Διαβάζω Χριστουγεννα από τα Fantasy Archives της Fantasy Gate! Bookmark and Share


από Ερρίκο Σμυρναίο

Χριστούγεννα

1


Το βλήμα έσκασε πολύ κοντά.
Η εκκωφαντική έκρηξη με σήκωσε στον αέρα και μ’ εκσφεντόνισε σαν τόπι στον τοίχο του παρατηρητήριου. Το γραφείο που έφραζε το παράθυρο σωριάστηκε στο πάτωμα καθώς μυτερά θραύσματα καρφώνονταν πάνω μου σαν σκουριασμένες πρόκες, γωνιώδη κομμάτια από γυαλί και πάγο, πασπαλισμένα με καρβουνόσκονη, που έκοβαν σαν ξυράφια. Μια χούφτα βρώμικου γύψου ξεκόλλησε απ’ το ταβάνι και κατρακύλησε σαν καταρράκτης πάνω στο κράνος που φορούσα. Σωριάστηκα καταγής, με κομμένη την ανάσα. Κι όμως είχα σταθεί τυχερός, και αυτή τη φορά. Η αλεξίσφαιρη στολή που είχα κλέψει απ’ το πτώμα ενός σεκιουριτά με προφύλαξε απ’ τα πιο κοφτερά θραύσματα. Χώθηκαν στο στήθος και στην κοιλιά μου σα μαχαίρια αλλά δεν κατάφεραν να διαπεράσουν το σκληρό υλικό απ’ το οποίο ήταν φτιαγμένη. Καθώς μάλιστα την είχα παραγεμίσει με σκισμένα φύλλα από εφημερίδες, για να με κρατάει ζεστό, ούτε και η σύγκρουσή μου με τον τοίχο μου έκανε μεγάλη ζημία. Το κράνος άντεξε επίσης. Το μοναδικό σουβενίρ που απέκτησα απ’ την όλη εμπειρία ήταν ένα σκισμένο μάγουλο και μια μελανιασμένη πλάτη.
Ο Νικόλας δε στάθηκε το ίδιο τυχερός. Έγινε χίλια κομμάτια, το καθένα όχι μεγαλύτερο απ’ τον αντίχειρά μου. Δεν φαντάζομαι να στεναχωρήθηκε και πολύ από το συμβάν, ιδιαίτερα αν λάμβανε κανείς υπόψη του το γεγονός πως τον είχε ήδη σκοτώσει το κρύο και η πείνα εδώ και σαράντα μέρες. Ο θάνατος τον είχε βρει καθισμένο μπροστά στο παράθυρο που με είχε βοηθήσει να οχυρώσουμε με το δρύινο γραφείο κάποιου νεκρού το δίχως άλλο βουλευτή. Τον είχα αφήσει να κάθεται εκεί πέρα σαν κατεψυγμένο άγαλμα, με τα λευκά του μάτια ν’ ατενίζουν το κενό. Για δύο λόγους βασικά. Καταρχήν γιατί αποτελούσε καλό στόχο για οποιονδήποτε προσπαθούσε σώνει και καλά να μας πυροβολήσει απ’ έξω και αφ’ ετέρου γιατί η παρουσία του, ακόμα και τώρα που ήταν νεκρός, με παρηγορούσε. Ξεγελούσα τον εαυτό μου πιστεύοντας πως άκουγε με προσοχή όλα όσα είχα να του πω. Εξάλλου, όσο ζούσε, ήταν ένας πολύ καλός ακροατής, ο καλύτερος άνθρωπος που θα μπορούσα να έχω για παρέα στη βάρδια μου.

