Διαβάζω Η πυλη των χιλιων χρωματων από τα Fantasy Archives της Fantasy Gate! Bookmark and Share


από Παναγιώτη Κρυφονίδα

Tα πλοκάμια της νύχτας άρχισαν να απλώνονται απειλητικά απ’ τα βουνά και να φέρνουν μαζί τους τον πεινασμένο βορινό άνεμο. Το σκοτάδι απλώθηκε σα πανούκλα και κάλυψε τη πράσινη γη. Το μόνο που φωτιζόταν ήταν ο ουρανός απ’ το χλωμό φως των αστεριών αφού το φεγγάρι είχε βρει καταφύγιο σε κάποιο άλλο μέρος τ’ ουρανού. Ο άνεμος σφυρίζοντας κατέφυγε σε μια κοιλάδα παίζοντας κυνηγητό ανάμεσα στα πυκνά κλαδιά των δένδρων κάνοντας τα φύλλα τους να θροΐζουν ανατριχιαστικά. Το λιγοστό φως των αστεριών και το στροβίλισμα του ανέμου, έκαναν τα ψηλά δέντρα να φαντάζουν σα σκυφτοί καλόγεροι που χορεύουν σ’ ένα δαιμονικό παραλήρημα και με τη φωνή του αέρα άρχισαν να σιγοψιθυρίζουν ακατονόμαστα λόγια κάποιας άγνωστης επίκλησης και όσο πέρναγε η ώρα το δαιμονικό τραγούδι δυνάμωνε απειλώντας να ξεριζώσει τους ψάλτες του.

Ξαφνικά μέσα σ’ όλο το πανδαιμόνιο μια λάμψη φάνηκε και ο αέρας κόπασε μαζί με τα δένδρα. Μια τρύπα είχε ανοίξει στο έδαφος, στη μέση ενός ξέφωτου, απ’ όπου ξεπήδησαν χίλιες λάμψεις, που η κάθε μια αποτελούταν από χίλια χρώματα. Η μακραίωνη Πύλη Των Χιλίων Χρωμάτων είχε ανοίξει ξανά, αποκαλύπτοντας όλο της το μεγαλείο. Σε οποιοδήποτε αντικείμενο έπεφτε η λάμψη της, φανέρωνε όλη την ομορφιά του. Τα πάντα γύρω της ξεχείλισαν από απέραντη ομορφιά. Το χώμα, οι πέτρες, το χορτάρι ήταν τώρα τα πιο θαυμαστά πράγματα πάνω στη Γη. Τα φύλλα των δένδρων έλαμπαν χρυσά στο φως της πύλης, ενώ τα κλαδιά τους ακτινοβολούσαν τώρα αστείρευτη ομορφιά. Τα αστέρια στο θόλο του ουρανού, έλαμπαν τώρα σα μικροί ήλιοι και ολόκληρη η κοιλάδα είχε μεταμορφωθεί σε έναν πρωτόγνωρο παράδεισο. Μέχρι και ο αέρας που έτρεχε ανεξάντλητος, φαινότανε τώρα σα χρωματιστή κορδέλα, που διπλωνότανε στα δένδρα και καθώς τα προσπέρναγε χωριζότανε σε μικρότερες κορδέλες που στη συνέχεια γινόντουσαν πάλι μία.

