα της χωρίς να την αγγίξει, ήταν σαν ένα μαγικό και έξοχο ξάφνιασμα για την Ελίζα. Δεν αισθάνθηκε τον παραμικρό φόβο. Ίσα-ίσα, μια μεγάλη χαρά γέμισε την καρδιά της μέχρι τα μπούνια. Από τότε, η Ελίζα δεν έπαψε να προσφέρει αφιλοκερδώς -και με άπειρη ευχαρίστηση μάλιστα- τις υπηρεσίες της σε πάσχοντες κάθε είδους, με φανερή προτίμηση σε εκείνους που τα ψωμιά τους φαίνονταν λίγα. Μόλις ο τυχών ασθενής πήγαινε προς ανάρρωση, η Ελίζα χανόταν από την καρέκλα δίπλα στο κρεββάτι του πόνου.
«Έξις Δευτέρα φύσις» λέει το παλιό ρητό, και είχε απόλυτη εφαρμογή στην περίπτωση της νεαρής γυναίκας. Κάθε απόγευμα επισκεπτόταν νοσοκομεία και κλινικές ως αδελφή ειδικευμένη να παρέχει τις στερνές ανακουφιστικές υπηρεσίες σε ετοιμοθάνατους -άνδρες ή γυναίκες, αδιάφορο. Με τον καιρό απέκτησε μια ιδιότητα παράξενη, να μαντεύει την παρουσία του θανάτου, αν ο θάνατος δηλαδή βρισκόταν κάπου εκεί κοντά ή αν είχε φύγει οριστικά η απειλή του από το πλευρό του νοσηλευόμενου. Τόσο εξαπλώθηκε ως δια μαγείας η φήμη της, που τη ζητούσαν οι διάφοροι συγγενείς για να τους πληροφορήσει περί της πορεία της υγείας του δικού τους ανθρώπου. Δεν πάει νά 'λεγαν οι γιατροί πως ο άρρωστος όπου να ‘ναι πεθαίνει, αν η Ελίζα είχε διαφορετική γνώμη, την έδειχνε με την αποχώρησή της από το δωμάτιο της εντατικής, οπότε, οι συγγενείς αναθαρρούσαν. Όπου όμως η Ελίζα παρουσιαζόταν, οι συγγενείς ανατρίχιαζαν και περίμεναν με αγωνία μια πιθανή δυσμενή εξέλιξη.
Κάποιες φορές, την πλησίαζαν κιόλας προσφέροντάς της χρήματα για να διώξει μακριά το θάνατο, επειδή πίστευαν στ' αλήθεια -μέσα στην απόγνωσή τους- πως είχε πράγματι κάποια δύναμη υπερφυσική, πως μπορούσε να συνομιλεί μαζί του, πως μπορούσε να τον αποτρέψει ή να τον καθυστερήσει. Ακόμα, κάποτε κάποτε, την παρακαλούσαν να παζαρέψει μαζί του τον ακριβή χρόνο αναχώρησης του υποψήφιου νεκρού, ώστε να προλάβει να τελειώσει κάποιες υποχρεώσεις πριν αφήσει τα εγκόσμια. Η Ελίζα είχε συνηθίσει πλέον αυτές τις ανόητες πεποιθήσεις να την τριγυρίζουν, και, πιστή στο λειτούργημά της, δεν έδινε καμμιά σημασία στο οικογενειακό περιβάλλον. Αφοσιωνόταν στα αδύναμα σώματα με κάθε ειλικρίνεια, και πάντα χωρίς να δέχεται να εισπράξει το παραμικρό.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που η Ελίζα, τρίβοντας τα μουδιασμένα πέλματα του φίλου της του Μάκη, αντιλήφθηκε τη ζωηρή παρουσία του θανάτου που πέρασε από δίπλα της. Πήρε σύνταξη από την εργασία της -ήταν υπάλληλος τραπέζης- και πήγαινε και τα πρωϊνά πλέον στα νοσοκομεία και τις κλινικές. Όπως ήταν φυσικό, δεν παντρεύτηκε ποτέ ούτε ενδιαφέρθηκε ποτέ να αποκτήσει οικογένεια. Ίσως, επειδή ο θάνατος ήταν τόσο οικείος γι αυτήν, να μη θέλησε να μπερδέψει στα πόδια του ανθρώπους που θα αγαπούσε ιδιαίτερα, μη τυχόν και τον κάνει να ζηλέψει δηλαδή και τους πάρει από κοντά της. Ποιος ξέρει... Ίσως πάλι να αγάπησε, να ερωτεύτηκε πραγματικά το θάνατο, οπότε, με έναν απτό σύζυγο θα απιστούσε σε εκείνον, τον άυλο μοναδικό δυνάστη της καρδιάς της.
Η Ελίζα έζησε πάρα πολλά χρόνια και πέθανε με ένα ζωηρό χαμόγελο στα χείλη. Τη βρήκαν καθισμένη στην πέτσινη πολυθρόνα της, όπου συνήθιζε να ξεκουράζεται τα μεσημέρια, όταν επέστρεφε από τις καθημερινές της περιήγησεις στα πονεμένα κρεββάτια των νοσοκομείων. Μονάχα ο θάνατος είχε τη δύναμη να τη σταματήσει από αυτή την -τόσο ενδιαφέρουσα για εκείνην- απασχόληση.
Λίγο μετά την αποχώρησή της Ελίζας από τη ζωή, μια νεαρή κοπέλλα έκανε αισθητή την παρουσία της στα νοσοκομεία. Η Ξανθή είναι υπάλληλος τραπέζης και τα απογεύματα επισκέπτεται ανελλιπώς τις μονάδες εντατικής παρακολούθησης ως αδελφή-επισκέπτρια. Δεν έχει καμμιά ιδιαίτερη πίστη σε υπερφυσικά φαινόμενα ούτε ανήκει σε κάποια ομάδα ή φιλανθρωπικό σύλλογο -όπως ακριβώς και η Ελίζα. Πρέπει να αποκλειστούν λοιπόν οποιεσδήποτε κοινωνικές ή μεταφυσικές επιδράσεις και καταναγκασμοί.
Συζητώντας μαζί της, κάτι σπάνιο μια και αποφεύγει τις συζητήσεις, διαπίστωσα πως αγνοούσε τελείως την ύπαρξη της Ελίζας, οπότε, δεν υπάρχει καμμιά πιθανότητα να είχε εμπνευστεί από εκείνη το ενδιαφέρον για τους ετοιμοθάνατους ασθενείς. Μένει λοιπόν μετέωρο το ερώτημα: Τι είναι εκείνο που έλκει μια γυναίκα στη «συντροφιά» του θανάτου; Πόσο ερεθιστική είναι η άϋλη -μα και τόσο δυναμική- παρουσία του; Υπάρχει άραγε τόσο πολλή ζωή μέσα στις γυναίκες αυτές που πλησιάζουν το χώρο του θανάτου; Τι είναι αυτό που τις σπρώχνει να κάνουν ό,τι η πλειοψηφία των ανθρώπων συνειδητά αποφεύγει; Δεν άντεξα τον πειρασμό να τη ρωτήσω ευθέως αυτό το τεράστιο «γιατί;» και η απάντησή της, που δόθηκε αβίαστα, ήταν: «Επειδή μου αρέσει».
______________________________