2

Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι παρουσιάζω ανοσία στις βόμβες κάθε είδους. Λες και φοράω το κοκαλάκι της νυχτερίδας. Αυτό είναι κάτι που ανακάλυψα για πρώτη φορά πριν από έξι μήνες, την ημέρα που καθόμουν στο γραφείο μου, στον τέταρτο όροφο του κτιρίου κάποιας τράπεζας, και είδα με την άκρη του ματιού μου τη λάμψη της πυρηνικής έκρηξης που εξαέρωσε τον Πειραιά. Θυμάμαι τη σκηνή σαν να ήταν μόλις χθες. Καθισμένος μπροστά στον υπολογιστή μου προσπαθούσα να συντάξω κάποιο ανούσιο έγγραφο όταν, από τη μια στιγμή στην άλλη, η οθόνη του έσβησε σαν να είχε γίνει διακοπή ρεύματος. Αμέσως μετά ο χώρος του γραφείου πλημμύρισε από ένα εκτυφλωτικό φως που έμοιαζε με τη φλόγα μιας οξυγονοκόλλησης. Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι ήταν ένας τρομακτικός κρότος, σαν να βροντούσαν την ίδια στιγμή οι κεραυνοί χιλίων καταιγίδων.
Θα πρέπει να λιποθύμησα γιατί υπάρχει ένα κενό στη μνήμη μου όσον αφορά το τι συνέβη αμέσως μετά. Υποψιάζομαι πάντως πως προτού χάσω τις αισθήσεις μου, βούτηξα από ένστικτο κάτω απ’ το γραφείο και αυτό το λέω γιατί όταν άνοιξα και πάλι τα μάτια μου, ανακάλυψα πως ήμουν κουλουριασμένος ανάμεσα στη κεντρική μονάδα του υπολογιστή και στο μεταλλικό πόδι του περιστρεφόμενου καθίσματός μου.
Μια αφύσικη ησυχία απλώνονταν παντού. Σηκώθηκα όρθιος, βγήκα απ’ το γραφείο και άρχισα να περιπλανιέμαι πάνω-κάτω, σ’ έρημους διαδρόμους, να μπαίνω σε άδεια γραφεία μέσα από πόρτες που είχαν αφεθεί ορθάνοιχτες. Κάποια στιγμή άνοιξα και την πόρτα της αίθουσας όπου γίνονταν οι συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της τράπεζας. Σήκωσα το κεφάλι μου, κοίταξα μέσα απ’ την ανύπαρκτη πλέον τζαμαρία της αίθουσας και είδα το πυρηνικό μανιτάρι της έκρηξης να αιωρείται σαν πύρινο σύννεφο πέρα απ’ τις ταράτσες των κτιρίων που υψώνονταν στην απέναντι πλευρά της πλατείας. Κιτρινοκόκκινο στην κορφή και καφέ στη βάση, σιωπηλό σαν αντικατροπτισμός, απλώνονταν αργά στον Αττικό ουρανό σαν ένας υλοποιημένος εφιάλτης, η πεμπτουσία του τρόμου που παραμόνευε και δηλητηρίαζε τα όνειρα της ανθρωπότητας από τότε που οι πρώτες ατομικές βόμβες είχαν καταστρέψει τις πόλεις της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι. Υποθέτω πως δισεκατομμύρια άλλοι άνθρωποι κατακλύστηκαν από το ίδιο ακριβώς συναίσθημα της καθηλωτικής φρίκης μέσα στις επόμενες τρεις ώρες, όσο χρειάστηκαν οι υπερδυνάμεις του πλανήτη μας για να ολοκληρώσουν την πολεμική τους αναμέτρηση.
Μετά ο ουρανός άρχισε να σκοτεινιάζει, να καλύπτεται από απαίσια σύννεφα που έκρυψαν τον ήλιο πίσω από μια αδιαπέραστη μαύρη κουρτίνα.
Για κάποιο λόγο το κέντρο της Αθήνας γλύτωσε. Ο Γιάννης, ο αρχηγός μας, ισχυρίζεται πως αυτό οφείλεται στο ότι οι βόμβες που χρησιμοποιήθηκαν ήταν νέας γενιάς. «Περιορισμένου βεληνεκούς» αυτή ήταν η ορολογία που είχε χρησιμοποιήσει. Σχεδιασμένες κατά τρόπο τέτοιο ώστε να καταστρέφουν αστικά προάστια, είχαν ισχύ ισοδύναμη του ενός τετάρτου της βόμβας που ισοπέδωσε την Χιροσίμα. Δεν αποκλείεται η βόμβα που προορίζονταν για την Αθήνα να έπαθε βλάβη, να παρεξέκλινε της τροχιάς της και να έπεσε στον Πειραιά. Μπορεί πάλι να μας προστάτευσε η Ακρόπολη και ο Παρθενώνας. Ίσως αυτοί που μας βομβάρδισαν να είχαν πολιτιστικές ευαισθησίες.
Τώρα έχουμε χειμώνα. Πυρηνικό χειμώνα. Η θερμοκρασία έχει πέσει στους τριάντα βαθμούς Κελσίου υπό το μηδέν, ένας φριχτός άνεμος ουρλιάζει μέρα-νύχτα στους ρημαγμένους δρόμους και το φως του ήλιου που έχει αποκτήσει το γκρίζο χρώμα της στάχτης, δεν σκορπίζει καμία ζεστασιά. Ο ουρανός μοιάζει να έχει χαμηλώσει και είναι μόνιμα σκεπασμένος από σκοτεινά σύννεφα. Θα ‘λεγε κανείς πως ολόκληρη η πόλη, η μάλλον ότι έχει απομείνει απ’ αυτή, έχει τηλεμεταφερθεί στη Γροιλανδία. Φαντάζομαι πως κάτι τέτοιο συμβαίνει σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Δεν μπορώ να ξέρω, κάθε είδους επικοινωνία έχει διακοπεί εδώ και πάρα πολύ καιρό.
Είμαι ακόμα ζωντανός, μέχρι αυτή τη στιγμή τουλάχιστον. Μπορεί και η γυναίκα και τα παιδιά μου. Δυο μέρες πριν ξεσπάσει το κακό τους είχα πάει με τ’ αμάξι μου στο λιμάνι του Πειραιά και τους είχα αποχαιρετήσει καθώς έμπαιναν φορτωμένοι με τις βαλίτσες και τα σακ-βουαγιάζ τους στο πλοίο που πήγαινε για Ρόδο. Μπορεί να ζουν ακόμα, η Ρόδος είναι ένα μεγάλο και εύφορο νησί και δεν είχε προλάβει να γεμίσει από τουρίστες όταν έσκασαν οι βόμβες. Προσπαθώ να μη το σκέφτομαι πολύ.
Το πως επέζησα εγώ είναι μια άλλη ιστορία. Η αλήθεια είναι ότι δε θυμάμαι και πολλά πράγματα από τη στιγμή που είδα την έκρηξη και ύστερα. Καμιά φορά μου έρχονται στο μυαλό εικόνες από πλήθη τρομοκρατημένων ανθρώπων που έτρεχαν πάνω-κάτω μέσα σ’ έναν ορυμαγδό από φωνές και κλάματα, καθώς οπλισμένοι αστυνομικοί πυροβολούσαν στον αέρα για εκφοβισμό. Είδα πολλά κτίρια να καίγονται και να λεηλατούνται, αλλόφρονες ανθρώπους να χυμάνε μέσα σε σούπερ μάρκετ και να ποδοπατιούνται σαν τα ζώα. Και δρόμους σκεπασμένους από πτώματα, από εκατοντάδες πρησμένα και βρωμερά κουφάρια που τα τρώγανε πεινασμένα σκυλιά. Μετά ήρθε η σιωπή και μαζί της έφτασε η πείνα, το σκοτάδι, η αρρώστια και το κρύο.
Πρέπει να μ’ έχει πειράξει η ραδιενέργεια. Σωματικά πάντως σίγουρα μ’ έχει σακατέψει. Τα μαλλιά μου πέφτουν όλο και περισσότερο, τα δόντια μου κουνιούνται και αιμορραγούν και υποφέρω από μια μόνιμη αίσθηση ναυτίας και καταβολής δυνάμεων. Φυσικά, μπορεί να πάσχω απλώς από αβιταμίνωση. Στο κάτω-κάτω, τον τελευταίο καιρό, τρέφομαι αποκλειστικά και μόνο με παλιές κονσέρβες, εγώ και οι υπόλοιποι φουκαράδες που ζούμε ακόμα, ταμπουρωμένοι εδώ μέσα.
Κρυβόμαστε στο κτίριο της Βουλής. Εξακολουθεί να στέκεται όρθιο και βρίσκεται σε σχετικά καλή κατάσταση. Οι τοίχοι και η οροφή του υπάρχουν ακόμα, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα κτίρια που περιβάλλουν την πλατεία Συντάγματος. Τα περισσότερα από αυτά έχουν μεταμορφωθεί σε άδεια κέλυφη και μοιάζουν με νεκρές κυψέλες. Τεράστιες τρύπες χάσκουν στους τοίχους τους ενώ το παχύ στρώμα του χιονιού που τα καλύπτει είναι μαύρο σαν την πίσσα, διαποτισμένο από μυριάδες σωματίδια ραδιενεργής στάχτης και κάρβουνου. Το πιο τρομαχτικό απ’ όλα όμως είναι η σιωπή. Η τρομερή εκείνη σιωπή που γεμίζει μονάχα απ’ το ουρλιαχτό του ανέμου που μαστιγώνει τα μαυρισμένα απομεινάρια τους, λες και τα καταριέται.
Τώρα δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για φιλοσοφίες. Δεχόμαστε επίθεση. Πρέπει να είναι αυτοί οι κερατάδες που ξεφύτρωσαν πρόσφατα μέσα απ’ το σταθμό του Μετρό και μας έχουν βάλει στο μάτι.
Είναι καλά οπλισμένοι. Αρχίζω να σέρνομαι προς την πόρτα καθώς μια ριπή από σφαίρες γαζώνει τον τοίχο πάνω απ’ το κεφάλι μου. Φτάνω στη σκάλα και αρχίζω να κατεβαίνω πέντε-πέντε τα σκαλοπάτια της προκειμένου να φτάσω στο Αναγνωστήριο, εκεί όπου κρύβονται οι υπόλοιποι, όσο γίνεται πιο γρήγορα.