Η λάμψη όμως άρχισε να εξασθενίζει και η σκοτεινιά ν’ αποκαθίσταται στη κοιλάδα. Όλα άρχισαν να χάνουν την ομορφιά τους και το μικρό ξέφωτο ίσα που φωτιζότανε. Μέσα από τη Τρύπα Των Χιλίων Χρωμάτων φάνηκε να βγαίνει ένα παράξενο μαύρο αντικείμενο. Σα πολύ πυκνός καπνός που άλλαζε συνεχώς σχήμα συνέχιζε τη πορεία του προς τα πάνω δίχως να χάνει το κατάμαυρο χρώμα του. Έχοντας βγει πια το μαύρο σύννεφο καπνού απ’ τη τρύπα, στεκότανε τελείως ακίνητο. Λες και έπαιρνε μια ανάσα για να επιθεωρήσει το νέο κόσμο που είχε βρεθεί. Την ίδια στιγμή η λάμψη είχε ξαναφανεί και δυνατότερη από ποτέ φώτιζε και μοίραζε ομορφιά σ’ όσα αντικείμενα μπορούσαν να φτάσουν οι πολύχρωμες ακτίνες της, εκτός απ’ το ον που βρισκόταν από πάνω της που σιγά σιγά άρχισε να κινείται, μια κίνηση λες και άλλα πλάσματα υπήρχαν εγκλωβισμένα μέσα του και πάλευαν να βγουν. Ταυτόχρονα με την αποκρουστική κίνηση του πλάσματος άρχισε να βγαίνει από μέσα του ένας ήχος. Όχι ένας γνώριμος ήχος, ούτε ένας ήχος που μόλις ακουστεί μπορεί ύστερα να μιμηθεί. Ένας ήχος χωρίς περιγραφή και ονομασία. Ο εξωγήινος ήχος συνέχισε ν’ ακούγεται σε χαμηλό τόνο αλλά ταυτόχρονα τόσο απόκοσμα, που ακόμη και τα δένδρα στράφηκαν αλλού, ο αέρας έτρεξε να ξεφύγει και τα άστρα άρχισαν να τρεμοσβήνουν. Ακόμη και η Πύλη Των Χιλίων Χρωμάτων άρχισε να χάνει τη λάμψη της και να παίρνει την ομορφιά από το γύρω τοπίο.

Την επόμενη στιγμή μια φωνή ακούστηκε ταυτόχρονα απ’ όλες τις κατευθύνσεις του ξέφωτου. Μια φωνή μυστηριώδης και δυνατή, μ’ ένα χαρούμενο τόνο που μάλλον έψελνε παρά απάγγελλε. Όπως ξαφνικά ακούστηκε το χαρούμενο τραγούδι έτσι ξαφνικά εμφανίστηκαν και οι μορφές στις άκρες του ξέφωτου κρατώντας φανάρια, που τώρα πια τους ήταν άχρηστα, αφού με το άκουσμα του τραγουδιού η Πύλη Των Χιλίων Χρωμάτων άρχισε να ξαναβρίσκει τη χαμένη της λάμψη. To μαύρο ον που συνέχιζε να πάλλεται πάνω απ’ τη μαγική πύλη ξαφνιάστηκε και συσπάστηκε. Ο ήχος του πλάσματος άρχισε να δυναμώνει, το ίδιο και των ανθρώπων που είχαν έρθει ξανά μετά από χίλια χρόνια να ξανά αντιμετωπίσουν το πλάσμα και να το στείλουν πίσω στο δικό του κόσμο, όπως είχαν κάνει οι πρόγονοί τους. Αλλά για κάποιο λόγο αυτή τη φορά η αδελφότητα του Λευκού Κρανίου δεν είχε φτάσει έγκαιρα.

Η Τρύπα Των Χιλίων Χρωμάτων έστελνε τη λάμψη της συνεχώς μέχρι την άκρη του ξέφωτου πάνω στα πανύψηλα δένδρα -που κατά παράδοξο τρόπο δεν πέρναγε τα όρια του- και στα ιδρωμένα πρόσωπα των ανθρώπων, που ανοιγόκλειναν τα στόμα τους ρυθμικά. Παρόλα τα χρώματα που τα έντυναν τώρα, διακρινότανε εύκολα ο τρόμος χαραγμένος στα μάτια τους, αντικρίζοντας το απόκοσμο πλάσμα. Η ώρα περνούσε και η Πύλη συνέχιζε να είναι ανοιχτή. Η μάχη είχε ενταθεί τόσο που οι άνθρωποι έτρεμαν και το ον τώρα πια ήταν ακίνητο, συνεχίζοντας να βγάζει τον εξωγήινο ήχο.

