από Ελένη Μερκούρη
O Μεργκαέλ ζει σε μια γειτονιά, όπου έχει ξηλωθεί το άνω στρώμα του πατώματος και όλοι βρίσκονται σε αναμονή επισκευής του. Κανείς δεν τολμάει να ξεμυτίσει πέρα από το οικοδομικό τετράγωνο της γειτονιάς. Η γη είναι σκεπασμένη, σε ολόκληρη την επιφάνειά της, με ένα σκληρό πάτωμα σε χρώμα γκριζωπό για να μη λερώνει και να μη φθείρεται. Από τι να λερώνει... σάματις πέφτει και τίποτα πάνω της; Το νερό έχει στερέψει, αυτό που, κάποτε, όπως λένε, έπεφτε από τον ουρανό. Άλλωστε κι ο ουρανός ούτε που φαίνεται πια. Όσο για τη φθορά, αυτή ναι, έρχεται μετά από τα περάσματα των γιγαντόσωμων δούλων που εργάζονται στην κοντινή μονάδα παραγωγής ψωμιού. Το πέρασμά τους δημιουργεί λακούβες τόσο βαθειές, που ένας άνθρωπος κανονικός, σαν το Μεργκαέλ να πούμε, μπορεί να σπάσει κανα πόδι άμα τολμήσει να περπατήσει, ακόμα και μέρα μεσημέρι.
Σήμερα λοιπόν, μια και δε μπορεί να κάνει τίποτε άλλο, θα πάει να χαζέψει στην κοντινή Πινακοθήκη. Είναι τυχερός που στο δικό του οικοδομικό τετράγωνο υπάρχει ένας τόσο σημαντικός τεχνοχώρος. Εκεί υπάρχουν οι αγαπημένοι του πίνακες με τα αρχαία πατώματα. Δεν αργεί να περάσει τη φυλαγόμενη είσοδο, περνάει με επιτυχία το μηχάνημα ανίχνευσης σκέψης και τρέχει στην αριστερή αίθουσα. Κάθεται αναπαυτικά στο κεντρικό ανάκλιντρο με στραμμένο το πρόσωπο προς τον ανατολικό τοίχο κι αρχίζει να τον παρατηρεί από τη μια άκρη ως την άλλη κι από πάνω προς τα κάτω. Σε ολόκληρη την επιφάνεια αυτού του τοίχου υπάρχουν τρεις πίνακες, ο ένας ωραιότερος από τον άλλο. Ρίχνει πρώτα, κατά τη συνήθειά του, μια ματιά στους ακρινούς και τέλος συγκεντρώνει το βλέμμα του στο μεσιανό.
Εδώ, σ’ αυτό τον πίνακα με διαστάσεις περίπου τρία επι τρία μέτρα, υπάρχουν όλων των ειδών τα αρχαία πατώματα. Επάνω αριστερά ένα δείγμα μωσαϊκού σε τόνους πρασινωπού και ώχρας, δίπλα του λίγο πάτωμα από ξύλο δρυός σαν ψαροκόκκαλο, παραδίπλα κάμποσο μαόνι σε λωρίδες πλατειές, και στο τέλος μια επιφάνεια στρωμένη με πλακάκια χρωματιστά, όπου υπερισχύει το λιλά. Στη μεσαία λωρίδα του πίνακα και ακριβώς κάτω από το πρασινωπό μωσαϊκό, βρίσκεται ένα βοτσαλωτό σύμπλεγμα, ομοίωμα πατώματος από αρχαία νησιώτικη αυλή. Δίπλα του και κάτω ακριβώς από το δρύϊνο ψαροκόκκαλο μια κατακόκκινη μπορντούρα από μαρμάρινες μεγάλες πέτρες. Παραδίπλα, κάτω από τα λιλά πλακίδια, ένα πάτωμα από κατακίτρινο αφρικάνικο ιρόκο. Κάτω από το ιρόκο, μια δέσμη από λωρίδες παρδαλού μωσαϊκού με μικροσκοπικές ψηφίδες σε όλα τα χρώματα, πάνω σε βάση κιτρινωπού τσιμέντου. Το πλαϊνό κομμάτι του πίνακα είναι αυτό που ο Μεργκαέλ εστιάζει το βλέμμα του με αληθινή λατρεία. Παριστάνει ένα πάτωμα από καφεγκρίζο γρανίτη, με το χρώμα του ομοιόμορφα εκτεινόμενο από άκρη σε άκρη. Η αριστερή κάτω γωνία δεν τον συγκινεί σχεδόν καθόλου, μια και αποτελεί το παρδαλώτερο σημείο του πίνακα, ένα κομμάτι πατώματος από κεραμιδιά πλακάκια, μονίμως σκονισμένα. Έτσι, ακουμπάει το χαυνωμένο του βλέμμα στον καφεγκρίζο ζωγραφιστό γρανίτη και η ψυχή του ησυχάζει.
Μετά το χάζεμα του πίνακα, η ματιά του κατεβαίνει στο πάτωμα της Πινακοθήκης. Είναι ένα πάτωμα κατάμαυρο, με ασημένιες ανταύγειες, από ένα είδος τσιμέντου φτιαγμένου με κλασσικές προδιαγραφές. Μπορεί κάποτε και αυτό να αποτελέσει αντικείμενο ζωγραφικής, ποιος μπορεί να ξέρει; Για την ώρα, καταμεσίς σε αυτή την απεραντωσύνη του πατώματος αισθάνεται πλήρης, νοιώθει μια πνευματική πληρότητα απερίγραπτη. Θα μείνει να χαζέψει μερικές ώρες, καθισμένος αναπαυτικά στο μεσαίο ανάκλιντρο, μέχρι να κατεβάσει ρολλά η Πινακοθήκη και μέχρι να σφυρίξουν οι σειρήνες για το άδειασμά της από επισκέπτες. Τότε μονάχα θα αποφασίσει να φύγει για το σπίτι του, ένα πλατύ συρτάρι σε σχήμα ακριβούς τετραγώνου, όπου ευτυχώς χωράει ολόκληρο το νοικοκυριό του. Ένα στρώμα από ζωγραφισμένο αντιραδιενεργό αμίαντο σε χρώμα καφεγκρίζου γρανίτη και ένα μικρό ντουλάπι, όπου προστατεύει τους θησαυρούς του -μερικά αρχαία βότσαλα που κληρονόμησε από πάππου προς πάππου. Τα ρούχα του τα παίρνει κάθε μέρα φρέσκα φρέσκα από το εργοστάσιο ρούχων κι όταν δεν περνάει από εκεί αυτοπροσώπως του τα φέρνει ένας γιγαντόσωμος δούλος, τόσο ψηλός που δε χρειάζεται σκάλα για να ανέβει στη φωλιά του, στο συρτάρι του. Ώρες-ώρες αναρωτιέται τι έκαναν οι αρχαίοι μέσα σε τόσο μεγάλα σπίτια κι από μια πλευρά ζηλεύει επειδή σκέφτεται πόσο απέραντο και αυθεντικό θα ήταν το πάτωμά τους.
_________________________________