3

Μόλις άνοιξα την πόρτα του Αναγνωστήριου, βρέθηκα αντιμέτωπος με δέκα επαναληπτικές καραμπίνες που ήταν στραμμένες προς το μέρος μου και τις οποίες βαστούσαν επίσης δέκα σκελετωμένοι, βρώμικοι και άρρωστοι άνθρωποι. Τα βουλιαγμένα μάτια τους άστραφταν παράξενα, τεράστια και τρομαγμένα, αλλοιωμένα από την πείνα και τον πυρετό. Αυτοί είμαστε όλοι κι όλοι που έχουμε απομείνει.
Πίσω τους έκαιγε η φωτιά που κρατούσαμε αναμμένη μέρα και νύχτα για να προφυλασσόμαστε από το φονικό κρύο.
- «Εγώ είμαι» τους είπα. «Έρχονται! Είναι οπλισμένοι με μπαζούκας και πολυβόλα και έχουν ακροβολιστεί πίσω απ’ τα σκαλοπάτια που κατεβαίνουν στην πλατεία!»
- «Πόσοι λες να ‘ναι;» με ρώτησε ο Γιάννης, ο πρώην λοχαγός του στρατού, ο αρχηγός μας. Αυτός μας έμαθε πώς να χειριζόμαστε τα όπλα που κρατούσαμε τώρα στα χέρια μας.
- «Δεν είμαι σίγουρος, καμιά εικοσαριά υπολογίζω» του απάντησα. «Δεν παίρνω κι όρκο πάντως!»
Ο Γιάννης δάγκωσε τη βρώμικη γενειάδα του και τη μασούλησε νευρικά. Δυο βαθιές ρυτίδες χαράχτηκαν στο μέτωπό του. Κακό σημάδι αυτό. Όποτε έπαιρνε αυτή την έκφραση ξέραμε πως κάποια συμφορά θα μας έβρισκε.
- «Αν κάνουμε οικονομία στις σφαίρες μπορεί και να τα καταφέρουμε» μας είπε.
- «Ποιες σφαίρες;» τον ρώτησε με πικρόχολο ύφος ο Αλί. Πριν από έξι μήνες ο Αλί ήταν ένας Κούρδος λαθρομετανάστης που έβγαζε το ψωμί του πουλώντας ψεύτικα γυαλιά ηλίου στην Ομόνοια. Τώρα είναι ένας από εμάς.
- «Μεγάλε, πολύ τη βρίσκω με όλη αυτήν την ιστορία, έρχεται το final countdown!» φώναξε ο Βαλές, προτού αρχίσει να κάνει πιρουέτες να χοροπηδάει και να χασκογελάει σαν παλαβός μπροστά απ’ την φωτιά.
Ο Γιάννης τον αγνόησε και στράφηκε προς τον Αλί.
- «Πόσες σφαίρες έχουν απομείνει;»
Μια δεύτερη έκρηξη συγκλόνισε το κτίριο. Ήταν πολύ πιο ισχυρή από εκείνη που με είχε κάνει να ξεκουμπιστώ απ’ το παρατηρητήριο. Μικροί καταρράκτες από σκόνη και ασβέστη έπεσαν πάνω στα κεφάλια μας σαν ψιλή βροχή. Τα βιβλία που γέμιζαν τις βιβλιοθήκες κροτάλισαν γύρω μας τρομαγμένα. Κάποια απ’ αυτά ξέφυγαν από τα ράφια τους και προσγειώθηκαν στο πάτωμα.
- «Όχι πολλές, ξοδέψαμε τις περισσότερες όταν ξεπαστρέψαμε τους ζητιάνους» ανέλαβε να του απαντήσει ο Ηλίας που μια φορά και έναν καιρό ήταν φοροτεχνικός και τώρα είχε αναλάβει την επίβλεψη των λιγοστών μας τροφίμων.Οι ζητιάνοι είχαν ξεφυτρώσει πριν από δέκα μέρες. Είχαν προσπαθήσει να μπουν μέσα στο κτίριο από την πλευρά που έβλεπε στο Ζάππειο Μέγαρο και τον Εθνικό κήπο, τα δέντρα του οποίου είχαν μετατραπεί σε τσακισμένα φαντάσματα των προηγούμενων εαυτών τους.
Την ώρα εκείνη είχε βάρδια ο Βαλές και η ομάδα του, πέντε συνολικά άνθρωποι από τους οποίους τελικά επέζησε μονάχα ο Βαλές.
Οι ζητιάνοι ήταν τρεις οικογένειες, έξι γονείς και πέντε παιδιά, όλοι τους ρακένδυτοι, ισχνοί και πληγιασμένοι από την ακτινοβολία. Όταν τα παρακάλια και οι κραυγές τους για βοήθεια έπεσαν στο κενό, ένας απ’ αυτούς έκανε να βγάλει ένα πιστόλι που έκρυβε στην τσέπη του κουρελιασμένου του μπουφάν με αποτέλεσμα οι δικοί μας ν’ αρχίσουν να πυροβολούν στο ψαχνό, ο Βαλές πρώτος-πρώτος. Ακολούθησε μια ανταλλαγή πυροβολισμών που εξελίχθηκε σε πραγματική σφαγή καθώς ο τύπος με το περίστροφο αποδείχτηκε πολύ εύστοχος και ήξερε και πώς να καλυφθεί από τις σφαίρες μας, ανάμεσα στα πεσμένα δέντρα του κήπου. Όταν σκοτώθηκε και ο τελευταίος από δαύτους, ανακαλύψαμε πως είχαμε χάσει τέσσερις δικούς μας. Αναθέσαμε λοιπόν στον Βαλέ, που είχε ξεκινήσει το μακελειό, να βγει έξω και να ξεφορτωθεί τα πτώματα.
Εκείνος δεν είχε φέρει καμία αντίρρηση. Έγνεψε καταφατικά αλλά ποτέ δε μας έδωσε μια ξεκάθαρη απάντηση για το τι έκανε τελικά με τα πτώματα.
Ο Βαλές με φόβιζε. Υπήρχε μια λάμψη τρέλας στο βλέμμα του που μ’ έκανε να ανατριχιάζω σύγκορμος και η όλη συμπεριφορά του ήταν αλλόκοτη, σχεδόν παρανοϊκή. Ποτέ δε μιλούσε για το παρελθόν, για το πώς ήταν η ζωή του προτού πέσει η βόμβα και είχε την απαίτηση να τον αποκαλούμε μ’ αυτό το παράξενο παρατσούκλι. Κυκλοφορούσε μόνιμα κουκουλωμένος με μια παχιά άσπρη γούνα που είχε κλέψει από κάποιο λεηλατημένο πολυκατάστημα, και που τώρα είχε γίνει γκρίζα από τη βρώμα, και χασκογελούσε με το παραμικρό. Ίσως και να είχε τρελαθεί. Ίσως και να είχαμε όλοι μας τρελαθεί. Είχε καμία σημασία πια;
- «Εντάξει, ετοιμαστείτε και πάμε, σύμφωνα με το σχέδιο!» μας είπε ο Γιάννης.