Τότε, μια κίνηση φάνηκε ανάμεσα στους ανθρώπους και ένας λευκοντυμένος άντρας πλησίασε το ον και βγάζοντας απ’ το μανδύα του έναν μικρό κρύσταλλο τον πέταξε προς τη μεριά του διαβολικού τερατουργήματος. Αλλά το πλάσμα τον απέφυγε μαζεύοντας το μαύρο κορμί του και βγάζοντας έναν δυνατό ανατριχιαστικό ήχο, έκανε τον άντρα να ουρλιάξει και να πέσει κάτω λιπόθυμος. Τότε το ακατονόμαστο ον έβγαλε ένα μαύρο πλοκάμι απ’ το σώμα του, που η κίνησή του θα έκανε και τους πιο ήρεμους να αισθανθούν έναν απερίγραπτο, αβυσσαλέο τρόμο και σιγά σιγά τον πλησίασε ώσπου τυλίχτηκε γύρω απ’ τον θαρραλέο άνδρα και μάζεψε πίσω το πλοκάμι του μαζί με το θήραμα του μέσα στο σώμα του. Γεγονός που συνέβη δίχως να μπορούν να παρέμβουν οι υπόλοιποι άντρες, αφού γνώριζαν την τύχη που θα είχαν αν το έκαναν. Και όλοι ξέροντας ότι δε θα υπήρχε σωτηρία για αυτούς συνέχισαν να τραγουδούν με χαμηλότερη ένταση απ’ τη κούραση και το φόβο. Τότε ακούστηκε μια κραυγή μέσα απ’ το πλάσμα, μια ανθρώπινη στριγκλιά, που έκανε να ριγήσουν ακόμα και τα δένδρα και οι ψάλτες να χάσουν την αυτοσυγκέντρωσή τους. Η Πύλη τότε σταμάτησε να στέλνει τη λάμψη της και δεν απέμεινε παρά μόνο ένα φως σαν από την κύκνεια φλόγα ενός κεριού. Το ον άρχισε ν’ απλώνει τη μάζα του σώματος του, μην υπακούοντας σε κανένα νόμο της φυσικής, γύρω σε όλο το ξέφωτο προσπαθώντας να φτάσει τους εχθρούς του, αφού τώρα βρισκότανε σε πλεονεκτική θέση. Έτσι το μαύρο σώμα του κατάπιε όλους τους τρομαγμένους ανθρώπους μαζεύοντας το στη θέση που βρισκόταν αρχικά. Μετά από λίγο ένα ουρλιαχτό από δεκάδες στόματα ακούστηκε μέσα από το ον και η Πύλη Των ΧιλίωνΧρωμάτων σταμάτησε να στέλνει το φως της. Και μαζί με το φως χάθηκε και ο ήχος του μαύρου όντος.

Ο άνεμος ξαναγύρισε και ξαναέτρεχε ανάμεσα στα σκοτεινά δένδρα και τα αστέρια έλαμψαν ξανά καθαρά στον ουρανό και όλα έγιναν όπως ήταν πριν. Μόνο το κλαψούρισμα του ανέμου και το ψάλσιμο των δένδρων ακουγόντουσαν. Και καθώς ένα μαύρο σύννεφο διέσχιζε τον ουρανό κρύβοντας τα αστέρια, ήρθε να προστεθεί και το μοιρολόι από τα νυχτοπούλια.

________________________________


    τα έχεις διαβάσει;

Βιβλία Fantasy

Διαβάσαμε & Κρίνουμε
Fantasy Archive

Μουσική Φαντασίας

Ακούσαμε & Προτείνουμε
Fantasy Archive

Visual Art - Ζωγραφική

Είδαμε & Παρουσιάζουμε
Fantasy Archive

Comics - Graphic Novels

Εικόνες & Κείμενα Φαντασίας
Fantasy Archive

Ταινίες & Σειρές Φαντασίας

Εντυπώσεις και Συναισθήματα
Fantasy Archive

Video Games

Η F Γωνιά των Gamers
Fantasy Archive