4

Το κτίριο της Βουλής έχει ορισμένες ιδιαιτερότητες. Καταρχήν είναι παλιό και μεγάλο, με χοντρούς τοίχους που αποδείχτηκαν εξαιρετικά ανθεκτικοί ενάντια σε κάθε είδους επίθεση. Περιέχει μια πληθώρα από βαριά και συμπαγή έπιπλα τα οποία χρησιμοποιήσαμε με μεγάλη επιτυχία όταν αναγκαστήκαμε να σφραγίσουμε τις πόρτες και τα παράθυρα του. Τέλος, τα θεμέλιά του κρύβουν ένα περίπλοκο και πολυδαίδαλο δίκτυο από αντιαεροπορικά καταφύγια και στοές που είχαν κατασκευαστεί πριν από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο με σκοπό να φυγαδευτούν με ασφάλεια οι πατέρες του έθνους μας σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Κρίμα που την ημέρα που ξεκίνησε ο πυρηνικός πόλεμος έλειπαν όλοι σε διακοπές.
Μας πήρε μήνες ολόκληρους να εξερευνήσουμε τους υπόγειους εκείνους χώρους. Εκτός από κάποια παλιά έπιπλα και μια τρύπια δεξαμενή νερού, ανακαλύψαμε και δύο σήραγγες εκ των οποίων η μια κατέληγε στο λόφο του Αρδηττού και η άλλη στην πλατεία Συντάγματος, στο σταθμό του Μετρό.
- «Όπως είπαμε!» μας θύμισε ο Γιάννης. «Εμείς θα οχυρωθούμε στο ισόγειο απ’ όπου θ’ ανταποδώσουμε τα πυρά τους ενώ εσείς θα βγείτε στο Μετρό και θα τους χτυπήσετε στα νώτα τους, εκεί όπου έχουν ακροβολιστεί, στην πλατεία!»
Έγνευσα καταφατικά. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι τέσσερις που θα κατέβαιναν μαζί μου στα υπόγεια. Πέρασα ένα περίστροφο στη ζώνη μου, γέμισα τις τσέπες μου με σφαίρες και κρέμασα διαγώνια στην πλάτη μου ένα δίκαννο. Τέλος, κρατώντας ένα φακό στο δεξί μου χέρι, άφησα τη βιβλιοθήκη και ακολούθησα την υπόλοιπη ομάδα.
Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε μια ατελείωτη σειρά από σκαλοπάτια που στριφογύριζαν σαν κοχλίας. Κινούμασταν αργά μέσα στο σκοτάδι, σαν τυφλοπόντικες. Προκειμένου να κάνουμε οικονομία στις μπαταρίες των φακών μας, δεν τους είχαμε ανάψει.
Κάποια στιγμή η κάθοδός μας έλαβε τέλος. Είχαμε φτάσει στα υπόγεια. Εκείνη τη στιγμή ακούσαμε μια σειρά από πνιχτούς θορύβους που έρχονταν από πολύ μακρυά και από ψηλά, απ’ τη μακρινή πλέον επιφάνεια του πάνω κόσμου.
Και τότε μια τρίτη έκρηξη, η πιο ισχυρή απ’ όλες, μας έριξε καταγής. Το πάτωμα χοροπήδησε σα να το είχε χτυπήσει ένα τεράστιο σφυρί. Κόλλησα στον τοίχο καθώς ένα κομμάτι της οροφής κατέρρεε καταστρέφοντας εντελώς τη σκάλα που μόλις είχαμε κατέβει. Ένα αποπνιχτικό σύννεφο σκόνης απλώθηκε γύρω μας Τη γλίτωσα για μια ακόμα φορά, σκέφτηκα. Η ανοσία στις βόμβες που λέγαμε.
Άρχισα να βήχω και να σέρνομαι κατά μήκος του τοίχου, όσο πιο μακρυά μπορούσα απ’ το σημείο της κατάρρευσης, προκειμένου ν’ αποφύγω μια δεύτερη έκρηξη που θα έστελνε ένα ακόμα μεγαλύτερο κομμάτι της οροφής πάνω στα κεφάλια μας. Συνέχισα να κρατάω το φακό στα χέρια μου, σφιχτά σαν φυλαχτό, αλλά δεν τολμούσα να τον ανάψω ακόμα. Στο μεταξύ, αλλεπάλληλες ομοβροντίες πυροβολισμών που τις διαδέχονταν κραυγές πόνου και οργής άρχισαν ν’ ακούγονται από τους πάνω ορόφους, μέσα απ’ το διπλό στρώμα της σκόνης και της μαυρίλας που μας σκέπαζε σαν αποπνιχτική κουβέρτα. Κατάλαβα πως στο εσωτερικό της Βουλής μαίνονταν μια μάχη σώμα με σώμα. Φαίνεται πως οι εχθροί μας είχαν προλάβει. Είχαν εισβάλει στο κτίριο.
Κάποια στιγμή, ανάμεσα στα σύντομα διαλείμματα της ησυχίας που μεσολαβούσαν ανάμεσα στους απόμακρους πυροβολισμούς και στις κραυγές, άκουσα κάποιον ν’ ανασαίνει βαριά μέσα στο σκοτάδι. Ακούστηκε πολύ κοντά, σχεδόν δίπλα μου. Άναψα το φακό και τον έστρεψα προς την κατεύθυνση του καινούργιου εκείνου ήχου. Μέσα απ’ το πυκνό σύννεφο της σκόνης αναδύθηκε ένα πρόσωπο που είχε αποκτήσει το χρώμα του χώματος. Με κοιτούσε μ’ ένα ζευγάρι μάτια που μου φάνηκαν τεράστια και κατακόκκινα, σαν παραγινωμένες φράουλες.
Αναγνώρισα το Δημήτρη, έναν από τους τέσσερις που είχαν κατεβεί μαζί μου στα υπόγεια. Χοντρά δάκρυα έτρεχαν απ’ τα μάτια του και έμοιαζε να ανασαίνει με μεγάλη δυσκολία.
- «Τα καθήκια μας τη φέρανε» δήλωσε παίρνοντας μια σπασμωδική ανάσα.
- «Πού είναι οι άλλοι;» τον ρώτησα. Η φωνή μου ακούστηκε τρεμουλιαστή και αδύνατη λες και είχα ξαναγίνει δέκα ετών. Ο Δημήτρης πάντως δε φάνηκε να το προσέχει.
- «Δεν ξέρω» μου απάντησε. «Μάλλον νεκροί.»
- «Πάνω γίνεται χαμός» δήλωσα. «Πρέπει να βρούμε μια άλλη σκάλα για ν’ ανεβούμε και εμείς και να βοηθήσουμε τους υπόλοιπους.»
Μια καινούργια ριπή πυροβολισμών που υπέθεσα πως έβγαιναν από την κάννη κάποιου οπλοπολυβόλου, ακούστηκε εκεί ψηλά, υπογραμμίζοντας θα ‘λεγε κανείς τη δήλωσή μου. Εκείνος έγνεψε καταφατικά, μην μπορώντας να μιλήσει περισσότερο. Ένα μικρό ρυάκι αίματος άρχισε ν’ αναβλύζει από ένα βαθύ κόψιμο που σημάδευε το μέτωπό του. Το είδα να χαράζει μια κόκκινη κοίτη πάνω στο στρώμα της σκόνης που τον σκέπαζε και να στάζει σαν σκουρόχρωμη μύξα απ’ το αξύριστο πηγούνι του. Υπέθεσα πως και η δική μου όψη δε θα ήταν πολύ καλύτερη.
Ξανάρχισα να σέρνομαι κατά μήκος του τοίχου, κρατώντας με το ένα μου χέρι το φακό και με το άλλο την καραμπίνα μου. Η κάννη του περίστροφου που είχα περάσει στη ζώνη της στολής μου με πέθαινε καθώς χώνονταν σαν στυλιάρι μέσα στο στομάχι μου αλλά εκείνη δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για γκρίνιες. Η σκόνη που γέμιζε το υπόγειο άρχισε να κατακαθίζει σιγά-σιγά αλλά ένιωθα το λαιμό μου φοβερά ερεθισμένο και τραχύ, σα να είχα καταπιεί ένα τόνο άμμου. Ο Δημήτρης που με ακολουθούσε έρποντας και αυτός, σε απόσταση ενός μέτρου πίσω απ’ την πλάτη μου, ξανάρχισε να βήχει, καθώς πάλευε να καθαρίσει το λαρύγγι του απ’ την απαίσια εκείνη σκόνη.

5

Κάποια στιγμή συνάντησα έναν τοίχο. Έστρεψα το φακό μου προς τα πάνω και αντίκρισα το πλαίσιο μιας μεταλλικής πόρτας. Ήξερα πολύ καλά τι κρυβόταν πίσω της… Ένας στενός διάδρομος με τσιμεντένια τοιχώματα που οδηγούσαν σε μια σειρά από άδεια δωμάτια. Ο ίδιος ο διάδρομος κατέληγε στην είσοδο του τούνελ που περνούσε κάτω απ’ την πλατεία Συντάγματος.
Σηκώθηκα όρθιος και έκανα νόημα στο Δημήτρη να παραμείνει ξαπλωμένος. Πήρα μια βαθιά αναπνοή και προσπάθησα να καταπολεμήσω τη ζαλάδα που μ’ έπιασε ξαφνικά και έκανε το δάπεδο να κλυδωνιστεί κάτω απ’ τα πόδια μου. Για μια στιγμή μου φάνηκε πως βρισκόμουν στο εσωτερικό μιας τεράστιας σβούρας που έγερνε σαν μεθυσμένη. Το τι μου συνέβαινε ήταν αρκετά ξεκάθαρο. Η ραδιενέργεια με σκότωνε σιγά-σιγά, ήταν ζήτημα ημερών, αν όχι ωρών, το πότε θα άρχιζα να ξερνάω και εγώ σαν όλους εκείνους τους ανθρώπους που είχα δει να πεθαίνουν στους δρόμους σαν τις μύγες. Όταν ξανάρθα στα συγκαλά μου, έπιασα το πόμολο της πόρτας και το γύρισα αργά-αργά, φροντίζοντας να μην κάνω τον παραμικρό θόρυβο. Αφού ολοκλήρωσα και αυτήν την κίνηση, άνοιξα την πόρτα μια σταλιά και έριξα μέσα απ’ το στενό άνοιγμα που δημιουργήθηκε μια διερευνητική δέσμη φωτός με το φακό μου. Ο διάδρομος μου φάνηκε εντελώς άδειος και σιωπηλός ενώ ο αέρας μέσα του, αν και παγωμένος, όπως και σε ολόκληρο το κτίριο εξάλλου, ήταν τουλάχιστον καθαρός, χωρίς ίχνος σκόνης, διαποτισμένος απ’ την πέτρινη και υγρή μυρωδιά που συναντά κανείς σε όλα τα υπόγεια. Η αναπνοή μου ζωγράφισε λευκές τουλίπες καπνού που άρχισαν να ταξιδεύουν αργά μέσα στον ακίνητο αέρα.
Άνοιξα την πόρτα περισσότερο και αφού δρασκέλισα το κατώφλι της, έκανα ένα βήμα μέσα στο διάδρομο. Ο Δημήτρης σηκώθηκε όρθιος προκειμένου να με ακολουθήσει. Ξαφνικά, τον άκουσα να βγάζει έναν ήχο που έμοιαζε με πνιχτό βογγητό. Έκανα να στραφώ προς τα πίσω για να τον αρπάξω, πιστεύοντας πως είχε λιποθυμήσει, αλλά προτού προλάβω να κάνω κάτι περισσότερο, σωριάστηκε σαν χιονοστιβάδα πάνω μου και μ’ έριξε μπρούμυτα, πάνω στο παγωμένο δάπεδο του διαδρόμου. Ο φακός μου έπεσε στο πάτωμα και φώτισε έναν γυμνό τοίχο. Η ξινή μυρωδιά του ιδρώτα και της τσιγαρίλας που διαπότιζε τα ρούχα του άγγιξε τη μύτη μου σαν χημικό αέριο. Ανίκανος να κινηθώ απ’ το βάρος του που με καταπλάκωνε, καθώς ο Δημήτρης ήταν πολύ πιο μεγαλόσωμος από μένα, άκουσα κάποιον να μπαίνει στο διάδρομο. Ένα όπλο απασφαλίστηκε και ένας εκκωφαντικός πυροβολισμός ήχησε ακριβώς πίσω από τ’ αυτιά μου. Η στυφή μυρωδιά του πυροβολισμού απλώθηκε στον αέρα σα μίασμα. Μου φάνηκε πως κουφάθηκα. Κάτι υγρό και ζεστό πασάλειψε το πίσω μέρος του κεφαλιού και τον αυχένα μου. Κατάλαβα πως κάποιος είχε πυροβολήσει τον Δημήτρη εξ’ επαφής τινάζοντας τα μυαλά του στον αέρα.
Δάγκωσα τα χείλη μου για να μην ουρλιάξω και κατάφερα να παραμείνω εντελώς ακίνητος, καθηλωμένος απ’ το αμείλικτο ένστικτο της επιβίωσης. Με μάτια που είχαν μισοκλείσει από τα αίματα και τα μυαλά που κυλούσαν σαν παχύρρευστα υγρά πάνω στο μέτωπο και τους κροτάφους μου, είδα ένα φωτεινό κύκλο να περιφέρεται στο πάτωμα, το φως ενός φακού που κρατούσε αυτός που μόλις είχε σκοτώσει τον Δημήτρη. Δεν ήξερε πως βρισκόμουν πεσμένος από κάτω του γιατί με σκέπαζε ακόμα με το κορμί του.
Του έδωσε μια δοκιμαστική κλωτσιά και μετά, μέσα στην εκκωφαντική ησυχία του υπόγειου διαδρόμου, ένα ζευγάρι πόδια μπήκαν στο οπτικό μου πεδίο. Αντίκρισα δύο βρώμικες μπότες και ένα ταλαιπωρημένο στρατιωτικό παντελόνι. Ήταν ζήτημα δευτερολέπτων το πότε θα έστρεφε τη δέσμη του φακού του καταπάνω μου και θα μ’ έβλεπε να τον κοιτάζω μέσα απ’ το διαλυμένο κρανίο του Δημήτρη. Τράβηξα το περίστροφο απ’ τη ζώνη μου και καθώς ο ξαφνιασμένος εισβολέας έστρεφε το όπλο του καταπάνω μου, πίεσα τη σκανδάλη. Δύο πυροβολισμοί ήχησαν ταυτόχρονα. Μια σφαίρα έσκαψε το πάτωμα, δίπλα στο αυτί μου. Εγώ αστόχησα, αλλά δεν το έβαλα κάτω. Σπρωγμένος από ένα καυτό κύμα αδρεναλίνης που με γέμισε με δύναμη υπεράνθρωπη, πετάχτηκα όρθιος και ξαναπυροβόλησα, πετυχαίνοντάς τον αυτή τη φορά στο λαιμό. Ο παρολίγον εκτελεστής μου σωριάστηκε καταγής, πέφτοντας προς τα πίσω μονοκόμματα, σαν ξεριζωμένο δέντρο.
Ένα καινούργιο κύμα ναυτίας μ’ έκανε να διπλωθώ στα δύο και να αποφύγω έτσι μια ριπή από σφαίρες που πέρασαν ξυστά πάνω απ’ το κεφάλι μου και καρφώθηκαν στον τοίχο χαράζοντας μια τεθλασμένη γραμμή από μικρούς κρατήρες. Ο διάδρομος κατακλύστηκε από συνεχείς λάμψεις πυροβολισμών που έμοιαζαν με φωτογραφικά φλας. Το δωμάτιο πίσω απ’ την πόρτα είχε γεμίσει από ανθρώπους που πυροβολούσαν με μανία στα τυφλά. Έκλεισα την πόρτα με μια κλωτσιά, άρπαξα το φακό μου, τον έσβησα και άρχισα να τρέχω κατά μήκος του διαδρόμου καθώς καταλάβαινα για πρώτη φορά τι συνέβαινε μέσα στο κτίριο. Όλη αυτή την ώρα νομίζαμε ότι το κύριο σώμα των εισβολέων ήταν η ομάδα των ρακένδυτων οπλοφόρων που μας χτυπούσαν από την πλατεία Συντάγματος. Είχαμε κάνει λάθος, εκείνοι έπαιζαν απλώς το ρόλο του αντιπερισπασμού. Το πραγματικό σώμα των εισβολέων είχε ήδη μπει μέσα στο κτίριο της Βουλής από κάποιο υπόγειο πέρασμα. Είχαν σκοτώσει τους περισσότερους απ’ τους συντρόφους μου και τώρα έψαχναν στα υπόγεια για να μας αποτελειώσουν. Είχαμε πέσει σε μια έξυπνη παγίδα σαν ηλίθιοι, είχαμε προσπαθήσει να κάνουμε αντιπερισπασμό στον αντιπερισπασμό.
Συνέχισα να τρέχω μέσα στον κατασκότεινο και παγωμένο διάδρομο σπρωγμένος από ένα κύμα τυφλής απελπισίας. Η σκέψη πως όλα είχαν τελειώσει μου ροκάνιζε τα σωθικά σαν κακοήθης όγκος.
Και τότε κοντοστάθηκα και τέντωσα τ’ αυτιά μου, ακίνητος, σαν απολιθωμένος. Η αναπνοή άρχισε να βγαίνει συριχτή μέσα απ’ τα ρουθούνια μου καθώς το σώμα μου ικέτευε για λίγο οξυγόνο αλλά εγώ παρέμεινα ακίνητος και έκλεισα το στόμα μου ερμητικά. Και μέσα στη σιωπή που απλώθηκε στον κατασκότεινο διάδρομο άκουσα το ρυθμικό κροτάλισμα βημάτων που πλησίαζαν από μπροστά. Ήμουν παγιδευμένος, οι εχθροί έρχονταν και από τις δύο μεριές του διαδρόμου. Όλα είχαν τελειώσει.
Ένα φως χοροπήδησε μέσα στη μαυρίλα. Σκιές χόρεψαν σπασμωδικά, πάνω σε τσιμεντένιους τοίχους που στραφτάλιζαν καλυμμένοι από ένα στρώμα κρυσταλλικής πάχνης, στο γυμνό πάτωμα και στο ταβάνι απ’ όπου κρέμονταν αναρίθμητοι μικροσκοπικοί σταλακτίτες από πάγο. Έπεσα στα τέσσερα καθώς μια καινούργια θύελλα από σφαίρες σφύριζε γύρω από τ’ αυτιά μου. Στο φως των φακών που προσπαθούσαν να μ’ εντοπίσουν αντίκρισα το σκοτεινό περίγραμμα μιας πόρτας που έβγαζε σε κάποιον παράπλευρο θάλαμο.
Χώθηκα εκεί μέσα κατορθώνοντας ν’ αποφύγω την τελευταία στιγμή τις δέσμες των φακών που σάρωναν σαν βεντάλιες το γκρίζο δάπεδο του διαδρόμου.
Κουλουριάστηκα εκεί μέσα, σε μια γωνία, και έχωσα το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια μου που έτρεμαν σα να είχα πάθει επιληπτική κρίση.
Τη στιγμή που θα με ανακάλυπταν, θα πέθαινα. Δεν είχα καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Ένιωσα πολύ κουρασμένος ξαφνικά, στραγγισμένος απ’ τη φρίκη που με περικύκλωνε σαν βούρκος εδώ και τόσο πολύ καιρό, απ’ όλον αυτόν το θάνατο, τη βασανιστική πείνα, το κρύο και τις κακουχίες. Η πραγματικότητα με είχε επιτέλους συντρίψει. Έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά και προσπάθησα να θυμηθώ τη ζωή μου όπως ήταν προτού ξεσπάσει ο πυρηνικός πόλεμος, το πρόσωπο της μητέρας μου, των παιδιών μου και της γυναίκας μου, τους φίλους μου, ένα εξοχικό τοπίο έστω, το ζεστό φως του ήλιου, την Αθήνα όπως ήταν προτού ακολουθήσει τον υπόλοιπο κόσμο στο δρόμο του αφανισμού. Όμως το μόνο που θυμήθηκα ήταν εικόνες δρόμων που ξετυλίγονταν στρωμένοι με καψαλισμένα πτώματα, λεωφόρων που πλημμύριζαν από ποτάμια κατεστραμμένων αυτοκινήτων που καίγονταν μέσα στη σιωπή, μέσα στην τρομερή εκείνη σιγή που είχε κυριεύσει τη ζωή μου από τη στιγμή που είχα μπει στην αίθουσα με τις κατεστραμμένες τζαμαρίες κι είχα δει το πυρηνικό μανιτάρι ν’ απλώνει την πύρινη ομπρέλα του πάνω απ’ τη σκοτωμένη πόλη. Και τότε, μέσα απ’ τα κλειστά μου βλέφαρα, άκουσα τους εισβολείς να περπατούν ο ένας πίσω από τον άλλο στο διάδρομο και να προσπερνούν την πόρτα.
- «Σκότωσε τον τύπο που κρύφτηκε εκεί μέσα και έλα να μας βοηθήσεις με τους υπόλοιπους» είπε μια ανδρική φωνή. Τα βήματα τους απομακρύνθηκαν.

6

Ένα φως μ’ έλουσε σαν προβολέας. Τα μάτια μου, που τα κρατούσα ακόμα κλεισμένα σφιχτά, διαποτίστηκαν από μια μουντή ανταύγεια που έμοιαζε με τη λάμψη μιας πυρκαγιάς. Άκουσα βήματα να με πλησιάζουν και ένα όπλο ν’ απασφαλίζεται. Ένιωσα την κάννη του να με σημαδεύει. Και ανακάλυψα πως δε φοβόμουν πια, πως ο θάνατος που πλησίαζε με γέμιζε με μια παράξενη αίσθηση προσμονής.
Άνοιξα τα μάτια μου και ετοιμάστηκα ν’ αντιμετωπίσω τον εκτελεστή μου με αξιοπρέπεια, να τον κοιτάξω κατάματα. Αλλά η σιωπή που απλώθηκε γύρω μου για μια ακόμα φορά. Δεν θρυματίστηκε από κανέναν πυροβολισμό. Έμεινα ακίνητος και ασάλευτος, σα ζαλισμένο κουνέλι.
Και τότε ανακάλυψα πως ο άνθρωπος που στέκονταν μπροστά μου δε με φώτιζε πια με το φακό του, αλλά περιεργάζονταν μια κούτα που βρίσκονταν ακουμπισμένη στον τοίχο, ένα χάρτινο κιβώτιο που περιείχε τσιγάρα. Είχα πέσει σε μανιακό καπνιστή φαίνεται. Το φως του φακού εστιάστηκε στην κούτα. Τον είδα να σκύβει για να την ανοίξει και χωρίς να καταλαβαίνω και ο ίδιος πια τι κάνω, τινάχτηκα όρθιος και χύμηξα πάνω του σαν πεινασμένο θηρίο. Ο φακός του έπεσε στο πάτωμα και θρυματίστηκε σαν να ήταν φτιαγμένος από γυαλί. Αρχίσαμε να παλεύουμε σαν κτήνη, μέσα στο πηχτό σκοτάδι, σιωπηλοί και αμείλικτοι, μεταμορφωμένοι σε φονικές μηχανές. Κυλιόμασταν στο πάτωμα και χτυπούσαμε ο ένας τον άλλο με όλη μας τη δύναμη στο πρόσωπο, στο κεφάλι και στο στομάχι. Η στολή και το κράνος μου με προφύλαξαν από τα περισσότερα χτυπήματα του αντιπάλου μου. Ήταν ωστόσο πιο δυνατός από μένα. Κάποια στιγμή τον ένιωσα να με υπερνικάει, να με ρίχνει καταγής, να με πιέζει με το βάρος του και να μου σφίγγει το λαιμό μ’ ένα ζευγάρι χέρια που ήταν σκληρά σαν τανάλιες. Άπλωσα και εγώ τα δικά μου χέρια, ψηλάφισα το πρόσωπό του και έχωσα τους αντίχειρές μου μέσα στα μάτια του. Εκείνος σπαρτάρισε και σωριάστηκε καταγής βγάζοντας ένα απαίσιο ουρλιαχτό. Οι βολβοί των ματιών του, που μετατράπηκαν σε μια γλοιώδη μάζα από αίμα και μαλακούς ιστούς, πασάλειψαν τα δάχτυλά μου μ’ ένα κολλώδες υγρό. Πετάχτηκα όρθιος, άρπαξα το κεφάλι του και άρχισα να το κοπανάω στο τσιμεντένιο δάπεδο μια, δυο, τρεις, δέκα φορές. Όταν κάποια στιγμή σταμάτησα να τον χτυπάω, ανακάλυψα πως τα χέρια μου είχαν καλυφθεί με ένα πηχτό στρώμα ζεστού αίματος. Ψηλάφισα το κεφάλι του προσεκτικά. Είχε μεταμορφωθεί σε μια άμορφη μάζα από σπασμένα κόκαλα. Δεν κουνιόταν πια.
Έψαξα τις τσέπες του και ανακάλυψα ένα μαχαίρι και έναν αναπτήρα. Τα έχωσα στις δικές μου τσέπες, σηκώθηκα όρθιος, πήρα το περίστροφο μου, που είχε παραπέσει σε μια γωνία του θαλάμου και βγήκα στο διάδρομο, παραπατώντας σα μεθυσμένος. Η καρδιά μου χτυπούσε ξέφρενα και ένιωθα το λαιμό μου πρησμένο, να καίει σαν να είχα καταπιεί χλωρίνη. Όμως έπρεπε να βγω από εκεί μέσα. Άρχισα να κινούμαι αργά και προσεκτικά, βυθισμένος στο σκοτάδι, ψηλαφώντας τους παγωμένους τοίχους. Μια νεκρική σιγαλιά απλώθηκε γύρω μου, μια σιωπή που ταράζονταν μονάχα απ’ το μακρινό μουγκρητό του άνεμου που σάρωνε ασταμάτητα τον κόσμο της επιφάνειας. Από εδώ κάτω έμοιαζε με διαρκή στεναγμό, με τον επιθανάτιο ρόγχο ενός κόσμου που βούλιαζε αμετάκλητα στη λήθη.
Και τότε, καθώς περνούσα μπροστά από κάποιο απ’ τα δωμάτια που άνοιγαν εκατέρωθεν του διαδρόμου, μου φάνηκε πως άκουσα και κάτι άλλο, έναν παράξενο ψίθυρο. Πάγωσα ολόκληρος. Νόμιζα ότι ήμουν το μοναδικό ζωντανό πλάσμα που είχε μείνει σ’ ολόκληρο το υπόγειο. Προφανώς είχα κάνει λάθος. Κάποιος άλλος βρίσκονταν εδώ κάτω μαζί μου, κάποιος που ψιθύριζε στο σκοτάδι. Κόλλησα το κορμί μου πάνω στον κρουσταλιασμένο τοίχο του διαδρόμου και τέντωσα τ’ αυτιά μου.
Η απτή σχεδόν μαυρίλα που με τύλιγε έμοιαζε να μου γλύφει τα κόκαλα με χιλιάδες παγωμένες γλώσσες. Ήξερα πολύ καλά πως έτσι και έμενα λίγο περισσότερο εκεί κάτω θα πέθαινα από την υποθερμία που απλώνονταν στο σώμα μου σαν αργό δηλητήριο. Όμως ο παράξενος εκείνος θόρυβος συνεχίζονταν ασταμάτητα. Καθώς προσπαθούσα ν’ αφουγκραστώ καλύτερα μέσα στο σκοτάδι, μου φάνηκε πως δεν ήταν ψιθύρισμα, πως έμοιαζε περισσότερο μ’ ένα συνεχές θρόισμα, λες και αμέτρητα κομμάτια χαρτιού τσαλακώνονταν ασταμάτητα από κάποια αόρατα δάχτυλα.
Έπρεπε να μάθω τι συνέβαινε. Προσπάθησα να εκλογικεύσω το πρόβλημα. Ίσως να ήμουν ο μοναδικός άνθρωπος που είχε μείνει ζωντανός στα υπόγεια, ίσως και όχι. Αλλά δεν μπορούσα να παραμείνω εδώ κάτω για πάντα, ακουμπισμένος στον τοίχο, με το περίστροφο στο χέρι, περιμένοντας να πεθάνω απ’ το κρύο και την πείνα. Αν ήθελα να εξασφαλίσω κάποια μικρή έστω πιθανότητα επιβίωσης, έπρεπε να διασχίσω ολόκληρο το διάδρομο, πράγμα που σήμαινε πως έπρεπε να περάσω μπροστά απ’ την ανοιχτή πόρτα.
Έκλεισα τα μάτια μου και πήρα μια βαθιά αναπνοή. Στη συνέχεια στάθηκα στα πόδια μου, που έτρεμαν σαν να ήταν φτιαγμένα από λάστιχο, και περπάτησα μέχρι την ανοιχτή πόρτα. Έβγαλα μια εφημερίδα, από αυτές που γέμιζαν τη στολή μου, την έστριψα και την τύλιξα κατά τρόπο τέτοιο ώστε να σχηματίσει έναν κύλινδρο, και της έβαλα φωτιά με τον αναπτήρα.
Το ασταθές φως της φλόγας που άναψε, θέριεψε καθώς καταβρόχθιζε τη εφημερίδα και ζωγράφισε μια κίτρινη ανταύγεια πάνω στον τοίχο του θαλάμου. Είδα τότε κάτι μακρόστενους όγκους που έμοιαζαν με γεμισμένες σακούλες σκουπιδιών. Αλλά όχι, δεν ήταν σακούλες, ήταν ανθρώπινα σώματα που κρέμονταν καρφωμένα από μια σειρά από γάντζους που εξείχαν απ’ το ταβάνι. Κλυδωνίζονταν ελαφρά, δεξιά και αριστερά, σαν εκκρεμή. Έμοιαζαν να σαλεύουν. Πλησίασα περισσότερο για να ρίξω μια πιο κοντινή ματιά. Η εφημερίδα άρχισε να τρέμει στα χέρια μου και η φλόγα που την έκαιγε τρεμόπαιξε και εκείνη, έτοιμη να σβήσει.
Πάνω στους μακρόστενους εκείνους όγκους γατζώνονταν και σκαρφάλωναν κάτι τριχωτά πλάσματα που έμοιαζαν με νυχτερίδες. Ξαφνικά βρέθηκα αντιμέτωπος μ’ ένα ανθρώπινο πρόσωπο που είχε το νεκρικό χρώμα της στάχτης και που κρέμονταν σαν σφαχτάρι απ’ το τσιγκέλι που ήταν περασμένο στο λαιμό του. Το στόμα του έχασκε ορθάνοιχτο και ανάμεσα απ’ τα σαγόνια του με κρυφοκοίταζε με μάτια που έλαμπαν σαν πυρακτωμένες καρφίτσες το ματωμένο πρόσωπο ενός αρουραίου.
Ήταν αυτοί που έκαναν τον παράξενο εκείνο θόρυβο που έμοιαζε με συνεχές τσαλάκωμα, οι εκατοντάδες αρουραίοι που κρέμονταν με νύχια και με δόντια πάνω στα κρεμασμένα πτώματα και έτρωγαν σιγά-σιγά τις νεκρές τους σάρκες. Άκουσα τα δοντάκια τους, τα μυτερά σαν βελόνες, να τραγανίζουν ανθρώπινο κρέας, τένοντες και οστά. Κοίταξα σαν απολιθωμένος το ρημαγμένο πρόσωπο που μου ανταπέδιδε το βλέμμα με τα τυφλά και κατάλευκα μάτια του και αναγνώρισα έναν απ’ τους ζητιάνους που είχε εξολοθρεύσει έξω από τη Βουλή ο Βαλές και η παρέα του. Ώστε αυτό είχε κάνει με τα πτώματά τους, τα είχε κουβαλήσει ένα-ένα εδώ κάτω και τα είχε κρεμάσει απ’ τα τσιγκέλια σαν σφαγμένα αρνιά. Ήταν η ρεζέρβα του. Αλλά υπήρχε κάτι που δεν είχε υπολογίσει: τους εκατοντάδες αρουραίους που κρύβονταν στα υπόγεια της Βουλής και διεκδικούσαν το μερίδιό τους. Εκείνη τη στιγμή ένα απ’ τα μάτια του πτώματος βυθίστηκε στην κόγχη του και στη θέση του αναδύθηκε η μακρόστενη μουσούδα ενός ακόμα αρουραίου. Τ’ αστραφτερά του ματάκια με κοίταξαν περιπαιχτικά.
Η φλόγα που ανάλωνε την εφημερίδα που κρατούσα στα χέρια μου τρεμόπαιξε για τελευταία φορά και έσβησε.
Κάτι έσπασε μέσα μου, ένα κρυφό κομμάτι της ψυχής μου που είχε απομείνει ζωντανό μέχρι εκείνη τη στιγμή, απανθρακώθηκε ξαφνικά, σαν την εφημερίδα που γέμιζε τώρα τον υπόγειο θάλαμο με πυρακτωμένες κάφτρες οι οποίες αιωρούνταν εδώ κι εκεί σαν πυγολαμπίδες
Άρχισα να πυροβολώ με μανία τα πτώματα και τους αρουραίους που γαντζώνονταν πάνω τους. Κάποιοι απ’ αυτούς έπεσαν νεκροί στο δάπεδο, άλλοι πάλι πιτσίλισαν με το αίμα τους τ’ ασπρουλιάρικα τοιχώματα του θαλάμου.
Οι αρουραίοι άρχισαν να τσιρίζουν, όλοι μαζί. Μέσα στις εκκωφαντικές λάμψεις των πυροβολισμών, είδα δεκάδες μικρά στοματάκια ν’ ανοίγουν ξαφνιασμένα, μακριές ουρές που έμοιαζαν με σκουλίκια να τυλίγονται σπασμωδικά και να μαστιγώνουν τον αέρα και μεμβρανώδη ποδαράκια, εξοπλισμένα με μακρυά νύχια και γκρίζες τριχούλες, να συσπώνται πάνω στις μαυρισμένες σάρκες των κρεμασμένων νεκρών.
Άρχισα να τρέχω με όλη μου τη δύναμη στο διάδρομο, μακρυά από εκείνο το φριχτό συμπόσιο. Έχω ξεχάσει το πώς ακριβώς ανέβηκα τη σκάλα που βρήκα μπροστά μου, το πως άνοιξα διάπλατα την πόρτα που μ’ έβγαλε έξω από τα υπόγεια και τη φρίκη που έκρυβαν μέσα τους, το πώς βρέθηκα τελικά στην ημικυκλική αίθουσα των συνεδριάσεων της Βουλής, οδηγημένος από μια παράξενη μυρωδιά ψημένου κρέατος.
Αυτό που θυμάμαι πολύ καλά ωστόσο είναι το θέαμα που αντίκρισα μόλις μπήκα μέσα στην επιβλητική αίθουσα με τις ημικυκλικές σειρές από έδρανα και τ’ άδεια θεωρεία.
Υπήρχε ένας ζωντανός άνθρωπος εκεί μέσα, ένας και μοναδικός, ο Βαλές. Άγνωστο πού και πώς, είχε βρει ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Το είχε στήσει κάτω απ’ το υπερυψωμένο έδρανο του προέδρου της Βουλής και κάθονταν δίπλα του σαν εφιαλτικός Άγιος Βασίλης. Μπροστά από το δέντρο έκαιγε μια φωτιά την οποία φρόντιζε να τροφοδοτεί κάθε τόσο με σπασμένα ξύλα και σκισμένα πανιά. Μαυροκόκκινες σκιές χόρευαν πάνω στους μαρμάρινους τοίχους και το δάπεδο που απλώνονταν κάτω από τα πόδια μου γυαλιστερό και λείο, σαν να ήταν φτιαγμένο από γυαλί. Μια μεγάλη τρύπα έχασκε εκεί όπου κάποτε υπήρχε μια γυάλινη οροφή που τώρα είχε καταρρεύσει. Μικρές νιφάδες χιονιού έμπαιναν από εκεί μέσα, μαύρες σαν καρβουνιασμένα φύλλα. Χόρευαν για λίγο πάνω από τη φωτιά και έπεφταν τελικά πάνω στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο σαν ψιχάλες από μελάνι. Η παχιά γούνα που φορούσε ο Βαλές είχε ήδη μετατραπεί σ’ ένα μαύρο και μουλιασμένο όγκο που κρέμονταν πάνω του σαν το κουφάρι μιας αρκούδας σε αποσύνθεση.
Γύρω από τον Βαλέ κείτονταν σε σωρούς ανθρώπινα πτώματα, των δικών μας και των εισβολέων. Εμείς οι δύο ήμασταν οι μοναδικοί άνθρωποι που είχαν απομείνει ζωντανοί μέσα σ’ ολόκληρο το κτίριο.
Άρχισα να περπατάω προς το μέρος του, περνώντας δίπλα απ’ τα άδεια έδρανα της αίθουσας. Για μια στιγμή μου φάνηκε πως πάνω τους κάθονταν εκατοντάδες φαντάσματα που με παρακολουθούσαν. Θα ‘λέγε κανείς πως ο Βαλές, με φόντο το μαυρισμένο δέντρο του, ερμήνευε κάποιο ρόλο στην άδεια σκηνή ενός κατεστραμμένου θεάτρου που είχε στοιχειώσει.
Ένιωσα το μυαλό μου ν’ αδειάζει και τις σκέψεις μου να νεκρώνονται. Το παρακολούθησα να μετατρέπεται σ’ ένα απέραντο κενοτάφειο, σε μια πεθαμένη απεραντοσύνη, σαν την πόλη που απλωνόταν έξω από τους τοίχους της Βουλής, κάτω από το μελανιασμένο ουρανό.
Εκείνος έστρεψε το πρόσωπό του προς το μέρος μου και μου έστειλε ένα γλυκό χαμόγελο. Το στόμα του ήταν ματωμένο. Είδα πως κρατούσε κάτι στα χέρια του, κάτι που το μάσαγε με ολοφάνερη απόλαυση. Ζάρωσα τα μάτια μου για να μη με θαμπώνει η φωτιά και διέκρινα ένα ανθρώπινο δάχτυλο. Το είχε δεμένο σε μια σιδερόβεργα και το γύριζε αργά πάνω από τις φλόγες για να ψηθεί.
- «Μεγάλε…» μου είπε με γεμάτο στόμα «μείναμε μόνοι μας εδώ πέρα, εγώ και εσύ! Αλλά ξέρεις κάτι; Κανένα πρόβλημα! Δεν τρέχει τίποτα! Απόψε έχουμε Χριστούγεννα! Είναι η 25η Δεκεμβρίου! Και επιπλέον έχουν περάσει έξι μήνες ακριβώς από την ημέρα που έπεσαν οι βόμβες! Νομίζω πως πρέπει να το γιορτάσουμε, δε συμφωνείς κι εσύ; Έχουμε τόσο πολύ φαΐ γύρω μας, γιατί να πάει χαμένο; Τι λες; Κερνάω εγώ!»
Εκείνη τη στιγμή μου φάνηκε ότι έμοιαζε πάρα πολύ με τους αρουραίους που είχα συναντήσει στο υπόγειο. Έκανα να γυρίσω πίσω, ν’ αποστρέψω το βλέμμα μου από εκείνο το απαίσιο θέαμα αλλά μόλις έκανα αυτή τη σκέψη, ένα διάπυρο κύμα πόνου απλώθηκε στο στομάχι μου με αποτέλεσμα να διπλωθώ στα δύο, σαν να είχα φάει μια μπουνιά. Πεινούσα πολύ, λιμοκτονούσα από την ασιτία. Είχα μέρες να βάλω κάτι στο στόμα μου. Και επιπλέον πέθαινα. Ένιωσα τη γλώσσα μου να κολυμπάει μέσα στη χλιαρή και αλμυρή γεύση του αίματος. Αιμορραγούσα εσωτερικά καθώς η ραδιενέργεια, αργά και μεθοδικά, σκότωνε ένα-ένα τα κύτταρά του σώματός μου που είχαν απομείνει ζωντανά.
Παραπάτησα και γραπώθηκα από κάποιο έδρανο για να μην σωριαστώ κατάχαμα. Η σπηλαιώδης αίθουσα κλυδωνίστηκε γύρω μου σαν θαλασσοδαρμένο καράβι. Ο κόσμος θάμπωσε, φυλακισμένος πίσω από ένα θολό γυαλί.
Ίσως και να μην έβλεπα το ξημέρωμα. Ίσως και να πέθαινα εκείνη ακριβώς τη στιγμή.
Πήρα μια βαθιά ανάσα και κατάφερα να σταθώ και πάλι στα πόδια μου. Κοίταξα τον Βαλέ που έτρωγε το μεζεδάκι του κατά-ευχαριστημένος και πήρα επιτέλους τη μεγάλη απόφαση. Εντάξει, θα πέθαινα, αλλά θα πέθαινα χορτάτος, με γεμάτο στομάχι, για πρώτη φορά θα έτρωγα όσο ήθελα ύστερα από πάρα πολύ καιρό.
Τον πλησίασα λοιπόν, έκατσα δίπλα του και δέχτηκα το κέρασμα μ’ ένα πλατύ χαμόγελο που ήταν πιστό αντίγραφο του δικού του.


* σημείωση: η εικόνα ανοίγματος του παρόντος άρθρου είναι δημιουργία του thekillingmask.

________________________________



    τα έχεις διαβάσει;

Βιβλία Fantasy

Διαβάσαμε & Κρίνουμε
Fantasy Archive

Μουσική Φαντασίας

Ακούσαμε & Προτείνουμε
Fantasy Archive

Visual Art - Ζωγραφική

Είδαμε & Παρουσιάζουμε
Fantasy Archive

Comics - Graphic Novels

Εικόνες & Κείμενα Φαντασίας
Fantasy Archive

Ταινίες & Σειρές Φαντασίας

Εντυπώσεις και Συναισθήματα
Fantasy Archive

Video Games

Η F Γωνιά των Gamers
Fantasy Archive